index num_words_total_L1 num_words_total_L2 title_L1 title_L2 abstract_L1 abstract_L2 1 248 223 The effectiveness of using written and oral advance organizer in teaching economic knowledge in high school Η αποτελεσματικότητα της χρήσης γραπτού και προφορικού προοργανωτή κατά τη διδασκαλία οικονομικών εννοιών στο λύκειο The purpose of this study was to examine the effects of a comparative advance organizer in a written and oral format on learners’ immediate and delayed retention of subject matter related to basic economics. Another area of interests was to investigate whether the comparative advance organizer would be an effective strategy to help low ability learners. Additionally, it was investigated if it helped learners in transfer of knowledge. Two hundred thirty nine senior high school students in nine classes in Thessalonikh provided the sample for the study. Subjects were tested for prior knowledge on microeconomics and then randomly assigned to one of three treatment conditions: (1) written comparative advance organizer, treatment one; (2) oral comparative advance organizer, treatment two; (3) placebo advance organizer, treatment three. An analysis of variance (One way ANOVA) was used to determine whether there were significant differences among treatment groups. The findings show that only the written organizer responded positively to the students’ performances in the immediate learning post test. In addition, it assisted the students significantly in transfer of knowledge and it was of great benefit for low ability learners. Also, there were no significant differences among treatment groups in the process of transmitting knowledge in the retention test. The factors that proved to affect the results in both immediate and retention post test were the school performance grade, prior economic knowledge and the written advance organizer. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να εξεταστούν τα αποτελέσματα ενός συγκριτικού προοργανωτή με ένα γραπτό και προφορικό σχήμα, στη μάθηση και τη διατήρηση των γνώσεων των μαθητών, σε περιεχόμενο σχετικό με τα βασικά οικονομικά. Επίσης, ερεύνησε εάν ο συγκριτικός προοργανωτής θα ήταν μια αποτελεσματική διδακτική στρατηγική για να βοηθήσει τους αδύνατους μαθητές. Επιπλέον, ερευνήθηκε εάν βοήθησε τους μαθητές στη μεταβίβαση της γνώσης. Διακόσιοι τριάντα εννιά τελειόφοιτοι μαθητές λυκείου από εννέα τάξεις στη Θεσσαλονίκη παρείχαν το δείγμα για τη μελέτη. Τα υποκείμενα εξετάστηκαν για την προγενέστερη γνώση τους σχετικά με τη μικροοικονομία και έπειτα τυχαία εντάχθηκαν σε μία από τις τρεις μεταχειρίσεις: (1) με γραπτό συγκριτικό προοργανωτή, (2) με προφορικό συγκριτικό προοργανωτή και (3) με εικονικό προοργανωτή. Μια ανάλυση της διακύμανσης κατά ένα παράγοντα χρησιμοποιήθηκε για να καθορίσει εάν υπήρξαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων των μεταχειρίσεων. Τα συμπεράσματα δείχνουν ότι μόνο ο γραπτός προοργανωτής συνέβαλε θετικά στις επιδόσεις των μαθητών στο τεστ μάθησης. Επιπλέον, βοήθησε τους σπουδαστές σημαντικά στη μεταφορά της γνώσης και ωφέλησε πολύ τους αδύνατους μαθητές. Στο τεστ διατήρησης των γνώσεων δεν υπήρξε σημαντική διαφορά μεταξύ των επιδόσεων των ομάδων των μεταχειρίσεων. Επίσης, δεν υπήρξε καμία σημαντική διαφορά μεταξύ των επιδόσεων των ομάδων των μεταχειρίσεων στη διαδικασία της μεταβίβασης της γνώσης κατά το τεστ διατήρησης. 2 253 279 Αναγνώριση προηγούμενης γνώσης ενηλίκων στο πλαίσιο παρεχομένων υπηρεσιών εκπαίδευσης ενηλίκων :Έρευνα πεδίου στους υπάρχοντες φορείς πιστοποίησης, παρόχους υπηρεσιών εκπαίδευσης ενηλίκων και προτάσεις για περαιτέρω ολοκλήρωση της διαδικασίας αναγνώρισης κατά τα Ευρωπαϊκά πρότυπα The aim of this thesis is to investigate the issue of adult prior knowledge recognition with fieldwork in the existing certification institutes and to examine whether European standards are followed in Greece. The quantitative analysis was based on 352 questionnaires and the qualitative analysis was based on interviews of employees at adult education institutions and centers of certification of prior knowledge. Recognition of prior knowledge has been found to be important due to economic crisis, worker mobility and unemployment as it leads to economic, social and environmental development. This development should be based on two axes: the acquisition of educational and professional qualifications. However there are significant problems and challenges that characterise the existing framework for recognising prior knowledge in Greece. The innovation of this research lies in the fact that existing literature review is presented in relation to the recognition of prior knowledge in Greece and it is combined with research data. In addition, an important aspect of this research is the fact that it shapes a framework for the recognition of prior knowledge that can be used by institutions of Western Macedonia, in the context of the post-lignite period. This procedure is important due to the transformations that influece the level of productivity in the wider region of Western Macedonia. Therefore, the region of Central Macedonia could invest in the education and qualification development of specific groups of the population that affected by unemployment, especially in post-lignite period so that there are the least negative effects on employment and marginalization level. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να διερευνήσει το ζήτημα της αναγνώρισης προηγούμενης γνώσης ενηλίκων μέσα από μία έρευνα πεδίου στους υπάρχοντες φορείς πιστοποίησης, αλλά και να εξετάσει κατά πόσο στην Ελλάδα ακολουθούνται ευρωπαϊκά πρότυπα. Χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική μέθοδος με ερωτηματολόγιο σε ένα δείγμα 352 ατόμων, καθώς και η ποιοτική μέθοδος με προσωπικές συνεντεύξεις εργαζομένων σε φορείς εκπαίδευσης ενηλίκων και κέντρων πιστοποίησης προηγούμενης γνώσης. Διαπιστώθηκε πως η αναγνώριση της προηγούμενης γνώσης είναι σημαντική εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της κινητικότητας των εργαζομένων και της ανεργίας δεδομένου ότι οδηγεί σε οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη. Αυτή η ανάπτυξη θα πρέπει να εδράζεται σε δύο πυλώνες: απόκτηση εκπαιδευτικών και επαγγελματικών προσόντων. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα και προκλήσεις που χαρακτηρίζουν το υφιστάμενο πλαίσιο αναγνώρισης προηγούμενης γνώσης στην Ελλάδα. Η πρωτοτυπία αυτής της έρευνας έγκειται στο ότι συστηματοποιείται η υφιστάμενη βιβλιογραφία σε σχέση με την αναγνώριση προηγούμενης γνώσης στον Ελληνικό χώρο και συνδυάζεται με ερευνητικά δεδομένα. Επίσης, σημαντικό στοιχείο αυτής της έρευνας είναι το γεγονός ότι διαμορφώνει ένα πλαίσιο αναγνώρισης προηγούμενης γνώσης που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από φορείς της Δυτικής Μακεδονίας, στο πλαίσιο της μεταλιγνιτικής περιόδου.Η διαδικασία αυτή είναι σημαντική εξαιτίας των μετασχηματισμών που απορρέουν σε επίπεδο παραγωγικής διαδικασίας στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Επομένως, η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας θα μπορούσε να επενδύσει στην εκπαίδευση και ανάπτυξη προσόντων συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού που πλήττονται από την ανεργία, ιδίως στο πλαίσιο της μεταλιγνιτικής περιόδου, ούτως ώστε να μην υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις – ή τουλάχιστον να μετριαστούν – σε επίπεδα απασχόλησης και περιθωριοποίησης. 3 267 248 In today’s era, information technology and technology are constantly developing at a very fast pace and have invaded every aspect of daily life. Among the consequences of this rapid growth is included the evolution of video surveillance systems, which are widely used in recent years by individuals and legal entities in both private and public spaces. The primary and most common purpose of the installation and operation of a video surveillance system is the protection of persons and property, namely the protection of life and health of people, estate and property. Video surveillance systems monitor and record the behavior of individuals, collecting video and audio data which is considered personal data. The use of video surveillance systems is wide and extensive and the processing of personal data in which they proceed is massive and on a large scale. In this paper, an effort is made to present with adequacy and detail the main issues of personal data protection arising from the use of video surveillance systems. The main key points of the study are the Directive 1/2011 and the decisions of the Hellenic Personal Data Protection Authority, the opinion 4/2004 of the Article 29 Working Party and the Guidelines 3/2019 of the European Data Protection Board (EDPB). Moreover, reference is made to relevant decisions of the Court of Justice of the European Union (CJEU) and the European Court of Human Rights (ECHR). The installation of video surveillance systems raises many and varied issues concerning personal data, many of which are complex. The purpose of this paper is to examine and present these particularly interesting and topical issues. Στη σημερινή εποχή, η πληροφορική και η τεχνολογία αναπτύσσονται διαρκώς με ταχύτατους ρυθμούς και έχουν εισβάλλει σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής. Μεταξύ των συνεπειών της ραγδαίας αυτής ανάπτυξης, συμπεριλαμβάνεται και η εξέλιξη των συστημάτων βιντεοπιτήρησης, τα οποία χρησιμοποιούνται κατά κόρον τα τελευταία έτη από φυσικά και νομικά πρόσωπα τόσο σε ιδιωτικούς, όσο και σε δημόσιους χώρους. Ο πρωταρχικός και πιο συνήθης σκοπός εγκατάστασης και λειτουργίας συστήματος βιντεοεπιτήρησης είναι η προστασία προσώπων και αγαθών, ήτοι η προστασία της ζωής και της υγείας των ανθρώπων, της περιουσίας και της ιδιοκτησίας. Τα συστήματα βιντεοεπιτήρησης παρακολουθούν και καταγράφουν τη συμπεριφορά των φυσικών προσώπων, συλλέγοντας δεδομένα εικόνας και ήχου τα οποία θεωρούνται προσωπικά δεδομένα. Η χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης είναι ευρεία και εκτεταμένη και η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στην οποία προβαίνουν μαζική και σε μεγάλη κλίμακα. Στην παρούσα εργασία, καταβάλλεται προσπάθεια να παρουσιαστούν με επάρκεια και λεπτομέρεια τα κυριότερα ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων που προκύπτουν από τη χρήση συστημάτων βιντεοεπιτήρησης. Βασικά σημεία της μελέτης αποτελούν η Οδηγία 1/2011 και οι αποφάσεις της Ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (ΑΠΔΠΧ), η γνωμοδότηση 4/2004 της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29 και οι Κατευθυντήριες γραμμές 3/2019 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων (ΕΣΠΔ). Επίσης, γίνεται αναφορά σε σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Η εγκατάσταση συστημάτων βιντεοεπίτηρησης εγείρει πολλά και ποικίλα ζητήματα προστασίας προσωπικών δεδομένων, αρκετά εκ των οποίων είναι σύνθετα. Σκοπός της εργασίας είναι να εξεταστούν και να παρουσιαστούν τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και επίκαιρα αυτά θέματα. 4 98 111 Υλοποίηση σε λογισμικό εφαρμογής τιμολόγησης Credit Default Swaps. Credit risk is one of the most significant issues facing participants in the capital market. Credit Default Swaps (CDS) are widely known as a mean of managing and reducing credit risk. Since the pricing of CDS contracts considered as a complex process, various pricing models have developed. This paper focuses on a reduced-form model, which is developed by O'Kane & Turnbull (2003). Its main objective is the implementation of an executable application related to the pricing of CDS agreements based on the O’Kane & Turnbull model (2003). The application was developed with the contribution of the Matlab software. Ο πιστωτικός κίνδυνος αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα θέματα που αντιμετωπίζουν οι συμμετέχοντες στην αγορά κεφαλαίου. Η διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου επιτυγχάνεται εύκολα μέσω των Συμφωνιών Ανταλλαγής Κινδύνου Αθέτησης, που είναι ευρέως γνωστές ως Credit Default Swaps (CDS). Η τιμολόγηση των συμφωνιών CDS θεωρείται μια πολύπλοκη διαδικασία, για την οποία έχουν αναπτυχθεί διάφορα μοντέλα τιμολόγησης. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στο reduced-form μοντέλο που αναπτύχθηκε από τους O’Kane & Turnbull το 2003. Κύριος στόχος της διπλωματικής εργασίας αποτελεί η υλοποίηση μιας αυτόνομης εφαρμογής τιμολόγησης συμφωνιών CDS, η οποία βασίζεται στο μοντέλο των O’Kane & Turnbull (2003) και αναπτύχθηκε με τη χρήση του λογισμικού Matlab. 5 195 210 Η επίδραση της ισοτιμίας στο ισοζύγιο των τουριστικών υπηρεσιών της Ελλάδας. Tourism is considered to be the "heavy industry" of Greece, which, however, has already downgraded before the outbreak of the economic crisis. In recent years, because of the crisis Greece's tourism product has undergone further deterioration as unresolved problems over time have gradually cause the loss of the comparative advantage of our country in relation to its competitors. New tourist destinations in the Southeast Mediterranean countries such as Turkey and Tunisia, have a strong presence in tourism and create new competitive conditions. Their tourist product is offered at better and lower price and the value for money is better for the foreign tourist. In addition, Greece's entry to the Euro zone along with conducting transactions in Greece in an overvalued currency relative to other currencies caused further increase in price for the Greek tourism product in Greece discouraging foreign tourists and encouraging its competitors. This paper explores the relationship between the exchange rate and the tourism services in Greece for the period 2003:1-2011:4 using cointegration analysis. The results confirm that the existence of a long term relationship between the variables as well as short-term effects running from the real exchange rate to the tourist balance. Ο τουρισμός θεωρείται ως η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, το οποίο, ωστόσο, έχει υποβαθμιστεί ήδη πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης το τουριστικό προϊόν της Ελλάδας έχει υποστεί περαιτέρω υποβάθμιση καθώς τα διαχρονικά άλυτα προβλήματα έχουν προκαλέσει σταδιακά την απώλεια του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χώρας μας σε σχέση με τους ανταγωνιστές. Νέοι τουριστικοί προορισμοί σε χώρες της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, όπως η Τουρκία και η Τυνησία, έχουν ένα δυναμικό παρόν στον τομέα του τουρισμού και δημιουργούν νέες συνθήκες ανταγωνισμού. Το τουριστικό προϊόν που παρέχουν έχει καλύτερη και χαμηλότερη τιμή και η σχέση αξίας – τιμής είναι βελτιωμένη για το ξένο τουρίστα. Επιπλέον, η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και η διεξαγωγή συναλλαγών στην Ελλάδα σε ένα νόμισμα υπερτιμημένο σε σχέση με τα υπόλοιπα νομίσματα προκάλεσαν περαιτέρω αύξηση της τιμής του ελληνικού τουριστικού προϊόντος αποθαρρύνοντας τους ξένους τουρίστες και ενθαρρύνοντας τους ανταγωνιστές. Η παρούσα εργασία επιδιώκει να διερευνήσει τη σχέση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και των τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα για την περίοδο 2003:1-2011:4 με χρήση της μεθόδου συνολοκλήρωσης. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει μακροχρόνια σχέση επίδρασης ανάμεσα στις μεταβλητές ενώ τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν και βραχυχρόνιες επιδράσεις από την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία προς το τουριστικό ισοζύγιο. 6 505 461 The contribution of work-based learning programs in Higher Education and their connection with the labor market: one evaluative case study in the field of Adult Education Η συμβολή της πρακτικής άσκησης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και η σύνδεσή της με την αγορά εργασίας: μια αξιολογική μελέτη περίπτωσης στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων This thesis falls into the scientific area of the evaluation of integrated work-based learning programs in the curricula of higher education institutions, as well as explores the contribution of internships both to the completion of tertiary education and to an easier transition of tertiary education graduates to the labor market. It draws on the research methodology of the quality “paradigm” in educational research, the case study and, more specifically, the evaluative case study, qualitative content analysis and the phenomenological approach. Utilizing qualitative research methodology, this research aims at the evaluation of the practicum placement program in the major of Continuous Education at the Department of Educational and Social Policy at the University of Macedonia, during the academic years 2010-2011 and 2011-2012. The research aspires to understanding and describing the “phenomenon” on the part of those involved in it, namely: a) the Students, b) the Organizers: Supervisors, the Internship Academic Coordinator and a Cooperating Teacher and c) Mentors: representatives of the cooperating organizations during the implementation of the work-based learning program. The research was conducted with the use of different research tools, such as: a) interviews (with Students and Organizers), b) questionnaires (with Students) and c) questionnaires instead of interviews (with Mentors); in parallel official documents were examined, such as the Study Guide of the Department, the work-based learning curriculum and the updated institutionalizing decision of work-based learning program procedure. Qualitative Content Analysis was implemented for the analysis of the research material, with the use of the system of categories, the latter having arisen inductively from the answers of the respondents involved. The induction system of categories consists of thirteen categories, which fall into four Axes of analysis, as follows: 1st Axis: Components of the work-based learning program, 2nd Axis: Implementation of the work-based learning program, 3rd Axis: Results of the work-based learning program and employability prerequisites of graduates and 4th Axis: Suggestions for the improvement of the work-based learning program. The research showed that through the work-based learning program functional connection between academic theory and professional practice takes place, the first structured professional experience is acquired by students, who experience the role of an employee in real working life conditions; in parallel, social and personal competences are being cultivated, such as communication, cooperation or conflict resolution, together with the IT competence and the competence of communication in foreign languages as well as the opportunity to develop students’ initiative. The above competences fall into social competences, the digital competence, the competence of communicating in foreign languages and the sense of initiative and entrepreneurship and represent four out of the eight key competences for lifelong learning (along with the ability to communicate in the mother tongue, the mathematical competence, metacognitive competences and cultural awareness and expression), which were adopted by the European Commission in December 2006, and are considered necessary for personal fulfillment, active citizenship, social inclusion and employment for all. Η παρούσα διατριβή εντάσσεται στην επιστημονική περιοχή της αξιολόγησης των ενσωματωμένων προγραμμάτων πρακτικής άσκησης στα Προγράμματα Σπουδών των ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης και διερευνά τη συμβολή της πρακτικής άσκησης αφενός στην ολοκλήρωση των σπουδών και αφετέρου στην ομαλότερη μετάβαση των αποφοίτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην αγορά εργασίας. Αντλεί την ερευνητική μεθοδολογία της από το ποιοτικό «παράδειγμα» στην εκπαιδευτική έρευνα, την μελέτη περίπτωσης (case study) και πιο συγκεκριμένα την αξιολογική μελέτη περίπτωσης (evaluative case study), την ποιοτική ανάλυση περιεχομένου και την φαινομενολογική προσέγγιση. Σκοπός της έρευνας είναι, με τη χρήση ποιοτικής ερευνητικής μεθοδολογίας, η αξιολόγηση του προγράμματος Πρακτικής Άσκησης στην κατεύθυνση Συνεχούς Κατεύθυνσης του Τμήματος Εκπαιδευτικής και Κοινωνικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2010-2011 και 2011-2012, με στόχο την κατανόηση και περιγραφή του «φαινομένου» από την πλευρά των εμπλεκομένων σε αυτή, δηλαδή των Φοιτητών, των Οργανωτών: Εποπτών, Υπευθύνου Πρακτικής Άσκησης και Εκπαιδευτικού-Συνεργάτη και των Μεντόρων: εκπροσώπων των φορέων υλοποίησης της Πρακτικής Άσκησης. Γίνεται χρήση διαφορετικών ερευνητικών εργαλείων, όπως: α) συνεντεύξεων (Φοιτητών και Οργανωτών), β) ερωτηματολογίων (Φοιτητών) και γ) ερωτηματολογίων στη θέση συνέντευξης (Μεντόρων), ενώ παράλληλα διερευνώνται επίσημα έγγραφα-ντοκουμέντα της Πρακτικής Άσκησης, όπως ο Οδηγός Σπουδών, ο Οδηγός Πρακτικής Άσκησης και η επικαιροποιημένη απόφαση θεσμοθέτησης του Κανονισμό της Πρακτικής Άσκησης. Για την ανάλυση του υλικού της έρευνας γίνεται χρήση της Ποιοτικής Ανάλυσης Περιεχομένου με το σύστημα των κατηγοριών, οι οποίες προέκυψαν επαγωγικά από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων. Το επαγωγικό σύστημα κατηγοριών συντίθεται από δέκα τρεις κατηγορίες, οι οποίες εντάσσονται σε τέσσερις Άξονες Ανάλυσης: 1ος Άξονας: Δομικά στοιχεία του προγράμματος Πρακτικής Άσκησης, 2ος Άξονας: Υλοποίηση του προγράμματος Πρακτικής Άσκησης, 3ος Άξονας: Αποτελέσματα του προγράμματος Πρακτικής Άσκησης και προϋποθέσεις απασχολησιμότητας των αποφοίτων και 4ος Άξονας: Προτάσεις βελτίωσης της Πρακτικής Άσκησης. Η έρευνα έδειξε ότι μέσω της πρακτικής άσκησης συντελείται η λειτουργική σύνδεση μεταξύ θεωρίας και πράξης, αποκτάται η πρώτη συγκροτημένη επαγγελματική εμπειρία από τους φοιτητές, οι οποίοι βιώνουν τον ρόλο του εργαζομένου σε πραγματικές συνθήκες εργασίας. Παράλληλα καλλιεργούνται οι κοινωνικές και προσωπικές ικανότητες, όπως αυτές της επικοινωνίας, της συνεργασίας ή της επίλυσης συγκρούσεων, οι ικανότητες χρήσης Η/Υ και της επικοινωνίας σε ξένες γλώσσες και αναπτύσσεται το αίσθημα πρωτοβουλίας των φοιτητών. Οι παραπάνω εντάσσονται στις κοινωνικές ικανότητες, την ψηφιακή ικανότητα, την ικανότητα επικοινωνίας στις ξένες γλώσσες και το αίσθημα πρωτοβουλίας και επιχειρηματικότητας και συνιστούν τις τέσσερις από τις οκτώ βασικές ικανότητες για τη δια βίου μάθηση (μαζί με την ικανότητα επικοινωνίας στη μητρική γλώσσα, τη μαθηματική ικανότητα, τις μεταγνωστικές ικανότητες και την πολιτιστική γνώση και έκφραση) οι οποίες υιοθετήθηκαν τον Δεκέμβριο του 2006 από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και θεωρούνται απαραίτητες τόσο για την προσωπική ολοκλήρωση, την ιδιότητα του ενεργού πολίτη, την κοινωνική ένταξη όσο και την απασχόληση όλων των ατόμων. 7 191 209 Στρατηγικές ανάπτυξης μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών στο κλάδο των φαρμακευτικών εταιρειών. Mergers and Acquisitions (M&As) are one of the most popular strategic development tools, providing opportunities for access to new markets, diversifying the product portfolio, achieving economies of scale and increasing market shares. The global pharmaceutical industry, having seen significant growth over the past two decades, is a representative example of intensifying M&A activity as more and more pharmaceutical companies are engaging in relevant transactions. The aim of this thesis is to investigate the phenomenon of M&As in the global pharmaceutical industry and to examine how they act as strategic development mechanisms. For this research purposes, 12 cases of acquisitions were studied (Pharmacyclics - Abbvie, Receptos - Celgene, AcertaPharma - AstraZeneca, Allergan Generics - Teva, Roxane Laboratories - Hikma, Rimsa - Teva, Polichem - Almirall, Astella - Leo, Synageva - Alexion, Boehringer Ingelheim Consumer Health - Sanofi, MSD Consumer Health - Bayer, Novartis Consumer Care - GSK) announced and completed in the period 2014-2016. According to the cases’ analysis, pharmaceutical companies are involved in M&A activities to develop, specialize and supplement their product portfolio, strengthen their market power, have access to extensive distribution and sales networks, and acquire assets of high-added value. Οι Εξαγορές και Συγχωνεύσεις (Ε&Σ) αποτελούν ένα από τα δημοφιλέστερα στρατηγικά εργαλεία ανάπτυξης, παρέχοντας ευκαιρίες πρόσβασης σε νέες αγορές, διαφοροποίησης του προϊοντικού χαρτοφυλακίου, επίτευξης οικονομιών κλίμακας και αύξησης των μεριδίων αγοράς. Ο παγκόσμιος φαρμακευτικός κλάδος, γνωρίζοντας σημαντική ανάπτυξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες, αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εντατικοποίησης της δραστηριότητας Ε&Σ, καθώς ολοένα και περισσότερες φαρμακευτικές εταιρίες υλοποιούν σχετικές συναλλαγές. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση του φαινομένου των Ε&Σ στον παγκόσμιο φαρμακευτικό κλάδου και η εξέταση του τρόπου με τον οποίο αυτές λειτουργούν ως μηχανισμοί στρατηγικής ανάπτυξης. Για τους σκοπούς της έρευνας μελετήθηκαν 12 περιπτώσεις εξαγορών (Pharmacyclics – Abbvie, Receptos – Celgene, AcertaPharma – AstraZeneca, Allergan Generics – Teva, Roxane Laboratories – Hikma, Rimsa – Teva, Polichem – Almirall, Astella – Leo, Synageva – Alexion, Boehringer Ingelheim Consumer Health – Sanofi, MSD Consumer Health – Bayer, Novartis Consumer Care – GSK) που ανακοινώθηκαν και ολοκληρώθηκαν στο χρονικό διάστημα μεταξύ 2014-2016. Σύμφωνα με την ανάλυση των περιπτώσεων, οι φαρμακευτικές εταιρίες εμπλέκονται σε δραστηριότητες Ε&Σ με σκοπό την ανάπτυξη, εξειδίκευση και συμπλήρωση του προϊοντικού τους χαρτοφυλακίου, την ενίσχυση της ισχύος τους στην αγορά, την πρόσβαση σε εκτεταμένα δίκτυα διανομής και πωλήσεων, και την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων υψηλής προστιθέμενης αξίας. 8 126 148 Μελέτη των απόψεων των φοιτητών για την ψηφιακή δημοκρατία και ηλεκτρονική διακυβέρνηση σε θέματα που αφορούν την ακαδημαϊκή κοινότητα. In the present project a record of the students’ interest on the way they realize the democratic processes in the academia is attempted. Moreover, an effort is made in order to record the familiarization of students with the terms e-Government and e-Democracy, and their views on the contribution of those in their daily lives. Finally an attempt is made to assess whether the existence of a web site consultation, exclusively on issues concerning the students, consists a factor that prompts to further involvement in the politics of academia. In the first unit, a retrospection of the development of e-governance from its first appearance till today is made. A presentation of the terms e-government and digital democracy follows and finally the results of the research are displayed. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια προσπάθεια σκιαγράφησης του ενδιαφέροντος των φοιτητών για τα κοινά καθώς και της αντίληψης τους για τον τρόπο που λειτουργούν οι δημοκρατικές διαδικασίες στον ακαδημαϊκό χώρο. Επιπλέον, επιχειρείται η καταγραφή της μέχρι σήμερα εξοικείωσης των φοιτητών με τις υπηρεσίες Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Ψηφιακής Δημοκρατίας, καθώς και οι απόψεις τους σχετικά με την συμβολή αυτών στην καθημερινότητα τους. Τέλος γίνεται μια προσπάθεια εκτίμησης, του εάν θα αποτελέσει παράγοντα ώθησης για περεταίρω ενασχόλησης με τα κοινά της ακαδημαϊκής κοινότητας, η ύπαρξη ενός διαδικτυακού χώρου διαβούλευσης αποκλειστικά για τα θέματα που απασχολούν τους φοιτητές. Αρχικά γίνεται μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης από την εμφάνιση της μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια γίνεται μια παρουσίαση των όρων ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ψηφιακή δημοκρατία ενώ ακολουθεί η παρουσίαση της έρευνας. 9 163 187 Globalization of the economy has multiplied competition and business requirements. The rapidly changing pattern business, in the 21st century, creates new challenges as national borders do not restrict business. Nowadays, businesses expand their activities in the international market work and meet companies of different cultures. The culture and some other factors, such as economic, political, legal, social., influence negotiation process and its result accordingly. The aim of the present paper is to study the Greek style of international negotiation. It is to explain tactics and behaviors by Greek culture and determine the effective base of international negotiations. Greek negotiation style seeks bonds and not contracts, uses win-win strategies, has formal style and polychronic perception but keeps a slow pace. The decision is to be taken be the highest in the hierarchy. Finally, recent examples of international agreements are of particular negotiating interest, such as the case study of Finansbank's sale by the National Bank and the sale of the Piraues port to Cosco. Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έχει πολλαπλασιάσει τον ανταγωνισμό και τις επιχειρησιακές απαιτήσεις. Το ταχύτατα μεταβαλλόμενο μοτίβο στον επιχειρηματικό κόσμο του 21ου αιώνα γεννά νέες προκλήσεις καθώς τα εθνικά σύνορα δεν περιορίζουν τα επιχειρησιακά. Οι διεθνείς επιχειρηματικές διαπραγματεύσεις προέκυψαν από την ανάγκη των επιχειρήσεων να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη διεθνή αγορά και να συνεργαστούν με άλλες επιχειρήσεις διαφορετικής κουλτούρας. Η κουλτούρα και κάποιοι επιπλέον παράγοντες, όπως, οικονομικοί, πολιτικοί, νομικοί, κοινωνικοί., επηρεάζουν τις διαπραγματεύσεις καθ’ όλη τη διάρκεια και διαμορφώνουν αναλόγως το αποτέλεσμα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι μέσα από εκτενή μελέτη δευτερογενών πηγών έρευνας, να συγκεντρωθούν όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το ελληνικό στυλ διεθνούς διαπραγμάτευσης ώστε να αποτελεί αναφορά αναζήτησης και εξήγησης τακτικών και συμπεριφορών που υπαγορεύονται από την ελληνική κουλτούρα και καθορίζουν την αποτελεσματική έκβαση των διαπραγματεύσεων. Οι Έλληνες που προέρχονται από κουλτούρα επιδιώκουν δεσμούς αντί συμφωνιών, χρησιμοποιούν στρατηγικές win-win, έχουν ύφος επίσημο, πολυχρονική αντίληψη αλλά διατηρούν αργό ρυθμό. Ο ανώτερος στην ιεραρχία είναι ο λήπτης της απόφασης. Τέλος παρατίθενται πρόσφατα παραδείγματα διεθνών συμφωνιών ιδιαίτερο διαπραγματευτικό ενδιαφέρον, όπως η μελέτη περίπτωσης πώλησης της Finansbank από την Eθνική τράπεζα και η πώληση του ΟΛΠ στην Cosco. 10 573 440 Empirical investigation of the process of convergence of banking market interest rates within the eurozone as indicator of banking integration and the impact of the financial crises of the period 2007-2014 Εμπειρική διερεύνηση της πορείας σύγκλισης των τραπεζικών επιτοκίων στην ευρωζώνη ως δείκτη τραπεζικής ολοκλήρωσης και των επιπτώσεν των χρηματοπιστωτικών κρίσεων της περιόδου 2007-2014 The key aim of this study, is to empirically examine the process of the banking market integration within the euro area, as depicted in the process of convergence of the banking market interest rates (Cost of Bank Borrowing indicators) across the eurozone members. Moreover, this study focuses on the impact of the global financial crisis of 2008, as well as the impact of the euro area debt crisis on this process. Finally, it aims at empirically identifying the factors that underlie the process of convergence or divergence of the banking market interest rates across the countries of eurozone. The findings according to the results of the rolling bootstrap unit root tests on panel data, show that the global financial crisis stopped, or even in some cases reversed the process of convergence of the banking market interest rates across the eurozone members. Moreover, it is shown that the eurozone debt crisis that followed, had another one significant negative impact on this process. The study of the pass-through process of the monetary policy effects on the banking market interest rates through the impact of changes of the money market rates on the cost of borrowing indicators, showed that there was an increase on the divergence of this mechanism across the countries for the period of the crises. Following an econometric methodology, this result was explained by the divergent trends in the national macroeconomic conditions and the structural factors prevailing in the euro area. A particular emphasis was given, in order to assess the impact of the heterogeneity of sovereign risk across the countries, on explaining the divergence of the bank borrowing cost. Our results lead to an overall conclusion, suggesting that there is not any systematic and persistent relationship between sovereign risk and the dispersion of the cost of bank borrowing across the euro area members. A significant relationship of this mechanism, can only be observed for the turbulent periods of the 2007-9 world financial crisis and the subsequent euro area debt crisis, and only for the member states of the South, mostly affected by these incidents. However, the significance of this effect appeared to be decreasing, as we move further away from the period of the outburst of the eurozone debt crisis. The extraction and the analysis of the latent factors that drive the process of the cost of borrowing formation, highlighted the existence of different structural models that drive the movements of the cost of borrowing across the eurozone countries. Moreover, there is evidence for the existence of distinct groups of countries (Clusters) in eurozone, where the mechanism of banking market interest rate formation is more similar within them. The results obtained from the FAVAR estimation of the dynamic effects of the latent factors’ shocks on the cost of borrowing across the regions, showed significant heterogeneity between the Center and Periphery, regarding the structural models that drive the cost of borrowing indicators. For instance, concerning the period after the beginning of the crises, the factor of financial risk was the most significant in determining the levels of the cost of borrowing for the region of Periphery. On the other side, for the Center of Eurozone, macroeconomic factors seem to be most relevant in explaining the cost of borrowing for the same period. O κύριος σκοπός της παρούσας μελέτης είναι, πρώτα, η εμπειρική διερεύνηση της πορείας της τραπεζικής ολοκλήρωσης στην ευρωζώνη όπως αυτή αντανακλάται στην διαδικασία της σύγκλισης των τραπεζικών επιτοκίων (δεικτών του κόστους δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τις τράπεζες). Στην συνέχεια, επιδιώκεται η αποτίμηση των επιπτώσεων της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και της κρίσης χρέους της ευρωζώνης που ακολούθησε, στην διαδικασία της σύγκλισης αυτής. Τέλος στοχεύει στην εμπειρική διερεύνηση των παραγόντων που είναι δυνατόν να ερμηνεύσουν την διαδικασία σύγκλισης ή απόκλισης του κόστους του τραπεζικού δανεισμού στις χώρες της ευρωζώνης. Με την μεθοδολογία των κυλιόμενων «bootstrap» έλεγχων μοναδιαίας ρίζας σε δεδομένα πάνελ, δείχθηκε ότι η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση προκάλεσε διακοπή ή και αναστροφή της διαδικασίας της σύγκλισης του κόστους δανεισμού στις χώρες της ευρωζώνης. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι η κρίση χρέους της ευρωζώνης που ακολούθησε, είχε περεταίρω σημαντική αρνητική επίδραση στην ίδια διαδικασία. Η εξέταση του μηχανισμού μετακύλισης των μεταβολών των επιτοκίων της κοινής νομισματικής πολιτικής στα επιτόκια της τραπεζικής στις χώρες της ευρωζώνης, έδειξε αύξηση της ανομοιογένειας μεταξύ των χωρών κατά την περίοδο των κρίσεων. Η εξέλιξη αυτή, μετά από σχετική οικονομετρική διερεύνηση, εξηγήθηκε από τις αποκλίνουσες τάσεις των εθνικών μακροοικονομικών δεδομένων και διαρθρωτικών παραγόντων που επικράτησαν στην ευρωζώνη. Ιδιαίτερη έμφαση στην εξήγηση των αποκλίσεων του κόστους δανεισμού από τις τράπεζες δόθηκε στην αποτίμηση των επιπτώσεων του βαθμού ετερογένειας του κινδύνου χώρας στην ευρωζώνη. Η εμπειρική διερεύνηση που χρησιμοποιήθηκε έδειξε αρχικά σημαντική συμμετοχή του κινδύνου χώρας στην ερμηνεία της αποκλίνουσας πορείας στο κόστος τραπεζικού δανεισμού, ειδικά για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Όμως διαπιστώθηκε, ότι η επίδραση αυτή εξασθένησε κατά την περίοδο που ακολούθησε μετά την αποκλιμάκωση της κρίσης χρέους. Η διερεύνηση των υποβοσκόντων παραγόντων που διαμορφώνουν το κόστος του τραπεζικού δανεισμού, κατέδειξε την ύπαρξη διαφορετικών δομικών υποδειγμάτων του κόστους δανεισμού μεταξύ των χωρών. Έτσι βρέθηκαν ενδείξεις για την ύπαρξη διακριτών ομάδων χωρών (Clusters) εντός της ευρωζώνης, όπου οι μηχανισμοί επίδρασης των διαφόρων παραγόντων στο κόστος δανεισμού είναι περισσότερο όμοιοι μεταξύ των χωρών που τις απαρτίζουν. Ακόμη, η εκτίμηση με την μέθοδο FAVAR των δυναμικών επιπτώσεων των υποβοσκόντων παραγόντων στο κόστος δανεισμού για τις περιοχές του «Κέντρου» και της «Περιφέρειας» της ευρωζώνης, έδειξε σημαντικές διαφορές όσον αφορά στο διαρθρωτικό υπόδειγμα καθορισμού του κόστους δανεισμού. Για παράδειγμα, για την περίοδο μετά την έναρξη των κρίσεων, μεταβλητές που διαμορφώνουν τον «χρηματοοικονομικό κίνδυνο» είναι οι κύριοι συντελεστές του κόστους δανεισμού στην «Περιφέρεια» της ευρωζώνης. Για το «Κέντρο» της ευρωζώνης όμως, παράγοντες που σχετίζονται με τις μακροοικονομικές συνθήκες είναι πιο σημαντικοί στη διαμόρφωση του κόστους δανεισμού στην ίδια περίοδο. 11 207 225 Διερεύνηση απόψεων στελεχών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σχετικά με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. 152/2013. Adult education and lifelong learning are necessities in the current social and professional reality. Continuous training and assessment in the workplace are essential elements to ensure the high quality level. In the Greek educational system, however, the concept of evaluation is a field of standing conflicts and eventually unfinished political choices. The present study investigated the evaluation of education and training as key elements in education. Particular attention is given to the importance - 12 - of the evaluation and the continuous training as factors contributing to improvement of professional identity and human resources in general. The main purpose of the survey is to identify the difficulties in evaluating education and training, as reflected through the experience of the School Advisers last effort evaluation in 2013-2014 with the law 152/2013. Furthermore, the complaints and their concerns towards the specific evaluative framework which proved ineffective and some improvement proposals were also investigated. Moreover, we investigated the degree and the points in the process which acted as mentors, evaluation, and as adult educators in training. The data collection of the present research work was based on the evidence collected from semi structured interviews, while the analysis of these data was carried out by using the method of thematic analysis. Η εκπαίδευση ενηλίκων και η διά βίου μάθηση αποτελούν αναγκαιότητες στην σύγχρονη κοινωνική και επαγγελματική πραγματικότητα. Οι συνεχείς επιμορφώσεις και η αξιολόγηση σε έναν επαγγελματικό χώρο είναι απαραίτητα στοιχεία για την διασφάλιση του υψηλού επιπέδου ποιότητας. Στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, ωστόσο, η έννοια της αξιολόγησης αποτελεί ένα πεδίο διαρκών αντιπαραθέσεων και, ουσιαστικά, ανολοκλήρωτων πολιτικών επιλογών. Αντικείμενο έρευνας της παρούσας εργασίας αποτελεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και η επιμόρφωση τους. Ιδιαίτερη μέριμνα δόθηκε στην σημαντικότητα της αξιολόγησης και της διαρκούς επιμόρφωσης ως παράγοντες βελτίωσης της επαγγελματικής ταυτότητας και του ανθρώπινου δυναμικού εν γένει. Βασικός σκοπός της έρευνας είναι να εντοπιστούν οι δυσκολίες στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από την εμπειρία των Σχολικών Συμβούλων στην τελευταία προσπάθεια αξιολόγησης το 2013-2014 με το Π.Δ. 152/2013. Επιπλέον, να διερευνηθούν οι ενστάσεις και οι προβληματισμοί τους απέναντι στο συγκεκριμένο αξιολογικό πλαίσιο το οποίο αποδείχτηκε ατελέσφορο καθώς και κάποιες, ενδεχόμενες, προτάσεις βελτίωσής του. Ακόμη, διερευνήθηκε ο βαθμός και τα σημεία στα οποία λειτούργησαν ως μέντορες, στην αξιολόγηση, και ως εκπαιδευτές ενηλίκων, στην επιμόρφωση. Για την εκπόνηση της συγκεκριμένης ερευνητικής εργασίας προκρίθηκε η ακόλουθη διαδικασία: για την συλλογή δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν ημι-δομημένες συνεντεύξεις σε υψηλόβαθμα στελέχη σε Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και κατόπιν κωδικοποιήθηκαν με την μέθοδο της θεματικής ανάλυσης. 12 293 367 Recommender systems in technology enhanced learning: design, development and evaluation of a recommender system integrated into Learning Activity Management System (LAMS) supporting the learning design process Συστήματα συστάσεων στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση: σχεδίαση, ανάπτυξη και αξιολόγηση συστήματος συστάσεων, ενσωματωμένο σε σύστημα διαχείρισης μαθησιακών δραστηριοτήτων με σκοπό την υποστήριξη του μαθησιακού σχεδιασμού στην ηλεκτρονική μάθηση In the ever-evolving field of e-learning, Learning Design is a critical success factor as it can support the development of effective and pedagogically informed learning environments. Recognizing the design process as complex and demanding in terms of knowledge, time and experience, this dissertation aimed to explore Recommendation Systems as a means of supporting teachers in the design process. To achieve the purpose of the dissertation, a Learning Design Recommender System called Mentor was designed, implemented and evaluated. Mentor is compatible with the Instructional Management Standards Learning Design Specification (IMS LD) specification, which is the dominant specification for Learning Designs. An important part of Mentor’s design is the incorporation of explanations into it. Mentor has been integrated into LAMS, a well-known system that enables teachers to create, manage and execute Learning Designs. Mentor recommends to teachers Learning Designs based on the reuse of existing ones. Teachers can modify a suggested Learning Design and use it as a starting point for creating their own. Two user-centric studies were performed to evaluate Mentor. The first study was conducted to evaluate the user experience and acceptance of Mentor by its users, as well as the benefits that may arise from its use for the educational community. The purpose of the second study was to explore the potential benefits to the educational community of incorporating explanations into the Learning Design Recommender Systems. The most important contribution of research conducted is that it provides research evidence that Learning Design Recommender Systems is an accepted technology by teachers that support them as Learning Designers when integrated into existing Learning Design environments such as LAMS. Στο συνεχώς εξελισσόμενο τομέα της ηλεκτρονικής μάθησης, ο Μαθησιακός Σχεδιασμός αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας καθώς μπορεί να υποστηρίξει την ανάπτυξη αποτελεσματικών και παιδαγωγικά ενημερωμένων περιβαλλόντων μάθησης. Αναγνωρίζοντας τη διαδικασία σχεδιασμού ως σύνθετη και απαιτητική από πλευράς γνώσεων, χρόνου και εμπειρίας, η παρούσα διατριβή έθεσε σκοπό τη διερεύνηση των Συστημάτων Συστάσεων ως μέσο υποστήριξης των εκπαιδευτικών στη διαδικασία συγγραφής Σχεδίων Μαθημάτων. Για την επίτευξη του σκοπού της διατριβής σχεδιάστηκε, υλοποιήθηκε και αξιολογήθηκε ένα Σύστημα Συστάσεων Σχεδίων Μαθημάτων, το οποίο ονομάστηκε Mentor. Το Mentor είναι συμβατό με την προδιαγραφή Instructional Management Standards Learning Design Specification (IMS LD), η οποία είναι η κυρίαρχη για τη μοντελοποίηση Σχεδίων Μαθημάτων. Σημαντικό τμήμα της σχεδίασης του συστήματος αποτέλεσε η ενσωμάτωση επεξηγήσεων σε αυτό. Το Mentor ενσωματώθηκε στο LAMS, ένα δημοφιλές σύστημα δημιουργίας, διαχείρισης και εκτέλεσης ψηφιακών Σχεδίων Μαθημάτων. To Mentor συστήνει στους εκπαιδευτικούς Σχέδια Μαθημάτων στηριζόμενο στην επαναχρησιμοποίηση υφιστάμενων Σχεδίων Μαθημάτων. Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να τροποποιήσουν ένα προτεινόμενο Σχέδιο Μαθήματος και να το αξιοποιήσουν ως σημείο έναρξης για τη δημιουργία των δικών τους σχεδίων. Για την αξιολόγηση του Mentor πραγματοποιήθηκαν δυο χρηστοκεντρικές μελέτες. Η πρώτη μελέτη πραγματοποιήθηκε προκειμένου να αξιολογηθεί η εμπειρία χρήσης και η αποδοχή του Mentor από τους χρήστες του, καθώς επίσης και τα οφέλη που πιθανόν προκύπτουν από τη χρήση του για την εκπαιδευτική κοινότητα. Σκοπός της δεύτερης έρευνας ήταν να διερευνηθούν τα πιθανά οφέλη που προκύπτουν για την εκπαιδευτική κοινότητα από την ενσωμάτωση επεξηγήσεων στα Συστήματα Συστάσεων που συστήνουν Σχέδια Μαθημάτων. Η σημαντικότερη συμβολή των ερευνών που πραγματοποιήθηκαν είναι ότι παρέχουν ερευνητικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία τα Συστήματα Συστάσεων είναι μια αποδεκτή από τους εκπαιδευτικούς τεχνολογία που τους υποστηρίζει ως Σχεδιαστές Μάθησης όταν ενσωματώνεται στο πλαίσιο υφιστάμενων περιβαλλόντων Μαθησιακού Σχεδιασμού όπως το LAMS. Η πρόταση μιας τεχνολογίας αποδεκτής από τους εκπαιδευτικούς που τους υποστηρίζει στη δημιουργία Σχεδίων Μαθημάτων μέσω του επανασχεδιασμού υφιστάμενων σχεδίων είναι σημαντική κυρίως λόγω της δυναμικής που ενέχει να ενισχύσει την υιοθέτηση των πρακτικών του Μαθησιακού Σχεδιασμού από τους εκπαιδευτικούς, πράγμα το οποίο σύμφωνα με τη βιβλιογραφία θα επηρέαζε θετικά την ποιότητα της διδασκαλίας και της μάθησης. 13 134 173 The impact of destructive leadership on employee performance Οι επιπτώσεις της καταστροφικής ηγεσίας στην απόδοση των εργαζομένων During the last years, organisational researchers have increasingly focused on the role of leadership’s style on job performance. Previous studies have shown that destructive leadership is negatively related to job performance. The present research investigates the mediating potential of quality of leader-member exchange, perceived organizational support and job satisfaction on destructive leadership - job performance relationship. The results of the study, conducted among employees of the public sector in Greece, showed that destructive leadership influences negatively the employees’ job performance and confirmed the mediating role of the leader-member exchange, perceived organizational support and job satisfaction in this relationship. The relationships between and among the studied factors, implications of the findings, strengths and limitations, and potential avenues for future research and utilization of the results are provided. Τα τελευταία χρόνια, η σχέση της ηγεσίας με την απόδοση έχει τραβήξει το ενδιαφέρον πολλών μελετητών και αρκετές δημοσιεύσεις διαπραγματεύονται τη σημασία του στυλ της ηγεσίας στην εργασιακή απόδοση. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η καταστροφική ηγεσία επηρεάζει αρνητικά την απόδοση των εργαζομένων. Η παρούσα εργασία εξετάζει τη σχέση ανάμεσα στην καταστροφική ηγεσία και την εργασιακή απόδοση, και το ρόλο της ποιοτικής συναλλαγής ηγέτη - μέλους, της αντιληπτής οργανωσιακής υποστήριξης και της εργασιακής ικανοποίησης ως διαμεσολαβητών στη σχέση αυτή. Από τα αποτελέσματα της έρευνας, που διεξήχθη σε εργαζόμενους του δημοσίου τομέα της χώρας, βρέθηκε ότι υπάρχει μια αρνητική σχέση ανάμεσα στην καταστροφική ηγεσία και την απόδοση των εργαζομένων, και η συναλλαγή ηγέτη - μέλους, η αντιληπτή οργανωσιακή υποστήριξη και η εργασιακή ικανοποίηση δρουν ως διαμεσολαβιτές στη σχέση αυτή. Ο ρόλος των μελετώμενων εννοιών, οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσά τους, οι περιορισμοί της έρευνας καθώς και προτάσεις για μελλοντική έρευνα και αξιοποίηση των αποτελεσμάτων που προέκυψαν από τον τομέα της Διοίκησης αναπτύσσονται και σχολιάζονται επιμέρους. 14 231 288 Η επίδραση της ηγεσίας στην παρακίνηση και ομαδική απόδοση των εργαζομένων στις υπηρεσίες υγείας The purpose of this study is to investigate the possible effect of leadership (direct and centralized) as it is represented by Leader-Member Exchange (LMX) and Perceived Organizational Support (POS), in healthcare worker’s team performance. It also examines the role of work motivation as possible mediator between LMX-team performance and POS-team performance. Three hundred and sixty (360) healthcare workers (nurses, doctors, paramedics and office workers) from the Greek public sector (mainly of Northern Greece) enrolled this study by completing an anonymous questionnaire. Partial Least Squares (PLS) Structural Equation Modelling (SEM), was used in order to evaluate the relations among the interested factors and their interactions. The results confirmed all the tested hypotheses as they showed statistically significant relations between LMX-team performance, POS-team performance and also highlighted the partial mediating role of motivation in LMX-team performance and POS-team performance interactions. These findings could be used to improve human resource management in health care facilities of the Greek public sector, suggesting the nodal role of investment in high quality exchange relations between leaders and employees. They also highlight the great importance of Organizational Support, as a mean of strengthening the motivation of healthcare workers, and consecutively, their team performance. Highly motivated employees that perform well, are a key to strategic target attainment for healthcare organizations and the public health sector as well. Key words: leader-member exchange, perceived organizational support, motivation, team performance, healthcare workers. Η παρούσα μελέτη έχει σκοπό να μελετήσει την επίδραση της Ηγεσίας (άμεσης και κεντρικής) σε Οργανισμούς όπως τα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τους επαγγελματίες υγείας, μέσα από τη συναλλαγή ηγέτη-μέλους και από την υποστήριξη που αισθάνονται ότι λαμβάνουν από το νοσοκομείο όπου εργάζονται, στην ομαδική απόδοσή τους. Επίσης, να διερευνήσει αν και κατά πόσο στη σχέση μεταξύ συναλλαγής ηγέτη μέλους και ομαδικής απόδοσης, όπως και σε αυτή μεταξύ αντιληπτής υποστήριξης από τον εργασιακό Οργανισμό και ομαδικής απόδοσης διαμεσολαβεί η παρακίνηση των εργαζόμενων. Στη μελέτη συμμετείχαν 360 εργαζόμενοι (νοσηλευτές, ιατροί, διοικητικό και λοιπό επιστημονικό προσωπικό), σε δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα της Ελλάδας, με τη συμπλήρωση ανώνυμου ερωτηματολογίου. Για τη διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των παραγόντων που προαναφέρθηκαν και των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος Partial Least Squares (PLS) Structural Equation Modelling (SEM). Η στατιστική ανάλυση-μοντελοποίηση επιβεβαίωσε τις αρχικές υποθέσεις, καθώς βρήκε στατιστικά σημαντικές σχέσεις μεταξύ της συναλλαγής ηγέτη-μέλους και της ομαδικής απόδοσης όπως και μεταξύ της αντιλαμβανόμενης υποστήριξης από τον Οργανισμό και της ομαδικής απόδοσης, ενώ επιπλέον ανέδειξε το ρόλο της παρακίνησης του προσωπικού ως μερικού διαμεσολαβητή στις σχέσεις αυτές. Τα ευρήματα μπορούν να χρησιμεύσουν για την καλύτερη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού του δημόσιου τομέα υγείας της χώρας μας, επενδύοντας σε σχέσεις προϊσταμένου-υφισταμένου υψηλής ποιότητας και συναλλακτικής ισχύος, ενισχύοντας την πολύπλευρη υποστήριξη που παρέχεται στους εργαζόμενους από τον Οργανισμό όπου απασχολούνται και προσβλέποντας δια μέσου της ενίσχυσης της παρακίνησης τελικά στη μεγιστοποίηση της ομαδικής απόδοσής τους στα τμήματα όπου εργάζονται και κατ’ επέκταση στην υλοποίηση των στρατηγικών στόχων κάθε Οργανισμού αλλά και του τομέα της Δημόσιας Υγείας γενικότερα. Λέξεις-κλειδιά: συναλλαγή ηγέτη-μέλους, αντιληπτή υποστήριξη από τον Οργανισμό, παρακίνηση, ομαδική απόδοση, επαγγελματίες υγείας. 15 250 289 Load Balancing in Software Defined Networks (SDN) Εξισορρόπηση φορτίου στα ευφυή προγραμματιζόμενα δίκτυα Load Balancing is a basic technique to ensure the desirable performance and the proper operation of data centers, offering the ability of running new and more demanding applications. One of the many problems in traditional networks is the lack of efficient ways of obtaining network traffic statistics from the network devices, due to the heterogenous nature of hardware and software. Furthermore, there are used special devices for load balancing, called load balancers, that are based on special hardware and have a high obtaining cost, without providing the necessary flexibility to network administrators. For example, the latter can’t implement their own load balancing algorithms, since these devices are locked by their manufacturer. Software Defined Networking (SDN) is a recent networking technology for the creation, planning and network management that addresses the above problems. The main concept of SDN is based on the logical centralization of network control in a software controller that monitors and controls the network behavior. In this thesis, we study and compare Round Robin, Weighted Round Robin and a statistic-based algorithm. In addition, we have implemented and presented our own proposal, a Ratio-based algorithm. We will also show what happens if a server has an increased workload and we will evaluate the efficiency of the load balancing system. To perform the experiments, we use Mininet to emulate the network and the network devices (e.g. using Open vSwitch) and the FloodLight controller to monitor, control and implement the various load balancing algorithms. Η εξισορρόπηση φορτίου (Load Balancing) αποτελεί βασική τεχνική εξασφάλισης της επιθυμητής απόδοσης και ορθής λειτουργίας των κέντρων δεδομένων, προσφέροντας τη δυνατότητα λειτουργίας νέων και περισσότερο απαιτητικών εφαρμογών. Ένα από τα προβλήματα στα παραδοσιακά δίκτυα είναι η έλλειψη αποτελεσματικών τρόπων απόκτησης στατιστικών κίνησης δικτύου από κάθε δικτυακή συσκευή, λόγω της ετερογένειας του υλικού και του λογισμικού. Επιπλέον, συνήθως αξιοποιούνται ειδικές συσκευές για την εξισορρόπηση φορτίου οι οποίες βασίζονται σε εξειδικευμένο υλικό και έχουν υψηλό κόστος, χωρίς να προσφέρουν την απαραίτητη ευελιξία στους διαχειριστές του δικτύου. Για παράδειγμα, οι τελευταίοι δεν μπορούν να γράψουν τους δικούς τους αλγόριθμους εξισορρόπησης φορτίου, μιας και οι συσκευές είναι κλειδωμένες από τον κατασκευαστή τους. Τα ευφυή προγραμματιζόμενα δίκτυα (Software Defined Networking – SDN) είναι μια πρόσφατη δικτυακή τεχνολογία για τη δημιουργία, το σχεδιασμό και τη διαχείριση δικτύων, η οποία στοχεύει στα παραπάνω προβλήματα. Η κύρια ιδέα του SDN βασίζεται στη λογική συγκέντρωσης του ελέγχου του δικτύου σε ένα λογισμικό ελεγκτή (controller), ο οποίος ελέγχει και παρακολουθεί τη συμπεριφορά του δικτύου. Στη διπλωματική εργασία μελετάμε και συγκρίνουμε τους αλγορίθμους εξισορρόπησης φορτίου κυκλικής επιλογής (Round Robin), κυκλικής επιλογής με βάρη (Weighted Round Robin) και έναν αλγόριθμο που βασίζεται σε στατιστικά. Επιπλέον, υλοποιήσαμε και παρουσιάσαμε μια δική μας πρόταση: ενός αλγορίθμου που βασίζεται σε ποσοστά (Ratio-based). Θα αντιπαραβάλλουμε τον αλγόριθμό μας με εκείνον της κυκλικής επιλογής με βάρη. Ακόμη, θα παρουσιάσουμε τι συμβαίνει σε περιπτώσεις που ένας διακομιστής έχει αυξημένο φόρτο εργασίας και θα αξιολογήσουμε την αποτελεσματικότητα του συστήματος εξισορρόπησης φορτίου. Για την πραγματοποίηση των πειραμάτων, χρησιμοποιούμε το λογισμικό Mininet για την εξομοίωση του δικτύου και των δικτυακών συσκευών (π.χ. μέσω του λογισμικού Open vSwitch) και τον ελεγκτή FloodLight για τον έλεγχο, την παρακολούθηση και την εφαρμογή των διαφόρων αλγορίθμων εξισορρόπησης φορτίου. 16 204 227 A study of the relationship between operating and financial risk in Greek companies Μελέτη της σχέσης μεταξύ επιχειρηματικού και χρηματοοικονομικού κινδύνου σε ελληνικές επιχειρήσεις This survey was focused on the investigation of the concept of the corporate trade-off hypothesis (CTH), which suggests that firms adjust operating risk and financial leverage to obtain the desirable amount of total systematic risk. At first we tested this relationship using as variable for the financial leverage the mean debt ratio. We also tested the hypothesis using the ratio total debt to equity. The results of the statistical analysis show that in the first test, the CTH is valid in 36,7% of the sample. On the other hand in the second test the CTH is valid in 86,6% of the sample. From the statistical analysis we concluded that there is an inverse relationship between the variables of operating beta and total debt ratio, the measures of operating risk and financial leverage. In advance, it is profound that total debt ratio is more reliable as a measure of financial leverage for Greek companies than mean debt ratio. This conclusion is related with the fact that during that period the Greek capital market was not satisfactorily developed. Consequently, the empirical findings corroborate that the corporate trade-off hypothesis is operative in Greek companies. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της ισχύος της Υπόθεσης Εταιρικής Σχέσης Ανταλλαγής, σύμφωνα με την οποία οι επιχειρήσεις προσπαθούν να συνδυάσουν τη χρηματοοικονομική μόχλευση προς την επιχειρηματική μόχλευση, ώστε να επιτευχθεί ένα επιθυμητό επίπεδο συνολικού συστηματικού κινδύνου. Ο έλεγχος της υπόθεσης έγινε με αναφορά σε δύο εναλλακτικές ερμηνευτικές μεταβλητές. Συγκεκριμένα, εκτιμήθηκε η συναρτησιακή σχέση μεταξύ του επιχειρηματικού κινδύνου και της χρηματοοικονομικής μόχλευσης, την οποία εκφράσαμε αρχικά με τον μέσο δείκτη χρέους και στη συνέχεια με τον μέσο δείκτη συνολικής δανειακής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα της οικονομετρικής εκτίμησης έδειξαν ότι στην πρώτη περίπτωση η ισχύς της Υπόθεσης Εταιρικής Σχέσης Ανταλλαγής θα μπορούσε να τεκμηριωθεί για το 36,7% των εξεταζόμενων επιχειρήσεων, ενώ στην δεύτερη περίπτωση θα μπορούσε να τεκμηριωθεί για το 86,6% των επιχειρήσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές ενδιαφέρονται για το ύψος όχι μόνο του δείκτη χρέους αλλά και του δείκτη συνολικής δανειακής επιβάρυνσης προκειμένου να προσδιορίσουν τον βαθμό της χρηματοοικονομικής τους μόχλευσης. Το συμπέρασμα αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν υπήρχε κατά την περίοδο, που καλύπτει η παρούσα μελέτη στην Ελλάδα, ικανοποιητική ανάπτυξη της αγοράς μακροπρόθεσμων κεφαλαίων. Επομένως, η μελέτη έδειξε ότι και οι ελληνικές επιχειρήσεις επιδιώκουν να διατηρήσουν μια σχέση ισορροπίας μεταξύ επιχειρηματικού και χρηματοοικονομικού κινδύνου, ώστε να διαμορφώσουν ένα αποδεκτό από τη διοίκησή τους επίπεδο συνολικού συστηματικού κινδύνου. 17 448 453 The European Banking Union as a contributing factor to financial stability Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση ως παράγοντας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας The European Banking Union Project emerged as a response to the financial crisis originated in 2007 in the USA and the subsequent sovereign debt crisis in the European Union, with the view of tackling the resulting fragilities by promoting financial stability at European level. Against this background, the Banking Union framework established two pillars, namely the Single Supervisory Mechanism in 2014 and the Single Resolution Mechanism in 2016, while the third pillar concerning a European Deposit Insurance Scheme is still under discussion. Taking into consideration the legal regime and the policy-coordination guidelines of the involved institutions related to the European Banking Union, this PhD dissertation firstly examines critically the governance structure of these three pillars in an attempt to shed light on the function of the European Banking Union until November 2020 as well as on the missing elements of this regime. Although there is a wide literature on the three pillars of the European Banking Union framework, it is still not clear the extent at which a Political Union is essential for the completion of this regime as well as its potential impact on financial stability. Against this background, the analysis of the Banking Union architecture is followed by a critical discussion of the most prominent bank resolution cases for the time being, and a primary research analysis stemming from the enclosed interviews with six stakeholders, each of them involved in different aspects of the Banking Union regime. Within this context, this PhD research work further aims at proving the main argument of this PhD dissertation, which entails that a Political Union would positively contribute to the completion of the European Banking Union project, and accordingly to the promotion of financial stability at European level. This could materialise by mitigating the obstacles to financial integration, which according to the enclosed interviews, have been proved to have political origin. The latter has been expressed by a tendency to politically tailored implementation of the relevant Banking Union legislation in the name of national financial stability and at the potential detriment of financial soundness at European level in the long term. In this vein, the enclosed interviews of this dissertation unveiled the political nature of the weaknesses and gaps of the still incomplete Banking Union framework, thus confirming to a considerable extent the conclusions of this PhD thesis concerning the significance of political convergence in establishing the required supervisory change, transparency, trust, as well as proper allocation of bank failure costs between bank stakeholders and sovereigns, deemed as essential contributing factors to the overall efficiency of the Banking Union regime in terms of promoting financial stability at European level. Η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση εμφανίστηκε ως απάντηση στην οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2007 στις ΗΠΑ και την επακόλουθη κρίση του δημόσιου χρέους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με σκοπό την αντιμετώπιση των αδυναμιών που προέκυψαν, προωθώντας τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τραπεζική Ένωση καθιέρωσε δύο πυλώνες και συγκεκριμένα τον Ενιαίο Μηχανισμό Εποπτείας το 2014 και τον Μηχανισμό Ενιαίας Εξυγίανσης το 2016, ενώ ο τρίτος πυλώνας, που αφορά ένα Ευρωπαϊκό Σύστημα Εγγύησης Τραπεζικών Καταθέσεων, βρίσκεται ακόμη υπό συζήτηση. Λαμβάνοντας υπόψη το νομικό καθεστώς και τις κατευθυντήριες γραμμές συντονισμού πολιτικής των εμπλεκόμενων θεσμικών οργάνων, που σχετίζονται με την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ένωση, αυτή η διδακτορική διατριβή εξετάζει καταρχάς κριτικά τη δομή διακυβέρνησης αυτών των τριών πυλώνων σε μια προσπάθεια να προσδιορίσει τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης έως τον Νοέμβριο του 2020, καθώς και τα στοιχεία που λείπουν από αυτό το καθεστώς. Παρόλο που υπάρχει ευρεία βιβλιογραφία σχετικά με τους τρεις πυλώνες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, δεν είναι ακόμη σαφές σε ποιο βαθμό μια Πολιτική Ένωση είναι απαραίτητη για την ολοκλήρωση αυτού του καθεστώτος, καθώς ο πιθανός αντίκτυπος στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάλυση της δομής της Τραπεζικής Ένωσης ακολουθείται από μια κριτική ανάλυση των πιο σημαντικών υποθέσεων εξυγίανσης τραπεζών μέχρι σήμερα και από μια πρωταρχική ερευνητική ανάλυση που προκύπτει από συνεντεύξεις με έξι εμπειρογνώμονες, εκ των οποίων ο καθένας εμπλέκεται σε διαφορετικές πτυχές του καθεστώτος της Τραπεζικής Ένωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, αυτό το ερευνητικό έργο στοχεύει περαιτέρω στο να αποδείξει το κύριο επιχείρημα αυτής της διδακτορικής διατριβής, το οποίο συνεπάγεται ότι μια Πολιτική Ένωση θα συμβάλει θετικά στην ολοκλήρωση του έργου της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, και κατά συνέπεια στην προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό θα μπορούσε να υλοποιηθεί με τη μείωση των εμποδίων στην οικονομική ολοκλήρωση, τα οποία σύμφωνα με τις συνημμένες συνεντεύξεις, έχουν αποδειχθεί ότι έχουν πολιτική προέλευση. Η φύση αυτής της προέλευσης διαφαίνεται μέσα από την τάση να προσαρμόζεται με πολιτικές παρεμβάσεις η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας για την Τραπεζική Ένωση σε ρυθμίσεις, που λαμβάνουν χώρα στο όνομα της εθνικής χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πλην όμως με ενδεχόμενη ζημία της μακροπρόθεσμης χρηματοοικονομικής ευρωστίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Σε αυτό το πνεύμα, οι συνημμένες συνεντεύξεις αυτής της διατριβής ανέδειξαν τον πολιτικό χαρακτήρα των αδυναμιών και των κενών του ακόμη μη ολοκληρωμένου πλαισίου της Τραπεζικής Ένωσης, επιβεβαιώνοντας έτσι σε μεγάλο βαθμό τα συμπεράσματα αυτής της διδακτορικής διατριβής σχετικά με τη σημασία της ευρύτερης πολιτικής σύγκλισης στην καθιέρωση της απαιτούμενης εποπτείας, στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, στη διαφάνεια, στην εμπιστοσύνη, καθώς και σωστή κατανομή του κόστους αποτυχίας των τραπεζών, που συνολικά θεωρούνται ουσιώδεις παράγοντες για την αποτελεσματικότητα του καθεστώτος της Τραπεζικής Ένωσης με γνώμονα την προώθηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. 18 161 173 Εκπαιδευτική τεχνολογία: ένας διδακτικός μικρόκοσμος για την εισαγωγή στον αντικειμενοστραφή προγραμματισμό. Motivated by the research about the difficulties of novice programmers while learning to program, the small number of papers that explore the difficulties of object-oriented programming, and the efforts of researchers to develop an educational tools that can help students, we developed an educational environment for teaching object-oriented programming. This environment is based on the microworld approach to teaching programming and incorporates the results of the research about the learning of programming. Its main difference from the existing environments is the fact that it combines the following forms of Educational Technology: it incorporates a series of lessons, a structure editor, program animation, explanatory visualization and the ability to record student actions. The programming environment was tested and evaluates by undergraduate students from the department of Applied Informatics of the University of Macedonia. The results of the empirical study that we carried out show that the programming environment can help invaluably the teacher and the student in teaching and learning programming respectively. Παρακινούμενοι από την έρευνα σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι αρχάριοι προγραμματιστές κατά την εκμάθηση του προγραμματισμού, το μικρό αριθμό εργασιών που διερευνούν, τις δυσκολίες του αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού, καθώς επίσης και τις προσπάθειες των ερευνητών για την ανάπτυξη εκπαιδευτικών εργαλείων που μπορούν να βοηθήσουν τους σπουδαστές, αναπτύξαμε ένα εκπαιδευτικά περιβάλλον για την διδασκαλία του αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού. Το περιβάλλον βασίζεται στην προσέγγιση των μικρόκοσμων προγραμματισμού και ενσωματώνει τα αποτελέσματα της έρευνας για την εκμάθησή του. Η βασική του διαφορά σε σχέση με τα υπάρχοντα περιβάλλοντα έγκειται στο γεγονός ότι συνδυάζει τις εξής μορφές της Εκπαιδευτικής Τεχνολογίας: ενσωματώνει μια σειρά μαθημάτων, έναν εκδότη δομής, τη δυνατότητα της δυναμικής προσομοίωσης εκτέλεσης των προγραμμάτων, της επεξηγηματικής οπτικοποίησης και της καταγραφής των ενεργειών των σπουδαστών. Το προγραμματιστικό περιβάλλον δοκιμάσθηκε και αξιολογήθηκε σε φοιτητές του Τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Από την εμπειρική μελέτη προέκυψε ότι το προγραμματιστικό περιβάλλον παρέχει ουσιαστική βοήθεια στο διδάσκοντα και το σπουδαστή κατά τη διδασκαλία και εκμάθηση του αντικειμενοστρεφούς προγραμματισμού αντίστοιχα. 19 151 119 Chaos and neural networks: study and simulation of chaotic attractors using neural networks Νευρωνικά δίκτυα και χάος: μελέτη και προσομοίωση χαοτικών ελκυστών δια της χρήσεως νευρωνικών δικτύων The objective of the dissertation was to explore the ability of neural networks to model the chaotic attractors and to study chaotic properties of recurrent neurons. The studied chaotic system was the logistic map which is simulated successfully by a backpropagation feedforward neural network. The simulation accuracy was described by means of a 2D theoretical model capable of modelling the simulation error time series. In the next step the chaotic properties of the recurrent neuron were studied (Lyapunov exponents, fractal dimensions, bifurcation diagrams, chaotic attractor shape and chaotic regions). Finally, a theoretical model capable of generating the basic absolute error pattern in backpropagation logistic map neural models was established. The study extended to the description of the minimum absolute error time series of the same model which simulates the logistic map for various values of the system parameter. Στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση της δυνατότητας νευρωνικών δικτύων να προσομοιώσουν χαοτικους ελκυστές και η μελέτη των χαοτικών χαρακτηριστικών των αναδρομικών νευρώνων. Το χαοτικό σύστημα που μελετήθηκε ήταν η λογιστική απεικόνιση η οποία προσομοιώθηκε με επιτυχία σε όλες τις περιοχές ενδιαφέροντος. Η διαδικασία της προσομοίωσης αξιολογήθηκε θεωρητικά διά της κατασκευής κατάλληλα σχεδιασμένου θεωρητικού μοντέλου. Στη συνέχεια μελετήθηκαν τα χαοτικά χαρακτηριστικά του αναδρομικού νευρώνα (εκθέτες Lyapunov, fractal dimensions, διαγράμματα διακλάδωσης, εξαγωγή χαοτικού ελκυστή, ανίχνευση χαοτικών περιοχών). Τέλος, κατασκευάστηκε θεωρητικό μοντέλο παραγωγής του βασικού προτύπου μεταβολής του απόλυτου σφάλματος στα νευρωνικά μοντέλα προσομοίωσης της λογιστικής απεικόνισης και μελετήθηκαν πειραματικά οι χρονοσειρές του ελάχιστου απόλυτου σφάλματος. 20 160 172 Contribution to comparative survey of multidimensional scales with the methods of multivariate analysis Συμβολή στη μελέτη κλιμάκων αξιολόγησης με μεθόδους της πολυδιάστατης ανάλυσης δεδομένων: συγκριτική μελέτη της προτίμησης-ικανοποίησης επιλογής σπουδών ανάμεσα σε τμήματα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης The aim of this research is to introduce a more correct and more accurate statistical analysis of the variables described by multidimensional scales with multivariate analysis methods. According to this, a new codification of multidimensional scales is suggested, so that after being elaborated with the multivariate correspondence analysis, both their ordinal and their nominal character remain. A new usable software by the name DIAS has been created in order to succeed the new codification and reduction of a scale to another with less graduations. DIAS also allows the possibility of codification of multidimensional scales, taking into account the subjectivity when answering such scales. Apart from the main purpose, new theoretical approaches have been also achieved. Among them, the introduction of balancing nominal variables, the suggestion for the reduction of the accuracy of a scale to a less graduaded one and the subjectivity in scales do particularly worth. Σκοπός της διατριβής είναι μια πρόταση ορθότερης και ακριβέστερης στατιστικής ανάλυσης των μεταβλητών που διατυπώνονται σε μορφή κλιμάκων αξιολόγησης με τις μεθόδους της ανάλυσης δεδομένων. Με αυτή προτείνεται νέα κωδικοποίηση των κλιμάκων αξιολόγησης, ώστε με την επεξεργασία τους με την παραγοντική ανάλυση των πολλαπλών αντιστοιχιών, διατηρείται τόσο ο διατεταγμένος, όσο και ο κατηγορικός τους χαρακτήρας. Για τη νέα κωδικοποίηση των κλιμάκων αξιολόγησης και την αναγωγή μιας κλίμακας σε άλλη με λιγότερες διαβαθμίσεις δημιουργήθηκε ένα εύχρηστο λογισμικό με το όνομα DIAS. Με το λογισμικό DIAS δίνεται και η δυνατότητα κωδικοποίησης κλιμάκων αξιολόγησης λαμβάνοντας υπ' όψη την υποκειμενικότητα των ατόμων στη συμπλήρωση κλιμάκων αξιολόγησης. Παράλληλα με τον κύριο σκοπό της διατριβής επιτεύχθησαν και άλλες νέες θεωρητικές προσεγγίσεις, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη αξία έχουν η πρόταση εξισορρόπησης κατηγορικών μεταβλητών, η πρόταση αναγωγής της ακρίβειας μιας κλίμακας πολλών διαβαθμίσεων σε κλίμακα με λιγότερες διαβαθμίσεις και η υποκειμενικότητα στις κλίμακες αξιολόγησης. 21 282 277 Τhe changing characteristics and the economic consequences of migration from the balkan countries to Greece: the case of the Αlbanians. Τα μεταβαλλόμενα χαρακτηριστικά και οι οικονομικές συνέπειες της μετανάστευσης απο τις βαλκανικές χώρες προς την Ελλάδα: η περίπτωση της Αλβανίας. Migration is a diachronic and worldwide phenomenon affecting in a multidimensional way both the sending and the receiving countries, as well as the individuals involved. The Albanian migration to Greece in the last twenty five years, one of the most impressive contemporary migrations, was influenced by and in turn influenced a number of social, political and economic factors influencing the existing status quo of the two countries. The objective of the present doctoral thesis, is the identification and documentation of the recent trends and the specific characteristics that the Albanian economic immigrants present in the Greek territory, focusing the inquiring interest mainly to economic and social data extracted from the primary research which was conducted through a field study in the period of the economic crisis and the relevant consequences in the country. The collected questionnaires of the field study were processed with the use of advanced statistics and econometrics and especially with the use of the Stata (Statistical Data) program. This allowed the drawing of conclusions to be presented and discussed in the last chapter of the thesis. The in depth assessment of these findings will highlight the particularities of the Albanian migration to Greece. The impact of the Albanian migration on the Greek economy will be assessed on the basis of labour market and other economic indicators. The findings will challenge a number of stereotypes and convictions and will allow the revisiting of a number of issues such as the social assimilation and the criminality of the Albanian immigrants thus allowing a more comprehensive and prejudice-free analysis of the phenomenon. Η μετανάστευση αποτελεί ένα διαχρονικό και συνάμα παγκόσμιο φαινόμενο του οποίου οι επιδράσεις επηρεάζουν πολυδιάστατα τόσο τις χώρες αποστολής και υποδοχής μεταναστών, όσο και τα μεμονωμένα άτομα που εμπλέκονται σε κάθε επιμέρους πτυχή του εν λόγω φαινομένου. Η αλβανική μετανάστευση προς την Ελλάδα τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μεταναστευτικές ροές και ο τρόπος εξέλιξής της επηρεάστηκε, αλλά ταυτόχρονα επηρέασε διαχρονικά τους κοινωνικούς, πολιτικούς αλλά και οικονομικούς παράγοντες των δύο χωρών επιφέροντας σημαντικές αλλαγές στο υπάρχον status quo και των δύο χωρών. Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η αποτύπωση των νέων τάσεων και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που οι Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες παρουσιάζουν στην Ελλάδα, επικεντρώνοντας το ερευνητικό ενδιαφέρον κυρίως σε οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις αυτής στην εξέλιξη του μεταναστευτικού φαινομένου στη χώρα αυτή. Η εξαγωγή συμπερασμάτων έγινε αξιοποιώντας ερευνητικά δεδομένα που προέκυψαν ύστερα από την διεξαγωγή πρωτογενούς έρευνας πεδίου, μέσω της λήψης συνεντεύξεων ερωτηματολογίου και της μετέπειτα ανάλυσης αυτών με την χρήση της εξελιγμένης στατιστικής οικονομετρίας και ειδικότερα του στατιστικού προγράμματος Stata (Statistical Data). Η εις βάθος αξιολόγηση των στοιχείων της έρευνας πεδίου και των αποτελεσμάτων αυτής, αποδεικνύουν την ιδιάζουσα σημασία της νεότερης αλβανικής μετανάστευσης προς την Ελλάδα, η οποία συνεχίζεται αδιάλειπτη μέχρι και σήμερα. Ο ρόλος αλλά και ο βαθμός που οι μετανάστες επηρεάζουν τα εγχώρια και όχι μόνο οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας, αποτελούν βασικό τομέα μελέτης και τα αποτελέσματα που προκύπτουν επιτρέπουν την αποτύπωση σημαντικών σχέσεων μεταξύ διαφορετικών παραγόντων στην διαμόρφωση συγκεκριμένων τάσεων και αφορούν την εν γένει νεότερη αλβανική μεταναστευτική εμπειρία. 22 403 450 This dissertation tackles the problem of automated web service composition, taking into account the non-deterministic nature of web services. Web services, a major ingredient of the Semantic Web, aim to solve interoperability problems between heterogeneous systems, with transparency over the underlying technologies used to implement them and the platforms they are based on. Importantly, due to the semantic markup of a web service, it is possible to automate the tasks of web service discovery, selection and composition. Since no single web service may provide the desired functionality, it is necessary to perform the task of web service composition in order to achieve it. However, web services exist and operate in an ever-changing and expanding environment; for that reason, searching for the appropriate web services for each goal is hard. What makes web service composition difficult and time-consuming is the additional burden of monitoring whether a web service taking part in an existing solution is still active and has the same usage and interface. Moreover, the possible uncertainty in the web service’s execution results must also be taken into account in the web service composition process. In the last decades, a plethora of methods for planning in classical domains have been proposed providing promising results. In parallel, and frequently inspired by such deterministic methods, algorithms and tools for planning in non-deterministic settings, either in fully, partially, or non-observable domains have been developed. Such methods can be efficiently utilized for the purposes of automated web service composition, using existing tools, following a translation of the original semantic web service composition domain to an AI planning one. The dissertation has three main parts. First, it critically reviews existing non-deterministic AI planning approaches, as well as deterministic and non-deterministic web service composition ones. Second, it reviews the evaluation process in web service composition approaches and proposes a new set of reproducible use case scenarios. Third, and most importantly, it proposes a non-deterministic AI planning algorithm aimed for automated web service composition. The aforementioned have been implemented into a web-based application, MADSWAN, that comprises a semantic web service registry, an editor of semantic description files, as well as manual and automated web service composition modules. The system adheres to the reusable nature of web services by utilizing existing open source projects as sub-element and makes use of an anytime probabilistic planner, MAPPPA2, tailor-made for web service composition problems so as to tackle the inherent non-determinism in the domain. Η παρούσα διατριβή αντιμετωπίζει το πρόβλημα της αυτοματοποιημένης σύνθεση υπηρεσιών ιστού λαμβάνοντας υπόψη τη στοχαστική φύση τους. Οι υπηρεσίες ιστού, ένα σημαντικό συστατικό του Σημασιολογικού Ιστού, έχουν ως στόχο να λύσουν τα προβλήματα διαλειτουργικότητας μεταξύ ετερογενών συστημάτων, παρέχοντας προτεραιότητα στη διαφάνεια σε σχέση με τις υποκείμενες τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για την υλοποίηση τους και τις πλατφόρμες στις οποίες βασίζονται. Είναι σημαντικό δε ότι λόγω της σημασιολογικής σήμανσης των υπηρεσιών ιστού είναι δυνατόν να αυτοματοποιηθούν οι εργασίες της εύρεσης των κατάλληλων υπηρεσιών ιστού, καθώς και της επιλογής και σύνθεσης τους. Δεδομένου του ότι μια υπηρεσία ιστού συχνά δεν προσφέρει μια επιθυμητή λειτουργία από μόνη της, είναι απαραίτητο να εκτελεστεί μια διαδικασία σύνθεσης υπηρεσιών ιστού για την επίτευξή της. Ωστόσο, οι υπηρεσίες ιστού λειτουργούν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, η αναζήτηση για τις κατάλληλες υπηρεσίες ιστού που επιτυγχάνουν κάποιον συγκεκριμένο στόχο είναι μια δύσκολη διαδικασία. Αυτό που καθιστά την διαδικασία σύνθεσης υπηρεσιών ιστού δύσκολη και χρονοβόρα είναι η πρόσθετη επιβάρυνση του να ελέγχεται το κατά πόσο είναι ακόμη ενεργή μια υπηρεσία ιστού που λαμβάνει μέρος σε μια υπάρχουσα λύση και αν έχει ακόμα την ίδια χρήση και διεπαφή. Επιπλέον, πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η πιθανή αβεβαιότητα στα αποτελέσματα της εκτέλεσης των υπηρεσιών ιστού. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μια πληθώρα μεθόδων για τον αιτιοκρατικό σχεδιασμό ενεργειών έχουν προταθεί επιτυγχάνοντας ιδιαίτερα ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Παράλληλα, και συχνά ορμώμενες από τέτοιες αιτιοκρατικές μεθόδους, εργαλεία για το σχεδιασμό ενεργειών σε περιβάλλοντα με αβεβαιότητα, είτε σε πλήρως, είτε σε εν μέρει είτε σε μη παρατηρήσιμα περιβάλλοντα έχουν αναπτυχθεί. Τέτοιες μέθοδοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά για τους σκοπούς της αυτοματοποιημένης σύνθεσης υπηρεσιών ιστού, χρησιμοποιώντας ήδη υπάρχοντα εργαλεία, μετά από έναν μετασχηματισμό του αρχικού σημασιολογικού προβλήματος σύνθεσης υπηρεσιών ιστού σε ένα πρόβλημα σχεδιασμού ενεργειών. Η διατριβή αποτελείται από τρία μέρη: Πρώτον, παρέχει μια κριτική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας του πεδίου του σχεδιασμού ενεργειών σε περιβάλλοντα με αβεβαιότητα, καθώς και των πεδίων της αιτιοκρατικής και μη αιτιοκρατικής σύνθεσης υπηρεσιών ιστού. Δεύτερον, εξετάζει τη διαδικασία αξιολόγησης των προσεγγίσεων σύνθεσης υπηρεσιών ιστού και προτείνει ένα νέο σύνολο αναπαράξιμων σεναρίων χρήσης. Τρίτον, και κυριότερο, προτείνει έναν μη-αιτιοκρατικό αλγόριθμο σχεδιασμού ενεργειών που εφαρμόζεται στο πεδίο της αυτοματοποιημένης σύνθεσης υπηρεσιών ιστού. Τα προαναφερθέντα μέρη έχουν υλοποιηθεί σε μια διαδικτυακή εφαρμογή, ονομαζόμενη MADSWAN, η οποία αποτελείται από ένα σημασιολογικό μητρώο υπηρεσιών ιστού, έναν επεξεργαστή αρχείων περιγραφής σημασιολογικών υπηρεσιών ιστού, καθώς και διαδικασίες χειροκίνητης και αυτοματοποιημένης σύνθεση υπηρεσιών ιστού. Το σύστημα ακολουθεί τους κανόνες που επιβάλλει η φύση των υπηρεσιών ιστού μέσω της χρήσης υφιστάμενων προγραμμάτων ανοικτού κώδικα ως στοιχεία του, ενώ χρησιμοποιεί έναν πιθανοτικό αλγόριθμο σχεδιασμού ενεργειών οποιουδήποτε χρόνου, τον MAPPPA2, ο οποίος στοχεύει συγκεκριμένα στην επίλυση προβλημάτων σύνθεσης υπηρεσιών ιστού, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εγγενή αβεβαιότητα που υπάρχει στο εν λόγω πρόβλημα. 23 398 433 The organizational administration of a primary school unit: aspect of functionality and efficiency Η οργανωσιακή- διοικητική καθημερινότητα μιας σχολικής μονάδας της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης:ζητήματα λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας The organizational administration of a primary school unit: aspect of functionality and efficiency ABSTRACT This participatory action research was an attempt to investigate the ways of everyday school management in a specific socio-educational context and to present the results after a three year study of field data and procedures during the cycles of research interventions.This action research was conducted in three parallel cycles and each cycle had three phases in order to investigate the students’, parents’ and teachers’ voices and take them into consideration in the daily school function. The 1st cycle of listening to students’ voice had the following three phases. The completion of each phase led to pedagogical and technical interventions and actions of school life and to the planning of the next phase. During the first phase, students’ views about the positive and negative school aspects were explored, during the second phase students views on their relations with their classmates and teachers were investigated and during the third phase students’ satisfaction fromtheir lessons were explored. During the first phase of the 2nd cycle, parents’ views on their communication with the school were explored. Based on parents’ answers teachers carried out certain actions during the second phase and the researcher constructed a valid and reliable questionnaire about school-parents’ communication and the pilot study was conducted. During the third phase there was the implementation of the questionnaire to school parents’ and the reflections from the results. During the first phase of the 3rd cycle, teachers’ views on the positive and negative school aspects were identified. During the second phase, teachers participated actively to school decision making by shaping the school vision, common school values and by practicingactivities to fulfill them. During the third phase, teachers’ views on school organization and coordination of school life as well as the development of human resources were investigated. The administration of the school was an extremely complex and complicating process in a fluid context and proved to be a real challenge for the participatory teachers.The results and the procedures of the present study could be used in future studies of the same school or other school units in order to produce useful practical knowledge for a democratic administrative practice which could bring a possibility of school change. Keywords:Participatory action research, school administration, students’ voice, parents’ voice, teachers’ voice Η συγκεκριμένη συμμετοχική έρευνα δράσης ήταν μία προσπάθεια να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο διοικείται καθημερινά μία σχολική μονάδα σε συγκεκριμένο ιστορικό κοινωνικό συγκείμενο και εκπαιδευτικό πλαίσιο και να καταγραφούν συμπεράσματα έπειτα από τριετή επισκόπηση και έλεγχο δεδομένων και πρακτικών κατά τη διάρκεια των κύκλων και των παρεμβάσεων της έρευνας.Η έρευνα διεξήχθη σε τρεις παράλληλους κύκλους και κάθε κύκλος είχε τρεις φάσεις προκειμένου να ανιχνευθεί η φωνή των μαθητών/ριών, των γονέων και των εκπαιδευτικών και να συνυπολογιστούν στην καθημερινή σχολική λειτουργία. Η ανίχνευση των απόψεων των μαθητών/ριών για το σχολείο έγινε στον 1ο κύκλο της έρευνας δράσης και ακολούθησε τρεις φάσεις. Η ολοκλήρωση της κάθε φάσης, οδήγησε σε παιδαγωγικές και τεχνικές παρεμβάσεις και δράσεις της σχολικής ζωής και στη διερεύνηση της επόμενης φάσης. Κατά την α φάση της έρευνας δράσης διερευνήθηκαν οι απόψεις των μαθητών/ριών για τα θετικά και αρνητικά στοιχεία του σχολείου, κατά τη β φάση διερευνήθηκαν οι απόψεις τους για τις σχέσεις μεταξύ τους και με τους εκπαιδευτικούς και κατά τη διερεύνηση της γ φάσης διερευνήθηκε η ικανοποίησή τους από τη διδασκαλία του μαθήματος του δασκάλου και του μαθήματος των εικαστικών. Κατά την α φάση του 2ου κύκλου της έρευνας ανιχνεύτηκαν οι απόψεις των γονέων για την επικοινωνία τους με το σχολείο. Με αφορμή τις απαντήσεις των γονέων οι εκπαιδευτικοί προέβησαν κατά τη β φάση της έρευνας σε συγκεκριμένες δράσεις και η ερευνήτρια στην κατασκευή ενός έγκυρου και αξιόπιστου ερωτηματολογίου για την επικοινωνία των γονέων με το σχολείο το οποίο και εφαρμόστηκε πιλοτικά.. Κατά τη γ φάση έγινε η εφαρμογή του ερωτηματολογίου στους γονείς του σχολείου και ο αναστοχασμός από τα συμπεράσματα. Κατά την α φάση του 3ου κύκλου ανιχνεύτηκαν οι απόψεις των εκπαιδευτικών για τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία του σχολείου. Κατά τη β φάση του 3ου κύκλου επιχειρήθηκε να λειτουργήσει το σχολείο με τη μορφή της κατανεμημένης ηγεσίας, προκειμένου όλοι οι εκπαιδευτικοί να συμμετέχουν ενεργά στις αποφάσεις της σχολικής ζωής και αναζητήθηκε το κοινό όραμα του σχολείου, οι κοινές αξίες και η υιοθέτηση κοινών δράσεων προς αυτούς τους σκοπούς.Στη γ φάση του 3ου κύκλου διερευνήθηκε με ερωτηματολόγια εκπαιδευτικών η οργάνωση και ο συντονισμός της σχολικής ζωής καθώς και η ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού. H διοίκηση της σχολικής μονάδαςήταν εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη διαδικασία σε ένα ρευστό και περίπλοκο πλαίσιο και αποτέλεσε μία πρόκληση για τους συμμετέχοντες εκπαιδευτικούς. Τα αποτελέσματα και η διαδικασία της παρούσας έρευνας μπορούν να αξιοποιηθούν στο μέλλον από την ίδια ή άλλες σχολικές μονάδες προκειμένου να παραχθεί χρήσιμη γνώση για τη δημοκρατική διοικητική πρακτική, που μπορεί να φέρει αλλαγή στη σχολική ζωή. 24 275 297 Design and development of an interactive user interface for displaying opinion mining results Σχεδίαση και ανάπτυξη διαδραστικής διεπαφής χρήστη για την παρουσίαση αποτελεσμάτων εξόρυξης γνώμης This study addresses the subject of sentiment analysis or opinion mining and in particular how the results of such an analysis can be presented so that they can be more easily understood and effectively utilized. In the first part of the Study, an extensive bibliographic review of the thematic field of sentiment analysis and visualization has been conducted. This review includes exploration and presentation of the most typical ways of which companies and organizations can take advantage to optimize customer and citizen experience. In addition, a detailed categorization of sentiment visualization techniques is presented, grouped into categories according to the characteristics of the data used, the sources and properties of the data, the tasks performed, and the visualization parameters and variables. Finally, a detailed presentation of tools and applications (commercial and open source), which can be used to visualize sentiment analysis results, has been conducted. These tools use a number of different analysis techniques, including statistical analysis and clustering algorithms, artificial intelligence, machine and deep learning algorithms, while there are also a large number of applications that have been developed on open source programming platforms and tools (e.g. Python, R, etc.). The second part of the thesis presents a case study in which an interactive graphical user interface has been developed, through which the results of sentiment analysis are presented, analyzed and evaluated. For this purpose, a data set has been used, which includes customer reviews for products and services provided by a women's clothing company. Python language has been utilized to implement sentiment analysis and visualize results, including popular graphics libraries. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θέμα της ανάλυσης συναισθημάτων και ειδικότερα το πώς μπορούν να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα μια τέτοιας ανάλυσης, ώστε να μπορούν να γίνουν ευκολότερα κατανοητά και να αξιοποιηθούν με αποτελεσματικότερο τρόπο. Στο πρώτο τμήμα της εργασίας έχει πραγματοποιηθεί ευρεία βιβλιογραφική ανασκόπηση του θεματικού πεδίου ανάλυσης και οπτικοποίησης συναισθημάτων. Η εν λόγω ανασκόπηση περιλαμβάνει την παρουσίαση και επεξήγηση των πλέον χαρακτηριστικών τρόπων με τους οποίους μπορεί να αξιοποιηθεί η ανάλυση συναισθημάτων από επιχειρήσεις και οργανισμούς, ώστε να βελτιστοποιηθεί η εμπειρία που προσφέρεται στο κοινό, τους τελικούς πελάτες ή τους συναλλασσόμενους. Επιπρόσθετα, παρουσιάζεται μία λεπτομερής κατηγοριοποίηση των τεχνικών οπτικοποίησης συναισθημάτων, ομαδοποιημένων σε κατηγορίες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των χρησιμοποιούμενων δεδομένων, τις πηγές προέλευσης και ιδιότητες των δεδομένων, τις εργασίες που εκτελούνται και τις παραμέτρους και μεταβλητές οπτικοποίησης. Τέλος, έχει πραγματοποιηθεί αναλυτική καταγραφή εργαλείων και εφαρμογών (εμπορικών και ανοιχτού κώδικα), τα οποία δύναται να χρησιμοποιηθούν για την οπτικοποίηση αποτελεσμάτων ανάλυσης συναισθημάτων. Τα συγκεκριμένα εργαλεία χρησιμοποιούν πλήθος διαφορετικών τεχνικών ανάλυσης, μεταξύ των οποίων αλγόριθμους στατιστικής ανάλυσης και ομαδοποίησης (statistical analysis and clustering), τεχνητής νοημοσύνης (artificial intelligence) και μηχανικής και σε βάθος μάθησης (machine and deep learning), ενώ υφίσταται επίσης μεγάλο πλήθος εφαρμογών που έχουν αναπτυχθεί πάνω σε ανοιχτού κώδικα προγραμματιστικές πλατφόρμες και εργαλεία (π.χ. Python, R, κ.λπ.). Στο δεύτερο τμήμα της εργασίας παρουσιάζεται η μελέτη περίπτωσης (Case Study), στο πλαίσιο της οποίας έχει αναπτυχθεί διαδραστική διεπαφή, μέσω της οποίας παρουσιάζονται, αναλύονται και αξιολογούνται τα αποτελέσματα ανάλυσης συναισθημάτων. Για το σκοπό αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ένα σύνολο δεδομένων (data set), το οποίο περιλαμβάνει κριτικές και αξιολογήσεις πελατών για προϊόντα και υπηρεσίες που παρέχονται από μια εταιρία πώλησης γυναικείων ρούχων. Για την ανάλυση συναισθημάτων και οπτικοποίηση των αποτελεσμάτων έχει χρησιμοποιηθεί η γλώσσα Python, περιλαμβανομένων και δημοφιλών βιβλιοθηκών γραφικής απεικόνισης. 25 100 96 Development of an integrated information system for consumer goods' manufacturers. Ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για βιομηχανικές επιχειρήσεις προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. This project aims to locate, describe and solve problems related with management information systems and design an integrated management information system for the consumer goods’ industry. The sources of information are the existing situation of the industry and the international bibliography. In order to collect information about the existing situation of the industry a detailed questionary was used and a considerable amount of time was spent with few representative firms. The results of the project is a proposed organization chart and an integrated information system for the consumer goods’ industry. Σκοπός της εργασίας είναι ο εντοπισμός, η καταγραφή και η επίλυση προβλημάτων που σχετίζονται με τα πληροφοριακά συστήματα διοίκησης και ο σχεδιασμός ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος διοίκησης για βιομηχανικές επιχειρήσεις προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. Πηγές πληροφόρησης είναι η υπάρχουσα κατάσταση στον κλάδο και η διεθνής βιβλιογραφία. Για την καταγραφή της υπάρχουσας κατάστασης συντάχθηκε ένα αναλυτικό ερωτηματολόγιο και αφιερώθηκε σημαντικός χρόνος σε ένα περιορισμένο αριθμό αντιπροσωπευτικών επιχειρήσεων. Τα αποτελέσματα της εργασίας είναι ένα προτεινόμενο λειτουργικό οργανόγραμμα και ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα κατάλληλο για βιομηχανίες προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. 26 258 247 Intelligent agents and other artificial intelligence applications based on the internet: a study of collaborative filtering algorithms for recommender systems Ευφυείς πράκτορες και άλλες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης στο διαδίκτυο: μια μελέτη αλγορίθμων συνεργατικής διήθησης για συστήματα συστάσεων The prevalence of the internet and the ever increasing growth of electronic commerce, as a result of it, have amplified the problem of information and product overload. The need to deal with this specific problem led to the introduction of Recommender Systems, as computer-based techniques which are able to employ “intelligence” and combine it with related information. Their purpose is to provide efficient personalized solutions in e-business domains that would benefit both the customer and the retailer. The basic aim of this dissertation was to provide an in depth understanding and exploration of filtering algorithms, the latter being a term used to describe the techniques that recommender systems are based on. Towards the achievement of this goal, and after a complete introduction to past representatives of the field, we focus on the theoretical presentation and experimental evaluation of a series of original filtering methods. Taking into account the execution process of filtering algorithms, the methods which are proposed, are distinguished by their ability to alter different stages of the procedure in a meaningful way, offering solutions to a number of crucial problems or challenges as the synonymy, the sparsity, the scalability and the quality of the generated predictions. The results of the implemented research work, which will be presented in detail in the following chapters, show that the techniques proposed as part of this dissertation can provide effective solutions for these recommender systems, and, consequently, filtering algorithms challenges. Η παγκόσμια εξάπλωση του διαδικτύου, και, επακολούθως, η αυξανόμενη διάδοση του ηλεκτρονικού επιχειρείν, καθιστούν το πρόβλημα της υπερδιάθεσης πληροφοριών και προϊόντων εντονότερο από ποτέ. Τα συστήματα συστάσεων, όπως αποκαλούνται τα αντικείμενα λογισμικού που επιχειρούν να αξιοποιήσουν τις καταγεγραμμένες, σχετικές πληροφορίες, με συνδυασμένη χρήση «υπολογιστικής ευφυΐας», επιδιώκουν να αμβλύνουν, αν όχι να αντιμετωπίσουν, το παραπάνω πρόβλημα, παρέχοντας στοχευμένες λύσεις – με τη μορφή εξατομικευμένων υπηρεσιών, γνώσεων ή συμβουλών – προς όφελος του καταναλωτή, αλλά και του προμηθευτή. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι μία εις βάθος διερεύνηση του ρόλου των αλγορίθμων διήθησης, των τεχνικών, δηλαδή, που αποτελούν τη βάση των συστημάτων συστάσεων. Προς αυτήν την κατεύθυνση, και μετά από μία εισαγωγική μελέτη παλαιότερων εκπροσώπων του χώρου, θα επικεντρωθούμε στη θεωρητική παρουσίαση και πειραματική αξιολόγηση μιας σειράς πρωτότυπων μεθόδων διήθησης. Λαμβάνοντας συνολικά υπόψη τη διαδικασία εκτέλεσης ενός αλγορίθμου διήθησης, οι τεχνικές που θα προταθούν στα επόμενα κεφάλαια, χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να παρέμβουν σε διαφορετικά σημεία αυτής, προτείνοντας λύσεις για την αντιμετώπιση ορισμένων εκ των εγγενών προβλημάτων των συστημάτων συστάσεων, όπως η συνωμοσία, η σποραδικότητα και η επεκτασιμότητα, χωρίς να αγνοείται η επίδρασή τους στις επιλεγμένες μετρικές αξιολόγησης. Τα αποτελέσματα της ερευνητικής εργασίας που πραγματοποιήσαμε, τα οποία και παρουσιάζονται αναλυτικά στα επόμενα κεφάλαια, έδειξαν ότι οι τεχνικές και οι υλοποιήσεις αυτής της διατριβής μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά ορισμένα σημαντικά προβλήματα των συστημάτων συστάσεων, και ειδικότερα, των εφαρμοζόμενων από αυτά αλγορίθμων διήθησης. 27 407 457 Essays on international trade, foreign direct investment, and economic growth: empirical evidence from Greece and European transition economies Μελέτες στο διεθνές εμπόριο, στην ξένη άμεση επένδυση, και στην οικονομική ανάπτυξη: εμπειρικές αποδείξεις από την Ελλάδα και τις Ευρωπαϊκές οικονομίες υπό μετάβαση The structure of the thesis comprises of three autonomous but highly interconnected essays in the form of empirical papers. In Chapter 1, the main objectives of this dissertation are presented. This study aims to increase the understanding of important economic growth factors such as international trade and Foreign Direct Investments (FDI), using both time series and panel data econometric analysis. In Chapter 2, we investigate the effect of exports and inward foreign direct investment (FDI) on economic development in Greece, in the long and short run, from 1980 to 2013. This study applies the autoregressive distributed lag (ARDL) method to identify the long-run relationship between the variables of our model. Our results imply that any policy by the Greek Government aimed at boosting economic development through exports will have to be considered for the long run since Greek authorities cannot rely on exports in the short run. However, inward FDI appears more efficient than exports as far as boosting economic progress in the short run. In Chapter 3, we examine the relations among exports, inward FDI, and national income in the case of fifteen European transition economies over the period 1995–2014. Empirical findings suggest that though the effect of openness is beneficial to all economies of the region, the presence of export-led growth and FDI-led growth hypotheses are validated mainly for the group of economies that entered the European Union in 2004. Conversely, for the remaining economies, our results confirm the prevalence of a culture for saving over spending, which eventually provokes the beneficial expansion of their local investment and export capacity. In Chapter 4, we examine a growth model, amplified with two institutional variables, bureaucracy and corruption. This empirical study covers 28 transition economies. In this study, we apply annual data over the period 2000-2015. We use various econometric specifications and apply both the Fixed Effects and the advanced system Generalised-Method-of-Moments (GMM) panel data techniques. Empirical findings suggest that the impact of openness in terms of FDI and international trade is advantageous to all the economies of the panel. Regarding the impact of the two institutional variables, corruption, and bureaucracy, we retrieve more influential results, as their impact appears to be diametrically opposite between the Former Soviet Union States and the rest of European transition countries. Finally, in Chapter 5, the key findings of the thesis are presented. Η δομή της διπλωματικής εργασίας αποτελείται από τρεις αυτόνομες, αλλά και ταυτόχρονα διασυνδεμένες μελέτες με τη μορφή των εμπειρικών εργασιών. Στο Κεφάλαιο 1, παρουσιάζονται οι βασικοί στόχοι της παρούσας διατριβής. Η μελέτη αυτή έχει ως στόχο να αυξήσει την κατανόηση σημαντικών παραγόντων οικονομικής ανάπτυξης, όπως το διεθνές εμπόριο και οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ), χρησιμοποιώντας τόσο την οικονομετρική ανάλυση των χρονολογικών σειρών (time-series) όσο και την οικονομετρική ανάλυση των διαστρωματικων στοιχείων με συνδυασμό χρονολογικών σειρών (panel data). Στο Κεφάλαιο 2, ερευνούμε την επίδραση των εξαγωγών και των Ξένων Αμέσων Επενδύσεων (ΞΑΕ) στην οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, σε μακροπρόθεσμο και βραχυπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, κατά τη διάρκεια της περιόδου 1980-2013. Σε αυτή τη μελέτη, εφαρμόζουμε τη μέθοδο του Διευρυμένου Αυτοπαλίνδρομου Υποδείγματος (ARDL) για τον προσδιορισμό της μακροχρόνιας σχέσης των μεταβλητών του υποδείγματος μας. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι οποιαδήποτε πολιτική της Ελληνικής κυβέρνησης που αποσκοπεί στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης μέσω των εξαγωγών θα πρέπει να εξεταστεί μακροπρόθεσμα, δεδομένου ότι οι Ελληνικές αρχές δεν μπορούν να στηριχθούν στις εξαγωγές βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, οι εισροές ΞΑΕ εμφανίζονται πιο αποτελεσματικές από τις εξαγωγές όσον αφορά την ενίσχυση της οικονομικής προόδου βραχυπρόθεσμα. Στο Κεφάλαιο 3, εξετάζουμε τις σχέσεις μεταξύ των εξαγωγών, των ΞΑΕ και του ΑΕΠ στην περίπτωση 15 ευρωπαϊκών οικονομίων υπό μετάβαση κατά την περίοδο 1995-2014. Τα εμπειρικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι παρόλο που η επίδραση του ανοίγματος της οικονομίας είναι επωφελής για όλες τις οικονομίες της περιοχής, η επιβεβαίωση της αιτιώδους επίδρασης τόσο των ΞΑΕ όσο και των εξαγωγών προς το εθνικό εισόδημα επικυρώνεται κυρίως για την ομάδα των οικονομιών που εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Αντίθετα, στις υπόλοιπες οικονομίες, τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνουν την επικράτηση μιας κουλτούρας αποταμίευσης έναντι κατανάλωσης, η οποία τελικά προκαλεί την επωφελή επέκταση τόσο των εγχώριων επενδύσεων όσο και των εξαγωγών. Στο Κεφάλαιο 4 εξετάζουμε ένα μοντέλο ανάπτυξης, ενισχυμένο με δύο θεσμικές μεταβλητές, τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά. Αυτή η εμπειρική μελέτη καλύπτει 28 οικονομίες υπό μετάβαση. Σε αυτή τη μελέτη, εφαρμόζουμε ετήσια δεδομένα για την περίοδο 2000-2015. Χρησιμοποιούμε διάφορες οικονομετρικές εξειδικεύσεις και εφαρμόζουμε τόσο τη μέθοδο των Σταθερών Επιδράσεων (Fixed Effects) όσο και τη Γενικευμένη Μέθοδο των Οριακών Ροπών (Generalised-Method-of-Moments). Τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι ο αντίκτυπος του ανοίγματος της οικονομίας όσον αφορά τις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (ΞΑΕ) και του διεθνούς εμπορίου είναι θετικός για όλες τις οικονομίες της εμπειρικής μελέτης. Όσον αφορά τον αντίκτυπο των δύο θεσμικών μεταβλητών, της διαφθοράς και της γραφειοκρατίας, αντλούμε πιο σημαντικά αποτελέσματα, καθώς ο αντίκτυπός τους φαίνεται να είναι διαμετρικά αντίθετος μεταξύ των κρατών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και των υπόλοιπων Ευρωπαϊκών κρατών υπό μετάβαση. Τέλος, στο Κεφάλαιο 5 παρουσιάζονται τα βασικά ευρήματα αυτής της διατριβής. 28 475 471 Foreign direct investment in Bulgaria and in the area of Central and Eastern Europe: the transition process and the impact of the global economic crisis Άμεσες ξένες επενδύσεις στη Βουλγαρία και στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης: η διαδικασία μετάβασης και η επίδραση της διεθνούς οικονομικής κρίσης The topic of the current dissertation is Foreign Direct Investment (FDI) in the area of Central and Eastern Europe (CEE), patterns and determining factors during the transition to a market economy, up to the recent years that were marked by the effects of the global financial and economic crisis. More specifically, the first empirical part focuses on the domestic market of Bulgaria, with the exploration and analysis of determining factors of FDI inflows from the source countries to the Bulgarian market, during the greatest part of the transition period and with an emphasis on the second decade of the transition, when the highest amounts of FDI inflows were recorded in Bulgaria. The second empirical part focuses on the period of the global financial and economic crisis, with the exploration and analysis of determining factors of FDI inflows to the wider area of Central and Eastern Europe during the years that were marked by the breakout of the economic crisis, until the first signs of recovery. The methodology of research is based on econometric model with the use of panel data. With the inclusion of the two empirical parts relating to the study of FDI inflows and their determinants in the area of CEE, the intention is to study the different dimensions of a phenomenon of great importance for the wider area of CEE as well as for individual countries that belong to CEE. Moreover the objective is the understanding of the phenomenon from the side of the transition process, as well as from the side of the impact of the economic crisis, the results of which have not yet been estimated on the whole. Results point to the fact that the patterns as well as the determinants and motives of FDI do not stay stable but fluctuate dynamically over time, while traditional determinants are losing importance to the benefit of newly emerged determinants. Results also confirm the intense and negative impact of the global economic crisis on FDI flows to the CEE area. Moreover the analysis points to the significance of locational factors that vary intensely over time, reflect the fluctuations of the macroeconomic environment and are mainly related to the short-term viability of investment projects, in contrast with locational factors that have traditionally concerned relevant literature or the ones connected with the transition process (traditional and transitional determinants), both of which change slowly and/or systematically over time, and are related to the long-term direction of the economy. Policies need to be designed towards a direction that encourages the integration of FDI into the host economies, as well as the empowerment of local communities, the revival of domestic economic activity and the partnerships between foreign investors and their host economies. Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ) στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ), οι τάσεις και οι προσδιοριστικοί παράγοντες αυτών κατά τη διάρκεια της μετάβασης προς την οικονομία της αγοράς, μέχρι τα πρόσφατα έτη που σημαδεύτηκαν από τις επιδράσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο εμπειρικό μέρος επικεντρώνεται στο εσωτερικό της αγοράς της Βουλγαρίας, με τη διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων των εισροών ΑΞΕ από τις χώρες προέλευσης των επενδύσεων προς τη βουλγαρική αγορά, κατά το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου μετάβασης και με έμφαση στη δεύτερη δεκαετία της μετάβασης, όταν και καταγράφηκαν τα μεγαλύτερα ποσά εισροών ΑΞΕ στη Βουλγαρία. Το δεύτερο εμπειρικό μέρος επικεντρώνεται στην περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης, με τη διερεύνηση και ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων των εισροών ΑΞΕ σε ολόκληρη την περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ΚΑΕ) κατά τη διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν αμέσως πριν και των ετών που συνέπεσαν με την οικονομική κρίση μέχρι τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης. Η μεθοδολογία της έρευνας βασίζεται στη δημιουργία οικονομετρικού μοντέλου με χρήση δεδομένων πάνελ. Με την εισαγωγή των δύο εμπειρικών μερών που σχετίζονται με τη μελέτη των εισροών ΑΞΕ και των προσδιοριστικών τους παραγόντων στην περιοχή ΚΑΕ, επιχειρείται να μελετηθούν οι διαφορετικές διαστάσεις ενός φαινομένου εξαιρετικής σημασίας, τόσο για ολόκληρη την περιοχή ΚΑΕ γενικά, όσο και για μεμονωμένες χώρες που ανήκουν στην ΚΑΕ ειδικά, ενώ επιδιώκεται η κατανόηση του φαινομένου τόσο από την πλευρά της διαδικασίας μετάβασης, όσο και από την πλευρά της επίδρασης της οικονομικής κρίσης, της οποίας τα αποτελέσματα δεν έχουν εκτιμηθεί ακόμα συνολικά. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν το γεγονός ότι τόσο οι τάσεις, όσο και οι προσδιοριστικοί παράγοντες και τα κίνητρα των ΑΞΕ δεν παραμένουν σταθερά αλλά μεταβάλλονται αρκετά δυναμικά με την πάροδο του χρόνου, ενώ οι παραδοσιακοί προσδιοριστικοί παράγοντες υποχωρούν σε σημασία προς όφελος νέων αναδυόμενων παραγόντων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την έντονη και αρνητική επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στις ροές ΑΞΕ προς την περιοχή ΚΑΕ. Επιπλέον η ανάλυση των αποτελεσμάτων φανερώνει την ανάδειξη παραγόντων τοποθεσίας (locational factors) που μεταβάλλονται έντονα με την πάροδο του χρόνου, αντανακλούν τις διακυμάνσεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και συνδέονται κυρίως με τη βραχυχρόνια επιβίωση των επενδυτικών προγραμμάτων, σε αντίθεση με τους παράγοντες τοποθεσίας που παραδοσιακά έχουν απασχολήσει τη βιβλιογραφία ή που συνδέονται με τη διαδικασία της μετάβασης (traditional and transitional determinants), οι οποίοι μεταβάλλονται αργά ή/και συστηματικά με την πάροδο του χρόνου και συνδέονται με τη μακροχρόνια κατεύθυνση της οικονομίας. Η χάραξη πολιτικών είναι σημαντικό να πραγματοποιηθεί προς μια κατεύθυνση που ενθαρρύνει την ένταξη των ξένων επενδύσεων στις οικονομίες υποδοχής, καθώς και την ενδυνάμωση των τοπικών οικονομιών, την αναβίωση της εσωτερικής οικονομικής δραστηριότητας και τις συμμαχίες ανάμεσα σε ξένους επενδυτές και τις οικονομίες υποδοχής τους. 29 335 330 The impact of information and communication technologies in service science. Consumers’ attitude towards culture, tourism, information, entertainment and communication e-services. Η επίδραση των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στην επιστήμη των υπηρεσιών. Η στάση των καταναλωτών απέναντι στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες πολιτισμού, τουρισμού, ενημέρωσης και ψυχαγωγίας. The high level of investigative activity during the last 25 years into information systems and information technology acceptance and diffusion, is related to individual consumer decisions of information and communication technologies acceptance and adoption. As a consequence, previous research activity was analyzed along a number of dimensions including units of analysis, research paradigms, methodologies and methods, theories and theoretical constructs and technologies/contexts that explain ones decision to use information and communication technologies. In the literature of information systems, the relationship among beliefs, attitude, intention to use and usage behavior, which are typically based in the initial decision to use or reject a technology, is being evidenced (Venkatesh et al., 2003). To date, the high level of investigated activity that studies acceptance and adoption factors of technology based services has provided many adoption, as well as rejection, predictors of them by consumers. However, there is lacking investigative activity concerning the factors that affect technology based services acceptance and adoption within the Greek culture, as well as the different influence degrees of them to the various e-service industries. The present research investigates these two issues primarily by replicating and adjusting fundamental models of technology acceptance to Greek consumers and then by comparing four different e-service industries. At the end, a new technology acceptance and adoption model is being proposed. The thesis starts with an extensive literature review to the existing technology acceptance models, by providing the necessary information for understanding the structural factors of each one. Then, five quantitative and one qualitative field researches are designed and implemented, in order to answers the research questions. The present thesis offers gradual knowledge to the literature of e-services acceptance and adoption, by answering questions of both theoretical and practical importance, for the identification and measurement of the factors that affect acceptance and adoption of them within the Greek culture, while highlighting the future promising utilization of the research results. Η διαδικασία αποδοχής της τεχνολογίας από τους καταναλωτές, ερευνάται μέσα στα πλαίσια της επιστήμης των πληροφοριακών συστημάτων τα τελευταία 25 χρόνια και σχετίζεται με τις ατομικές αποφάσεις αποδοχής και υιοθέτησης των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών. Ως συνέπεια, υπάρχει μια εκτενής βιβλιογραφία που επικεντρώνεται στην αποδοχή τεχνολογικών συστημάτων και διάφορα μοντέλα και θεωρίες που εξηγούν την απόφαση ενός ατόμου να χρησιμοποιήσει τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Αυτές οι μελέτες, συνεχώς αποδεικνύουν την ύπαρξη σχέσεων ανάμεσα στις αντιλήψεις, τις στάσεις, τις προθέσεις συμπεριφοράς και τις συμπεριφορές χρήσης, που τυπικά βασίζονται στην αρχική απόφαση χρήσης ή απόρριψης μιας τεχνολογίας (Venkatesh et al., 2003). Μέχρι σήμερα, υπάρχει μεγάλος όγκος ερευνητικών άρθρων που μελετούν τους παράγοντες αποδοχής και υιοθέτησης τεχνολογικά βασιζόμενων υπηρεσιών και έχουν αναγνωριστεί διάφοροι παράγοντες πρόβλεψης υιοθέτησης αλλά και απόρριψης αυτών από τους καταναλωτές. Παρόλα αυτά, υπάρχει έλλειψη στις μελέτες σχετικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν την αποδοχή και υιοθέτηση τεχνολογικά βασιζόμενων υπηρεσιών μέσα στην ελληνική κουλτούρα, όπως επίσης και σχετικά με τους διαφορετικούς βαθμούς επηρεασμού αυτών των παραγόντων στις διαφορετικές βιομηχανίες προσφοράς τεχνολογικά βασιζόμενων υπηρεσιών. Η παρούσα διατριβή εξετάζει τα δύο παραπάνω ζητήματα, αρχικά υιοθετώντας και προσαρμόζοντας θεμελιώδη μοντέλα τεχνολογικής αποδοχής σε Έλληνες καταναλωτές, στη συνέχεια συγκρίνοντας τέσσερεις διαφορετικές βιομηχανίες παροχής τεχνολογικά βασιζόμενων υπηρεσιών και τέλος προτείνοντας ένα νέο μοντέλο τεχνολογικής αποδοχής. Αρχικά, γίνεται μία εκτενής βιβλιογραφική επισκόπηση στα υπάρχοντα μοντέλα τεχνολογικής αποδοχής και δίνονται τα απαραίτητα στοιχεία για την κατανόηση των δομικών στοιχείων του κάθε μοντέλου. Στη συνέχεια σχεδιάζονται και υλοποιούνται πέντε ποσοτικές και μία ποιοτική έρευνα, για να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα. Η παρούσα διατριβή προσφέρει σταδιακή γνώση στη βιβλιογραφία της αποδοχής και υιοθέτησης τεχνολογικά βασιζόμενων υπηρεσιών, απαντώντας ερωτήματα θεωρητικής και πρακτικής σημασίας για τον εντοπισμό και τη μέτρηση των παραγόντων που επηρεάζουν την αποδοχή και υιοθέτηση αυτών μέσα στην ελληνική κουλτούρα, ενώ παράλληλα επισημαίνονται κενά στην έρευνα, με σκοπό την μελλοντική τους αξιοποίηση και διερεύνηση. 30 236 253 Master students’ opinions on the application of eugenic methods to people with disability Απόψεις μεταπτυχιακών φοιτητών ειδικής αγωγής για την εφαρμογή ευγονικών μεθόδων σε ανθρώπους με αναπηρία The biotech revolution that we experience in our time, reintroduces Eugenics in a powerful way by releasing potentials of unique eugenic methods that may affect the whole humanity and especially the people with disabilities. Which of these potentials and with what consequences are already in use or about to be used in the near future? How well informed are the M.A. students of special education, on the eugenic methods that have been cultivated in the biotech laboratories, and most importantly, in what degree would they approve the use of eugenic practices on themselves or to their fellowmen with disabilities? This question, is the main intension regarding this research, by analyzing the relative opinions of the M.A. students of special education of the University of Macedonia, at that particular moment. Furthermore, are these opinions affected by their gender or their experience with people with disabilities? For the needs of the research, an improvised questionnaire was answered by 92 M.A. students of Special Education of the University of Macedonia. The analysis of data, through the statistical program SPSS 24, led to some relevant results. The main results demonstrate that 70% of the students are aware of the term “eugenics”. Their attitudes are positive towards the antenatal pregnancy diagnostics in case of a genetic abnormality, and tend to be negative towards sterilization, compulsory abortion and euthanasia. Η επανάσταση της βιοτεχνολογίας που βιώνουμε σήμερα, ξαναφέρνει την ευγονική στο προσκήνιο με τρόπο σαρωτικά ορμητικό καθώς απελευθερώνει δυνατότητες πρωτόφαντων ευγονικών μεθόδων με αποδέκτες το σύνολο των ανθρώπων και με ειδική έμφαση στο ζήτημα της αναπηρίας. Ποιες από αυτές τις δυνατότητες και με ποιες συνέπειες εφαρμόζονται ήδη ή πρόκειται να εφαρμοσθούν στο εγγύς μέλλον; Πόσο καλά πληροφορημένοι είναι οι μεταπτυχιακοί φοιτητές ειδικής αγωγής για την ποικιλία των ευγονικών μεθόδων που καλλιεργούνται στα βιοτεχνολογικά εργαστήρια, και κυρίως σε τι βαθμό θα συμφωνούσαν με την εφαρμογή ευγονικών πρακτικών στους εαυτούς τους ή σε συνανθρώπους τους με αναπηρίες; Το ερώτημα αυτό είναι ο κεντρικός στόχος της παρούσας έρευνας με την διερεύνηση των σχετικών απόψεων των μεταπτυχιακών φοιτητών ειδικής αγωγής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, κατά την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ακόμη, κατά πόσο το φύλο τους, η εμπειρία τους στην ειδική αγωγή, και η συνάφειά τους με πρόσωπα με αναπηρίες επηρεάζει τις απόψεις τους; Για τις ανάγκες της έρευνας συντάχθηκε αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο το οποίο συμπληρώθηκα από 92 μεταπτυχιακούς φοιτητές και φοιτήτριες ειδικής αγωγής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Για την επεξεργασία των δεδομένων και την εξαγωγή των συμπερασμάτων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 24. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι ότι το 70% των φοιτητών έχει ακούσει τον όρο ευγονική, και ότι η στάση τους σε θέματα χρήσης ευγονικών πρακτικών κυμαίνεται από θετική όσον αφορά τον προγεννητικό έλεγχο για την ανίχνευση γενετικών ανωμαλιών, έως αρνητική όσον αφορά τη στείρωση, την υποχρεωτική άμβλωση ή την ευθανασία ανθρώπων με αναπηρία. 31 114 112 Short-term forectasts of monthly electric energy demand in Greece. Βραχυχρόνιες προβλέψεις της μηνιαίας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Monthly forecasts of electric energy uses are made with: a) Box-Jenkins models (Sarima and transfer function), b) econometric models (with trend, season dummies, other explanatory variables and Sarima type error term). The Box-Jenkins method is also useful for the correct specification of the econometric models (type of trend (linear etc), seasonality (additive, multiplicative etc), time log structure and the analysis of the residuals. The conclusion is that in this particular case, the econometric models have certain desirable properties (simplicity, better fit, easier to understand etc) and that the accuracy of their forecasts is the same or better than the other especially for longer time horizons. Προβλέψεις της μηνιαίας ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας (καθώς και της ζήτησης κατά χρήσεις) γίνονται με: α) υποδείγματα Box-Jenkins (Sarima και συναρτήσεις μεταφοράς), β) οικονομετρικά υποδείγματα (με χρονική τάση, ψευδομεταβλητές εποχικότητας, άλλες ερμηνευτικές μεταβλητές και διαταρακτικό όρο τύπου Sarima). Η μέθοδος Box-Jenkins είναι παράλληλα χρήσιμη για την σωστή εξειδίκευση των οικονομετρικών υποδειγμάτων (χρονική τάση, γραμμική κτλ), εποχικότητα (προσθετική, πολ/κη κτλ) τον βαθμό της χρονικής υστέρησης και την εξέταση των καταλοίπων. Τα οικονομετρικά υποδείγματα έχουν καλύτερη προσαρμογή στα δεδομένα, είναι ευκολοκατανόητα, είναι απλούστερα κτλ η δε ακρίβεια των προβλέψεών τους στην προκειμένη περίπτωση ίση ή μεγαλύτερη των υποδειγμάτων Box-Jenkins ανάλογα με το μήκος του χρονικού ορίζοντα. 32 289 325 Απόψεις εκπαιδευτικών για τη χρήση της διδασκαλίας μέσω συνομηλίκων (peer tutoring) σε μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες ή/και αναπηρία: μια διερευνητική μελέτη The purpose of this study is to investigate the teachers’ views on the peer tutoring strategy regarding its use, effectiveness and necessity on pupils with Special Educational Needs and / or Disabilities. The absence of such researches in Greece, combined with the need for effective strategies on behalf of the teachers to respond to the specific educational needs of all pupils with Special Educational Needs or/ and Disabilities, contributed to the specific research. In total 111 Primary and Secondary Education teachers working in general and special schools participated in the research. To make this feasible, a tailor made for this research questionnaire was provided .The questionnaire was consisting of closed and open-ended questions. The analysis of the obtained data was conducted in the IBM SPSS Statistics Program 23. The analysis revealed that the teachers agreed with the use of this strategy in school structures as an effective way of tutoring. In some cases this strategy tends to benefit students with Special Educational Needs and / or disabilities, socially, academically and psychologically. Teachers seem to embrace the strategy as a "tool" through which they can use, for example, a variety of comprehension or reading methods to help students. Among other, demographic characteristics had an impact on teachers’ views. Specifically, the type of school and the relative knowledge they have on the peer tutoring strategy. Ιn addition, certain conditions and barriers to the implementation of this strategy influenced teacher's views. In conclusion, research findings tend to highlight the tendency of teachers to seek and use teaching strategies, such as SDS, in a meaningful way to benefit both themselves and students, while stressing the importance of teachers training, in order to be able to cope daily with the needs of their students. Η παρούσα έρευνα έχει ως σκοπό τη διερεύνηση των απόψεων των εκπαιδευτικών αναφορικά με τη στρατηγική της διδασκαλίας μέσω συνομηλίκων (Σ.Δ.μ.Σ) σε μαθητές με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες ή/και αναπηρία (Ε.Ε.Α ή/και αναπηρία) και ειδικότερα τις απόψεις τους για τη χρήση, αποτελεσματικότητα και αναγκαιότητα της. Η απουσία ανάλογων ερευνών στον ελληνικό χώρο, σε συνδυασμό με την ανάγκη για υιοθέτηση αποτελεσματικών στρατηγικών από τη μεριά των εκπαιδευτικών, ώστε να ανταποκριθούν στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες όλων των μαθητών με Ε.Ε.Α ή/και αναπηρία, συνετέλεσαν στη διεξαγωγή της συγκεκριμένης έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, μελετήθηκαν οι απόψεις 111 εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που εργάζονται σε γενικά και ειδικά σχολεία. Για να καταστεί αυτό εφικτό χορηγήθηκε ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο που απαρτίζεται από ερωτήσεις κλειστού και ανοιχτού τύπου. Η ανάλυση των δεδομένων που προέκυψαν, έγινε μέσω του στατιστικού προγράμματος IBM SPSS Statistics 23. Από την ανάλυση προέκυψε πως, οι εκπαιδευτικοί συμφωνούν με τη χρήσης της στρατηγικής στις σχολικές δομές, ως ένα αποτελεσματικό, αλλά και αναγκαίο μέσο διδασκαλίας, προκειμένου οι μαθητές με Ε.Ε.Α ή/και αναπηρία να ωφεληθούν στον κοινωνικό, ακαδημαϊκό και ψυχολογικό τομέα. Επίσης, φαίνεται πως αποδέχονται τη στρατηγική, καθώς αποτελεί ένα «εργαλείο», μέσω του οποίου μπορούν να εισάγουν στοιχεία, όπως μεθόδους κατανόησης ή ανάγνωσης, που θα βοηθήσουν τους μαθητές. Επιρροή στις απόψεις των εκπαιδευτικών άσκησαν ορισμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά, όπως το σχολείο στο οποίο εργάζονται και η ενημέρωση που έχουν λάβει γύρω από τη Σ.Δ.μ.Σ. Επιπλέον, οι προϋποθέσεις και τα πιθανά εμπόδια για την εφαρμογή της στρατηγικής φαίνεται να επηρέασαν τις απόψεις τους περαιτέρω. Συμπερασματικά, τα ευρήματα της έρευνας μάλλον αναδεικνύουν την τάση των εκπαιδευτικών να αναζητήσουν και να χρησιμοποιήσουν στρατηγικές διδασκαλίας, όπως η Σ.Δ.μ.Σ, με τρόπο ουσιαστικό, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι ίδιοι όσο και οι μαθητές, ενώ παράλληλα τονίζουν τη σημασία που έχει η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, για να είναι σε θέση να ανταπεξέρχονται καθημερινά στις ανάγκες των μαθητών τους. 33 265 294 High performance work systems (HPWS) and employee engagement: the mediating effect of organizational justice Συστήματα εργασίας υψηλής απόδοσης και δέσμευση εργαζομένων: ο διαμεσολαβητικός ρόλος της οργανωσιακής δικαιοσύνης Over the past decades the term High-Performance Work Systems is often present in discussions regarding the practices that should be adopted by organizations/companies to increase corporate performance. The researchers have also highlighted the need to understand not only the “what” and “why” of the HPWS, but also the “how”, which became known as the “black box”. In other words, the research needs to focus on “how” and “why” a set of HR practices may improve (or not) work outcomes and how it connects with related perceptions of employee fairness and justice (Boxall, 2013; Cullinane et al., 2014). Based on the above and on the Social Exchange theory and Job demands-resources model as a theoretical basis, the present thesis attempts to shed light on the impact of employee perceptions of HPWS on their work engagement in the Greek context. Secondly, the role of organizational justice is examined as a potential mediator to explain the “black box”. At the beginning there is the literature review section with the relevant information about the basic variables examined in the study (HPWS, Organizational justice, Employee engagement) and the presentation of both theories. The research hypotheses are stipulated and then the statistical analysis of the data, gathered via an online questionnaire, follows. The results confirm the positive impact of employee HPWS perceptions on their engagement and show that organizational justice fully mediates this relationship. Finally, the theoretical and practical implications are discussed followed by the significance and limitations of the study and the suggestions for future research. Ο όρος Συστήματα Εργασίας Υψηλής Απόδοσης εμφανίζεται συχνά στις συζητήσεις που γίνονται τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με τις πρακτικές που θα πρέπει να εφαρμόσουν οι οργανισμοί/εταιρίες προκειμένου να αυξήσουν την εταιρική απόδοση. Οι ερευνητές έχουν τονίσει την ανάγκη να γίνουν αντιληπτά όχι μόνο το «τι» είναι τα συστήματα αυτά και «γιατί» να προτιμηθούν αλλά και το «πώς» δουλεύουν, κάτι που έγινε γνωστό ως το «μαύρο κουτί». Με άλλα λόγια, η έρευνα χρειάζεται να εστιάσει στο «πώς» και το «γιατί» ένα σύστημα πρακτικών ανθρωπίνου δυναμικού μπορεί να βελτιώσει (ή όχι) τα αποτελέσματα της εργασίας αλλά και στο πώς συνδέεται με τις σχετικές αντιλήψεις των εργαζομένων για αμεροληψία και δικαιοσύνη (Boxall, 2013; Cullinane et al., 2014). Με βάση τα παραπάνω και την θεωρία της κοινωνικής συναλλαγής και το μοντέλο Job demands-resources ως θεωρητική βάση, η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να φωτίσει την επίδραση που έχουν οι αντιλήψεις των εργαζομένων για τα συστήματα εργασίας υψηλής απόδοσης στην εργασιακή τους δέσμευση στο Ελληνικό πλαίσιο εργασίας. Επίσης, εξετάζεται ο βαθμός στον οποίο η οργανωσιακή δικαιοσύνη λειτουργεί διαμεσολαβητικά στην ερμηνεία του «μαύρου κουτιού». Αρχικά, στο τμήμα της βιβλιογραφικής ανασκόπησης παρουσιάζονται οι σχετικές πληροφορίες για τις βασικές μεταβλητές της έρευνας (Συστήματα Εργασίας Υψηλής Απόδοσης, Οργανωσιακή δικαιοσύνη, Δέσμευση εργαζομένων) και το θεωρητικό πλαίσιο. Στη συνέχεια διατυπώνονται οι ερευνητικές υποθέσεις και ακολουθεί η στατιστική ανάλυση των δεδομένων που συγκεντρώθηκαν από το διαδικτυακό ερωτηματολόγιο. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την θετική επίδραση των αντιλήψεων των εργαζομένων για τα συστήματα εργασίας υψηλής απόδοσης στην εργασιακή τους δέσμευση και δείχνουν ότι η οργανωσιακή δικαιοσύνη λειτουργεί πλήρως διαμεσολαβητικά στη σχέση αυτή. Τέλος, παρουσιάζονται οι θεωρητικές και πρακτικές επιπτώσεις ακολουθούμενες από την συμβολή της έρευνας, τους περιορισμούς στην έρευνα και τις προτάσεις όσον αφορά τις μελλοντικές έρευνες. 34 520 551 An economic model for the interpretation of business cycles and the effectiveness of monetary policy: the role of banking behavior Ένα οικονομικό υπόδειγμα για την ερμηνεία των κυκλικών διακυμάνσεων και η επίδραση της νομισματικής πολιτικής: ο ρόλος της συμπεριφοράς των τραπεζών This PhD dissertation attempts to interpret the occurrence of business cycles, emphasizing on the role of the banking behavior from the aspect of industrial organization, and investigates the monetary policy implications in this context. It is divided into three parts. The first part, “Business Cycles & the Accelerator”, presents a second order accelerator model (Hillinger, 1992, 2005) in discrete time in order to examine investment cycles. It is demonstrated that when capital shows trigonometric oscillations, it converges towards the steady-state. In addition, we extend the analysis, introducing the exogenous interest rate on loans. We concentrate on the effects of this extension on the motion of capital over time and the ability of our system to interpret investment cycles. Furthermore, we extend the Samuelson’s (1939) multiplier accelerator model, incorporating the second order accelerator model for fixed investment (Hillinger, 1992; 2005) in discrete time in it. It is shown that this model can interpret business cycles in terms of national income. The second part, “The Behavior of Banks & Monetary Policy”, examines the effects of monetary policy on the optimal bank behavior, using a two-stage Cournot game with scope economies. The emphasis is given on the way the interest rate spread is influenced by the minimum reserve requirements. It is demonstrated that the sign of this effect depends on the kind of scope economies. Moreover, monetary policy implications on both the depositors’ and borrowers’ behavior are presented. Assuming an overlapping generation context, we prove that the minimum reserve requirements affect the optimal levels of bank-clients’ consumption through the corresponding equilibrium interest rates. The third part, “Business Cycles & Banking Behavior”, investigates the effect of banking conduct on business cycles and the effectiveness of monetary policy. Establishing a theoretical model that captures both the banking and the firm behavior, we examine the effectiveness of monetary policy for different types of scope economies in the banking sector. Following the industrial organization approach to banking, the banking sector is described by the two-stage Cournot game with scope economies. On the other hand, the firm behavior concerns the investment decision and is explained using the second order accelerator model in discrete time. Moreover, we concentrate on the case of no economies of scope in the banking sector. Under this assumption, we examine the implications of banking conduct on the investment cycle. Considering two different types of banking conduct: a traditional Cournot game and a Stackelberg one, we show that the interpretation ability of the second order accelerator mechanism of investment is not affected. Finally, we attempt to investigate business cycles, assuming that both national income and the interest rate on loans are determined jointly in the product market and the banking sector. For this reason, the second order accelerator model in discrete time for a closed economy is combined with the two-stage Cournot game with scope economies for the oligopolistic banking sector. The presence of scope economies increases liquidity, and hence the destabilizing influence of the financial sector, affecting in turn the effectiveness of monetary policy. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να ερμηνεύσει την εμφάνιση των κυκλικών διακυμάνσεων, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο της συμπεριφοράς του τραπεζικού τομέα από πλευράς βιομηχανικής οργάνωσης, και εξετάζει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής σε αυτό το επίπεδο. Αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο τμήμα, «Κυκλικές Διακυμάνσεις & Επιταχυντής», παρουσιάζει ένα υπόδειγμα επιταχυντή επενδύσεων δεύτερης τάξης (Hillinger, 1992, 2005) σε διακριτό χρόνο, με απώτερο στόχο την ερμηνεία του κύκλου των επενδύσεων. Αποδεικνύεται ότι στην περίπτωση των τριγωνομετρικών ταλαντώσεων, το κεφάλαιο συγκλίνει προς το επίπεδο ισορροπίας του. Επιπλέον, διευρύνουμε το υπόδειγμα, εισάγοντας σε αυτό έναν εξωγενή πιστωτικό όρο, το επιτόκιο χορηγήσεων. Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στην επίδραση της εισαγωγής του εξωγενούς επιτοκίου χορηγήσεων στη διαχρονική πορεία του κεφαλαίου και κατ’ επέκταση στην ικανότητα του υποδείγματός μας να ερμηνεύσει τον κύκλο των επενδύσεων. Στη συνέχεια, διευρύνουμε το υπόδειγμα πολλαπλασιαστή-επιταχυντή του Samuelson (1939), ενσωματώνοντας σε αυτό τον επιταχυντή επενδύσεων δεύτερης τάξης σε διακριτό χρόνο. Συμπεραίνουμε ότι το υπόδειγμα επιτυγχάνει να ερμηνεύσει την εμφάνιση των κυκλικών διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας σε όρους εθνικού εισοδήματος. Το δεύτερο τμήμα, «Συμπεριφορά Τραπεζών & Νομισματική Πολιτική», εξετάζει την επίδραση της νομισματικής πολιτικής στην άριστη τραπεζική συμπεριφορά στο πλαίσιο ενός υποδείγματος Cournot δύο σταδίων με οικονομίες φάσματος. Η έμφαση δίνεται στις επιπτώσεις της πολιτικής του υποχρεωτικού ποσοστού διακράτησης ρευστών διαθεσίμων στο περιθώριο των επιτοκίων χορηγήσεων και καταθέσεων. Αποδεικνύεται ότι η κατεύθυνση της επίδρασης αυτής εξαρτάται από το είδος των οικονομιών φάσματος. Έπειτα, διερευνούμε την επίδραση της νομισματικής πολιτικής στην άριστη συμπεριφορά των καταθετών και των δανειοληπτών. Υπό το πρίσμα ενός υποδείγματος επικαλυπτόμενων γενεών, γίνεται φανερό ότι το ποσοστό διακράτησης ρευστών διαθεσίμων επηρεάζει την άριστη συμπεριφορά των πελατών των εμπορικών τραπεζών μέσω των αντίστοιχων επιτοκίων ισορροπίας. Το τρίτο τμήμα, «Κυκλικές Διακυμάνσεις & Τραπεζική Συμπεριφορά», εξετάζει την επίδραση της συμπεριφοράς των εμπορικών τραπεζών στις κυκλικές διακυμάνσεις και διερευνά την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. Θεμελιώνοντας ένα θεωρητικό υπόδειγμα που συνδέει τη συμπεριφορά των τραπεζών με τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων σχετικά με την απόφασή τους για επένδυση, μελετούμε την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής για τις διάφορες περιπτώσεις οικονομιών φάσματος στον τραπεζικό τομέα. Ακολουθώντας την προσέγγιση της βιομηχανικής οργάνωσης των τραπεζών, ο τραπεζικός τομέας περιγράφεται από το υπόδειγμα Cournot δύο σταδίων με οικονομίες φάσματος. Από την άλλη πλευρά, η επενδυτική απόφαση ερμηνεύεται μέσα από το υπόδειγμα του επιταχυντή επενδύσεων δεύτερης τάξης σε διακριτό χρόνο με πιστωτικό όρο. Στη συνέχεια, το ενδιαφέρον μας στρέφεται στην περίπτωση που δεν υπάρχουν οικονομίες φάσματος στον τραπεζικό τομέα. Υπό αυτή την υπόθεση, διερευνάται η επίδραση της συμπεριφοράς των τραπεζών στον κύκλο των παγίων επενδύσεων. Υποθέτοντας δύο διαφορετικές περιπτώσεις τραπεζικής συμπεριφοράς, ένα τυπικό παίγνιο Cournot και ένα παίγνιο Stackelberg, δείχνουμε ότι η ερμηνευτική ικανότητα του επιταχυντή επενδύσεων δεύτερης τάξης με ενδογενή πιστωτικό όρο δεν επηρεάζεται. Τέλος, επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε την εμφάνιση των κυκλικών διακυμάνσεων σε όρους εθνικού εισοδήματος, υποθέτοντας ότι το εθνικό εισόδημα και το επιτόκιο χορηγήσεων προσδιορίζονται από κοινού στην αγορά αγαθών και στον ολιγοπωλιακό τραπεζικό κλάδο. Για τον σκοπό αυτό, το υπόδειγμα του επιταχυντή δεύτερης τάξης σε διακριτό χρόνο για μια κλειστή οικονομία συνδέεται με το υπόδειγμα Cournot δύο σταδίων με οικονομίες φάσματος για τον τραπεζικό κλάδο. Η ύπαρξη των οικονομιών φάσματος αυξάνει τη ρευστότητα, και επομένως αποσταθεροποιεί τον χρηματοπιστωτικό τομέα, επηρεάζοντας στη συνέχεια την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής. 35 272 361 Επεξεργασία δεδομένων απειλών που σχετίζονται με τον διαμοιρασμό πληροφοριών ασφάλειας υπό το πρίσμα του νομικού πλαισίου της Ε.Ε. Abstract In today’s world, the security landscape is constantly changing and at a rapid pace. Amid a backdrop of constantly evolving technology and attack methods, the situation has only become more complex.To cope with the rising incidence of complex and effective cyber threats, European Commission proposed cooperation in ‘Communication on Strengthening Europe’s Cyber Resilience System and Fostering a Competitive and Innovative cybersecurity Industry’ by encouraging public and private sector to collaborate and exchange threat information. Additionally, the growing importance of Information sharing seems to be between the top cyber security trends. Not only does threat information sharing help LEAs, organisations, critical infrastructures and businesses to respond and investigate crimes, but also enables them to detect ongoing cyber crimes. However, exchanging information to detect cyber crimes is a difficult task because of the fact that is perfomed before a crime occurs (proactive) and therefore all personal data should be handled with the utmost care as the legal framework demands. However, the latter sometimes creates more obstructions than solutions. Moreover, General Data Protection Regulation (GDPR) imposes even more strict rules to handling personal data. Therefore, to ensurelegality of information sharing, it is necessary to make them compliant with the GDPR. The aim of the thesis is to analyze the legal framework and the threat information sharing concepts at the issue of compliance. The main research questions are: how the data protection limits the operation of information sharing and how to ensure its compliance, particularly for private parties (B2B, OSC, Individuals) who have been attacked in their infrastructures and want to share the knowledge generated for the purpose of detecting such attacks by other parties. Περίληψη Στην σημερινή εποχή, το τοπίο ασφαλείας στον κυβερνοχώρο αλλάζει συνεχώς με ταχύτατους ρυθμούς. Στο πλαίσιο της συνεχούς εξελισσόμενης τεχνολογίας και των μεθόδων επίθεσης, η κατάσταση γίνεται ακόμη πολυπλοκότερη. Προκειμένου να αντιμετωπίσει την αλματώδη ευπάθεια της Ευρώπης σε επιθέσεις και απειλές στον κυβερνοχώρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πρότεινε τη συνεργασία στην ανακοίνωσή της σχετικά με την «Ενίσχυση του συστήματος κυβερνο-ανθεκτικότητας της Ευρώπης και την προώθηση του ανταγωνιστικού και καινοτόμου κλάδου ασφάλειας στον κυβερνοχώρο», ενθαρρύνοντας τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα να συνεργαστούν και να ανταλλάξουν πληροφορίες σχετικές με απειλές. Επιπρόσθετα, η αυξανόμενη σημασία της ανταλλαγής πληροφοριών φαίνεται να είναι μεταξύ των κορυφαίων τάσεων στον κυβερνοχώρο. Μία τέτοια ανταλλαγή, βοηθά τις Αρχές επιβολής του νόμου (Law Enforcement Agencies), τους οργανισμούς, τις κρίσιμες υποδομές και τις επιχειρήσεις να ανταποκριθούν και να διερευνήσουν τα εγκλήματα, και επιπλέον τους επιτρέπει να εντοπίζουν κυβερνοεπιθέσεις σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, η ανταλλαγή πληροφοριών για τον εντοπισμό απειλών επιθέσεων στον κυβερνοχώρο είναι μία απαιτητική διεργασία εξαιτίας του γεγονότος ότι συντελείται χρονικά συνήθως πριν από το έγκλημα. Ο προληπτικός επομένως χαρακτήρας της, καθιστά την προστασία των προσωπικών δεδομένων που εμπεριέχονται στις πληροφορίες αυτές, και είναι εν γένει απλά δεδομένα, αναγκαία και ευρεία, όπως απαιτεί το νομικό πλαίσιο. Εντούτοις, το τελευταίο δημιουργεί μερικές φορές περισσότερα εμπόδια παρά λύσεις. Επιπλέον, ο Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation - GDPR) επιβάλλει ακόμη αυστηρότερους κανόνες για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Επομένως, για να διασφαλιστεί η νομιμότητα της ανταλλαγής πληροφοριών, είναι απαραίτητο οι τελευταίες να καταστούν συμβατές με τον GDPR. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η ανάλυση τόσο του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου όσο και αυτού της ανταλλαγής πληροφοριών για απειλές στον κυβερνοχώρο στους τομείς σύγκλισής τους. Τα κυρίως ερωτήματα που πρόκειται να διερευνηθούν είναι: ποια προσωπικά δεδομένα δύναται να εμπεριέχονται σε πληροφορίες σχετικά με απειλές, τα νομικά ζητήματα που εγείρονται και οι τρόποι με τους οποίους μπορούν να αντιμετωπιστούν ή να παρακαμφθούν, ιδιαιτέρως για τους ιδιωτικούς φορείς (B2B, OSC, Individuals) που δέχονται επιθέσεις στις υποδομές τους, τις εντοπίζουν και θέλουν να διαμοιραστούν την παραγόμενη γνώση, για τον σκοπό του εντοπισμού παρόμοιων επιθέσεων, με άλλους φορείς. 36 272 224 Διαχείριση, ανάδειξη μνημείων πολιτισμού και σύνδεση με ήπιες μορφές τουρισμού. Περίπτωση αναφοράς: η ευρύτερη περιοχή του Παγγαίου. The present study deals with the issue of the managing and promoting of a wider area (Mt Paggaion) with the simultaneous contribution of tourism, particularly with the contribution of alternative tourism. It is a well-known fact that the cultural heritage of every location should be managed correctly, all of the monumental conservation "rules" should be followed and that the cultural reverse should be constantly displayed. This is a fact because any points of interest, no matter which those are, play a major role as a component of tourism. The concept of tourism is highly correlated with cultural reservation and it would be a mistake not to include it in the case of a study. Through the "partnership" of culture and tourism, every locality can experience growth at an economic, social, cultural level as well as an improvement in the quality of its existing environment. The active participation of people, mainly of the local authorities and residents, is very important in this effort. The management, promotion and protection of the cultural heritage may be a universal issue, but its achievement by the local community will, in any case, bring brighter results. This will be made possible only through collective-voluntary work and love towards the area. It is a nowadays challenge. The ultimate goal of this study is to investigate whether those previously mentioned have been implemented and to present proposals for better management of the area by indigenous residents. of the challenging times today. The ultimate aim of this study is to investigate whether these have been implemented and to present proposals for better management of the site by indigenous and non-indigenous residents. Η παρούσα μελέτη ασχολείται με το θέμα της διαχείρισης και ανάδειξης μιας ευρύτερης περιοχής (Παγγαίου) με την ταυτόχρονη συμβολή του τουρισμού και δη του εναλλακτικού. Είναι γεγονός ότι η πολιτιστική κληρονομιά κάθε τόπου πρέπει να διαχειρίζεται σωστά, να ακολουθούνται όλοι οι «κανόνες» συντήρησης των μνημείων και να προβάλλεται διαρκώς το πολιτισμικό απόθεμα. Αυτό, διότι τα όποια σημεία ενδιαφέροντος αποτελούν βασικό συστατικό του τουρισμού. Η έννοια του τουρισμού είναι άκρως συσχετιζόμενη με το πολιτισμικό απόθεμα και θα ήταν παράλειψη να μην συμπεριληφθεί στην περίπτωση μελέτης. Μέσα από την «σύμπραξη» πολιτισμού και τουρισμού, ο εκάστοτε τόπος δύναται να γνωρίσει ανάπτυξη σε οικονομικό, κοινωνικό επίπεδο, πολιτιστικό επίπεδο καθώς και βελτίωση της ποιότητας του υπάρχοντος περιβάλλοντος. Πολύ σημαντική στην προσπάθεια αυτή, κρίνεται η ενεργή συμμετοχή των τοπικών, κυρίως, αρχών-φορέων και των ντόπιων κατοίκων. Μπορεί η διαχείριση, ανάδειξη και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς να είναι ζήτημα καθολικό, η πραγμάτωσή τους, όμως, από την τοπική κοινωνία σε κάθε περίπτωση, θα επιφέρει λαμπρότερα αποτελέσματα μόνο με την συλλογική-εθελοντική εργασία και την αγάπη προς τον τόπο. Πρόκειται για μια πρόκληση των απαιτητικών καιρών σήμερα. Απώτερος σκοπός της μελέτης αυτής, είναι να διερευνηθεί το κατά πόσο έχουν υλοποιηθεί τα προαναφερθέντα καθώς και να παρουσιαστούν οι προτάσεις ορθότερης διαχείρισης του τόπου από τους γηγενείς και μη κατοίκους. 37 141 158 Production planning in industrial unit. Προγραμματισμός εργασιών παραγωγής σε βιομηχανική μονάδα. The scope of this thesis is an approach of the production planning of a trucks’ body plant, with the project management methodology - Project Management and use one of the related software (MS Project) Originally will explain the concept of project management, which areas covering general and will describe some of the methods used in order to optimize this process. You will then be given information about the software that will be used to solve the problem. Finally we show the true state of the production process of the factory with his problems, using the software for the current situation, and two alternative scenarios with their implications and the solutions proposed with the aim of optimization. The thesis closes with an account of the process and whether it is feasible or not for the broader market. Στην παρούσα διπλωματική εργασία θα επιχειρηθεί να γίνει μια προσέγγιση του προγραμματισμού της παραγωγικής διαδικασίας ενός εργοστασίου παραγωγής αμαξωμάτων, με τη μεθοδολογία διαχείρισης έργου – Project Management και τη χρήση ενός από τα σχετικά λογισμικά προγράμματα (MS Project) Αρχικά θα εξηγηθεί η έννοια διαχείρισης έργου – Project Management, ποιους τομείς καλύπτει γενικά και θα περιγραφούν κάποιες από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται με στόχο την βελτιστοποίηση αυτής της διαδικασίας. Στη συνέχεια, θα δοθούν στοιχεία σχετικά με το λογισμικό που θα χρησιμοποιηθεί για την επίλυση του προβλήματος. Τέλος θα παρουσιαστεί η πραγματική κατάσταση της παραγωγικής διαδικασίας του εργοστασίου με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, θα γίνει χρήση του λογισμικού για την παρούσα κατάσταση, καθώς και για δύο εναλλακτικά σενάρια με τις επιπτώσεις τους και τις λύσεις που προτείνονται με στόχο την βελτιστοποίηση του. Η διπλωματική θα κλείσει με έναν απολογισμό της όλης διαδικασίας και το κατά πόσον είναι υλοποιήσιμη ή όχι για την ευρύτερη αγορά. 38 252 309 Συγκριτική αξιολόγηση οικονομικού περιβάλλοντος Αρμενίας-Ελλάδας, εμπορικές σχέσεις, στρατηγικές προοπτικές. The aim of this bibliographical research is to analyse the economic environment of Armenia and Greece, to present bilateral trade relations between the two countries and to examine the strategic prospects in order to provide useful information for investors. The economic environment was approached using the most representative macroeconomic indicators, i.e. gross domestic product, inflation, unemployment and public debt. Additionally, analysis of the economic environment included data from The Heritage Foundation but mainly from the World Bank. Furthermore, the analysis included data relating to the trade volume between Greece and Armenia for the period 2011-2013. Based on these data, conclusions were drawn on imports and exports between the two countries. Although trade relation levels between the two countries are relatively low, the agreement signed in September 2014 between the Greek-Armenian Chamber of Commerce and Industry and the Armenian Chamber created expectations for significant improvement in the trade volume of the two countries. Strategic prospects help potential investors understand which strategy they should implement to achieve positive results depending on the size of their businesses or their exporting performance. Armenia and Greece present significant similarities as far as strategic prospects are concerned and attract companies active in such sectors as energy, pharmaceuticals, and food and beverage. In conclusion, based on the data, Armenia is becoming more attractive for investment. The fact that Greece belongs to the developed markets while Armenia is a developing one acts as a counterweight to Armenia’s growing investment attractiveness, since developed countries offer higher stability and thus reduced risk. Σκοπός της προκείμενης εργασίας είναι η προσέγγιση του οικονομικού περιβάλλοντος της Αρμενίας και της Ελλάδας, η Παρουσίαση των διμερών εμπορικών σχέσεων των χωρών και οι στρατηγικές προοπτικές που δημιουργούνται στους εν δυνάμει επενδυτές. Για την προσέγγιση του οικονομικού περιβάλλοντος χρησιμοποιήθηκαν οι πιο αντιπροσωπευτικοί μακροοικονομικοί δείκτες: το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, ο πληθωρισμός, η ανεργία και το δημόσιο χρέος. Επιπρόσθετα, η ανάλυση του οικονομικού περιβάλλοντος συμπεριέλαβε στοιχεία από το The Heritage Foundation κυρίως όμως από την Παγκόσμια τράπεζα με την χρήση και ερμηνεία των δεικτών Doing Business. Αναφορικά με τις διμερείς εμπορικές σχέσεις των χωρών παρατέθηκαν στοιχεία που αφορούσαν στον όγκο εμπορίου μεταξύ Ελλάδας και Αρμενίας την τριετία 2011-2013. Με βάση τα στοιχεία αυτά εξήχθησαν συμπεράσματα για την πορεία των εισαγωγών και εξαγωγών ανάμεσα στις δύο χώρες. Παράλληλα, αναλύθηκαν ποια είναι τα πιο εξαγώγιμα αγαθά της Ελλάδας στην Αρμενία. Ακόμη μελετήθηκε η πορεία των αγαθών αυτών εάν παρατηρείται αυξανόμενη ζήτηση, σταθερότητα ή έλλειψη ενδιαφέροντος. Αν και οι εμπορικές σχέσεις μεταξύ των χωρών είναι σε σχετικά χαμηλά επίπεδα η συμφωνία που υπεγράφει τον Σεπτέμβριο του 2014 μεταξύ του Ελληνο-αρμενικού Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και του Αρμενικού επιμελητηρίου δημιούργησε προσδοκίες για σημαντική βελτίωση στον όγκο εμπορίου των χωρών. Οι στρατηγικές προοπτικές δίνουν στους δυνητικούς επενδυτές ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης τους και το βαθμό που εξάγουν τα προϊόντα τους στο εξωτερικό τη καταλληλότερη επιλογή. Η Αρμενία και η Ελλάδα παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες στο κομμάτι των στρατηγικών προοπτικών και αποτελούν πόλο έλξης για επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας, την φαρμακοβιομηχανίας και των τροφίμων και ποτών. Συμπερασματικά, με βάση τα οικονομικά μεγέθη η Αρμενία καθίσταται πιο ελκυστική για επενδύσεις. Το γεγονός πως η Ελλάδα ανήκει στις αναπτυγμένες αγορές ενώ η Αρμενία στις αναπτυσσόμενες δρα ως αντίβαρο στο προηγούμενο πλεονέκτημα της Αρμενίας, καθώς οι αναπτυγμένες χώρες προσφέρουν υψηλότερη σταθερότητα και συνεπώς μείωση του κινδύνου. 39 289 287 Data analytics in music industry: analyzing Spotify's musical data Η αναλυτική των δεδομένων στη μουσική βιομηχανία: μελέτη δεδομένων της streaming υπηρεσίας του Spotify We are leaving in times where the way of listening to music is going through transformations. Music digitalization and the development of the innovative streaming services led to the rebirth of music industry. Some of the most recognizable steaming services are Spotify, Pandora and Apple Music. There are a growing number of new subscribers and music artists that are daily added in such services, resulting in the creation of a huge amount of data. Consequently, each of the streaming services comprises a database for the creation and storage of a great amount of data that can be analyzed and reveal insights due to data science techniques. The specified thesis composes the first academic attempt that uses data from online streaming services with regards to Greek bands and Greek artists. The main goal of the research is to record some of the different methods and approaches when analyzing bands’ music features, but also the problems that arise during the implementation of the analysis procedure via data science tools. Analysis led to a plethora of useful conclusions both to the interested parties of the music industry and the future researchers as well. The data analysis was conducted due to Spotify’s streaming service, since parts of the music data are provided for free. Moreover spotipy library constitutes a relatively easy way to handle Spotify data. Python is the chosen programming language that is used for data collection and for the creation of the dataset that is afterwards investigated. In addition, there were used several descriptive statistics techniques, while the implementation of Principal Component Analyis (PCA) and Cluster Analysis brought to light correlations and conclusions with regards to the Greek band’s musical audio features. Ζούμε στην εποχή όπου ο τρόπος που ακούμε μουσική μεταβάλλεται. Η ψηφιοποίηση της μουσικής οδήγησε στην αναβίωση της μουσικής βιομηχανίας μέσω ανάπτυξης των ρηξικέλευθων υπηρεσιών streaming. Μερικές από τις πιο γνωστές υπηρεσίες είναι το Spotify, η Pandora και η Apple Music. Καθημερινώς προστίθενται σε αυτές όλο και περισσότεροι συνδρομητές αλλά και καλλιτέχνες με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τεράστιες βάσεις δεδομένων και συνεπώς ογκώδη σετ δεδομένων. Συνεπώς κάθε μία από τις streaming υπηρεσίες αποτελεί πηγή δημιουργίας και αποθήκευσης πληθώρας δεδομένων που προσφέρονται για ανάλυση και εξέρευση πληροφοριών μέσω των τεχνικών της επιστήμης των δεδομένων. Η έρευνα αυτή αντιπροσωπεύει την πρώτη ακαδημαϊκή προσπάθεια χρησιμοποίησης μεγάλων δεδομένων από online streaming υπηρεσίες που αφορούν συγκροτήματα και καλλιτέχνες του ελληνικού χώρου. Στόχος της έρευνας είναι να καταγράψει κάποιες από τις διαφορετικές μεθόδους και προσεγγίσεις της ανάλυσης μουσικών χαρακτηριστικών των συγκροτημάτων αλλά και τυχόν προβλημάτων που ανέκυψαν κατά την διαδικασία υλοποίησης της ανάλυσης αυτής, μέσω των εργαλείων της επιστήμης των δεδομένων. Οι αναλύσεις που έγιναν οδηγούν σε μια πληθώρα συμπερασμάτων, χρήσιμων όχι μόνο για τους συσχετιζόμενους με το χώρο της μουσικής βιομηχανίας αλλά και για τους μελλοντικούς ερευνητές. Για την ανάλυση των μεγάλων δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η υπηρεσία του Spotify, καθώς ένα τμήμα της βάσης των δεδομένων προσφέρεται δωρεάν ενώ η βιβλιοθήκη spotipy αποτελεί έναν σχετικά εύκολο τρόπο χειρισμού της βάσης δεδομένων του Spotify. Ως γλώσσα προγραμματισμού για τη συλλογή των δεδομένων αλλά και τη δημιουργία της βάσης δεδομένων καθώς και για τη μετέπειτα ανάλυση, επιλέχθηκε η Python. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές τις περιγραφικής στατιστικής, ενώ η εφαρμογή της Παραγοντικής Ανάλυσης (PCA) καθώς και εναλλακτικές τεχνικές της Ανάλυσης Συστάδων (Cluster Analysis), αποκάλυψαν συσχετίσεις και συμπεράσματα σχετικά με τα μουσικά χαρακτηριστικά των συγκροτημάτων. 40 311 221 Algorithms for cognitive radio network and cognitive radio network cloud This dissertation’s innovation is concentrated on the introduction and description of a reference network framework for Cognitive Medium Access Control and SDR Services and Abstract Cognitive Medium Access Control and SDR Services integration and deployment on all the OSI layers in a heterogeneous wireless network. The necessity of lower layers services and applications conceptualization within the Cognitive Radio Cycle is the main issue that this dissertation manifests whilst providing algorithms for responding to diverse issues within the Cognitive Radio Network and Cognitive Radio Network Cloud. Self-organizing Cognitive Radio Networks in an immense heterogeneous wireless network along with Dynamic Spectrum Access, Management and Control Mitigation on demand or not on demand to respond to network needs in real time and on the fly can be realized with high level abstraction and conceptualization of Cognitive Medium Access Control and SDR Services and Abstract Cognitive Medium Access Control and SDR Services integration and deployment on all the Open Systems Interconnection (OSI) layers, cross-platform and cross-network, cross-operator. Central coordination would be applicable for triggering local nomad network to be self-organized, as well for hand-off or for meeting QoE, radio network performance, institutional metrics. A new mathematic method of mathematic game unfolding is introduced i.e. a new mathematic method for generating games without coordination and a corresponding mathematic game model as an application of the proposed mathematic method to for the Cognitive Radio Network and Cognitive Radio Cloud Security was introduced. Other mathematic game reaching Nash Equilibriums also were introduced. Deterministic automata and Machine Learning were also introduced as well as other mathematic formulas applicable to the corresponding network protocols, mathematic models for steady-state- Lyapunov filtering algorithm for enhanced CRN-SDR signal processing and mathematic formulas for Non-Reciprocal Channels in Massive MIMO CRN and LLMSE Filters for MMSE and ZF precoding were also introduced in this dissertation. Η παρούσα διατριβή πρότεινε και περιέγραψε ένα πλαίσιο δικτύου αναφοράς για Έλεγχο Πρόσβασης στο Μέσο για Γνωστικά Ασύρματα Δίκτυα και Νέφος και SDR Υπηρεσίες και για Έλεγχο Πρόσβασης στο Μέσο για Γνωστικά Ασύρματα Δίκτυα και Νέφος και SDR Αφηρημένες Υπηρεσίες και ολοκλήρωση τους και ανάπτυξη τους σε όλα κατά OSI επίπεδα για ετερογενή ασύρματα δίκτυα. Η αναγκαιότητα της ύπαρξης και αφαίρεσης υπηρεσιών χαμηλού επιπέδου λειτουργιών όπως και εφαρμογών τους στα πλαίσια του Γνωστικού Κύκλου είναι κάποια από τα κύρια σημεία που η παρούσα διατριβή διακηρύσσει ενώ παράλληλα προτείνει αλγορίθμους που να ανταποκρίνονται σε ποικίλα θέματα που αφορούν τα Γνωστικά Ασύρματα Δίκτυα και Νέφος. Αυτορυθμιζόμενα Γνωστικά Ασύρματα Δίκτυα σε ένα τεράστιο ετερογενές ασύρματο δίκτυο μαζί με δυναμική πρόσβαση στο φάσμα και μεταβίβαση του ελέγχου κατά απαίτηση ή μη σε απάντηση των απαιτήσεων του δικτύου σε πραγματικό χρόνο μπορούν να πραγματοποιηθούν με υψηλό ποσοστό αφαίρεσης των Έλεγχο Πρόσβασης στο Μέσο για Γνωστικά Ασύρματα Δίκτυα και Νέφος και SDR Υπηρεσίες και για Έλεγχο Πρόσβασης στο Μέσο για Γνωστικά Ασύρματα Δίκτυα και Νέφος και SDR Αφηρημένες Υπηρεσίες και ολοκλήρωση τους και ανάπτυξη τους σε όλα κατά OSI επίπεδα για ετερογενή ασύρματα δίκτυα και ανάπτυξη τους ανεξάρτητα συστήματος, δικτύου, παρόχου. Κεντρικός συντονισμός εφαρμόζεται για να ενεργοποιήσει τοπικά νομαδικά δίκτυα όπως και προκειμένου να αυτορυθμιστούν και να επιτευχθούν μετρικές ποιότητας υπηρεσίας και δικτύου όπως και του οργανισμού. 41 195 223 Ρυθμιστές εργασιακού άγχους και εργασιακών συμπεριφορών στον τραπεζικό τομέα The cause of occupational stress and the regulation of occupational behaviors are issues of paramount importance in contemporary academic literature as they can relate to the effective functioning of organizations and the decision-making process based the functionality of personnel management models. Aim of the present study is to study the factors that determine the emergence of work stress and the nature of work behaviors, through a survey. The statistical analysis conducted on 187 banking employees in Greece revealed that job satisfaction, elements of employees' emotional intelligence and the level of organizational commitment and professional burnout experienced by banking employees are important determinants the level of job stress that they experience. It has also been emerged that gender can be an important factor in differentiating the level of occupational stress experienced by employees in the banking sector, while it has also been observed that older employees also exhibit higher levels of job stress and organizational commitment and job burnout. Finally, it was considered that the position of employees in the hierarchy of banking organizations has a significant impact on the satisfaction levels they receive from their job and on the factors that shape burn out syndrome. Η γενεσιουργός αιτία του επαγγελματικού άγχους και τα στοιχεία ρύθμισης των επαγγελματικών συμπεριφορών αποτελούν ζήτημα εξέχουσας σημασίας στη σύγχρονη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία καθώς συνδέεται με την αποτελεσματική λειτουργία των οργανισμών και την ανάληψη αποφάσεων σχετικά με τη λειτουργικότητα των μοντέλων διαχείρισης προσωπικού. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη των στοιχείων που προσδιορίζουν την εμφάνιση εργασιακού στρες και το είδος της φύσης των εργασιακών συμπεριφορών, μέσω μελέτης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και ποσοτικής έρευνας με τη χρήση ερευνητικών εργαλείων κλειστού τύπου. Από τη στατιστική ανάλυση που διεξήχθη σε 187 εργαζόμενους στον τραπεζικό τομέα στην Ελλάδα, προέκυψε ότι η ικανοποίηση από την εργασία, στοιχεία της συναισθηματικής νοημοσύνης των εργαζομένων, καθώς και το επίπεδο οργανωσιακής δέσμευσης και επαγγελματικής εξουθένωσης που βιώνουν οι εργαζόμενοι στον τραπεζικό τομέα αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες του επιπέδου επαγγελματικού στρες που αυτοί βιώνουν. Εξάλλου, προέκυψε ότι το φύλο των εργαζομένων μπορεί να αποτελέσει σημαντικό παράγοντα διαφοροποίησης του επιπέδου επαγγελματικής εξουθένωσης που βιώνουν οι εργαζόμενοι του κλάδου, ενώ παράλληλα, παρατηρήθηκε ότι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και μεγαλύτερης προϋπηρεσίας στον τραπεζικό κλάδο παρουσιάζουν επίσης υψηλότερα επίπεδα εργασιακού στρες, οργανωσιακής δέσμευσης και επαγγελματικής εξουθένωσης. Τέλος, κρίθηκε ότι η θέση των εργαζομένων στην ιεραρχία των τραπεζικών οργανισμών επιδρά σημαντικά στα επίπεδα ικανοποίησης που λαμβάνουν από την εργασία τους αλλά και στα στοιχεία που διαμορφώνουν το σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης. 42 211 251 Ανθρώπινο δυναμικό και πολλαπλά συστήματα διαχείρισης The current study aims to investigate whether organizations that have adopted quality improvement standards make the best use of their human resources by implementing specific approaches and programs. The case study methodology supports this study, focusing on Frieslandcampina Hellas and Unilever Hellas, which have certified integrated quality. The aim is to analyze and compare the factors that characterize a high level of integration as well as those related to obstacles to the integration process. The collection of information was done through interviews and questionnaires, and research findings show that human resources are extremely important in both organizations, influencing the effectiveness of integrated management systems. In addition, in both organizations, lack of support from management, inadequate cooperation, lack of resources, high integration costs and lack of employee motivation could be obstacles to integration. However, leading by example and the empowerment of human resources through education and training programs as well as measurement of job satisfaction and assessment of the capabilities of each employee led to the effective implementation of IMS in both organizations. The findings of the present study are expected to benefit both food business organizations and the general public in order to clarify the importance of the role of human resources in the effective implementation of an integrated management system. Η παρούσα μελέτη έχει σαν στόχο να διερευνήσει εάν οργανισμοί, οι οποίοι έχουν υιοθετήσει πρότυπα βελτίωσης της ποιότητας, αξιοποιούν κατά τον καλύτερο τρόπο το ανθρώπινο δυναμικό τους με την εφαρμογή συγκεκριμένων προσεγγίσεων και προγραμμάτων. Η εμπειρική μελέτη διεξάχθηκε με τη μέθοδο της μελέτης περίπτωσης δύο πολυεθνικών οργανισμών που έχουν πιστοποιημένη ολοκληρωμένη ποιότητα, την Unilever Hellas και την Royal Friesland Campina (Hellas). Στόχος είναι η ανάλυση και η σύγκριση των παραγόντων που χαρακτηρίζουν ένα υψηλό επίπεδο ολοκλήρωσης καθώς και εκείνων που σχετίζονται με τα εμπόδια στην διαδικασία της ολοκλήρωσης. Η συλλογή των πληροφοριών έγινε μέσω συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων και τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι και στους δύο εξεταζόμενους οργανισμούς, οι ανθρώπινοι πόροι είναι εξαιρετικά σημαντικοί και επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης. Επιπλέον κατέστη σαφές το γεγονός ότι η έλλειψη υποστήριξης από τη Διοίκηση, η ανεπαρκής συνεργασία, η έλλειψη πόρων, το υψηλό κόστος ολοκλήρωσης και η έλλειψη κινήτρων των εργαζομένων θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδια προς την ολοκλήρωση. Ωστόσο, η ενεργή συμμετοχή της ηγεσίας με προσωπικό παράδειγμα και η παρακίνηση του ανθρώπινου δυναμικού με προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης σε θέματα ποιότητας καθώς και η μέτρηση της εργασιακής ικανοποίησης και η αξιολόγηση των δυνατοτήτων του κάθε εργαζόμενου οδήγησαν στην αποτελεσματική εφαρμογή του IMS και στους δύο εξεταζόμενους οργανισμούς. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης αναμένεται να ωφελήσουν τόσο τους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στον κλάδο τροφίμων όσο και γενικότερα, προκειμένου να αναδειχθεί η σημαντικότητα του ρόλου των ανθρωπίνων πόρων στην αποτελεσματική εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης IMS. 43 240 224 Applications potentiality of international accounting standards from non-registered to the Athens Stock Exchange businesses: the case of the manufactory sector of Northern Greece Δυνατότητες εφαρμογής των διεθνών λογιστικών προτύπων από μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών επιχειρήσεις: η περίπτωση του τομέα της μεταποίησης στη Βόρεια Ελλάδα The doctoral thesis examines the possible application of International Financial Reporting Standards to non-listed in the Athens Stock Exchange manufacturing companies. The adoption of the new standards by listed on the Athens Stock Exchange companies, have given rise to first application problems, and their implications to strategic financing variables. The present research studies and evaluates the ability of International Financial Standards to accurately reflect the specific balance sheet/ income statement items of non-listed in the Athens Stock Exchange manufacturing companies. Therefore the following are researched: the level of acceptance of the new standards, the determination of the key aspirations and threats form the adoption of new accounting principles and procedures, the level of readiness and preparation of businesses, the determination of the required adjustments, and finally the definition of the strategies of successful transition to the Internation Accounting Standards. Finally, an Accounting and Financial model is created and developed, a guide for the safe application of International Accounting Standards, that includes the requirements and the limitations for the effective implementation of the new standards by non-listed in the Athens Stock Exchange manufacturing companies. The requirements and the limitations apply to the strategies of taxation and accounting, operational, functional and extrinsic variables, the satisfaction of which leads to the rational, economical and successful adoption of the new standards. Η διδακτορική διατριβή εξετάζει τις δυνατότητες εφαρμογής των Διεθνών Προτύπων της Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης από τις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών μεταποιητικές επιχειρήσεις. Η υιοθέτηση των νέων προτύπων από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρείες, ήδη από την οικονομική χρήση του 2005, έχει αναδείξει τα βασικά προβλήματα της πρώτης εφαρμογής αυτών και τις επιπτώσεις σε στρατηγικές χρηματοτοικονομικές μεταβλητές. Η παρούσα έρευνα διερευνά και αξιολογεί την ικανότητα των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (προϋποθέσεις και περιορισμοί) να αποτυπώσουν με σαφήνεια τα οικονομικά μεγέθη των μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών μεταποιητικών επιχειρήσεων. Μελετάται συνεπώς ο βαθμός αποδοχής των νέων προτύπων, ο καθορισμός των σημαντικότερων προσδοκιών και απειλών από την υιοθέτηση των νέων λογιστικών αρχών και διαδικασιών, ο βαθμός ετοιμότητας και προετοιμασίας των επιχειρήσεων, ο προσδιορισμός των απαιτούμενων προσαρμογών και τελικά ο προσδιορισμός των στρατηγικών επιτυχούς μετάβασης στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα. Δημιουργείται τελικά και αναπτύσσεται ένα Λογιστικό και Χρηματοοικονομικό Μοντέλο, οδηγός ασφαλούς εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της αποτελεσματικής υιοθέτησης των νέων προτύπων, από τις μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών μεταποιητικές επιχειρήσεις. Οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί αναφέρονται σε στρατηγικές Φορολογικές-Λογιστικές, Επιχειρησιακές-Λειτουργικές και Εξωγενείς μεταβλητές, η ικανοποίηση των οποίων οδηγεί στην ορθολογική, οικονομική και επιτυχημένη υιοθέτηση των νέων προτύπων. 44 404 393 The wealth effects of mergers and acquisitions in Greece. Comparative assessment with the USA, UK and Continental Europe Εκτίμηση του οικονομικού αντίκτυπου των συγχωνεύσεων-εξαγορών στην Ελλάδα. Συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ηπειρωτική Ευρώπη The thesis attempts to document the current situation, deepen the theoretical background and utilize empirical data in the context of mergers and acquisitions. The initial objective is to record the diachronic development of the phenomenon in international and domestic level, analyzing certain characteristics existing in specific periods of time. Then, focus is placed on certain aspects of the activity of mergers and acquisitions, such as the motives, the critical factors determining the final price, the accounting treatment, the defence methods and the causes of failure. The existence of a large number of empirical studies presenting valuable information for the examined activity constitutes an incentive in order to collect all the relevant studies, record the empirical results and analyze the findings. The ultimate objective is the development of reliable and useful findings regarding the economic impact of mergers and acquisitions to the dealing companies' shareholders. Subsequent to an extensive literature review the main intention of the thesis is to estimate the empirical results caused by the activity of mergers and acquisitions to the shareholders of the Greek companies participating in domestic and cross-border transactions. Aiming to present a more definite picture of the examined activity in Greece, the empirical results are comparatively assessed with those of corresponding companies in the Western economies. In this context, the thesis endeavours to record, classify and analyze the empirical results of mergers and acquisitions with the intention of identifying and disclosing codes of conduct that would shed light on the phenomenon and influence the decision making of the business world and investors. In particular, the empirical study is divided into four sections: The first section analyzes major aspects of mergers and acquisitions in order to determine the theoretical framework of the research. The second section presents the alternative methodological approaches used to evaluate the activity of mergers and acquisitions. Considering the prevailing methodology based on the efficient market hypothesis, perhaps for the first time in the international literature, a considerable of empirical studies is collected with regards to the US, UK and Continental Europe. In the third part of this research the abnormal returns accruing to the shareholders of the Greek companies are estimated and the results are compared with those of the previous three geographical areas. The fourth and final section presents the conclusions and suggests items for further research. Η διδακτορική διατριβή προσπαθεί να καταγράψει την παρούσα κατάσταση, να εμβαθύνει το θεωρητικό υπόβαθρο και να αξιοποιήσει εμπειρικά στοιχεία στα πλαίσια των συγχωνεύσεων-εξαγορών. Αρχικός στόχος είναι η παρουσίαση της διαχρονικής εξέλιξης του φαινομένου των συγχωνεύσεων-εξαγορών σε διεθνές και εγχώριο επίπεδο, αξιοποιώντας συγκεκριμένα στατιστικά δεδομένα. Στη συνέχεια αναπτύσσονται σημαντικά ζητήματα της δραστηριότητας των εταιρικών συνενώσεων, όπως τα κίνητρα, οι παράγοντες προσδιορισμού του τελικού τιμήματος, η λογιστική μεταχείριση, οι τρόποι άμυνας και οι αιτίες αποτυχίας τους. Η εμφάνιση ενός σημαντικού όγκου εμπειρικών ερευνών από τις οποίες αναδύονται πολλές και διάφορες πληροφορίες, αποτέλεσε κίνητρο για τη συγκέντρωση όλων των σχετικών ερευνών, την καταγραφή τους και τη συγκριτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Απώτερος σκοπός είναι η διαμόρφωση συγκεκριμένων και αξιοποιήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με τον οικονομικό αντίκτυπο των συγχωνεύσεων-εξαγορών στη μετοχική αξία των συναλλασσόμενων εταιριών. Βασικός στόχος της εμπειρικής έρευνας είναι να αναδυθούν έγκυρα και χρήσιμα συμπεράσματα αναφορικά με τις οικονομικές συνέπειες του φαινομένου των συγχωνεύσεων-εξαγορών στις ελληνικές εταιρίες. Με σκοπό τη διαμόρφωση μιας όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρης και πληρέστερης εικόνας, τα αποτελέσματα του υπό εξέταση φαινομένου στον ελληνικό χώρο παρατίθενται συγκριτικά με τα αντίστοιχα άλλων δυτικών χωρών. Στο πλαίσιο των όσων έχουμε προαναφέρει, η παρούσα έρευνα στοχεύει στη συστηματική καταγραφή, ταξινόμηση και μελέτη των δεδομένων, φιλοδοξώντας να εντοπίσει και να αποκαλύψει κανόνες συμπεριφοράς που θα μπορούσαν αφενός να φωτίσουν το φαινόμενο και αφετέρου να επηρεάσουν τον επιχειρησιακό κόσμο και τους επενδυτές. Ειδικότερα θα μπορούσε κανείς να αναφέρει ότι η έρευνα αυτή χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη ενότητα αναλύονται τα σημαντικά και επίκαιρα θεωρητικά σημεία του θεματικού πεδίου συγχωνεύσεις-εξαγορές ώστε να προκαθορισθούν τα όρια και δυνατότητες της ανάλυσης ή/και να προσδιορισθούν/αναδειχθούν οι όποιες αδυναμίες. Στη συνέχεια, στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται οι διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις αξιολόγησης των συγχωνεύσεων-εξαγορών και καταγράφεται, ταξινομείται και αξιολογείται, ίσως για πρώτη φορά στη διεθνή βιβλιογραφία, ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός εμπειρικών αποτελεσμάτων. Τα εν λόγω εμπειρικά αποτελέσματα στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναφέρονται στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ηπειρωτική Ευρώπη. Στο τρίτο μέρος της παρούσας έρευνας γίνεται εμπειρική εκτίμηση του οικονομικού αντίκτυπου των συγχωνεύσεων-εξαγορών στις ελληνικές εταιρίες και τα αποτελέσματα συγκρίνονται με αυτά των τριών προηγούμενων γεωγραφικών περιοχών. Στην τέταρτη και τελευταία, ενότητα καταγράφονται τα συμπεράσματα και αναπτύσσονται προτάσεις για μελλοντική έρευνα. 45 248 277 Parental views of formal development students, for educational inclusion and parallel support of students with special educational needs Απόψεις γονέων μαθητών τυπικής ανάπτυξης, για την εκπαιδευτική συμπερίληψη και παράλληλη στήριξη μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες Internationally, students with disabilities face marginalization within the education system and different forms of discrimination. As a result, many students with disabilities do not reap all the benefits of education. Internationally and nationally, there has been a strong emphasis on Educational Inclusion as a key tactic with the main goal of promoting the right to education, including students with disabilities. In recent years, educational policy in several states has increasingly promoted the Educational Inclusion and parallel support of these individuals in regular educational programs. In this way, the international trends in special education have shifted from placing students with special educational needs in special schools to approaches without exclusions, which allows these students to have access to general education curricula. Modern governments are vital to investing in education in order to provide the best possible results. The perspective of human rights, which is the basis of Educational Inclusion, points out that children with special educational needs is important to have equal opportunities to participate in all aspects of the modern educational process, as is the case with children without special educational needs. Despite previous legal and international agreements and statements in previous years on equal rights for all children, access to modern formal schools as well as adaptations of the educational environment to students with special educational needs vary widely, revealing the huge gap that exists between intention and application. Σε διεθνές επίπεδο, οι μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες (ΕΕΑ) αντιμετωπίζουν την περιθωριοποίηση μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και διαφορετικές μορφές διακρίσεων. Σαν συνέπεια όλου αυτού, αρκετοί μαθητές δεν αποκομίζουν όλα τα οφέλη της εκπαίδευσης. Σε διεθνές, αλλά και σε εθνικό επίπεδο, έχει δοθεί τεράστια έμφαση στην Εκπαιδευτική Συμπερίληψη ως καθοριστική τακτική, με κυριότερο στόχο την προώθηση του δικαιώματος στην εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, η εκπαιδευτική πολιτική σε αρκετά κράτη προωθεί ολοένα και πιο συχνά την Εκπαιδευτική Συμπερίληψη και την Παράλληλη Στήριξη των συγκεκριμένων ατόμων στα κανονικά εκπαιδευτικά προγράμματα. Με αυτόν τον τρόπο, οι διεθνείς τάσεις της ειδικής εκπαίδευσης μετατοπίστηκαν από την τοποθέτηση των μαθητών με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες σε ειδικά σχολεία, σε προσεγγίσεις δίχως αποκλεισμούς, κάτι το οποίο επιτρέπει στους συγκεκριμένους μαθητές να έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτικά προγράμματα γενικής εκπαίδευσης. Οι σύγχρονες κυβερνήσεις, είναι ζωτικής σημασίας να επενδύσουν στην εκπαίδευση, προκειμένου να παρέχουν τα βέλτιστα εφικτά αποτελέσματα. Η προοπτική των ανθρώπινων δικαιωμάτων, που αποτελεί τη βάση της Εκπαιδευτικής Συμπερίληψης, επισημαίνει πως τα παιδιά με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες είναι σημαντικό να έχουν ίσες ευκαιρίες συμμετοχής σε όλες τις πτυχές της σύγχρονης εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως δηλαδή γίνεται και με τα παιδιά χωρίς ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Παρά τις νομικές και διεθνείς συμφωνίες και τις δηλώσεις των προηγούμενων ετών για τα ίσα δικαιώματα όλων των μαθητών, η πρόσβαση στα σύγχρονα σχολεία τυπικής εκπαίδευσης, καθώς επίσης και οι προσαρμογές του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος σε μαθητές με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό, φανερώνοντας το τεράστιο χάσμα το οποίο υφίσταται ανάμεσα στην πρόθεση και την εφαρμογή. 46 699 731 Foreign direct investments, exports, unemployment and economic growth: evidence from panel cointegration and casualty analysis in EU countries Άμεσες ξένες επενδύσεις, εξαγωγές, ανεργία και οικονομική ανάπτυξη: μια εμπειρική έρευνα με την ανάλυση της συνολοκλήρωσης και αιτιότητας σε δεδομένα πάνελ των χωρών της ΕΕ Since the summer of 2008, the global economy is facing a great financial crisis. This crisis, which started in the United States mortgage market evolved rapidly into a great threat to the global banking system. This happened largely because of the way mortgage-backed securities were traded by financial institutions. The interconnectedness of the financial markets as well as the interdependence of goods and services markets had as a result the transmission of the crisis to Europe. The establishment of common strategies in order to increase investments, promote exports and strengthen competitiveness has been a long term objective of the European Union (EU). This thesis examines the relationship between foreign direct investments, exports of goods and services, unemployment and economic growth for the countries of the European Union, divided into two groups. The first group (group Α) includes the “old” member states of the union, i.e. those countries that joined the EU before 2004. The second group (group B) includes those countries which joined after May 1st, 2004 (“new” member states). The data are annual covering the period 1970-2013 for group A and 1995-2013 for the group B. In this thesis, we apply panel cointegration and causality analysis in two VAR (vector autoregressive) models. In particular, we begin our empirical analysis by applying the first and second generation unit root tests, in order to examine whether or not there is cross sectional dependence among the countries. The next step is to define the order of cointegration of all variables, using the classical methods propose by Pedroni (1999), Kao (1999) and Johansen-Fisher (1999), as well as the Westerlund (2007) test robust to cross sectional dependence. Given that our variables are cointegrated, we continue with the estimation of the long run relationship using panel Fully Modified Ordinary Least Square (FMOLS) and Dynamic Ordinary Least Square (DOLS) methods. Finally, a dynamic panel vector error correction model (VECM) is used in order to provide us with the short and the long run causal relationships between the examined variables. The empirical results of the study revealed that there are long run relationships (cointegrated relationships) between the variables, in both groups under consideration. The estimation results of the long run equilibrium relationship show that an increase in unemployment causes greater reduction of economic growth in the first group of countries than in the second group. Also, an increase in exports causes greater increase of economic growth in group A than in group B. In addition, an increase in FDI causes greater economic growth in the “old” member states compared to the “new” member states. Finally, the causality results of the study show that, in the first group of countries, there are strong bidirectional causal relationships between foreign direct investments and exports of goods and services, as well as between exports of goods and services and economic growth, in the long run. In addition, the findings suggest a strong unidirectional causal relationship between foreign direct investments and economic growth with direction from foreign direct investments to economic growth. In the short run, the results revealed unidirectional causalities running from economic growth to unemployment, foreign direct investments to unemployment, as well as from exports of goods and services to unemployment. Regarding the second group of countries, the results show that in the long term there are unidirectional causalities running from exports of goods and services to economic growth, unemployment to economic growth as well as from foreign direct investments to economic growth. In the short run, the findings support that there is bidirectional causality relationship between unemployment and exports of goods and services and a unidirectional causality between economic growth and exports of goods and services with direction from economic growth to exports of goods and services. The knowledge of the direction of causality helps policy makers to develop a proper economic policy. The results of the study confirm that there is macroeconomic interdependence between the countries of the European Union. This means that the economic policies of an EU member country can harm the economy of another EU member country or become a potential useful tool for faster development. Από το καλοκαίρι του 2008 η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση. Η οικονομική αυτή κρίση, η οποία εκδηλώθηκε αρχικά στην αγορά των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής (ΗΠΑ) εξελίχθηκε ταχύτατα σε μια μεγάλη απειλή για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Το γεγονός αυτό συνέβη διότι οι επισφάλειες των ενυπόθηκων δανείων υψηλού κινδύνου αποτελέσαν αντικείμενο συναλλαγής μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η διασύνδεση των χρηματοπιστωτικών αγορών καθώς και η αλληλεξάρτηση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών αποτέλεσαν διαύλους μετάδοσης της κρίσης στις χώρες της Ευρώπης. Η ανάπτυξη κοινών στρατηγικών με σκοπό την αύξηση των επενδύσεων, την προώθηση των εξαγωγών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας ήταν ο μακροπρόθεσμος στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Στην εργασία αυτή, εξετάζονται οι σχέσεις ανάμεσα στις μεταβλητές των άμεσων ξένων επενδύσεων, των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, της ανεργίας και της οικονομικής ανάπτυξης για όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), χωρισμένες σε δύο ομάδες. Στην Α΄ ομάδα χωρών ανήκουν οι παλιές χώρες μέλη της ΕΕ, εκείνες δηλαδή που εντάχθηκαν στην ένωση πριν το έτος 2004. Αντίστοιχα, στην Β΄ ομάδα των χωρών ανήκουν οι χώρες που προσχώρησαν στην ένωση από το έτος 2004 και μετά (νέες χώρες μέλη). Η περίοδος των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν για την Α΄ ομάδα των χωρών είναι από το 1970 μέχρι και το 2013 και από το 1995 έως και το 2013 για τη Β΄ ομάδα των χωρών. Για την ανάλυση των δεδομένων εφαρμόζεται η πάνελ ανάλυση, τόσο για την συνολοκλήρωση όσο και για την αιτιότητα, σε δύο υπόδειγμα αυτοπαλινδρομήσεων. Πιο συγκεκριμένα, για την εμπειρική ανάλυση της εργασίας εφαρμόζουμε στην αρχή τους ελέγχους μοναδιαίας ρίζας (πρώτης και δεύτερης γενιάς), για να εξεταστεί αν υπάρχει ή δεν υπάρχει το φαινόμενο της διαστρωματικής εξάρτησης μεταξύ των χωρών. Στη συνέχεια προσδιορίζουμε το βαθμό συνολοκλήρωσης όλων των μεταβλητών, τόσο με τις κλασικές μεθόδους, όσο και με τον έλεγχο του Westerlund (2007) που δίνει πιο αξιόπιστα αποτελέσματα όταν υπάρχει διαστρωματική εξάρτηση μεταξύ των χωρών που εξετάζουμε. Η εκτίμηση της μακροχρόνιας σχέσης των μεταβλητών, πραγματοποιείται τόσο με τη μέθοδο των πλήρως τροποποιημένων ελάχιστων τετραγώνων (FMOLS) όσο και με τη μέθοδο των δυναμικών ελαχίστων τετραγώνων (DOLS). Τέλος, για τη διερεύνηση των βραχυχρόνιων και μακροχρόνιων αιτιακών σχέσεων χρησιμοποιείται το υπόδειγμα διόρθωσης λαθών. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι υπάρχουν μακροχρόνιες σχέσεις (σχέσεις συνολοκλήρωσης) μεταξύ των μεταβλητών και στις δύο ομάδες χωρών που εξετάζονται. Τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων των μακροχρόνιων σχέσεων δείχνουν ότι η αύξηση της ανεργίας προκαλεί μεγαλύτερη πτώση στην ανάπτυξη της πρώτης ομάδας χωρών, από ότι στην δεύτερη ομάδα. Επίσης μια ισόποση αύξηση των εξαγωγών επιφέρει μεγαλύτερη αύξηση στην ανάπτυξη της πρώτης ομάδας των χωρών. Επιπλέον, η αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων επιφέρει μεγαλύτερη ανάπτυξη στην ομάδα των παλιών χωρών μελών της ΕΕ. Τέλος, τα αποτελέσματα της ανάλυσης της αιτιότητας έδειξαν ότι, στην Α΄ ομάδα χωρών, υπάρχουν ισχυρές αμφίδρομες αιτιακές σχέσεις ανάμεσα στις άμεσες ξένες επενδύσεις και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και ανάμεσα στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και την οικονομική ανάπτυξη, σε μακροχρόνιο επίπεδο. Επίσης, τα αποτελέσματα δείχνουν μια ισχυρή μακροχρόνια αιτιακή σχέση ανάμεσα στις άμεσες ξένες επενδύσεις και την οικονομική ανάπτυξη με κατεύθυνση από τις άμεσες ξένες επενδύσεις προς την οικονομική ανάπτυξη. Σε βραχυχρόνια επίπεδο, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ισχυρές μονόδρομες αιτιακές σχέσεις με κατεύθυνση από την οικονομική ανάπτυξη προς την ανεργία, από τις άμεσες ξένες επενδύσεις προς την ανεργία, καθώς και από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προς την ανεργία. Όσον αφορά την Β΄ ομάδα χωρών, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι σε μακροχρόνιο επίπεδο, υπάρχουν μονόδρομες ισχυρές αιτιακές σχέσεις με κατεύθυνση από τις άμεσες ξένες επενδύσεις προς την οικονομική ανάπτυξη, από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών προς την οικονομική ανάπτυξη, καθώς και από την ανεργία προς την οικονομική ανάπτυξη. Σε βραχυχρόνια επίπεδο, τα αποτελέσματα υποστηρίζουν μια ισχυρή μονόδρομη αιτιακή σχέση με κατεύθυνση από την οικονομική ανάπτυξη προς τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και μια ισχυρή αμφίδρομη αιτιακή σχέση ανάμεσα στην ανεργία και τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών. Η γνώση σχετικά με την κατεύθυνση της αιτιότητας βοηθά τους φορείς χάραξης πολιτικής να αναπτύξουν και να εφαρμόσουν μια σωστή οικονομική πολιτική. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν ακόμη την ύπαρξη μακροοικονομικής αλληλεξάρτησης (διασύνδεσης) μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Οι οικονομικές πολιτικές μιας χώρας μέλους της ΕΕ μπορούν να ζημιώσουν την οικονομία μιας άλλης χώρας μέλους ή να αποτελέσουν ένα χρήσιμο δυναμικό εργαλείο για ταχύτερη ανάπτυξη. 47 302 300 Cost of quality exploration in food and beverage enterprises in Greece with the use of multidimensional data analysis Διερεύνηση του κόστους ποιότητας επιχειρήσεων τροφίμων και ποτών στην Ελλάδα με τεχνικές της πολυμεταβλητής ανάλυσης δεδομένων The present thesis explores the role played by Cost of Quality, namely the PAF model, in Food and Beverage enterprises in Greece. The extent of the Quality Costing implementation is examined in relation to the size of the enterprises, the quality certification they hold, the sub-sector in which they operate, etc. Moreover, it emphasizes the importance of the Quality Cost categories (Prevention-Appraisal-Failure) and seeks to ‘link’ them to the maturity of the Quality Management System of the companies. In order to investigate the above issues, a questionnaire is used to collect the necessary data. The questionnaire was prepared after a thorough study of the relevant literature and was sent to the Finance and / or Quality Managers. The analysis of the data was conducted by Multiple Correspondence Analysis and Hierarchical Cluster Analysis. The results show that the extent of recording and measurement of Quality Costs is directly related to the size of the enterprises, as well as to ISO/HACCP certification. Companies with high turnover, large numbers of employees and/or quality certification focus on monitoring and controlling Quality Costs and the production of quality products. In addition, the sub-subsector of each company (i.e. Cereal-Flour, Fruit-Vegetables, Beverages, etc.) appears to be an important factor, as its relationship with Quality Costing is captured in the survey. At the same time, the findings show that the individual components of the Quality Cost categories, as well as the expenses associated with them, determine the sophistication of a Quality Costing System and are linked to the maturity of an organization’s Quality Management. The high cost of External Failure is linked to early stages of company maturity, while emphasis on Appraisal Costs implies more rigorous Quality Management and cost monitoring systems. H παρούσα διατριβή διερευνά το ρόλο που διαδραματίζει το Κόστος Ποιότητας, και συγκεκριμένα το μοντέλο PAF, στις επιχειρήσεις Τροφίμων και Ποτών στην Ελλάδα. Εξετάζεται η έκταση εφαρμογής της κοστολόγησης Ποιότητας σε σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων, την πιστοποίηση Ποιότητας που κατέχουν, τον υπο-κλάδο στον οποίο δραστηριοποιούνται κ.ό.κ. Επιπλέον, τονίζεται η σημασία των κατηγοριών του Κόστους Ποιότητας (Πρόληψη-Αξιολόγηση-Αποτυχία) και ερευνάται η σύνδεσή τους με την ωριμότητα του συστήματος Διοίκησης Ποιότητας των επιχειρήσεων και της διαμόρφωσης της στάσης τους σχετικά με την Ποιότητα και το κόστος της. Για την διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων, χρησιμοποιείται η τεχνική συλλογής δεδομένων με ερωτηματολόγιο. Το ερωτηματολόγιο συντάχθηκε μετά από επισταμένη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και εστάλη στους Υπεύθυνους Οικονομικών ή/και Ποιότητας των επιχειρήσεων. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με την Παραγοντική Ανάλυση των Πολλαπλών Αντιστοιχιών και την Ανιούσα Ιεραρχική Ταξινόμηση. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν καταδεικνύουν πως η έκταση της καταγραφής και της μέτρησης του Κόστους Ποιότητας έχει άμεση σχέση με το μέγεθος των επιχειρήσεων, καθώς και με την πιστοποίηση ISO/HACCP. Επιχειρήσεις με υψηλό κύκλο εργασιών, μεγάλο αριθμό εργαζομένων ή/και πιστοποίηση Ποιότητας, εστιάζουν σε διαδικασίες παρακολούθησης και ελέγχου του Κόστους Ποιότητας και της παραγωγής ποιοτικών προϊόντων. Επιπλέον, ο επιχειρηματικός υπο-κλάδος των επιχειρήσεων (π.χ. Άλευρα-Σιτηρά, Φρούτα-Λαχανικά, Ποτά κ.ά.) εμφανίζεται ως σημαντικός παράγοντας, καθώς αποτυπώνεται στην έρευνα η σχέση του με την κοστολόγηση της Ποιότητας. Παράλληλα, από τα ευρήματα προκύπτει πως οι επιμέρους συνιστώσες των κατηγοριών του Κόστους Ποιότητας, καθώς και οι δαπάνες που σχετίζονται με αυτές, συνδέονται με τα στάδια ωριμότητας της Διοίκησης Ποιότητας μιας επιχείρησης και καθορίζουν την πολυπλοκότητα (sophistication) ενός συστήματος κοστολόγησης Ποιότητας. Το υψηλό κόστος Εξωτερικής Αποτυχίας συνδέεται με πρώιμα στάδια ωριμότητας των επιχειρήσεων, ενώ έμφαση στο κόστος Αξιολόγησης υποδηλώνει ωριμότερα συστήματα Διοίκησης Ποιότητας και παρακολούθησης του κόστους. 48 343 347 Collective identification among the internally displaced persons in the Bosnian town of Bijeljina. The impact of war on people’s sense of membership and belonging Συλλογική αναγνώριση μεταξύ των εσωτερικά εκτοπισθέντων στην πόλη Bijeljina της Βοσνίας. Ο αντίκτυπος του πολέμου στην αίσθηση της συμμετοχής και του ανήκειν The study looks into the interrelationship between social identity and forcible displacement and explores the question of how have the war and the experience of forcible displacement influenced IDPs’ identification process or their sense of membership and belonging. One important characteristic of the subjects of this study is that they are re-settlers, meaning that they are former IDPs who did not wish to return to their pre-war places of residence after the war ended, but willingly decided to settle down in their place of refuge; thus, the study’s interest also spreads to the question of what have been the reasons behind these group(s)’ decision to resettle. The study intended to challenge the overall assumption that IDPs’ resettlement decision in Bosnia and Herzegovina could be seen through the prism of their ethnic identifications and ethnic loyalties only. Also, it aimed to show that the shared ethnic identity between locals and newcomers in Bosnia and Herzegovina does not lessen the significance of perceived cultural differences between these two groups. In other words, the thesis intended to challenge the narratives of unconditional unity and cultural homogeneity within one particular ethnic group, which have often been stressed in the post-war rhetoric of the ethno-national political elites in Bosnia and Herzegovina. Finally, the study intended to explore the presumption that ethnically based groups and categories in Bosnia and Herzegovina, although very much present and influential, are not quite as solid, stable and relevant in all aspects of social life, as it has usually been stressed and given attention to. Thus, although ethnic identities are impossible to separate from the topics of war and forcible displacement in Bosnia and Herzegovina and this thesis too discusses these issues, it nevertheless attempts to point out that people in post-war Bosnia and Herzegovina possess a variety of different identities that, within particular social settings and under particular social circumstances, can matter more than their sense of ethnic belonging. Η μελέτη εξετάζει την αλληλεξάρτηση μεταξύ της κοινωνικής ταυτότητας και της βίαιης εκτόπισης των ατόμων και διερευνά το ερώτημα πώς ο πόλεμος και η εμπειρία της βίαιης μετακίνησης επηρέασαν τη διαδικασία ταυτοποίησης των εσωτερικά εκτοπισμένων ή την αίσθηση ένταξης και συμμετοχής τους. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των υποκειμένων αυτής της μελέτης είναι ότι έχουν επαναγκατασταθεί, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πρώην εσωτερικά εκτοπισμένοι που δεν ήθελαν να επιστρέψουν στους προπολεμικούς τόπους διαμονής τους μετά τον πόλεμο, αλλά αποφάσισαν να επαναεγκατασταθούν. Το ενδιαφέρον της μελέτης έγκειται επίσης στο ερώτημα ποιοι ήταν οι λόγοι πίσω από την απόφαση αυτής της ομάδας (-ων) να επανεγκατασταθούν. Η μελέτη αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση της γενικής υπόθεσης ότι η απόφαση επανεγκατάστασης των εκτοπισθέντων στο εσωτερικό της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης μπορούσε να δει μόνο μέσα από το πρίσμα των εθνοτικών τους αναγνωρίσεων και των εθνικών τους δεσμεύσεων. Επίσης, είχε ως στόχο να δείξει ότι η κοινή εθνική ταυτότητα μεταξύ ντόπιων και νεοφερμένων στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη δεν μειώνει τη σημασία των αντιληπτών πολιτισμικών διαφορών μεταξύ αυτών των δύο ομάδων. Με άλλα λόγια, η διατριβή αποσκοπούσε να αμφισβητήσει τις αφηγήσεις της άνευ όρων ενότητας και της πολιτισμικής ομοιογένειας μέσα σε μια συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, οι οποίες συχνά τονίστηκαν στη μεταπολεμική ρητορεία των εθνο-εθνικών πολιτικών ελίτ στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη. Τέλος, η μελέτη σκοπεύει να διερευνήσει την εκδοχή ότι οι εθνικές ομάδες και οι κατηγορίες στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, παρόλο που είναι πολύ πρόσφατες και επιρρεάζουν, δεν είναι εξίσου σταθερές, σταθερές και συναφείς σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής ζωής, όπως συνήθως τονίζεται και δίνεται έμφαση. Έτσι, παρόλο που οι εθνικές ταυτότητες είναι αδύνατο να διαχωριστούν από τα θέματα του πολέμου και των βίαιων εκτοπισμών στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη και αυτή η διατριβή συζητά επίσης αυτά τα ζητήματα, προσπαθεί ωστόσο να επισημάνει ότι οι άνθρωποι στη μεταπολεμική Βοσνία και Ερζεγοβίνη διαθέτουν μια ποικιλία διαφορετικών ταυτοτήτων ότι, μέσα σε συγκεκριμένους κοινωνικούς χώρους και υπό συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, μπορεί να έχει σημασία περισσότερο από την αίσθηση της εθνικής τους ανικανότητας. 49 519 555 Empirical analysis of health care expenditures and pharmaceutical expenditures in Greece and other European countries. Εμπειρική ανάλυση των δαπανών υγείας και των φαρμακευτικών δαπανών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. This doctoral dissertation presents a series of empirical studies to trigger a key policy issue in Greece and other European countries, the rising pharmaceutical expenditures which increases both as a share of total health expenditure as well as a percentage of national income, while imposes a significant burden on charged household budget. Each of the four main chapters is a separate study. The first chapter is an introduction. The second chapter analyzes the 146% increase in the actual pharmaceutical expenditure of the Social Security Foundation (IK.A) in the period 1991-2003.by decomposing the increase of pharmaceutical expenditures into the following components: price effect, effect of volume and impact of the phenomenon of replacing older drugs with new expensive products . The analysis shows that relative prices of medicines in the same period decreased by 55%. while volume grew by only 32%. Therefore, the increase in pharmaceutical expenditure is mainly due to expenditure on newer formulations and replacing older, cheaper drugs. The third chapter attempts to explain the differences in medication use in elderly populations in eleven European countries making use of reliable comparable data at the individual level. The micro data are supplemented by indicators of the regulator) framework and supply of medicinal products in order to determine the size of the variance in drug use that is explained by policy factors. Chapter 4. shows a great burden on household budgets from direct payments for health services in Greece. In all households, on average, direct payments absorb 7.4% of family income, the highest percentage among the eleven countries surveyed, which is four times the figure in France and the Netherlands. One third of Greek households of the elderly spend more than 5% of family income on direct payments. This figure is ten times greater than that seen in all other countries except Belgium and Italy. These findings demonstrate the significant under-insurance against the risk of disease in Greece, which not only reduces the welfare of people who dislike risk (risk averse), but could involve indirect macroeconomic effects, as households may need to change of consumption and savings habits. The drugs make up the largest proportion of direct payments for health services in 9 of the 11 countries concerned. Chapter five documents and explains the variation between countries in pharmaceutical direct payments. An estimated two-stage model (two-part model, probit and least squares) for pharmaceutical expenditure and tested extensively in health status and socio-oinomika characteristics of individuals. Even with these controls, the analysis finds significant variation across countries in direct payments for drugs for people with the same or similar diseases. Payments for drugs are higher in Belgium. Greece, Italy and Switzerland and lowest in the Netherlands and France. The effect of income and being diagnosed chronic diseases, it may be different in the countries through the introduction of interactions. This analysis shows variation between countries which is consistent with the policies and social protection for poor and chronically ill in terms of expenditure on drugs. The sixth chapter summarizes the main conclusions of the doctoral thesis. Η παρούσα διδακτορική Διατριβή παρουσιάζει μία σειρά από εμπειρικές μελέτες με έναυσμα ένα καίριο ζήτημα πολιτικής στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες- τις διογκούμενες φαρμακευτικές δαπάνες, οι οποίες αυξάνονται τόσο ως μερίδιο των συνολικών δαπανών υγείας όσο και ως ποσοστό του εθνικού εισοδήματος, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών. Το κάθε ένα από τα κύρια τέσσερα κεφάλαια αποτελεί μία αυτοτελή μελέτη. Το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί την εισαγωγή. Το δεύτερο κεφάλαιο αναλύει την κατά 146% αύξηση των πραγματικών φαρμακευτικών δαπανών του Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης (ΙΚ.Α) κατά την περίοδο 1991-2003. στις παρακάτω συνιστώσες: επίδραση των τιμών, επίδραση του όγκου και επίδραση του φαινομένου της αντικατάστασης παλαιότερων φαρμάκων με νέα ακριβότερα προϊόντα. Η ανάλυση καταδεικνύει ότι οι σχετικές τιμές των φαρμάκων μειώθηκαν στην αντίστοιχη περίοδο κατά 55%. ενώ ο όγκος αυξήθηκε μόλις κατά 32%. Συνεπώς, η αύξηση των φαρμακευτικών δαπανών οφείλεται κατά κύριο λόγο στις δαπάνες σε νεότερα σκευάσματα και στην αντικατάσταση παλαιότερων, φθηνότερων φαρμάκων. Το τρίτο κεφάλαιο επιχειρεί να εξηγήσει τις αποκλίσεις στην χρήση φαρμάκων στους ηλικιωμένους πληθυσμούς έντεκα Ευρωπαϊκών χώρες κάνοντας χρήση αξιόπιστων συγκρίσιμων στοιχείων σε ατομικό επίπεδο. Τα μίκρο στοιχεία συμπληρώνονται από δείκτες του ρυθμιστικού πλαισίου και της προσφοράς των φαρμακευτικών προϊόντων, προκειμένου να προσδιοριστεί το μέγεθος της διακύμανσης στην χρήση φαρμάκων που εξηγείται από παράγοντες πολιτικής. Το κεφάλαιο 4. καταδεικνύει μία πολύ μεγάλη επιβάρυνση των προϋπολογισμών των νοικοκυριών από τις άμεσες πληρωμές για υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα. Στο σύνολο των νοικοκυριών, κατά μέσο όρο. οι άμεσες πληρωμές απορροφούν το 7.4% του οικογενειακού εισοδήματος, το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των έντεκα χωρών που εξετάστηκαν και το οποίο είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερο από αντίστοιχο ποσοστό στην Γαλλία και την Ολλανδία. Το ένα τρίτο των ελληνικών νοικοκυριών των ηλικιωμένων ξοδεύει πάνω από το 5% του οικογενειακού εισοδήματος σε άμεσες πληρωμές. Το ποσοστό αυτό είναι δέκα φορές μεγαλύτερο από αυτό που παρατηρείται σε όλες τις άλλες χώρες με εξαίρεση το Βέλγιο και την Ιταλία. Τα ευρήματα αυτά καταδεικνύουν την σημαντική υπό-ασφάλιση ενάντια στον κίνδυνο της ασθένειας στην Ελλάδα, η οποία όχι μόνο μειώνει την ευημερία των ατόμων που αποστρέφονται τον κίνδυνο (risk averse) αλλά ενδέχεται να επιφέρουν έμμεσες μακροοικονομικές συνέπειες, καθώς τα νοικοκυριά μπορεί να χρειαστεί να μεταβάλουν της καταναλωτικές και αποταμιευτικές συνήθειες.Τα φάρμακα απαρτίζουν το μεγαλύτερο ποσοστό των άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες υγείας σε 9 από τις 11 υπό εξέταση χώρες. Το κεφάλαιο πέντε τεκμηριώνει και εξηγεί την μεταξύ των χωρών διακύμανση στις φαρμακευτικές άμεσες πληρωμές. Εκτιμάται το υπόδειγμα δύο σταδίων (two-part model, probit και least squares) για τις φαρμακευτικές δαπάνες και ελέγχονται εκτενώς το επίπεδο υγείας και τα κοινωνικό-οικονομικά χαρακτηριστικά των ατόμων. Ακόμα και με αυτούς τους ελέγχους, η ανάλυση βρίσκει σημαντική απόκλιση μεταξύ των χωρών στις άμεσες πληρωμές για φάρμακα για άτομα με την ίδια ή παρόμοια ασθένειες. Οι πληρωμές για φάρμακα είναι υψηλότερες στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ελβετία και χαμηλότερες στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Η επίδραση του εισοδήματος και της ύπαρξης διαγνωσμένης χρόνιας ασθένειες, καθίσταται δυνατό να διαφέρει στις υπό εξέταση χώρες, μέσω της εισαγωγής αλληλεπιδράσεων. Η ανάλυση αυτή καταδεικνύει διακύμανση μεταξύ των χωρών η οποία είναι συνεπής με τις διάφορες πολιτικές και την κοινωνική προστασία που παρέχεται στους φτωχούς και στους χρόνιους ασθενείς σε ότι αφορά τις δαπάνες για φάρμακα. Το έκτο κεφάλαιο συνοψίζει τα κυριότερα συμπεράσματα της διδακτορικής διατριβής. 50 612 668 Εφαρμογή του διαδικτύου των πραγμάτων σε περιβάλλον έξυπνης γεωργίας The rapid progress and evolution of Computer Science over the last three decades has led to the spreading of the World Wide Web, which has slipped into our everyday lives. Of course, the remarkable growth of the mobile devices and barebones’ sectors has contributed to that, with those devices “flooding” the whole planet. As a result, the concept of Internet of Things (IoT) has emerged and spread, which refers to the connection of mobile devices to the Internet. Hence, using technological solutions to facilitate the everyday life has prevailed rapidly. Naturally, in the foremost place of order, the problems that people tried to solve were those related to their jobs, as they are financially dependent on them. Moreover, people receive physical and mental tiredness from their working environments, so they starting seeking for a solution to allow them work in a more efficient way and with less fatigue, resulting into a higher quality of life and well-being. Additionally, in the last years that environmental awareness has reached higher levels, people intended to find eco-friendly solutions, so that business planning would not burden the environment furthermore. Many solutions of this kind were developed for the primary sector and more specifically agriculture. Agriculture equipment, nowadays, is very sophisticated and uses advanced technology, providing the farmers with a lot of facilitations. As a result, due to the difficult financial situation of our time, farmers tend to have under their responsibilities larger areas under cultivation, in order to increase their incomes and achieve a higher standard of living. Even if that sounds simple, the reality is that people have higher responsibilities in terms of physical presence and supervision. However, that could be quite difficult as fields might be far apart and that would require money for transportation and precious time. Furthermore, costs increase due to higher needs in irrigation, fertilization and electricity consumption, with farmers trying to limit that to a certain point where production does not get affected. In the present study, an automated dynamic cultivation supervision system is designed and developed, capable of inspecting the operation modes and providing weather condition information. It is structured on a specific architecture, supporting modularity. Changing parts of the system (e.g. sensors, motors), but not the general functionality allows it to adapt to different kinds of farming. Besides, the system uses modern IoT technology and users can connect to it through mobile devices using Android or IOS operating systems in order to be provided with info in real time. Everything is achieved by low-energy consumption microcontrollers, with WiFi connection capability, using sensors and relays controlled by them. The project structure is designed having in mind that its cost should be as low as possible. The system described above achieves its goals through reducing farming running costs. Electricity needed by energy-intensive appliances (e.g. pumps) for irrigation and fertilization is reduced and also farming becomes more gentle on the water resources in terms of usage. During fertilization gains are doubled, as fertilizers are not wasted, endangering the health of a crops, but also they do not end up in nature with no reason, so farming becomes more eco-friendly. To achieve proper fertilization, an intelligent autonomous subsystem was created, making decisions dynamically regarding the fertilizations rates. These decisions are made based on feedback received from different kinds of sensors controlled by the processing unit. Finally, it would be an omission if we did not focus on a specific use case, in order to briefly explain the proposed systems’ architecture and functionality, including conducting experiments. That will be the last part of this study in order to give prominence to benefits by providing statistical data based on data from our sensor network. Η ραγδαία πρόοδος και ανάπτυξη της επιστήμης της Πληροφορικής τις τελευταίες 3 δεκαετίες οδήγησε στην εξάπλωση του Παγκοσμίου Ιστού, που στις μέρες μας έχει κατακλύσει την καθημερινή μας ζωή. Σε αυτό, βέβαια, συνέβαλε και η εκρηκτική ανάπτυξη που παρατηρείται στον τομέα των φορητών συσκευών και τον μικροϋπολογιστών (barebones), που η χρήση τους κατέκλυσε όλο τον πλανήτη. Αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση και εξάπλωση της έννοιας του Διαδικτύου των Πραγμάτων (Internet of Things - IoT), που αναφέρεται στην σύνδεση όλων των φορητών συσκευών στο Διαδίκτυο. Φυσικό συνεπακόλουθο ήταν να επικρατήσει μια απαίτηση, σύμφωνα με την οποία, οι λύσεις που παρέχονται από την τεχνολογία να χρησιμοποιούνται προς όφελος του ανθρώπου με σκοπό την επίλυση προβλημάτων που αντιμετωπίζει στη ζωή του. Βεβαίως, τα προβλήματα για τα οποία πρωτίστως αναζήτησε λύση ο άνθρωπος είναι αυτά τα οποία σχετίζονται με το επάγγελμά του, αφού ο άνθρωπος είναι οικονομικά εξαρτημένος από αυτό, όπως επίσης και αποκομίζει σημαντική ποσότητα ψυχικής και σωματικής κόπωσης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Έτσι, αναζήτησε λύσεις που θα του επέτρεπαν να γίνει αποδοτικότερος και να εργαστεί με λιγότερη κόπωση, ώστε να βελτιώσει την ποιότητα ζωής του. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη οικολογικής συνείδησης οδήγησε σε αναζήτηση «πράσινων» λύσεων, δηλαδή ανάπτυξη επιχειρηματικής λογικής που θα έχει μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα στο ήδη επιβαρυμένο φυσικό περιβάλλον. Από τα επαγγέλματα που ήταν πρόσφορο το έδαφος για ανάπτυξη τέτοιων λύσεων, μεγάλο όφελος αποκόμισε ο πρωτογενής τομέας παραγωγής και πιο συγκεκριμένα η καλλιέργεια αγροτικών ειδών. Τα γεωργικά μηχανήματα στις μέρες μας είναι υπερσύγχρονα και παρέχουν πληθώρα διευκολύνσεων στον καλλιεργητή, ο οποίος όμως εξαιτίας της ευκολίας που του παρέχουν και ορμώμενος από τις δύσκολες οικονομικές συγκυρίες της εποχής, επιδιώκει να καλλιεργήσει μεγαλύτερες εκτάσεις με σκοπό να επιτευχθεί ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Ενώ κάτι τέτοιο μπορεί να ακούγεται σχετικά απλό, στην πραγματικότητα δεν είναι γιατί αυξάνονται οι αρμοδιότητες του σε επίπεδο φυσικής παρουσίας και εποπτείας της καλλιέργειάς του. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι εφικτό αφού, για παράδειγμα, τα διάφορα αγροτεμάχιά του μπορεί να βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους και η μετακίνηση απαιτεί χρήματα για καύσιμα και πολύτιμο χρόνο. Επιπλέον, τα έξοδα αυξάνονται λόγω των αναγκών άρδευσης, λίπανσης και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, με τον καλλιεργητή να καλείται να τα περιορίσει στο αναγκαίο μέτρο ώστε να είναι όσο το δυνατόν αποδοτικότερη η παραγωγή του. Στην παρούσα εργασία, γίνεται μελέτη και κατασκευή ενός αυτοματοποιημένου συστήματος δυναμικής εποπτείας καλλιεργειών, με δυνατότητα ελέγχου καταστάσεων λειτουργίας και παροχής πληροφοριών σχετικών με τις καιρικές συνθήκες. Είναι δομημένο πάνω σε μια συγκεκριμένη γενική αρχιτεκτονική, η οποία υποστηρίζει την ιδέα της σπονδυλωτής κατασκευής(modularity). Ουσιαστικά αυτό σημαίνει ότι με αλλαγές επιμέρους τμημάτων του συστήματος (αισθητήρες, κινητήρες κτλ.), αλλά όχι της λειτουργικότητας, το σύστημα μπορεί να προσαρμοστεί σε διαφορετικά είδη καλλιέργειας. Ακόμη, διασυνδέει σύγχρονες τεχνολογίες IoT με το χρήστη, παρέχοντάς του πληροφορίες για την καλλιέργειά σε πραγματικό χρόνο μέσω φορητών συσκευών που χρησιμοποιούν οποιοδήποτε από τα δύο επικρατέστερα λειτουργικά συστήματα(IOS και Android). Χρησιμοποιεί αισθητήρες και συσκευές (ρελέ) που ελέγχονται από μικροϋπολογιστές χαμηλής κατανάλωσης ενέργειας τύπου Arduino, με δυνατότητες διασύνδεσης με τον παγκόσμιο ιστό (μέσω WiFi). Το παραπάνω σύστημα επιτυγχάνει μείωση του κόστους παραγωγής μέσω μείωσης της απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας κατά την λειτουργία των ενεργοβόρων συστημάτων άρδευσης και λίπανσης. Επιπρόσθετα, δεν καταναλώνονται άσκοπα υδάτινοι πόροι, διότι παρέχει ακρίβεια κατά την άρδευση, ενώ στον τομέα της λίπανσης το κέρδος είναι διπλό: αφενός δεν γίνεται σπατάλη λιπάσματος, με κίνδυνο να πληγεί από την λάθος ποσότητα η παραγωγή, αφετέρου οι μειωμένες ποσότητες έχουν σίγουρα θετικό αντίκτυπο στο περιβάλλον, μειώνοντας την επιβάρυνση που δέχεται η φύση από την αλληλεπίδρασή της με τον άνθρωπο. Μάλιστα, για να επιτευχθεί η σωστή λίπανση αναπτύχθηκε ένα ευφυές αυτόνομο υποσύστημα που λαμβάνει αποφάσεις δυναμικά σε σχέση με την παροχή λίπανσης, χρησιμοποιώντας σαν πυλώνες της λογικής που χρησιμοποιεί τις μετρήσεις από τους διάφορους αισθητήρες. Τέλος, για την ανάδειξη του προτεινόμενου δυναμικού συστήματος παρουσιάζεται μία συγκεκριμένη περίπτωση παραγωγής (συγκεκριμένο use-case), ώστε να γίνει επεξήγηση της αρχιτεκτονικής και βασικών λειτουργιών της, όπως και να εκτελεστούν πειράματα που αναδεικνύουν τα συνολικά οφέλη με στατιστικά στοιχεία προερχόμενα από μετρήσεις του δικτύου αισθητήρων που εγκαταστήσαμε. 51 331 331 Measurement and statistical analysis of the Greek internet economy: development of a database classification tool Μέτρηση και στατιστική ανάλυση της διαδικτυακής οικονομίας στην Ελλαδα: ανάπτυξη βασειακού εργαλείου ταξινόμησης Observed acceleration of the internet-based socioeconomic developments demands an urgent reconsideration of the statistical classifications of economic activity so that today's economic transactions are understood and analyzed. Traditional statistical measures are not appropriate if we are to study national economies and international economic and social phenomena which are today strongly interconnected. We need urgently to devise new statistical measures to describe our economies. This Doctorate Thesis (DT) aims at contributing to the theoretical and empirical debate concerning the study of the evolution of the digital economy in Greece. The thesis deals with the development of a concise and comprehensive set of statistical rubrics which will enable us to describe accurately and consistently the Greek digital economic developments. This DT utilizes theoretically and adjusts empirically the measurement framework proposed by the Centre of Research for Electronic Commerce - CREC of the University of Texas at Austin in the United States. Four economic sectors or layers are distinguished: electronic networks, electronic applications, electronic intermediaries and electronic commerce. On a theoretical level, Greek business firms are classified and assigned in these four sectors by devising an innovative database algorithm which uses a filter of six key-questions aiming at the construction of the Data Base DIGE. On the empirical level, a balanced statistical "population sample of 27,498 business firms is used in order to draw a pilot-sample of 379 firms which are to be fed into DIGE on the basis of two economic key-variables: turnover and employment. Among the findings of the statistical analysis is the impressive growth rale of the internet economy in Greece. Thus, between 2003 and 2006, turnover in the sector of e-commerce increased by almost 20% and for the e-intermediacy by 44%, while employment increased by 40% and 480% correspondingly. Concerning the applications, the corresponding increase was 14% and 65%. The sector of networks, or main internet infra-structure, showed an increase of 2% and 6% correspondingly. Οι εξελίξεις στην διαδικτυακή οργάνωση του κοινωνικοοικονομικού γίγνεσθαι έχει δημιουργήσει μια νέα οικονομική εποχή η οποία αφενός δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί από τις επίσημες οικονομικές στατιστικές, και αφετέρου, λόγω του πρωτόγνωρου χαρακτήρα της, δεν μπορεί να μελετηθεί και αναλυθεί στην βάση των παραδοσιακών οικονομικών ταξινομήσεων και μεθόδων. Το πρώτο βήμα για την κατανόηση της διαμορφωθείσας και συνεχώς ανελισσόμενης αυτής κατάστασης είναι η επινόηση νέων στατιστικών μέτρων και δεικτών για την περιγραφή της. Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή (ΔΔ) αποσκοπεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος για την χώρα μας. Το θέμα της διατριβής αυτής είναι η ανάπτυξη σαφούς ορολογίας και νέων στατιστικών ορισμών που στοχεύουν να περιγράψουν με ακρίβεια και συνέπεια την αυξανόμενη διαδικτυακή οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η ΔΔ αξιοποιεί θεωρητικά και αναπροσαρμόζει εμπειρικά το πλαίσιο μέτρησης που προτάθηκε από το Κέντρο Έρευνας για το Ηλεκτρονικό Εμπόριο (Centre of Research of Electronic Commerce-CREC) του Πανεπιστημίου Texas στο Austin των ΗΠΑ. Η παρούσα ΔΔ διακρίνει τέσσερις τομείς ή στρώματα της ελληνικής διαδικτυακής οικονομικής δραστηριότητας: τα ηλεκτρονικά δίκτυα, τις ηλεκτρονικές εφαρμογές, την ηλεκτρονική διαμεσολάβηση, και, το ηλεκτρονικό εμπόριο. Σε θεωρητικό επίπεδο, η ταξινόμηση των ελληνικών επιχειρήσεων στα τέσσερα αυτά στρώματα επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη καινοτομικού βασικού αλγορίθμου ο οποίος χρησιμοποιεί φίλτρο έξι ερωτήσεων-κλειδιών με σκοπό την δημιουργία της Βάσης Δεδομένων ΨΗΦΟ. Σε εμπειρικό επίπεδο, χρησιμοποιείται στατιστικό πληθυσμιακό δείγμα 27498 επιχειρήσεων, από το οποίο αντλείται πιλοτικό δείγμα 379 επιχειρήσεων που τροφοδοτούν την ΨΗΦΟ στην βάση δύο οικονομικών μεταβλητών κλειδιών: κύκλος εργασιών και απασχολούμενοι. Βασικά συμπεράσματα από την στατιστική ανάλυση είναι ότι η διαδικτυακή οικονομία στην χώρα μας αυξάνεται με εντυπωσιακούς ρυθμούς. Έτσι, μεταξύ του 2003 και του 2006 ο κύκλος εργασιών για τον τομέα του ηλεκτρονικού εμπορίου αυξήθηκε κατά 20%, και για την διαμεσολάβηση κατά 44%, ενώ η απασχόληση αυξήθηκε κατά 40% και 480% αντίστοιχα. Για τις ηλεκτρονικές εφαρμογές η αύξηση ήταν 14% και 65% αντίστοιχα. Ο τομέας των ηλεκτρονικών δικτύων, της κύριας υποδομής, επέδειξε αύξηση 2% και 6% αντίστοιχα. 52 308 318 Disclosure determinants according to IFRS through financial statements in the science of accounting. Παράγοντες προσδιορισμού των γνωστοποιήσεων σύμφωνα με τα Δ.Π.Χ.Π. μέσω των λογιστικών καταστάσεων στην επιστήμη της λογιστικής. The aim of this thesis is to identify the level of mandatory disclosures by listed Greek companies as well as the determinants operational factors explaining the decision of a company to disclose information in its annual financial statements in accordance with IAS / IFRS. The companies’ characteristics that have chosen to interpret the decision to disclose is the size, age, profitability, liquidity, leverage, industry and the auditing firm. To fulfill these objectives, the major theories in disclosure practices were examined which explain the decision of a company to provide information to interested parties through financial statements. Then, it was studied the Greek accounting environment and history of IAS/IFRS to the mandatory adoption by listed Greek companies. Additionally investigated the earlier findings of research studies generated by researchers of modern accounting practices over the disclosures For carrying out the investigation, a specific number of information items from the financial statements were collected and hypothesis testing conducted to enhance understanding of the relationship between the disclosure level and operational firms' characteristics. To determine the relationship between the level of disclosure and the various companies’ characteristics used both bivariate and the multivariate analysis. Through the findings of this thesis, the identification of the determinants of compliance level achieved regarding mandatory disclosure practices and a model is structured that wilt help investors to make the right business decisions. The conclusions of this thesis achieve the determination of compliance regarding disclosure practices and to create a model that will help in making the right business decisions on the part of investors. The results showed that the main determinants of mandatory disclosures are first, the audit firm size and second the company size . On the other hand, company age, profitability, liquidity, leverage, and industry had no effect on disclosure level. Η εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποσκοπεί στον εντοπισμό του επιπέδου των υποχρεωτικών γνωστοποιήσεων των εισηγμένων ελληνικών εταιρειών καθώς επίσης και στους προσδιοριστικούς εταιρικούς παράγοντες που ερμηνεύουν την απόφαση μιας επιχείρησης να γνωστοποιεί πληροφορίες στις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της με βάση τα ΔΛΠ/ΔΠΧΠ. Τα χαρακτηριστικά της επιχείρησης που επιλέχθηκαν για να ερμηνεύσουν την απόφαση της να γνωστοποιεί είναι το μέγεθος, η ηλικία, η κερδοφορία, η ρευστότητα, η μόχλευση, ο κλάδος και η ελεγκτική εταιρεία. Για να εκπληρωθούν οι παραπάνω στόχοι μελετήθηκαν σημαντικές θεωρίες οι οποίες συνδέονται με τα επίπεδα των παρεχόμενων γνωστοποιήσεων από την πλευρά της επιχείρησης προς τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω των οικονομικών της καταστάσεων. Κατόπιν, μελετήθηκε το ελληνικό λογιστικό περιβάλλον και η ιστορική εξέλιξη των ΔΑΠ μέχρι την υποχρεωτική υιοθέτησή τους από τις εισηγμένες ελληνικές επιχειρήσεις. Επιπρόσθετα αξιοποιήθηκαν ευρήματα προγενέστερων ερευνητικών μελετών που προήλθαν από ερευνητές της σύγχρονης λογιστικής πάνω στις πρακτικές των γνωστοποιήσεων. Για τη διεξαγωγή της έρευνας συλλέχτηκε μεγάλος αριθμός γνωστοποιούμενων πληροφοριών οι οποίες αντλήθηκαν από τις οικονομικές καταστάσεις και διενεργήθηκαν έλεγχοι υποθέσεων για την ενίσχυση της κατανόησης της σχέσης του επιπέδου των γνωστοποιήσεων και των διαφόρων επιχειρησιακών χαρακτηριστικών της επιχείρησης. Για την διαπίστωση της σχέσης μεταξύ του επιπέδου γνωστοποιήσεων και των διαφόρων χαρακτηριστικών της επιχείρησης χρησιμοποιήθηκε τόσο η διμεταβλητή όσο και η πολυμεταβλητή ανάλυση. Με τα συμπεράσματα της παρούσας διδακτορικής διατριβής αναγνωρίζονται τα επίπεδα της συμμόρφωσης όσον αφορά τις πρακτικές των υποχρεωτικών γνωστοποιήσεων και η δημιουργία ενός μοντέλου το οποίο θα βοηθήσει στη λήψη σωστών επιχειρηματικών αποφάσεων από την πλευρά των επενδυτών. Τα συμπεράσματα της διατριβής έδειξαν πως το μέγεθος της επιχείρησης και η ελεγκτική εταιρεία με την οποία συνεργάζεται η κάθε επιχείρηση αποτελούν τους κύριους προσδιοριστικούς παράγοντες των υποχρεωτικών γνωστοποιήσεων. Τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά της επιχείρησης όπως η ηλικία, η κερδοφορία, η ρευστότητα, η μόχλευση και ο κλάδος στον οποίο η εταιρεία δραστηριοποιείται δεν αποδείχθηκαν στατιστικά σημαντικοί. 53 366 356 This thesis focuses on the analysis of Bitcoin, Litecoin, XRP, ΕΤΗ, Bitcoin Cash and ADA cryptocurrencies during the period 01/08/2015 until 31/07/2020. The main objective is the analysis of the way cryptocurrencies respond to circumstances such as the pandemic, while examining whether there is a cointegration between some cryptocurrencies in order to present the Pairs Trading Method. Taking into account that theory is an integral part of the empirical study, in chapters 2 and 3 the aforementioned currencies and the used methodology are presented. The empirical part consists of three subparts. The first part (Chapter 4) thoroughly examines the diachronic progression of cryptocurrencies’ rate of exchange and rate of return, along with the comparative study of the descriptive statistics. Here, the Fat Tails phenomenon is observed and it is confirmed that there is a high rate of return in the cryptocurrency Market. Furthermore, the time series of the variables are I(1), as in most time series. Finally, it is considered whether the pandemic really affected the rate of return and the variation of the cryptocurrencies; the conclusion is that ETH and ADA are positively affected in terms of the rate of return and the rest are affected in terms of risk, except for ETH. It is deduced that the investor turned on the cryptocurrencies for reasons of uncertainty. In chapter 5, through the ARDL method, it has been proven that Covid-19 does not have a long-run relationship with the cryptocurrencies. Moreover, a non-parametric test for the daily average rate of return and variance of the cryptocurrencies takes place, according to which the ADA’s rate of return has an 800% increase and the question that arises is why investors opted for this currency. As for the issue of the pandemic, the most affected aspect is the variability and not the rate of return; interestingly, there was a decrease of risk, something that should be further examined. Chapter 6 discusses whether there is cointegration between the cryptocurrencies. Through the Johansen method, it is demonstrated that Market-Leader Bitcoin does not have a long-run relationship with no other cryptocurrency. Later on, the Engle & Granger method is used to find cointegrated pairs in order to apply the Pairs Trading Method. Η παρούσα εργασία έχει σκοπό την ανάλυση των κρυπτονομισμάτων Bitcoin, Litecoin, XRP, ΕΤΗ, Bitcoin Cash και ADA από τις 01-08-2015 έως τις 31-07-2020. Σκοπός της διπλωματικής μου είναι να αναλύσω την συμπεριφορά των κρυπτονομισμάτων, το πώς τα επηρέασε η πανδημία και τέλος να εξετάσω αν υπάρχει σχέση συνολοκλήρωσης μεταξύ κάποιων κρυπτονομισμάτων ώστε να παρουσιάσω την μέθοδο Pairs Trading. Καθώς η θεωρία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρικής μελέτης, στα κεφάλαια 2 & 3 παρουσιάζονται τα υπό μελέτη νομίσματα καθώς και η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε. Το εμπειρικό κομμάτι χωρίζεται σε 3 μέρη. Στο πρώτο μέρος (Κεφάλαιο 4ο) παρουσιάζω αναλυτικά την διαχρονική πορεία της τιμής και των αποδόσεων των υπό μελέτη κρυπτονομισμάτων. Αναδεικνύεται η κοινή πορεία της τιμής και ακολουθεί η συγκριτική μελέτη των περιγραφικών στατιστικών. Παρατηρείται το φαινόμενο των Fat Tails (παχιές ουρές) και επαληθεύεται η γενική γνώμη της ύπαρξης μεγάλων αποδόσεων στο Market. Στην συνέχεια παρατηρείται πως οι χρονολογικές σειρές των υπό μελέτη μεταβλητών είναι I(1) όπως συμβαίνει στις περισσότερες χρονολογικές σειρές. Στο τέλος του 4ο κεφαλαίου εξετάζω αν η απόδοση και η διακύμανση των υπό μελέτη κρυπτονομισμάτων επηρεάστηκε από την πανδημία. Προκύπτει πως το ETH και το ADA επηρεάστηκαν θετικά ως προς την απόδοση από την πανδημία και εκτός από το ETH όλα τα υπόλοιπα επηρεάστηκαν ως προς τον κίνδυνο. Εξάγεται το συμπέρασμα πως για λόγους αβεβαιότητας ο επενδυτής στράφηκε προς τα κρυπτονομίσματα. Στο Κεφάλαιο 5ο μέσω της μεθόδου ARDL αποδεικνύω πως ο Covid-19 δεν παρουσιάζει μια μακροχρόνια σχέση με τα κρυπτονομίσματα. Στη συνέχεια γίνεται μη παραμετρικός έλεγχος για την μέση ημερήσια απόδοση και διακύμανση των νομισμάτων. Αναφύεται η τεράστια εκτόξευση της απόδοσης του ADA (800%) και δημιουργείται το ερώτημα για ποιο λόγο οι επενδυτές προτίμησαν αυτό το νόμισμα. Επίσης παρατηρείται πως η πανδημία επηρέασε περισσότερο την μεταβλητότητα και όχι τόσο την απόδοση. Μάλιστα παρατηρήθηκε μείωση του κινδύνου πράγμα το οποίο αξίζει να μελετηθεί. Στο 6ο Κεφάλαιο εξετάζω αν υπάρχει σχέση συνολοκλήρωσης μεταξύ των υπό μελέτη κρυπτονομισμάτων. Αποδεικνύω πως ο Market-Leader Bitcoin δεν έχει μακροχρόνια σχέση με κανένα άλλο υπό μελέτη κρυπτονόμισμα μέσω της μεθόδου Johansen. Στη συνέχεια χρησιμοποιώ την μέθοδο Engle & Granger για να βρω συνολοκληρωμένα ζεύγη ώστε να εφαρμόσω την μέθοδο Pairs Trading. 54 387 408 Examination of antecedents for selecting a tourism destination: a new model for determining revisit intentions of three tourist segments. Εξέταση της επίδρασης των προσδιοριστικών συμπεριφορικών παραγόντων στην επιλογή τουριστικού προορισμού: ένα νέο προτεινόμενο μοντέλο περιγραφής των προθέσεων (επαν)επίσκεψης τριών κυρίων τμημάτων τουριστών (segments). The dissertation aims at broadening our understanding with regard to the structure of constructs and the antecedents of determining intentions to revisit a tourism destination. It has been suggested that this is required for the successful planning of tourism destination-marketing strategies by Destination Marketing Organizations (DMOs), and for proper management of tourism destinations by local authorities. A thorough examination of international literature reveals that the Theory of Reasoned Action (TRA) and the Theory of Planned Behavior (TPB) are the most frequently used theories for modeling revisit intentions, although they have received criticism. As a result, the present thesis utilized the Theory of Interpersonal Behavior (TIB) conceived by Harry Triandis (1977, 1980). TIB offers specific advantages in comparison to previous theories and has not been adopted before within the tourism destinations area. The research methodology is quantitative, hypothetico-deductive, in an effort to account for limitations suggested in relative research studies. A series of qualitative methods were also put in use. In detail, Critical Incident Technique (CIT), and Delphi method were utilized in sequential stages of this study. Two pilot research studies were implemented in order to improve and validate the research instrument. The International Airport of Thessaloniki Greece served as the research field. A 36-member-team of trained researchers from the University of Macedonia worked for 51 consecutive days, from July 6 to August 26, 2012 to collect data. In total, the research team approached 4443 departing passengers (who were in Greece on vacation and headed to airports of United Kingdom, Germany and Russian Federation). This procedure yielded 3466 usable self-administered questionnaires, exceeding the quantitative goal that had been previously set. From a total of 31 research hypotheses, 24 were accepted and 7 were not supported by the collected data. Structural Equation Modeling (SEM) revealed that destination loyalty, previous behavior in selecting a tourism destination, perceived social factors, the need for variety & alternatives, personal normative belief, total destination impact and catalysts constitute the antecedents of revisit intentions. In addition, comparisons were made among the three tourist markets segments comprising the total sample, and between male and female respondents, yielding significant differences, both in respect to the magnitude of the effects and to the kind of antecedents of revisit intentions. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η πληρέστερη κατανόηση της εννοιολογικής δομής και των προσδιοριστικών παραγόντων που καθορίζουν τις συμπεριφορικές προθέσεις επανέλευσης σε ένα τουριστικό προορισμό. Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού αποτελεί αναγκαιότητα τόσο για το σχεδιασμό στρατηγικής μάρκετινγκ των τουριστικών προορισμών από επιφορτισμένους με αυτό το έργο οργανισμούς, όσο και για την ορθή διαχείριση του τουριστικού προϊόντος από τις τοπικές αρχές. Γενικά, στη διεθνή βιβλιογραφία συναντούμε την εφαρμογή διαφόρων θεωριών για την εξέταση των προθέσεων επανάληψης της επίσκεψης σε δεδομένο προορισμό, με πιο συχνά χρησιμοποιούμενες τις θεωρίες δικαιολογημένης δράσης και σχεδιασμένης συμπεριφοράς, στις οποίες έχουν εντοπιστεί συγκεκριμένες αδυναμίες. Με βάση την ανάγκη εύρεσης και αξιοποίησης μίας θεωρίας που δεν έχει προηγούμενα εφαρμοστεί για το συγκεκριμένο σκοπό και ταυτόχρονα η δομή της καλύπτει εννοιολογικά τις ελλείψεις και αδυναμίες που παρατηρήθηκαν στις προαναφερθείσες θεωρίες, στο παρόν υποστηρίχθηκε η Θεωρία Διαπροσωπικής Συμπεριφοράς ΤΙΒ του Harry Triandis (1977, 1980). Η γενική μεθοδολογία έρευνας που χρησιμοποιήθηκε είναι η υποθετικο-συμπερασματική και για την αντιμετώπιση περιορισμών που παρατηρήθηκαν σε ανάλογες έρευνες εφαρμόστηκαν πριν από την ποσοτική έρευνα συγκεκριμένες ποιοτικές μέθοδοι έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, εφαρμόστηκαν η Τεχνική Κρίσιμων Γεγονότων και η Μέθοδος των Δελφών, ενώ για την πρόσθετη επιβεβαίωση του οργάνου μέτρησης πραγματοποιήθηκαν δύο πιλοτικές έρευνες. Ο διεθνής αερολιμένας «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ» της Θεσσαλονίκης αποτέλεσε το πεδίο έρευνας στο οποίο εργάστηκε ερευνητική ομάδα 36 ατόμων από το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας για 51 ημέρες την περίοδο 6 Ιουλίου – 26 Αυγούστου 2012. Η ερευνητική ομάδα προσέγγισε συνολικά 4443 αναχωρούντες επιβάτες μη τακτικών πτήσεων για αεροδρόμια του Ηνωμένου Βασιλείου, Γερμανίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί το προηγούμενο διάστημα την Ελλάδα για διακοπές. Τελικά, αυτή η διαδικασία απέδωσε 3466 αξιοποιήσιμα ερωτηματολόγια, υπερβαίνοντας τον ποσοτικό στόχο που είχε τεθεί βάσει στατιστικών εκτιμήσεων. Από το σύνολο των 31 διερευνούμενων ερευνητικών υποθέσεων οι 24 έγιναν δεκτές και 7 απορρίφθηκαν. Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης που υποστηρίχθηκε απο σχετικά μοντέλα δομικών εξισώσεων ανέδειξαν ότι οι μεταβλητές: αφοσίωση στον προορισμό, προηγούμενη επιλογή προορισμού, αντιληπτικοί κοινωνικοί παράγοντες, ανάγκη ποικιλίας & εναλλακτικών επιλογών, προσωπική κανονιστική πεποίθηση, συνολική επίδραση προορισμού και καταλύτες, αποτελούν τους προσδιοριστικούς παράγοντες της πρόθεσης (επαν)επίσκεψης στον ίδιο τουριστικό προορισμό. Οι δύο τμηματοποιήσεις του συνολικού δείγματος, αφενός στις τρεις κύριες τουριστικές αγορές και αφετέρου στο φύλο των ερωτώμενων, αποκάλυψαν ότι ανάμεσά τους υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, όχι μόνο στην ισχύ της επίδρασης αλλά και στο είδος των προσδιοριστικών παραγόντων της πρόθεσης (επαν)επίσκεψης. 55 458 484 Άνθρωποι με οπτική αναπηρία σε μία δια βίου διαδρομή μάθησης. The creation of institutions for the care and protection of people with visual impairment started in our country since the early 20th century. Gradually, the purpose of the institutions was to defend the rights of these people, including the educational rights. Particularly, the education of people with visual impairment, aimed at acquiring general and specific knowledge and skills, personal and professional, that lead to the individual’s autonomy and harmonious co-existence and development into the society. The obligatory circumvention of optical pathway and its substitution -where it is possible- is an ongoing process, a lifelong education. The learning opportunities aim to improve the academic, social and professional skills and abilities. Lifelong education, therefore, refers to any institutional training opportunity, which has a humanitarian basis and aims to the person’s development at any stage of life. The term of lifelong learning combines the personal learning to institutionalized learning. This means that the term of lifelong learning can refer to learning as a process that a person chooses to accomplish for himself along his life. It may also refer to a process that is organized and conducted by an educational institution or any other body beyond the limits of educational system. The research objective of this study is to investigate the evolution of the field of adult education with vision impairment and whether it is desirable and necessary today a lifelong approach to the educational process. The survey was conducted in two phases, combining historical and biographical research. The necessity of the historical-social research has been intentional, because the description through socio-historical processes allows us to understand the social structures and the individual living in a given socio-historical framework. The biographical approach as an alternative to the research, places the human element in focus and aims to demonstrate how individuals understand, interpret and define the surrounding world. More specifically we can say that the historical research was based on the collection of original material from the archives of the institution “Center for Education and Rehabilitation of the Blind of Thessaloniki” (School for Blind), since its foundation in 1947 until 2012. The second phase refers to the collection of biographical-narrative testimonies which were the remaining empirical material for analysis. The questioning which led us to the research was how, in each particular social framework, conditions change and the way in which people with visual impairments make up the image of themselves. From the material of analysis of the first narration, five (5) main axes of major points of interest were identified, which were repeated in the other narrative interviews. In this way the material was classified in eleven (11) narrative interviews followed by the analysis process. More specifically, the 5 axes defined as following: visual ability, education, employment, lifelong learning, and conclusions-valuation. Η δημιουργία φορέων για την περίθαλψη και την προστασία των ατόμων με μειονέκτημα όρασης ξεκίνησε στη χώρα μας από τις αρχές του 20ου αιώνα. Σταδιακά, σκοπός των φορέων έγινε η προάσπιση των δικαιωμάτων των ατόμων αυτών, συμπεριλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών. Πιο συγκεκριμένα, η εκπαίδευση των ατόμων με μειονέκτημα όρασης, στοχεύει στην απόκτηση γενικών και ειδικών γνώσεων και δεξιοτήτων προσωπικών και επαγγελματικών, που οδηγούν στην αυτονομία του ατόμου και στην ομαλή συμβίωση και εξέλιξή του στο κοινωνικό σύνολο. Η υποχρεωτική παράκαμψη της οπτικής οδού και η κατά το δυνατόν υποκατάστασή της είναι μια διαρκής διαδικασία, μία δια βίου εκπαίδευση. Οι ευκαιρίες μάθησης στοχεύουν να βελτιώσουν τις ακαδημαϊκές, τις κοινωνικές και τις επαγγελματικές δεξιότητες και ικανότητες. Η δια βίου εκπαίδευση, λοιπόν, αναφέρεται σε κάθε ευκαιρία εκπαίδευσης ιδρυματικά δρομολογούμενης, η οποία έχει ανθρωπιστική βάση και στοχεύει στην ανάπτυξη του ατόμου σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του. Η έννοια της δια βίου μάθησης συνδυάζει την προσωπική μάθηση με την ιδρυματική μάθηση. Αυτό σημαίνει ότι η έννοια της δια βίου μάθησης μπορεί να αναφέρεται στη μάθηση ως μία διαδικασία που το άτομο επιλέγει να ολοκληρώσει για τον εαυτό του κατά μήκος της ζωής του. Μπορεί, επιπλέον, να αναφέρεται σε μία διαδικασία που οργανώνεται και πραγματοποιείται από κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή κάποιο άλλο φορέα πέρα από τα όρια του εκπαιδευτικού συστήματος. Ο ερευνητικός στόχος της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της εξέλιξης του πεδίου της εκπαίδευσης των ενηλίκων με πρόβλημα όρασης και κατά πόσο είναι επιθυμητή και απαραίτητη σήμερα μία δια βίου προσέγγιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις συνδυάζοντας ιστορική και βιογραφική έρευνα. Η αναγκαιότητα της ιστορικο-κοινωνικής ανίχνευσης κρίθηκε σκόπιμη, επειδή η περιγραφή μέσα από κοινωνικο-ιστορικές διεργασίες μας επιτρέπει την κατανόηση των κοινωνικών δομών και των συνθηκών ζωής του ατόμου στα πλαίσια ενός δεδομένου κοινωνικο-ιστορικού περίγυρου. Η βιογραφική προσέγγιση ως εναλλακτική πρόταση στην έρευνα, τοποθετεί το ανθρώπινο στοιχείο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και στοχεύει να καταδείξει πώς τα άτομα κατανοούν, ερμηνεύουν και καθορίζουν τον περιβάλλοντα κόσμο. Πιο συγκεκριμένα μπορούμε να πούμε ότι η ιστορική έρευνα βασίστηκε στη συλλογή πρωτογενούς υλικού από τα αρχεία του φορέα «Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών Θεσσαλονίκης» (Σχολή Τυφλών), από τη στιγμή της ίδρυσής του το 1947 έως το 2012. Η δεύτερη φάση αφορά τη συλλογή βιογραφικών-αφηγηματικών μαρτυριών που αποτέλεσαν το υπόλοιπο εμπειρικό υλικό προς ανάλυση. Ο προβληματισμός ο οποίος μας οδήγησε στην έρευνα ήταν πώς σε κάθε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο αλλάζουν οι συνθήκες αλλά και ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα με οπτική αναπηρία συγκροτούν την εικόνα του εαυτού τους. Από το υλικό της ανάλυσης της πρώτης αφήγησης, εντοπίστηκαν πέντε (5) βασικοί άξονες, ως σημεία μείζονος ενδιαφέροντος, τα οποία επαναλαμβάνονταν και στις άλλες αφηγηματικές συνεντεύξεις. Με αυτό τον τρόπο ταξινομήθηκε το υλικό των έντεκα (11) αφηγηματικών συνεντεύξεων και ακολούθησε η διαδικασία ανάλυσής του. Πιο συγκεκριμένα, ως 5 άξονες ορίστηκαν οι εξής: οπτική ικανότητα, εκπαίδευση, εργασία, δια βίου μάθηση και συμπεράσματα-αποτίμηση. 56 202 213 Web Service composition and management for supporting e-commerce transactions Σύνθεση και διαχείριση υπηρεσιών ιστού για την υποστήριξη συναλλαγών ηλεκτρονικού εμπορίου In the modern era, which is characterized by the rise of e-businesses, the need for interoperability and flexibility acquires immense importance, particularly in the context of e-commerce transactions. Web Services (WS) provide the means for the utilization of the aforementioned features, as they aid the communication between heterogeneous systems, while, in addition, enable the reuse of their functionality, both as individual WS and within the context of service compositions. However, the abundance of available WS makes the selection of the appropriate WS, which would satisfy specific business needs, a difficult task. The problem grows exponentially in composition scenarios. In order to resolve this issue, non-functional characteristics of similar WS are often evaluated, thus enabling the selection of the optimal services. In this Thesis, a number of solutions for WS composition are presented, based on proposed frameworks and algorithms. In addition, as e-commerce transactions require the fulfillment of certain properties, rigorous methods for the development and composition of WS are also being examined. Through the proposed methodology and the application of model checking techniques, specific properties, such as deadlock-freedom and business properties, can be ensured in standalone WS, as well as in value-added compositions. Στη σύγχρονη εποχή, που χαρακτηρίζεται από την άνθηση του ηλεκτρονικού επιχειρείν, η ανάγκη διαλειτουργικότητας και ευελιξίας αποκτά ιδιάζουσα σημασία, ιδιαίτερα στα πλαίσια συναλλαγών ηλεκτρονικού εμπορίου. Οι Υπηρεσίες Ιστού (ΥΙ) αποτελούν μια τεχνολογία που παρέχει τις παραπάνω δυνατότητες, αφού επιτρέπουν την επικοινωνία ετερογενών συστημάτων, ενώ παράλληλα καθιστούν εφικτή την επαναχρησιμοποίηση της λειτουργικότητάς τους, τόσο ως μεμονωμένες ΥΙ όσο και στα πλαίσια ευρύτερων συνθέσεων. Το μεγάλο πλήθος διαθέσιμων ΥΙ, ωστόσο, καθιστά δύσκολη την επιλογή των κατάλληλων ΥΙ για την ικανοποίηση επιχειρηματικών αναγκών αλλά και την κατασκευή της βέλτιστης δυνατής σύνθεσής τους. Για τον σκοπό αυτό, συχνά πραγματοποιείται αξιολόγηση των μη λειτουργικών χαρακτηριστικών των εναλλακτικών ΥΙ για την επιλογή της καταλληλότερης. Στα πλαίσια αυτής της διατριβής παρουσιάζεται, αρχικά, ένα σύνολο μεθοδολογιών για την αντιμετώπιση του προβλήματος της σύνθεσης ΥΙ, μέσω της αξιοποίησης κατάλληλων πλαισίων και αλγορίθμων. Επιπρόσθετα, καθώς οι συναλλαγές ηλεκτρονικού εμπορίου και οι λοιπές επιχειρηματικές συναλλαγές απαιτούν την εξασφάλιση συγκεκριμένων ιδιοτήτων από τις εμπλεκόμενες ΥΙ, πραγματοποιήθηκε έρευνα σε μεθόδους αυστηρής ανάπτυξης και σύνθεσης ΥΙ. Μέσω της προτεινόμενης μεθοδολογίας και των τεχνικών ελέγχου μοντέλων (model checking) που παρουσιάζονται, είναι εφικτή η εξασφάλιση ιδιοτήτων που ικανοποιούν τις διάφορες επιθυμητές ανάγκες, όπως είναι η έλλειψη αδιεξόδων και οι ανάγκες επιχειρηματικής λογικής, κατά την ανάπτυξη και σύνθεση ΥΙ. 57 157 228 The empirical analysis of the Greek stock market under morden portofolio theory Ανάλυση της Ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς υπο το πρίσμα της σύγχρονης θεωρίας χαρτοφυλακίου The thesis empirically examines the Athens stock exchange for the period from 1997 to 2003. This period is characterized by intense return volatility thus obtaining useful results of the pricing models under differing financial conditions. Tests examine the capital asset pricing model (CAPM), the three factor model of Fama and French and the conditional model of Pettengill, Sundaram and Mathur (1995). The entrance of Greece in the European Monetary Union, urge the analysis to the examination of a multifactor pricing model the APT. The conclusions indicated the fact that the Greek stock market follows a linear model which is multifactor (APT) rather than single factor model (CAPM). The first components in the factor analysis explain much of the variation of the stock market and it is possible to be considered as the "market factor" that explains the financial variation in the capital asset pricing model. Η παρούσα διατριβή αποτελεί την εμπειρική ανάλυση της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς για την περίοδο από το 1997 έως το 2003 χρησιμοποιώντας τα σύγχρονα εργαλεία της θεωρίας του χαρτοφυλακίου. Η περίοδος αυτή του ελληνικού χρηματιστηρίου χαρακτηρίζεται από έντονη αστάθεια, δίνοντας την δυνατότητα να εξαχθούν συμπεράσματα τόσο για την ακρίβεια όσο και την προσαρμοστικότητα των μοντέλων σε συνθήκες μεταβαλλόμενων αποδόσεων. Η έρευνα ασχολείται με την εξέταση του κλασσικού υποδείγματος αποτίμησης περιουσιακών-κεφαλαιουχικών στοιχείων (CAPM-ΥΑΚΣ), την εξέλιξη του σύμφωνα με το μοντέλο των τριών παραγόντων των Fama και French έως και την τελευταία διαφοροποίηση του σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του υπό συνθήκη μοντέλου των Pettengill, Sundaram και Mathur (1995). Επιπλέον η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας με την υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος οδήγησε την έρευνα στην μελέτη του μοντέλο της εξισορροπητικής κερδοσκοπίας (APT). Από την ανάλυση προέκυψε ότι τα δεδομένα των αποδόσεων των μετοχών του Ελληνικού χρηματιστηρίου ακολουθούν την νομοτέλεια ενός γραμμικού υποδείγματος το οποίο είναι μάλλον πολυπαραγοντικό (APT) παρά μονοπαραγοντικό (CAPM). Στην διαδικασία της παραγοντικής ανάλυσης, ο πρώτος από τους κοινούς παράγοντες κυριαρχεί όλων των άλλων εξηγώντας το μεγαλύτερο ποσοστό της συνολικής μεταβλητικότητας των αποδόσεων των μετοχών, και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συσχετίζεται με τον βασικό παράγοντα της αγοράς που ασκεί επιδράσεις στις αποδόσεις των μετοχών όπως είναι αυτός που χαρακτηρίζει το χαρτοφυλάκιο της αγοράς στο υπόδειγμα CAPM. 58 532 539 Η συμμετοχή της Ελλάδας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. This postgraduate thesis provides a presentation of the work of the International Monetary Fund since its creation and involvement of Greece in its areas of activity, especially in recent years. International Monetary Fund has been chosen as a topic of this paper due to its wide power as an institution. The IMF is an international financial institution which affects, monitors and takes action to ensure global economic and financial stability, sometimes successfully and sometimes unsuccessfully. In 2010, the Greek government sought assistance from the IMF as a way to address the economic crisis that had began in Greece. The issue of the intervention of the IMF in the Greek debt crisis is approached from an economic perspective due to the involvement of the IMF in the aid package to assist Greece. It is also approached from a legal viewpoint because of the issue of the constitutionality of the measures taken during the crucial period. Finally, it is examined from a political side because the decision to tackle the economic crisis through the intervention of the IMF was political following the negotiations of the political world with the country’s lenders. Τhe first chapter, provides some basic information about the International Monetary Fund of its establishment, and a brief history from its inception -March 1, 1947- until today. There are refered the purposes of the function and financing operation of both, Fund and its members, that claim financial assistance from the organization. Also, it indicates the Administrative Structure of the organization with the main components that it is constituted and the main loan programs using the Fund to provide loan assistance to its member states. The second chapter shows how Greece was gradually cut off the markets of government bonds and, being in a difficult position, also became unable to borrow at reasonable rates from them, to finance the current budget deficit and refinance its debt. This chapter also refers to the efforts of the Greek side to reverse a negative sentiment in international markets, which have not been successful thus far. An immediate consequence of the abovementioned situation was that Greece sought international assistance from international organizations - the EU and the IMF. This paper also illustrates the way in which a supporting mechanism for Greece was activated and how the financial package was formed. The main tool of the mechanism, set up in 2010, has been the Memorandum. The third chapter presents the Memorandum: its purposes, nature and special status; the reason a tool such as the Memorandum has been chosen, when it clearly was a tool of the International Monetary Fund; the paper also deals with the binding nature of the Memorandum in the Greek legal order and the legal systems of the other parties involved. The paper then examines the period after the application of the Memorandum and its impact to the economy. How Greece was led to a signing of a second Memorandum with the countries of the Eurozone and the International Monetary Fund. The paper finally deals with the economic circumstances that have been shaped thus far from the perspective of the country's exit from the crisis and its return to international markets for funding with non-discriminatory terms. Η παρούσα διπλωματική εργασία επιχειρεί να δώσει μια σφαιρική εικόνα της πολυδιάστατης δράσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την σύστασή του και, κυρίως, την εμπλοκή της Ελλάδας στους τομείς της αρμοδιότητας του Ταμείου ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος που επιλέχτηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να παρουσιαστεί στην εργασία αυτή είναι αρχικά η παγκόσμια εμβέλεια του οργανισμού αυτού. Αποτελεί ένα διεθνή οικονομικό οργανισμό ο οποίος επηρρεάζει, παρακολουθεί και προβαίνει σε ενέργειες για την διασφάλιση της παγκόσμιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε αποτυχημένα. Το 2010 ζητήθηκε η συνδρομή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την ελληνική κυβέρνηση για να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που είχε ξεκινήσει στην Ελλάδα. Το ζήτημα της παρέμβασης του Δ.Ν.Τ. στην ελληνική κρίση χρέους προσεγγίζεται από την οικονομική πλευρά, λόγω της εκταμίευσης χρηματοδοτικού πακέτου βοήθειας του Δ.Ν.Τ. προς την Ελλάδα. Επίσης προσεγγίζεται νομικά διότι προκύπτουν θέματα συνταγματικότητας των μέτρων που πάρθηκαν την κρίσιμη περίοδο. Τέλος, εξετάζεται και η πολιτική πλευρά του ζητήματος, διότι η απόφαση για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης μέσω της παρέμβασης του Δ.Ν.Τ. ήταν πολιτική, ύστερα από διαπραγματεύσεις του πολιτικού κόσμου με τους δανειστές της χώρας. Στο πρώτο κεφάλαιο, παρουσιάζονται ορισμένες βασικές πληροφορίες σχετικά με την ίδρυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και μια σύντομη ιστορική αναδρομή από την ίδρυσή του και την έναρξη της λειτουργίας του την 1η Μαρτίου του 1947 έως σήμερα. Αναφέρονται οι σκοποί της λειτουργίας του και ο τρόπος χρηματοδότησης, τόσο του Ταμείου όσο και των μελών του που αξιώνουν οικονομική βοήθεια από τον οργανισμό. Ακόμη, αναφέρεται η Διοικητική Δομή του οργανισμού με τα κύρια συστατικά μέρη που την αποτελούν και τα κύρια δανειοδοτικά προγράμματα που χρησιμοποιεί το Ταμείο για να προσφέρει δανειακή βοήθεια σε κράτη-μέλη στο εσωτερικό του. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται, πώς η Ελλάδα σταδιακά αποκόπηκε από τις αγορές κρατικών ομολόγων και βρέθηκε σε δυσμενή θέση έχοντας αδυναμία να δανειστεί με λογικά επιτόκια από αυτές για τη χρηματοδότηση του τρέχοντος δημοσιονομικού ελλείμματος και την αναχρηματοδότηση του χρέους της. Επίσης, γίνεται λόγος για τις προσπάθειες της ελληνικής πλευράς να αναστρέψει το αρνητικό κλίμα στις διεθνείς αγορές, οι οποίες δεν είχαν θετικό αποτέλεσμα. Άμεσο επακόλουθο ήταν η Ελλάδα να αναζητήσει βοήθεια στους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους συμμετείχε - την ΕΕ και το Δ.Ν.Τ.. Στο πλαίσιο αυτό, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο ενεργοποιήθηκε ο μηχανισμός στήριξης της Ελλάδας και πώς διαμορφώθηκε το χρηματοδοτικό πακέτο. Το βασικό εργαλείο του μηχανισμού που στήθηκε το 2010 για την Ελλάδα είναι το Μνημόνιο. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται πώς διαμορφώθηκε το Μνημόνιο, ποιοι ήταν οι στόχοι, η φύση του και το ειδικό καθεστώς του. Γιατί επιλέχτηκε ένα εργαλείο, όπως είναι το Μνημόνιο, το οποίο ήταν καθαρά εργαλείο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και τέλος, ποιά είναι η δεσμευτικότητά του στην ελληνική έννομη τάξη, αλλά και στις έννομες τάξεις όλων των εμπλεκομένων μερών. Επίσης, εξετάζεται η περίοδος μετά το Μνημόνιο και οι επιπτώσεις του στην οικονομία της χώρας. Πώς περάσαμε στην υπογραφή του δεύτερου Μνημονίου με τις χώρες της ζώνης του Ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Τέλος, παρουσιάζονται οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί και συνεχίζουν να διαμορφώνονται ακόμα και στην παρούσα στιγμή για την έξοδο της χώρας από την κρίση και την πρόσβασή της στις διεθνείς αγορές για χρηματοδότηση με μη δυσμενείς όρους. 59 23 19 Tourism and transportation. The usage of seaplanes as a means of interconnection of the Greek islands and their impact on the local economy. Τουρισμός και μεταφορές. Η χρήση υδροπλάνων ως μέσο διασύνδεσης των ελληνικών νησιών και η επίδραση τους στην τοπική οικονομία. 60 217 229 Το εκπαιδευτικό παιχνίδι ως μέσο ενίσχυσης της εσωτερικής παρακίνησης στην αρχική επαγγελματική κατάρτιση: μια μελέτη περίπτωσης σε βιωματική μάθηση The data of recent years regarding participation in adult education in Greece classify her in the last positions among other European countries. At the same time, the country is experiencing more than a decade of economic crisis. Initial vocational training is a choice of many young people after the high school, as well as many older professionals that have occupations that experience high unemployment into those difficult times. The country's educational policy over the last years has created a well-educated adult educator body, equipped with tools that can handle the difficult task of adult education. Basic care is to provide adult educators with several of participatory and experiential techniques. The educational game and its application to Lifelong Learning as a training technique is at the moment a new field for research, as well as the combination of educational game and intrinsic motivation of adults is a world-wide innovative research field. The purpose of this research is to indicate that educational game as a tool for intrinsic motivation for adult learners. In addition, an attempt is made to link the value and the efficiency of the educational game to the field of initial vocational training in which the trainee enjoys participating and at the same time equips knowledge, skills necessary behavior to meet occupational requirements in the workplace. Τα δεδομένα των τελευταίων ετών όσον αφορά την συμμετοχή στην εκπαίδευση ενηλίκων στον ελλαδικό χώρο την κατατάσσουν στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα, η χώρα διανύει περισσότερο από μία δεκαετία οικονομικής κρίσης. Η αρχική επαγγελματική κατάρτιση αποτελεί επιλογή πολλών νέων μετά το λύκειο, αλλά και πολλών μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων των οποίων τα επαγγέλματα χωλαίνουν σε αυτούς τους δυσμενείς καιρούς. Η εκπαιδευτική πολιτική της χώρας τα τελευταία χρόνια δημιούργησε ένα καλά καταρτισμένο σώμα εκπαιδευτών ενηλίκων εφοδιασμένο με εργαλεία που μπορούν να ανταπεξέλθουν στο δύσκολο έργο της εκπαίδευσης ενηλίκων. Βασική μέριμνα είναι ο εξοπλισμός των εκπαιδευτών ενηλίκων με μία πληθώρα συμμετοχικών και βιωματικών τεχνικών. Το εκπαιδευτικό παιχνίδι και η εφαρμογή του ως εκπαιδευτική τεχνική στη Δια Βίου Μάθηση αποτελεί προς το παρόν ένα νέο έδαφος για την έρευνα, ενώ ο συνδυασμός του εκπαιδευτικού παιχνιδιού με την εσωτερική παρακίνηση των ενηλίκων αποτελεί παγκοσμίως ένα καινοτόμο ερευνητικό πεδίο. Σκοπός της παρούσης έρευνας είναι να αναδείξει το εκπαιδευτικό παιχνίδι ως μέσω εσωτερικής παρακίνησης των ενηλίκων εκπαιδευομένων. Επίσης, γίνεται προσπάθεια να συνδεθεί η αξία και η αποδοτικότητα του εκπαιδευτικού παιχνιδιού ως εκπαιδευτική τεχνική στο χώρο της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης στο οποίο ο εκπαιδευόμενος απολαμβάνει να συμμετέχει και ταυτόχρονα εφοδιάζεται με γνώσεις δεξιότητες και στάσεις απαραίτητες στην αντιμετώπιση των επαγγελματικών απαιτήσεων στο χώρο εργασίας. 61 237 259 Turnaround strategies to deal with corporate decline: a critical theoretical review and an empirical investigation in the context of Athens Stock Exchange. Στρατηγικές ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της εταιρικής παρακμής: κριτική θεωρητική ανασκόπηση και εμπειρική διερεύνηση στα πλαίσια του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών. This dissertation deals, both from a theoretical and empirical aspect, with corporate turnaround or, more simply, the successful dealing with corporate decline. Given that decline is diachronically present and negatively affects various stakeholders, such as employees and stockholders, the main reason of examining corporate turnaround is to narrow down or, ideally, extinguish the aforementioned negative effects by analyzing strategies helping to terminate the decline and lead companies back to prosperity. The methodology used consists of developing the relevant theoretical background, in the first place, and reporting relevant empirical results found in large sample studies and case studies. The main purpose is to critically examine the issues under consideration and, further, to combine theory and empirical results. The main body of the dissertation is structured in seven chapters. The first three focus, mainly, on explaining the study's motivation, defining turnaround both in Quantitative and qualitative terms, and recording the relevant literature's historical evolution. The next three following chapters deal with turnaround aspects and, in particular, the Context, the Content and the Process, respectively. The last chapter provides both descriptive and explanatory evidence of company turnaround in Greece based on a sample of listed firms in the Athens Stock Exchange during 2000-2009. Concluding remarks and suggestions for further investigation are reported at the end of the text. Η παρούσα διατριβή ασχολείται, σε θεωρητικό και εμπειρικό επίπεδο, με το φαινόμενο της εταιρικής ανάκαμψης ή. πιο απλά, με την επιτυχή αντιμετώπιση της εταιρικής παρακμής. Δεδομένου ότι η παρακμή συνιστά φαινόμενο με διαχρονική παρουσία και συνεπάγεται αρνητικές συνέπειες νια διάφορες ομάδες ενδιαφέροντος, όπως οι εργαζόμενοι και οι μέτοχοι των εταιριών, η δικαιολογητική βάση της διατριβής συνίσταται στον περιορισμό ή. ιδανικά, την εξάλειψη των εν λόγω συνεπειών μέσω της εξέτασης των στρατηγικών που συμβάλλουν στη λήξη της παρακμής και την επιστροφή των εταιριών σε καθεστώς ευημερίας. Η μεθοδολογία ανάλυσης που υιοθετείται διέπεται, αρχικά, από την ανάπτυξη του σχετικού θεωρητικού υπόβαθρου και, ακολούθως, την καταγραφή εμπειρικών ευρημάτων που προκύπτουν είτε από έρευνες μεγάλου δείγματος είτε από μελέτες περιπτώσεων και επιδιώκει την κριτική διερεύνηση των υπό εξέταση Ζητημάτων με απώτερο στόχο τη διατύπωση συμπερασμάτων και προτάσεων κατόπιν συγκερασμού θεωρίας και πράξης. Το κείμενο της διατριβής διαρθρώνεται σε επτά κεφάλαια. Τα τρία πρώτα αφορούν, κυρίως, στην αιτιολόγηση της ενασχόλησης με το θέμα, τον ορισμό της ανάκαμψης σε ποιοτικό και ποσοτικό επίπεδο και την ιστορική αναδρομή στη σχετική βιβλιογραφία. Στα ακόλουθα τρία κεφάλαια εξετάζονται, αντίστοιχα, οι πτυχές της ανάκαμψης και, πιο συγκεκριμένα, το Πλαίσιο, το Περιεχόμενο και η Διαδικασία. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής επιδιώκεται η περιγραφή και ερμηνεία της παρακμής και ανάκαμψης στην Ελλάδα βάσει ενός δείγματος εισηγμένων εταιριών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά την περίοδο 1995-2009. Η διατριβή ολοκληρώνεται με τη διατύπωση των τελικών συμπερασμάτων και των προτάσεων μελλοντικής διερεύνησης του ζητήματος. 62 494 525 International Agreements on the protection of the environment and their incorporation in the European Union Διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και η ενσωμάτωση τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση The object of the thesis is the International Agreements on the protection of the Environment, as they have evolved over time, and the degree of their assimilation into the European Union's internal law. The issue is directly linked to the characteristics of the International Law on one hand, and the specific nature of the European Union on the other, as well as the latter's willingness to grant part of its autonomy. By comparing the evolutionary course of the International versus the European Environmental Law, thus attempting to highlight the particularities of the two distinct legal systems, the thesis points out the impressive development of International Law over time, due to the global environmental issue, and the fact that it can now enter into compact legal systems, such as the European Union’s. The thesis addresses the reluctance of the European Union to substantially incorporate the International Agreements on the Environment, concluded and ratified by itself. Full and unconditional incorporation of the International Agreements subsequently means their integration as part and as a guiding principle of the lawfulness of domestic law. On the contrary though, despite the requirements of Article 216 (2) TFEU, their substantive incorporation lapses. The European Union, in spite of its notable and often pioneering environmental policy, based on the case-law of its Court, transforms the theory of direct effect and uses it as a tool to preserve the autonomy of the domestic legal order toward international conventional law. The thesis clearly highlights the above pathogenesis, pointing out the most recent developments in the field of International Law, analyzing furthermore two fundamental international conventions as the quintessence of environmental protection and its future. The recent and innovative Paris Agreement of 2015 on one hand, changes the whole idea of international relations, even though it exclusively regulates climate change. This international agreement attributes the maturity of the international community and aims at widespread consensus and mutual assistance between states, in contradiction to penalization of environmental delinquencies. Above all, it replaces the imposition of an inelastic goal or a specific result by subdividing it into successive and procedural individual obligations, with an ultimate goal of preventing the environmental damage. Furthermore, unlike the rest of the literature, it is argued that a substantive Right to the Environment has evolved based on the Aarhus Convention along with the three Procedural Rights to support it. Along with it, comes a non-exclusively human-centered definition of a Right to the Environment based on the Aarhus Convention. Last, the importance of the compliance mechanisms of the new-generation international agreements, through which the contracting parties -including the European Union per se- are called for compliance, is stated. In conclusion, doubts are expressed as to whether the European Union is fully open and receptive to the new international challenges, it is argued though that its compliance is inevitable to the direction of interaction and assimilation of International Law. Η διδακτορική διατριβή έχει ως αντικείμενο τις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος, όπως αυτές έχουν μετεξελιχθεί στην πορεία του χρόνου, και τον βαθμό αφομοίωσής τους στο εσωτερικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το ζήτημα συναρτάται άμεσα με τα χαρακτηριστικά του διεθνούς δικαίου, καθώς και με την ιδιαίτερη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και την προθυμία της τελευταίας να παραχωρήσει μέρος της αυτονομίας της. Η διατριβή αντιπαραβάλλει δυο βασικές θεματικές, την εξελικτική πορεία του διεθνούς και του ευρωπαϊκού δικαίου περιβάλλοντος, επιχειρώντας έτσι να αναδείξει και τις ιδιαιτερότητες των δυο διακριτών καταρχάς εννόμων τάξεων, καταγράφοντας τελικά την εντυπωσιακή εξέλιξη του διεθνούς δικαίου στην πορεία του χρόνου, με όχημα το περιβαλλοντικό ζήτημα, και το γεγονός ότι πλέον μπορεί να υπεισέρχεται σε συμπαγείς έννομες τάξεις όπως αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη διστακτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ενσωματώσει, όχι τύποις αλλά κατ’ ουσίαν, τις διεθνείς συμβάσεις για το περιβάλλον, τις οποίες υπογράφει και επικυρώνει. Ουσιαστική ενσωμάτωση σημαίνει ότι οι διεθνείς συμφωνίες, ως αναπόσπαστο τμήμα του εσωτερικού δικαίου με υπερνομοθετική ισχύ, οφείλουν να αποτελούν και το γνώμονα της νομιμότητας του παραγώγου δικαίου. Αντίθετα όμως, παρά τις επιταγές του άρθρου 216, παρ. 2 της ΣΛΕΕ, η κατ’ ουσίαν ενσωμάτωσή τους χωλαίνει. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρά την αξιοσημείωτη, και πολλές φορές πρωτοπόρο, περιβαλλοντική πολιτική της, έχει μεταστρέψει, με όχημα τη νομολογία του Δικαστηρίου της, τη θεωρία του αμέσου αποτελέσματος από εύρημα άμεσης εφαρμογής του εσωτερικού της δικαίου, σε εργαλείο διατήρησης της αυτονομίας της εσωτερικής έννομης τάξης της σε ότι αφορά στις διεθνείς συμβάσεις. Η διατριβή αναδεικνύει εναργώς τις παραπάνω παθογένειες, σε αντιπαραβολή και με τις τελευταίες ουσιώδεις εξελίξεις στο χώρου του διεθνούς δικαίου που συμπυκνώνονται στις δυο θεμελιώδεις διεθνείς συμβάσεις, προβαλλόμενες ως πεμπτουσία της περιβαλλοντικής προστασίας και του μέλλοντος αυτής. Αφενός, η όλως πρόσφατη και καινοτόμος Συμφωνία των Παρισίων του 2015, που αλλάζει τα δεδομένα στη νοοτροπία των διεθνών σχέσεων παρότι το αντικείμενό της εντοπίζεται αποκλειστικά στον τομέα της κλιματικής αλλαγής. Η εν λόγω διεθνής συμφωνία αποδίδει την ωριμότητα της διεθνούς κοινότητας και μεταβαίνει από την έως τώρα κρατούσα ποινικοποίηση της διεθνούς παραβατικότητας στην επιδίωξη ευρύτατων συναινέσεων και αλληλοβοήθειας μεταξύ των κρατών. Κυρίως όμως αντικαθιστά την επιβολή του ανελαστικού στόχου επίτευξης ενός συγκεκριμένου αποτελέσματος με την κατάτμηση αυτού σε επιμέρους διαδικαστικού περιεχομένου υποχρεώσεις, με τελικό στόχο τον κατά το δυνατό περιορισμό της παραβατικότητας στο στάδιο της πρόληψης της περιβαλλοντικής βλάβης. Αφετέρου, εξαίρεται η Σύμβαση του Ώρχους και υποστηρίζεται, σε αντίθεση με το σύνολο της βιβλιογραφίας, ότι από αυτήν έχει προκύψει ένα ουσιαστικό δικαίωμα στο περιβάλλον και τρία διαδικαστικά δικαιώματα προς υποστήριξή του. Δίνεται ένας ορισμός του δικαιώματος στο περιβάλλον βασιζόμενος στη Σύμβαση του Ώρχους, και υποστηρίζεται ότι με αυτήν απεξαρτάται η προστασία του από τον άνθρωπο και μόνο. Τέλος, εξαίρονται οι μηχανισμοί συμμόρφωσης των νέας γενιάς διεθνών περιβαλλοντικών συμβάσεων, μέσω των οποίων εγκαλούνται προς συμμόρφωση τα συμβαλλόμενα μέρη μεταξύ των οποίων και η Ευρωπαϊκή Ένωση per se. Εν κατακλείδι, διατυπώνονται αμφιβολίες για το κατά πόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πλήρως ανοιχτή και ευεπίφορη στα νέα διεθνή δεδομένα, υποστηρίζεται όμως ότι η συμμόρφωσή της είναι μονόδρομος όσο και αν επιδιώκει την στεγανότητα του δικαίου της. 63 203 233 Η εκπαιδευτική ηγεσία απέναντι στο φαινόμενο της ομοφοβίας. Μια φαινομενολογική διερεύνηση στάσεων και απόψεων διευθυντών σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Δυτικής Θεσσαλονίκης This paper explores the ways of how educational leadership understand and respond to homophobia. Utilizing the Interpretive Phenomenological Analysis, four leaders- principals of secondary schools in Western Thessaloniki were asked to interpret the phenomenon, and the way in which it is transformed into homophobic school bullying. At a time when the demand for social justice and educational inclusion as well as the need for ethical educational leadership is now more relevant than ever, students who are or presumed homosexuals seem to be excluded from this process, as if they are silenced and unable to perform freely their sexual identity. According to the participants, the social dimensions of the phenomenon translate into in-school homophobic climate. Participants, through their lived experiences, recognize it and, realizing the ethical dimension of their role, seem willing to respond positively to the call for help and to protect students of sexual community from incidents of violence, isolation and marginalization and to cultivate in all students the value of respect and receptivity to issues of diversity. However, the lack of a clear institutional framework, educational activities on sexual orientation issues and specific references to sexual expression in school textbooks make the demand for an inclusive, socially just school clearly unsatisfied. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να τοποθετήσει την εκπαιδευτική ηγεσία απέναντι στο φαι-νόμενο της ομοφοβίας. Αξιοποιώντας την Ερμηνευτική Φαινομενολογική Ανάλυση ζητή-θηκε από τέσσερις ηγέτες διευθυντές σχολικών μονάδων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στη Δυτική Θεσσαλονίκη η ερμηνεία του φαινομένου, και αναζητήθηκε ο τρόπος με τον οποίο αυτό μετουσιώνεται σε ομοφοβικό σχολικό εκφοβισμό. Σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης και της εκπαιδευτικής συμπερίληψης και η ανάγκη μιας ηθικής εκπαιδευτικής ηγεσίας είναι τώρα πιο επίκαιρα από ποτέ, οι μαθητές που είναι ή θεωρούνται ομοφυλόφιλοι φαίνεται ότι εξαιρούνται από αυτήν τη διαδικασία, εφόσον αποσιωπούνται αδυνατώντας να επιτελέσουν ελεύθερα την σεξουαλική τους ταυ-τότητα. Σύμφωνα με τις απόψεις των συμμετεχόντων, οι κοινωνικές διαστάσεις του φαινο-μένου μεταφράζονται σε ενδοσχολικό ομοφοβικό κλίμα. Οι συμμετέχοντες, διαμέσου των βιωμένων εμπειριών τους, το αναγνωρίζουν και, αντιλαμβανόμενοι την ηθική διάσταση του ρόλου τους, φαίνονται πρόθυμοι να ανταποκριθούν θετικά στην έκκληση για βοήθεια και να προστατέψουν τους μαθητές μέλη της σεξουαλικής κοινότητας από περιστατικά βίας, απομόνωσης και περιθωριοποίησης αφενός, και αφετέρου να καλλιεργήσουν στο σύνολο των μαθητών την αξία του σεβασμού και την δεκτικότητα σε θέματα διαφορετικότητας. Ωστόσο, η απουσία σαφούς θεσμικού πλαισίου, η έλλειψη επιμορφωτικών δράσεων σχετικά με ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και η απουσία αναφορών σε θέματα σεξουαλικής έκφρασης στα σχολικά εγχειρίδια καθιστούν το ζητούμενο ενός συμπεριληπτικού, κοινωνικά δίκαιου σχολείου ανικανοποίητο. 64 163 169 Development of multimedia system for e-learning used semantic web technologies. Ανάπτυξη πολυμεσικού συστήματος για ηλεκτρονική εκπαίδευση με τεχνολογίες σημασιολογικού ιστού. The broader interest of the thesis on the modeling and ontology development and integration with e-learning environments and management and promotion of cultural material. The object of the research of this thesis focused on developing a new prototype ontology construction methodology which addresses data management processes ontological engineering as quality control cost and risk. The creation of ontologies for the most important components of an electronic education. Developing an electronic information system for education based on Semantic Web technologies (semantic web) and ontologies This will allow workers, trainees an organization / company to be trained in accordance with the needs of this the next place, to identify suitable candidates for a project, and train when there is a lack of competence and skills of the workers also developed a portal management culture. Shows all the processes of development and demonstrates the integration of Semantic Web technologies and ontologies in management of cultural heritage. Το ευρύτερο πεδίο ενδιαφέροντος τής διατριβής αφορά την μοντελοποίηση και την ανάπτυξη οντολογιών και με την ολοκλήρωση τους με περιβάλλοντα ηλεκτρονικής μάθησης και διαχείρισης και προώθησης πολιτιστικού υλικού. Το αντικείμενο και η ερευνάς τής διατριβής επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη μίας νέας πρωτότυπης μεθοδολογίας κατασκευές οντολογιών η οποία εξετάζει στοιχεία των διαχειριστικών διαδικασιών της οντολογικής μηχανικής όπως έλεγχο ποιότητας ανάλυση κόστους και ρίσκου. Την δημιουργία οντολογιών για τα σπουδαιότερα μέρη ενός συστήματος ηλεκτρονικής εκπαίδευσης. Την ανάπτυξη ενός πληροφοριακού συστήματος ηλεκτρονικής εκπαίδευσης με βάσει τις τεχνολογίες του σημασιολογικού ιστού (semantic web) και των οντολογιών Αυτό θα επιτρέψει στους εργαζομένους-εκπαιδευόμενους ενός οργανισμού/επιχείρησης να εκπαιδευθούν σύμφωνα με τις ανάγκες τής παρούσας η επόμενης θέση τους, να εντοπίζει τούς καταλλήλους υποψηφίους για ένα έργο. και να εκπαιδεύει όταν διαπιστώνεται έλλειψη επάρκειας και ικανοτήτων από τους εργαζόμενους Επίσης αναπτύχθηκε μία πύλη διαχείρισης πολιτιστικού υλικού. Παρουσιάζονται όλες οι διαδικασίες ανάπτυξης και δεικνύει την ενσωμάτωση των τεχνολογιών του σημασιολογικού ιστού και των οντολογιών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. 65 290 425 Study of tax policy with data analysis methods. Διαχρονική μελέτη φορολογικής πολιτικής με μεθόδους ανάλυσης δεδομένων. The study of a country’s tax policy structure reveals economic, political and social aspects of the examined society, thus representing a considerable research challenge. Taking into consideration the idea that politics represent two aspects, the based on ideological phraseology theoretical and the deriving from the implementation of the former pragmatic, we try to unfold the pragmatic aspect of the tax policy by analyzing the income tax code (ITC) and using Data Analysis methods. Focusing on the contextual changes of the ITC from 1994 to 2009, our research attempts to explore patterns, by means of groups of year periods (objects) with their most prevalent characteristics, thus proposing new research directions and emphasizing meaningful concerns. By ascribing the ITC’s contextual changes on variables, we produce, with the use of Data Analysis methods, groups of year periods based on prevailing characteristics, thus revealing a range of policies (increasing public revenues, periods of intense tax reforms, conservative policies etc.), a fact that not only illustrates our understanding of the tax policy but also reveals the multidimensional aspects of the ITC and suggests directions of further research. In Chapter 1 we present our research focus, whereas in Chapter 2 we describe the procedure of gathering and setting the dataset, the way the variables are derived and collected, the confronted difficulties and the restrictions and limitations of the results to infer general conclusions. Moreover, we describe the transformation of our initial dataset and last, we present an introduction to basic concepts of Data Analysis methods, the Hierarchical Cluster Analysis and the Correspondence Analysis. In Chapter 3 the results and their interpretation are presented and finally, in Chapter 4 we summarize our results and propose directions of further research. Η μελέτη της φορολογίας ενός κράτους παρουσιάζει ιδιαίτερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό ενδιαφέρον από την άποψη ότι η φορολογία αποτελεί θεωρητικά ένα εργαλείο αναδιανομής του παραγόμενου εισοδήματος. Υιοθετώντας την άποψη ότι μία πολιτική παρουσιάζει δύο διαστάσεις, τη βασιζόμενη σε ιδεολογικές διατυπώσεις θεωρητική και την οριζόμενη από την εφαρμογή των ιδεολογικών διατυπώσεων πρακτική, η παρούσα εργασία αποτελεί μία προσπάθεια ανάδειξης της πρακτικής διάστασης της φορολογικής πολιτικής στο πλαίσιο της φορολογικής νομοθεσίας μέσα από τη μελέτη του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ) με μεθόδους της Ανάλυσης Δεδομένων. Λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις εντός του κώδικα, καθώς και τη διαχρονική αλλαγή αυτών από το έτος 1994 έως το έτος 2009, θέτουμε ως κύριο σκοπό της έρευνας την προσπάθεια ποιοτικής ανάλυσης του περιεχομένου του ΚΦΕ με στόχο την διερεύνηση της ομαδοποίησης των δεδομένων (χρονικών περιόδων) και την ανάδειξη εντός αυτών κυρίαρχων γνωρισμάτων και κατά συνέπεια την εξόρυξη χρήσιμης πληροφορίας, ικανής είτε να προτείνει νέες κατευθύνσεις έρευνας είτε να αναδείξει εύστοχους προβληματισμούς. Εστιάζοντας μόνο πάνω στον ΚΦΕ και καταγράφοντας τις διαχρονικές αλλαγές του, αναδεικνύουμε χρονικές περιόδους με κοινές φορολογικές πολιτικές, ικανές να χαρακτηρίσουν χρονικές περιόδους με βάση κυρίαρχα γνωρίσματα στο πλαίσιο των φορολογικών διατάξεων. Με τη βοήθεια μεθόδων της Ανάλυσης Δεδομένων αναδείχθηκε μέσα από την νομοθεσία του ΚΦΕ ένα εύρος φορολογικών πολιτικών (πολιτική αύξησης δημοσίων εσόδων, χρονικές περίοδοι έντονης φορολογικής δραστηριότητας, πολιτική συντήρησης των υπαρχουσών μέτρων κ.λπ.), γεγονός το οποίο αφενός συμπράττει στην κατανόηση της φορολογικής πολιτικής, όπως αυτή διατυπώνεται εντός του ΚΦΕ, αναδεικνύοντας τις πολυδιάστατες πτυχές του φαινομένου κι αφετέρου θέτει προτάσεις μελλοντικής έρευνας στο συγκεκριμένο πεδίο. Το πρώτο Κεφάλαιο αποτελεί την εισαγωγή του εγχειρήματος, όπου αναπτύσσεται ο σκοπός και η πρωτοτυπία της παρούσας διατριβής. Στο ίδιο κεφάλαιο επιχειρείται μία σύντομη εισαγωγή σε βασικές έννοιες της φορολογικής πολιτικής και τέλος παρατίθεται η βιβλιογραφική ανασκόπηση των μεθόδων της Ανάλυσης Δεδομένων και συγκεκριμένα της Ανιούσας Ιεραρχικής Ταξινόμησης και της Παραγοντικής Ανάλυσης των Αντιστοιχιών. Στο δεύτερο Κεφάλαιο περιγράφονται η διαδικασία καταγραφής των μεταβλητών, οι δυσκολίες αυτής της προσπάθειας, οι περιορισμοί της παρούσας έρευνας, η κωδικοποίηση των μεταβλητών και τέλος, παρατίθεται ο τρόπος δημιουργίας των προς ανάλυση πινάκων, επιχειρώντας παράλληλα μία σύντομη εισαγωγή σε βασικές έννοιες των μεθόδων Ανάλυσης Δεδομένων. Στη συνέχεια, στο τρίτο Κεφάλαιο παρουσιάζεται η ανάλυση και η ερμηνεία των αποτελεσμάτων των εν λόγω μεθόδων. Και στις δύο περιπτώσεις κρίνεται σημαντική η χρήση και η κατανόηση της ιδιαίτερης ορολογίας μέσα στα πλαίσια της Ανάλυσης Δεδομένων, ορολογία η οποία καταλαμβάνει την εισαγωγή του τρίτου Κεφαλαίου. Η πορεία της έρευνας καταλήγει στο τέταρτο Κεφάλαιο, όπου παρουσιάζονται τα συμπεράσματα της έρευνάς μας, καθώς και οι προτάσεις μελλοντικής έρευνας. 66 450 436 Monumental reserves in Albania today: ecclesiastical architecture-art in the wider region of Gjirokastër Το μνημειακό απόθεμα στην Αλβανία σήμερα: εκκλησιαστική αρχιτεκτονική-τέχνη στην ευρύτερη περιοχή Αργυροκάστρου The aim of the present study is to contribute to the following: a) filling the void which exists regarding systematic research in the area of Gjirokastër as far as issues of art and architecture of ecclesiastical monuments are concerned b) promoting the work of the Church in Albania concerning the conservation and preservation of its spiritual wealth which is an indispensable part of the universal inheritance of Christianity c) projecting the post byzantine art and architecture in Albania today d) studying and making known the collapsing Holy Monastery of Zonarion, contributing in this way to its preservation at least on an academic level; nobody knows whether the Church will manage to reconstruct it. The study consists of two parts. The first part starts with a brief retrospection and survey on the broader area of all of Epirus from early Christian years up to our days for the better understanding of the ecclesiastical situation in Albania. Following, stress is put on the development and flourishing of monasticism during the post byzantine period as well as on the factors which contributed to this flourishing. Moreover, the basic elements of the post byzantine painting and architecture, which marked the art of the area after the Fall of Constantinople, are set out. In the second part the research focuses on the historic and geographic frame of the area and on the study of four monastery churches (Holy Monastery of Profet Elijah in Georgoutsati, Holy Monastery of Dormition in Kakomia, Holy Monastery of Holy Trinity in Pepeli and Holy Monastery of the Birth of the Theotokos in Zonaria) and of two parish churches (both dedicated to the Dormition of Theotokos in Zervati and Vrachogorantzi) of the Metropolis of Gjirokastër. Their architectural structure and decoration are presented, ranging from Ottoman dominion until 19th century when post byzantine art tries to function within a new framework, far from its first dynamics. In the last part the conclusions of the research are presented. Studying the architectural activity during the Ottoman dominion we realize the remarkable and important contribution of craftsmen in Epirus regarding the preservation of old styles with many variations from the most simple to the most intricate. To show this better a great number of monuments from the area under research is analysed. Correspondingly, the examination and evaluation of the painted decoration of the ecclesiastical monuments showed, on the one hand, the richness of the iconographical program that the painters followed. On the other hand they show their technical skill, the use of anthivola as well as the influences by the painting of the West due to the neighboring of Epirus with Italy. Η παρούσα μελέτη σκοπεύει να συμβάλει α) στην κάλυψη του κενού στην συστηματική έρευνα που υπάρχει για την περιοχή Αργυροκάστρου, σε θέματα τέχνης και αρχιτεκτονικής, σε εκκλησιαστικά μνημεία, β) στην ανάδειξη του έργου της Εκκλησίας της Αλβανίας στη συντήρηση και διάσωση του πνευματικού πλούτου της, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παγκόσμιας κληρονομιάς του Χριστιανισμού, γ) στην ανάδειξη της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και τέχνης στην Αλβανία σήμερα, και δ) στη μελέτη και προβολή της καταρρέουσας Ιεράς Μονής Ζωναρίων που είναι άγνωστο αν προλάβει η αναστηλωτική μέριμνα της Εκκλησίας να τη σώσει, συμβάλλοντας με αυτό τον τρόπο στην επιστημονική της τουλάχιστον διάσωση. H εργασία περιλαμβάνει δύο μέρη. Για την καλύτερη κατανόηση της εκκλησιαστικής κατάστασης στην Αλβανία, η εργασία ξεκινά με μια μικρή ιστορική αναδρομή και ανασκόπηση στην ευρύτερη περιοχή της ενιαίας Ηπείρου, από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ως και σήμερα. Στην επόμενη ενότητα δίνεται έμφαση στην ανάπτυξη και άνθηση του μοναχισμού κατά την μεταβυζαντινή περίοδο, και τους παράγοντες που συνέβαλαν στην πρόοδο αυτή. Στη συνέχεια αναπτύσσονται τα γενικά στοιχεία της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής τέχνης που σφράγισαν την τέχνη στην περιοχή μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Στο δεύτερο μέρος της η έρευνα επικεντρώνεται αρχικά στο ιστορικογεωγραφικό πλαίσιο της υπό εξέταση περιοχής και στην μελέτη τεσσάρων καθολικών μοναστηριών και δύο ναών, της σημερινής Μητρόπολης Αργυροκάστρου. Αναλυτικότερα, μελετώνται οι μονές: του Προφήτη Ηλία στο Γεωργουτσάτι, της Κοίμησης της Θεοτόκου στην Κακομιά, της Αγίας Τριάδας στην Πέπελη, της Γεννήσεως της Θεοτόκου στα Ζωνάρια και οι ναοί της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Ζερβάτι και στη Βραχογκοραντζή. Ειδικότερα, παρουσιάζεται η αρχιτεκτονική σύνθεση και διακόσμηση των μνημείων, ανά αιώνα, στην Οθωμανική εποχή, μέχρι και τον 19ο αιώνα, όπου πλέον η μεταβυζαντινή τέχνη απογομωνομένη από τη δυναμική της προσπαθεί να εκφραστεί μέσα από νέους όρους. Στην τελευταία ενότητα αναφέρονται τα συμπερασματικά στοιχεία της έρευνας, με σκοπό τον πλουτισμό και την προσέγγιση της ηπειρωτικής τέχνης, όπως αυτή σκιαγραφήθηκε συναρτήσει των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν την περίοδο που μελετούμε. Από τη μελέτη της αρχιτεκτονικής δραστηριότητας κατά την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας συνάγουμε το συμπέρασμα της αξιόλογης και σημαντικής συμβολής των Ηπειρωτών μαστόρων στη συνέχιση της επιβίωσης των προγενέστερων ρυθμών με διάφορες παραλλαγές, είτε απλούστερες είτε συνθετότερες, αναδεικνύοντας μεγάλο αριθμό μνημείων στην υπό εξέταση περιοχή. Αντίστοιχα, η εξέταση και η αποτίμηση του ζωγραφικού διακόσμου των εκκλησιαστικών μνημείων, καταυγάζει από τη μια μεριά τον πλουτισμό του εικονογραφικού προγράμματος που ακολούθησαν οι ζωγράφοι, και από την άλλη πλευρά την ανάλογη τεχνική κατάρτιση, τη χρήση των ανθιβόλων της εποχής τους αλλά και τις επιρροές και επιδράσεις από τη ζωγραφική παλέτα της δύσης, λόγω της γειτνίασης της Ηπείρου με την Ιταλία. 67 328 325 Διερεύνηση της ικανοποίησης των πολιτών από τις παρεχόμενες υπηρεσίες του δήμου Θέρμης 1. OBJECTIVE: Τhe main objective of the thesis is to research the degree of satisfaction of citizens (Primary Section Thermis and housing Triadiou): a) on the Quality of Life and of the Municipal Authorities and b) of the services provided by the municipality of Thermi (Cleaning Services-Lighting, Environment-Green, Water Supply and Sewerage Works & Infrastructure (Technical-Urbanism), Administrative and Financial Service, Parking, Social-Cultural Structures of the Municipality. Then we research the relationship of citizens ' satisfaction with the quality of life in Thermi-Triadic and from existing Municipal Authority, with demographics: gender, age, educational level, economic status, residence and years installation. Our ultimate aim is to research the proposals of citizens Thermis-Triadiou and to identify specific problems encountered, in order to improve the quality of services and the quality of life in the Municipality of Thermi. 2. METHODOLOGICAL APPROACH: The method used was the questionnaire distributed by the investigator himself in a random sample of 140 citizens (citizens and residents of Thermi and Triadic) of which 115 responded, the 25 did not return the questionnaire for their own reasons. Out of the 115 questionnaire responses collected, the data was uploaded to the Google Form, followed by SPSS processing and we have the following results. 3. FINDINGS: The findings are overall positive for the services of the municipality of Thermi except some specific answers that there are unhappy citizens, as the few parks and environmental green areas for children, stray dog, pavement construction and replacing bulbs with modern led for more lighting on streets and sidewalks. 4. IMPACT: Τhe impact is the improvement of services provided to citizens and improving the Quality of Life of Citizens in the Μmunicipality of Thermi. 5. CONTRIBUTION to SOCIETY (RESEARCH TOWER): In relation to previous research on the extent of satisfaction of the citizens in the Municipality of Thermi, was considered important to carry out research into specific sample of citizens on the basis of residence that is only to inhabitants of Thermi and Triadiou. 1.ΣΚΟΠΟΣ: Η βασική επιδίωξη της διπλωματικής εργασίας είναι η διερεύνηση του βαθμού ικανοποίησης των πολιτών (Θέρμης και του οικισμού Τριαδίου): α)από την ποιότητα ζωής και από τη Δημοτική Αρχή και β) από τις παρεχόμενες υπηρεσίες του Δήμου Θέρμης (Καθαριότητας-Φωτισμού, Περιβάλλοντος-Πρασίνου, Ύδρευσης-Αποχέτευσης, Έργων & Υποδομών (Τεχνική-Πολεοδομία), Διοικητική και Οικονομική Υπηρεσία, Πάρκινγκ, Κοινωνικές-Πολιτιστικές Δομές του Δήμου. Στη συνέχεια διερευνούμε τη συσχέτιση του βαθμού ικανοποίησης των πολιτών από την ποιότητα ζωής στη Θέρμη - Τριάδι και από την υπάρχουσα Δημοτική Αρχή, με τα δημογραφικά στοιχεία: φύλο, ηλικία, επίπεδο εκπαίδευσης, οικονομική κατάσταση, Δημοτικό Διαμέρισμα κατοικίας και έτη εγκατάστασης. Τελικός μας σκοπός είναι να διερευνηθούν οι προτάσεις των πολιτών Θέρμης-Τριαδίου και να επισημανθούν συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών και η ποιότητα ζωής στο Δήμο Θέρμης. 2.ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ: Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε είναι το ερωτηματολόγιο που διανεμήθηκε από τον ίδιο τον ερευνητή σε ένα μη τυχαίο δείγμα 140 πολιτών (δημοτών και κατοίκων Θέρμης και Τριαδίου) από τους οποίους οι 115 απάντησαν, οι 25 δεν έδωσαν πίσω το ερωτηματολόγιο για τους δικούς τους λόγους. Από τα 115 απαντημένα ερωτηματολόγια που συλλέχθηκαν, καταχωρήθηκαν τα δεδομένα στο Google Form και ακολούθησε η επεξεργασία με το πρόγραμμα SPSS και έχουμε τα παρακάτω αποτελέσματα. 3.ΕΥΡΗΜΑΤΑ: Τα ευρήματα είναι συνολικά θετικά για τις υπηρεσίες του Δήμου Θέρμης εκτός από κάποιες συγκεκριμένες απαντήσεις που υπάρχουν δυσαρεστημένοι πολίτες, όπως τα λιγοστά πάρκα και περιβαλλοντικοί χώροι πρασίνου για τα παιδιά, τα αδέσποτα σκυλιά, η κατασκευή πεζοδρομίων και αντικατάσταση των λαμπτήρων με σύγχρονους led για περισσότερο φωτισμό στους δρόμους και τα πεζοδρόμια. 4.ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ: Οι επιπτώσεις είναι η βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στους πολίτες και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών στο Δήμο Θέρμης. 5.ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (ΠΡΩΤΟΤΥΠΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ): Σε σχέση με προηγούμενη έρευνα για το βαθμό ικανοποίησης των πολιτών στο Δήμο Θέρμης, θεωρήθηκε σημαντικό να πραγματοποιηθεί έρευνα σε συγκεκριμένο δείγμα πολιτών βάσει της κατοικίας, δηλαδή μόνο στους κατοίκους Θέρμης και Τριαδίου. 68 182 180 Kernel estimation of the conditional quantiles and mode for time series Εκτίμηση πυρήνων των δεσμευμένων ποσοστημορίων και επικρατούσας τιμής χρονικών σειρών The subject of this thesis is the non parametric prediction of time series. Therefore, we study the relationship between accurrent and past observations, where the conditional density function plays an important role. We study two aspects of the conditional probability density function, the mode and the quantiles. Firstly, for the mode, we start our study for independent and identically distributed random variables, and we extend it for the more complicated case of time series. For this case, we state some sufficient conditions under which the joint kernel estimator of the conditional mode taken jointly at a finite number of distinct points is asymptotically normally distributed. Then we generalize it for the case of a-mixing process, by considering additional conditions on the mixing process to obtain the same result. Secondly, we propose a new estimator for a multivariate conditional quantile based on the reweighted Nadaraya-Watson estimator for the conditional cumulative distribution function. We prove that the multivariate reweighted Nadaraya-Watson estimator converges m.p.1 to the population quantile, and uniformly over a compact set. Το θέμα αυτής της διατριβής είναι η μη-παραμετρική πρόβλεψη χρονικών σειρών. Επομένως, μελετούμε τη σχέση ανάμεσα στην παρούσα και τις προηγούμενες παρατηρήσεις, όπου η συνάρτηση δεσμευμένης πυκνότητας πιθανότητας παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Μελετούμε δύο πτυχές της συνάρτησης δεσμευμένης πυκνότητας πιθανότητας, την επικρατούσα τιμή και τα ποσοστημόρια. Αρχικά, για την δεσμευμένη επικρατούσα τιμή, αρχίζουμε τη μελέτη μας για ανεξάρτητες ταυτοτικά κατανεμημένες τυχαίες μεταβλητές και την επεκτείνουμε στην πιο περίπλοκη περίπτωση των χρονικών σειρών. Για αυτήν την περίπτωση, διατυπώνουμε μερικές επαρκείς συνθήκες, κάτω από τις οποίες ο εκτιμητής πυρήνων της δεσμευμένης επικρατούσας τιμής, που λαμβάνεται από κοινού σε έναν πεπερασμένο αριθμό διακριτών σημείων, είναι ασυμπτωτικά κανονικά κατανεμημένος. Κατόπιν, το γενικεύουμε για την περίπτωση μιας α-μιγνύουσας χρονολογικής σειράς για να λάβουμε την αντίστοιχη ασυμπτωτική συμπεριφορά όπως στην περίπτωση της ανεξαρτησίας. Δεύτερον, προτείνουμε έναν νέο εκτιμητή για ένα πολυμεταβλητό δεσμευμένο ποσοστημόριο, βασισμένο στον επανασταθμισμένο εκτιμητή των Nadaraya-Watson της συνάρτησης δεσμευμένης αθροιστικής κατανομής. Δείχνουμε ότι ο πολυμεταβλητός επανασταθμισμένος εκτιμητής των Nadaraya-Watson συγκλίνει με πιθανότητα ένα στο ποσοστημόριο του πληθυσμού και ομοιόμορφα σ' ένα συμπαγές σύνολο. 69 277 326 The impact of emotional intelligence in occupational and psychological parameters of Greek clinical nurses. Η επίδραση της συναισθηματικής νοημοσύνης σε εργασιακές και ψυχολογικές παραμέτρους Ελλήνων κλινικών νοσηλευτών. The purpose of the present study was to evaluate the impact of emotional (EI) in professional stress, mental health, job satisfaction, retention and performance of Greek clinical nurses. An additional purpose was to examine the direct or indirect dependencies between the above variables as well as impact of demographic and occupational factors. The sample of the study comprised 275 clinical nurses, that worked in general hospitals in different cities of the country. Participants completed questionnaires regarding: the perceived EI (WLEIS), the actual EI (MSCEIT), the professional stress (NSS), the mental health (GHQ-12), the job satisfaction (Brayfield & Rothe, 1951), the retention (NRI) and the performance. The results revealed a moderate relationship between perceived and actual EI, whereas only the perceived EI had a positive impact in nurses job satisfaction which plays a mediating role and has a positive impact in nurses retention and performance. On the other hand, stress has an immediate negative impact in mental health, while mental health problems cause a negative effect in job satisfaction, retention and performance. Women and nurses with technological education seemed to experience more stress and mental health problems. Also nurses from higher education seemed to have more EI than those with technological and secondary education. In the end, nurses working in heavier departments have less retention. Generally, from the study it appears that EI does not seem to have the expected positive influence in Greek nurses. On the contrary job satisfaction and mental health are important factors in nurses profession and organizations need to pay attention in such issues to reassurance nurses retention and performance. Σκοπός της εργασίας αυτής ήταν να διερευνήσει την επίδραση της συναισθηματικής νοημοσύνης (ΣΝ), στο επαγγελματικό στρες, την ψυχική υγεία, την επαγγελματική ικανοποίηση, την διάθεση παραμονής στο επάγγελμα και την επίδοση των Ελλήνων κλινικών νοσηλευτών. Επιπρόσθετα εξετάστηκαν οι άμεσες και έμμεσες επιδράσεις των παραπάνω μεταβλητών μεταξύ τους, καθώς και η επίδραση δημογραφικών και εργασιακών παραγόντων. Στην έρευνα συμμετείχαν 275 κλινικοί νοσηλευτές που εργάζονταν σε γενικά ή περιφερειακά νοσοκομεία που βρίσκονται σε διάφορες πόλεις της χώρας. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν μια σειρά από ερωτηματολόγια τα οποία αξιολογούσαν: την αντιληπτή ΣΝ (WLEIS) την αντικειμενική ΣΝ (MSCEIT), το επαγγελματικό στρες (NSS), την ψυχική υγεία (GHQ-12), την επαγγελματική ικανοποίηση (Brayfield & Rothe, 1951), την διάθεση παραμονής στο επάγγελμα (NRI) και την επίδοση. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι υπάρχει μια μέτρια σχέση μεταξύ αντιληπτής και αντικειμενικής ΣΝ, ενώ μόνο η αντιληπτή ΣΝ σχετίζεται και επηρεάζει άμεσα θετικά την επαγγελματική ικανοποίηση των νοσηλευτών, η οποία παίζει ένα διαμεσολαβητικό ρόλο επιδρώντας θετικά στην διάθεση των νοσηλευτών να παραμείνουν στην εργασία τους και στην επίδοσή τους. Από την άλλη το στρες επιδρά αρνητικά στην ψυχική υγεία των νοσηλευτών και τα προβλήματα ψυχικής υγείας επηρεάζουν αρνητικά την επαγγελματική ικανοποίηση, την διάθεση παραμονής στο επάγγελμα και την επίδοση των νοσηλευτών. Οι γυναίκες και οι Τεχνολογικής εκπαίδευσης νοσηλευτές, φαίνεται να βιώνουν περισσότερο στρες και προβλήματα ψυχικής υγείας. Οι νοσηλευτές ανώτατης εκπαίδευσης (ΠΕ) δείχνουν να έχουν περισσότερη ΣΝ σε σχέση με τους νοσηλευτές χαμηλότερων βαθμίδων εκπαίδευσης. Τέλος νοσηλευτές που εργάζονται σε τμήματα βαρύτερα δεν έχουν διάθεση να παραμείνουν στο επάγγελμά τους. Γενικά, από την έρευνα φαίνεται ότι η ΣΝ δεν φαίνεται να έχει την αναμενόμενη θετική επίδραση στο νοσηλευτικό επάγγελμα. Αντίθετα η επαγγελματική ικανοποίηση και τα προβλήματα ψυχικής υγείας αναδεικνύονται ως σημαντικοί παράγοντες στο νοσηλευτικό επάγγελμα και θα πρέπει να δίδεται μεγάλη βαρύτητα σε αυτούς από τις διοικήσεις των νοσοκομείων για να εξασφαλίσουν την διάθεση παραμονής των νοσηλευτών στο επάγγελμά τους και την καλύτερη επίδοσή τους. 70 183 193 Money, income, expectations and the multiplier-accelerator principle Χρήμα, εισόδημα, προσδοκίες και η αρχή του πολλαπλασιαστή-επιταχυντή In the context of my phd dissertation, I investigated the short-term implications, which result after the integration of monetary factor and expectations in Samuelson's business cycles model. Moving within the context of Keynesian economic tradition, it is made the basic assumption that prices are fixed in the short-run. The modification of Samuelson's model is made in two points. The first is related to the incorporation of interest rates' expected change as a deterministic factor of the investment and the money demand function. The second is related to the connection of money and goods markets, through the variable of interest rates' expected change. Finally, the money supply is assumed to grow at a constant rate. Assuming that expectations are formed according to the i) adaptive ii) static, iii) rational and iv) regressive mechanism, we determine a difference equation the general solution of which is more stable than the one of the initial model. Moreover in equilibrium income is proved to be a function of time. The theoretic conclusions are confirmed with the help of a simulation procedure. Στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής επιχειρήθηκε η διερεύνηση των βραχυχρόνιων επιπτώσεων οι οποίες απορρέουν από την εισαγωγή του νομισματικού παράγοντα και από τη χρήση της έννοιας των προσδοκιών, πάνω στο υπόδειγμα επιχειρηματικών κύκλων του Paul Samuelson. Κινούμενοι στα πλαίσια της Κεϋνσιανής οικονομικής παράδοσης γίνεται η βασική υπόθεση ότι το επίπεδο τιμών παραμένει στη βραχυχρόνια περίοδο δεδομένο και σταθερό. Το αρχικό υπόδειγμα διαφοροποιείται σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι η ενσωμάτωση της προσδοκώμενης επιτοκιακής μεταβολής ως προσδιοριστικού παράγοντα του ύψους των επενδύσεων. Το δεύτερο έχει να κάνει με τη σύνδεση της αγοράς προϊόντος με την αγορά χρήματος. Η σύνδεση πραγματοποιείται μέσω της μεταβλητής της προσδοκώμενης επιτοκιακής μεταβολής η οποία εμφανίζεται ως προσδιοριστικός παράγοντας της ζήτησης χρήματος. Τέλος, η προσφορά χρήματος θεωρείται ότι αυξάνεται διαχρονικά με ένα σταθερό ρυθμό. Υποθέτοντας ότι οι προσδοκίες διαμορφώνονται βάσει του μηχανισμού i) των αναθεωρούμενων ii) των στατικών iii) των ορθολογικών και iv) των παλινδρομικών προσδοκιών, καταλήγουμε σε μία εξίσωση διαφορών η λύση της οποίας είναι πιο ευσταθής, συγκριτικά με εκείνη του αρχικού υποδείγματος και ο χαρακτήρας του εισοδήματος ισορροπίας αναδεικνύεται δυναμικός. Τα θεωρητικά συμπεράσματα επιβεβαιώθηκαν με τη χρήση της μεθόδου προσομοίωσης. 71 219 220 Free text information retrieval systems: indexes and compression codes Συστήματα ανάκτησης πληροφορίας από αδόμητο κείμενο: ευρετήρια και κώδικες συμπίεσης The scope of the thesis is the Information Retrieval Systems which retrieve information from non-structured text, and, specifically, the index structures used by these systems: Signature Files (SF) and Inverted File Indexes (IF). A part of this thesis focuses on the study of S-Index, a hybrid indexing method that combines elements from both structures. S-Index is implemented at a low level and its efficiency is being studied, as the only existing implementation known was a simulation that enabled the indexing of small size corpora. A variation of this method is also presented, S-Index2, which enhances the original method's compression efficiency with regards to the index generated. The limited capability of finding specific terms in a text corpus-which characterises S-Index and S-Index2- is dealt with in Bitmap-tree, a new indexing method based on S-Index, that provides quick processing of special type queries. Next, the research focuses on IF content compression codes, which help minimize storage requirements and accelerate query processing. Three new compression codes are presented: uγ-Golomb, an improved version of the popular Golomb code for the local Bernoulli model and the g-binary and compact-binary codes, which fall under the non-parameterized code class and have improved compression ratios and decompression efficiency in comparison with all other codes in the same class Αντικείμενο της διατριβής αποτελούν τα συστήματα ανάκτησης πληροφορίας από αδόμητο κείμενο και ιδιαίτερα οι δομές των ευρετηρίων που χρησιμοποιούνται από τα συστήματα αυτά: τα Αρχεία Υπογραφών (ΑΥ) και τα Αντεστραμμένα Αρχεία-Ευρετήρια (ΑΑΕ). Ένα μέρος της διατριβής επικεντρώνεται στη μελέτη της S-Index, μιας υβριδικής μεθόδου ευρετηριοποίησης που συνδυάζει στοιχεία από τις προαναφερθείσες δομές. Η S-Index υλοποιείται σε χαμηλό επίπεδο κι εξετάζονται οι επιδόσεις της, καθώς η μόνη γνωστή υλοποίηση που υπήρχε ήταν μια προσομοίωση με δυνατότητες ευρετηριοποίησης συλλογών κειμένου μικρού μεγέθους. Επίσης προτείνεται μια παραλλαγή της μεθόδου, η S-Index2, ώστε να ενισχυθεί η ικανότητα της αρχικής στη συμπίεση του παραγόμενου ευρετηρίου. Η περιορισμένη δυνατότητα εντοπισμού των όρων στα κείμενα μιας συλλογής, που χαρακτηρίζει την S-Index και την S-Index2, αντιμετωπίζεται στο Bitmap-tree, μια νέα μέθοδο ευρετηριοποίησης που βασίζεται στην S-Index κι έχει το πλεονέκτημα της ταχύτατης επεξεργασίας ειδικού τύπου ερωτημάτων. Στη συνέχεια το επίκεντρο της έρευνας μετατοπίζεται στους κώδικες συμπίεσης των ΑΑΕ, με τη βοήθεια των οποίων ελαχιστοποιούνται οι απαιτήσεις σε αποθηκευτικό χώρο κι επιταχύνονται οι διαδικασίες επεξεργασίας ερωτημάτων. Προτείνονται τρεις νέοι κώδικες συμπίεσης: ο uγ-Golomb, βελτιωμένη παραλλαγή του δημοφιλούς κώδικα Golomb για το τοπικό μοντέλο Bernoulli και οι g-binary και compact-binary, μη-παραμετροποιημένοι κώδικες με βελτιωμένες επιδόσεις σε βαθμό συμπίεσης και ταχύτητα αποκωδικοποίησης σε σχέση με όλους τους κώδικες της κατηγορίας τους. 72 437 473 The Greek early mover companies in mergers and acquisitions of S.E. Europe and their returns Οι ελληνικές πρωτοπόρες εταιρίες στις συγχωνεύσεις και εξαγορές της Ν.Α. Ευρώπης και οι αποδόσεις τους The aim of this doctoral dissertation is to examine the early movers' phenomenon, and whether these companies have any abnormal returns in case of a merger or acquisition announcement. The research sample consists of 50 Greek companies of high capitalization enlisted in the Athens Stock Exchange, which they performed 109 cases of mergers or acquisitions in the period 1999-2006. These investments took place in the region of South East Europe, when during the same period the European Union experienced its great expansion. The methodology followed is the Event Studies methodology in combination with daily data, namely daily stock prices. This methodology is mainly used to examine the stock prices' fluctuations around a specific day, due to a fact like a change in firms1 tax regulations, a profit announcement, a merger or acquisition announcement, etc. For this doctoral dissertation the event of interest was the day the intention of the Greek companies to merge with or to acquire another company in S.E. Europe went public. The calculation of the stocks' abnormal returns was made by the Market Model, which is considered to be a practical implementation of the Capital Asset Pricing Model (CAPM). The Exponential Generalized Auto-Regressive Conditional Heteroscedasticity model (E-GARCH) was used to examine whether there were any good or bad news effects from new information on the stocks' prices. The Market Model's results show that the Greek early mover companies had no abnormal returns in the period of their merger or acquisition intentions. The mean value of the abnormal returns in the day of the event was zero. This result is in line with the literature's findings. On the other hand, the E-GARCH model shows that for the 93 of the 109 cases there is a good news effect, while for the rest 16 there is a bad news effect. That means that for the former case the stocks' volatility will be higher than in the latter case. The final outcome is that, in a mergers and acquisitions wave the early mover companies do not always have positive abnormal returns. Adding to that, the Market Model on its own cannot successfully isolate the side-effects on a stock, like in the case of good or bad new information. The E-GARCH model provides a good combination tool in order to capture all possible effects on a stock, when it comes to estimating abnormal returns. These two models can be used by managers for investment decisions (i.e. foreign direct investments), and investors in choosing among stocks of companies that expand through merging or acquiring. Ο στόχος της διατριβής είναι να εξετάσει το φαινόμενο των πρωτοπόρων εταιριών και εάν μία πρόθεση εξαγοράς ή συγχώνευσης που διενεργεί μια ελληνική πρωτοπόρος εταιρία οδηγεί σε έκτακτες αποδόσεις της μετοχής της εταιρίας αυτής. Το ερευνητικό δείγμα αποτελείται από 50 ελληνικές εταιρίες υψηλής κεφαλαιοποίησης, εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), οι οποίες πραγματοποίησαν 109 περιπτώσεις εξαγορών και συγχωνεύσεων σε χώρες της περιοχής της Ν.Α. Ευρώπης. Οι επενδύσεις αυτές διενεργήθηκαν στη χρονική περίοδο 1999-2006, μια περίοδο που παρατηρείται ένα κύμα συγχωνεύσεων και εξαγορών προς τη συγκεκριμένη περιοχή, κυρίως από ελληνικές εταιρίες, λόγω κυρίως της διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μεθοδολογία που ακολουθείται είναι αυτή της Εξέτασης Γεγονότων σε συνδυασμό με ημερήσια δεδομένα, όπως είναι οι ημερήσιες τιμές μετοχών των εταιριών. Η μεθοδολογία της Εξέτασης των Γεγονότων χρησιμοποιείται συχνά για να εξεταστεί η συμπεριφορά των τιμών των μετοχών γύρω από συγκεκριμένες ημερομηνίες γεγονότων, όπως μπορεί να είναι οι αλλαγές στους νόμους της λογιστικής, η ανακοίνωση κερδών, η αλλαγή στις νομοθετικές ρυθμίσεις του εμπορικού κώδικα, η ανακοίνωση μιας εξαγοράς ή συγχώνευσης, κτλ. Στην προκειμένη διατριβή, το γεγονός γύρω από το οποίο έγινε η έρευνα είναι η πρόθεση ανακοίνωσης μιας εξαγοράς ή συγχώνευσης από τις ελληνικές εταιρίες. Ο υπολογισμός των έκτακτων αποδόσεων των μετοχών έγινε με το Μοντέλο Αγοράς, το οποίο θεωρείται ως μια πρακτική εφαρμογή του Μοντέλου Αποτίμησης Κεφαλαιακών Στοιχείων (ΟΑΡΜ), ενώ με το Εκθετικό Γενικευμένο Αυτοπαλίνδρομο Μοντέλο υπό Συνθήκη Ετεροσκεδαστικότητας (Ε-ΘΑΗΟΗ) έγινε η εξέταση της επίδρασης που μπορεί να έχει μια νέα πληροφορία, θετική ή αρνητική, στην αστάθεια των μετοχών. Επιχειρείται, δηλαδή, να αποδειχθεί εάν οι ανακοινώσεις των προθέσεων εξαγορών ή συγχωνεύσεων επηρεάζουν τη μεταβλητότητα των αποδόσεων των μετοχών, και εάν ναι, σε ποιο βαθμό. Τα αποτελέσματα του Μοντέλου Αγοράς δείχνουν ότι οι ελληνικές εταιρίες δεν έχουν κάποιες έκτακτες αποδόσεις λόγω των προθέσεων εξαγοράς ή συγχώνευσης. Ο μέσος όρος των έκτακτων αποδόσεων την ημέρα του γεγονότος είναι μηδενικός. Το αποτέλεσμα αυτό συνάδει με τα πορίσματα της έως τώρα υπάρχουσας αρθρογραφίας. Το Ε-ΟΑΚΟΗ μοντέλο, από την άλλη, δείχνει ότι σε 93 περιπτώσεις από τις 109 υπάρχει επιρροή θετικής πληροφόρησης, ενώ στις υπόλοιπες 16 υπάρχει επιρροή αρνητικής πληροφόρησης. Αυτό σημαίνει ότι στις 16 περιπτώσεις, η αναμενόμενη αύξηση αστάθειας των μετοχών είναι μεγαλύτερη από ότι στις υπόλοιπες 93 περιπτώσεις. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι, σε ένα κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων, οι πρωτοπόρες εταιρίες δεν έχουν πάντα θετικές έκτακτες αποδόσεις. Επιπροσθέτως, το Μοντέλο Αγοράς από μόνο του δεν μπορεί να εκτιμήσει τις παράπλευρες επιρροές σε μια κινητή αξία, όπως είναι μια μετοχή, ενώ το Ε_ΟΑΚΟΗ μοντέλο μπορεί σε αυτήν την περίπτωση να βοηθήσει με τον υπολογισμό της θετικής ή αρνητικής πληροφόρησης. Ο συνδυασμός των δύο μοντέλων μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο από πλευράς διοικήσεων προκειμένου να ληφθούν επενδυτικές αποφάσεις σε περιπτώσεις ξένων άμεσων επενδύσεων, όσο και για επενδύσεις σε μετοχές εταιριών που εξαπλώνονται μέσω εξαγορών. 73 118 133 Οδικός χάρτης για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού φαρμακευτικού κλάδου μέσω της στρατηγικής διεθνοποίησης Current dissertation tries to "travel" the reader into the world of international business. The industries currently operating within a globalized environment, in which challenges are required to comply. The phenomenon of internationalization, therefore, requires a special handling, especially in case of the internationalization in the pharmaceutical area. In the course of reading, the multinational companies are defined and the main reasons a pharmaceutical company chooses to operate into the export sector are analyzed . Positive and the negative aspects of such a decision are given, as also the prerequisites to start this kind of international process. An extensive report on entry strategies is also given and finally main conclusions are noted, as a result of the theoretical analysis. Η παρούσα εργασία, έχει ως στόχο, να «ταξιδέψει» τον αναγνώστη στον κόσμο των διεθνών επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις σήμερα δρουν στα πλαίσια ενός παγκοσμιοποιημένου περιβάλλοντος, στις προκλήσεις του οποίου καλούνται να συμμορφωθούν. Το φαινόμενο της διεθνοποίησης τους λοιπόν, απαιτεί έναν ιδιαίτερο χειρισμό, πόσο μάλλον όταν αφορά στο κομμάτι της διεθνοποίησης στον χώρο του φαρμάκου. Στην πορεία της διπλωματικής, ορίζονται οι πολυεθνικές επιχειρήσεις και αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους μια φαρμακευτική εταιρία επιλέγει να δραστηριοποιηθεί στον τομέα των εξαγωγών. Παρατίθενται τα θετικά αλλά και τα αρνητικά στοιχεία μιας τέτοιας απόφασης αλλά και τα προαπαιτούμενα για να ξεκινήσει η όλη διαδικασία. Πραγματοποιείται εκτενής αναφορά στις στρατηγικές εισόδου και τέλος σημειώνονται τα βασικά συμπεράσματα, όπως αυτά προκύπτουν από τη θεωρητική ανάλυση. 74 234 308 A dynamic analysis of price forecast models of carbon credits. Δυναμική ανάλυση των δικαιωμάτων ρύπων με υποδείγματα πρόβλεψης τιμών. Climate change is a global issue concerning scientists and governments alike. Dealing with this issue is at the top of the international agenda. The primary cause of the human-induced greenhouse effect is found to be the carbon dioxide (CO2), deriving mainly from burning fossil fuels, industrial activity and deforestation. Under the Kyoto Protocol, the EU has committed to reduce its total greenhouse gas emissions through a flexible mechanism, the EU Emissions Trading System (EU ETS). Here, emission allowances in the form of a new tradable asset, the European Union Allowance (EUA), can be traded in organised financial markets. Reducing effectively carbon emissions depends upon the success of such a carbon market, which requires sufficient prediction of the price behaviour. The tradable carbon credits appear to be influenced by fuel prices in the energy sector and by certain economic indicators. This thesis presents statistical models for efficient price forecasting based on the relationships between the emission spot and futures prices with energy and several industrial and economic indicators to empirically study the emission price behaviour. Due to the different Kyoto-established trading commitment phases of emission spot prices and their volatility behaviour, we propose appropriate AR-GARCH models for stochastic futures price modelling. We find that various energy and industrial variables affect the formation of the emission futures prices and should be incorporated in price forecasting models. Η κλιματική αλλαγή απασχολεί τους επιστήμονες και τις κυβερνήσεις παγκόσμια. Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος είναι από ης κύριες προτεραιότητες της διεθνούς ημερήσιας διάταξης. Η βασική αιτία του φαινομένου του θερμοκηπίου ανθρώπινης υπαιτιότητας θεωρείται ότι είναι το διοξείδιο του άνθρακα (CO2), που προέρχεται κυρίως από την καύση των ορυκτών καυσίμων, από την έντονη βιομηχανική δραστηριότητα και την αποψίλωση. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο του Κιότο, η EE έχει δεσμευτεί να μειώσει τις συνολικές εκπομπές αερίων του CO2 μέσω ενός ευέλικτου μηχανισμού, του συστήματος εμπορίας εκπομπών του CO2 (EU ETS). Έτσι, τα Δικαιώματα Ρύπων ως μία νέα μορφή εμπορεύσιμου κεφαλαίου με την ονομασία " Δικαίωμα Ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης", (EUA) μπορούν να εμπορευτούν στις οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές. Η αποτελεσματική μείωση των εκπομπών του CO2 εξαρτάται από την επιτυχία μιας τέτοιας αγοράς δικαιωμάτων ρύπων, η οποία απαιτεί την ικανοποιητική πρόβλεψη της συμπεριφοράς των τιμών τους. Τα εμπορεύσιμα δικαιώματα ρύπων του CO2 εμφανίζονται να επηρεάζονται από τις τιμές καυσίμων στον ενεργειακό τομέα και από ορισμένους οικονομικούς δείκτες. Αυτή η διατριβή μελετά τις βασικές τους ιδιότητες και παρουσιάζει στατιστικά μοντέλα για την αποδοτική πρόβλεψη των τιμών τους. Η συμπεριφορά των τιμών μελετάται εμπειρικά σε σχέση με τις τιμές των βασικών προϊόντων ενέργειας (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, ηλεκτρισμός και λιθάνθρακας) και διαφόρων άλλων οικονομικών δεικτών, που αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τη γενικότερη οικονομική εικόνα της Ευρώπης αλλά και καθενός βιομηχανικού τομέα χωριστά. Λόγω των διαφορετικών χρονικών περιόδων εμπορίας και συναλλαγής των δικαιωμάτων ρύπων, όπως αυτές έχουν καθιερωθεί από το πρωτόκολλο του Κιότο, και εξαιτίας της έντονης μεταβλητότητας των τιμών τους προτείνονται κατάλληλα υποδείγματα AR-GARCH για τη σωστή πρόβλεψη των τιμών των δικαιωμάτων των ρύπων. Διαπιστώνεται ότι ορισμένες από τις τιμές το)ν προϊόντων της ενέργειας και των οικονομικών δεικτών επηρεάζουν τις τιμές των δικαιωμάτων των ρύπων και των παραγώγων τους και πρέπει να συμπεριληφθούν στα μοντέλα πρόβλεψης τους. 75 347 356 Υποστήριξη δεξιοτήτων κοινωνικής μάθησης μέσα από τον παρεμβατικό ρόλο της δημιουργικής γραφής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση Recent research has shown that children's social learning skills are critical to their academic success, but also to their overall social and emotional health. So, in recent years, a lot of attention has been paid to programs which strengthening them. This study presents the process of planning, organizing and implementing, as well as the results of evaluating a promotion program tailor-made to fulfill the above needs, which is entitled "Creative Writing and Social Learning Skills ". This is a 25-week school-based prevention program applied in a Greek primary school, which aims to strengthen the social leaning skills to 5th and 6th grade primary school students based on the use of Creative Writing and Balkan Literature as its educational tools. Thirty-nine teachers from the region of Thessaloniki participated in the research with the aim to testify its effectiveness. The experimental group consisted of 382 students, while 191 of them were children from similar socio-economic background being equated with the children from the intervention group in terms of their gender, their nationality, their level of writing skills in Greek, their family status and their parents’ educational background forming in turn the control group. To measure the change in children's social learning skills, a questionnaire of high reliability and internal consistency was used, applying Cronbach's alpha values ranging from 0.89 to 0.97>0.7. The questionnaires were completed by the teachers-administrators of the sample classes themselves and were collected at the beginning (before the intervention) as well as at the end (after the completion of the intervention) of the academic year. The results of the program evaluation showed that the intervention group, after the end of the implementation of the program, displayed statistically significantly greater improvements in their performance than the control group in the following skills: adaptation to instructions, self-regulation, attention, convergent-divergent thinking, innovation-creativity, metacognition, personal and social responsibility and empathy. Research in recent years has shown that similar programs have improved children's social learning skills and, consequently, their academic performance. Therefore, it is important for schools to implement such educational approaches, which have been evaluated and judged to be effective. Τα πορίσματα πρόσφατων ερευνών έχουν δείξει ότι οι δεξιότητες κοινωνικής μάθησης των παιδιών έχουν κρίσιμη σημασία για την ακαδημαϊκή τους επιτυχία, αλλά και γενικότερα για την κοινωνικο-συναισθηματική τους υγεία. Έτσι, τα τελευταία χρόνια δίνεται μεγάλη προσοχή σε προγράμματα που επιδιώκουν την ενίσχυσή τους. Η μελέτη αυτή παρουσιάζει τη διαδικασία σχεδιασμού, οργάνωσης και υλοποίησης, καθώς και τα αποτελέσματα της αξιολόγησης ενός σχετικού με τα παραπάνω προγράμματος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δημιουργική Γραφή και Δεξιότητες Κοινωνικής Μάθησης». Πρόκειται για ένα ελληνικό σχολικό πρόγραμμα πρωτογενούς πρόληψης 25 περίπου εβδομάδων, που έχει στόχο την ενίσχυση των δεξιοτήτων κοινωνικής μάθησης σε μαθητές της Ε΄ και ΣΤ΄ τάξης του δημοτικού σχολείου με εκπαιδευτικά εργαλεία τη Δημιουργική Γραφή και τη Λογοτεχνία βαλκανικών χωρών. Στην έρευνα για την αποτελεσματικότητά του, συμμετείχαν 39 δάσκαλοι του νομού Θεσσαλονίκης. Η πειραματική ομάδα αποτελούνταν από 382 μαθητές, ενώ 191 ήταν τα παιδιά, τα οποία προερχόμενα από παρόμοια κοινωνικο-οικονομικά περιβάλλοντα, εξισώθηκαν με τα παιδιά της ομάδας παρέμβασης ως προς τις μεταβλητές του φύλου, της εθνικότητας, του βαθμού γραφής στην ελληνική γλώσσα, της οικογενειακής κατάστασης και του μορφωτικού επιπέδου των γονέων και στη συνέχεια αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Για τη μέτρηση της αλλαγής στις δεξιότητες κοινωνικής μάθησης των παιδιών χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο υψηλής αξιοπιστίας εσωτερικής συνοχής, με δείκτες Cronbach’s alpha, οι οποίοι κυμάνθηκαν από 0,89 έως 0,97>0,7. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από τους ίδιους τους δασκάλους-υπεύθυνους των τάξεων του δείγματος και συγκεντρώθηκαν στην αρχή (πριν την παρέμβαση), αλλά και στο τέλος (μετά την ολοκλήρωση της παρέμβασης) του ακαδημαϊκού έτους. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης του προγράμματος έδειξαν πως η ομάδα παρέμβασης μετά το τέλος της εφαρμογής του προγράμματος εμφάνισε στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερες βελτιώσεις από τις επιδόσεις της ομάδας ελέγχου στις εξής δεξιότητες: προσαρμογή σε οδηγίες, αυτορρύθμιση, προσοχή, συγκλίνουσα-αποκλίνουσα σκέψη, καινοτομία-δημιουργικότητα, μεταγνώση, προσωπική και κοινωνική υπευθυνότητα κι ενσυναίσθηση. Οι έρευνες που έχουν διεξαχθεί τα τελευταία χρόνια δείχνουν ότι παρόμοια προγράμματα έχουν δείξει βελτίωση στις δεξιότητες κοινωνικής μάθησης των παιδιών και κατ’ επέκταση στην ακαδημαϊκή τους επίδοση. Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό για τα σχολεία να εφαρμόσουν τέτοιου είδους εκπαιδευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν αξιολογηθεί κι έχουν κριθεί αποτελεσματικές. 76 473 475 Entrepreneurship and education: the contribution of entrepreneurship education programs in the development of youth entrepreneurship in Greece. Επιχειρηματικότητα και εκπαίδευση: η συμβολή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων επιχειρηματικότητας στην ανάπτυξη του επιχειρηματικού πνεύματος των νέων στην Ελλάδα. The purpose of this doctoral dissertation is to present a conceptual overview of entrepreneurship and entrepreneurial education, to highlight the role and necessity of entrepreneurship education in fostering entrepreneurship and to formulate relevant research proposals. For this purpose, is attempted, through secondary research, the recording of relevant European Union policies and current situation on the Greek education system but also in other European Union countries. Moreover, the primary research in higher education institutions, using as a primary research tool the questionnaire and a sample of 786 student trainees in entrepreneurship and 85 teachers who have taught entrepreneurship courses, is an effort to investigate both the degree of student participation in entrepreneurship education programs in secondary and tertiary education and the attitudes, the opinions and the entrepreneurial intentions of students who have participated in entrepreneurship education programs such as courses, seminars and competitions. An additional objective is to investigate the contribution of entrepreneurship education in the development of youth entrepreneurship and to record the opinions and proposals of professors who teach entrepreneurship courses. Finally, through interviews with young entrepreneurs who represent other entrepreneurs is attempted the recording of their views and proposals on entrepreneurship and the role of education in fostering youth entrepreneurship. The findings of the statistical analysis, for which were used statistical tools of descriptive and inferential statistics, showed that the majority of participants did not receive knowledge about entrepreneurship during secondary education, while the situation is better in higher education. Regarding entrepreneurship education programs implemented in higher education, these have a significant impact in shaping positive attitudes, opinions and perceptions of students towards entrepreneurship. Specifically, it is concluded a positive correlation among the type of educational program in which students participated, the knowledge they have acquired in secondary and higher education, the monitoring of events on entrepreneurship, their participation in business idea competitions, their knowledge regarding the existence of university and non-university activities related to entrepreneurship and the chance to start a business in the next three years, their belief that they have to be able to set up business and the extent to which they consider that they have the knowledge to create their own business. In addition, a positive correlation is observed among the responses of students to the above issues and the factors related to the incentives and inhibitory agents for entrepreneurial activity and the students’ estimated feasibility, desirability and ability of business activity. Moreover, these views are shared, to a large extent, by the professors who teach entrepreneurship courses and who consider that entrepreneurship education enhances self employment intention to the students and provides them with the necessary skills to develop entrepreneurial mindset. Finally, one should also consider the opinions of representatives of young entrepreneurs on entrepreneurship and entrepreneurship education. Ο σκοπός αυτής της διδακτορικής διατριβής είναι, αρχικά, η εννοιολογική ανασκόπηση των εννοιών της επιχειρηματικότητας και της επιχειρηματικής εκπαίδευσης, η ανάδειξη του ρόλου και της αναγκαιότητας της επιχειρηματικής εκπαίδευσης στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και η διατύπωση σχετικών ερευνητικών προτάσεων. Για το σκοπό αυτό, επιχειρείται, μέσω της δευτερογενούς έρευνας, η καταγραφή των σχετικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της υπάρχουσας κατάστασης κυρίως στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη συνέχεια, με την πρωτογενή έρευνα στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με κύριο ερευνητικό εργαλείο το ερωτηματολόγιο και με δείγμα 786 φοιτητών-εκπαιδευομένων στην επιχειρηματικότητα και 85 καθηγητών οι οποίοι έχουν διδάξει μαθήματα επιχειρηματικότητας, γίνεται προσπάθεια να διερευνηθούν τόσο ο βαθμός συμμετοχής των σπουδαστών σε εκπαιδευτικά προγράμματα επιχειρηματικότητας στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση όσο και οι στάσεις, οι απόψεις και οι προθέσεις των σπουδαστών που έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα για την επιχειρηματικότητα (μαθήματα, σεμινάρια και διαγωνισμούς) και οι αντίστοιχες ποικίλες επιπτώσεις τους, καθώς και οι απόψεις και οι προτάσεις των καθηγητών που διδάσκουν μαθήματα επιχειρηματικότητας. Επίσης, με ερευνητικό εργαλείο το ερωτηματολόγιο συνέντευξης επιχειρήθηκε η καταγραφή απόψεων και προτάσεων επιχειρηματιών εκπροσώπων νέων επιχειρηματιών σχετικά με την επιχειρηματικότητα και το ρόλο της εκπαίδευσης στην καλλιέργεια του επιχειρηματικού πνεύματος των νέων. Τα ευρήματα από τη στατιστική ανάλυση, για την οποία χρησιμοποιήθηκαν στατιστικά εργαλεία της περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής, έδειξαν ότι η πλειοψηφία των συμμετεχόντων δεν έχει λάβει γνώσεις σε θέματα επιχειρηματικότητας κατά τη διάρκεια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η κατάσταση είναι καλύτερη σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Όσον αφορά τα προγράμματα επιχειρηματικής εκπαίδευσης που υλοποιούνται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αυτά έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση θετικών στάσεων, απόψεων και αντιλήψεων των σπουδαστών απέναντι στην επιχειρηματικότητα. Συγκεκριμένα, συμπεραίνεται θετική συσχέτιση μεταξύ των απαντήσεων των φοιτητών όσον αφορά τη μορφή του εκπαιδευτικού προγράμματος στο οποίο συμμετείχαν, τις γνώσεις που αυτοί απέκτησαν στη δευτεροβάθμια και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, την παρακολούθηση από μέρους τους εκδηλώσεων επιχειρηματικότητας, τη συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς επιχειρηματικής ιδέας, τη γνώση ύπαρξης δράσεων πανεπιστημιακών και εξωπανεπιστημιακών φορέων για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την πιθανότητα να ιδρύσουν επιχείρηση στα επόμενα τρία χρόνια, την πεποίθηση τους ότι μπορούν να ξεκινήσουν μια δική τους επιχείρηση και το βαθμό που θεωρούν ότι έχουν τις γνώσεις να δημιουργήσουν μια δική τους επιχείρηση. Επίσης, θετική συσχέτιση παρατηρείται και μεταξύ των απαντήσεων των φοιτητών στα παραπάνω ζητήματα και των παραγόντων που αφορούν τα κίνητρα και τους ανασταλτικούς παράγοντες ανάληψης επιχειρηματικής δράσης καθώς και την εκτιμώμενη από τους ίδιους δυνατότητα, επιθυμία και ικανότητα επιχειρηματικής δραστηριοποίησης. Επιπλέον, τις απόψεις αυτές συμμερίζονται, σε μεγάλο βαθμό, και οι καθηγητές που διδάσκουν μαθήματα επιχειρηματικότητας, οι οποίοι θεωρούν πως η επιχειρηματική εκπαίδευση ενισχύει την πρόθεση αυτοαπασχόλησης στους φοιτητές, παρέχοντάς τους τα απαραίτητα εφόδια να αναπτύξουν επιχειρηματική σκέψη, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις των εκπροσώπων των νέων επιχειρηματιών για την επιχειρηματικότητα και την επιχειρηματική εκπαίδευση. 77 306 321 The econometric investigation of the deficits of the Greek economy Οικονομετρική διερεύνηση των ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας This Doctoral Thesis is submitted to the Department of Applied Informatics of the University of Macedonia, Economic and Social Sciences. It investigates the dynamic characteristics of the deficits of the Greek economy and, in particular, the existence of a causal relation between the budget and trade deficits, together with the determination of the direction of this causality. In the context of this effort, the issue of sustainability was investigated regarding both deficits. In investigating the causal relation between the two deficits, known in the literature as the “Twin Deficits Hypothesis”, the method of cointegration analysis was used, and more specifically, the Pesaran (1997) ARDL cointegration, together with the Granger causality. The findings resulting from the empirical analysis confirm that the causal relation between these two deficits, stands in the case of Greek economy. The analysis suggests the existence of a weak sustainability concerning both deficits. In Chapter 2 the concept of sustainability considering both deficits is being analyzed, and the relevant theoretical framework concerning the budget as well as trade deficits is being quoted. Moreover, the “Twin Deficits Hypothesis” is being developed, together with the relevant theoretical aspects in order to make it possible either to sustain or reject the existence of a causal relation between these two deficits. In Chapter 3 some empirical evidenence from the Greek and international literature is presented, concerning the issue of sustainability of the budget and trade balance deficit, as well as an investigation of the “Twin Deficits Hypothesis”. In Chapter 4, the relevant econometric methodology is developed and the models used in the empirical investigation are presented. Chapter 5 exhibits the results of the econometric estimations. In Chapter 6 the main points of this research are being summarized and the main conclusions the present thesis reached are being formulated. Η παρούσα μελέτη συντάχθηκε για να υποβληθεί ως Διδακτορική Διατριβή στο Τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών. Το θέμα το οποίο διαπραγματεύεται αναφέρεται στην διερεύνηση των δυναμικών χαρακτηριστικών των ελλειμμάτων της ελληνικής οικονομίας και ειδικότερα της ύπαρξης αιτιωδών σχέσεων μεταξύ των ελλειμμάτων του κρατικού προϋπολογισμού και των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου καθώς επίσης και τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης των εν λόγω αιτιωδών επιδράσεων. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας διερευνήθηκε το ζήτημα της διατηρησιμότητας για κάθε έλλειμμα ειδικότερα. Αναφορικά με την διερεύνηση της αιτιώδους σχέσης μεταξύ των δύο ελλειμμάτων, τα οποία στην διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστά και ως «Δίδυμα Ελλείμματα», χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της συνολοκλήρωσης και ειδικότερα η ARDL συνολοκλήρωση του Pesaran (1997) όπως επίσης και οι έλεγχοι αιτιότητας κατά Granger. Τα ευρήματα της εμπειρικής ανάλυσης συνοψίζονται στη διαπίστωση χαρακτηριστικών ασθενούς διατηρησιμότητας και για τα δύο υπό διερεύνηση ελλείμματα όπως επίσης και στην επιβεβαίωση ότι η άποψη περί αιτιώδους συσχέτισης των εν λόγω ελλειμμάτων γνωστή στην διεθνή βιβλιογραφία ως «Υπόθεση των Διδύμων Ελλειμμάτων» είναι ισχυρή και στην περίπτωση της Ελλάδος. Στο Κεφάλαιο 2 αναλύεται η έννοια της διατηρησιμότητας των ελλειμμάτων και παρατίθεται το σχετικό θεωρητικό πλαίσιο τόσο για το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού όσο και για το εμπορικό έλλειμμα. Επίσης, αναπτύσσεται το θέμα των «Διδύμων Ελλειμμάτων» καθώς και οι θεωρητικές απόψεις που έχουν αναπτυχθεί προκειμένου να τεκμηριωθεί η ύπαρξη ή η απόρριψη μιας αιτιώδους σχέσης μεταξύ τους. Στο Κεφάλαιο 3 γίνεται η καταγραφή και η παρουσίαση της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας αναφορικά με το ζήτημα της διατηρησιμότητας του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού και του εμπορικού ελλείμματος καθώς επίσης και με την διερεύνηση της «Υπόθεσης των Διδύμων Ελλειμμάτων». Στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζονται οι μεθοδολογίες που θα χρησιμοποιηθούν στα πλαίσια της οικονομετρικής ανάλυσης και στο Κεφάλαιο 5 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των οικονομετρικών εκτιμήσεων. Στο Κεφάλαιο 6 συνοψίζονται τα κύρια σημεία της έρευνας και διατυπώνονται τα βασικά συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η παρούσα διατριβή 78 314 332 Evaluation and improvement of software architecture: identification of design problems in object-oriented systems and resolution through refactoring. Αξιολόγηση και βελτίωση αρχιτεκτονικής λογισμικού: εντοπισμός προβλημάτων σχεδίασης σε αντικειμενοστρεφή συστήματα και επίλυση τους μέσω αναδομήσεων. Maintenance has gained the most important role in the life cycle of a software product, since it occupies the largest percentage of software development costs. This can be attributed to the fact that a software product should constantly evolve by providing new features, error corrections, performance improvements, and integration of novel technologies in order to remain competitive and diachronically successful. Despite the major importance of software maintenance, the effort being invested by software companies on preventive maintenance (i.e., improvement of design quality in order to increase maintainability) is very limited (lower than 5% of total maintenance costs). This fact indicates that there is a clear need for methods and tools that can be used by the software industry in order to support preventive maintenance, since the manual and human-driven inspection of source code requires tremendous effort and leads to long-term benefits that do not add immediate value to the software product. To this end, this work aims at developing methods and techniques that provide a concrete solution for major design problems whose remedy improves design quality and facilitates increased maintainability. The developed methods face the problem of improving the design quality of an object-oriented system by means of identifying refactoring opportunities which resolve bad smells existing in source code. This refactoring-oriented approach has the ability to produce refactoring solutions which are feasible and behavior preserving by examining a set of preconditions that should apply, pre-evaluate the impact of the identified refactoring opportunities on certain aspects of design quality and provide a ranking of the refactoring solutions allowing the prioritization of maintenance effort on parts of the program that would benefit the most. Therefore, it can be claimed that this work provides the most adequate support for the refactoring process which constitutes a major part of preventive maintenance. Η συντήρηση έχει αποκτήσει τον πιο σημαντικό ρόλο στον κύκλο ζωής ενός προϊόντος λογισμικού, αφού καταλαμβάνει το μεγαλύτερο ποσοστό του κόστους ανάπτυξης λογισμικού. Αυτό μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι ένα προϊόν λογισμικού θα πρέπει διαρκώς να εξελίσσεται παρέχοντας νέα χαρακτηριστικά, διορθώσεις σφαλμάτων, βελτιώσεις στην επίδοση, και ενσωμάτωση νέων τεχνολογικών ώστε να παραμείνει ανταγωνιστικό και διαχρονικά επιτυχημένο. Παρόλη τη σημαντικότητα της συντήρησης λογισμικού, η προσπάθεια που επενδύεται από τις εταιρίες ανάπτυξης λογισμικού στην αποτρεπτική συντήρηση (δηλαδή τη βελτίωση της ποιότητας σχεδίασης ώστε να αυξηθεί η συντηρησιμότητα του λογισμικού) είναι πολύ περιορισμένη (λιγότερο από το 5% του συνολικού κόστους συντήρησης). Αυτό το γεγονός καταδεικνύει ότι υπάρχει μια ξεκάθαρη ανάγκη για μεθόδους και εργαλεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη βιομηχανία λογισμικού για να υποστηρίξουν την αποτρεπτική συντήρηση, αφού η χειρωνακτική και οδηγούμενη από τον άνθρωπο εξέταση του πηγαίου κώδικα απαιτεί τεράστια προσπάθεια και οδηγεί σε μακροπρόθεσμα οφέλη που δεν προσθέτουν άμεση αξία στο προϊόν λογισμικού. Για αυτό το σκοπό, η δουλειά αυτή στοχεύει στην ανάπτυξη μεθόδων και τεχνικών που παρέχουν συγκεκριμένες λύσεις για σημαντικά προβλήματα σχεδίασης, η θεραπεία των οποίων βελτιώνει την ποιότητα σχεδίασης και διευκολύνει την αυξημένη συντηρησιμότητα. Οι αναπτυγμένες μέθοδοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της βελτίωσης της ποιότητας σχεδίασης ενός αντικειμενοστρεφούς συστήματος μέσω του εντοπισμού δυνατοτήτων αναδόμησης οι οποίες επιλύουν υπάρχουσες κακές οσμές στον πηγαίο κώδικα. Αυτή η στρεφόμενη γύρω από τις αναδομήσεις προσέγγιση έχει την ικανότητα να παράγει λύσεις αναδόμησης που είναι εφικτές και διατηρούν την συμπεριφορά του λογισμικού εξετάζοντας ένα σύνολο από προσυνθήκες που θα πρέπει να ισχύουν, να προαξιολογεί την επίδραση των εντοπισμένων δυνατοτήτων αναδόμησης σε συγκεκριμένες όψεις της ποιότητας σχεδίασης και να παρέχει μία κατάταξη των λύσεων αναδόμησης επιτρέποντας την ιεράρχηση της προσπάθειας συντήρησης σε τμήματα του λογισμικού που θα ωφεληθούν περισσότερο. Επομένως, μπορεί να γίνει ο ισχυρισμός ότι αυτή η δουλειά παρέχει την πιο επαρκή υποστήριξη για τη διαδικασία της αναδόμησης η οποία αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της αποτρεπτικής συντήρησης. 79 241 259 Μέτρηση κατανάλωσης αντιβιοτικών με τη χρήση πληροφοριακού συστήματος Antimicrobial resistance is one of the most important hazards to the foundations of modern health systems. Surveillance is a complex process that is achieved by monitoring a series of indicators, one of which is the consumption of antibiotics in the community and in hospitals. The purpose of this research is to present and study the information system used in nursing institutions to calculate the consumption of antibiotics. The exploitation of the results resulting from the use of this information system is made by antibiotic stewardship programs where they are implemented. The information system presented, the ABC Calculator (ABC calc), is the computational tool recommended by both HCDCP and ECDC to measure the consumption of antibiotics. The unit of measure of consumption of the antimicrobial agents applied is the Defined Daily Dose (DDD) per 100 patient-days or DDDs. Classification of antibiotics is done according to the WHO's Anatomical Therapeutic Classification(ATC/DDD)system. The results from the use of the information system are the basic information used by the competent bodies to capture the consumption of antibiotics at national level. In our country, there is a lag in the overall application of surveillance of antibiotic consumption by hospitals. The first results published for the 2015-2016 two-year period are an encouraging message, but at the same time it clearly demonstrates the need for harmonization of all those involved with the ones that have been institutionalized, as the results that we have, must be reliable and representative. Η μικροβιακή αντοχή συνιστά έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους στα θεμέλια των σύγχρονων συστημάτων υγείας. Η επιτήρησή της είναι μια σύνθετη διαδικασία, που επιτυγχάνεται με την παρακολούθηση μιας σειράς δεικτών, ένας από τους οποίους είναι και η κατανάλωση των αντιβιοτικών στην κοινότητα και στα νοσοκομεία. Σκοπός αυτής της έρευνας είναι παρουσίαση και μελέτη του πληροφοριακού συστήματος που χρησιμοποιείται στα νοσηλευτικά ιδρύματα για τον υπολογισμό της κατανάλωσης των αντιβιοτικών. Η αξιοποίηση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τη χρήση του πληροφοριακού αυτού συστήματος γίνεται από προγράμματα εποπτείας αντιβιοτικών όπου αυτά εφαρμόζονται. Το πληροφοριακό σύστημα που παρουσιάζεται, το ABC Calculator (ABC calc), είναι το υπολογιστικό εργαλείο που συνιστάται τόσο από το ΚΕ.ΕΛ.Π.ΝΟ , όσο και από το ECDC για τη μέτρηση της κατανάλωσης των αντιβιοτικών. Η μονάδα μέτρησης της κατανάλωσης των αντιμικροβιακών παραγόντων που εφαρμόζεται είναι η Ημερήσια Καθορισμένη Δόση (Daily Defined Dose - DDD) ανά 100 ασθενείς-ημέρες(ασθενοημέρες) ή DDDs. Η κατηγοριοποίηση των αντιβιοτικών γίνεται σύμφωνα με το σύστημα ATC/DDD(Anatomical Therapeutic Classification ) του WHO. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την χρήση του πληροφοριακού συστήματος αποτελούν τη βασική πληροφορία που χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους οργανισμούς για την αποτύπωση της κατανάλωσης των αντιβιοτικών σε εθνικό επίπεδο. Στη χώρα μας, εντοπίζεται μια καθυστέρηση στην καθολική εφαρμογή της επιτήρησης της κατανάλωσης των αντιβιοτικών από τα νοσηλευτικά ιδρύματα. Τα πρώτα αποτελέσματα που δημοσιεύθηκαν για τη διετία 2015-2016 αποτελεί ένα ενθαρρυντικό μήνυμα, αλλά παράλληλα αποδεικνύει περίτρανα και την ανάγκη για εναρμόνιση όλων των εμπλεκόμενων με όσα έχουν θεσμοθετηθεί, καθώς τα αποτελέσματα που προκύπτουν οφείλουμε να είναι αξιόπιστα και αντιπροσωπευτικά. 80 372 410 Information and communication technology investments evaluation: a real options framework of analysis. Αξιολόγηση επενδύσεων στις επικοινωνίες και την πληροφορική: ένα πλαίσιο ανάλυσης των πραγματικών δικαιωμάτων (real options). In this PhD thesis we develop a number of decision analysis models for evaluating Information and Communication Technology (ICT) investments in the joint presence of uncertainty and competition. The target is to analyze investments risks, goals and constrains, estimate the optimum deployment strategy and finally evaluate the overall ICT business. Viewing ICT investments as real options (ROs), we model flexibility of implementing ICT business and combine them with various decision analysis techniques, such as game theory (GT), goal programming (GP), fuzzy logic (FL), analytic hierarchy process (ΑΗΡ) and SWOT analysis, for modelling specific ICT business characteristics in a holistic decision analysis perspective. It is the first time in the literature where the aforementioned techniques are integrated for modeling the specific ICT business characteristics in a common decision analysis framework. Analytically, the existing ROs models are strictly quantitative, while ICT investments experience tangible and intangible factors and the latter can be mainly treated by qualitative analysis. Moreover, ROs analysis in itself brings to the "surface" a number of factors that cannot be quantified, at least easily, by existing ROs models and methodologies. In this work, we enhance the quantitative analysis of the ROs introducing further qualitative option thinking. Our work suggests the management and business analysts, which adopt ROs, to recognize qualitatively the factors affecting the investment value and treat them in a ROs perspective. The results from our models may change the conclusions extracted by the typical ROs approach given by the literature. The ability to hold the option and delay the investment depends on the balance between a large number of criteria, which some of them can be treated qualitatively while some others quantitatively. The results of the thesis prove that the combination of quantitative and qualitative analysis, under a multicriteria perspective, could provide different conclusion for an ICT business concerning its optimum deployment strategy and its overall performance comparing to single quantitative analysis. Finally, we apply the proposed models and methodologies in real case studies from broadband networks and services, e-learning and firms' reorganization business fields, showing how they can be formulated and solved. The cases analyzed prove the usefulness and efficiency of the proposed models and methodologies. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσουμε μοντέλα λήψης αποφάσεων για την αξιολόγηση επενδύσεων Επικοινωνιών και Πληροφορικής (ΕκΠ) στην κοινή παρουσία αβεβαιότητας και ανταγωνισμού. Ο στόχος είναι η ανάλυση των επενδυτικών κινδύνων, στόχων και περιορισμών, ο υπολογισμός της βέλτιστης στρατηγικής υλοποίησης και τελικά η συνολική αξιολόγηση της επένδυσης στις ΕκΠ.. Αντιμετωπίζοντας τις επενδύσεις ΕκΠ ως πραγματικά δικαιώματα (real options, ROs) κατ' αντιστοιχία με τα χρηματοοικονομικά δικαιώματα (financial options) μοντελοποιούμε την ευελιξία στην υλοποίηση της επένδυσης με τη χρήση της συγκεκριμένη θεωρίας και την συνδυάζουμε με άλλες τεχνικές λήψης αποφάσεων όπως game theory (GT), goal programming (GP), fuzzy logic (FL), analytic hierarchy process (ΑΗΡ) και SWOT ανάλυση. Τα προτεινόμενα μοντέλα λαμβάνουν υπόψη τα ειδικά χαρακτηριστικά του κλάδου με στόχο την πληρέστερη αξιολόγηση τέτοιου είδους επενδύσεων. Είναι η πρώτη φορά στην βιβλιογραφία όπου οι παραπάνω θεωρίες και τεχνικές συνδυάζονται με στόχο την μοντελοποίηση των ειδικών επιχειρηματικών χαρακτηριστικών σε ένα κοινό μεθοδολογική πλαίσιο λήψης αποφάσεων. Αναλυτικότερα, τα υφιστάμενα μοντέλα των ROs, στον συγκεκριμένο χώρο είναι αυστηρά ποσοτικά ενώ συχνά οι συγκεκριμένες επενδύσεις μπορούν να περιέχουν τους ποιοτικούς παράγοντες που δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν με νομισματικούς όρους. Επιπλέον, η μεθοδολογία των ROs οδηγεί σε μερικούς παράγοντες που μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα όταν λαμβάνεται υπόψη ποιοτική ανάλυση. Στην εργασία βελτιώνεται η ποσοτική ανάλυση των ROs εισάγοντας την φιλοσοφία των ROs σε ποιοτικό επίπεδο. Η εργασία προτείνει στην διοίκηση και στον αναλυτή λήψης αποφάσεων, οι οποίοι υιοθετούν την φιλοσοφία των ROs, να αναγνωρίσουν σε ποιοτικό επίπεδο τους παράγοντες που επηρεάζουν την αξία της επένδυσης και να τους διαχειριστούν με την φιλοσοφία των ROs. Τα αποτελέσματα των μοντέλων δύναται να παρουσιάσουν διαφορετικά συμπεράσματα από αυτά που εξάγονται από την τυπική ποσοτική ανάλυση των ROs όπως υπάρχει μέχρι τώρα στη σχετική βιβλιογραφία. Η δυνατότητα να διατηρήσουμε μια RO σε μια επένδυση εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ ενός αριθμού κριτηρίων, παραγόντων από τα οποία κάποια αντιμετωπίζονται ποσοτικά ενώ κάποια άλλα ποιοτικά. Τα αποτελέσματα της διατριβής αποδεικνύουν ότι ο συνδυασμός ποσοτικής και ποιοτικής ανάλυση, σε μια πολυκριτηριακή προοπτική, δύναται να παρέχει διαφορετικά συμπεράσματα για μια επιχειρηματική δραστηριότητα στις ΕκΠ σε ότι αφορά την βέλτιστη στρατηγική υλοποίησης και της συνολικότερης απόδοση της σε σχέση με την μονοδιάστατη ποσοτική ανάλυση. Τέλος τα προτεινόμενα μοντέλα εφαρμόζονται σε μια σειρά πραγματικών περιπτώσεων επενδύσεων στα πεδία των Ευρυζωνικών δικτύων και υπηρεσιών, ηλεκτρονικής μάθησης αλλά και ανασχεδιασμού των επιχειρήσεων. Οι περιπτώσεις που αναλύονται αποδεικνύουν την χρησιμότητα και αποδοτικότητα των προτεινόμενων μοντέλων και μεθοδολογιών. 81 440 368 Analysis, design and implementation of information system: evaluation model for R&D funded programmes. Ανάλυση, σχεδιασμός και υλοποίηση πληροφοριακού συστήματος: μοντέλο αξιολόγησης χρηματοδοτούμενων έργων έρευνας και ανάπτυξης. In the new economic era, societies facing difficulties to generate innovation will miss the development opportunities linked to growth, competitiveness and increase-of employment. Inevitably, government intervention in development, research and innovation through the funding of research and development projects becomes imperative- The chief instrument for monitoring the progress of the implementation of such course of action is the evaluation of the funded programmes. Mapping out a strategy in line with the innovation policy and achieving maximum added value from the funding of research and development projects require the application of the evaluation in any stage of a project's life cycle. Furthermore, there is no doubt that the evaluation itself is a complex procedure based on mechanistic and functional-principles. In addition to quantitative methods, such as cost -benefit analysis, organization rules and workflow, the evaluation should use qualitative methods promoting ideas and notions, such as human initiative, constant change and acceptance of innovation. The present study focuses on the development of an effective evaluation methodology for research and development projects supported by an information system based on information management and knowledge technology deriving from an ontology model. Its objectives are: the analysis of the notion of evaluation; the systematic approach and the identification of the processes related to the tracking of process and methodology approach for a successful effectiveness of a research project; the identification of evaluation tools and indexes, respectively; the development of an evaluation model based on and incorporating quantitative-and qualitative evaluation features; the development of an information system based on knowledge technologies for the creation of a project evaluation ontology; the creation of a portfolio of evaluation indexes and semantic rules for identifying- qualitative and quantitative research results; and finally, the case study of research and development projects that are being implemented by consortiums and funded by the General Secretariat for Research and Technology. The basic results of the study are that the funding body should have actual evaluation participation in all the stages of a project's life cycle, the evaluation methodology should be clearly defined from the beginning of the funding process, the. creation of portfolio indexes measuring results according to the programme's goals is mandatory, the establishment of an appropriate evaluation model should be obligatory for the funding body and, finally, an information system managing structured and unstructured data will support the evaluation-model-.the programme's goals is mandatory, the establishment of an appropriate evaluation model should be obligatory for the funding body and, finally, an information system managing structured and unstructured data will support the evaluation-model. Key words: Evaluation, information system, ontology, indexes, model. Στην εποχή της οικονομίας της γνώσης, οι κοινωνίες, που δεν θα καταφέρουν να παραγάγουν καινοτομία, θα χάσουν το τρένο της ανάπτυξης. Αναπόφευκτα, εμφανίζεται επιτακτική η ανάγκη δημόσιας παρέμβασης σε θέματα ανάπτυξης, έρευνας και καινοτομίας που υλοποιείται με τη χρηματοδότηση προγραμμάτων/ έργων έρευνας και ανάπτυξης. Καθοριστικής σημασίας για τη χάραξη στρατηγικής αλλά και την παραγωγή επιπρόσθετης αξίας στη γνώση και τη δημιουργία, αποτελεί η άμεση, η μεσοπρόθεσμη και η μακροπρόθεσμη αξιολόγηση των προγραμμάτων/έργων αυτών και των αποτελεσμάτων τους. Αυτού του είδους η αξιολόγηση είναι, χωρίς αμφιβολία, μια σύνθετη διαδικασία. Πέρα από μεθόδους ποσοτικές, όπως την ανάλυση κόστους - οφέλους, τους κανόνες οργάνωσης, τη ροή εργασίας, η αξιολόγηση οφείλει να χρησιμοποιεί και μεθόδους ποιοτικές που θα αναδεικνύουν ιδέες όπως αυτές της ανθρώπινης πρωτοβουλίας, της διαρκούς αλλαγής και της αποδοχής της καινοτομίας. Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί η ανάπτυξη μιας αποτελεσματικής μεθοδολογίας αξιολόγησης έργων έρευνας και ανάπτυξης, μέσω της ανάλυσης, του σχεδιασμού και της υλοποίησης ενός πληροφοριακού συστήματος βασισμένου στη διαχείριση πληροφοριών με τεχνολογίες γνώσης και μοντέλο οντολογίας. Εν συντομία, οι στόχοι της διατριβής είναι η ανάλυση της έννοιας της αξιολόγησης, η μεθοδική προσέγγιση και καταγραφή των διεργασιών που σχετίζονται με την αποτελεσματικότητα των ερευνητικών έργων, η καταγραφή δεικτών και εργαλείων αξιολόγησης, η ανάπτυξη ενός μοντέλου αξιολόγησης, το οποίο βασίζεται και ενσωματώνει μεθόδους που αναδεικνύουν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά χαρακτηριστικά της αξιολόγησης, η ανάπτυξη ενός πληροφοριακού συστήματος βασισμένου σε τεχνολογίες γνώσης για τη δημιουργία μίας οντολογίας αξιολόγησης ερευνητικών έργων, η δημιουργία χαρτοφυλακίου δεικτών αξιολόγησης και σημασιολογικών κανόνων ανίχνευσης ποιοτικών και ποσοτικών χαρακτηριστικών των ερευνητικών αποτελεσμάτων και η ανάλυση της μελέτης περίπτωσης πιλοτικής εφαρμογής έργων που υλοποιούνται από κοινοπραξίες έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και χρηματοδοτούνται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Το βασικό συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι ο φορέας χρηματοδότησης πρέπει να έχει ουσιαστική συμμετοχή σε όλα τα στάδια υλοποίησης των έργων, με μια σαφή εκ των προτέρων καθορισμένη μεθοδολογία αξιολόγησης, στο πλαίσιο της οποίας δημιουργείται ένας πυρήνας χαρτοφυλακίου δεικτών για την αποτίμηση των έργων σε σχέση με τον στόχο του προγράμματος και καθορίζεται ένα μοντέλο αξιολόγησης, υποστηριζόμενο από πληροφοριακό σύστημα διαχείρισης της τυποποιημένης δομημένης και αδόμητης πληροφορίας. Λέξεις κλειδιά: Αξιολόγηση, πληροφοριακό σύστημα, οντολογία, δείκτες, μοντέλο. 82 250 234 The placement of Greek capital in offshore activities Η τοποθέτηση Ελληνικών κεφαλαίων σε υπεράκτιες δραστηριότητες The tax duty affects immediately the profitability of economic units, with high tax rates. The international capital has developed the institution of the offshore companies by over passing the countries where it really was activated. Also, it has presented as economic seat, countries that are tax havens with minimal or null tax rates for the acquired profits out of the constitutional seat and complete secrecy for the origin and the property of the capital. The most serious reasons for founding offshore companies with Greek interest are that of the market and the management of real estates and the reduction of tax duty of enterprises via overrating and under-tariffing. The aim of research is to show and to analyze these problems especially after the legislative change in Greece against the tax avoidance in relation with the Cyprus offshore companies and mainly the reactions of shareholders of offshore companies because of the change of tax arrangement. In this research, which was realized in Cyprus with open type questionnaires, thirteen companies of financial advisers participated and at their statement they represent the 6,068 offshore and international Cypriot companies (Rate of sample 13,48%). As a basic conclusion, in regard to the Greek reality, the big volume of off shore companies was founded at the period of rise of Greek Stock Exchange Market especially in Cyprus without some special reason but more as "life pillar". Finally today most companies of this form serve purposes of "transfer pricing". Η φορολογική επιβάρυνση έχει άμεσες επιπτώσεις στην κερδοφορία των οικονομικών μονάδων, με το ποσοστά υψηλής φορολόγησης. Το διεθνές κεφάλαιο ανέπτυξε το θεσμό των υπεράκτιων επιχειρήσεων υποσκελίζοντας τις χώρες όπου αυτές πραγματικά δραστηριοποιούνται και εμφανίζοντας ως οικονομικές έδρες χώρες «φορολογικούς παραδείσους» με ελάχιστους ή μηδενικούς φορολογικούς συντελεστές για τα αποκτηθέντα κέρδη εκτός της φορολογικής έδρας και με απόλυτη μυστικότητα όσον αφορά την προέλευση και την ιδιοκτησία του κεφαλαίου. Οι σοβαρότεροι λόγοι ίδρυση υπεράκτιων επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων είναι αυτοί της αγοράς και διαχείρισης ακίνητης περιουσίας και της μείωσης της φορολογικής οφειλής των επιχειρήσεων μέσω της υπερτιμολόγησης και της υποτιμολόγησης. Σκοπός της έρευνας είναι να παρουσιάσει και να αναλύσει αυτά τα προβλήματα ειδικά μετά από τη νομοθετική αλλαγή στην Ελλάδα ενάντια στη φοροδιαφυγή σε σχέση με τις υπεράκτιες επιχειρήσεις της Κύπρου και κυρίως τις αντιδράσεις των μετόχων των υπεράκτιων επιχειρήσεων λόγω της αλλαγής των φορολογικών ρυθμίσεων. Σε αυτήν την έρευνα, που πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο με ερωτηματολόγια ανοικτού τύπου, συμμετείχαν δέκα τρεις επιχειρήσεις οικονομικών συμβούλων που κατά δήλωση τους αντιπροσωπεύουν 6,068 υπεράκτιες και διεθνείς κυπριακές επιχειρήσεις (ποσοστό δείγματος 13.48%), Τα βασικό συμπεράσματα σε σχέση με την ελληνική πραγματικότητα είναι ότι ο κύριος όγκος των υπεράκτιων επιχειρήσεων ιδρύθηκε την περίοδος ανόδου της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, ειδικά με έδρα την Κύπρο, χωρίς κάποια ειδικό λόγο αλλά περισσότερο ως ένδειξη life style". Τελικά σήμερα οι περισσότερες επιχειρήσεις αυτής της μορφής εξυπηρετούν λόγους "μεταβλητής τιμολόγησης". 83 469 474 Hybrid optimization algorithms: implementation on GPU Υβριδικοί αλγόριθμοι βελτιστοποίησης: υλοποίηση σε κάρτες γραφικών Linear Programming (LP) is a significant area in the field of operations research. The simplex algorithm is one of the top ten algorithms with the greatest influence in the 20th century and the most widely used method for solving LP problems. The main aim of this thesis is to investigate the computational aspects of two simplex type algorithms: (i) the revised simplex algorithm, and (ii) a primal-dual exterior point simplex algorithm. Furthermore, Graphical Processing Units (GPUs) have gained a lot of popularity and have been applied to LP algorithms. Hence, the simplex type algorithms and the different methods in these algorithms are implemented both as CPU- and GPU-based implementations. Preconditioning techniques are important in solving linear problems, as they improve their computational properties. Scaling is the most widely used preconditioning technique in linear optimization algorithms and is used to reduce the condition number of the constraint matrix, improve the numerical behavior of the algorithms and reduce the number of iterations required to solve linear problems. Ten existing scaling techniques are reviewed and computationally compared. Moreover, we also propose a GPU-based implementation of these techniques. Computational results show that on average the speedup gained from the GPU-based implementations of all scaling methods is about 7x. The choice of the pivot element at each iteration is one of the most critical step in simplex type algorithms. Good choices of the entering variable can lead to fast convergence to the optimal solution, while poor choices lead to more iterations and worst execution times or even no solutions of the LPs. Six existing pivoting rules for the revised simplex algorithm are implemented. Furthermore, we also propose a GPU-based implementation of these rules. Computational results show that only the Steepest Edge rule can be implemented efficiently on a GPU. The computation of the basis inverse is the most time-consuming step in simplex type algorithms. This inverse does not have to be computed from scratch at any iteration, but updating schemes can be applied to accelerate this calculation. We review and implement five basis updating schemes. Then, we propose an implementation of two updating schemes on a CPU-GPU system. Computational results show that the Modification of the Product Form of the Inverse method is fastest than the other basis updating methods both on a CPU and on a GPU and its’ speedup is up to 19 for the time of the basis inverse and 5 for the total time. Finally, we propose two efficient GPU-based implementations of the revised simplex algorithm and a primal-dual exterior point simplex algorithm. Both GPU-based algorithms have been implemented in MATLAB using MATLABs Parallel Computing Toolbox. Computational results on randomly generated optimal sparse and dense linear programming problems are also presented. The results show that the proposed GPU-based implementations outperform MATLAB's interior point method. Ο Γραμμικός Προγραμματισμός (ΓΠ) είναι ένα σημαντικός τομέας της επιχειρησιακής έρευνας. Ο αλγόριθμος simplex είναι ένας από τους δέκα αλγόριθμους με τη μεγαλύτερη επιρροή στον 20ο αιώνα και η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος για την επίλυση γραμμικών προβλημάτων. Ο κύριος στόχος της διατριβής αυτής είναι η μελέτη της υπολογιστικής συμπεριφοράς δύο αλγορίθμων τύπου simplex: (i) του αναθεωρημένου αλγόριθμου simplex, και (ii) του πρωτεύοντα – δυϊκού αλγόριθμου simplex εξωτερικών σημείων. Επίσης, οι Κάρτες Γραφικών (Graphical Processing Units – GPUs) έχουν γίνει δημοφιλείς και έχουν εφαρμοστεί για την επίλυση γραμμικών προβλημάτων. Οι αλγόριθμοι τύπου simplex και οι διαφορετικές μέθοδοι στους αλγορίθμους αυτούς υλοποιούνται τόσο στη CPU όσο και στη GPU. Οι preconditioning τεχνικές είναι σημαντικές στην επίλυση γραμμικών προβλημάτων, καθώς βελτιώνουν την υπολογιστική συμπεριφορά των αλγορίθμων. Η κλιμάκωση είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη preconditioning τεχνική στους αλγόριθμους γραμμικού προγραμματισμού και χρησιμοποιείται για τη μείωση του βαθμού κατάστασης του πίνακα των περιορισμών, για τη βελτίωση της υπολογιστικής συμπεριφοράς των αλγορίθμων και για τη μείωση του αριθμού των επαναλήψεων που απαιτούνται για την επίλυση των γραμμικών προβλημάτων. Δέκα τεχνικές κλιμάκωσης μελετώνται και συγκρίνονται υπολογιστικά. Επίσης, προτείνουμε υλοποίησης των μεθόδων αυτών σε GPUs. Τα υπολογιστικά αποτελέσματα δείχνουν ότι υπάρχει μία επιτάχυνση της τάξης του 7 για όλες τις τεχνικές κλιμάκωσης που υλοποιήθηκαν σε GPUs. Η επιλογή του στοιχείου περιστροφής σε κάθε επανάληψη είναι ένα σημαντικό βήμα στους αλγορίθμους τύπου simplex. Καλές επιλογές της εισερχόμενης μεταβλητής μπορεί να οδηγήσουν σε πιο γρήγορη εύρεση της βέλτιστης λύσης, ενώ κακές επιλογές οδηγούν σε περισσότερες επαναλήψεις και χειρότερους χρόνους εκτέλεσης ή ακόμα και με εύρεση της βέλτιστης λύσης του γραμμικού προβλήματος. Έξι κανόνες περιστροφής υλοποιήθηκαν για τον αναθεωρημένο αλγόριθμο simplex. Επίσης, προτείνουμε υλοποιήσεις των κανόνων αυτών σε GPUs. Τα υπολογιστικά αποτελέσματα δείχνουν ότι μόνο η μέθοδος Steepest Edge Rule είναι κατάλληλη για υλοποίηση σε GPUs. Ο υπολογισμός της αντιστρόφου της βάσης είναι το πιο χρονοβόρο βήμα στους αλγορίθμους τύπου simplex. Το βήμα αυτό δε χρειάζεται να γίνεται εξαρχής σε κάθε επανάληψη, αλλά σχήματα ανανέωσης της βάσης μπορούν να εφαρμοστούν για την επιτάχυνση της διαδικασίας. Μελετούμε και υλοποιούμε πέντε μεθόδους υπολογισμού τη αντιστρόφου. Στη συνέχεια, προτείνουμε υλοποίησης σε GPUs για δύο από αυτές τις μεθόδους. Τα υπολογιστικά αποτελέσματα δείχνουν ότι η μέθοδος Modification of the Product Form of the Inverse είναι ταχύτερη των υπόλοιπων μεθόδων τόσο στη CPU όσο και στη GPU και η επιτάχυνση που επιτυγχάνεται είναι 19 για το βήμα της ανανέωσης της βάσης και 5 για το συνολικό χρόνο του αλγορίθμου. Τέλος, προτείνουμε δύο αποδοτικές υλοποιήσεις σε GPUs του αναθεωρημένου αλγόριθμου simplex και ενός πρωτεύονται – δυϊκού αλγόριθμου simplex εξωτερικών σημείων. Και οι δύο υλοποιήσεις έχουν γίνει στο MATLAB χρησιμοποιώντας το MATLAB's Parallel Computing Toolbox. Τα υπολογιστικά αποτελέσματα σε τυχαία αραιά και πυκνά γραμμικά προβλήματα παρουσιάζονται. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι προτεινόμενες υλοποιήσεις στη GPU είναι καλύτερες από τον αλγόριθμο εσωτερικών σημείων του MATLAB. 84 184 186 Προετοιμασία διαδικασίας διαγωνισμού για δημοπράτηση έργου: μελέτη περίπτωσης βελτίωση αφροδίσιου δρόμου Κ. Μηλιά-Μ. Μηλιά ΤΚ Μηλιάς Δήμου Κατερίνης In this master’s thesis, the author presents the analysis of an infrastructure project from a holistic point of view including all the required management phases. The project selected titled “Improving of the existing agroforestry road M. Milia – D. Milia in the area of Milia” belonging to the municipality of Katerini, region of Pieria, central Macedonia. The project is a transportation and highway engineering project. The contract signed in September 2009 and its financial resources based on the national strategical agricultural plan of Greece 2007-2013 “Alexandros Baltatzis”. The importance of the accomplishment of the project for the region was huge. Due to the project the transportation needs of the people and goods will be met as well as numerous positive social and financial impacts. In fact, some works did not follow the definite time schedule, as a result the delayed finishing of the whole project. Most important reasons caused delays were the mandatory pause of the works obliged by the 9th Byzantine Antiquities of the Ministry of Culture, the delayed payments of certified group of works and the existed weather conditions in the winter. Στην παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάζεται η μελέτη ενός έργου υποδομής στο σύνολο των φάσεων που διαμορφώνουν τη διαχείριση του. Το έργο που επιλέχθηκε έχει τίτλο ''Βελτίωση υφιστάμενης αγροδασικής οδού Μ. Μηλιά-Κ. Μηλιά Τ.Κ. Μηλιάς'' και βρίσκεται στο Δήμο Κατερίνης, Π.Ε Πιερίας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Πρόκειται για ένα έργο οδοποιίας το οποίο έχει κατασκευαστεί, η υπογραφή της σύμβασης του οποίου έγινε το Σεπτέμβριο του 2009 και η χρηματοδότηση του στηρίχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης της Ελλάδας 2007-2013 «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΛΤΑΤΖΗΣ». Η σημασία του έργου για την ευρύτερη περιοχή ήταν μεγάλη, καθώς μέσω αυτού θα εξυπηρετούνταν πλέον οι ανάγκες της μεταφοράς προϊόντων και της μετακίνησης ατόμων και φυσικά επέρχονταν στην περιοχή πλήθος έμμεσων θετικών αλλαγών (αύξηση εισοδήματος κατοίκων κ.α.). Ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες όμως επέφεραν καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των επιμέρους εργασιών του έργου και κατά συνέπεια στην παράδοση του. Οι σημαντικότεροι εξ' αυτών ήταν: η διακοπή εργασιών που επέβαλε η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, η μη έγκαιρη πληρωμή πιστοποιημένων εργασιών του Αναδόχου και οι επικρατούσες καιρικές συνθήκες τους χειμερινούς μήνες. 85 266 272 Real time finger gesture recognition for human robot interaction: application on control of mechatronic system. Αναγνώριση δακτυλικών χειρονομιών σε πραγματικό χρόνο για την αλληλεπίδραση ανθρώπου-ρομπότ: εφαρμογή στον έλεγχο συστημάτων μηχατρονικής. This thesis presents a methodology for real time interaction with mechatronic systems via gesture recognition. It presents a new kind of Human - Machine interaction through personal computer. With the help of real time gesture recognition technologies and by using camera signal processing (web, kinect, pmd) the interaction with systems robotics and mechatronics in general is achieved. The methodology is based on the definition of the appropriate control commands (dictionary of movements) through gestures. It also supports their real-time detection through the orbits of fingertips, even before completion, to achieve interaction with the mechatronic systems or robotics. Part of the methodology is the simultaneous control of multiple commands via finger gestures meaning that each finger represents a different command performed simultaneously. So in the broader context of Human Computer Interaction, research for this thesis aims to present a) an appropriate methodology to create a dictionary of movements b) methodology of command recovery with machine vision technologies in real -time and c) suitable software, FingerOrasis, for the interaction with mechatronic system in real time. The methodology used is based on expanding in three-dimensional space the current pc vision method to recognize finger movements in music. It takes into account two approaches of recognition in real –time from the FingerOrasis system: a) the static approach or touch finger recovery and b) the dynamic approach, command recovery. Static recognition is applied to each video frame. The dynamic recognition applies to all video frame sequences, based on Hidden Markov Models and dynamic time warping technique. Η συγκεκριμένη διδακτορική διατριβή παρουσιάζει μεθοδολογία αλληλεπίδρασης με συστήματα μηχατρονικής μέσω οπτικής αναγνώρισης δακτυλικών κινήσεων σε πραγματικό χρόνο. Παρουσιάζει ένα νέο είδος αλληλεπίδρασης Ανθρώπου - Ρομπότ μέσω Ηλεκτρονικού Υπολογιστή. Με τη βοήθεια τεχνολογιών αναγνώρισης ακροδακτύλων χεριού σε πραγματικό χρόνο και μέσω επεξεργασίας σημάτων κάμερας (web, kinect, pmd) επιτυγχάνεται αλληλεπίδραση με συστήματα ρομποτικής και εν γένει μηχατρονικής. H μεθοδολογία βασίζεται στον ορισμό των κατάλληλων εντολών ελέγχου (λεξικού κινήσεων) μέσω χειρονομιών και υποστηρίζει την ανίχνευσή τους σε πραγματικό χρόνο μέσω των τροχιών των ακροδακτύλων, πριν ακόμη ολοκληρωθούν, για την αλληλεπίδραση με το σύστημα μηχατρονικής ή ρομποτικής. Μέρος της μεθοδολογίας αποτελεί ο ταυτόχρονος έλεγχος πολλαπλών εντολών μέσω δακτυλικών χειρονομιών, είτε αντιστοιχίζοντας κάθε δάκτυλο με διαφορετική εντολή, που εκτελούνται όμως ταυτόχρονα, είτε χρησιμοποιώντας μια χειρονομία για την εκτέλεση πλήθους εντολών. Έτσι, στο γενικότερο πλαίσιο της Επικοινωνίας Ανθρώπου – Ρομπότ -Υπολογιστή, η έρευνα για την παρούσα διδακτορική διατριβή έχει σκοπό να παρουσιάσει α) κατάλληλη μεθοδολογία δημιουργίας λεξικού κινήσεων β) μεθοδολογία ανάκτησης εντολών με τεχνολογίες μηχανικής όρασης σε πραγματικό χρόνο και γ) κατάλληλο λογισμικό FingerOrasis για την αλληλεπίδραση με σύστημα μηχατρονικής σε πραγματικό χρόνο. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται βασίζεται στην επέκταση στον τρισδιάστατο χώρο υπάρχουσας μεθόδου όρασης Η/Υ για την αναγνώριση κινήσεων δακτύλων στον χώρο της μουσικής. Λαμβάνονται υπόψη δύο προσεγγίσεις αναγνώρισης σε πραγματικό χρόνο από το σύστημα FingerOrasis: α) η στατική προσέγγιση ή ανάκτηση πατήματος δακτύλου, και β) η δυναμική προσέγγιση, ανάκτηση εντολής. Η στατική αναγνώριση εφαρμόζεται σε κάθε καρέ του βίντεο. Η δυναμική αναγνώριση εφαρμόζεται σε σύνολο ακολουθιών καρέ βίντεο, βασιζόμενη σε Κρυφά Μαρκοβιανά Μοντέλα και σε τεχνική δυναμικής περιτύλιξης χρόνου. 86 362 386 The musical preparation of the Opera Although Opera was born around 1600, the rules governing the musical preparation were already formulated by the Renaissance. During the Baroque and Classical periods, the performance practices follow the rules that govern the Rhetoric Art, as shaped by the ancient Greek and Latin orators. Thus the "speaking style" was formed, which characterizes the interpretation of the opera from 1600 until the late 18th century. Mozart’s figure dominates the Classical era; his lyrical work is the starting point of two major schools of Romanticism: his Italian operas (Le Nozze di Figaro, Cosi fan tutte) evolve to the "Italian Belcanto” of Rossini, Bellini and Donizetti which later leads to the dramatic style of G. Verdi and Verismo. From his German Singspiel (Magic Flute, Abduction from the Seraglio) the German national opera is born, with the representative C. M von Weber, who introduced the style of Schubert's Lied in the opera. The principles of the performance practice governing Weber’s opera were later adopted by R. Wagner who created his own "Singing Style" that dominates the Romantic era. Wagner's interpretation practices influence the work of R. Strauss, but in his non-dramatic operas a return to practices found in Mozart are observed. The preparation of the French Baroque and Classical opera follows a more austere style based on a fixed tempo and limited improvisation with a detailed notation of musical ornaments. In the 19th century, the Italian practices are followed and, to this end, the Wagnerian influences make their appearance. The birth of National schools leads the musical preparation to the study of the specific traditional and folk musical styles of each country. Finally, the 20th century presents a great diversity of styles born from the need to create new and more expressive means. The new requirements of expression led composers to the searching of new instrumental techniques and the use of all sound production capabilities of the human voice. Sprechstimme is the culmination of the development of vocal art of the 20th century as it is an artificial invention by the composers and does not refer to the use of the already known sound production capabilities of the human body. Αν και η Όπερα γεννιέται περί το 1600, οι κανόνες που διέπουν τη μουσική της προετοιμασία διατυπώνονται ήδη από την εποχή της Αναγέννησης. Κατά την εποχή Baroque και την Κλασική περίοδο, οι κανόνες και οι πρακτικές ερμηνείας ακολουθούν αυτούς που διέπουν την Ρητορική Τέχνη, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους ρήτορες. Έτσι διαμορφώθηκε το «ομιλητικό ύφος» που χαρακτηρίζει την ερμηνεία της όπερας της εποχής από το 1600 μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα. Κυρίαρχη μορφή στην κλασική εποχή είναι ο Mozart, το λυρικό έργο του οποίου αποτελεί την αφετηρία δύο μεγάλων σχολών του Ρομαντισμού: Η ιταλική του όπερα (Οι Γάμοι του Φίγκαρο, Έτσι κάνουν Όλες) εξελίσσεται στο «Ιταλικό Belcanto» των Rossini, Bellini και Donizetti το οποίο κατόπιν οδηγείται στο δραματικό ύφος του G. Verdi και στον Βερισμό, ενώ από το γερμανικό του Singspiel (Μαγικός Αυλός, Αρπαγή από το Σεράι) γεννιέται η εθνική γερμανική όπερα με εκπρόσωπο τον C. M. von Weber ο οποίος εισάγει την τεχνοτροπία του Λιντ του F. Schubert στην όπερα. Τις αρχές της πρακτικής της ερμηνείας που διέπουν την όπερα του Weber, υιοθετεί ο R. Wagner που δημιουργεί το δικό του πλατύ «Τραγουδιστικό Ύφος» που κυριαρχεί στην Ρομαντική εποχή. Στο έργο του R. Strauss ακολουθούνται οι πρακτικές ερμηνείας του Wagner, αλλά στις μη δραματικές όπερες του παρατηρείται μια επιστροφή στις πρακτικές που συναντώνται στον Mozart. Η προετοιμασία της γαλλικής όπερας κατά την εποχή Μπαρόκ και την Κλασική εποχή ακολουθεί ένα πιο αυστηρό ύφος που στηρίζεται στο σταθερό tempo και στον περιορισμό του αυτοσχεδιασμού με την λεπτομερή καταγραφή των μουσικών στολιδιών. Κατά τον 19ο αιώνα ακολουθούνται πρακτικές που εφαρμόζονται στην Ιταλία ενώ προς τα τέλη αυτού, κάνουν την εμφάνιση τους οι βαγκνερικές επιρροές. Η γέννηση των εθνικών σχολών οδηγεί την μουσική προετοιμασία στην μελέτη των ιδιαίτερων παραδοσιακών και λαϊκών μουσικών ιδιωμάτων της κάθε χώρας. Τέλος ο 20ος αιώνας παρουσιάζει μια μεγάλη ποικιλομορφία τεχνοτροπιών που γεννήθηκαν από την ανάγκη για την δημιουργία νέων και περισσότερο εκφραστικών μέσων. Οι νέες εκφραστικές απαιτήσεις οδήγησαν τους συνθέτες στην αναζήτηση νέων οργανικών τεχνικών καθώς και στην χρήση όλων των δυνατοτήτων παραγωγής ήχου από την ανθρώπινη φωνή. H Sprechstimme («Ομιλιτική Φωνή») αποτελεί το αποκορύφωμα της εξέλιξης της φωνητικής τέχνης του 20ου αιώνα καθώς πρόκειται για μια τεχνητή επινόηση των συνθετών και όχι απλώς για την χρήση των ήδη γνωστών δυνατοτήτων παραγωγής ήχου από το ανθρώπινο σώμα 87 207 296 Socioeconomic and occupational effects on health status and the demand for health services of the workforce in European Union countries Κοινωνικές, οικονομικές και επαγγελματικές διαστάσεις στην κατάσταση της υγείας και στη ζήτηση υπηρεσιών υγείας των μελών του εργατικού δυναμικού στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης The present study focuses on health inequalities of the workforce, as well as on the factors affecting the individual demand for health services. In specific, the study examines the effects of low income and unemployment experience on the health status of the workforce members in five European union countries. The study aims at: i) studying the effect of unemployment history on individual health status and derive some findings regarding the dynamic nature of this relationship, ii) studying the dynamic relationship between poverty and health, iii) studying the effects of individual socioeconomic status on the demand for health services. The results of the present study are quite robust and indicate that unemployment and poverty are strong determinants of individual health status. In detail, it seems that disadvantaged individuals, in terms of low socioeconomic class, suffer systematically worse health status in comparison to the remainder. Furthermore, the consumption of health services is also shown to be strongly affected by individual socioeconomic characteristics. These findings indicate the need for the adoption of health, labor and income policies that will work together with the aim to reduce socioeconomic inequalities in health. Η παρούσα εργασία ασχολείται με το φαινόμενο των κοινωνικο-οικονομικών διαστάσεων στη ζήτηση κεφαλαίου υγείας και στη ζήτηση υπηρεσιών υγείας από τα άτομα. Ειδικότερα, η Διδακτορική Διατριβή επικεντρώνεται στο ρόλο του χαμηλού εισοδήματος και της ανεργίας στην υγεία των πολιτών σε διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υιοθετώντας εναλλακτικές εμπειρικές προσεγγίσεις μελετούμε: (i) τη σχέση μεταξύ του ιστορικού ανεργίας και της κατάστασης της υγείας ώστε να διερευνήσουμε τη δυναμική φύση της σχέσης και να ελέγξουμε για την πιθανή ενδογενή φύση της σχέσης ενδιαφέροντος, (ii) τη δυναμική σχέση μεταξύ φτώχειας και υγείας, και τέλος (iii) την επίδραση της ατομικής κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα συνεπή και καταδεικνύουν πως η ανεργία και το χαμηλό εισόδημα αποτελούν ισχυρούς προσδιοριστικούς παράγοντες των εναλλακτικών δεικτών υγείας που εξετάζονται στην μελέτη, σε ένα δείγμα 5 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση τα ευρήματα, φαίνεται πως οι ασθενέστερες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες του πληθυσμού αντιμετωπίζουν συστηματικά αυξημένη νοσηρότητα συγκριτικά με τα ευπορότερα μέλη της κοινωνίας. Μάλιστα η σχέση ενδιαφέροντος φαίνεται πως είναι δυναμική, με τις επιπτώσεις στην υγεία από την εμπειρία της φτώχειας και της ανεργίας να παραμένουν ισχυρές ακόμη και έπειτα από το πέρασμα αρκετών ετών. Επιπρόσθετα, βρίσκουμε πως η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας επηρεάζεται με ισχυρό τρόπο από τα ατομικά κοινωνικο-οικονομικά χαρακτηριστικά. Παρατηρείται έτσι μια ανισοκατανομή στην παροχή ιατρικής περίθαλψης μεταξύ των ατόμων διαφορετικών κοινωνικο-οικονομικών ομάδων, ενώ η παροχή ιατρικής φροντίδας θα έπρεπε να εξαρτάται αποκλειστικά από τις ανάγκες υγείας του πληθυσμού. Τα παραπάνω ευρήματα αναδεικνύουν την αναγκαιότητα χάραξης διεπιστημονικών πολιτικών με στόχο τη μείωση εκείνων των οικονομικών ανισοτήτων, μεταξύ των μελών της κοινωνίας, οι οποίες συμβάλλουν στην όξυνση των παρατηρούμενων ανισοκατανομών στην υγεία τους. 88 362 366 The purpose of this thesis was to examine corporate banking governance in Greece. In order to understand the context in which corporate governance of banks operates and the differences that banks have in relation to all other companies, an analysis takes place considering corporate governance and specific issues related to the differences between banks and other companies. More specifically, the differences concerning the Board of Directors, the ownership structure and the executive compensation are analyzed. Banking corporate governance is considered in the light of three of its most important features that determine its success. Initially, the Board of Directors is examined and in particular, those characteristics that lead to greater efficiency and profitability of banks. These concern the size of the Board, its degree of independence, the degree of independence, the specialized knowledge and abilities of the members of the Board of Directors. The bibliography has dealt with the exploration of the role of these characteristics in the achievement of an efficient banking governance without however clear conclusions. The next feature of corporate banking governance that is being considered concerns the ownership of banks. It turns out that when banks have few and large shareholders, they have better banking governance results as it is easier to monitor and supervise the management and makes the advisory role of the Board more feasible. Finally, the issue of executive compensation is being considered. It turns out that traditional compensation practices based on more short-term rates and fees are not as efficient as using longer – term or long-term features. For example, there are examples of better bank performance in the bibliography if executive rewards are based on corporate profitability instead of the stock price of the company’s short-term stock. Based on the overview of modern academic and empirical research, there are issues of bibliography that concern banking governance that have emerged in the context of globalization and the emergence of the recent financial crisis. These concern diversity in the Board of Directors and in particular the participation of more women in the Board of Directors and the participation of people with different nationalities, as well as the relationship between corporate banking governance and banks profitability. Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν να εξετάσει την εταιρική τραπεζική διακυβέρνηση στην Ελλάδα. Προκειμένου να γίνει κατανοητό το πλαίσιο μέσα στο οποίο λειτουργεί η εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών και οι διαφορές που έχουν οι τράπεζες σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες εταιρίες. Γίνεται μια ανάλυση γενική για την εταιρική διακυβέρνηση και ειδική για τις διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων και των τραπεζών ως προς την εφαρμογή της. Πιο συγκεκριμένα, αναλύονται οι διαφορές που αφορούν το Διοικητικό Συμβούλιο, τη δομή ιδιοκτησίας και την εκτελεστική αποζημίωση των διευθυντικών στελεχών. Η τραπεζική εταιρική διακυβέρνηση εξετάζεται υπό το πρίσμα τριών από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της που καθορίζουν την επιτυχία της. Αρχικά, εξετάζεται το Δ.Σ. και συγκεκριμένα τα χαρακτηριστικά εκείνα που οδηγούν σε μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα τις τράπεζες. Αυτά αφορούν το μέγεθος του Δ.Σ., το βαθμό ανεξαρτησίας του, την ύπαρξη ή μη αδιαφάνειας, τις εξειδικευμένες γνώσεις και ικανότητες των μελών του Δ.Σ. και άλλα στοιχεία. Η βιβλιογραφία έχει ασχοληθεί με τη διερεύνηση του ρόλου αυτών των χαρακτηριστικών στην επίτευξη μιας αποτελεσματικής τραπεζικής διακυβέρνησης χωρίς όμως ωστόσο σαφή συμπεράσματα. Το επόμενο χαρακτηριστικό τραπεζικής διακυβέρνησης που εξετάζεται αφορά το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τραπεζών. Προκύπτει ότι όταν οι τράπεζες έχουν λίγους και μεγάλους μετόχους παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα τραπεζικής διακυβέρνησης καθώς επιτυγχάνεται ευκολότερα η παρακολούθηση και εποπτεία της διοίκησης και καθίσταται πιο εφικτός ο συμβουλευτικός ρόλος του Δ.Σ. Τέλος εξετάζεται το ζήτημα των εκτελεστικών αποζημιώσεων. Προκύπτει ότι οι παραδοσιακές πρακτικές αποζημιώσεων που βασίζονταν σε πιο βραχυπρόθεσμα μεγέθη και αμοιβές δεν είναι τόσο αποδοτικές όσο η χρήση πρακτικών με πιο μακροπρόθεσμο χαρακτήρα ή με βάση μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, στη βιβλιογραφία υπάρχουν παραδείγματα καλύτερων επιδόσεων τραπεζών σε περίπτωση που οι εκτελεστικές αποζημιώσεις βασίζονται στην κερδοφορία των επιχειρήσεων αντί για τη χρηματιστηριακή τιμή της μετοχής της επιχείρησης που είναι βραχυπρόθεσμο μέγεθος. Με βάση την επισκόπηση σύγχρονων ακαδημαϊκών και εμπειρικών ερευνών προκύπτει ότι υπάρχουν ζητήματα που απασχολούν τη βιβλιογραφία και αφορούν την τραπεζική διακυβέρνηση τα οποία έχουν προκύψει στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και μετά την εμφάνιση της πρόσφατης χρηματοοικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τέτοια αφορούν την ποικιλομορφία στο Δ.Σ. και συγκεκριμένα τη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στο Δ.Σ. και τη συμμετοχή ανθρώπων με διαφορετικές εθνικότητες, καθώς επίσης και τη σύνδεση της εταιρικής τραπεζικής διακυβέρνησης με την αποδοτικότητα των τραπεζών. 89 319 301 Strategic groups in the Greek dairy industry. Στρατηγικές ομάδες στην ελληνική γαλακτοβιομηχανία. The purpose of the current thesis is to promote a theoretical model for identifying strategic groups in an industry. The in-depth and extensive analysis of the theoretical frameworks resulted in a new argument / approach to identify strategic groups, based essentially on two pre-existing theoretical models: Porter's model and Mascarenhas & Aaker approach (1989). Claim arising in this thesis is that it would be safer to identify valid strategic groups when these two approaches are identical: in that, the factors that lead to competitive advantage (according to Porter's approach) are simultaneously the factors that determine mobility barriers within the industry (Mascarenhas & Aaker approach). The survey and in-depth analysis of these theoretical approaches, came out with 6 assumptions, which resulted progressively, as the two chosen theoretical models were analyzing in parallel. So, deepening gradually their studying, and supporting (with basis in literature) the first hypothesis, the creation of the second one occurred, the analysis of which leaded to the third, and then to the fourth, till the completion of the searching questions with the sixth hypothesis. Finally the implementation of the suggested theoretical model considered necessary, in order to check the potential of the model. The appropriate variables (according to the model), had been chosen, in order to investigate the enterprises' behavior within the industry during the years, and hence to verify the validity of the strategic groups that had been identified. The procedure was repeated in a second period with a significant time lag, to determine whether the proposed model could follow the changing conditions of competition within the industry. The results of the survey were quite satisfied. Hence we come up with the conclusion that the implementation of the suggested model could lead to the configuration of strategic groups within an industry, that can be considered as reliable and stable over the years, as long as the procedure is followed. Με την παρούσα διατριβή επιχειρείται η ανάδειξη ενός θεωρητικού πλαισίου, για τον εντοπισμό στρατηγικών ομάδων σε έναν -οποιονδήποτε- οικονομικό κλάδο ανάπτυξης επιχειρησιακών δραστηριοτήτων. Η εκτενής και σε βάθος ανάλυση των θεωρητικών πλαισίων, κατέληξε σε ένα νέο ισχυρισμό-προσέγγιση εντοπισμού στρατηγικών ομάδων, στηριζόμενο ουσιαστικά σε δυο προϋπάρχοντα θεωρητικά μοντέλα: αυτό του Porter και εκείνο των Mascarenhas και Aaker. (1989). Ο ισχυρισμός που προκύπτει στην παρούσα διατριβή είναι ότι θα ήταν ασφαλέστερος ο προσδιορισμός έγκυρων στρατηγικών ομάδων, όταν οι δυο αυτές προσεγγίσεις ταυτίζονται: δηλαδή όταν οι παράγοντες που οδηγούν σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα (κατά την προσέγγιση του Porter) είναι ταυτόχρονα και οι παράγοντες που ορίζουν φραγμούς κινητικότητας (κατά την προσέγγιση των Mascarenhas και Aaker). Η έρευνα και σε βάθος ανάλυση των θεωρητικών αυτών προσεγγίσεων, κατέληξε στη δημιουργία 6 θεωρητικών υποθέσεων, οι οποίες προέκυψαν διαδοχικά, καθώς αναλύονταν τα δυο επιλεχθέντα θεωρητικά μοντέλα παράλληλα. Έτσι, εμβαθύνοντας σταδιακά στη μελέτη τους και υποστηρίζοντας βιβλιογραφικά την πρώτη υπόθεση προέκυψε η δημιουργία της δεύτερης, η ανάλυση της οποίας οδήγησε στη δημιουργία της τρίτης, και αυτή της τέταρτης, μέχρι που ολοκληρώθηκε η ερευνητική αναζήτηση με την έκτη υπόθεση Τέλος, ερευνήθηκε η πρακτική εφαρμογή του προτεινόμενου νέου θεωρητικού μοντέλου στον κλάδο της ελληνικής γαλακτοβιομηχανίας. Επιλέχθηκαν οι μεταβλητές εκείνες που προτείνονται βάσει του νέου μοντέλου και ερευνήθηκε η συμπεριφορά των επιχειρήσεων του κλάδου διαχρονικά, για να διαπιστωθεί η εγκυρότητα των στρατηγικών ομάδων. Η διαδικασία επαναλήφθηκε και σε δεύτερη χρονική περίοδο με χρονική απόσταση σημαντική, για να διαπιστωθεί το κατά πόσο θα μπορούσε το προτεινόμενο μοντέλο να παρακολουθήσει την εξέλιξη των ανταγωνιστικών συνθηκών μέσα στον κλάδο. Τα αποτελέσματα ήταν πολύ ικανοποιητικά. Μπορούμε έτσι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι με την εφαρμογή του προτεινόμενου αυτού μοντέλου, μπορούμε να οδηγηθούμε στη διαμόρφωση στρατηγικών ομάδων σε ένα βιομηχανικό κλάδο, διασφαλίζοντας σχετική σταθερότητα διαχρονικά, τηρώντας πάντα το πλαίσιο που τίθεται από το μοντέλο. 90 375 368 Export trade and export marketing with the use of internet by greek small and medium sized enterprises Εξαγωγικό εμπόριο και εξαγωγικό μάρκετινγκ με τη χρήση του διαδικτύου από τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις The main purpose of the present study is the identification of the specific factors that influence successful Internet use in exporting activities (more specifically, that contribute in the enhancement of export performance) of Greek Small and Medium Sized Enterprises (SMEs). In order to accomplish this main purpose, five specific goals were implemented. This study was conducted according to the principles of Hypothetico-deductive research method. It was important to implement some minor procedural adjustments in order for the specific methodology to be applicable and compatible with the particular conditions of the present study. The completion of the adjustments led to the creation of a 9-step general research methodology. Next, based on an extensive literature review on the subject of successful Internet use in exporting activities of SMEs, 20 possible factors were identified and used for the creation of a structured questionnaire. Initially, the questionnaire was pretested, then it was properly adjusted, and finally it was sent to a sample of 404 Greek exporting SMEs. The final sample of the empirical research of this study was comprised of 80 exporting SMEs located in several prefectures of Greece. The extended analysis of the data that emerged from the final sample revealed that eight factors (Level of Investment on Internet, Technological Infrastructure of the Company, Security and Protection of Online Transactions, Management Enthusiasm regarding Internet use, Type and Attributes of the Product, Exporter Type, Network Effect, and the Number of Languages that a Website is Translated into) play a very important role in the enhancement of export performance of the Greek exporting SMEs that participated in the present research. Moreover, the existence of possible relationships between these eight factors was studied with the use of the appropriate advanced statistical tools. The results yielded six additional relationships between them and led to the formation of a suggested theoretical model of factors that play an important role in successful Internet use in exporting activities of Greek SMEs. The present study ends with a critical review and evaluation of the results in comparison with the results of similar studies, followed by several useful and practical administrative suggestions for CEOs and export managers of Greek SMEs. Ο βασικός σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η αναγνώριση και ο καθορισμός των παραγόντων που επηρεάζουν την επιτυχημένη χρήση του Διαδικτυου στις εξαγωγικές δραστηριότητες (και πιο συγκεκριμένα που συνεισφέρουν στη βελτίωση της εξαγωγικής επίδοσης) των ελληνικών ΜΜΕ. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, ακολουθήθηκε η διαδοχική υλοποίηση μιας σειράς πέντε επιμέρους στόχων. Η συγκεκριμένη μελέτη στηρίχθηκε και ακολούθησε, με κάποιες προσαρμογές, τις αρχές της Υποθετικο-συμπερασματικής (Hypothetico-deductive) μεθοδολογίας έρευνας. Οι προσαρμογές που πραγματοποιήθηκαν στη συγκεκριμένη μεθοδολογία ήταν απαραίτητες, έτσι ώστε να μπορεί να είναι εφαρμόσιμη και συμβατή με τις ιδιαίτερες συνθήκες διεξαγωγής της συγκεκριμένης μελέτης. Μετά τις απαραίτητες προσαρμογές, διαμορφώθηκε μια γενική ερευνητική μεθοδολογία εννιά σταδίων. Στη συνέχεια, η εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση οδήγησε στην αναγνώριση 20 πιθανών παραγόντων επηρεασμού της επιτυχημένης χρήσης του Διαδικτυου, βάση των οποίων δομήθηκε το ερωτηματολόγιο της πρωτογενούς εμπειρικής έρευνας. Αφού ελέγχθηκε πιλοτικά και έγιναν οι απαραίτητες προσαρμογές, η τελική μορφή του ερωτηματολογίου στάλθηκε σε 404 ελληνικές εξαγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το τελικό δείγμα βάση του οποίου συγκεντρώθηκαν τα απαραίτητα στοιχεία, αποτέλεσαν 80 ελληνικές εξαγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων αυτών, διαμόρφωσε τα τελικά αποτελέσματα και αποκάλυψε, ότι από τους είκοσι πιθανούς παράγοντες επιτυχημένης χρήσης του Διαδικτυου οι οκτώ (Επίπεδο Επένδυσης στο Διαδίκτυο,, Τεχνολογική Υποδομή της Επιχείρησης, Ασφάλεια και Προστασία των Συναλλαγών στο Διαδίκτυο, Ενθουσιασμός της Διοίκησης για τη χρήση του Διαδικτυου, Χαρακτηριστικά και Είδος του Προϊόντος, Ο Τύπος του Εξαγωγέα, Το Φαινόμενο του Δικτύου, και Ο Αριθμός των Γλωσσών στις οποίες είναι μεταφρασμένη η Εταιρική Ιστοσελίδα) επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την εξαγωγική επίδοση των ελληνικών ΜΜΕ του δείγματος. Τέλος, διερευνήθηκε περαιτέρω η ύπαρξη πιθανών σχέσεων μεταξύ των οκτώ στατιστικά σημαντικών παραγόντων και αποκαλύφθηκαν έξι επιπλέον συσχετίσεις μεταξύ τους. Όλα τα παραπάνω αποτελέσματα οδήγησαν στη δημιουργία του προτεινόμενου θεωρητικού μοντέλου των παραγόντων που επηρεάζουν την επιτυχημένη χρήση του Διαδικτυου στις εξαγωγικές δραστηριότητες των ελληνικών ΜΜΕ. Η παρούσα μελέτη ολοκληρώνεται, αφενός με μία κριτική εξέταση και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της έρευνας σε σχέση με την αντίστοιχη υπάρχουσα βιβλιογραφία, και αφετέρου με την παρουσίαση μιας σειράς από χρήσιμες, ουσιαστικές, και εφαρμόσιμες διοικητικές προτάσεις απευθυνόμενες κυρίως προς τους επιχειρηματίες και τα εξαγωγικά στελέχη των ελληνικών επιχειρήσεων. 91 314 312 Ο ρόλος της προϊσταμένης νηπιαγωγείου ως επιμορφώτρια των εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής The importance of transforming schools into learning organizations in which teachers can improve and learn from the accumulated knowledge of another has long been recognized. The school organization should be a continuous learning community for all its members, with the main person, coordinator - trainer the school principal, in the current case the school administrator of the kindergarten. The goal of this study is to show the in-service training of preschool teachers by the school administrator of the kindergarten and how this affects their teaching and professional development. Although the development is a personal matter, the professional development of preschool teachers in each school unit is affected by the school administrator as well. To succeed in the new role, even the school administrator of the kindergarten themselves should be highly qualified to become a trainer - leader. The method used in the survey is the semi-structured interview with a random selection of twenty (N = 20) preschool teachers. The main findings are that the kindergarten is characterized by informal discussion as well as that no formal in-service training of preschool teachers takes place. The school administrator seems not to be concerned about the training and professional development of the preschool teachers in her kindergarten. Nevertheless, the prevailing atmosphere in a kindergarten is usually positive and functions in a democratic framework. It seems that the preschool teachers discuss in a cooperative setting on common issues regarding the school and that the decision-making process is participative. The school administrator’s negative feature appeared to be mainly the stress due to her dual role as a school administrator. In conclusion, the school administrator of the kindergarten should follow a lifelong training herself in order to be capable to train preschool teachers, based on adult education principles, into her unit. Thus, the kindergarten has to be transformed into an educational organization where all members have the opportunity to learn. H σημασία της μετατροπής των σχολείων σε οργανισμούς μάθησης όπου οι εκπαιδευτικοί μπορούν να βελτιώσουν και να μάθουν από τη συσσωρευμένη γνώση του άλλου έχει από καιρό αναγνωριστεί. Ο οργανισμός του σχολείου θα πρέπει να είναι μια συνεχής κοινότητα μάθησης για όλα τα μέλη της, με κύριο πρόσωπο, συντονιστή, εκπαιδευτή - επιμορφωτή τον διευθυντή του σχολείου, στην προκειμένη περίπτωση της προϊσταμένης του νηπιαγωγείου. Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας είναι να φανεί η ενδοσχολική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής από την προϊσταμένη του νηπιαγωγείου και πως αυτό επηρεάζει την διδασκαλία και την επαγγελματική τους ανάπτυξη. Μολονότι η ανάπτυξη είναι ένα προσωπικό θέμα, η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής σε κάθε σχολική μονάδα επηρεάζεται και από τη προϊσταμένη. Για να επιτύχουν στον νέο τους ρόλο, οι προϊσταμένες νηπιαγωγείων θα πρέπει και οι ίδιες να έχουν αυξημένα προσόντα για να περάσουν στον επιμορφωτή - ηγέτη. Στην έρευνα η μέθοδος που ακολουθήθηκε είναι η ημιδομημένη συνέντευξη με τυχαία δειγματοληψία είκοσι (Ν=20) εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής. Τα κυριότερα ευρήματα είναι ότι στο νηπιαγωγείο κυριαρχεί η ανεπίσημη συζήτηση και η έλλειψη επίσημης ενδοσχολικής επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής. Η προϊσταμένη δεν φαίνεται να ασχολείται με την επιμόρφωση και την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών προσχολικής αγωγής του νηπιαγωγείου της. Παρ’ όλα αυτά, συνήθως, στο νηπιαγωγείο επικρατεί θετικό σχολικό κλίμα, με δημοκρατικά πλαίσια. Φαίνεται ότι οι εκπαιδευτικοί προσχολικής αγωγής συζητούν σε συνεργατικό κλίμα για κοινά θέματα που αφορούν όλο το σχολείο και γίνεται συμμετοχική λήψη αποφάσεων. Αρνητικό χαρακτηριστικό της προϊσταμένης φάνηκε ότι είναι κυρίως το άγχος της, λόγω του διττού της ρόλου ως προϊσταμένης. Καταληκτικά, η προϊσταμένη νηπιαγωγείου θα πρέπει δια βίου να επιμορφώνεται η ίδια και μετά να μπορεί να επιμορφώνει ενδοσχολικά, με βάση τις αρχές εκπαίδευσης ενηλίκων, τους εκπαιδευτικούς προσχολικής αγωγής. Έτσι, το νηπιαγωγείο θα πρέπει να μετατραπεί σε έναν εκπαιδευτικό οργανισμό που όλα τα μέλη του μαθαίνουν. 92 370 353 The phenomenon of the Tertiarization of the Greek Economy and the contribution of International Tourism to the economic growth of Greece. The contribution of stock market development and the degree of opening of the economy as determinants of economic growth: An empirical exploration of this relationship in the case of Greece Το φαινόμενο της τριτογενοποίησης της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή του διεθνούς τουρισμού στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας. Η συμβολή της χρηματιστηριακής ανάπτυξης και του βαθμού ανοίγματος της οικονομίας ως προσδιοριστικοί παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης: μια εμπειρική διερεύνηση αυτής της σχέσης στην περίπτωση της Ελλάδας Greece was one of the winning countries of the Second World War but was largely lost in the destruction of basic infrastructure such as bridges, roads, etc. Economic and social instability was a past when, in 1953, a stable climate for the development of the economy and industry was created by the devaluation and stabilization of the (drachma - dollar) exchange rate. Since the late 1970s, the country has been performing well in terms of industrial development and industrial production. Problems such as political leadership protection, the lack of a stable tax system, low productivity and a lack of healthy competition have led the Greek economy to collapse in the 1980s. The Greek manufacturing sector that grew in the previous period is losing out, labor force, as well as its contribution to the country's economic development. At the same time, the percentage of participation of both the agricultural and industrial sectors in GDP production. of the country from 47% dropped to just 19.2%. The advent of "economic maturity" and the process of deindustrialization are inevitable for every economy and any country. The growth of the tertiary sector of production is now apparent in relation to the stagnation of the primary sector and the sharp fall in the secondary production sector. The Tertiarization of the Greek economy is a reality. What proved to be was that it was not a very negative result. The dynamics of the tertiary sector has been empirically demonstrated to be of direct and particular importance in the shaping of GDP. of Greece on a long-term basis, followed by the primary production sector. The first and third sectors of production have withstood the pressures of the financial crisis that the country is experiencing from 2009 onwards. Indeed, the tertiary sector grew even more than the high taxation of the tourism industry, and the primary sector in turn resisted vigorously leaving behind as small as possible losses. Η Ελλάδα ήταν από τις νικήτριες χώρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά μεγάλη χαμένη σε καταστροφές βασικών υποδομών όπως γέφυρες, οδικό δίκτυο κ.α. Η οικονομική και κοινωνική αστάθεια αποτέλεσαν παρελθόν όταν το 1953 δημιουργήθηκε με την υποτίμηση και την σταθεροποίηση της ισοτιμίας (δραχμής - δολαρίου) ένα σταθερό κλίμα για την ανάπτυξη της οικονομίας και της βιομηχανίας. Η χώρα από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 παρουσίασε καλές επιδόσεις όσον αφορά την ανάπτυξη του βιομηχανικού κλάδου και την βιομηχανική παραγωγή. Προβλήματα όπως προστατευτισμός από πλευράς πολιτικής ηγεσίας, η έλλειψη σταθερού φορολογικού συστήματος, η χαμηλή παραγωγικότητα και έλλειψη υγιούς ανταγωνισμού οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε κατάρρευση την δεκαετία του 1980. Ο κλάδος της ελληνικής μεταποίησης που είχε γιγαντωθεί την προηγούμενη περίοδο χάνει τα πρωτεία τόσο στο ποσοστό απασχόλησης του εργατικού δυναμικού , όσο και στη συμβολή του στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Παράλληλα το ποσοστό συμμετοχής αμφότερων του αγροτικού και του βιομηχανικού τομέα στην παραγωγή του Α.Ε.Π. της χώρας από 47% ελαττώθηκε μόλις σε 19,2%. Η έλευση της «οικονομικής ωριμότητας» και η διαδικασία της αποβιομηχάνισης είναι αναπόφευκτα για κάθε οικονομία και οποιαδήποτε χώρα. Η ανάπτυξη του τριτογενή τομέα παραγωγής είναι πλέον εμφανείς σε σχέση με την στασιμότητα που χαρακτηρίζει τον πρωτογενή τομέα και την κατακόρυφη πτώση του δευτερογενή τομέα παραγωγής. Η τριτογενοποίηση της ελληνικής οικονομίας είναι μια πραγματικότητα. Αυτό που αποδείχθηκε ήταν ότι δεν ήταν κάλλιστα αρνητικό αποτέλεσμα. Η δυναμική του τριτογενούς τομέα αποδείχθηκε εμπειρικά ότι έχει άμεση και ιδιαίτερη σημασία στη διαμόρφωση του Α.Ε.Π. της Ελλάδας σε μακροχρόνια βάση και ακολουθεί ο πρωτογενής τομέας παραγωγής. Ο πρώτος και ο τρίτος τομέας της παραγωγής άντεξαν στις πιέσεις της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα από το 2009 και έπειτα. Μάλιστα ο τριτογενής τομέας αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο παρά την υψηλή φορολόγηση του τουριστικού κλάδου και ο πρωτογενής τομέας με τη σειρά του αντιστάθηκε σθεναρά αφήνοντας πίσω όσο το δυνατό μικρότερες απώλειες. 93 207 239 Comparative investigation of the health sector in the E.U member states. Συγκριτική διερεύνηση του τομέα της υγείας στις χώρες μέλη της Ε.Ο.Κ. In this paper, a macro-econometric model is suggested for investigating the health sector in E.U, using the following structural functions: labour demand function: it is maintained that labour demand depends on the salaries and the health services. Demand function for hospital beds: it is assumed that demand for hospital beds depends on the cost of hospital beds as well as on the health services. Investment function: it is assumed that investment depends on the existing number of beds, on G.D.P and on the volume investment of the previous period. Health services demand function: it is maintained that the demand for health services depends on G.D.P and on the cost of bed occupancy. All functions are exponential but for estimation purposes they have been converted to logarithms. This theoretical model is estimated by the method of O.L.S/A.R and 2.S.L.S/A.R using statistical data from the E.U economy and for the period of 1960-1987. The estimated model has been tested, as to what extend it can reproduce reality, with the method of dynamic simulation. Finally, the simulated model is used experiments, for economic policy based on changes in the variables of salaries, G.D.P and the cost of hospital beds. Στην έρευνα αυτή μελετάται η συγκριτική διερεύνηση του τομέα της υγείας στις χώρες της Ε.Ο.Κ υπο το πρίσμα μιας μακρο-οικονομικής αναλύσεως. Πιο συγκεκριμένα : προτείνεται ένα μάκρο-οικονομικό υπόδειγμα το οποίο για λόγους συγκρίσεως, βασίζεται στις ίδιες ακριβώς αρχές για όλες τις χώρες της Ε.Ο.Κ. Ειδικότερα το υπόδειγμα αποτελείται από τις παρακάτω διαθρωτικές συναρτήσεις : συνάρτηση της ζητήσεως εργασίας. Υποστηρίζεται ότι η ζήτηση της εργασίας εξαρτάται από το μισθό και από τη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας. Συνάρτηση της ζητήσεως νοσοκομειακών κρεβατιών: υποστηρίζεται ότι η ζήτηση για νοσοκομειακά κρεβάτια εξαρτάται από το κόστος των νοσοκομειακών κρεβατιών και από τη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας. Συνάρτηση των επενδύσεων: υποστηρίζεται ότι οι επενδύσεις εξαρτώνται από το υπάρχον επίπεδο του αριθμού των κρεβατιών, από το Α.Ε.Π και από τις επενδύσεις της προηγούμενης περιόδου. Συνάρτηση της ζητήσεως των υπηρεσιών υγείας: υποστηρίζεται ότι η ζήτηση των υπηρεσιών υγείας εξαρτάται από το Α.Ε.Π και το κόστος του αρρώστου. Όλες οι συναρτήσεις είναι εκθετικές και για λόγους εκτίμησης τις μετατρέπουμε στη λογαριθμική τους μορφή ώστε να γίνουν γραμμικές. Το θεωρητικό αυτό υπόδειγμα εκτιμάται με τις μεθόδους O.L.S/A.R και 2.S.L.S/A.R και με τη βοήθεια συμβατών για τις χώρες της Ε.Ο.Κ στατιστικών στοιχείων. Τα στατιστικά αυτά στοιχεία αναφέρονται σε σταθερές τιμές E.C.U με βάση το έτος 1980 και εκτίνονται στη χρονική περίοδο 1960-1987. Το εκτιμημένο υπόδειγμα ελέγχεται κατά πόσο μπορεί να αναπαράγει την πραγματικότητα, με τη μέθοδο της δυναμικής προσομοίωσης. 94 301 312 The intermediate mechanism of information and communication technologies in the relationship between socio-economic factors and corruption Ο διαμεσολαβητικός μηχανισμός των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στη σχέση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και διαφθοράς The purpose of the doctoral thesis is to investigate the mediating mechanism of information and communication technologies (material access, digital access) and leverage (bribery, labour) in the relationship between factors of the socio-economic environment, such as those described and depicted through the PEST framework (Political, Economic, Social, Technological) and perceived corruption variables in groups of citizens or areas of society (Institutions, Bodies, Organizations, Public Services Revenue). To achieve this goal, a number of relevant research hypotheses have been developed, which have been integrated into a comprehensive functional model. These hypotheses were verified for their accuracy with the help of secondary data from countries of the Organization for Economic Co-operation and Development (OECD) and with the help of primary data from Greece, collected through a structured questionnaire. In order to evaluate the functional model, the approach of Structural Equations Models was followed and SPSS AMOS was used as software. Among the conclusions of the thesis are the following: (1) Socio-economic factors increase corruption in all areas of society, through bribery and the labour sector. (2) Material access reduces corruption in all areas of society, through bribery and the labour force. (3) Digital access reduces corruption in all areas of society, through bribery and the labour force. (4) Technological factors reduce corruption in all areas of society, through bribery and the labour force. (5) Technological factors mediate in series and completely in the relationship between socioeconomic factors and corruption. In summary, the thesis covers gaps and adds knowledge both in theory and in practice. In addition, illuminating part of the "black box" regarding the mechanism of mediation in the relationship between socioeconomic factors and corruption, and proposing approaches for further research, contributes significantly to this cognitive area. Σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση του διαμεσολαβητικού μηχανισμού των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών (υλική πρόσβαση, ψηφιακή πρόσβαση) και μοχλών διαφθοράς (δωροδοκία, εργασιακός κλάδος) στη σχέση μεταξύ παραγόντων του κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος, όπως είναι αυτοί που περιγράφονται και απεικονίζονται από το ευρύτερο μακρο-περιβάλλον, μέσω του πλαισίου PEST (Political, Economic, Social, Technological) και αντιληπτών μεταβλητών διαφθοράς σε ομάδες πολιτών ή χώρων της κοινωνίας (Θεσμοί, Φορείς, Οργανισμοί, Υπηρεσίες Δημοσίων Εσόδων). Για την επίτευξη του σκοπού αυτού διαμορφώθηκε σειρά σχετικών ερευνητικών υποθέσεων, οι οποίες εντάχθηκαν σε ένα ολοκληρωμένο λειτουργικό υπόδειγμα. Οι υποθέσεις αυτές ελέγχθηκαν ως προς την ορθότητά τους με τη βοήθεια δευτερογενών δεδομένων από χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) και με τη βοήθεια πρωτογενών δεδομένων από την Ελλάδα, που συλλέχθηκαν μέσω δομημένου ερωτηματολογίου. Για την εκτίμηση του λειτουργικού υποδείγματος ακολουθήθηκε η προσέγγιση των Υποδειγμάτων Δομικών Εξισώσεων και ως λογισμικό χρησιμοποιήθηκε το SPSS AMOS. Μεταξύ των συμπερασμάτων της διατριβής περιλαμβάνονται και τα εξής: (1) Οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες αυξάνουν τη διαφθορά σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, διαμέσου της δωροδοκίας και του κλάδου εργασίας. (2) Η υλική πρόσβαση μειώνει τη διαφθορά σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, διαμέσου της δωροδοκίας και του κλάδου εργασίας. (3) Η ψηφιακή πρόσβαση μειώνει τη διαφθορά σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, διαμέσου της δωροδοκίας και του κλάδου εργασίας. (4) Οι τεχνολογικοί παράγοντες μειώνουν τη διαφθορά σε όλους τους χώρους της κοινωνίας, διαμέσου της δωροδοκίας και του κλάδου εργασίας. (5) Οι τεχνολογικοί παράγοντες διαμεσολαβούν σειριακά και πλήρως στη σχέση μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και της διαφθοράς. Συνοψίζοντας, η διατριβή καλύπτει κενά και προσθέτει γνώση τόσο σε θεωρητικό επίπεδο όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Επιπλέον, φωτίζοντας μέρος του «μαύρου κουτιού» αναφορικά με τον μηχανισμό διαμεσολάβησης στη σχέση μεταξύ κοινωνικοοικονομικών παραγόντων και διαφοράς και προτείνοντας προσεγγίσεις για παραπέρα έρευνα, συμβάλλει σημαντικά στη γνωστική αυτή περιοχή. 95 280 273 The child pornography offense and the confrontation of it by the criminal justice systems of southeastern European countries. Το αδίκημα της παιδικής πορνογραφίας και η αντιμετώπισή του από τα ποινικά συστήματα των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. The phenomenon of child pornography is now plaguing modern societies devouring methodologically and devastating the already rotten foundations by many other causes. However, ignorance of the legal status and the answer that was reserved for this phenomenon by the national legislatures of the countries around us gave the stimulus for this thesis. It was necessary to shed light on the phenomenon by looking at it from the point of its creation. It was given attention to both the character of the offender and the instruments used today. The response developed by the international community to the phenomenon is presented. The longitudinal position of the Greek legislator towards the problem is examined until its crystallized current position and mainly struggled to find, collect and update relevant national laws of countries of southeastern Europe. Finally, the current criminal and legislative status of these countries was studied and assessed and after comparing it with the requirements prescribed in the international legal regime to protect minors, whatever deviations were wholly cited, offering to any researcher the ability of a direct assessment of the situation in which the National legislatures of the states of SE Europe are in relation with the phenomenon under investigation. For these reasons hope is reserved, hopefully ungrounded, that this thesis may even at least help to combat the phenomenon, since it is now directly possible and achievable a strategic coordination in the speed that has to be developed by the lawmakers of NA European countries in this race in order to win the goal which is clearly the stamping out of this. Το φαινόμενο της παιδικής πορνογραφίας μαστίζει σήμερα τις σύγχρονες κοινωνίες κατατρώγοντας μεθοδικά και καταστροφικά τα ήδη τρωθέντα από πολλές άλλες συντρέχουσες αιτίες θεμέλιά τους. Η άγνοια όμως του νομικού καθεστώτος και της όποιας απάντησης επιφύλασσαν ενδεχομένως στο φαινόμενο αυτό οι εθνικοί νομοθέτες των χωρών που μας περιβάλλουν έδωσε το ερέθισμα για την παρούσα διατριβή. Κρίθηκε απαραίτητο να φωτίσουμε το φαινόμενο εξετάζοντάς το από το αρχικό σημείο δημιουργίας του. Δώσαμε προσοχή τόσο στο χαρακτήρα του δράστη, όσο και στα μέσα που σήμερα χρησιμοποιεί. Παρουσιάσαμε την απάντηση που διαμόρφωσε η διεθνής κοινότητα στο φαινόμενο. Εξετάσαμε την διαχρονική θέση του Έλληνα νομοθέτη απέναντι στο πρόβλημα μέχρι την κατασταλαγμένη σημερινή του στάση και κυρίως αποδυθήκαμε σε έναν αγώνα ανεύρεσης, συλλογής και επικαιροποίησης των εθνικών σχετικών νομοθεσιών των χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Τέλος μελετήσαμε και αξιολογήσαμε το εκάστοτε ποινικονομοθετικό καθεστώς των χωρών αυτών και αφού το συγκρίναμε με τις απαιτήσεις που επιτάσσει το διεθνές νομοθετικό καθεστώς προστασίας των ανηλίκων, παραθέσαμε συγκεντρωτικά τις όποιες αποκλίσεις, προσφέροντας έτσι στον οποιοδήποτε μελετητή την δυνατότητα μιας άμεσης εκτίμησης της κατάστασης στην οποία ευρίσκονται οι εθνικοί νομοθέτες των κρατών της Ν.Α. Ευρώπης σε σχέση με το υπό έρευνα φαινόμενο. Διατηρούμε για τους λόγους αυτούς την -όχι αιθεροβάμονα, ελπίζω- προσδοκία πως η παρούσα διατριβή μπορεί έστω και στο ελάχιστο να συμβάλλει στην καταπολέμηση του φαινόμενου, αφού πλέον καθίσταται άμεσα δυνατός και επιτεύξιμος ο επίκαιρος συντονισμός στο ταχύ βήμα που πρέπει να αναπτύξουν οι νομοθέτες των χωρών της Ν.Α. Ευρώπης, σε αυτόν τον αγώνα δρόμου για την κατάκτηση του στόχου που είναι ασφαλώς η πάταξη του φαινόμενου. 96 526 552 Modelling and pricing temperature derivatives using wavelet networks and wavelet analysis. Μοντελοποίηση και τιμολόγηση παραγώγων θερμοκρασίας με τη χρήση Wavelet νευρωνικών δικτύων και ανάλυση Wavelet. Weather derivatives are financial instruments that can be used by organizations or individuals as part of a risk management strategy to reduce risk associated with adverse or unexpected weather conditions. Just as traditional contingent claims, whose payoffs depend -upon the price of some fundamental, a weather derivative has an underlying measure such as: rainfall, temperature, humidity or snowfall. In this thesis the problem of pricing weather futures written on various temperature indices, as well as weather options on weather futures is addressed. In order to accurately price -weather derivatives based on temperature indices, first, a model that describes the evolution of the daily average temperature was developed. This thesis provides a concise and rigorous treatment of the stochastic modelling of weather market: The Ornstein-Uhlenbeck process is described as the basic modelling tool for daily average temperature dynamics, while the innovations are driven by a Brownian motion. We emphasize in the accurate estimation of the seasonal component in the mean and variance using wavelet analysis. A modelling approach.that efficiently extracts all the seasonalities from the temperature was developed. - In addition we use wavelet networks in order to examine the time dependence of the speed of the mean reversion parameter of the process, κ. We estimate non-parametrically with a wavelet network a model of the temperature process and then compute the derivative of the network output with respect to the network input, in order to obtain a: series of daily values for κ. To our knowledge, this is the first time that this has been done, and it gives us a much better insight into the temperature dynamics and temperature derivative pricing. Our results indicate strong time dependence in the daily values of and no seasonal patterns. This is important, since in all relevant studies-performed thus far, κ was assumed to be constant. Our analysis is based on seven cities that weather derivatives are actively traded on the Chicago Mercantile Exchange. Comparing our method with alternative approaches, our results indicate that our model significantly outperforms them both in-sample and out-of-sample. Furthermore, the residuals of the wavelet neural network provide a better fit to the normal distribution when compared with the residuals of the classic linear models used in the context of temperature modelling. Our model captured efficiently and successfully all the seasonal components of the temperature and completely removed the autocorrelation in the residuals. Finally, our results indicate greater accuracy of our model in forecasting the temperature indices in contrast to alternative models. In order to obtain a better understanding of the distributions of the residuals we expanded our analysis by fitting additional distributions besides the classical Brownian motion. More precisely, a Levy family distribution was fitted to the residuals. Our results indicate that a hyperbolic distribution provides a better fit. Finally, we provide the pricing equations for temperature futures and options on futures written on the most common temperature indices, when κ is time dependent, under the assumption of both a Brownian motion and a Levy process. Our results are very-promising and suggest that the proposed method significantly outperforms other methods previously proposed in literature. Τα παράγωγα καιρού είναι χρηματοοικονομικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από οργανισμούς ή φυσικά πρόσωπα ως τμήμα μιας στρατηγικής για τη διαχείριση του κινδύνου για τη μείωση των κινδύνων που συνδέονται με ανεπιθύμητα ή απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Ακριβώς όπως τα παραδοσιακά παράγωγα, των οποίων τα κέρδη εξαρτώνται από την τιμή ενός υποκείμενου μέσου, ένα παράγωγο καιρού μπορεί να έχει για υποκείμενο μέσο τα εξής: βροχόπτωση, θερμοκρασία, υγρασία ή χιονόπτωση. Στην παρούσα διατριβή μελετάται το πρόβλημα της τιμολόγησης Συμβολαίων Μελλοντικής Εκπλήρωσης καιρού πάνω σε διάφορους δείκτες της θερμοκρασίας, καθώς και δικαιωμάτων προαίρεσης σε. προθεσμιακά συμβόλαια καιρού. Για την ακριβής τιμολόγηση παραγώγων καιρού με βάση διάφορους δείκτες της θερμοκρασίας, πρώτα, αναπτύχθηκε ένα μοντέλο το οποίο περιγράφει την εξέλιξη της ημερήσιας μέσης θερμοκρασίας. Η παρούσα εργασία παρέχει μια περιεκτική και αυστηρή αντιμετώπιση των στοχαστικών μοντέλων της αγοράς καιρού. Η διαδικασία Ornstein-Uhlenbeck περιγράφεται ως το βασικό εργαλείο.για την μοντελοποίηση'των δυναμικών της μέσης ημερήσιας θερμοκρασίας, ενώ τα κατάλοιπα περιγράφονται από μια κίνηση Brown. Έμφαση δίνεται στην ακριβή εκτίμηση της εποχικότητας τόσο στη μέση τιμή όσο και στην διακύμανση με τη χρήση wavelets όπου αναπτύχθηκε μια προσέγγιση που αφαιρεί αποτελεσματικά όλες τις περιοδικότητες από την θερμοκρασία. Επιπλέον, χρησιμοποιούμε wavelet νευρωνικά δίκτυα, προκειμένου να εξετάσουμε την εξάρτηση από το χρόνος της ταχύτητας επιστροφής στο μέσο της διαδικασίας, κ. Εκτιμούμε μη παραμετρικά με ένα wavelet νευρωνικό δίκτυο ένα μοντέλο για την θερμοκρασία και στη συνέχεα υπολογίζεται η παράγωγος της εξόδου του δικτύου ως ττρος την είσοδο του δικτύου, προκειμένου να υπολογιστούν ημερήσιες τιμές για το κ. Από όσο γνωρίζουμε, αυτό γίνεται για πρώτη φορά και μας δίνει μια καλύτερη εικόνα για τις δυναμικές της θερμοκρασίας και για την τιμολόγηση παραγώγων θερμοκρασίας. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι υπάρχει ισχυρή εξάρτηση από το χρόνου των ημερησίοον τιμών του κ αλλά όχι περιοδικότητες ή εποχικότητες. Αυτό είναι πολύ σημαντικό δεδομένου ότι σε όλες τις σχετικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα, το κ θεωρούνταν σταθερό." Η ανάλυση μας βασίζεται σε επτά πόλεις όπου τα παράγωγα καιρού διαπραγματεύονται ενεργά μέσω του Chicago Mercantile Exchange. Συγκρίνοντας τη μέθοδο μας με εναλλακτικές προσεγγίσεις, τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι το μοντέλο μας υπερτερεί σημαντικά τόσο εντός δείγματος όσο και εκτός δείγματος. Επιπλέον, τα κατάλοιπα των wavelet νευρωνικών δικτύων παρέχων καλύτερη προσαρμογή στην κανονική κατανομή σε σχέση με τα κατάλοιπα των κλασικών γραμμικών μοντέλων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της μοντελοποίησης της θερμοκρασίας. Το μοντέλο μας αναγνώρισε αποτελεσματικά και με επιτυχία όλα τα εποχικά και περιοδικά συστατικά της θερμοκρασίας και αφαίρεσε πλήρως την αυτοσυσχέτιση από τα κατάλοιπα. Τέλος, τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν μεγαλύτερη ακρίβεια του μοντέλου μας στην πρόβλεψη των διάφορων δεικτών θερμοκρασίας σε αντίθεση με τα εναλλακτικά μοντέλα. Προκειμένου να αποκομίσουμε καλύτερη κατανόηση των κατανομο.)ν των καταλοίπων επεκτείναμε την ανάλυση μας προσαρμόζοντας επιπλέον κατανομές στα κατάλοιπα εκτός από την κλασική κίνηση Brown, Πιο συγκεκριμένα, η οικογένεια κατανομών Levy προσαρμοστικέ στα κατάλοιπα. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι η Υπερβολική κατανομή παρέχει την καλύτερη προσαρμογή στα κατάλοιπα. Τέλος, αποδεικνύουμε και παρουσιάζουμε τις εξισώσεις τιμολόγησης για προθεσμιακά συμβόλαια θερμοκρασίας και δικαιώματα προαίρεσης θερμοκρασίας στους ποίο κοινούς δείκτες θερμοκρασίας όταν το κ είναι συνάρτηση του χρόνου υπό την υπόθεση της κανονικής αλλά και της Levy κατανομής. Τα αποτελέσματα μας είναι πολύ ενθαρρυντικά και δείχνουν ότι η προτεινόμενη μεθοδολογία υπερτερεί σημαντικά άλλων μεθόδων που έχουν προταθεί στο παρελθόν στην βιβλιογραφία. 97 462 454 Developing real time defences against grooming attacks through Internet communications using fuzzy risk management. Ανάπτυξη συστήματος πραγματικού χρόνου για την προστασία από επιθέσεις κακόβουλης προσέγγισης ανηλίκων μέσω διαδικτύου με ασαφή εκτίμηση επικινδυνότητας. Children and teenagers are exposed to serious risks while they are talking online. Mar incidents are reported where children are abused by abuts though Internet base communications. The rising reports of these attacks, which are globally defined as ‘grooming increase parents’ concerns about how they can protect their children effectively. In fact, th problem is exacerbated by two main factors: a) the lack of awareness by children concerning the risk they are exposed to while taking online and b) the lack of adequate parental knowledge on how to provide effective protection to children. Consequently, there is a need for develop^ adequate defenses for children. This thesis presents the research and development Grooming Attack Recognition System (GARS) which aims to detect, assess and control grooming risks in real time by instantly warning designated parents. In this respect, GAR! calculates in real time a total “risk value” as the synthesis of four (4) particular risk values: a the outcome of document classification (DC), b) the outcome of personality recognition (PR) c) the analysis of previously recorded risk values (UH) and d) the exposure time. The four (4) particular risk values are the outcomes of corresponding fuzzy logic controllers These controllers use as inputs the data which come from the corresponding processes and employ proper fuzzy rules and membership functions calculate the corresponding risk value The four particular risk values are then properly weighted to give the total risk value. The associated weights reflect the relative importance of each particular value and can be used t adjust the overall system’s sensitivity. This adjustment is necessary based on the fact the GARS should be adapted to the specific needs of each child given that grooming risk varies b age and gender. The total risk value calculated by GARS, reflects the total risk children are exposed to. When the total risk value extends some designated thresholds, a warning signal i sent directly to the parent alerting about the potential threat. GARS operation can be implemented either: a) with all functionalities occurring locally or b remotely, where clients send dialog parts to a centralized computer which calculates and returns the total risk value. Laboratory evaluations have shown that a remote GARS serve can handle a large number of connected clients without a significant strain on resources Moreover, adjusting the alarm threshold at 0.75 the percentage of incorrect attack recognition (False Positives) remains low whereas the percentage of False Negatives is high especial!' for the less sensitive adjustment. However, this issue can be addressed by the adjustment o the corresponding alarm threshold separately for each sensitivity adjustment. Using thesis settings the False Negative rate can reach zero levels with corresponding False Positives u to 0.2. Στη σημερινή εποχή, οι ανήλικοι χρήστες του διαδικτύου είναι εκτεθειμένοι σε πολλαπλού κινδύνους καθώς συνομιλούν με αγνώστους χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικούς τρόπου επικοινωνίας. Τα περιστατικά όπου ανήλικοι πέφτουν θύματα επιτήδειων χρηστών, τα οποί αναφέρονται διεθνώς ως ‘grooming’, συνεχώς αυξάνονται δημιουργώντας μεγάλη ανησυχίας στους γονείς. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού, γίνονται προσπάθειες αφενός τη διοργάνωση ημερίδων ενημέρωσης των γονέων και αφετέρου με την ανάπτυξη λογισμικών γονικού ελέγχου. Η παρούσα διατριβή παρουσιάζει την έρευνα και την ανάπτυξη του συστήματος G.A.R.S (Grooming Attack Recognition System) που στοχεύει στην ανίχνευση, αποτίμηση κα διαχείριση της επικινδυνότητας σε πραγματικό χρόνο με την έγκαιρη ειδοποίηση του αρμόδιου γονέα. Η συνολική επικινδυνότητα υπολογίζεται συνδυάζοντας τέσσερις (4) επιμέρους τιμ επικινδυνότητας: α) την ανάλυση των δεσμευμένων διαλόγων για κακοπροαίρετη πρόθεση (DC), β) την ανάλυση της προσωπικότητας των συνομιλητών μέσω των δεσμευμένων διαλόγων (PR), γ) του ιστορικού των συνομιλιών (UH) και δ) του χρόνου έκθεσης (ET). Ο υπολογισμός των επιμέρους τιμών επικινδυνότητας πραγματοποιείται σε ισάριθμο αναλυτές ασαφούς λογικής (fuzzy logic controllers). Οι αναλυτές αυτοί δέχονται σαν είσοδο τα δεδομένα από τις αντίστοιχες διεργασίες και υπολογίζουν τις επιμέρους τιμές επικινδυνότητας βάσει ειδικών κανόνων (rules). Η σύνθεση των επιμέρους τιμών επικινδυνότητας στην τελική τιμή γίνεται βάσει του υπολογισμού των ειδικών βαρών, τα οποία προκύπτουν από ειδική διαδικασία. Αυτά τα ειδικά βάρη αντιπροσωπεύουν τη σπουδαιότητα που έχει κάθε επιμέρους τιμή στη σύνθεση της τελικής τιμής επικινδυνότητας. Επιπρόσθετα ρυθμίζουν και τ ευαισθησία του συστήματος, η οποία είναι απαραίτητη καθώς οι κίνδυνοι στους οποίους είναι εκτεθειμένοι οι ανήλικοι χρήστες είναι ανάλογοι της ηλικίας και του φύλου τους. Η συνολική τιμ επικινδυνότητας που υπολογίζεται, είναι αντιπροσωπευτική του κινδύνου στον οποίο είναι εκτεθειμένοι οι ανήλικοι χρήστες. Όταν η τιμή αυτή ξεπεράσει τα προκαθορισμένα όρια, τότε γονέας ειδοποιείται προκειμένου να επιληφθεί της υπόθεσης και να διαχειριστεί τον κίνδυνο. Η λειτουργία του συστήματος G.A.R.S. μπορεί να γίνει σε δύο τοπολογίες: α) στην τοπικά όπου όλες οι λειτουργίες λαμβάνουν χώρα στην ίδια μονάδα, β) στην απομακρυσμένη, όπο τα δεδομένα στέλνονται σε έναν κεντρικό διακομιστή (server) και επιστρέφεται η συνολική τιμ επικινδυνότητας. Εργαστηριακές μετρήσεις έδειξαν πως η λειτουργία στην απομακρυσμένη τοπολογία μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς με σχετικά μεγάλο αριθμό συνδεδεμένων χρηστών-πελατών (clients), χωρίς να υπάρχει σημαντική έλλειψη πόρων συστήματος Παράλληλα, το ποσοστό των εσφαλμένων εντοπισμένων επιθέσεων (False Positives διατηρείται σε χαμηλά επίπεδα, ενώ το ποσοστό των επιθέσεων που εσφαλμένα δεν αναγνωρίστηκαν (False Negatives) βρίσκεται σε υψηλά σχετικά ποσοστά, κυρίως για τη μειωμένη ρύθμιση ευαισθησίας. Ωστόσο, τα υψηλά αυτά ποσοστά μπορούν να μειωθούν μ την αντίστοιχη ρύθμιση του κατωφλίου κινδύνου σε ξεχωριστά επίπεδα για κάθε ρύθμισης ευαισθησίας. Με τις ρυθμίσεις αυτές το ποσοστό False Negatives μπορεί να φτάσει σ μηδενικά επίπεδα ενώ το αντίστοιχο False Positives αγγίζει την τιμή 0,2. 98 248 271 The “MATHESIS” Meta-authoring framework for intelligent tutoring systems in mathematics. Το μετα-συγγραφικό πλαίσιο "ΜΑΘΗΣΙΣ" για ευφυή συστήματα διδασκαλίας μαθηματικών. The effect of the knowledge acquisition bottleneck is still limiting the widespread use of knowledge-based systems (KBS), especially in the area of model-tracing tutors, as they demand the development of deep domain expertise, tutoring and student models. The MATHESIS meta-authoring framework for model-tracing tutors, presented in this thesis, aims at maximizing knowledge reuse. This is achieved through ontological representation of both the declarative and procedural knowledge of a model-tracing tutor (MTT), as well as of the declarative and procedural authoring knowledge of the process to develop a MTT. Declarative knowledge is represented in Ontology Web Language (OWL). Procedural knowledge is represented using the concepts of atomic and composite processes of OWL-S web services description ontology. The framework provides authoring tools, integrated into the Protégé OWL ontology editor, for the development and management of the MTTs ontological representation. It also provides meta-authoring tools for the ontological representation of the authoring expertise as a set of composite authoring processes and atomic authoring statements. The latter constitute a language, ONTOMATH, for building executable authoring models that, when executed by the tools, guide non-expert authors like domain experts to the creation of new model-tracing tutors. The framework, being in an experimental stage, was used for the development of a monomial multiplication and division tutor. However, the overall design and implementation aimed at constituting the framework as a proof-of-concept system that can be used for the meta-knowledge engineering of more complex model-tracing tutors. Το φαινόμενο του στενωπού της απόκτησης γνώσης περιορίζει ακόμη την ευρεία χρήση συστημάτων βασισμένων στη γνώση, ειδικά στον τομέα των Φροντιστών Ανίχνευσης Μοντέλου, καθώς αυτοί απαιτούν την ανάπτυξη «βαθέων» μοντέλων εμπειρογνωμοσύνης στο γνωστικό πεδίο, στη διδακτική και στην αναπαράσταση της γνώσης του μαθητή. Το μετά-συγγραφικό πλαίσιο «ΜΑΘΗΣΙΣ» για φροντιστές ανίχνευσης μοντέλου, που παρουσιάζεται σε αυτή τη διατριβή, σκοπό έχει τη μεγιστοποίηση της επαναχρησιμοποίησης της γνώσης. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της οντολογικής αναπαράστασης τόσο της δηλωτικής και της διαδικασιακής γνώσης ενός Φροντιστή Ανίχνευσης Μοντέλου (ΦΑΜ), όσο και της δηλωτικής και της διαδικασιακής συγγραφικής γνώσης της διαδικασίας για την ανάπτυξη ενός ΦΑΜ. Η δηλωτική γνώση αναπαρίσταται μέσω της Διαδικτυακής Γλώσσας Οντολογιών – Ontology Web Language (OWL). H διαδικασιακή γνώση αναπαρίσταται με τη χρήση των εννοιών της ατομικής και σύνθετης διεργασίας της διαδικτυακής γλώσσας οντολογικής περιγραφής υπηρεσιών διαδικτύου OWL-S. Το πλαίσιο παρέχει συγγραφικά εργαλεία, ενσωματωμένα στο πρόγραμμα διαχείρισης οντολογιών OWL, Protégé, για την ανάπτυξη και διαχείριση της οντολογικής αναπαράστασης ενός ΦΑΜ. Επίσης, παρέχει μετά-συγγραφικά εργαλεία για την οντολογική αναπαράσταση της συγγραφικής εμπειρογνωμοσύνης με τη μορφή ενός συνόλου σύνθετων συγγραφικών διεργασιών και ατομικών συγγραφικών εντολών. Οι τελευταίες αποτελούν μία γλώσσα, την ONTOMATH, για την κατασκευή εκτελέσιμων συγγραφικών μοντέλων τα οποία, όταν εκτελούνται από τα εργαλεία, καθοδηγούν μη εξειδικευμένους συγγραφείς, όπως ειδικούς στο γνωστικό αντικείμενο, στη δημιουργία νέων φροντιστών ανίχνευσης μοντέλου. Το πλαίσιο, ευρισκόμενο σε πειραματική φάση, χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη ενός φροντιστή πολλαπλασιασμού και διαίρεσης μονωνύμων. Παρόλα αυτά, ο συνολικός σχεδιασμός και η ανάπτυξη του πλαισίου σκόπευαν στο να καταστήσουν το πλαίσιο ένα σύστημα-παράδειγμα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την μηχανική μετα-γνώσης πιο σύνθετων Φροντιστών Ανίχνευσης Μοντέλου. 99 115 118 Information application using augmented reality of Android devices. Εφαρμογή πληροφόρησης με χρήση επαυξημένης πραγματικότητας για συσκευές Android. Within the framework of this diploma thesis, will present the design and the implementation of a multimedia application for smart mobile devices (smartphones) operating in Android system, which makes use of the newly established technology of Augmented Reality (AR). The application designated by the name ARSiNOE (Augmented Reality Spot iNfomedia application for Obscured Environments), aspires to serve as info-kiosk and to offer rudimentary navigation without using GPS, to complex or unfamiliar (built-in) environments. This approach was chosen because it is an innovative idea using Augmented Reality, aiming to solve the difficulty visitors of public spaces are usually have, in retrieving relevant information and locating their desired route. Στα πλαίσια εκπόνησης της παρούσας διπλωματικής εργασίας, θα παρουσιαστεί ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μιας εφαρμογής για έξυπνες κινητές συσκευές (smartphones) τύπου Android, στην οποία γίνεται χρήση της νεόκοπης τεχνολογίας Επαυξημένης Πραγματικότητας (Augmented Reality–AR). Η εφαρμογή χαρακτηρίστηκε με το όνομα ARSiNOE (Augmented Reality Spot iNfomedia application for Obscured Environments) και φιλοδοξεί να προσφέρει υπηρεσίες περιπτέρου ενημέρωσης (info-kiosk) και υποτυπώδους πλοήγησης χωρίς τη χρήση GPS, σε πολύπλοκα ή άγνωστα (κτιστά) περιβάλλοντα. Επιλέχθηκε διότι αποτελεί μια καινοτόμο ιδέα που συνδυάζει την τεχνολογία της Επαυξημένης Πραγματικότητας σε κινητές έξυπνες συσκευές αποσκοπώντας να δώσει λύση στο πρόβλημα δυσκολίας των επισκεπτών δημόσιων χώρων να ανακτήσουν χρήσιμη πληροφορία και να εντοπίσουν την επιθυμητή διαδρομή τους. 100 483 513 Ιnterpersonal relationships of individuals with intellectual disability, as a dimension of quality of life: a study of views of parents and individuals with intellectual disability Οι διαπροσωπικές σχέσεις των ατόμων με νοητική αναπηρία ως διάσταση της ποιότητας ζωής: μελέτη των απόψεων των γονέων και των ατόμων με νοητική αναπηρία During the last decades, the study of quality of life is at the core of research interest in the academic fields of education, social sciences and psychology. The conceptual framework around the concept, led to the creation of specific dimensions which, according to the proposed theoretical model, were the key for the evaluation the quality of life. The concept of quality of life acquires a universal character and leads to the construction of a holistic model, where individuals are surrounded by various dimensions of quality of life with which there is a continuous interaction and forms the connective tissue of their lives. Under this concept, interpersonal relationships are one of the most important and most crucial dimensions of quality of life as they include all those individual indicators which are linked to the participation in the community, in developing and maintaining friendships relations, in formation of social networks, in family functioning and social support, with the ultimate aim of inclusion of people with intellectual disabilities. The purpose of the study is to explore the views of parents and individuals with intellectual disability as far as concerned the interpersonal relationships of individuals with intellectual disability. The sample consists of 140 people with mild and moderate intellectual disability, aged 13 years and above as well as 140 parents of individuals with intellectual disability. The research tool, which was developed during the thesis, explores the level of interpersonal relationships of individuals with intellectual disability through four different subscales: (a) relationships, (b) interactions, (c) support and (d) limitations. An analysis of the survey results showed the basic components of interpersonal relationships, which are: (a) family relations, (b) friendship relations, (c) family support, (d) support from friends, (e) support from relatives/extended family, (f) institution support, (g) limitations skills and (h) other limitations. Meanwhile the views of the two groups converge in the majority of the questions, with variations associated more with specific issues such as sources of friendly relationships, degree of agreement with respect to the factors that emerged from the survey and the limitations to the development and shaping interpersonal relations. As far as concerned the limitations, the lack of independent living skills, emerged as the most important obstacle faced by individuals with intellectual disability in the development of interpersonal relationships. Furthermore it was found correlation between the basic components of interpersonal relationships with some demographic characteristics of the two research groups, such as educational level, gender, marital status, living conditions. However there were also revealed differences between the two research groups which are related to their different perspectives about family and friendly relations of individuals with intellectual disabilities. More specifically parents deem less positive family and friendly relations of their children focusing more on restrictions which experienced by people with SE Η μελέτη της ποιότητας ζωής βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος τόσο στο γνωστικό πεδίο της εκπαίδευσης όσο και των κοινωνικών επιστημών και της ψυχολογίας. Το εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώθηκε γύρω από την έννοια, οδήγησε στη διαμόρφωση διαστάσεων οι οποίες, ανάλογα με το προτεινόμενο θεωρητικό μοντέλο, αποτέλεσαν το κλειδί για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής. Η έννοια της ποιότητας ζωής αποκτά έναν καθολικό χαρακτήρα και οδηγεί στη δόμηση ενός ολιστικού μοντέλου, όπου το άτομο περιβάλλεται από ποικίλες διαστάσεις της ποιότητας ζωής με τις οποίες βρίσκεται σε μια συνεχή αλληλεπίδραση και συνιστούν τον συνδετικό ιστό της ζωής του. Στο πλαίσιο της ανωτέρω έννοιας, οι διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν μία από τις διαστάσεις της ποιότητας ζωής και περιλαμβάνουν όλους εκείνους τους επιμέρους δείκτες, οι οποίοι συνδέονται με τη συμμετοχή στην κοινότητα, την ανάπτυξη και διατήρηση φιλικών σχέσεων, τη διαμόρφωση κοινωνικών δικτύων, την οικογενειακή λειτουργικότητα αλλά και την κοινωνική υποστήριξη, με τελικό στόχο τη συμπερίληψη του ατόμου με νοητική αναπηρία. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθούν οι απόψεις των γονέων και των ατόμων με νοητική αναπηρία αναφορικά με τις διαπροσωπικές σχέσεις τους των ατόμων με Ν.Α. Το δείγμα της βασικής έρευνας αποτελείται από 140 άτομα με ήπια και μέτρια νοητική αναπηρία, ηλικίας 13 ετών και τους γονείς τους (140). Το ερευνητικό εργαλείο το οποίο διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια της διδακτορικής διατριβής, διερευνά τις διαπροσωπικές σχέσεις των ατόμων με νοητική αναπηρία μέσα από τέσσερις διαφορετικές υποκλίμακες: (α) σχέσεις, (β) αλληλεπιδράσεις, (γ) υποστήριξη και (δ) περιορισμοί. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας προέκυψαν τα συστατικά στοιχεία από τα οποία αποτελούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις και τα οποία είναι (α) οικογενειακές σχέσεις, (β) φιλικές σχέσεις, (γ) υποστήριξη από την οικογένεια, (δ) υποστήριξη από φίλους, (ε) υποστήριξη από συγγενείς/ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, (στ) υποστήριξη από φορέα, (θ) περιορισμοί δεξιοτήτων και (ι) λοιποί περιορισμοί. Παράλληλα, στην πλειοψηφία των υπό εξέταση ζητημάτων οι απόψεις των δύο ομάδων συγκλίνουν, με διαφοροποιήσεις που συσχετίζονται περισσότερο με επιμέρους ζητήματα όπως οι πηγές ανάπτυξης φιλικών σχέσεων, ο βαθμός συμφωνίας αναφορικά με τους παράγοντες που αναδείχθηκαν από την έρευνα αλλά και τους περιορισμούς στην ανάπτυξη και διαμόρφωση διαπροσωπικών σχέσεων. Αναφορικά με τους τελευταίους η έλλειψη δεξιοτήτων ανεξάρτητης διαβίωσης, αναδείχθηκε ως το σημαντικότερο εμπόδιο το οποίο αντιμετωπίζουν τα άτομα με Ν.Α στη διαδικασία ανάπτυξης και διαμόρφωσης διαπροσωπικών σχέσεων. Επιπλέον διαπιστώθηκε συσχέτιση μεταξύ των συστατικών στοιχείων των διαπροσωπικών σχέσεων με κάποια δημογραφικά χαρακτηριστικά των δύο ερευνητικών ομάδων, όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο, το φύλο, η οικογενειακή κατάσταση, οι συνθήκες διαβίωσης. Από τα ευρήματα της έρευνας συμπεραίνεται ο κρίσιμος ρόλος της οικογένειας και ο φορέας ως συστήματα υποστήριξης του ατόμου με Ν.Α. Ωστόσο αναδείχθηκαν και διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο ερευνητικές ομάδες οι οποίες σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι γονείς και τα άτομα με νοητική αναπηρία τις οικογενειακές και φιλικές σχέσεις των ατόμων με Ν.Α. Πιο συγκεκριμένα οι γονείς κρίνουν λιγότερα θετικά τις οικογενειακές και φιλικές σχέσεις των παιδιών τους εστιάζοντας περισσότερο στους περιορισμούς τους οποίους βιώνουν τα άτομα με Ν.Α. 101 372 358 Management program of targeted tax audits and business tax compliance. Πρόγραμμα διαχείρισης στοχευμένων φορολογικών ελέγχων και φορολογικής συμμόρφωσης επιχειρήσεων. This thesis attempts a theoretical and empirical exploration of the issue of business tax compliance, focusing on its most significant determining factor, namely the process of tax audits. The volume of business tax non-compliance, at a particularly critical time for the Greek economy, as well as the limited possibilities of detecting deviant tax behaviour compose the research question that the present study addresses. The aim of this study is based on the creation of an effective program of selecting targeted tax audits, while also through that, examining the critical determining factors of business tax non-compliance, which form the individual goals of this study. A wider review of the theoretical background of the scientific field of tax compliance highlights the determining main ingredients which define and shape tax behaviour. Additionally, the framework of the tax audit process is examined in detail, as well as the criteria according to which the tax cases to be audited are chosen, and which have been adapted by the Greek tax administration, as also by some of the most modem tax administrations. Furthermore, the conduct of scientific research and the analysis of its findings based on the research questions posed, contributed to reaching safe conclusions with regard to the choice criteria which should be applied within the scope of the suggested program of tax audits. By applying the methods of multivariate statistical analysis such as logistic regression and discriminant analysis, the formation of sufficient forecasting models was finally achieved for those enterprises, which run a high risk of increased tax non-compliance hence making them top priority candidates for a tax audit. The adaption of the program in question renders immediate positive results in the increase of tax revenue and the fair distribution of tax burdens, nevertheless its most important contribution lies in the strengthening of voluntary compliance, which is achieved by the increased possibilities of detecting business tax non-compliance. Finally, the general contribution of the thesis to the more specific scientific field and to the diminishing of the observed gap in this scientific field is noted, the limitations it is subject to, while suggestions are offered for further study and the more effective implementation of its main components. Στην παρούσα διατριβή επιχειρείται η θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση του ζητήματος της φορολογικής συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, με εστίαση στον πλέον σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα αυτής, ο οποίος συνίσταται στην διαδικασία των φορολογικών ελέγχων. Το μέγεθος της μη φορολογικής συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη συγκυριακά περίοδο για την Ελληνική οικονομία, καθώς επίσης και οι περιορισμένες πιθανότητες εντοπισμού της αποκλίνουσας φορολογικής συμπεριφοράς, συνθέτουν το ερευνητικό πρόβλημα που πραγματεύεται η συγκεκριμένη μελέτη. Ο ερευνητικός σκοπός της εδράζεται στην κατάρτιση ενός αποτελεσματικού προγράμματος επιλογής στοχευμένων φορολογικών ελέγχων, ενώ παράλληλα διαμέσου αυτού, διερευνώνται και οι κρίσιμοι προσδιοριστικοί παράγοντες της μη φορολογικής συμμόρφωσης των επιχειρήσεων, οι οποίοι αποτελούν τους επιμέρους στόχους της παρούσας. Από την ευρύτερη ανασκόπηση του θεωρητικού υποβάθρου του επιστημονικού πεδίου της φορολογικής συμμόρφωσης, αναδεικνύονται τα καθοριστικά συστατικά στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν και διαμορφώνουν την φορολογική συμπεριφορά. Επιπροσθέτως εξετάζεται αναλυτικά το πλαίσιο της διαδικασίας των φορολογικών ελέγχων, καθώς επίσης και τα κριτήρια επιλογής των ελεγχόμενων φορολογικών υποθέσεων, τα οποία έχουν υιοθετηθεί από την Ελληνική φορολογική διοίκηση, καθώς επίσης και από ορισμένες εκ των πλέον σύγχρονων φορολογικών διοικήσεων. Περαιτέρω η διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας και η ανάλυση των αποτελεσμάτων της βάσει των τιθέμενων διερευνητικών ερωτημάτων, συνετέλεσε στην εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων για τα κριτήρια επιλογής, τα οποία κρίνεται σκόπιμο ότι θα πρέπει να εφαρμοστούν στα πλαίσια της σύνθεσης του προτεινόμενου προγράμματος φορολογικών ελέγχων. Με την εφαρμογή των μεθόδων πολυμεταβλητής στατιστικής ανάλυσης, της λογιστικής παλινδρόμησης και της διακριτικής ανάλυσης, πραγματοποιήθηκε εν τέλει η συγκρότηση ικανών προβλεπτικών μοντέλων των επιχειρήσεων, οι οποίες παρουσιάζουν υψηλή επικινδυνότητα εμφάνισης αυξημένης μη φορολογικής συμμόρφωσης, και οι οποίες επομένως χρήζουν διενέργειας φορολογικού ελέγχου κατά προτεραιότητα. Η υιοθέτηση του συγκεκριμένου προγράμματος επιφέρει άμεσα θετικά αποτελέσματα στην τόνωση των φορολογικών εσόδων και στην δίκαιη κατανομή των φορολογικών βαρών, ωστόσο η πλέον σημαντική συνεισφορά του έγκειται στην ενδυνάμωση της εκούσιας συμμόρφωσης, η οποία επιτυγχάνεται με την συντελεσθείσα επαύξηση των πιθανοτήτων εντοπισμού της μη φορολογικής συμμόρφωσης των επιχειρήσεων. Τέλος αποτυπώνεται η γενικότερη συνεισφορά της διατριβής στο ειδικότερο επιστημονικό πεδίο και στον μετριασμό του παρατηρούμενου ερευνητικού κενού, οι περιορισμοί στους οποίους υπόκειται, ενώ παράλληλα διατυπώνονται προτάσεις για περαιτέρω έρευνα, και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των κυρίων συνιστωσών της. 102 194 215 Προγράμματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και χρήση νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση για άτομα με Διαταραχή Φάσματος Αυτισμού (ΔΦΑ) The work exclusion of people with Autism Spectrum Disorder is demonstrated by reduced working rates worldwide. This situation acts suspensively on equal treatment, respect for human rights and their social inclusion. It is therefore necessary to study the role of education. The purpose of this research is therefore to investigate the role played by vocational education programs and technology in the education of students with Autism Spectrum Disorder. Particular emphasis is placed on their role in acquiring the necessary skills for their successfull work and social inclusion. In particular, the views of special education teachers are studied using a questionnaire on vocational education and the use of technology in the education of students with Autism Spectrum Disorder. The results of the research show that the school provides vocational education. Teachers, however, argue that the curriculum is not clear in terms of developing pre-vocational skills in students with ASD and also consider that they have not been properly trained to provide such training. In terms of the assist of technology in education they appear positive because they believe that students benefit more widely but do not consider that its use helps to develop vocational skills. Ο εργασιακός αποκλεισμός των ατόμων με Διαταραχή Φάσματος Αυτισμού αποδεικνύεται από τα μειωμένα ποσοστά εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η συνθήκη αυτή δρα ανασταλτικά στην ίση μεταχείριση, στο σεβασμό των δικαιωμάτων και στην κοινωνική τους συμπερίληψη. Επομένως, καθίσταται αναγκαία η μελέτη του ρόλου της εκπαίδευσης . Σκοπός λοιπόν της παρούσας έρευνας είναι η διερεύνηση του ρόλου των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και της τεχνολογίας στην εκπαίδευση των μαθητών με διαταραχή φάσματος αυτισμού. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο ρόλο που επιτελούν ως προς την απόκτηση απαραίτητων δεξιοτήτων για την επιτυχή επαγγελματική και κοινωνική τους συμπερίληψη. Ειδικότερα, μελετώνται οι απόψεις των εκπαιδευτικών ειδικής αγωγής με τη χρήση ερωτηματολογίου για την επαγγελματική εκπαίδευση και τη χρήση της τεχνολογίας στην εκπαίδευση των μαθητών με ΔΦΑ. Τα αποτελέσματα της έρευνας καταλήγουν στη διαπίστωση πως το σχολείο παρέχει επαγγελματική εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτικοί ωστόσο υποστηρίζουν ότι το Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών δεν είναι σαφές ως προς την ανάπτυξη προεπαγγελματικών δεξιοτήτων σε μαθητές με ΔΦΑ και επιπλέον θεωρούν πως οι ίδιοι δεν έχουν καταρτιστεί κατάλληλα για να παρέχουν τέτοιου είδους εκπαίδευση. Ως προς τον υποστηρικτικό ρόλο της τεχνολογίας στην εκπαίδευση εμφανίζονται θετικοί γιατί πιστεύουν πως οι μαθητές ωφελούνται ευρύτερα όμως δεν θεωρούν πως η χρήση της βοηθά στην ανάπτυξη επαγγελματικών δεξιοτήτων. 103 572 697 Effects of the phonological structure on word production and on word learning in deaf children with cochlear implants Επιδράσεις της φωνολογικής δομής στην εκμάθηση και παραγωγή λεξιλογίου σε κωφά παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα The use of the cochlear implants have helped deaf children to improve their language abilities (Geers, & Tobey, 1995. Miyamoto, Kirk, Robbins, Todd, & Riley, 1996. Peng, Spencer, & Tomblin, 2004. Serry & Blarney, 1999. Svirsky & Chin, 2000. Tobey & Geers, 1995. Tobey, Geers, Brenner, Tye-Murray, & Kirk, 1993). Although the benefits of the cochlear implantation are many, cochlear implanted children, still face difficulties in acquiring new words (Geers, & Tobey, 1995: Miyamoto, Kirk, Robbins, Todd, & Riley, 1996. Peng, Spencer, & Tomblin, 2004. Serry & Blarney, 1999: Svirsky & Chin, 2000. Tobey & Geers, 1995. Tobey, Geers, Brenner, Tye-Murray, & Kirk, 1993). In addition, in children with cochlear implants, persistent difficulties have been reported in articulation and phonology (Chin, 2002. Chin, 2003) and in word stress (Most & Peled, 2007). According to word learning theories, phonological and lexical characteristics of the words interact at the word learning process (Hollich, Jusczyk, & Luce, 2002. Storkel, 2001, 2003, 2004a, 2009. Storkel & Lee, 2011). Characteristics of the words such as phonotactic probability, word length and neighborhood density have an impact on word production and on word learning. The difficulties of children with cochlear implants in vocabulary, phonology and word stress led us to study the effect of the follow three word characteristics, phonotactic probability, word length and word stress, on word learning in children with cochlear implants (CI). The sample of the study consisted of 44 children, 22 children with cochlear implants and 22 typically developing children. Five screening tests were administered to test non-verbal intelligence, articulation, receptive vocabulary, phonological memory and verbal memory. The experimental process, which tested the effect of the three characteristics of the words on word learning, consisted of two tests, presented to children in the form of a computer game. Children have to learn and produce 32 non-words. CI children performed lower than NH children in all screening tests. In learning new words, phonotactic probability and word length did not appear to affect the learning of the new words both in NH and in CI children. However, CI children performed lower than NH children in the learning of trochaic and iambic words. At the production tasks, NH children performed better than CI children at the production of the new words. Phonotactic probability and word stress, did not appear to influence the productions of the new words in NH children. As far as the word length is concerned, young NH children produced better 2-syllable than 3-syllable words. In the CI group, the above factors, appeared to affect the productions. Young CI children produced better the words of high than the words of low probability. Better also were the productions of the 2-syllable than of the 3-syllable words in the CI group. The word stress pattern also, had an impact on the production of the new words in CI children. CI children, produced better the iambic than the trochaic words. They also produced better the vowels of the iambic than the vowels of the trochaic words. However, despite the better productions of the iambic words, children with CI, had difficulties at the production of the iambic stress pattern. Further research is needed to determine the effect of word stress pattern on word production and also the relation between perception and production in the process of word learning in Greek CI children. Η χρήση των κοχλιακών εμφυτευμάτων έχει βοηθήσει τα κωφά παιδιά να αναπτύξουν τις γλωσσικές τους δεξιότητες (Geers, & Tobey, 1995. Miyamoto, Kirk, Robbins, Todd, & Riley, 1996. Peng Spencer, & Tomblin, 2004. Serry & Blarney 1999. Svirsky & Chin, 2000. Tobey & Geers, 1995. Tobey, Geers, Brenner, Tye-Murray, & Kirk, 1993). Αν και τα οφέλη από την κοχλιακή εμφύτευση είναι πολλά, τα παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα συνεχίζουν να παρουσιάζουν δυσκολίες στην κατάκτηση του λεξιλογίου (El- Hakim, Levasseur, Mountm, Stevens, & Harrison, 2001. Fagan, Pisoni, Horn, & Dillon, 2007. Thal, Des Jardin & Eisenberg, 2007). Επιπρόσθετα, έχουν αναφερθεί παραμένουσες δυσκολίες στην άρθρωση και στη φωνολογία των παιδιών με κοχλιακό εμφύτευμα (Chin, 2002. Chin, 2003) αλλά και στον τονισμό των λέξεων (Most & Peled, 2007). Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες εκμάθησης νέων λέξεων, τα φωνολογικά και λεξικά χαρακτηριστικά των λέξεων αλληλεπιδρούν κατά τη διαδικασία εκμάθησης νέων λέξεων (Hollich, Jusczyk, & Luce, 2002. Storkel, 2001, 2003, 2004a, 2009. Storkel & Lee, 2011). Χαρακτηριστικά των λέξεων όπως η φωνοτακτική πιθανότητα, το μήκος συλλαβών των λέξεων και η ένταση γειτνίασης έχουν επίδραση στην παραγωγή και εκμάθηση λέξεων. Οι θεωρίες εκμάθησης λέξεων σε συνδυασμό με τις δυσκολίες των παιδιών με κοχλιακό εμφύτευμα στο λεξιλόγιο, στη φωνολογία και στον τονισμό των λέξεων, μας οδήγησε στο να μελετήσουμε την επίδραση τριών χαρακτηριστικών των λέξεων (φωνοτακτική πιθανότητα, μήκος συλλαβών των λέξεων και μοτίβο τονισμού των λέξεων) στην παραγωγή και εκμάθηση νέων λέξεων σε κωφά παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα. Συγκεκριμένα, σκοπός της παρούσας ερευνητικής μελέτης είναι να μελετήσει την επίδραση της φωνοτακτικής πιθανότητας, του μήκους συλλαβών των λέξεων και του μοτίβου τονισμού των λέξεων στην παραγωγή και εκμάθηση νέων λέξεων σε κωφά παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 44 παιδιά, 22 παιδιά με κοχλιακό εμφύτευμα (ΚΕ) και 22 παιδιά τυπικής ανάπτυξης (ΤΑ). Χορηγήθηκαν πέντε δοκιμασίες ελέγχου για τον έλεγχο της μη γλωσσικής νοημοσύνης, της άρθρωσης, του δεκτικού λεξιλογίου και της φωνολογικής και λεκτικής μνήμης. Η πειραματική διαδικασία, με την οποία ελέγχθηκε η επίδραση των τριών χαρακτηριστικών των λέξεων στην εκμάθηση νέων λέξεων, αποτελούνταν από δύο δοκιμασίες παραγωγής και εκμάθησης 32 ψευδολέξεων που παρουσιάστηκαν στα παιδιά με την μορφή παιχνιδιού σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Οι επιδόσεις των παιδιών με ΚΕ σε όλες τις δοκιμασίες ελέγχου (άρθρωση, δεκτικό λεξιλόγιο, μνήμη) βρέθηκαν να είναι στατιστικά σημαντικά χαμηλότερες από αυτές των παιδιών ΤΑ, φανερώνοντας έτσι παραμένουσες δυσκολίες στον κλινικό αυτό πληθυσμό και στη σχολική ηλικία. Στην εκμάθηση νέων λέξεων, οι παράγοντες φωνοτακτική πιθανότητα και μήκος συλλαβών των λέξεων δεν φάνηκε να επηρεάζουν την εκμάθηση νέων λέξεων στα παιδιά ΤΑ και στα παιδιά με ΚΕ. Ο παράγοντας, όμως, μοτίβο τονισμού των λέξεων, φάνηκε πως είχε επίδραση στην εκμάθηση νέων λέξεων στα παιδιά με ΚΕ, καθώς διαπιστώθηκαν χαμηλότερες επιδόσεις στην εκμάθηση λέξεων ιαμβικού και τροχαϊκού τονισμού σε σχέση με τα παιδιά ΤΑ. Στην παραγωγή των νέων λέξεων, τα παιδιά ΤΑ παρουσίασαν καλύτερες παραγωγές από τα παιδιά με ΚΕ. Στα παιδιά ΤΑ οι παράγοντες φωνοτακτική πιθανότητα και μοτίβο τονισμού των λέξεων δεν φάνηκε να επιδρούν στην παραγωγή των νέων λέξεων. ‘Όσον αφορά στο μήκος συλλαβών των λέξεων, τα μικρά παιδιά ΤΑ παρουσίασαν καλύτερες επιδόσεις στην παραγωγή δισύλλαβων από ότι τρισύλλαβων λέξεων. Στα παιδιά με ΚΕ, οι παραπάνω παράγοντες φάνηκε πως επηρέασαν τις παραγωγές των παιδιών. Συγκεκριμένα, τα παιδιά με ΚΕ και ειδικότερα, η ομάδα μικρών παιδιών με ΚΕ παρουσίασε καλύτερες παραγωγές στις λέξεις υψηλής από ότι χαμηλής φωνοτακτικής πιθανότητας, Όσον αφορά στην παραγωγή δισύλλαβων και τρισύλλαβων λέξεων, τα παιδιά με ΚΕ παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, με καλύτερες επιδόσεις να εντοπίζονται στην παραγωγή των δισύλλαβων λέξεων. Το μοτίβο τονισμού των λέξεων είχε επίσης επίδραση στην παραγωγή των νέων λέξεων στα παιδιά με ΚΕ, καθώς οι λέξεις ιαμβικού τονισμού παρουσίασαν καλύτερες παραγωγές σε σχέση με τις λέξεις τροχαϊκού τονισμού. Επίσης, τα φωνήεντα των λέξεων ιαμβικού τονισμού είχαν καλύτερες παραγωγές από αυτά των λέξεων τροχαϊκού τονισμού. Παρόλο, όμως, την καλύτερη παραγωγή των λέξεων ιαμβικού τονισμού, τα παιδιά με ΚΕ παρουσίασαν δυσκολίες στην παραγωγή του τονισμού στις λέξεις ιαμβικού τονισμού, θέτοντας την ανάγκη για περαιτέρω διερεύνηση της επίδρασης του μοτίβου τονισμού των λέξεων στην εκμάθηση και παραγωγή νέων λέξεων καθώς και της σχέσης μεταξύ πρόσληψης και παραγωγής στα παιδιά με ΚΕ. 104 245 249 The legal framework for the protection of personal data and privacy in the electronic communications sector. Incorporation of the European regulatory framework for the electronic communications into the Greek legislation. Το νομικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής με έμφαση στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Ενσωμάτωση των ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Ελληνικό δίκαιο. The primary goal of this thesis is to evaluate the transposition Directive 2002/58/EC concerning the processing of personal data and the protection of privacy in the electronic communications sector as amended by directives 2006/24/EC (Data Retention Directive) and 2009/136/EC (Citizens Rights Directive) in Greek law. The research is conducted through the presentation and analysis of the existing legislative framework on personal data protection, at national and international level. In the first part a conceptual analysis on privacy and personal data is attempted with references to European and American philosophical and legal theory as well as in case law. In the second Part an introduction to the subject is made with the presentation of the generational development of Data Protection in Europe from the so-called "first generation" regulations to the current national and E.U legislative initiatives . A comparative analysis of the Greek Law as opposed to Directive 2002/58/EC and the evaluation of the degree of the effectiveness on the protection of personal data and privacy in Greece follows. As a conclusion the thesis emphasizes the growing need for a strong legal approach to data protection in the light of the emerging technologies and confirms that under the existing international regulatory environment Greece has built a rather strong legislative framework regarding the protection of personal data. Ο κύριος σκοπός της διατριβής είναι να αναλύσει τα προβλήματα που σχετίζονται με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με την παρουσίαση και ανάλυση του υπάρχοντος νομικού πλαισίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και ταυτόγχρονη παρουσίαση των τεχνολογιών που απειλούν τα προσωπικά δεδομένα και την ιδιωτική ζωή όπως τα λεγόμενα cookies, το κατασκοπευτικό λογισμικό η μη ζητηθείσα επικοινωνία κ.λ.π. Επιχειρείται μία εννοιολογική προσέγγιση των εννοιών "ιδιωτική ζωή" και "προσωπικά δεδομένα" με αναφορές στην Αμερικάνικη και Ευρωπαϊκή φιλοσοφική και νομική θεωρία και νομολογία με την πρώτη να προσεγγίζει το θέμα από την πλευρά της φιλελεύθερης ιδεολογίας ενώ οι Ευρωπαίοι ανάγουν την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε θεμελιώδες δικαίωμα και κρατική υποχρέωση. Παρουσιάζεται η εξέλιξη των δικαιικών κανόνων για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στην Ευρώπη, από τις λεγόμενες ρυθμίσεις "πρώτης γενεάς" έως το σύγχρονο εθνικό κανονιστικό πλαίσιο και τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στα πλαίσια αυτά έμφαση δίνεται στη συγκριτική μελέτη και αποτίμηση της μεταφοράς της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη με το νόμο 3471/2006 . Σαν συμπέρασμα της μελέτης τονίζεται η ανάγκη ύπαρξης ισχυρού νομικού πλαισίου για την προστασία των προσωπικών δεδομένων υπό το φώς των αναδυόμενων νέων τεχνολογιών και επιβεβαιώνεται ότι η Ελλάδα σε σύγκριση με το διεθνές κανονιστικό περιβάλλον έχει ένα αρκετά ισχυρό και συμπαγές νομικό πλαίσιο προστασίας. 105 169 169 Δημιουργία ιστοτόπου παραγωγής αθλητικών στατιστικών στοιχείων με τεχνολογίες HTML, CSS, Javascript, PHP, MySQL. The purpose of this thesis is the design and implementation of a detailed statistical sports data website, using various well established open source WWW technologies such as HTML, CSS, JavaScript, PHP and MySQL. The data analyzed are focused on the game known as “Scrabble”, a popular crossword board game played always by two opponents. Playing Scrabble as a sport in Greece, has a history of one decade, with various events including nation-wide and local tournaments organized by clubs around the country. Until today, a quite large amount of sports data (originated from tens of events) has already been collected. The organizing of such data and the production of accurate and reliable results, accessible anywhere and from various people (scrabble club members, players and fans all over Greece) are also subjects treated in this thesis. The website can and will be used by scrabble associations or clubs to help monitoring all statistics produced by rated tournaments organized by each club separately, and maintain / publish all the related official rankings. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η κατασκευή ιστοτόπου παραγωγής αναλυτικών στατιστικών στοιχείων αθλητικού περιεχομένου με χρήση τεχνολογιών HTML, CSS, Javascript, PHP και ΜySQL. Τα αθλητικά δεδομένα που αναλύονται είναι δεδομένα αγωνιστικού σκραμπλ. Το σκραμπλ είναι ένα δημοφιλές επιτραπέζιο σταυρολεξικό παιχνίδι μεταξύ δύο παικτών. Το αγωνιστικό σκραμπλ, στην Ελλάδα, αναπτύσσεται τα τελευταία 10 χρόνια με διοργανώσεις πανελλήνιας εμβέλειας και τοπικά πρωταθλήματα από τους αντίστοιχους ομίλους σκραμπλ ανά τη χώρα. Ήδη έχει συλλεχθεί ένας αρκετά σημαντικός αριθμός δεδομένων και πληροφοριών (από δεκάδες διοργανώσεις) ο οποίος με το πέρασμα του χρόνου αυξάνεται σημαντικά. Η οργάνωση των δεδομένων αυτών και η παραγωγή σωστών και αξιόπιστων αποτελεσμάτων, προσβάσιμων ανά πάσα στιγμή από όλους τους εμπλεκομένους (ομίλους, παίκτες, φίλους του αθλήματος), αποτελούν θέματα τα οποία πραγματεύεται η παρούσα διπλωματική εργασία. Ο ιστότοπος δύναται να χρησιμοποιηθεί από ενώσεις και ομίλους σκραμπλ με στόχο την παρακολούθηση όλων των στατιστικών στοιχείων που παράγονται από βαθμολογημένα τουρνουά τα οποία διοργανώνονται από το κάθε σωματείο ξεχωριστά. 106 278 295 Quality of service provisioning in IEEE802.11e wireless local multimedia networks. Παροχή ποιότητας υπηρεσιών σε ασύρματα τοπικά δίκτυα πολυμέσων τεχνολογίας IEEE 802.11e. The fast growth of Wireless Local Area Networks (WLANs) during the last decade, has led to their wide acceptance by the vast majority of electronic equipment users as the dominant wireless networking technology. The indisputable functionality standard of WLANs is the IEEE 802.11. At the same time, multimedia applications technology has received a similar success. It was, therefore, an expected result that the users of both technologies required that multimedia applications were adequately supported by the wireless infrastructure. Towards this direction, the IEEE has published a series of amendments to the initial WLAN standard. The widely accepted amendment for supporting multimedia in WLANs is the IEEE 802.1 le. This specification defined the functionality of a new Medium Access Control (MAC), capable of providing Quality of Service (QoS) to applications with high demands from the network. However, the IEEE 802.11 has received negative reviews regarding its capability of multimedia support in highly congested wireless networks. These conditions are quite common, especially in infrastructure networks with large numbers of users (e.g., public hotspots, university networks etc.). As a response to this challenge, the international scientific community, has designed and proposed various enhancements mechanisms to improve the IEEE 802.1 le functionality in high load situations. This thesis contributes to this international effort of QoS provisioning in multimedia WLANs, by developing and assessing a novel mechanism which combines, adapts and enforces the characteristics and the design techniques that have been proposed in the international bibliography, into an integrated architecture. The efficiency of the mechanism is evaluated and compared to other implementations, and the related experimental results are proven to be very promising. Η ταχεία εξέλιξη των Ασύρματων Δικτύων Τοπικής Εμβέλειας (Wireless Local Area Networks - WLANs) την τελευταία δεκαετία οδήγησε στην καθολική τους αποδοχή ως προτιμητέα τεχνολογία ασύρματης δικτύωσης από τους απανταχού χρήστες των υπολογιστικών συστημάτων. Το αδιαμφισβήτητο πρότυπο λειτουργίας των WLAN είναι το IEEE 802.11. Παράλληλα με την εξελικτική πορεία της ασύρματης δικτύωσης, οι εφαρμογές πολυμέσων έχουν, επίσης, σημειώσει εκπληκτική ανάπτυξη. Ήταν, επομένως, αναμενόμενο οι χρήστες των δύο τεχνολογιών να επιθυμούν την αποδοτική υποστήριξη των πολυμεσικών εφαρμογών από την ασύρματη υποδομή που διαθέτουν. Προς αυτή τη κατεύθυνση, ο οργανισμός IEEE εξέδωσε μια σειρά από προσθήκες στο αρχικό πρότυπο WLAN. Η δημοφιλέστερη και ευρέως αποδεκτή προσθήκη για την υποστήριξη πολυμέσων στα WLAN ήταν η IEEE 802.1 le. Η προσθήκη αυτή προσδιορίζει την λειτουργία ενός νέου Επιπέδου Πρόσβασης στο Μέσο (Medium Access Control - MAC), ικανού να παρέχει Ποιότητα Υπηρεσιών (Quality of Service - QoS) σε εφαρμογές με υψηλές απαιτήσεις από το δικτυακό σύστημα. Ωστόσο, το IEEE 802.lie, έχει δεχτεί αρνητική κριτική για την ικανότητα του να υποστηρίξει αποδοτικά δικτυακές εφαρμογές πολυμέσων σε συνθήκες υψηλού φόρτου. Οι συνθήκες αυτές είναι συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα σε δίκτυα υποδομής με μεγάλο αριθμό χρηστών (π.χ. δημόσια ασύρματα σημεία πρόσβασης, πανεπιστημικά δίκτυα κ.α.). Ήταν αναμενόμενο, λοιπόν, η διεθνής επιστημονική κοινότητα να αντιδράσει στην πρόκληση, παράγοντας βελτιωτικούς μηχανισμούς λειτουργίας του IEEE 802.1 le κάτω από συνθήκες συμφόρησης. Η παρούσα διατριβή συμβάλει σε αυτή τη διεθνή επιστημονική προσπάθεια παροχής ποιότητας υπηρεσιών σε πολυμεσικά ασύρματα δίκτυα τοπικής εμβέλειας, αναπτύσσοντας και αξιολογώντας έναν πρωτότυπο μηχανισμό ο οποίος συνδυάζει, προσαρμόζει και βελτιώνει χαρακτηριστικά και τεχνικές σχεδίασης που έχουν προταθεί από την διεθνή βιβλιογραφία, σε μία ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική. Η απόδοση του μηχανισμού αξιολογείται και συγκρίνεται με άλλες υλοποιήσεις, και τα αποτελέσματα των πειραμάτων που διεξήχθησαν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. 107 387 338 Human factor and quality in the greek public sector Ανθρώπινος παράγοντας και ποιότητα στον ελληνικό δημόσιο τομέα The thesis aims to emerge the importance of the human factor and its relation to the service quality. Considering internal and external customers as integral parts of a single Service Profit Chain, it includes their parallel study in the light of the principles of the New Public Management. The empirical part of the thesis focuses on Tax Offices and is based on two independent samples of 330 internal and 425 external customers. The formation of the research hypotheses was made on three levels and they had been tested in the frame of three distinct studies. The first one focuses on the employees of Tax Offices who, as internal customers, were tested in four variables (internal service quality, satisfaction, teamwork and empowerment), with the main research hypothesis the test of the effect of a supporting working environment on the employees' empowerment. The second, examines the quality of the services provided by the Tax Offices as this is perceived by the taxpayers (external customers), and their level of customer satisfaction. The third study investigates the relation between the internal and external service quality as well as the satisfaction of internal and external customers (from the quality of internal and external services accordingly). The methods used for the realisation of the above mentioned studies were mainly multivariate statistic analysis, such as structural equation modeling -SEM, exploratory and confirmatory factor analysis, as well as non-parametric statistic analysis and step-wise regression analysis. The originality of this thesis lies on the parallel study of internal and external customers and the formation of a cohesive framework aiming to improve the quality of the services. What is also important is its contribution to the enrichment of the international bibliography, through the development and the test of the structural model that supports the positive effect of a "supporting" working environment on employees' empowerment. However, the fact that the experimental research is restricted in a specific sector of services and is conducted in a confined geographical region makes it necessary to be repeated in other public and private sector services and in other geographical regions of the country. Finally, it is suggested to enlarge and enrich the structural model -in the first study- with other variables, as well as to correlate the variables of internal and external clients. Η διατριβή αποσκοπεί στην ανάδειξη της σημαντικότητας του ανθρώπινου παράγοντα και τη διασύνδεση του με την ποιότητα των υπηρεσιών. Θεωρώντας εσωτερικούς και εξωτερικούς πελάτες ως αναπόσπαστα μέρη μιας ενιαίας αλυσίδας αξίας των υπηρεσιών, συμπεριλαμβάνει την παράλληλη διερεύνηση τους στα πλαίσια των αρχών του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ. Το ερευνητικό μέρος της διατριβής εστιάζεται στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και βασίζεται σε δύο ανεξάρτητα δείγματα 330 εσωτερικών και 425 εξωτερικών πελατών. Η διατύπωση των ερευνητικών υποθέσεων έγινε σε τρία επίπεδα και για τον έλεγχο τους πραγματοποιήθηκαν τρεις διακριτές μελέτες. Η πρώτη εστιάζεται στους εργαζόμενους των Δ.Ο.Υ. που ως εσωτερικοί πελάτες εξετάστηκαν σε τέσσερις μεταβλητές (ποιότητα εσωτερικών υπηρεσιών, ικανοποίηση, ομαδική εργασία και ενδυνάμωση), με κύρια ερευνητική υπόθεση τον έλεγχο της επίδρασης ενός υποστηρικτικού εργασιακού περιβάλλοντος στην ενδυνάμωση των εργαζομένων. Η δεύτερη εξετάζει τους φορολογούμενους (εξωτερικοί πελάτες) ως προς την αντιλαμβανόμενη από αυτούς ποιότητα υπηρεσιών των Δ.Ο.Υ. και την ικανοποίηση τους. Στην τρίτη μελέτη διερευνάται η σχέση ανάμεσα στην ποιότητα εσωτερικών και εξωτερικών υπηρεσιών και στην ικανοποίηση εσωτερικών και εξωτερικών πελατών (από την ποιότητα εσωτερικών και εξωτερικών υπηρεσιών αντίστοιχα). Για την υλοποίηση των παραπάνω μελετών χρησιμοποιήθηκαν κυρίως μέθοδοι της πολυμεταβλητής στατιστικής ανάλυσης, όπως δομική ανάλυση εξισώσεων (structural equation modeling -SEM), διερευνητική και επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση, καθώς επίσης μη παραμετρική στατιστική ανάλυση και ανάλυση παλινδρόμησης. Η πρωτοτυπία της διατριβής έγκειται στην παράλληλη μελέτη εσωτερικών και εξωτερικών πελατών και τη διαμόρφωση ενός συνεκτικού πλαισίου βελτίωσης της ποιότητας υπηρεσιών. Σημαντική επίσης είναι η συνεισφορά της στον εμπλουτισμό της διεθνούς βιβλιογραφίας με την ανάπτυξη και τον έλεγχο του δομικού μοντέλου που υποστηρίζει την θετική επίδραση του «υποστηρικτικού» εργασιακού περιβάλλοντος στην ενδυνάμωση των εργαζομένων. Ωστόσο ο περιορισμός της εμπειρικής έρευνας σε έναν ιδιαίτερο τομέα υπηρεσιών και σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή καθιστά χρήσιμη την επανάληψη της και σε άλλους τομείς δημοσίων και ιδιωτικών υπηρεσιών καθώς επίσης και σε άλλες γεωγραφικές περιοχές της χώρας. Τέλος, προτείνεται η διεύρυνση και ο εμπλουτισμός του δομικού μοντέλου της πρώτης μελέτης με άλλες μεταβλητές, καθώς επίσης και η συσχέτιση μεταβλητών εσωτερικών και εξωτερικών πελατών. 108 18 22 Career counseling in cultural minorities. Intercultural competence, self-efficacy and their relation with counselors’ perceived stress and work engagement. Επαγγελματική συμβουλευτική σε πολιτισμικές μειονότητες. Διαπολιτισμική ικανότητα, αυτό-αποτελεσματικότητα και η σχέση τους με το αντιληπτό στρες και την εργασιακή δέσμευση των συμβούλων. 109 322 321 Urban space and strategic planning in the Balkans: Pristina, Sofia, Bucharest Αστικός χώρος και στρατηγικός σχεδιασμός στα Βαλκάνια: Πρίστινα, Σόφια, Βουκουρέστι The aim of the proposed research is the image of the city as a determinative asset/factor in forming urban identity, directly connected to urban policies and planning. In the context of the geographical area of reference, the Balkan space, issues of urban planning are explored in an attempt to define characteristics that should be taken into account in enhancing urban identity, within the principles of sustainable development. The reference cities, are the Balkan capitals of Pristina (Kosovo), Sofia (Bulgaria) and Bucharest (Romania). The image is an important feature of a place so as to be involved in planning of the space and its functional dimensions. The characteristics that compose the city image and consequently the urban identity, are largely shaped by historical, socio-economic and cultural conditions, individual and social activities in space and time. Parameters to be considered in urban planning generally depend on the environment, natural and man-made. Particularly for the Balkan area, research questions arise concerning the image of urban centers, the implementation of urban policies and strategic planning in the context of spatial development. Firstly, through bibliographical review, articles and online sources, an attempt is made to clarify concepts related to space, planning, the image of the city and urban identity. Secondly, fieldwork methodology, including mapping and tracking of areas of interest, planning models identification and data registration through short questionnaires and interviews with relevant stakeholders in the reference cities (private sector, non-governmental and international organizations, administrative departments, public institutions, policy sectors, local communities, citizens) attempts to approach them based on geographical, historical, socio-economic, environmental, cultural and architectural characteristics, so as to understand better the image of urban centers, their planning system and development scenarios. The scope is the results delivered through this research, to provoke further interest on building synergies in the context of a sustainable development model, as a strategic choice for the wider geographical area. Αντικείμενο της έρευνας αποτελεί η εικόνα της πόλης ως καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση της αστικής ταυτότητας, σε άμεση συνάρτηση με τις αστικές πολιτικές και το σχεδιασμό. Στο πλαίσιο της γεωγραφικής περιοχής αναφοράς, το βαλκανικό χώρο, εξετάζονται ζητήματα σχεδιασμού της πόλης με σκοπό τα στοιχεία που θα προκύψουν να ληφθούν υπόψη στην ανάδειξη της αστικής ταυτότητας με άξονα τη βιώσιμη ανάπτυξη. Σχετικά με τις πόλεις αναφοράς, πρόκειται για τις βαλκανικές πρωτεύουσες Πρίστινα (Κόσοβο), Σόφια (Βουλγαρία) και Βουκουρέστι (Ρουμανία). Η εικόνα αποτελεί σημαντικό χαρακτηριστικό ενός τόπου έτσι ώστε να υπολογίζεται στο σχεδιασμό του χώρου και τις λειτουργικές διαστάσεις του. Τα στοιχεία σύνθεσης της εικόνας της πόλης, και κατ’ επέκταση η αστική ταυτότητα, διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τις ιστορικές, τις κοινωνικοοικονομικές και πολιτιστικές συνθήκες, τις ατομικές και κοινωνικές δραστηριότητες στο χώρο και το χρόνο. Παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό μιας πόλης γενικότερα συναρτώνται με το περιβάλλον, φυσικό και ανθρωπογενές. Ιδιαίτερα για το χώρο των Βαλκανίων προκύπτουν ερευνητικά ερωτήματα σχετικά με την εικόνα των αστικών κέντρων, την εφαρμογή αστικών πολιτικών και τον σχεδιασμό γενικών στόχων χωρικής ανάπτυξης. Σε πρώτο επίπεδο, μέσα από βιβλιογραφικές πηγές, έρευνες και διαδικτυακούς τόπους, γίνεται προσπάθεια να αποσαφηνιστούν έννοιες που αφορούν το χώρο, το σχεδιασμό, την εικόνα της πόλης και την αστική ταυτότητα. Σε δεύτερο επίπεδο, μέσα από την επιτόπια παρατήρηση, την αποτύπωση σημείων ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό με την ανάλυση των δεδομένων συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων σε στοχευμένες ομάδες κοινού (κατοίκους, εργαζόμενους, επαγγελματίες, επιστημονική κοινότητα, εκπροσώπους δημοσίων φορέων) στις πόλεις αναφοράς, επιχειρείται η προσέγγισή τους με βάση τα γεωγραφικά, ιστορικά, κοινωνικοοικονομικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά τους ώστε να αποδοθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, η εικόνα των αστικών κέντρων, το σύστημα σχεδιασμού τους και τα αναπτυξιακά σενάρια. Σκοπός είναι τα στοιχεία που θα προκύψουν μέσα από αυτή τη διερεύνηση να αποτελέσουν έναυσμα για προτάσεις συνέργειας στο πλαίσιο ενός προτύπου αειφόρου ανάπτυξης, ως στρατηγική επιλογή του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου. 110 223 224 Visualization of parallel and distributed systems: integrated parallel and distributed systems' simulation environment for the application of visualization methods in the teaching of parallel programming Οπτικοποίηση παράλληλων και κατανεμημένων συστημάτων: ολοκληρωμένο περιβάλλον προσομοίωσης παράλληλων και κατανεμημένων συστημάτων για την εφαρμογή μεθόδων οπτικοποίησης στη διδασκαλία του παράλληλου προγραμματισμού The widespread use of parallel computer systems has lead to the development of new architectures, which support various programming models. As a consequence, there emerges the need for the establishment of research and educational standards and the training of students on the use and programming of such systems. The present dissertation aims at enhancing the teaching of parallel programming. To accomplish this, we have defined a series of lessons, developed accompanying programming assignments and created an educational Integrated Development Environment (IDE), which simulates the main architectures of parallel and distributed systems and incorporates original visualization methods. In order to determine the educational value of our teaching approach, we have constructed a composite evaluation model that is based upon two axis: the usability of the programming environment and the learner outcomes. Results from the evaluation analysis, have shown that our teaching method satisfies both theoretical and practical aspects of a parallel programming course. Furthermore, the application of visualization techniques has enriched the educational process: the visualization graphs have supported students efficiently in resolving programming assignments throughout the basic program development stages, promoted expedient learning behaviors and advanced the achievement of knowledge on all cognitive levels according to Bloom’s taxonomy. Καθώς αυξάνεται η χρήση των παράλληλων υπολογιστικών συστημάτων, αναπτύσσονται νέες αρχιτεκτονικές, που υποστηρίζονται από διαφορετικά προγραμματιστικά μοντέλα. Η νέα αυτή τάση δημιουργεί ανάγκη για την καθιέρωση ερευνητικών και διδακτικών προτύπων και την εκπαίδευση των σπουδαστών πάνω στην χρήση και τον προγραμματισμό των συστημάτων αυτών. Ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι η ενίσχυση της διδασκαλίας του παράλληλου προγραμματισμού, με τον ορισμό μίας σειράς μαθημάτων, την σύνθεση προγραμματιστικών ασκήσεων και την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου εκπαιδευτικού προγραμματιστικού περιβάλλοντος, που προσομοιώνει τις βασικές αρχιτεκτονικές των παράλληλων και κατανεμημένων συστημάτων και ενσωματώνει πρωτότυπες μεθόδους οπτικοποίησης για την στήριξη αυτών των μαθημάτων. Για να καθορίσουμε την παιδαγωγική αξία της διδακτικής μας μεθόδου, ορίσαμε ένα σύνθετο μοντέλο αξιολόγησης ως προς δύο άξονες: την ευχρηστία του προγραμματιστικού περιβάλλοντος και τα μαθησιακά αποτελέσματα. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης, διαπιστώσαμε ότι η διδακτική μέθοδος που εφαρμόσαμε ήταν ολοκληρωμένη ως προς την θεωρητική και πρακτική προσέγγιση του μαθήματος. Επιπλέον, η εφαρμογή των μεθόδων οπτικοποίησης ενίσχυσε σημαντικά την εκπαιδευτική διαδικασία, ενώ τα διαγράμματα υποστήριξαν με επάρκεια τους σπουδαστές στην επίλυση των ασκήσεων κατά τα βασικά στάδια ανάπτυξης των προγραμμάτων, προώθησαν επιθυμητές μορφές μάθησης και προήγαγαν την επίτευξη της γνώσης σε όλα τα επίπεδα του γνωστικού τομέα σύμφωνα με την ταξινομία του Bloom. 111 268 210 Study of queues with the use of object-oriented techniques Queuing theory is the key analytical modelling technique used for computer systems performance and behaviour analysis. Queues of some sort are central in the majority of models of computer and other communication systems. The great majority of courses relevant to network modeling and simulation or gueues reguire very good knowledge of Mathematics and they are based in mathematical modelling. This thesis proposes the use of Unified Modeling Language as the mean to teach modelling of discrete event systems such as gueues and networks. This method was implemented in a course that was presented to second year's students of Department of Applied Informatics of University of Macedonia Thessaloniki Greece, The evaluation of the proposed new teaching method was made both from the teachers and the students who answered a guestionnaire after the end of the course. The above process has as a result, the development of a software tool which is based in UML diagrams and object - oriented technigues. The software we have developed has two aspects. The first one applies to its ability to simulate most of the gueuing processes that take place in computer networks. Thus a computer performance analyst may use it to derive some useful results in a very convenient way. The second aspect of the software is the academic one. The part of the application that simulates specific types of gueue can be used as a guide for teaching network modelling. We believe that it is very easy for someone to understand the aspects of gueuing theory even though he/she is not familiar with. Η θεωρία ουρών είναι η πιο διαδεδομένη τεχνική μοντελοποίησης που χρησιμοποιείται νια την ανάλυση της συμπεριφοράς και της απόδοσης των υπολογιστικών συστημάτων. Οι ουρές είναι το βασικό στοιχείο στη λειτουργία τόσο των υπολογιστών όσο και των συστημάτων επικοινωνίας ή των δικτύων. Η διδασκαλία όμως του συγκεκριμένου αντικειμένου στα πανεπιστήμια βασίζεται στη μαθηματική μοντελοποίηση η οποία θέτει ως προαπαιτούμενο τις περισσότερες φορές το υψηλό επίπεδο γνώσης μαθηματικών. Στη διατριβή αυτή προτείνεται μία διαφορετική προσέγγιση η οποία εισάγει την Ενοποιημένη Γλώσσα Μοντελοποίησης (UML) ως το εργαλείο νια τη διδασκαλία μοντελοποίησης συστημάτων διακριτών γεγονότων όπως οι ουρές και τα δίκτυα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση εφαρμόστηκε σε πιλοτικό μάθημα στο τμήμα Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Η αξιολόγηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας έγινε από τους διδάσκοντες αλλά και από τους φοιτητές που έλαβαν μέρος και απήντησαν σε ερωτηματολόγιο που τους δόθηκε με την ολοκλήρωση των μαθημάτων. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν και η ανάπτυξη λογισμικού προσομοίωσης ουρών το οποίο βασίστηκε στα διαγράμματα της Ενοποιημένης Γλώσσας Μοντελοποίησης αλλά και σε Αντικειμενοστρεφείς Τεχνικές Προγραμματισμού. Το λογισμικό έχει δύο διαστάσεις. Η πρώτη είναι η εκπαιδευτική η οποία βοηθάει τους φοιτητές να κατανοήσουν καλύτερα τις έννοιες της θεωρίας ουρών. Η δεύτερη αφορά στη δυνατότητα του να προσομοιώνει διάφορους τύπους ουρών και έτσι να βοηθά κάποιο ερευνητή να εξάγει χρήσιμα αποτελέσματα. 112 317 410 Educational and pedagogical use of ICT in teaching history. Εκπαιδευτική και παιδαγωγική αξιοποίηση των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας στη διδακτική της ιστορίας. The main purpose of the study, consisting of five chapters, was to examine how to improve the teaching of history by the use of ICT in comparison with other, traditional methods of teaching. The problem investigated was that traditional methods of teaching history, currently followed in Greek schools, do not achieve significant results of learning. The survey was based on specific teaching techniques: learning by doing, collaborative activities, research, evaluation of information, cultivation of speech and writing, and social awareness. The theoretical framework was based on: 1) the social or peer-dialectical structuralism, 2) a holistic, interdisciplinary approach and 3) Computer Supported Collaborative Learning. For the structure of teaching we used socio-cultural learning theories and cultural-historical activity theory. For the data collection and analysis we used Quantitative research (in small scale) and qualitative research: 1) Content analysis. 2) Active and critical educational action research. 3) Ethnographic techniques (observations, analyses, classifications for data collection). 4) Socio-cultural learning theory. In order to record the progress of teaching we used as tools: Recorded teachings, teaching assessment, discussion / feedback, worksheets, students’ oral and written (multimodal) works, informal discussions. We applied the interdisciplinary and multidisciplinary approach by studying a subject where many teaching subjects were involved. The research had a unique and different path for each group, depending on the subjects which they discovered and processed. The role-play was very enjoyable and useful for students. It was achieved by simulation, webquests, historical research and cooperative activities. There was a substantial change in the role of teachers. Teachers had the role of coordinator, facilitator, and designer of the activities. There was much more personal involvement of students in the learning process compared with traditional learning. The goals that were achieved: 1) Cooperative learning made the teaching subject more understandable and accessible to children. 2) The context of the textbook appeared more understandable and interesting. Η μελέτη αυτή, που αποτελείται από πέντε κεφάλαια, είχε ως κύριο σκοπό την εξέταση της αποτελεσματικότητας των διδασκαλιών και της βελτίωσης της διδακτικής της Ιστορίας, με την αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας, σε σχέση με τις άλλες, παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας. Το πρόβλημα που διερευνήθηκε είναι ότι οι παραδοσιακές μέθοδοι διδασκαλίας της Ιστορίας, που ακολουθούνται στα ελληνικά σχολεία, δεν επιτυγχάνουν ουσιαστικά αποτελέσματα μάθησης. Η έρευνα βασίστηκε σε συγκεκριμένες διδακτικές τεχνικές: εμπειρική - «βιωματική» μάθηση, συνεργατικές δραστηριότητες, αναζήτηση, εντοπισμό, αξιολόγηση πληροφοριών, καλλιέργεια του λόγου, κοινωνική ευαισθητοποίηση σε διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα. Το θεωρητικό πλαίσιο βασίστηκε: 1) στον κοινωνικό ή κριτικο-διαλεκτικό δομισμό που πρεσβεύει ότι πρέπει πάντοτε να έχουμε πραγματικές δραστηριότητες, σε πραγματικές συνθήκες, και πάντα να λαμβάνουμε υπόψη το πλαίσιο ανθρώπινης δραστηριότητας, 2) στην ολιστική, διαθεματική προσέγγιση και 3) στην Υποστηριζόμενη με Υπολογιστή Συνεργατική Μάθηση. Για την οργάνωση της διδασκαλίας χρησιμοποιήθηκαν η κριτική κοινωνική επι¬στήμη και η πολιτισμικο-ιστορική Θεωρία της Δραστηριότητας Για τη συλλογή και ανάλυση δεδομένων πραγματοποιήθηκαν Ποσοτική έρευνα (σε μικρή κλίμακα) και ποιοτική έρευνα: Χρησιμοποιήθηκαν: 1) η Ανάλυση περιεχομένου. 2) Τεχνικές έρευνας δράσης. 3) Τεχνικές κριτικής εθνογραφίας (παρατηρήσεις, αναλύσεις, κατηγοριοποιήσεις για τη συλλογή δεδομένων). 4) Η Κοινωνικο-πολιτισμική θεωρία μάθησης. Για την καταγραφή της πορείας της συνολικής δράσης, χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία: Μαγνητοφωνημένες διδασκαλίες, αξιολογήσεις διδασκαλιών, συζητήσεις / ανατροφοδότηση, τα φύλλα εργασίας, προφορικές, γραπτές (πολυτροπικές) εργασίες των ομάδων, άτυπες συζητήσεις. Στις διδασκαλίες εφαρμόσθηκε η διαθεματική και διεπιστημονική προσέγγιση της γνώσης, δηλαδή η επεξεργασία ενός θέματος με εμπλεκόμενα διδακτικά αντικείμενα του ΑΠΣ. Η διερεύνηση υλικού είχε προσωπική και διαφορετική πορεία για κάθε ομάδα, ανάλογα με τα θέματα που ανακάλυπτε και επεξεργαζόταν. Σημαντική είναι η «διαδρομή» των μαθητών ως την έναρξη του ουσιαστικού μέρους του μαθήματος (σε αντιδιαστολή με τη διδακτική ώρα). Το παιχνίδι ρόλων ήταν πολύ ευχάριστο και χρήσιμο για τους μαθητές. Υλοποιήθηκε με προσομοιώσεις, ιστοεξερευνήσεις, μύηση στους τρόπους της ιστορικής έρευνας. Όλα αυτά εξήψαν τη φαντασία και την ενσυναίσθηση των μαθητών. Ακόμη μοιράστηκαν ρόλοι ομάδας για τη διεκπεραίωση των εργασιών. Παρατηρήθηκε ουσιαστική αλλαγή του ρόλου των εκπαιδευτικών. Οι εκπαιδευτικοί είχαν τον ρόλο του συντονιστή, καθοδηγητή, σχεδιαστή των δραστηριοτήτων. Παρατηρήθηκε πολύ μεγαλύτερη προσωπική εμπλοκή των μαθητών στην επεξεργασία του θέματος, απ’ ότι στην παραδοσιακή διδασκαλία. Στόχοι που πραγματοποιήθηκαν ήταν: 1) Με την ομαδοσυνεργατική διερεύνηση οι πληροφορίες έγιναν πιο κατανοητές και προσιτές στα παιδιά. 2) Έγινε πιο κατανοητό και ενδιαφέρον το υλικό του σχολικού βιβλίου. Η επίτευξη των στόχων των διδασκαλιών καταδείχθηκε και από τις αντιδράσεις των μαθητών και των εκπαιδευτικών. 113 146 147 New technologies and intercultural education: an application in the history classroom Νέες τεχνολογίες και διαπολιτισμική εκπαίδευση: μια εφαρμογή στο μάθημα της ιστορίας The present research examines the function of an educational computer game as a tool for learning. We specifically explore its potential use in the history classroom with the purpose of creating intercultural understanding. Data was collected through qualitative research methods (design-based research) and analyzed through the theoretical lens of Activity Theory. The experiment was carried out in two cycles, for 6 weeks, in the 6th grade of primary school with 18 students in total. Its results agree with the relevant research regarding the potential of a computer game as a tool for learning, through the creation of communities of practice, under specific conditions. Regarding students' familiarization with historical research and work with primary sources, the results were also largely positive. In regards to the development of intercultural understanding through history, research results were mainly negative. Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται η λειτουργία ενός ηλεκτρονικού εκπαιδευτικού παιχνιδιού ως εργαλείου μάθησης. Συγκεκριμένα διερευνώνται οι δυνατότητες της αξιοποίησης του στο μάθημα της ιστορίας, με σκοπό τη διαμόρφωση διαπολιτισμικής συνείδησης. Τα δεδομένα συλλέγονται με ποιοτικές μεθόδους έρευνας (έρευνα βασισμένη σε σχεδιασμό), και αναλύονται υπό το πρίσμα της θεωρίας δραστηριοτήτων. Τα αποτελέσματα του πειράματος, που διενεργήθηκε σε δύο κύκλους, για 6 εβδομάδες στην Στ' τάξη δημοτικού με 18 συνολικά μαθητές, συμφωνούν με τη σχετική βιβλιογραφία ως προς τη δυνατότητα του ηλεκτρονικού παιχνιδιού να λειτουργήσει ως εργαλείο μάθησης δημιουργώντας κοινότητες πρακτικής, με συγκεκριμένες όμως προϋποθέσεις. Αναφορικά με την εξοικείωση των μαθητών με μεθόδους ιστορικής έρευνας και εργασίας με πηγές, τα αποτελέσματα ήταν επίσης σε μεγάλο βαθμό θετικά. Τέλος, σε σχέση με την ανάπτυξη διαπολιτισμικής κατανόησης μέσα από το μάθημα της ιστορίας, τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν κυρίως αρνητικά. 114 187 180 Information retrieval of academic libraries' automated systems and statistical analysis of those data Ανάκτηση πληροφοριών από αυτοματοποιημένα συστήματα ακαδημαϊκών βιβλιοθηκών και στατιστική ανάλυση των δεδομένων αυτών The present thesis aims at examining the way that data are retrieved in academic libraries and mainly at building a new model of statistical analysis of qualitative data that came out from libraries. In the frame of user studies the present thesis attempts at collecting and processing data that concern the users' attitude. Specifically, it collects data that came out from the users' connections to the automated catalog of an academic library. The collection of the data was made using the method of transaction logs in combination with an online questionnaire. The statistical process and analysis was made by the methods of data analysis that are part of multivariate statistics. In particular, the methods of correspondence analysis and of hierarchical classification were used. By processing the data and sketching the users' attitude at an academic library's OPAC, elements that can influence the reformation of the library's policy, are brought out. Those elements reveal the users' weaknesses to use the catalog and also the system's weaknesses in many cases to support and facilitate the user. Η παρούσα διατριβή στοχεύει στην εξέταση του τρόπου ανάκτησης δεδομένων στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες και κυρίως στη δημιουργία ενός νέου μοντέλου στατιστικής ανάλυσης ποιοτικών δεδομένων προερχόμενων από βιβλιοθήκες. Στο πλαίσιο των ερευνών χρηστών η παρούσα διατριβή επιχειρεί τη συλλογή & επεξεργασία δεδομένων που αφορούν στη συμπεριφορά χρηστών. Συγκεκριμένα, συγκεντρώνει δεδομένα που προέρχονται από τις συνδέσεις των χρηστών με τον OPAC μιας ακαδημαϊκής βιβλιοθήκης. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο των transaction logs σε συνδυασμό με online ερωτηματολόγιο. Ακολούθησε στατιστική επεξεργασία και ανάλυση που πραγματοποιήθηκε με τις μεθόδους ανάλυσης δεδομένων, που ανήκουν στην πολυδιάστατη στατιστική. Συγκεκριμένα αξιοποιήθηκαν οι μέθοδοι της παραγοντικής ανάλυσης αντιστοιχιών και της ταξινόμησης κατ' αύξουσα ιεεραρχία. Ολοκληρώνοντας την επεξεργασία των δεδομένων και σκιαγραφώντας τη συμπεριφορά των χρηστών στον OPAC μιας ακαδημαϊκής βιβλιοθήκης, αναδεικνύονται στοιχεία που μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στην αναδιαμόρφωση της πολιτικής της βιβλιοθήκης. Αναδείχθηκαν στοιχεία που φανερώνουν τις αδυναμίες αφενός μεν του χρήστη να αξιοποιήσει πλήρως τον κατάλογο και αφετέρου του συστήματος σε ορισμένες περιπτώσεις να υποστηρίξει και να διευκολύνει τον χρήστη. 115 239 218 The choice of accounting methods and techniques on the efficiency of the corporate bankruptcy prediction models. Η επιλογή λογιστικών μεθόδων και τεχνικών στην αποτελεσματικότητα των υποδειγμάτων πρόβλεψης της εταιρικής πτώχευσης. The main objective of this thesis is to explore the relation between corporate bankruptcy the choice of accounting methods and techniques as well as the impact of such managerial decision on the efficiency of the corporate bankruptcy prediction models. In this study, multivariate discriminant analysis and logit analysis are employed for the construction of corporate bankruptcy prediction models with the incorporation of financial and accounting variables. The findings of the study provide evidence of significant relation between corporate bankruptcy and the choice of accounting methods and techniques. Moreover, the incorporation of an accounting choices portfolio in the corporate bankruptcy prediction models enhances their efficiency in terms of correct classification and both types of errors. The implications of the current study consist in the enhancement of the efficiency of the existing corporate bankruptcy prediction models which will lead to more accurate credit risk assessment of the banks and finally it will mitigate the bad debts of the banking system. Regulatory authorities should reconsider the current framework in the light of new evidence (Basel III, choice of accounting methods). The results of this thesis also provide evidence in support of Contracting Cost Theory and opportunistic behavior of managers, at least for certain accounting variables which we define as “prodrome” indices since they are signaling the future course of the corporation more timely and more accurately. Ο κύριος σκοπός της διατριβής είναι να διερευνηθεί η σχέση της εταιρικής πτώχευσης με την επιλογή λογιστικών μεθόδων και τεχνικών καθώς και η επίδραση μιας τέτοιας διοικητικής απόφασης στην αποτελεσματικότητα των υποδειγμάτων πρόβλεψης της εταιρικής πτώχευσης. Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε η πολυμεταβλητή διακριτή ανάλυση και η λογαριθμική ανάλυση για την κατασκευή υποδειγμάτων πρόβλεψης της εταιρικής πτώχευσης με τη συμμετοχή χρηματοοικονομικών και λογιστικών μεταβλητών. Τα ευρήματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ εταιρικής πτώχευσης και επιλογής λογιστικών μεθόδων και τεχνικών. Επιπλέον, η ενσωμάτωση ενός χαρτοφυλακίου λογιστικών επιλογών στα υποδείγματα πρόβλεψης της εταιρικής πτώχευσης οδηγεί στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας τους με όρους ορθής ταξινόμησης και των δύο τύπων σφαλμάτων. Οι επιπτώσεις της παρούσας έρευνας συνίστανται στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των υφιστάμενων υποδειγμάτων πρόβλεψης της εταιρικής πτώχευσης που θα οδηγήσει σε ορθότερη αποτίμηση του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών και τελικά θα μειώσει τις επισφάλειες του τραπεζικού συστήματος. Οι ρυθμιστικές αρχές διαθέτουν νέα στοιχεία για την αναθεώρηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου (Βασιλεία ΙΙΙ, επιλογή λογιστικών μεθόδων). Τα αποτελέσματα της διατριβής παρέχουν επίσης στήριξη στη Θεωρία του Κόστους Πρακτορείας και στην καιροσκοπική συμπεριφορά των διοικητικών στελεχών, τουλάχιστον για ορισμένες λογιστικές μεταβλητές τις οποίες ονομάζουμε «πρόδρομους» δείκτες καθώς σηματοδοτούν έγκαιρα και με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μελλοντική πορεία της εταιρείας. 116 158 148 Digital systems simulation: algorithms for dynamic data redistribution on a multiprocessor grid Προσομοίωση ψηφιακών συστημάτων: Αλγόριθμοι δυναμικής αναδιανομής δεδομένων σε σύστημα παράλληλων επεξεργαστών Many computing applications are composed of several stages of computation as the program proceeds from one stage to another, different distribution of data may be required. If the distribution of data is improper for a stage, dynamic data redistribution, that is, distribution during runtime is necessary. The scope of this dissertation is to implement techniques for reducing the overall time of redistribution. The two techniques developed were: 1. RCI algorithm. It is based on row transformations of a table that represents the processor grid. It offers optimal solution for constant in length messages. 2.RPIPE algorithm: a selected group of messages is included in various pipeline tasks executed simultaneously, thus reducing the total redistribution time. For variable message lengths. The results of various simulations showed: 1. The algorithms implemented reduce the total cost of redistribution, especially for small messages. 2. The techniques are implemented in any architecture. Πολλές υπολογιστικές εφαρμογές αποτελούνται από διάφορα στάδια υπολογισμών. Σε κάθε φάση εκτέλεσης μιας εφαρμογής η διανομή των δεδομένων πρέπει να είναι τέτοια ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες της εφαρμογής. Αν αυτό δεν ισχύει, απαιτείται δυναμική αναδιανομή δεδομένων, δηλαδή αναδιανομή κατά την διάρκεια εκτέλεσης του προγράμματος. Στόχος της διατριβής είναι η ανάπτυξη αλγορίθμων τέτοιων ώστε η αναδιανομή να γίνει όσο δυνατόν πιο γρήγορα. Οι 2 τεχνικές που αναπτύχθηκαν είναι οι εξής: 1.Αλγόριθμος RCI: βασίζεται σε μετασχηματισμούς στις στήλες ενός πίνακα ο οποίος αναπαριστά το δίκτυο επεξεργαστών. Εφαρμόζεται για μηνύματα σταθερού μήκους. 2. Αλγόριθμος RPIPE: αντιστοιχεί ένα πλήθος μηνυμάτων σε διεργασίες διασωλήνωσης που εκτελούνται ταυτόχρονα, μειώνοντας το κόστος της αναδιανομής. Για μηνύματα μεταβλητά σε μήκος. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την προσομοίωση των αλγορίθμων είναι τα εξής: 1.Μείωση κόστους αναδιανομής ειδικά για μικρότερα μεγέθη μηνυμάτων, 2. Ανεξαρτησία από αρχιτεκτονική. 117 145 161 Φορολογία εισοδήματος προσωπικών εταιριών στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία Due to constant changes in the political and economic environment of Greece that have recently occured, the tax and legal framework has been changing. Freelancers are increasingly face new challenges. The aim of the survey is to help those professionals who are active in Greece, to highlight the changes in the tax and legal system in order to advance more securely their businesses. This thesis focuses on the tax regime of global and limited partnerships in Greece over the last five years (2013-2018).This study of examples confirms the changes in the above course, about the status that businesses operate in Greece and what could be done to improve the situation. Finally, reference is made to the procedure that is followed to the dissolution of companies, as well as to inheritances and parental benefits, in order to complete the circle of interest to any self-employed person. Καθώς υπάρχουν συνεχείς μεταβολές στο πολιτικό-οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας, μεταβάλλεται το φορολογικό και νομικό πλαίσιο έτσι όλο και περισσότερο οι επιχειρηματίες βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες συνθήκες. Ο σκοπός της έρευνας είναι να βοηθήσει όσους επιχειρηματίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, να έχουν την εικόνα της μεταβολής του φορολογικού και νομικού πλαισίου έτσι ώστε να προχωρήσουν ασφαλέστερα στον στρατηγικό σχεδιασμό των επιχειρήσεων τους. Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στο φορολογικό καθεστώς των ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων εταιριών στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία (2013-2018) . Μέσα από μελέτη παραδειγμάτων γίνονται κατανοητές οι μεταβολές σε όλη αυτή την πορεία των ετών και βγαίνουν συμπεράσματα για το περιβάλλον που λειτουργούν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα και τι θα μπορούσε να γίνει για να βελτιωθεί η κατάσταση. Τέλος, γίνεται αναφορά και στο καθεστώς που ισχύει σχετικά με τη διάλυση των εταιριών καθώς επίσης και τις κληρονομιές και γονικές παροχές, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί ο κύκλος που ενδιαφέρει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο. 118 300 305 Feedback through error correction in written speech: beliefs and practices of Greek Language Teachers in Lower Secondary Schools Η ανατροφοδότηση κατά τη διόρθωση των λαθών του γραπτού λόγου: πεποιθήσεις και πρακτικές των φιλολόγων Γυμνασίου The aim of the present thesis is to investigate teacher beliefs and feedback practices regarding written error correction in secondary education in Greece. In order to study this issue in depth, the mode of inquiry followed involved a quantitative and a qualitative research study. The first one examines the extent of implementation of particular feedback practices among 230 language teachers in classes of 12-15 year old adolescents as well as the gravity they attribute to particular errors in written speech. Specifically, the data collection instrument consisted of an original questionnaire, which aimed to elicit teacher preferences for direct and indirect corrective feedback types on errors in student writing. In the qualitative research, follow-up interviews were conducted with ten teachers who participated in the preceding quantitative research, in order to shed light on how their beliefs influence the way they correct written errors and shape their feedback practices. The findings from the quantitative data analysis indicated that teachers use a limited range of error feedback strategies, focusing mainly on direct corrective feedback. In addition, discrepancies emerged between their beliefs regarding the effectiveness of practices and the frequency of their implementation. It is worth mentioning that no statistically significant correlations were found between feedback practices and the gender, age, teaching experience, or further studies of the language teachers who participated in the research. The analysis of interview qualitative data revealed that: (a). the feedback practices reported by the participants’ were influenced by their personal beliefs on them, which were appeared to come along with beliefs about the institutional and socio-cultural context of school, (b). the need for teachers to become more aware of their own beliefs and practices about corrective feedback to student writing. O σκοπός της παρούσης διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση των πεποιθήσεων και πρακτικών ανατροφοδότησης των διδασκόντων σχετικά με τη διόρθωση των λαθών του γραπτού λόγου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα. Προκειμένου να μελετηθεί σε βάθος η συγκεκριμένη θεματική περιοχή πραγματοποιήθηκαν μία ποσοτική και μία ποιοτική έρευνα. Η πρώτη εξετάζει τον βαθμό εφαρμογής συγκεκριμένων πρακτικών ανατροφοδότησης σε 230 έλληνες φιλολόγους του Γυμνασίου, καθώς και τη βαρύτητα, την οποία οι ίδιοι αποδίδουν σε επιμέρους λάθη του γραπτού λόγου. Ειδικότερα, ως εργαλείο μέτρησης αξιοποιήθηκε πρωτότυπο ερωτηματολόγιο, προκειμένου να εξαχθούν οι προτιμήσεις των διδασκόντων στους τύπους της άμεσης και της έμμεσης διορθωτικής ανατροφοδότησης στα λάθη του γραπτού λόγου των μαθητών. Η ποιοτική έρευνα περιελάμβανε συνεντεύξεις με δέκα από τους διδάσκοντες που συμμετείχαν στην ποσοτική έρευνα, ώστε να διερευνηθούν βαθύτερα οι πεποιθήσεις των διδασκόντων, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο διόρθωσης των λαθών του γραπτού λόγου και διαμορφώνουν τις πρακτικές ανατροφοδότησης που υιοθετούν. Από τα ευρήματα της ανάλυσης των ποσοτικών δεδομένων διαπιστώθηκε ότι οι φιλόλογοι αξιοποιούν ένα περιορισμένο φάσμα στρατηγικών διόρθωσης των λαθών δίνοντας έμφαση κυρίως στην άμεση διορθωτική ανατροφοδότηση. Παράλληλα, προέκυψαν αποκλίσεις ανάμεσα στις πεποιθήσεις τους για την αποτελεσματικότητα των πρακτικών και στη συχνότητα με τις οποίες τις εφαρμόζουν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι δεν εντοπίστηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στις πρακτικές ανατροφοδότησης και το φύλο, την ηλικία, τη διδακτική εμπειρία και τις επιπλέον σπουδές των φιλολόγων που συμμετείχαν στην έρευνα. H ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων των συνεντεύξεων ανέδειξε α. την επίδραση προσωπικών πεποιθήσεων των συμμετεχόντων στις πρακτικές ανατροφοδότησης, οι οποίες διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό και από τις πεποιθήσεις τους για το θεσμικό και κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο του σχολείου και β. την ανάγκη να αποκτήσουν οι διδάσκοντες μεγαλύτερη επίγνωση των δικών τους πεποιθήσεων και πρακτικών σχετικά με τη διορθωτική ανατροφοδότηση στον γραπτό λόγο των μαθητών. 119 175 185 Η πανδημία του κορωνοϊού covid-19 ως επιταχυντής προς την 4η βιομηχανική επανάσταση, μετασχηματισμός επιχειρήσεων, άσκηση εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου The present master thesis studies the consequences and challenges posed by the Covid-19 coronavirus pandemic to the wider environment of enterprises as examines the following research hypothesis: “Covid-19 pandemic outbreak accelerate business transformation and the digital integration of audit procedure methodology”. To accept or reject the above hypothesis, through an extensive literature review, we analyze the effects of the pandemic on business transformation through switching production lines, the update of corporate governance and the digital transformation of audit control methods. Moreover, the adaptation and actions taken by the organizations in order to face the consequences are measured and the risk mitigation actions are evaluated, as any conditions and limiting factors about the enterprise transformation are determined. It is concluded that the outbreak of the pandemic accelerates the transformation of business towards a new industrial revolution (industry 4.0), while in the field of audit control, there is a transition from traditional methods to the new digital era of auditing assurance, through the adoption and establishment of new advanced technology solutions, such virtual controls and remote monitoring. Στην παρούσα διπλωματική εργασία μελετώνται οι συνέπειες και οι προκλήσεις που επιφέρει η πανδημία του κορωνοϊού Covid-19 στο ευρύτερο περιβάλλον των οργανισμών και διερευνάται η εξής υπόθεση: «H έξαρση της πανδημίας Covid-19 θα προκαλέσει αναγκαστικά μετασχηματισμό των επιχειρήσεων και θα επιτείνει την ψηφιακή ολοκλήρωση της ελεγκτικής μεθοδολογίας ». Για την αποδοχή ή απόρριψη της παραπάνω υπόθεσης, μέσω εκτενούς βιβλιογραφικής ανασκόπησης, αναλύουμε τις συνέπειες που επέφερε η πανδημία στον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων, μέσω της αναδιάταξης των γραμμών παραγωγής, του εκσυγχρονισμού της εταιρικής διακυβέρνησης και της ψηφιακής ολοκλήρωσης μεθόδων άσκησης ελέγχου. Ταυτόχρονα, αξιολογείται ο βαθμός προσαρμογής και αντίδρασης των οργανισμών, τα μέτρα που έλαβαν για τον μετριασμό των κινδύνων, ενώ παράλληλα προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις και οι περιοριστικοί παράγοντες μετασχηματισμού των επιχειρήσεων. Συμπεραίνεται ότι, η έξαρση της πανδημίας επιταχύνει τον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων προς μια νέα βιομηχανική επανάσταση (industry 4.0), ενώ στον τομέα της ελεγκτικής, πραγματοποιείται μία μετάβαση από τις παραδοσιακές μεθόδους στη νέα ψηφιακή εποχή ελεγκτικής διασφάλισης, μέσω της υιοθέτησης λύσεων προηγμένης τεχνολογίας, εικονικών ελέγχων και απομακρυσμένης εποπτείας. 120 301 272 Discipline aims to the compliance to the obligations undertaken by the public servants, as result of the special legal relationship between them and the State, for the sake of the continuous, uninterrupted, undisturbed, and effective function of the service. The public servants’ disciplinary law constitutes the special administrative law, which sets the rules and the sanctions imposed on them, in case of breaking their official obligations. The dominant practical and social importance of the public servants’ disciplinary law, connected inextricably to the problems and the malaise of the modern public administration, has been the primary factor for the writing of this study. More specifically, the aim of this thesis is to study and analyse in depth the current legal framework governing the public servants’ disciplinary state and to highlight the major issues that come up during the exercise of the disciplinary proceedings. However, an equally important goal of the present thesis has been the study and analysis of the protection and guarantee of the employees’ individual rights, as a legally protected right affected by the sanctioning dimension of the disciplinary authority. The growth and writing of the present thesis was based, as regards methodology, on the analysis of primary and secondary sources of the disciplinary law. Primary sources include the laws, the decrees, the court decisions and the relevant works, while the secondary sources comprise the scientific articles and the publications in the electronic press. The findings of this essay result to the conclusion that the recent extensive modifications to the disciplinary law have introduced vital innovations regarding a more effective way to tackle unlawful issues and award disciplinary justice. There are, however, special cases of provisions that need to be reviewed, so that the disciplinary procedure as a whole is governed by the principles of legitimacy, justice and equal treatment. Η πειθαρχία αποβλέπει στην τήρηση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει ο δημόσιος υπάλληλος, λόγω της ειδικής έννομης σχέσης που τον συνδέει με το Κράτος, προς χάριν της συνεχούς, αδιατάρακτης, εύρυθμης και αποτελεσματικής λειτουργίας της υπηρεσίας. Το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί το ειδικό διοικητικό δίκαιο, το οποίο ορίζει τους κανόνες και τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε βάρος τους, σε περίπτωση παράβασης των υπαλληλικών τους υποχρεώσεων. Η κυρίαρχη πρακτική και κοινωνική σημασία του δημοσιοϋπαλληλικού πειθαρχικού δικαίου, συνδεόμενο άρρηκτα με τα προβλήματα και τις παθογένειες που ταλανίζουν τη σύγχρονη δημόσια διοίκηση, αποτέλεσε τον πρωταρχικό παράγοντα για τη συγγραφή της παρούσης μελέτης. Ειδικότερα, σκοπός της εργασίας είναι να μελετηθεί και να αναλυθεί σε βάθος το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο που διέπει την πειθαρχική κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων και να αναδειχθούν τα προκύπτοντα μείζονα ζητήματα κατά την άσκηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Ωστόσο, εξίσου σημαντικός στόχος της εργασίας υπήρξε η μελέτη και ανάλυση της προστασίας και κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων των υπαλλήλων, ως έννομο αγαθό που πλήττεται από την κυρωτική διάσταση της πειθαρχικής εξουσίας. Η ανάπτυξη και συγγραφή της εργασίας στηρίχθηκε μεθοδολογικά στην ανάλυση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών του πειθαρχικού δικαίου. Πρωτογενείς πηγές αποτέλεσαν οι νόμοι, τα διατάγματα, η νομολογία των δικαστηρίων και τα σχετικά συγγράμματα, ενώ δευτερογενείς τα επιστημονικά άρθρα και οι δημοσιεύσεις στον ηλεκτρονικό τύπο. Τα ευρήματα της εργασίας καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι τελευταίες εκτεταμένες τροποποιήσεις του πειθαρχικού δικαίου εισήγαγαν σημαντικές καινοτομίες προς την κατεύθυνση της αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης έκνομων φαινομένων και απονομής της πειθαρχικής δικαιοσύνης. Εντοπίζονται όμως ειδικά και οι περιπτώσεις διατάξεων που χρήζουν αναθεώρησης, με στόχο το σύνολο της πειθαρχικής διαδικασίας να διέπεται από τις αρχές της νομιμότητας, της δικαιοσύνης και της ίσης μεταχείρισης. 121 308 325 Central Bank independence and supervision: theoritical and empirical support Η ανεξαρτησία και εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση The aim of PHD is to work on τhe two functions of the ECB, monetary policy and prudential supervision. The innovation of this research lies in the fact that it gives a specific answer to the question whether ECB can implement both its functions or not, as well as to which organization can take the role of Lender of Last Resort successfully within E.U. This was achieved by establishing the reasons why a central bank has to be independent during the procedure of planning and implementing the monetary policy in E.U. The research was based on creating an algorithm of measurement of the degree of legal independence of Central Banks in E.U. The algorithm was based on the four figures of this legal independency, financial personal, functional and constitutional, by giving for the first time the same weight to the four figures. This algorithm is innovative as it was designed after the implementation of "Maastricht Treaty" and the foundation of ESCB. By using the method of least squares and the data of the aforementioned algorithm for the 27 countries of E.U. we came to the conclusion that the relation between the inflation rate and the independency of Central Banks is inverse, without always being statistically important. Furthermore, it was proven that correlation does not always attest causality. By analyzing the data, as they are formed by the implementation of Basel II, the research reaches the conclusion that the ECB is the contemporary and efficient supervisor that EU needs. This view is established by the need for supervision which has been created by EU and Maastricht Treaty". The Central Banks can help this effort, as they know the structure and culture of local markets, and they can also function, along with ECB, regarding the matter of Lender of Last Resort. Στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι να ασχοληθεί με τις δυο λειτουργίες της ΕΚΤ, τη νομισματική πολιτική και την προληπτική εποπτεία. Η καινοτομία της έρευνας έγκειται στο γεγονός τι δίνει μια συγκεκριμένη απάντηση για το αν η ΕΚΤ μπορεί να εκτελεί και τις δυο λειτουργίες ή όχι, πως επίσης και ποιος οργανισμός μπορεί να αναλάβει το ρόλο του Δανειστή Ύστατης Προσφυγής με επιτυχία στα πλαίσια της Ε.Ε. Αυτό πραγματοποιήθηκε θεμελιώνοντας τους λόγους για τους οποίους οφείλει μια Κεντρική τράπεζα να είναι ανεξάρτητη κατά το σχεδιασμό και την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στα πλαίσια της Ε.Ε. Η έρευνα στηρίχθηκε στη δημιουργία ενός αλγόριθμου μέτρησης του βαθμού νομικής ανεξαρτησίας των Εθνικών Τραπεζών της Ε.Ε. στηριζόμενοι στις τέσσερις μορφές νομικής ανεξαρτησίας, δηλαδή την οικονομική, την προσωπική, τη λειτουργική και την καταστατική, δίνοντας για πρώτη φορά τον ίδιο βαθμό βαρύτητας και στις τέσσερις παραπάνω μεταβλητές. Ο αλγόριθμος της έρευνας είναι καινοτόμος καθώς πραγματοποιήθηκε μετά από την πλήρη εφαρμογή της Συνθήκης του Μάαστριχτ" και τη δημιουργία του Ε.Σ.Κ.Τ. Χρησιμοποιώντας την τεχνική μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων όπως επίσης και τα δεδομένα του παραπάνω αλγόριθμου για τις 27 χώρες της Ε.Ε. καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η σχέση ανάμεσα στο ρυθμό πληθωρισμού και το βαθμό ανεξαρτησίας των Κ.Τ. είναι αντίστροφη χωρίς όμως να είναι πάντα στατιστικά σημαντική. Επιπλέον αποδείχθηκε ότι η συσχέτιση δεν αποδεικνύει αιτιότητα. Αναλύοντας τα δεδομένα, όπως αυτά διαμορφώνονται από την είσοδο της Βασιλείας II, η έρευνα καταλήγει ότι η ΕΚΤ είναι ο σύγχρονος αποτελεσματικός επόπτης που χρειάζεται αυτή τη στιγμή η Ε.Ε. Η άποψη αυτή θεμελιώνεται αρχικά από την ανάγκη για εποπτεία που έχει δημιουργηθεί στα πλαίσια της Ε.Ε., όπως επίσης και από τη "Συνθήκη του Μάαστριχτ". Αρωγοί αυτής της προσπάθειας θα είναι οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, οι οποίες γνωρίζουν άριστα τις δομές και την κουλτούρα των τοπικών αγορών. Συμπληρωματικά θα πρέπει να λειτουργούν οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες με την Ε.Κ.Τ. και για το θέμα του Δανειστή Ύστατης Προσφυγής. 122 278 269 Diachronic development (1974-2004) of labour relations' policies and social security's policies in Greece with methods of data analysis Διαχρονική εξέλιξη (1974-2004) πολιτικών των εργασιακών σχέσεων και της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα με μεθόδους της ανάλυσης δεδομένων The present thesis aims at the study of the development of labour relations' policies as well as the social security's policies during the period 1974-2004. To this end, 21 variables reflecting these policies are chosen respectively. In addition, labour legislation and legislation on social security constitute the source of information needed as they reveal political decisions. The construction of the initial table which depicts the changes for each variable throughout the period examined. Then, with the multivariable statistical methods of data analysis - which are proved to be the most appropriate methods in the analysis of a qualitative variable table, deprived of an "a priori" hypothesis, the table 0-1 is analysed. Specifically, the cluster analysis (CAH : Classification Ascendante Hierarchique) leads through the dendrogramme to those groups of years and their attributes of special meaning each. Moreover, the correspondence analysis (AFC : Analyse factoriel des Correspondances) through the first factorial axis results in depicting the juxtaposition of the extreme groups of years and their characteristics. The 2nd factorial axis describes the juxtaposition of the middle groups with the extreme ones. Finally, the 1st factorial plane shows the course of the phenomena during the period 1974-2004. Briefly, both the analysis show the separation of the whole period examined into the pre-90 and after-90 period with more subcategories of special interest each. The traditional scene of established labour rights in the pre-90 period is replaced by a new mentality in the after-90 era where the labour world terms are re-defined according to the new economic and political conditions dominated the European Union. Η παρούσα διατριβή στοχεύει στη μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης αρχικά πολιτικών των εργασιακών σχέσεων και στη συνέχεια πολιτικών της κοινωνικής ασφάλισης κατά την περίοδο 1974-2004. Για το σκοπό αυτό επιλέγονται από 21 αντιπροσωπευτικές μεταβλητές για τις αντίστοιχες πολιτικές. Στη συνέχεια, η νομοθεσία γίνεται η πηγή άντλησης των πληροφοριών ως ένδειξη αποκρυστάλλωσης πολιτικών αποφάσεων. Έτσι, δημιουργείται ο αρχικός πίνακας δεδομένων ο οποίος αποτυπώνει αριθμητικά τις παρατηρούμενες αλλαγές για κάθε νομοθετικό μέτρο, που αφορά στην καθεμία από τις υπό μελέτη μεταβλητές. Με τις στατιστικές μεθόδους της ανάλυσης δεδομένων - οι οποίες αναδεικνύονται ως οι πλέον κατάλληλες για την επεξεργασία ενός πολυμεταβλητού πίνακα ποιοτικών μεταβλητών μεγάλων διαστάσεων χωρίς καμιά εκ των προτέρων υπόθεση - αναλύεται ο πίνακας 0-1 όπου οι μεταβλητές μετατρέπονται σε ιδιότητες. Συγκεκριμένα, η ταξινόμηση κατά αύξουσα ιεραρχία (CAH) με εικονογραφικό αποτέλεσμα το δενδρόγραμμα, οδηγεί σε ομάδες ετών και ιδιοτήτων τους οι οποίες αντιπροσωπεύουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για τις εξεταζόμενες πολιτικές. Η δεύτερη μέθοδος, η παραγοντική ανάλυση αντιστοιχιών (AFC) μέσα από τον 1ο παραγοντικό άξονα αντιπαραθέτει στο χώρο των δύο διαστάσεων τις ακραίες ομάδες ετών και ιδιοτήτων τους. Ο 2ος παραγοντικός άξονας αντιπαραθέτει τη μεσαία από τις ακραίες ομάδες ενώ το 1ο παραγοντικό επίπεδο περιγράφει την πορεία των φαινομένων στο χρόνο. Συνοπτικά, η εφαρμογή των μεθόδων και στις δύο περιπτώσεις πολιτικών αναλύει το διαχωρισμό της συνολικής περιόδου σε πριν-90 και μετά-90 εποχή με ανάδειξη και άλλων υποπεριόδων. Το παραδοσιακό τοπίο κατοχυρωμένων εργασιακών δικαιωμάτων διαδέχεται η μετάβαση σε μια νέα νοοτροπία αλλαγής σκηνικού και επαναπροσδιορισμού εννοιών προσαρμοσμένων στις νέες οικονομικο-πολιτικές συνθήκες του ευρωπαϊκού "γίγνεσθαι". 123 255 210 A bicriterion algorithm for the linear problem Ένας δικριτήριος αλγόριθμος για το γραμμικό πρόβλημα In this dissertation a Simplex type algorithm possessing two additional interesting characteristics is presented. From one point of view the algorithm is capable of avoiding the feasible region that is it is an exterior point algorithm. It is well known that short Simplex type paths connecting an arbitrary basic point with an optimal one and capable of avoiding the feasible region always exist. From another point of view, the algorithm possesses a second monotonic criterion except that of the monotonicity of the objective function, that is, the infeasibility of the primal problem is reduced from iteration to iteration. The correctness of the algorithm is shown in an analytical way and results regarding its finiteness for non degenerate problems are derived. An improved version for solving degenerate problems is described and its use in solving general linear problems through a big M method is presented. Finally, results of an extensive computational study comparing the bicriterion algorithm with the dual Simplex algorithm are presented. The dual Simplex algorithm is chosen because it is initialized in a similar way so that the comparison is fair. The comparison is based on randomly generated dense and sparse linear problems. Our results reveal that the bicriterion algorithms is more efficient that the dual Simplex algorithms. The superiority is similar to that of the exterior point Simplex algorithm over the primal Simplex algorithm. From these facts we conclude that the bicriterion algorithm and the exterior point Simplex algorithm are equivalent in terms of practical efficiency. Στην παρούσα διατριβή αναπτύσσεται ένας αλγόριθμος τύπου Simplex ο οποίος έχει δύο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά. Από τη μια μεριά ο αλγόριθμος αποφεύγει την εφικτή περιοχή, δηλαδή είναι ένας αλγόριθμος Εξωτερικών Σημείων. Είναι γνωστό ότι σύντομοι δρόμοι τύπου Simplex που αποφεύγουν την εφικτή περιοχή και συνδέουν ένα οποιοδήποτε βασικό σημείο με ένα βέλτιστο υπάρχουν πάντοτε. Από την άλλη μεριά ο αλγόριθμος κατέχει και ένα δεύτερο μονοτονικό κριτήριο εκτός της μονοτονίας της αντικειμενικής συνάρτησης, δηλαδή ελαττώνει την μη εφικτότητα του προβλήματος. Στη διατριβή γίνεται αναλυτική αιτιολόγηση του αλγορίθμου και εξάγεται η περατότητά του. Περιγράφεται ένας τρόπος υλοποίησης του αλγόριθμου για εκφυλισμένα προβλήματα καθώς και η χρήση του αλγόριθμου στην επίλυση γενικών γραμμικών προβλημάτων με τη χρήση μιας μεθόδου μεγάλου Μ. Τέλος παρουσιάζονται αποτελέσματα μιας εκτενούς υπολογιστικής μελέτης στην οποία συγκρίνεται ο δικριτήριος αλγόριθμος με τον δυϊκό αλγόριθμο Simplex. Ο δυϊκός αλγόριθμος Simplex έχει επιλεγεί για λόγους αμεροληψίας της σύγκρισης. Η σύγκριση έγινε σε τυχαία προβλήματα, αραιά και πυκνά. Τα αποτελέσματα της υπολογιστικής μελέτης αποκαλύπτουν ότι ο δικριτήριος αλγόριθμος είναι περισσότερο αποτελεσματικός. Η τάξη ανωτερότητάς του είναι ανάλογη αυτής του αλγορίθμου εξωτερικών σημείων σε σχέση με τον πρωτεύοντα αλγόριθμο Simplex. Τα αποτελέσματα αυτά αποδεικνύουν ότι ο δικριτήριος αλγόριθμος είναι το ίδιο αποτελεσματικός με τον αλγόριθμο εξωτερικών σημείων. 124 345 319 Designing and developing adaptive e-learning systems in a semantic web environmnet. Μεθοδολογία και πλαίσιο ανάπτυξης προσαρμοζόμενου συστήματος ηλεκτρονικής μάθησης σε περιβάλλον σημασιολογικού ιστού. The main aim of this thesis is to propose methods for the exploitation of Semantic Web technologies in order to improve the design and development of e-learning systems, which, in addition, are focused on supporting medium and high level learning goals. Initially, the specific characteristics of high level learning goals and breakthrough thinking are identified, in order to establish a suitable framework to support this kind of learning. On the level of modeling, the focus is on the Semantic Web technologies and the possibilities that each level of Semantic Web technologies provides. Special interest is given to the possibilities that Description logic provides, in relation to the possibilities that are provided by the lower level of the Semantic Web pyramid. Specifically, in the beginning of this thesis, a review of learning object technology is presented. Based on this technology, we propose a model, aiming to enhance the benefits of learning object technology, through the incorporation of these objects within the framework of domain ontology. Based on this model, we propose two methods: The first method aims to support learners in understanding learning material. The second method aims to improve the sequencing of learning objects which have been selected to be presented to the learner. Apart from this, we present the reasoning services, in the framework of Description logic, which are used for the selection and sequencing of learning objects. In the next part of the thesis, the development of a software application is presented. In order to achieve this development, the emerging technologies of the Semantic Web are used. We analyze the specific architecture of the application and the logic of the design, which is interesting and innovative from a technological aspect, because of the immature technologies that are used, and from a learning aspect, because we tried to support high level learning goals. Finally, extensive extracts of the implementation code are given, and specific problems and restrictions are described. At the end of the thesis, we also propose some issues for future research. Το κεντρικό ζητούμενο της διατριβής αυτής είναι η εύρεση μεθόδων αξιοποίησης των τεχνολογιών του Σημασιολογικού Ιστού (Semantic Web) για τη βελτίωση της σχεδίασης και ανάπτυξης συστημάτων ηλεκτρονικής μάθησης, τα οποία, επιπρόσθετα, εστιάζονται στην υποστήριξη μέσου και υψηλού επιπέδου μαθησιακών στόχων. Αρχικά, αναδεικνύονται και περιγράφονται, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν τους μαθησιακούς στόχους υψηλού επιπέδου καθώς και την καινοτομική σκέψη, ώστε να τεθούν τα κριτήρια και το επιθυμητό πλαίσιο υποστήριξης της μάθησης. Σε επίπεδο μοντελοποίησης, μελετώνται οι δυνατότητες που, σχεδιαστικά, αλλά και από άποψη υλοποίησης, παρέχουν τα διάφορα επίπεδα των τεχνολογιών του Σημασιολογικού Ιστού. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις δυνατότητες που παρέχει η Περιγραφική λογική (Description logic), σε σχέση τις εκφραστικές δυνατότητες των χαμηλότερων επιπέδων της πυραμίδας του Σημασιολογικού Ιστού. Συγκεκριμένα, στη διατριβή παρουσιάζεται αρχικά μια επισκόπηση της τεχνολογίας των αντικειμένων μάθησης. Με βάση την τεχνολογία αυτή, προτείνεται ακολούθως, ένα μοντέλο αναβάθμισης των δυνατοτήτων που θα μπορούσαν να παρέχουν τα μαθησιακά αντικείμενα, εντασσόμενα στο πλαίσιο μιας οντολογίας εννοιών. Με βάση το μοντέλο αυτό, προτείνονται δύο συγκεκριμένες μέθοδοι, η πρώτη εκ των οποίων έχει ως στόχο την υποστήριξη του μαθητή για την κατανόηση του μαθησιακού υλικού, ενώ η δεύτερη, τη βελτίωση της διαδοχής των μαθησιακών αντικειμένων που πρόκειται να παρουσιαστούν στο μαθητή. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι λειτουργίες συλλογιστικής στο πλαίσιο της Περιγραφικής λογικής, με τις οποίες μπορεί να υποστηριχθεί η επιλογή και διαδοχή των μαθησιακών αντικειμένων. Στο επόμενο τμήμα της διατριβής, παρουσιάζεται μια συγκεκριμένη εφαρμογή λογισμικού, για την ανάπτυξη της οποίας χρησιμοποιήθηκαν οι αναδυόμενες τεχνολογίες του Σημασιολογικού Ιστού. Αναλύεται η αρχιτεκτονική της εφαρμογής και η λογική του σχεδιασμού, η οποία παρουσιάζει ενδιαφέρον, τόσο από τεχνολογική άποψη λόγω των ανώριμων τεχνολογιών που χρησιμοποιήθηκαν, όσο και από μαθησιακή άποψη λόγω της προσπάθειας υποστήριξης υψηλού επιπέδου μαθησιακών στόχων. Τέλος, δίνονται εκτεταμένα αποσπάσματα του κώδικα με τον οποίο έγινε η υλοποίηση της εφαρμογής και περιγράφονται προβλήματα, περιορισμοί και γενικότερα θέματα που προέκυψαν κατά την υλοποίηση. 125 196 203 International systems and regional subsystems theory: socioontological preconditions and a case study of the Middle East Θεωρία διεθνών συστημάτων και περιφερειακών υποσυστημάτων: κοινωνικοοντολογικές προϋποθέσεις, θεωρία και περιπτωσιακή μελέτη στη Μέση Ανατολή A central aim of the thesis is to contribute to a deeper understanding of the complex reality of conflicts in the international system and more specifically in the region of the Middle East. Through the analysis of Regional Sub-systems theory, this study attempts to explain the role of power and interest, the centrality of the state in international affairs and the significance of self-preservation for the construction of identity of independent collective entities. The first part of the study is dedicated to the presentation of the continuous theoretical dialogue that takes place between various theorists and the delineation of the theoretical landscape of IR, with a special emphasis on the Realist approach. Furthermore, the core tenets of Realism are associated with the ideas of Panagiotis Kondylis who has developed a general theory on social ontology. The first part of the thesis forms the theoretical background that allows the development of the Regional Subsystems Theory. Based on the theoretical tools of this theory, the study sheds light on regional security dynamics in the Middle East region, throughout the period between 1990-2009. Κεντρικός στόχος της διατριβής είναι η κατά το δυνατόν αντικειμενικότερη εξήγηση και βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας των πολεμικών συγκρούσεων στο διεθνές σύστημα και ειδικότερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Μέσω της επεξεργασίας, ανάλυσης και εφαρμογής της θεωρίας περιφερειακών υποσυστημάτων εξετάζονται οι θεωρητικές υποθέσεις που διατυπώνονται στο εισαγωγικό μέρος της μελέτης και αφορούν, μεταξύ άλλων, στο ρόλο της ισχύος και του συμφέροντος, στην κεντρικότητα του κράτους και στη σημασία της έννοιας της αυτοσυντήρησης για τη δράση και την ταυτότητα των ανεξάρτητων συλλογικών οντοτήτων. Στην πρώτη ενότητα εξετάζονται διάφορες πλευρές ενός συνεχούς θεωρητικού διαλόγου που λαμβάνει χώρα μεταξύ διεθνολόγων και απεικονίζεται το θεωρητικό τοπίο των Διεθνών Σχέσεων προκειμένου να μεταβούμε στη συνέχεια σε μια βαθύτερη διερεύνηση της ρεαλιστικής προσέγγισης. Στη συνέχεια αναλύεται η διασύνδεση της κοινωνικής οντολογίας με τις κοινωνικές επιστήμες, παρουσιάζονται οι θέσεις του Παναγιώτη Κονδύλη και συσχετίζονται με βασικά αξιώματα του Ρεαλισμού. Αντικείμενο της δεύτερης ενότητας της διατριβής είναι η ανάλυση, διαμόρφωση και προσαρμογή των βασικών εννοιών της θεωρίας περιφερειακών υποσυστημάτων που αποτελεί τη βάση για την περιπτωσιολογική μελέτη. Η μελέτη ολοκληρώνεται με την εξέταση των περιφερειακών δυναμικών ασφάλειας στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά την περίοδο 1990-2009. 126 365 361 Η αυτονομία των σχολικών διευθυντών - ηγετών στην ελληνική δευτεροβάθμια εκπαίδευση: οι απόψεις των σχολικών διευθυντών - ηγετών The present work sought to investigate the specific characteristics and the existing levels of secondary education school principals’ – leaders’ professional autonomy in four main areas of their work: (a) student teaching and assessment; (b) school mode of operating; (c) staff development and d) curriculum development, according to Friedman's Teacher Work-Autonomy Scale (TWA) (1999). At the same time, the present work attempted to examine any dependencies of the existing levels of school leaders' autonomy on the above-mentioned key areas of their work with their demographic characteristics (gender, age, additional education, type of school, etc.). The chosen methodological approach included a combination of an initial qualitative research (with semi-structured interviews) and a consecutive quantitative survey, in which a questionnaire was created both with queries arising from the qualitative research and the integration of the TWA scale. A total of 10 school principals from the regions of Western and Central Macedonia participated in the qualitative research, while a total of 68 school principals from at least 16 regional units of the Greek territory participated respectively in the quantitative survey that followed. The results of this combined research have shown that school principals are very much involved in Informal Information Networks which they create among themselves in order to address the barriers (legislative complexity, bureaucracy, lack of implementation of autonomous actions within school, etc.) that limit their autonomy. At the same time, however, they have been particularly dissatisfied with the economic policy towards schools, stating in their majority that they are willing to fully involved and respond to the overall financial management of their school with correspondingly increased accountability. School principals have high levels of autonomy in student teaching and assessment issues and moderate levels in the other three key areas of their work, which probably suggests that they feel relative autonomous in these areas. Also, as it has been shown, school principals express a desire for greater autonomy especially in practical issues. Finally, statistically significant differences have shown in the existing levels of school principals’ professional autonomy in Student Teaching and Assessment issues for both Gender and Type of School Unit and in Staff Development Issues for School Size and Years of Service as a School Principal. Η παρούσα εργασία επιδίωξε να ερευνήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα υφιστάμενα επίπεδα επαγγελματικής αυτονομίας των σχολικών διευθυντών Β/θμιας εκπαίδευσης σε τέσσερις βασικούς τομείς του έργου τους: α) τη διδασκαλία και αξιολόγηση, β) τη λειτουργία του σχολείου, γ) την επαγγελματική ανάπτυξη και δ) την ανάπτυξη προγραμμάτων σπουδών, σύμφωνα με την Κλίμακα Επαγγελματικής Αυτονομίας Εκπαιδευτικού (Teacher Work-Autonomy Scale – TWA) του Friedman (1999). Ταυτόχρονα, η εργασία επιχείρησε να εξετάσει τυχόν εξαρτήσεις των υφιστάμενων επιπέδων αυτονομίας των σχολικών ηγετών στους ως άνω βασικούς τομείς του έργου τους με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά τους (φύλο, ηλικία, πρόσθετες σπουδές, τύπος της σχολικής μονάδας κ.α.). Η μεθοδολογική προσέγγιση που ακολουθήθηκε αφορούσε το συνδυασμό αρχικά μίας ποιοτικής (μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων) έρευνας και μεταγενέστερα μίας ποσοτικής έρευνας στην οποία δημιουργήθηκε ερωτηματολόγιο τόσο με ερωτήματα που προέκυψαν από την ποιοτική έρευνα όσο και με την ενσωμάτωση της κλίμακας TWA. Στην ποιοτική έρευνα συμμετείχαν συνολικά 10 σχολικοί διευθυντές από τις περιφέρειες Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, ενώ αντίστοιχα στην ποσοτική έρευνα που ακολούθησε συμμετείχαν συνολικά 68 σχολικοί διευθυντές από τουλάχιστον 16 περιφερειακές ενότητες της ελληνικής επικράτειας. Τα αποτελέσματα των συνδυασμένων ερευνών έδειξαν ότι οι σχολικοί διευθυντές συμμετέχουν σε πολύ μεγάλο βαθμό σε Άτυπα Δίκτυα Πληροφόρησης που δημιουργούν μεταξύ τους, προκειμένου να αντιμετωπίζουν τα εμπόδια (πολυνομία, γραφειοκρατία, αδυναμία υλοποίησης αυτόνομων δράσεων εντός σχολείου κ.α.) που περιορίζουν την αυτονομία τους. Ταυτόχρονα, όμως, φάνηκαν ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι με το ζήτημα της οικονομικής πολιτικής προς τα σχολεία, δηλώνοντας στην πλειοψηφία τους πρόθυμοι να ανταποκριθούν στην εξ’ ολοκλήρου οικονομική διαχείριση του σχολείου τους με αντίστοιχα αυξημένη λογοδοσία. Οι σχολικοί διευθυντές διαθέτουν υψηλά επίπεδα αυτονομίας σε ζητήματα διδασκαλίας και αξιολόγησης και μέτρια αντίστοιχα επίπεδα στους υπόλοιπους βασικούς τομείς του έργου τους, γεγονός που πιθανόν υποδηλώνει ότι αισθάνονται μία σχετική αυτονομία στους υπόλοιπους τομείς. Επίσης, οι διευθυντές επιθυμούν όπως φάνηκε σε αρκετά, πρακτικά κυρίως, ζητήματα μεγαλύτερη αυτονομία. Τέλος, προέκυψαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στα επίπεδα της υφιστάμενης επαγγελματικής αυτονομίας των σχολικών διευθυντών τόσο σε ζητήματα Διδασκαλίας και Αξιολόγησης για το Φύλο και τον Τύπο Σχολικής Μονάδας όσο και σε ζητήματα Επαγγελματικής Ανάπτυξης για το Μέγεθος του Σχολείου και τα Έτη Υπηρεσίας του Διευθυντή. 127 340 358 Stochastic financial models for investment decision making. Στοχαστικά χρηματοοικονομικά υποδείγματα λήψης επενδυτικών αποφάσεων. The present thesis deals with the explanatory power and accuracy of the assumptions underlying the main pricing models of Neoclassical Finance. The main aspects of the Capital Assets Pricing Theory and its quantitative models were extended in the light of Behavioral Finance. To examine the validity of the models, we conducted a series of tests based on data for the period 1995 - 2010 on the Athens Stock Exchange, by modifying or enlarging the approximation visual field of the classical models. More specifically, to determine the validity of the Capital Asset Pricing Model (CAPM) we suggest a modified version of the Likelihood Ratio Test, (LRT). The proposed amendment of the Likelihood Ratio Test seeks to optimize small - large sample statistical properties by calculating the determinant of matrix variance -covariance of the errors (residuals) of the system of equations before the convergence of the algorithm. Within the Arbitrage Pricing Theory (APT), the contribution of our research effort is: i. A comparative study and evaluation of exploratory factor analysis in relation to the principal components analysis of predefined variables (to assess the explanatory power of the Theory, based on the statistical significance of factors and adjusting the regression equations) and ii. To investigate the relationship of the unexplained by the factor analysis of parts of cross-sectional returns with factors derived from the number of predefined variables through the analysis of main components. In the context of Behavioral Finance, namely the empirical study of the overreaction phenomenon, the contribution of our research effort is to investigate the long-term return trend of stock prices in their average value with time regressions and seemingly unrelated regression models on overlapping time periods. In parallel, we investigated whether the phenomenon of overreaction can be explained by the degree of exposure of portfolios of shares on the systematic risk and / or by the size effect. The results of tests on the Athens Stock Exchange are in line with the corresponding results of surveys conducted primarily in developed foreign markets. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάστηκε η ερμηνευτική ισχύς και η ορθότητα των παραδοχών των κυριοτέρων υποδειγμάτων τιμολόγησης της νεοκλασικής χρηματοοικονομικής. Η οπτική γωνία της κριτικής προσέγγισης της Θεωρίας Αποτίμησης Κεφαλαιουχικών Στοιχείων και των ποσοτικών υποδειγμάτων της διευρύνθηκε υπό το πρίσμα της Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής. Για τον έλεγχο της ισχύος των υποδειγμάτων επιδοθήκαμε στη διεξαγωγή μιας σειράς ελέγχων με βάση τα δεδομένα της περιόδου 1995 - 2010 στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών τροποποιώντας ή διευρύνοντας το οπτικό πεδίο προσέγγισης των κλασσικών υποδειγμάτων. Συγκεκριμένα, για τη διαπίστωση της εγκυρότητας του Υποδείγματος Αποτίμησης Κεφαλαιουχικών Στοιχείων (Capital Asset Pricing Model, CAPM) προτείνουμε μια τροποποιημένη εκδοχή του Ελέγχου του Λόγου Μεγίστης Πιθανοφάνειας (Likelihood Ratio Test, LRT). 11 προτεινόμενη τροποποίηση του Ελέγχου του Λόγου Μεγίστης Πιθανοφάνειας αποβλέπει στη βελτιστοποίηση των small - large sample statistical properties με τον υπολογισμό της ορίζουσας της μήτρας διακύμανσης - συνδιακύμανσης των λαθών (των καταλοίπων) του συστήματος των εξισώσεων πριν από τη σύγκλιση του αλγορίθμου. Στα πλαίσια της Θεωρίας Τιμολόγησης Εξισορροπητικής Κερδοσκοπίας (Arbitrage Pricing Theory, APT) η συνεισφορά της ερευνητικής μας προσπάθειας έγκειται α) στη συγκριτική μελέτη και αποτίμηση της διερευνητικής παραγοντικής ανάλυσης σε σχέση με την ανάλυση σε κύριες συνιστώσες των προκαθορισμένων μεταβλητών (για την εκτίμηση της ερμηνευτικής ισχύος της Θεωρίας με βάση τη στατιστική σημαντικότητα των παραγόντων και την προσαρμογή των εξισώσεων παλινδρόμησης) και β) στη διερεύνηση της σχέσης του ανερμήνευτου από την παραγοντική ανάλυση τμήματος των διαστρωματικών αποδόσεων με τους παράγοντες που προέκυψαν από το πλήθος των προκαθορισμένων μεταβλητών μέσω της ανάλυσης των κύριων συνιστωσών. Στα πλαίσια της Συμπεριφορικής Χρηματοοικονομικής και συγκεκριμένα της εμπειρικής μελέτης του φαινομένου της υπεραντίδρασης, η συνεισφορά της ερευνητικής μας προσπάθειας έγκειται στη διερεύνηση της τάσης μακροχρόνιας επιστροφής των τιμών των μετοχών στη μέση τιμή τους με χρονολογικές παλινδρομήσεις και φαινομενικά ασυσχέτιστα υποδείγματα παλινδρόμησης (Seemingly Unrelated Regression Models) σε επικάλυπταμενες χρονικές περιόδους. Διερευνήσαμε παράλληλα αν το φαινόμενο της υπεραντίδρασης μπορεί να εξηγηθεί από το βαθμό της έκθεσης των χαρτοφυλακίων των μετοχών στο συστηματικό κίνδυνο ή / και από την επίδραση του μεγέθους (size effect). Τα αποτελέσματα των ελέγχων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών συνάδουν με τα αντίστοιχα αποτελέσματα των ερευνών που διεξήχθησαν σε ανεπτυγμένες κατά βάση αγορές του εξωτερικού. 128 358 348 Trust as a success factor of international strategic alliances: the case of greek firms Η εμπιστοσύνη ως παράγοντας επιτυχίας των διεθνών στρατηγικών συμμαχιών: η περίπτωση των ελληνικών επιχειρήσεων The purpose of this PhD dissertation is to empirically examine the most critical antecedent factors for developing and strengthening trust among partners in International Strategic Alliances (ISAs) of Greek enterprises and to examine the impact of the level of trust the foreign partner has towards the local partner on the performance of ISAs. The present dissertation incorporates elements from the Social Exchange Theory (SET) and the Transaction Cost Theory (TCT). The study of the existing international literature has highlighted the following five factors as the most important antecedents of trust: a) favorable local partner reputation, b) prior collaboration with the local partner, c) communication quality with the local partner, d) foreign partner’s perceived risk of local partner’s opportunistic behavior, and e) the establishment of a formal alliance control mechanism. In addition, the impact of the degree of trust the foreign partner has towards the local partner on ISA performance is examined by applying an original measurement tool with quantitative and qualitative criteria as well as the role of environmental hostility in the local market as a moderator of the impact of the degree of foreign partner’s trust towards the local partner on ISA performance. The proposed theoretical model is tested through quantitative research using a questionnaire survey among ISAs that operate in South East Europe. The collected data will be analyzed by using Factor Analysis and Structural Equation Modeling (SEM). The analysis of the results and the control of the research hypotheses of the dissertation is performed by applying a) the linear regression method with ordinary least squares (OLS) and two-stage regression (2SLS), and b) the path analysis technique with structural equations modelling (SEM). The results highlight the value of the combination of factors coming from both SET and TCT and contribute to a better understanding of the importance of specific antecedent factors of trust and the role of trust in achieving higher performance of ISAs in the South East Europe region. The dissertation ends with the description of its theoretical contributions, its managerial and practical implications and the author's proposals for future research. Ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να μελετήσει εμπειρικά τους πλέον κρίσιμους προγενέστερους παράγοντες για τη δημιουργία και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ των εταίρων σε Διεθνείς Στρατηγικές Συμμαχίες (ΔΣΣ) ελληνικών επιχειρήσεων και να εξετάσει την επίδραση του βαθμού εμπιστοσύνης του ξένου εταίρου προς τον τοπικό εταίρο στην επίδοση των ΔΣΣ. Η παρούσα διατριβή ενσωματώνει στοιχεία από τη θεωρία της κοινωνικής ανταλλαγής (ΘΚΑ) και τη θεωρία του κόστους συναλλαγών (ΘΚΣ). Η μελέτη της υπάρχουσας διεθνούς βιβλιογραφίας έχει αναδείξει ως σημαντικότερους παράγοντες τους ακόλουθους πέντε, οι οποίοι εξετάζονται ενδελεχώς: α) την εύρεση τοπικού εταίρου με ευνοϊκή φήμη, β) την προηγούμενη συνεργασία με τον τοπικό εταίρο, γ) την ποιότητα επικοινωνίας με τον τοπικό εταίρο, δ) τον αντιληπτό κίνδυνο καιροσκοπικής συμπεριφοράς του τοπικού εταίρου από τον ξένο εταίρο και ε) την καθιέρωση επίσημου μηχανισμού ελέγχου της τήρησης των όρων της συμμαχίας. Επιπρόσθετα, διερευνάται η επίδραση του βαθμού εμπιστοσύνης του ξένου εταίρου προς τον τοπικό εταίρο στην επίδοση των ΔΣΣ με την εφαρμογή ενός πρωτότυπου εργαλείου μέτρησης με ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια, καθώς και ο μετριαστικός ρόλος της περιβαλλοντικής εχθρότητας στην επίδραση της εμπιστοσύνης στην επίδοση των ΔΣΣ. Το προτεινόμενο θεωρητικό μοντέλο ελέγχεται μέσω ποσοτικής έρευνας με χρήση ερωτηματολογίου μεταξύ ΔΣΣ που λειτουργούν στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων και ο έλεγχος των ερευνητικών υποθέσεων της διατριβής γίνεται με τη χρήση α) της τεχνικής της γραμμικής παλινδρόμησης με τη μέθοδο των Ελαχίστων Τετραγώνων (OLS) και της παλινδρόμησης σε δύο στάδια (2SLS), και β) με την τεχνική της ανάλυσης μονοπατιού με τη χρήση μοντέλου δομικών εξισώσεων (SEM). Τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν την αξία του συνδυασμού παραγόντων που προέρχονται τόσο από τη ΘΚΑ όσο και από τη ΘΚΣ και συμβάλλουν στην καλύτερη κατανόηση του πόσο σημαντικοί είναι οι συγκεκριμένοι προγενέστεροι παράγοντες της εμπιστοσύνης, καθώς και του ρόλου της εμπιστοσύνης στην επίτευξη ανώτερης επίδοσης των ΔΣΣ στο γεωγραφικό πλαίσιο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η παρούσα διατριβή ολοκληρώνεται με την περιγραφή της συμβολής της στη θεωρία, τις διοικητικές και πρακτικές επιπτώσεις της και τις προτάσεις του συγγραφέα για μελλοντική έρευνα. 129 564 573 Policies of the "public sphere" and practices of "European Integration" in the border region of Evros (Greece): an anthropological approach Πολιτικές της "δημόσιας σφαίρας" και πρακτικές της "Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης" στη συνοριακή περιοχή του Έβρου: μια ανθρωπολογική προσέγγιση This thesis is a work of social anthropology that focuses on the field of "politics" and political action. It is the outcome of an ethnographic research conducted in the Greek border region of Evros. The research included social agents who acted and conceptualized their action in the context of the "public sphere". This thesis aims at exploring the relation of local social agents with supralocal conditions, such as in the case of the policies of the Greek State, the practice of European programs and the various conceptualizations of "European Integration". The relation between "local", "national" and "supranational"/"global" is as a crucial matter in this border region, where nationalism and foreign policy have traditionally stood as dominant points of references for local action and imagination. This research focuses on the last decade of the 20th century and the beginning of the 21st century. The loci of the research were of various kinds: developmental companies, party offices, local government institutions, cultural associations, patriotic collectivities, etc. The population of this research consisted of agents involved in politics and public action in the region of Evros. The methodology combined typical ethnographic methods, such as discussions/interlocutions and participant observation, along with the use of written sources, such as local press, archives and publications. The example of local political action was used to show that public action changed and was reoriented in regards to new supranational policies and ideas, either through accommodation or through resistance. These changes were related to European policies, among other things as well. At the same time, European policies tended towards the promotion of a neoliberal readjustment of "private" and "public" boundaries. This practical intertwining between "European Integration", neoliberalism and the ideas of crossborder cooperation had also immediate consequences in the local enactment of Greek nationalism. Throughout this whole period, old political elites were devaluated and weakened, while new elites were consolidated and dominated the public sphere. This new political correctness was not limited to the strict confines of the political field, but reached other public practices and organizations, such as local cultural associations. European policies were locally conceptualized mostly in terms of materiality. This material dimension tended towards the reproduction of European hegemony, either through native representations of European funds as "gifts" or through the direct economic dependence of local public action on the European Union. This re-actualization of the materiality of public action in the context of European programs and cross-border cooperation led to intense debates and guestioning among social agents. The antinomy between material constraints and personal "autonomy" was evident in public debates as well as in private practices, thus leading to specific ways of symbolic construction of one's action. These debates and guestioning were especially relevant to the issue of Greek-Turkish relations. Within this complex nexus of old and new conditions, the Greek national State and nationalism seemed to hold a crucial position in the mediation of "European hegemony" and the policies of the European Union. The longstanding practical relation of social agents in Evros with the policies of the central State pointed to the plasticity of nationalist normative discourse and its hegemonic management on behalf of the State, through multileveled ambivalent strategies addressing national and local audiences, as well as supranational institutions and configurations of power, namely "European Integration" and "globalization". Η παρούσα μελέτη υιοθετεί τη σκοπιά της κοινωνικής ανθρωπολογίας και σχετίζεται ιδιαίτερα με το πεδίο του «πολιτικού» και των πολιτικών δράσεων. Πρόκειται νια υια εθνογραφική έρευνα στην περιοχή του νομού Έβρου, η οποία αναζήτησε συνομιλητές που δρουν και εννοιολογούν τη δράση τους στη λεγόμενη «δημόσια σφαίρα». Η μελέτη εστιάζει στη σχέση του τοπικού χώρου υε υπερτοπικές συνθήκες, όπως αυτή αποτυπώνεται στις πολιτικές του ελληνικού κράτους, στις πρακτικές των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και στις εννοιολογήσεις της «Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης». Η σχέση «τοπικού», «εθνικού» και «υπερεθνικού» -ή αλλιώς «παγκόσμιου»-αποκτά νια τα κοινωνικά υποκείμενα μια ιδιαίτερη σημασία στα πλαίσια μιας συνοριακής περιοχής, όπου ο εθνικισμός και τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής κατείχαν παραδοσιακά κυρίαρχη θέση. Η έρευνα οριοθετείται χρονικά στην τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου αιώνα. Οι χώροι στους οποίους εστίασε η έρευνα ποίκιλαν: αναπτυξιακές εταιρείες, κομματικά γραφεία, θεσμοί της τοπικής αυτοδιοίκησης, πολιτιστικοί σύλλογοι, πατριωτικές συλλονικότητες, κ.α. Ο πληθυσμός της έρευνας αφορούσε στους εμπλεκόμενους στην πολιτική σκηνή και στις δημόσιες δράσεις στο νομό Έβρου. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε συνίστατο σε ένα συνδυασμό των κλασικών εθνογραφικών μεθόδων της συνομιλίας και της συμμετοχικής παρατήρησης με την έρευνα γραπτών πηγών: κυρίως του τοπικού Τύπου, αρχείων και εκδόσεων. Μέσα από το παράδειγμα των τοπικών πολιτικών δράσεων φάνηκε ότι η δράση των κοινωνικών υποκειμένων που συμμετέχουν στην τοπική δημόσια σφαίρα μεταβλήθηκε και επαναπροσδιορίστηκε απέναντι στις νέες υπερτοπικές πολιτικές και ιδέες, αλλού μέσα από πρακτικές προσαρμογής και αλλού μέσα από πρακτικές αντίστασης. Η διαχείριση του «πολιτικού» στον Έβρο άλλαξε αυτά τα τελευταία 20 χρόνια και αυτό οφειλόταν αναπόφευκτα και στις ευρωπαϊκές πολιτικές. Ταυτόχρονα, αυτές οι αλλαγές συντελούσαν στη σταδιακή διάδοση νέων ταξινομήσεων περί «δημόσιου» και «ιδιωτικού». Η πρακτική επικοινωνία μεταξύ «Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης», νεοφιλελευθερισμού και διασυνοριακότητας, είχε άμεσες συνέπειες για την άρθρωση δημόσιων δράσεων και τον επαναπροσδιορισμό της τοπικής εκφοράς του ελληνικού εθνικισμού. Σε όλη αυτή την περίοδο, παλιές πολιτικές ελίτ και δίκτυα παραμερίστηκαν, ενώ νέες ελίτ προέκυψαν και για αρκετά χρόνια κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα. Η κατανόηση της νέας πολιτικής ορθότητας δεν περιοριζόταν μόνο στο στενά νοούμενο πολιτικό πεδίο αλλά επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς της δημόσιας σφαίρας, όπως νια παράδειγμα τους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους. Οι πολιτικές «Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης» εννοιολονήθηκαν κατά κύριο λόγο μέσα από την υλική διάσταση τους, η οποία αποτελούσε στη δεδομένη συγκυρία ένα σημαντικό στοιχείο αναπαραγωγής του ηγεμονικού ρόλου της «Ευρώπης», είτε μέσα από τις αναπαραστάσεις του «δώρου» είτε μέσα από την άμεση οικονομική εξάρτηση τοπικών δράσεων από τους ευρωπαϊκούς πόρους. Αυτή η επικαιροποίηση της υλικής διάστασης των δημόσιων δράσεων, εν μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων και διασυνοριακών συνεργασιών, είχε ως αποτέλεσμα έντονους προβληματισμούς μεταξύ των τοπικών φορέων δημόσιων δράσεων. Η αντινομία μεταξύ υλικών συνθηκών και εσωτερικής «αυτονομίας» διέτρεχε το σύνολο της δημόσιας σφαίρας και τους τρόπους συμβολικής συγκρότησης της δράσης του καθενός. Αυτοί οι προβληματισμοί συγκροτήθηκαν κατά κύριο λόγο με αφορμή τη διαχείριση της σχέσης της Ελλάδας και του Έβρου με την Τουρκία. Μέσα σε αυτό το αρκετά σύνθετο πλαίσιο, το εθνικό κράτος και ο εθνικισμός πρόβαλλαν καθοριστικά στη διαμεσολάβηση της «ευρωπαϊκής ηγεμονίας» και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιδιαίτερη πρακτική σχέση των κοινωνικών υποκειμένων στον Έβρο με τις πολιτικές του εθνικού κράτους ανέδειξε τη ρευστή φύση του εθνικιστικού κανονιστικού λόγου και την ηγεμονική διαχείριση του εκ μέρους του κράτους, μέσα από πολυεπίπεδες στρατηγικές διπλού λόγου, τόσο απέναντι σε εθνικά και τοπικά ακροατήρια, όσο και απέναντι σε υπερεθνικούς θεσμούς και συσχετισμούς εξουσίας εν μέσω της «παγκοσμιοποίησης» και της «Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης». 130 148 181 Οι έμμεσες τεχνικές ελέχγου, ως εργαλείο της φορολογικής διοίκησης για την αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής. The purpose of this paper is to present, analyze and understand the Indirect Audit Techniques, through the analysis of content, methodology and how do they work. Indirect Audit Techniques are a modern tool in the hands of the Tax Authorities, as they were adopted and introduced quite recently by the Greek State, aiming at the modernization and assistance of tax audit, in the direction of combating tax evasion. The objective of these Indirect techniques is to find the undeclared taxable material of taxpayers in cases where the application of traditional tax audit is not sufficient to detect it. This paper presents and analyzes, always in accordance with Greek legislation and reality, the techniques of Source and Application of Funds, his Net Worth, the Bank Deposits and Cash Expenditures method, the Mark - up method and Unit and Volume Method, apposing, finally, practical examples for their best possible understanding. Η παρούσα εργασία έχει ως σκοπό την παρουσίαση, ανάλυση και κατανόηση των Έμμεσων Τεχνικών Ελέγχου, μέσω της ανάλυσης του περιεχομένου, της μεθοδολογίας και του τρόπου λειτουργίας τους. Οι Έμμεσες Τεχνικές Ελέγχου αποτελούν ένα σύγχρονο εργαλείο στα χέρια των Φορολογικών Αρχών, καθώς υιοθετήθηκαν και θεσπίστηκαν αρκετά πρόσφατα από το Ελληνικό Κράτος, στοχεύοντας στον εκσυγχρονισμό και την υποβοήθηση του φορολογικού ελέγχου, στην κατεύθυνση για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αντικειμενικός σκοπός των Έμμεσων αυτών τεχνικών αυτών είναι η εξεύρεση της μη δηλωθείσας φορολογητέας ύλης των φορολογουμένων σε περιπτώσεις όπου η εφαρμογή του παραδοσιακού φορολογικού ελέγχου δεν επαρκεί για τον εντοπισμό της. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται και αναλύονται, πάντα σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και πραγματικότητα, η τεχνική της Ανάλυσης Ρευστότητας του φορολογουμένου, της Καθαρής Θέσης του, του ύψους των Τραπεζικών Καταθέσεων και των Δαπανών σε Μετρητά που πραγματοποιεί, της Αρχής των Αναλογιών και η τεχνική της Σχέσης της Τιμής Πώλησης προς το Συνολικό Όγκο Κύκλου Εργασιών, παραθέτοντας, καταληκτικά, πρακτικά παραδείγματα για την όσο το δυνατόν καλύτερη κατανόηση τους. 131 179 181 Οικονομικά του εγκλήματος : θεωρία και ανάλυση των ελληνικών δεδομένων The purpose of this paper is the economic approach of crime. More specifically, the first part is the identification of the basic concepts of crime and its factors, such as the clarification and the explanation economically, of the notion of criminal, his action, motivation and penalties, by establishing a basis for further development of the issue. The next part identifies the financial crime and its measurements in Greek data, as well as the development of the importance of the term of economic depressions, as a key economic factor influencing the change of crime statistics. In the third part of the present paper taking place a statistical analysis of data fluctuations and the measurement of the development of criminality in a twenty-eight year axis, in Greece. Thereafter, are listed the measurements of the perpetrators involved in the crimes, possible ways of dealing with crime and the level of the demystifications under the determined time horizon. Finally, the fifth part sets out the conclusions on how the economic factors and the economy in general, affect levels of crime and criminal behavior. Σκοπό της παρούσας εργασίας αποτελεί η οικονομική προσέγγιση της εγκληματικότητας. Πιο συγκεκριμένα στο πρώτο μέρος γίνεται ο προσδιορισμός των βασικών εννοιών του εγκλήματος και των παραγόντων του, όπως η διασαφήνιση και επεξήγηση από οικονομικής πλευράς της έννοιας του εγκληματία, της δράσης του, των κινήτρων και των ποινών, θέτοντας μία βάση για την περαιτέρω ανάπτυξη του θέματος. Στο επόμενο μέρος προσδιορίζεται το οικονομικό έγκλημα και οι μετρήσεις του στα Ελληνικά δεδομένα, καθώς και η ανάπτυξη της σπουδαιότητας του όρου των οικονομικών υφέσεων, ως βασικό οικονομικό παράγοντα που επιδρά στην μεταβολή των στατιστικών του εγκλήματος. Στο τρίτο μέρος της εργασίας αναπτύσσεται μία στατιστική ανάλυση των διακυμάνσεων των δεδομένων και των μετρήσεων της εγκληματικότητας σε ένα χρονικό άξονα είκοσι οκτώ ετών στην Ελλάδα. Μετέπειτα γίνεται προσδιορισμός των μετρήσεων των εμπλεκόμενων δραστών στα εγκλήματα, πιθανών τρόπων αντιμετώπισης καθώς και του επιπέδου των εξιχνιάσεων στον υπό μελέτη χρονικό ορίζοντα. Τέλος, στο πέμπτο μέρος παρατίθενται τα συμπεράσματα για το κατά πόσο οι οικονομικοί παράγοντες και γενικότερα η οικονομία επηρεάζει τα επίπεδα της εγκληματικότητας και της εγκληματικής συμπεριφοράς. 132 254 208 The establishment of institutional, business, cultural/ educational and communication networks of Hellenism in the global sphere (global village), their development and utilization. Η συγκρότηση των θεσμικών, επιχειρηματικών, μορφωτικών και επικοινωνιακών δικτύων του ελληνισμού στον παγκόσμιο χώρο και η ανάπτυξη και αξιοποίησή τους Object of this dissertation is to present and analyze mainly from the standpoint of political science, law and sociology the institutional and network landscape for the Hellenic Diaspora worldwide. Particularly it presents a comparative analysis of the legislation of the Diaspora of the member states of the European Union along with a summary of conclusions and proposals for the development and utilization of the institutions and networks of Hellenes living abroad. The methodology applied, followed an inter and trans disciplinary modi, due to the richness of the thematic areas, concerning international diasporas. The main conclusions include: a. The increasing role of international diasporas in the globalization era, with multiculturalism its main feature bringing upfront the non-governmental diasporas international networks. b. The worldwide Hellenic Diaspora is well anchored in the "global village" which consists of thousands of institutions and networks, needed to be transformed into modern international networks operating and functioning in mild interaction and cooperation both bipolar and multipolar based mainly on cultural, language, business, communication having as its central focus the ones of the youth. c. The Council of Hellenes living abroad (SAE) has to be transformed into an autonomous and self-financed worldwide non governmental organization which will serve as an expression of Hellenism internationally becoming thus a bridge of friednship and cooperation with the peoples of the host countries on the basis of our proposals set out in this dissertation. Στόχος της διατριβής είναι να παρουσιάσει και να αναλύσει κυρίως από πολιτικής, νομικής και κοινωνιολογικής πλευράς το ευρύτερο θεσμικό και δικτυακό περιβάλλον που διέπει την ελληνική διασπορά στον παγκόσμο χώρο. Παρουσιάζει πρωτογενώς και προσεγγίζει συγκριτικώς το πλαίσιο που διέπει την ευρωπαϊκή διασπορά. Παραθέτει επίσης μια δέσμη συμπερασμάτων και προτάσεων πολιτικής για την ανάπτυξη και αξιοποίηση των θεσμών και των δικτύων του απόδημου ελληνισμού. Η μεθοδολογία που επελέγη είναι διακλαδική/ διεπιστημονική. Στα κύρια συμπεράσματα συγκαταλέγονται: Α. Ο ρόλος των διεθνών διασπορών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και πολυπολιτισμού αυξάνεται διαρκώς με παράγοντα κυρίαρχο τα διεθνή μη κυβερνητικά δίκτυα. Β. Η παγκόσμια ελληνική διασπορά αρθρώνεται στο "παγκόσμιο χωριό" με χιλιάδες θεσμούς και δίκτυα που οφείλουν να μετεξελίσσονται σε σύγχρονα διεθνή δίκτυα και δη στο επίπεδο των ήπιων αλληλεπιδράσεων και συνεργασιών σε διμερές και πολυμερές επίπεδο με βάση τον πολιτισμό, τη γλώσσα, με επίκεντρο και προτεραιότητα το δίκτυο νεολαίας. Γ. Το ΣΑΕ με τα δίκτυά του πρέπει να μετεξελιχθεί(ουν) σ'ένα αυτόνομο και αυτοχρηματοδοτούμενο μη κυβερνητικό παγκόσμιο οργανισμό που θα λειτουργεί ως έκφραση του ελληνισμού διεθνώς και ως γέφυρα φιλίας και συνεργασίας με τους λαούς των χωρών υποδοχής στη βάση των αναλυτικών προτάσεων μας. 133 440 421 The political economy of national accounts: a theoretical and empirical research. Η πολιτική οικονομία των εθνικών λογαριασμών: μια θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση. In this dissertation we attempt to ascertain some of the fundamental laws of motion of capitalism under the view of marxian theory. The most basic aspect of our analysis is the distinction between productive and unproductive labor as it constitutes a precondition for the estimation of the fundamental marxian categories that determine economic fluctuations. So, the transformation of National Accounts (NA) into a different context that depicts the marxian theory of production, which contrasts the classical and even more the neoclassical/keynesian theory, is a prerequisite for the estimation of marxian categories. This transformation has nothing to do with any theoretical consistency. On the contrary it suggests a different perspective of the laws of motion of the economic system. The first step is to define in a normative way what kind of labor is described by Marx as productive. Then, we present the evolution of National Accounts Systems from the 17th century to the rise of the 21st century and how the estimations of national income were determined by the content that productive labor received at the different schools of economic thought. In the next chapter we use ‘input - output analysis” in order to present the methodological context that is used for the transformation of National Accounts into Marxian, the deviations that ensue between marxian categories and those of national accounts and, also, the methodology of estimating marxian categories expressed in labor values. Having determined the context of analysis we proceed to the estimation of Marxian categories for the US, Japanese and Greek economy where we conclude to the following: a) The preservation and reproduction of the dominant socio - economic system is determined by productivity in the sphere of production, b) The growth of unproductive labor is a normal consequence in the economies that present technological progress and automatization of production, c) The general rate of profit is the principal mechanism of economic system that produces economic fluctuations, d) the causes of the current crisis are to be found in the internal logic of the system oriented towards the extraction of the maximum possible profit as a purpose in itself, e) Whilst the mechanism that trigger crisis is the same for all capitalist economies, its emergence could arise at different time period, f) There is close relation between the rate of surplus value in market prices and labour values, confirming the labor theory of value, g) The conventional rate of surplus value does not accurately reflect the intensity of labor exploitation when we introduce into our analysis the imported goods, which contain different amount of abstract labor time. Στην παρούσα διατριβή προσπαθούμε να διαπιστώσουμε ορισμένους βασικούς νόμους κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος, υπό το πρίσμα της μαρξικής θεωρίας. Στο κέντρο της ανάλυσής μας βρίσκεται η διάκριση μεταξύ παραγωγικής και μη παραγωγικής εργασίας καθώς, αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εκτίμηση των θεμελιωδών μαρξικών κατηγοριών που καθορίζουν τις οικονομικές διακυμάνσεις. Συνεπώς, οι μαρξικές κατηγορίες δε μπορούν να εκτιμηθούν χωρίς να έχουν μετασχηματιστεί οι Εθνικοί Λογαριασμοί (ΕΛ) σε ένα διαφορετικό πλαίσιο που να αντανακλά τη μαρξική θεωρία παραγωγής, η οποία είναι διαφορετική σε σχέση με εκείνη της κλασικής κι ακόμα περισσότερο της νεοκλασικής/ κεϋνσιανής σχολής. Ο μετασχηματισμός αυτός δεν αποτελεί απλά ένα ζήτημα θεωρητικής συνέπειας αλλά, αντιθέτως, οδηγεί σε μία διαφορετική θεώρηση σχετικά με τους νόμους κίνησης του οικονομικού συστήματος. Το πρώτο βήμα είναι να ορίσουμε με έναν κανονιστικό τρόπο το περιεχόμενο που λαμβάνει η παραγωγική εργασία στον Marx. Στη συνέχεια παρουσιάζουμε την εξέλιξη του Συστήματος των Εθνικών Λογαριασμών από τον 17° αιώνα έως και τις αρχές του 21ου αιώνα και το πώς οι εκτιμήσεις του εθνικού εισοδήματος καθορίστηκαν από το περιεχόμενο που έλαβε η παραγωγική εργασία στις επιμέρους σχολές οικονομικής σκέψης. Στο επόμενο κεφάλαιο χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο την “ανάλυση εισροών - εκροών” παρουσιάζουμε το μεθοδολογικό πλαίσιο υπό το οποίο μετασχηματίζονται οι ΕΛ σε μαρξικούς, τις αποκλίσεις που υπάρχουν μεταξύ των μαρξικών κατηγοριών και των αντίστοιχων των ΕΛ, καθώς και την μεθοδολογία εκτίμησης των μαρξικών κατηγοριών σε εργασιακές αξίες. Έχοντας καθορίσει το πλαίσιο ανάλυσης προχωράμε σε εκτιμήσεις των μαρξικών κατηγοριών για τις οικονομίες των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Ελλάδας απ’ όπου συμπεραίνουμε τα εξής: α) Η παραγωγικότητα στη σφαίρα της παραγωγής είναι εκείνη που καθορίζει τους όρους επιβίωσης και αναπαραγωγής του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού συστήματος, β) Η αύξηση της μη παραγωγικής εργασίας αποτελεί φυσιολογικό επακόλουθο στις οικονομίες που παρουσιάζουν τεχνολογική ανάπτυξη κι αυτοματοποίηση της παραγωγής, γ) Το γενικό ποσοστό κέρδους αποτελεί τον θεμελιώδη μηχανισμό του οικονομικού συστήματος που καθορίζει τις οικονομικές διακυμάνσεις, δ) Τα αίτια που προκαλούν τις οικονομικές κρίσεις εντοπίζονται στην ενδογενή λογική του συστήματος που έχει ως αυτοσκοπό την απόσπαση του μέγιστου δυνατού κέρδους, ε) Ενώ ο μηχανισμός που πυροδοτεί την κρίση είναι κοινός για όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες, η εμφάνισή της μπορεί να προκύψει σε διαφορετική χρονική περίοδο, στ) Υπάρχει στενή συσχέτιση μεταξύ του ποσοστού υπεραξίας σε τιμές αγοράς και εργασιακές αξίες επιβεβαιώνοντας την εργασιακή θεωρία της αξίας, ζ) Το συμβατικό ποσοστό υπεραξίας δεν αποτυπώνει με ακρίβεια τον βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζομένων όταν εισάγουμε στην ανάλυσή μας και τα εισαγόμενα αγαθά, τα οποία περιέχουν διαφορετική ποσότητα αφηρημένης εργασίας. 134 255 236 Εργατικά σωματεία, εργοδοτικές ενώσεις και η αλληλεπίδρασή τους στο οικονομικό περιβάλλον English Abstract; In the following undergraduate paper, the component parts of the collective bargaining, as well as the factors, which determine and influence it, will be analyzed. The paper consists of six parts. In the first part, the concept of collective bargaining will be defined and a brief historical overview of trade unions, employers' unions and the role of the state will be presented. In the second part, a detailed analysis of the institutions surrounding this issue will be drawn up. Specifically, the objectives of the trade unions, employers’ unions and the welfare state will be described, the role of arbitration will be explained and some of the existing institutions of collective bargaining within the European Union will be mentioned. The third part will clarify the determination of the wage, both in the case of perfect competition with expectations, and in the imperfect competition in the labor market. The models that will be described will be a means of understanding the behavior of workers when they belong to a labor union and when they are outside it. In the fourth part, the various forms of discrimination in the labor market will be analyzed and in the fifth part the technical part of the negotiation will be discussed, some exemplars will be explained and the process of reaching an effective contract will be presented. The above will be accompanied by empirical evidence, and emphasis will be placed on existing institutions as well. The paper concludes with the sixth part, which summarizes the conclusions of the foregoing. Ελληνική Περίληψη: Στην παρούσα προπτυχιακή εργασία θα αναλυθούν τα συστατικά μέρη της συλλογικής διαπραγμάτευσης, καθώς και οι παράγοντες, που την προσδιορίζουν και την επηρεάζουν. Η εργασία αποτελείται από έξι μέρη. Στο πρώτο μέρος, θα ορισθεί η έννοια της συλλογικής διαπραγμάτευσης και θα παρουσιαστεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή των εργατικών σωματείων, των εργοδοτικών ενώσεων και του ρόλου του κράτους. Στο δεύτερο μέρος θα εκπονηθεί μια εκτενής ανάλυση των θεσμών, που περιβάλλουν το εν λόγω θέμα. Συγκεκριμένα, θα περιγραφούν οι στόχοι των εργατικών σωματείων, των εργοδοτικών ενώσεων και του κράτους πρόνοιας, θα εξηγηθεί ο ρόλος της διαιτησίας και θα αναφερθούν κάποιοι από τους ισχύοντες θεσμούς της συλλογικής διαπραγμάτευσης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο τρίτο μέρος θα αποσαφηνιστεί ο προσδιορισμός του εργατικού μισθού, τόσο στην περίπτωση τέλειου ανταγωνισμού με προσδοκίες, όσο στον ατελή ανταγωνισμό στην αγορά εργασίας. Τα μοντέλα, που θα περιγραφούν, θα αποτελέσουν ένα μέσο κατανόησης της συμπεριφοράς των εργαζομένων, όταν αυτοί ανήκουν σε εργατική ένωση, καθώς και όταν βρίσκονται εκτός αυτής. Στο τέταρτο μέρος, θα αναλυθούν οι διάφορες μορφές διακρίσεων στην αγορά εργασίας και στο πέμπτο μέρος θα συζητηθεί το τεχνικό κομμάτι της συλλογικής διαπραγμάτευσης, θα εξηγηθούν κάποια πρότυπα και θα παρουσιαστεί η διαδικασία επίτευξης αποτελεσματικής σύμβασης. Τα παραπάνω θα συνοδευτούν από εμπειρικά στοιχεία, ενώ θα δοθεί έμφαση στους ισχύοντες θεσμούς. Η εργασία τελειώνει με το έκτο μέρος, το οποίο συνοψίζει τα συμπεράσματα των προαναφερθέν. 135 827 660 A study on the evolution of software quality and technical debt in open source applications Μελέτη της εξέλιξης ποιότητας και τεχνικού χρέους λογισμικού σε εφαρμογές ανοικτού κώδικα Almost all software systems around us evolve constantly to accommodate new requirements, to adapt in changing environments and to fix known issues. Software evolution analysis can reveal important information concerning maintenance practices followed by development teams. The goal of this dissertation is to study the evolution of open source web applications by investigating the evolution of software quality and maintenance cost as captured by the metaphor of Technical Debt (TD). Technical Debt is a concept in programming which reflects the extra maintenance effort that arises when “sub-optimal” code, that is easy to implement in the short run, is used instead of applying best practices. This research work investigates the evolution of a large number of open source web applications. The applications were analyzed in the context of Lehman’s eight (8) laws of software evolution and particularly, it has been examined whether the laws are confirmed in practice for open source web applications. Lehman’s Laws are, Continuing Change (Law I), Increasing Complexity (Law II), Self-Regulation (Law III), Conservation of Organizational Stability (Law IV), Conservation of Familiarity (Law V), Continuing Growth (Law VI) Declining Quality (VII) and Feedback System (VIII). The results provide evidence that the evolution of web applications comply with most of the laws. The TD metaphor has received increasing attention from the research community in the last years. Particularly, a large portion of research studies have focused on the notion of TD Interest, which reflects the additional maintenance effort that is incurred due to the existence of sub-optimal software (i.e., due to the existence of Technical Debt). Adopting the state-of-research on TD Management, this dissertation has aimed at investigating the impact of TD on corrective maintenance and particularly, to what extent does the presence of TD in software modules slows down development pace by increase the time and effort required for fixing bugs. Although TD is usually assessed on either the entire system or on individual software modules and most studies focus on the identified inefficiencies, it is the actual craftsmanship of developers that causes the accumulation of TD. Driven by the fact that TD is introduced by the developers themselves, this dissertation attempts to explore the relation between developers’ characteristics and the tendency to introduce inefficiencies that lead to TD. Despite the fact that TD is an established and recognized concept in the software engineering community, it also remains a metaphor and like all metaphors it is inherently abstract. This means that the way it is defined and interpreted by software engineering stakeholders constitutes a subjective matter. Each software professional has developed his/her own perception around TD prioritization and management. Thus, many voices question the validity of the way it is detected and calculated by automated static analysis tools. To this end, in the context of this research a survey has been sent to a large number of developers that contribute to open source web applications in order to gain insights into the factors that lead developers to adopt or reject fixes as suggested by automated static code analysis. By acknowledging the lack of a ground truth regarding the assessment of TD among the existing TD tools, this dissertation attempts to extract a set of classes with high TD, as detected by three (3) major TD tools (CAST AIP, Squore and SonarQube). These classes can serve as benchmark of validated high-TD classes and this way a basis can be established that can be used either for prioritization of maintenance activities or for training more sophisticated TD identification techniques. To this end, the current research work proposes a methodology to extract a benchmark set of validated high-TD classes while at the same time, it reveals three types of class profiles that successfully capture the spectrum of TD measurements provided by the three TD tools. Finally, the overall contribution of this dissertation comprises five (5) points; (a) it provides valuable undiscovered information on how open source web applications evolve over time since web-based systems had received limited attention in contrast to desktop ones, (b) considering the lack of empirical evidence on the relation between TD amount and TD Interest, it investigates to what extent the presence of TD in software modules slows down development pace by increasing the time and effort required for fixing bugs, (c) by acknowledging that it is the actual craftsmanship of the developers that causes the accumulation of TD, this work outlines the characteristics of the developers who tend to add TD in open source applications, (d) it sheds light into the reasons that drive developers to agree or disagree with automatically detected TD whose urgency is very often questionable by developers and (e) by acknowledging the lack of a basis regarding the detection and prioritization of TD among the existing TD tools, the current work proposes a methodology to extract a benchmark set of modules which are ranked as high-TD modules by three (3) TD tools altogether. Σχεδόν όλα τα συστήματα λογισμικού εξελίσσονται συνεχώς για να ικανοποιήσουν νέες ανάγκες και να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της εποχής. Η ανάλυση εξέλιξης λογισμικού μπορεί να αποκαλύψει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές συντήρησης που ακολουθούνται από τις ομάδες προγραμματιστών. Ο στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι να μελετήσει την εξέλιξη των εφαρμογών ανοικτού κώδικα διερευνώντας την εξέλιξη της ποιότητας του λογισμικού καθώς και του κόστους συντήρησης, όπως αποτυπώνεται από τη έννοια του Τεχνικού Χρέους (ΤΧ). Το Τεχνικό Χρέος είναι μια έννοια στον προγραμματισμό που αντικατοπτρίζει την επιπλέον προσπάθεια συντήρησης που προκύπτει όταν αναπτύσσεται «μη-βέλτιστος» κώδικας, που είναι εύκολο να παραδοθεί γρήγορα, αντί να εφαρμόζονται οι βέλτιστες πρακτικές. Η διατριβή διερευνά την διαχρονική εξέλιξη ενός μεγάλου αριθμού εφαρμογών ανοιχτού κώδικα. Οι εφαρμογές αναλύθηκαν στο πλαίσιο των οκτώ (8) νόμων του Lehman περί εξέλιξης λογισμικού και ειδικότερα, εξετάστηκε εάν οι νόμοι επιβεβαιώνονται στην πράξη για διαδικτυακές εφαρμογές ανοιχτού κώδικα. Οι οκτώ νόμοι του Lehman αναφορικά είναι: Συνεχής Αλλαγή (Νόμος I), Αυξανόμενη Πολυπλοκότητα (Νόμος II), Αυτορρύθμιση (Νόμος III), Διατήρηση της Οργανωτικής Σταθερότητας (Νόμος IV), Διατήρηση της Eξοικείωσης (Νόμος V), Συνεχής Ανάπτυξη (Νόμος VI) Φθίνουσα Ποιότητα (VII) και Σύστημα Ανατροφοδότησης (VIII). Τα αποτελέσματα παρέχουν ευρήματα ότι η εξέλιξη των διαδικτυακών εφαρμογών συμμορφώνεται με τους περισσότερους νόμους. Τα τελευταία χρόνια, η έννοια του ΤΧ έχει γνωρίσει αυξανόμενη προσοχή από την ερευνητική κοινότητα. Συγκεκριμένα, μεγάλο μέρος των ερευνητικών μελετών επικεντρώθηκε στην έννοια του επιτοκίου Τεχνικού Χρέους, το οποίο αντικατοπτρίζει την πρόσθετη προσπάθεια συντήρησης που προκύπτει λόγω της ύπαρξης μη-βέλτιστου λογισμικού (δηλαδή, λόγω της ύπαρξης τεχνικού χρέους). Ακολουθώντας τις τάσεις της σύγχρονης έρευνας στη διαχείριση του TD, η διατριβή είχε ως στόχο τη διερεύνηση του αντίκτυπου του ΤΧ στη διορθωτική συντήρηση και συγκεκριμένα, σε ποιο βαθμό η παρουσία του ΤΧ καθυστερεί τον ρυθμό ανάπτυξης του λογισμικού αυξάνοντας τον χρόνο και την προσπάθεια που απαιτείται για τη διόρθωση σφαλμάτων. Παρόλο που το ΤΧ εκτιμάται και ποσοτικοποιείται συνήθως είτε σε ολόκληρο το σύστημα είτε σε μεμονωμένες μονάδες λογισμικού (αρχεία ή κλάσεις), η πραγματική αιτία για την συσσώρευση του ΤΧ είναι οι ίδιοι οι προγραμματιστές μέσω των πρακτικών που ακολουθούν κατά την ανάπτυξη κώδικα. Έτσι, η διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των χαρακτηριστικών των προγραμματιστών και της τάσης που έχουν να εισαγάγουν ΤΧ στο λογισμικό. Παρά το γεγονός ότι το ΤΧ έχει καθιερωθεί στην κοινότητα της Τεχνολογίας Λογισμικού, παραμένει μια μεταφορά και όπως όλες οι μεταφορές, αποτελεί μια αφηρημένη έννοια. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος που ορίζεται και ερμηνεύεται από τους μηχανικούς λογισμικού είναι υποκειμενικός. Κάθε προγραμματιστής έχει τη δική του αντίληψη σχετικά με την σοβαρότητα του ΤΧ που εντοπίζεται στο λογισμικό του. Υπάρχουν πολλές φωνές που αμφισβητούν την εγκυρότητα του τρόπου ανίχνευσης και υπολογισμού του ΤΧ με τη χρήση αυτοματοποιημένων εργαλείων στατικής ανάλυσης (static analysis of source code). Με αφορμή τα παραπάνω, στο πλαίσιο αυτής της διατριβής εστάλη μια έρευνα σε ένα μεγάλο αριθμό προγραμματιστών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη διαδικτυακών εφαρμογών ανοιχτού κώδικα. Η έρευνα, που είχε την μορφή online ερωτηματολογίου, στόχο είχε να αντλήσει πληροφορίες σχετικά με τους παράγοντες που οδηγούν τους προγραμματιστές να αποδεχτούν ή να απορρίψουν διορθώσεις που προτείνονται από αυτοματοποιημένα εργαλεία μέτρησης ΤΧ. Τα υπάρχοντα εργαλεία αξιολόγησης ΤΧ ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση και κανόνες για την ποσοτικοποίηση του ΤΧ το καθένα. Κατά συνέπεια, το κάθε εργαλείο παράγει διαφορετικά αποτελέσματα από τα άλλα με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μία αντικειμενική βάση για τα ποιο εργαλείο παράγει τα πιο ρεαλιστικά αποτελέσματα. Η προτεινόμενη διατριβή, προσπαθώντας να προσφέρει μία λύση στην έλλειψη της αντικειμενικότητας γύρω από την μέτρηση του ΤΧ, επιχειρεί να εντοπίσει σύνολα αρχείων/κλάσεων στα οποία εντοπίστηκε υψηλό ΤΧ ταυτόχρονα από τρία (3) ευρέως χρησιμοποιούμενα εργαλεία ΤΧ (CAST AIP, Squore και SonarQube). Αυτά τα αρχεία/κλάσεις υψηλού ΤΧ μπορούν να αποτελέσουν σημείο αναφοράς επικυρωμένων μονάδων υψηλού ΤΧ και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί μια βάση που θα συνδράμει στην κατάρτιση πιο εξελιγμένων τεχνικών αναγνώρισης ΤΧ. Παράλληλα, η διατριβή προτείνει μια στατιστική μεθοδολογία για την έγκυρη εξαγωγή του προαναφερόμενου συνόλου αρχείων/κλάσεων με υψηλό ΤΧ. 136 205 181 Comparative study of economic development capitalistic and socialistic economies: a comparative analysis of development project of Greece after the second civil war and Bulgaria till to pass to capitalistic economic system Συγκριτική μελέτη της αναπτυξιακής πορείας καπιταλιστικών και σοσιαλιστικών οικονομιών: συγκριτική ανάλυση των αναπτυξιακών προγραμμάτων της Ελλάδας μεταπολεμικά και της Βουλγαρίας μέχρι τη μετάβασή της στον καπιταλισμό Greek economy performs under the free market rules. In contrast Bulgarian economy, after second civil war and till 1989, performs and controlled under governmental restrictions and guidance. The question arising concern, which economic system and which country develops efficiently their economic status? In this thesis examined the economic development of Greece in contrast with Bulgarians economic development, together with the degree of contribution of each country to satisfaction of social needs. More specific examined the development programs till 1989. As a result, present common characteristics, weakness and contradictions. Contradictions results due to obligatory character of Bulgarian economic program rather than in capitalism which is not. Common characteristics results in due to the fact from the application of strategic strengths and influenced from both economic and not economic factors. Weakness resulted to capitalism economic system due to programming. On the contrary in socialism economy weakness resulted due to execution. The contrast of two different types of economic programs, leads us to conclude that the results concerning Greece was adequate satisfactory and very poor for Bulgaria. Η Ελλάδα λειτουργεί στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς, ενώ η Βουλγαρία στα πλαίσια της κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας μεταπολεμικά και μέχρι το 1989. Ποιο οικονομικό σύστημα και ποια χώρα ανέπτυξε αποτελεσματικότερα την οικονομία της; Στη διατριβή εξετάζεται η αναπτυξιακή πορεία της Ελλάδας συγκριτικά με την αντίστοιχη πορεία της Βουλγαρίας, καθώς και ο βαθμός συμβολής της καθεμιάς στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Ειδικότερα εξετάζονται τα αναπτυξιακά προγράμματα αμφότερων των χωρών μέχρι το 1989. Συμπερασματικά αμφότεροι οι προγραμματισμοί παρουσιάζουν μια αντιθετικότητα, κοινά γνωρίσματα και αδυναμίες. Η αντιθετικότητα προκύπτει από τη διαπίστωση ότι ο βουλγαρικός προγραμματισμός είναι υποχρεωτικός, ενώ ο καπιταλιστικός ενδεικτικός. Τα κοινά γνωρίσματα προκύπτουν απ’ το γεγονός ότι εφάρμοσαν τη στρατηγική των εμφανών δυνατοτήτων και ότι επηρεάζονται σχετικά από οικονομικούς και εξωοικονομικούς παράγοντες. Οι αδυναμίες παρουσιάζονται στον καπιταλιστικό κατά την εκτέλεσή του. Η σύγκριση των δύο μορφών προγραμματισμού οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα για τον ελληνικό ήταν αρκετά ικανοποιητικά, ενώ για το βουλγαρικό πολύ ισχνά. 137 355 319 The impact of the restructuring and the unification of the European financial area to the financing behavior of the Small and Medium sized enterprises: the case of Greece Οι επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης και της ενοποίησης του Ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού χώρου στη χρηματοδοτική συμπεριφορά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων: η περίπτωση της Ελλάδας The financing of small and medium sized enterprises (SMEs), has been an important subject in the international literature at a global level, during the last decades. The majority of the relevant studies have shown that the financing of SMEs, is largely affected by the unwillingness of banks to fund the investment plans of SMEs, because of the low quality of information and the opacity characterizing SMEs operation. Moreover, other factors related with the supply of bank financing like structural characteristics of the banking system, impose additional restrictions to SMEs’ access to bank loans. The present study examines the effect of the introduction of the euro to the financing behavior of Greek SMEs. Especially, it evaluates the impact of the Greek process towards monetary unification and the related restructuring of the Greek banking sector to the availability of banking finance to SMEs. For this purpose, we estimate an empirical model capturing the determinants of the use of short term, long term and total bank finance of Greek SMEs. In addition, we examine the possible change in lending behavior of banks to SMEs due to the participation of Greece to euro zone by estimating an empirical model of demand for and supply of bank credit for the Greek market. A panel data of 285 Greek SMEs for the 1992-2009 period (annual time series data), had been used for the implementation of research. The empirical results of the study have shown that the introduction of euro has caused major changes to the SMEs’ bank financing in Greece. More specifically, the relevant importance of this source of finance for SMEs has been increased, both for short term and long term bank loans. The estimation of the relevant empirical models revealed that the SMEs use of bank credit has been considerably upgraded since the introduction of euro. Moreover, the empirical analysis has also shown important change to the supply of bank loans, reflecting an increased willingness of Greek banks to finance SMEs. Η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), αποτελεί ένα σημαντικό θέμα έρευνας που απασχολεί τη διεθνή βιβλιογραφία σε παγκόσμιο επίπεδο τις τελευταίες δεκαετίες. Η πλειοψηφία των σχετικών μελετών έχει δείξει ότι η χρηματοδότηση των ΜΜΕ επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την απροθυμία των τραπεζικών ιδρυμάτων να δανειοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια εξαιτίας της χαμηλής ποιότητας πληροφορίας και του μεγάλου βαθμό αδιαφάνειας που χαρακτηρίζει αυτές τις επιχειρήσεις. Επιπλέον, άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με την προσφορά τραπεζικής χρηματοδότησης όπως τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του τραπεζικού συστήματος προκαλούν πρόσθετους περιορισμούς στη πρόσβαση των ΜΜΕ στη τραπεζική πίστωση. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει την επίδραση της εισόδου του ευρώ στη χρηματοοικονομική συμπεριφορά των Ελληνικών ΜΜΕ, όπως επίσης και την επίδραση της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης στην αναδιάρθρωση του Ελληνικού τραπεζικού τομέα και κατ’ επέκταση στη προσφορά τραπεζικής πίστωσης προς τις Ελληνικές ΜΜΕ. Για το σκοπό αυτό, εξετάζονται εμπειρικά μοντέλα ζήτησης βραχυχρόνιας, μακροχρόνιας και συνολικής τραπεζικής χρηματοδότησης. Επίσης, εξετάζεται με τη χρήση ενός εμπειρικού μοντέλου ζήτησης και προσφοράς τραπεζικής πίστωσης η ενδεχόμενη αλλαγή της χρηματοδοτικής συμπεριφοράς των Ελληνικών τραπεζών προς τις ΜΜΕ εξαιτίας της συμμετοχής της Ελλάδος στην ευρωζώνη. Για την πραγματοποίηση της έρευνας χρησιμοποιήθηκε ένα σύνολο δεδομένων από 285 ΜΜΕ για την περίοδο 1992-2009. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, η είσοδος του ευρώ προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στη τραπεζική χρηματοδότηση των ΜΜΕ στην Ελλάδα. Ειδικότερα, η σχετική σπουδαιότητα αυτής της πηγής χρηματοδότησης για τις ΜΜΕ αυξήθηκε, είτε αφορούσε βραχυχρόνιο, είτε μακροχρόνιο τραπεζικό δανεισμό. Η εκτίμηση των σχετικών εμπειρικών μοντέλων έδειξε ότι, η χρήση τραπεζικών δανείων από τις ΜΜΕ μετασχηματίστηκε σε μεγάλο βαθμό έπειτα από την εισαγωγή του ευρώ. Επιπλέον, η εμπειρική ανάλυση έδειξε μια σημαντική αλλαγή στη προσφορά δανείων από τη πλευρά των τραπεζικών ιδρυμάτων στην μετά ευρώ εποχή, υποδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο την αυξανόμενη επιθυμία των ελληνικών τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια στις ΜΜΕ. 138 535 531 Automatic generation and management of multimedia content metadata for the support of e-learning systems. Αυτόματη παραγωγή και διαχείριση μεταδεδομένων πολυμεσικού περιεχομένου για την υποστήριξη συστημάτων ηλεκτρονικής εκπαίδευσης. The search for information in the World Wide Web and the discovery of the desirable information resources in our modern days, where people are overwhelmed by innumerable quantities of information, which most of the times do not coincide with their information needs, can only be achieved if resources have been adequately described in order to correspond to complex and diverse search criteria. Especially, in an educational environment, where the amount of available educational resources is growing rapidly, while their kinds and formats have acquired varied dimensions (including all sorts of multimedia information), finding suitable educational resources is, no more, an easy task. Metadata is the key to find desirable resources. It is a term of the Internet era for the information that librarians traditionally have been using in their book catalogues and, usually, refers to descriptive information for information resources contained in physical or electronic means. Metadata constitute the cornerstone of the Semantic Web, i.e. the expansion of the current Web in which information acquires a clearly defined meaning which allows computers and humans to cooperate harmonically. Focusing more specifically on educational resources, the demand for their adequate description can be satisfied by utilizing extended data description systems (educational metadata schemas). However, the process of creating metadata is problematic and time-consuming, owing to the complexity of the schemas and the required knowledge background, but also to the human effort required for creating complete and correct metadata. This dissertation has the goal to study ways and methods to solve this category of problems related to the creation of educational metadata, aiming at contributing to the research field of automatic metadata generation for educational resources. In order for this goal to be achieved, a research plan was drawn including a thorough study and review of the bibliography covering the research field under investigation. Hence, the concept of learning object, which constitutes the new trend in the format in which educational resources are being developed, is studied and analyzed. Moreover, the metadata standard for learning objects IEEE LOM is examined thoroughly. The problem of automatic metadata generation is put under investigation and sources for metadata creation are distinguished in the content, context, use and related content of the resources. As a result of the conducted study, an innovative methodological approach for the automatic generation of metadata which exploits the relations among the resources to be described is introduced. After a slight adjustment of the semantics of LOM relations, the proposed methodology is applied to this metadata schema, producing 72 logic rules for the automatic generation of metadata of a learning object from the already existing metadata of its related objects. A practical implementation of the proposed approach is performed by the development of an integrated LOM metadata management system, which, in addition to its editing capabilities of LOM metadata, it incorporates the mechanism for the automatic generation of metadata by applying the logic rules created before. The operation of the system proves that it can be a powerful and credible tool for the automatic generation and management of metadata of educational resources which can promote the goal of easy searching and finding suitable resources. Η αναζήτηση διαδικτυακών πληροφοριών στον Παγκόσμιο Ιστό και η ανεύρεση των επιθυμητών πόρων στη σημερινή εποχή, όπου ο άνθρωπος κατακλύζεται από αναρίθμητες ποσότητες πληροφοριών οι οποίες τις περισσότερες φορές δεν ταυτίζονται με τις ανάγκες του, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οι πόροι αυτοί έχουν περιγραφεί επαρκώς, ώστε να ανταποκρίνονται σε σύνθετα και ποικιλώνυμα κριτήρια αναζήτησης. Ειδικά εντός του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος, όπου οι διαθέσιμοι εκπαιδευτικοί πόροι αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς, ενώ και η μορφή και το είδος των εκπαιδευτικών πόρων έχει πάρει πολυποίκιλες διαστάσεις (περιλαμβάνοντας κάθε είδους πολυμεσική πληροφορία), η ανεύρεση κατάλληλων εκπαιδευτικών πόρων είναι, πλέον, όχι αμελητέα προσπάθεια. Τα «μεταδεδομένα» είναι το κλειδί για την ανακάλυψη των επιθυμητών πόρων. Είναι ο όρος της ιντερνετικής εποχής για τις πληροφορίες που παραδοσιακά οι βιβλιοθηκονόμοι χρησιμοποιούν στους καταλόγους καταγραφής βιβλίων και, συνήθως, αναφέρεται σε περιγραφικές πληροφορίες για πόρους πληροφοριών που περιέχονται σε οποιοδήποτε φυσικό ή ηλεκτρονικό μέσο. Τα μεταδεδομένα αποτελούν τη βάση του Σημασιολογικού Ιστού, της επέκτασης, δηλ., του τρέχοντος Ιστού, κατά την οποία οι πληροφορίες αποκτούν ένα σαφώς καθορισμένο νόημα που επιτρέπει στους υπολογιστές και στους ανθρώπους να συνεργάζονται αρμονικά. Εστιάζοντας ειδικότερα στους εκπαιδευτικούς πόρους, η απαίτηση της επαρκούς περιγραφής τους μπορεί να καλυφθεί με την αξιοποίηση εκτεταμένων συστημάτων περιγραφής δεδομένων (σχήματα εκπαιδευτικών μεταδεδομένων). Εντούτοις, η διαδικασία της δημιουργίας μεταδεδομένων είναι προβληματική και χρονοβόρα, λόγω της πολυπλοκότητας των σχημάτων και του απαιτούμενου γνωστικού υποβάθρου, αλλά και της προσπάθειας που απαιτείται για την πλήρη και ορθή συμπλήρωση τους. Η διατριβή αυτή έχει ως στόχο τη μελέτη τρόπων και μεθόδων επίλυσης της κατηγορίας των προβλημάτων που σχετίζονται με τη δημιουργία εκπαιδευτικών μεταδεδομένων, επιδιώκοντας να συνεισφέρει στο ερευνητικό πεδίο της αυτόματης παραγωγής μεταδεδομένων για εκπαιδευτικούς πόρους. Για την επίτευξη του στόχου αυτού καταστρώθηκε ένα ερευνητικό πλάνο το οποίο περιλαμβάνει ενδελεχή μελέτη και ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που καλύπτει τον υπό εξέταση ερευνητικό χώρο. Έτσι, μελετάται και αναλύεται η έννοια του μαθησιακού αντικειμένου που αποτελεί τη νέα τάση για τη μορφή ανάπτυξης εκπαιδευτικών πόρων, καθώς και ο ρόλος των μεταδεδομένων στην περιγραφή και κατ' επέκταση στις δυνατότητες αναζήτησης και διαχείρισης των μαθησιακών αντικειμένων. Επιπλέον, εξετάζεται διεξοδικά το πρότυπο μεταδεδομένων IEEE LOM. Το πρόβλημα της αυτόματης παραγωγής μεταδεδομένων μελετάται αναλυτικά και γίνεται διάκριση των πηγών δημιουργίας μεταδεδομένων για αυτόματη παραγωγή, στο περιεχόμενο, στο περιβάλλον, στη χρήση και στο σχετιζόμενο περιεχόμενο των πόρων. Ως αποτέλεσμα της διεξαχθείσας μελέτης, παρουσιάζεται μια καινοτόμος μεθοδολογική προσέγγιση για την αυτόματη παραγωγή μεταδεδομένων που αξιοποιεί τις σχέσεις ανάμεσα στους περιγραφόμενους πόρους. Μετά από μικρής έκτασης αναπροσαρμογή στη σημασιολογία των σχέσεων του LOM, γίνεται εφαρμογή της προτεινόμενης μεθοδολογίας σ' αυτό το σχήμα μεταδεδομένων, απ' όπου προκύπτουν 72 λογικοί κανόνες για την αυτόματη παραγωγή μεταδεδομένων από τα μεταδεδομένα σχετιζόμενων μαθησιακών αντικειμένων. Η πρακτική υλοποίηση των προταθέντων γίνεται με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης μεταδεδομένων LOM, το οποίο, πέραν των δυνατοτήτων επεξεργασίας των εγγραφών LOM, ενσωματώνει και το μηχανισμό αυτόματης παραγωγής μεταδεδομένων με την εφαρμογή των λογικών κανόνων που προέκυψαν μετά την εφαρμογή της ανωτέρω αναφερθείσας μεθοδολογίας. Η λειτουργία του αναπτυχθέντος συστήματος αποδεικνύει ότι μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό και αξιόπιστο εργαλείο διαχείρισης και αυτόματης παραγωγής μεταδεδομένων για εκπαιδευτικούς πόρους που θα προαγάγει το στόχο της ευχερούς αναζήτησης και ανεύρεσης των κατάλληλων εκπαιδευτικών πόρων. 139 218 247 Measuring and analyzing productivity and efficiency of public hospitals in Greece Μέτρηση και ανάλυση της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας των νοσοκομειακών μονάδων στην Ελλάδα The study examines the economic evaluation of NHS hospitals care services of Greece according tο its efficiency use of available resources and its productivity improvement. Main objective is: first, to compare the empirical results of parametric, due four different stochastic frontier production functions, and non-parametric methods of measuring technical and scale efficiency during the period 1992-1993 and second, to analyze technical and scale efficiency and total factor productivity of Greek hospitals during the period 1999-2003. For this purpose, we select data from hospitals and health authorities through questionnaires. Simultaneously, parametric counterparts of Lovell (2003) methodology for Malmquist productivity index and its decomposition are introduced. It is generally accepted, that Lovell's methodology consist the most well-defined analysis of Malmquist productivity index decomposition (e.g. technical efficiency, scale efficiency, technical change, input-mix effect, output-mix effect). Empirical results represent a great deviation (10%) between the average technical efficiency scores of the four stochastic models during the period 1992-1993. The degree of technical efficiency was different between parametric and non-parametric methods, while scale efficiency came across similar results for both methods. The average productivity of public hospitals increased during the period 1999-2003 and this was due to technical changes and especially, neutral technical progress, while technical efficiency was found to be time-invariant. Η παρούσα διατριβή αφορά στην αξιολόγηση της αποδοτικής λειτουργίας του νοσοκομειακού τομέα του ΕΣΥ ως προς την αποτελεσματική χρήση των διαθέσιμων πόρων και ως προς την αύξηση της παραγωγικότητας στην παροχή των υπηρεσιών υγείας. Ο αντικειμενικός σκοπός είναι διπλός: πρώτον, να συγκρίνει τα αποτελέσματα της παραμετρικής και μη-παραμετρικής μεθόδου μέτρησης του βαθμού της τεχνικής αποτελεσματικότητας και της αποτελεσματικότητας μεγέθους, μέσω της οικονομετρικής εκτίμησης τεσσάρων διαφορετικών στοχαστικών εν δυνάμει συναρτήσεων παραγωγής, για την περίοδο 1992-1993. Δεύτερον, να αναλύσει την τεχνική αποτελεσματικότητα, την αποτελεσματικότητα μεγέθους καθώς και τη συνολική παραγωγικότητα των νοσοκομείων κατά τη διάρκεια της περιόδου 1999-2003. Για το σκοπό αυτό συλλέχθηκαν στοιχεί« από τα νοσοκομεία και τα ΔΥ.ΠΕ της χώρας μας. Στα πλαίσια αυτά αναπτύσσεται η παραμετρική εκδοχή της προσέγγισης του Lovell (2003), η οποία κατά γενική ομολογία αποτελεί σήμερα την πληρέστερη ανάλυση των πηγών μεγέθυνσης του δείκτη παραγωγικότητας Malmquist (δηλαδή τεχνική αποτελεσματικότητα, αποτελεσματικότητα μεγέθους, αποδόσεις κλίμακας, τεχνολογική πρόοδος κλπ.). Στην εμπειρική ανάλυση για την περίοδο 1992-1993, οι διαφορές στο μέσο όρο της τεχνικής αποτελεσματικότητας είναι σχετικά μεγάλες μεταξύ των τεσσάρων υποδειγμάτων, της τάξης του 10%. Επίσης, ο βαθμός της τεχνικής αποτελεσματικότητας ήταν διαφορετικός μεταξύ της παραμετρικής και της μη-παραμετρικής μεθόδου, ενώ η αποτελεσματικότητα μεγέθους έδωσε παρόμοια αποτελέσματα και στις δύο μεθόδους. Η μέση παραγωγικότητα των δημόσιων νοσοκομείων αυξήθηκε κατά την περίοδο 1999-2003, με κύρια πηγή μεγέθυνσης τη μεταβολή της τεχνολογίας και ειδικότερα την ουδέτερη τεχνολογική πρόοδο, ενώ η τεχνική αποτελεσματικότητα ήταν διαχρονικά αμετάβλητη. 140 377 356 Συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιριών του κλάδου πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών: περιπτώσεις ασιατικών και δυτικών εταιριών The purpose of this thesis is to analyze and evaluate the mergers and acquisitions of technology and telecommunications companies in Asia in relation to the corresponding European and American ones. In recent years, China has emerged as a significant economic force that has been dynamically entering markets and with great potential for growth and development. This thesis examines four major mergers and acquisitions that have taken place over the last 15 years and involve Asian companies wishing to either expand their business into new markets or strengthen their position in the industry. Chapter 1 is introductory and contains the idea and the way of thinking that led to the elaboration of this thesis. Chapter 2 is an overview of bibliography on mergers and acquisitions. Initially, their definition is given and an explanation of their reason for their realization in the modern business world. Then different types of mergers and acquisitions encountered in the markets are described and the incentives that lead businesses to this alternative are recorded. Then, the waves of mergers and acquisitions are presented as found in the bibliography and annotation is made of the levels and variations from which they have passed. Finally, the typical steps to be taken in the case of a merger or a takeover are analyzed. Chapter 3 concerns the choice of the IT industry. It explains how value is created in this industry and then examines an aspect of the "Big Data" industry. It is believed that Big Data is going to be involved in mergers and acquisitions in the future and that is why emphasis is placed on this chapter. Chapter 4 deals with the contribution of emerging economies to the global merger and takeover market. Nowadays, Asia is emerging as an important factor in shaping the global economic community, and so the choice of Asian companies to merge or buy Western companies is important. Chapter 5 deals with the analysis of dynamic competition between Asian and Western companies in mergers and acquisitions. It examines the tactics followed and the problems encountered in four major global mergers and acquisitions involving Asian technology-intensive companies in the field of technology and communications. Finally, Chapter 6 lists the conclusions that are drawn from the preparation of diplomatic and future research proposals. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η ανάλυση και αξιολόγηση των συγχωνεύσεων και εξαγορών που αφορούν εταιρίες της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών στην Ασία σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές και αμερικανικές. Εξετάζονται τέσσερις σημαντικές συγχωνεύσεις και εξαγορές που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια και αφορούν ασιατικές εταιρίες που επιθυμούσαν είτε να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους σε νέες αγορές είτε να ισχυροποιήσουν τη θέση τους στον κλάδο και να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό. Το Κεφάλαιο 1 είναι εισαγωγικό και περιέχει την ιδέα και τον τρόπο σκέψης που οδήγησε στην εκπόνηση της παρούσας διπλωματικής. Το Κεφάλαιο 2 είναι μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας πάνω στο θέμα των συγχωνεύσεων και εξαγορών. Αρχικά, δίνεται ο ορισμός τους και μια εξήγηση σχετικά με το λόγο πραγματοποίησής τους στον σύγχρονο επιχειρηματικό κόσμο. Στη συνέχεια, γίνεται διάκριση των διαφόρων τύπων συγχωνεύσεων και εξαγορών που συναντάμε στις αγορές και καταγράφονται τα κίνητρα πραγματοποίησής τους. Έπειτα, παρουσιάζονται τα κύματα των συγχωνεύσεων και εξαγορών όπως παρουσιάζονται στη βιβλιογραφία. Τέλος, αναλύονται τα τυπικά στάδια που ακολουθούνται σε μια συγχώνευση ή εξαγορά. Στο Κεφάλαιο 3 εξηγείται με ποιον τρόπο δημιουργείται αξία στις ΙΤ εταιρίες και εξετάζεται μια πτυχή του τεχνολογικού κλάδου που αφορά τα «μεγάλα δεδομένα» (Big Data). Τα Big Data αναμένεται να απασχολήσουν στο μέλλον τις συγχωνεύσεις και εξαγορές των επιχειρήσεων και για αυτό το λόγο δίνεται έμφαση στο παρόν κεφάλαιο. Το Κεφάλαιο 4 αφορά στη συμβολή των αναδυόμενων οικονομιών στην παγκόσμια αγορά συγχωνεύσεων – εξαγορών. Σήμερα η Ασία αποτελεί σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της παγκόσμιας οικονομικής κοινότητας και επομένως παίζει σπουδαίο ρόλο η επιλογή ασιατικών εταιριών να συγχωνευτούν ή να εξαγοράσουν επιχειρήσεις του δυτικού κόσμου. Το Κεφάλαιο 5 αφορά την ανάλυση της δυναμικής ανταγωνισμού που δημιουργείται μεταξύ των ασιατικών και των δυτικών επιχειρήσεων στο κομμάτι των συγχωνεύσεων και εξαγορών. Εξετάζονται οι τακτικές που ακολουθήθηκαν και τα προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν σε τέσσερις σημαντικές για την παγκόσμια αγορά συγχωνεύσεις και iv εξαγορές όπου εμπλέκονται ασιατικές εταιρίες μεγάλου βεληνεκούς και δυναμικής στον χώρο της τεχνολογίας και των επικοινωνιών. Τέλος, το Κεφάλαιο 6 παραθέτει τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εκπόνηση της διπλωματικής και μελλοντικές προτάσεις για έρευνα. 141 415 419 Το οργανωμένο έγκλημα της εμπορίας και διακίνησης ανθρώπων μέσω της ανεξέλεγκτης προσφυγικής κρίσης: η σημασία της Διευρωπαϊκής Αστυνομικής Συνεργασίας και ο ρόλος του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO) και των Ευρωπαϊκών Οργανισμών FRONTEX και EUROPOL στη διαχείριση του φαινομένου Europe faces one of the biggest challenges of humanity, since it should manage the unprecedented humanitarian and refugee crisis. The global increase of illegal migration led to a dramatic increase of two crimes that until the beginning of the 90’s were limited, at least in Europe. Currently, all European states are faced with the following α) development of channels that promote smuggling of illegal migrants and b) trafficking in human beings for sexual and economic exploitation. The large migration flows cause severe problems in the internal cohesion of the E.U. Moreover, create fertile ground for the action of criminal organizations to recruit men, women and children and to force them into sexual exploitation and forced labor. Human trafficking victims are recruited and trafficked between countries and regions using deception, threats or force. Human trafficking is a major form of organized crime, which involves violations of human rights issues and disruption of law and is narrowly linked to irregular migration. Its character is transnational and for the management of the phenomenon is required a comprehensive policy at EU level, with the adoption of the joint operational actions. The cornerstone for achieving the objective recommends deeper cooperation between EU police forces and strengthening the role of existing European police nature organizations. The first part of this paper outlines the immigration and refugee crisis in the EU and the degree of binding of human trafficking. Greece due to its geographical location is daily experiencing the problem. Attempts to present the problem in Greece and are an effort of analysis conditions and the factors that contributed to the event and the rapid development of human trafficking. The second part examines the human trafficking from the perspective of an organized form of crime, because it touches 2/3 Member of the planet, is the 2nd largest organized crime worldwide and the third most profitable activity of organized crime after drugs and arms. It is analyzed the causes of the occurrence, the difficulties to solve it and the degree of interdependence with the migration and the spread of Islam. The third part deals with the police cooperation as a catalyst in the fight against human trafficking, and as a guarantee for ensuring the European Area of Freedom Security and Justice. At the same time, the operational European Agency FRONTEX, the intensification of the presence of EUROPOL experts and the mixing naval forces in the Aegean under NATO supervision are considered as the structural factors in order to deal with this phenomenon rationally. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ανθρωπότητας, καθόσον οφείλει να διαχειριστεί την πρωτοφανή ανθρωπιστική και προσφυγική κρίση. Η παγκόσμια αύξηση της παράνομης μετανάστευσης οδήγησε σε δραματική αύξηση δύο συναφών εγκλημάτων, τα οποία έως τις αρχές της δεκαετίας του΄90 είχαν, τουλάχιστον στην Ευρώπη, περιορισμένη εμφάνιση. Στις μέρες μας, όλα τα ευρωπαϊκά κ-μ είναι αντιμέτωπα με α) την ανάπτυξη δικτύων που προωθούν την παράνομη διακίνηση παράτυπων μεταναστών β) την εμπορία ανθρώπων για σεξουαλική και οικονομική εκμετάλλευση. Οι μεγάλες μεταναστευτικές ροές δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στην εσωτερική συνοχή της Ε.Ε. Επιπλέον, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για τη δράση εγκληματικών οργανώσεων στη στρατολόγηση με τη χρήση απατηλών μέσων, απειλών και βίας ανδρών, γυναικών και παιδιών και στην εξώθηση τους στην γενετήσια εκμετάλλευση και καταναγκαστική εργασία. Η εμπορία ανθρώπων αποτελεί κύρια μορφή οργανωμένης εγκληματικότητας, εμπλέκει ζητήματα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αποδιοργάνωσης του κράτους δικαίου και συνδέεται άρρηκτα με την παράτυπη μετανάστευση. Έχει διακρατικό χαρακτήρα και για τη διαχείριση του φαινομένου απαιτείται ολοκληρωμένη πολιτική σε επίπεδο Ε.Ε., με την υιοθέτηση κοινών επιχειρησιακών δράσεων. Ακρογωνιαίος λίθος για την επίτευξη του σκοπού συνιστά η βαθύτερη συνεργασία μεταξύ των αστυνομικών αρχών της Ε.Ε. και η ενίσχυση του ρόλου των υφιστάμενων ευρωπαϊκών οργανισμών αστυνομικής φύσεως. Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας σκιαγραφείται η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση που μαστίζει την Ε.Ε. και ο βαθμός σύνδεσης της με την εμπορία ανθρώπων. Η Ελλάδα, ένεκα της γεωγραφικής της θέσης, βιώνει καθημερινά το πρόβλημα. Επιχειρείται, η προσέγγιση του φαινομένου στην Ελλάδα μέσω της ανάλυση των συνθηκών και των παραγόντων που συμβάλλουν στην εκδήλωση και την ραγδαία ανάπτυξη του. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται η εμπορία ανθρώπων υπό την οπτική μιας οργανωμένης μορφής εγκληματικότητας, διότι αγγίζει τα 2/3 των κρατών του πλανήτη, συνιστά 2ο μεγαλύτερα οργανωμένο έγκλημα παγκοσμίως και την 3η πιο επικερδής δραστηριότητα του οργανωμένου εγκλήματος μετά το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων. Αναλύονται οι αιτίες εμφάνισης του, οι δυσκολίες εξιχνίασης του και ο βαθμός αλληλεξάρτησης με την μετανάστευση και την εξάπλωση του Ισλαμ. Στο τρίτο μέρος αναλύεται η αστυνομική συνεργασία ως ο καταλύτης στην καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων, και ως εχέγγυο για τη διασφάλιση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ελευθερίας Ασφάλειας και Δικαιοσύνης. Ταυτόχρονα, εξετάζονται ως δομικοί παράγοντες ορθολογικής διαχείρισης του φαινομένου ο επιχειρησιακός ευρωπαϊκός οργανισμός FRONTEX, η εντατικοποίηση της παρουσίας εμπειρογνωμόνων της EUROPOL και η ανάμειξη ναυτικών δυνάμεων στο Αιγαίο υπό την εποπτεία του ΝΑΤΟ. 142 386 442 Integrating personalized, emotional and physiological measurements into the technology acceptance model: a study on the acceptance of a computer based assessment system. Ενσωμάτωση προσωπικών συναισθηματικών και ψυχολογικών μετρήσεων στο μοντέλο τεχνολογικής αποδοχής: μια μελέτη αποδοχής ενός ηλεκτρονικού συστήματος αυτοαξιολόγησης. This thesis develops and evaluates a framework of methodologies, based on theories about the role of different factors of learning acceptance in order to achieve reliable recognition of user intentions to use an information system system. The main contributions of this thesis are summarized in the following points: Development of the basic holistic model of acceptance of a computer based assessment system. For the first time I developed a model which explains the long-term behavior of the user using the user's expectations regarding the system before they used the system with their perceptions after the use of the system. For the first time, the effect of gender as a determinant of user's behavioural intentions to use the system. For the first time introduced the personality characteristics in an acceptance model. Incurred significant research findings, which could be valuable in the design of such future systems tailored to the personality characteristics of each user. For the first time incorporated the cultural dimensions of user in an acceptance model regarding computer based assessment (CBA) systems. The results are important for further customization of CBA system to the characteristics of each user. For the first time learning styles included in an acceptance model. These data are important because they provide the opportunity for further individualized a CBA system. For the first time investigated the facial expressions of the user as a source of emotion recognition, within a CBA system, and identified characteristics that may mislead the recognition in this process. Moreover, for the first time provided data on how the student’s instant emotions experienced during the use of the CBA system affect his/her behavioural intention to use the system. The effect of emotional feedback as a separate variable in the CBAAM. The findings are important, as it indicates that the emotional feedback is one factor that greatly influences user’s behavioural intention to use the system. For the first time, I used electroencephalograph (EEG) as a suitable and reliable tool for the measurement of user’s perceptions regarding usefulness, ease of use and playfulness of the system. Research findings have confirmed that the EEG may actually be an effective tool in order to predict and determine user’s behavioural intentions. Η παρούσα διατριβή αναπτύσσει και αξιολογεί ένα πλαίσιο μεθοδολογιών, που βασίζονται σε θεωρίες για το ρόλο διαφορετικών παραγόντων αποδοχής στη μάθηση, προκειμένου να επιτυγχάνεται η έγκυρη αναγνώριση των προθέσεων των χρηστών σε σχέση με την χρήση του συστήματος. Οι κύριες συνεισφορές της παρούσας διατριβής συνοψίζονται στα εξής σημεία: Ανάπτυξη του βασικού ολιστικού μοντέλου αποδοχής ενός συστήματος ηλεκτρονικής αυτοαξιολόγησης. Μέχρι τώρα δεν είχε υπάρξει μοντέλο αποδοχής για ένα σύστημα ηλεκτρονικής αυτοαξιολόγησης. Για πρώτη φορά αναπτύχθηκε μοντέλο το οποίο εξηγεί σε βάθος χρόνου την συμπεριφορά του χρήστη χρησιμοποιώντας τις προσδοκίες του χρήστη πριν την επαφή του με το σύστημα και την αλληλεπίδραση που είχε με το σύστημα. Για πρώτη φορά μελετήθηκε η επίδραση του φύλου ως καθοριστικός παράγοντας στην συμπεριφορά του χρήστη και στις σχέσεις που έχουν οι σημαντικές μεταβλητές αποδοχής μεταξύ τους. Για πρώτη φορά ενσωματώθηκαν τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας σε ένα μοντέλο αποδοχής συστήματος ηλεκτρονικής αυτοαξιολόγησης. Προέκυψαν σημαντικά ερευνητικά πορίσματα, που θα μπορούσαν να είναι πολύτιμα στο σχεδιασμό ανάλογων μελλοντικών συστημάτων προσαρμοσμένα στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κάθε χρήστη. Για πρώτη φορά ενσωματώθηκαν οι πολιτιστικές διαστάσεις του χρήστη σε ένα μοντέλο αποδοχής συστήματος ηλεκτρονικής αυτοαξιολόγησης. Τα αποτελέσματα είναι σημαντικά για περαιτέρω παραμετροποίηση του ηλεκτρονικού συστήματος αυτοαξιολόγησης στα χαρακτηριστικά του κάθε χρήστη. Για πρώτη φορά ενσωματώθηκαν το στυλ εκμάθησης του χρήστη σε ένα μοντέλο αποδοχής συστήματος ηλεκτρονικής αυτοαξιολόγησης. Τα δεδομένα είναι σπουδαία διότι δίνουν την δυνατότητα για περαιτέρω εξατομικευμιένη χρήση του ηλεκτρονικού συστήματος αυτοαξιολόγησης από τον κάθε μαθητή. Για πρώτη φορά ερευνήθηκαν οι εκφράσεις του προσώπου του χρήστη ως πηγή αναγνώρισης συναισθημάτων, στα πλαίσια ενός συστήματος ηλεκτρονικής αυτοαξιολόγησης, και εντοπίστηκαν ιδιαιτερότητες που μπορεί να παραπλανήσουν την αναγνώριση, στα πλαίσια της συγκεκριμένης διαδικασίας. Επιπλέον, για πρώτη φορά παρέχονται δεδομένα για το πώς επηρεάζουν την συμπεριφορά και τις αποφάσεις του μαθητή τα στιγμιαία συναισθήματα που βιώνει κατά την διάρκεια της χρήσης του συστήματος αυτοαξιολόγησης. Μελετήθηκε η επίδραση συναισθηματικής ανατροφοδότησης, ως ξεχωριστή μεταβλητή στο βασικό προτεινόμενο μοντέλο αποδοχής. Τα ευρήματα που προέκυψαν έχουν μεγάλη σημασία, καθώς υποδεικνύουν ότι η συναισθηματική ανατροφοδότηση είναι ένας παράγοντας που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά και τις αποφάσεις του χρήστη. Αξιολογήθηκε για πρώτη φορά, η χρήση ηλεκτροεγκεφαλογράφου (ΕΕΓ) ως κατάλληλο και αξιόπιστο εργαλείο για την μέτρηση των αντιλήψεων και της συμπεριφοράς του χρήστη. Τα σχετικά ερευνητικά πορίσματα, επιβεβαίωσαν ότι ο ΕΕΓ μπορεί όντως να είναι αποτελεσματικός ως προς αυτήν την κατεύθυνση. Τα ευρήματα αυτής της μελέτης, υποδεικνύουν ότι η διαχείριση των εγκεφαλικών ρυθμών του χρήστη, ως νέο πεδίο έρευνας για την ανάπτυξη πρωτότυπων μοντέλων αποδοχής, είναι μια περιοχή που μπορεί να ερευνηθεί εκτενώς, χρησιμοποιώντας μεθοδολογίες παρόμοιες με αυτές που προτάθηκαν σε αυτήν την διατριβή. 143 127 132 Voice and speech processing and recognition: on the use of stochastic methods for the extraction of phonetic sub-phonetic features from the speech signal Επεξεργασία και αναγνώριση φωνής και ομιλίας: διερεύνηση της χρήσης στοχαστικών μεθόδων για την εξαγωγή φωνητικών υπο-φθογγικών χαρακτηριστικών από το σήμα ομιλίας This thesis addresses the problems of mapping the acoustic speech signal onto electromagnetic articulography (EMA) and electropalatography (EPG) information. The two problems are cases of the more general speech inversion problem, which is summarized in the thesis. The main mathematical tool used is support vector regression (SVR): The related theory is briefly presented. For the acoustic-to-EMA case, it is demonstrated that SRV leads to better or at least comparable results when compared to other methods in the literature. For the acoustic-to-EPG case, an original study is conducted, since the problem has not been addressed in the past at the same extent with encouraging results. Η παρούσα διατριβή παρουσιάζει προτάσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της απεικόνισης του σήματος ομιλίας σε πληροφορία ηλεκτρομαγνητικής αρθρωτογραφίας και σε πληροφορία ηλεκτροπαλατογραφίας. Τα δύο προβλήματα εντάσσονται στο ερευνητικό πεδίο της αντίστροφης ομιλίας το οποίο επισκοπείται στη διατριβή. Ως βασικό μεθοδολογικό εργαλείο χρησιμοποιείται η παλινδρόμηση εδραίων διανυσμάτων: Η σχετική θεωρία περιγράφεται συνοπτικά. Στην περίπτωση της απεικόνισης του σήματος ομιλίας σε πληροφορία ηλεκτρομαγνητικής αρθρωτογραφίας, επιδεικνύεται ότι η χρήση παλινδρόμησης εδραίων διανυσμάτων οδηγεί σε εκτιμήσει των αρθρωτογραφικών τροχιών, καλύτερες ή τουλάχιστον συγκρίσιμες με άλλες προσπάθειες στη βιβλιογραφία. Στην περίπτωση της απεικόνισης σε πληροφορία ηλεκτροπαλατογραφίας πραγματοποιείται μια πρωτότυπη μελέτη καθώς το πρόβλημα δεν έχει στο παρελθόν αντιμετωπιστεί σε αυτήν την έκταση με ενθαρρυντικά αποτελέσματα. 144 188 271 The Greek anticommunism during the brief 20th century (1918-1989). Aspects of the public arguments in politics, education and literature. Ο Ελληνικός αντικομμουνισμός στο "σύντομο 20ο αιώνα": όψεις του δημόσιου λόγου στην πολιτική, στην εκπαίδευση και στη λογοτεχνία. This research tries to investigate the phenomenon of anticommunism as an ideological current in Greece during the brief 20th century (1918-1989). We study the public anticommunist arguments at the field of politics, education and literature. Our target is to describe, analyze and understand the anticommunist arguments and the correlate them with the historical era they were developed. At the chapters referring to politics apart from the existing bibliography this research is based partly on the study of the archives of well known Greek politicians of the 20th century: F Dragoumis, N. Plastiras, G. Papandreou, C. Caramanlis, C. Mitsotakis and mainly on the study of the archives of the parliament and the press. We also studied the school books of the period and the General Archives in Thessaloniki, Kilkis and Serres. Finally as far as literature is concerned we studied literature books, magazines and critics. Anticommunism was internationally presented rather as mentality than ideology. What really happened is that anticommunism was often the only cohesive bond among totally different elements. Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να διερευνήσει το φαινόμενο του αντικομμουνισμού, ως ιδεολογικό ρεύμα, στην Ελλάδα κατά το σύντομο εικοστό αιώνα (1918-19890. αντικείμενο της έρευνάς μας υπήρξε ο δημόσιος αντικομμουνιστικός λόγος πρωτίστως στο χώρο της πολιτικής αλλά και σε άλλους τομείς του δημόσιου λόγου, όπως ο χώρος της εκπαίδευσης αλλά και της λογοτεχνίας. Στόχος είναι η περιγραφή αλλά και κατανόηση της αντικομμουνιστικής επιχειρηματολογίας και η ένταξή της στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε. Εκτός από την υπάρχουσα βιβλιογραφία η ανά χείρας έρευνα, όσον αφορά τα κεφάλαια που αναφέρονται στην πολιτική, βασίζεται εν μέρει στη μελέτη των αρχείων των πολιτικών προσωπικοτήτων που σφράγισαν τον 20ο αιώνα: Φ. Δραγούμη, Ν. Πλαστήρα, Γ. Παπανδρέου, Κ. Καραμανλή, Κ. Μητσοτάκη αλλά πρωτίστως στη μελέτη των πρακτικών των συζητήσεων της Βουλής και φυσικά του τύπου. Η μελέτη των σχολικών εγχειριδίων αλλά και των Γενικών Αρχείων του Κράτους, στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς και Σερρών, όπου εντοπίσαμε εγκυκλίους και οδηγίες λόγους του εκάστοτε υπουργού παιδείας και των τοπικών επιθεωρητών, συμβάλει σημαντικά στην ανίχνευση του αντικομμουνιστικού λόγου στην εκπαίδευση. Τέλος, όσον αφορά στη λογοτεχνία βαρύνουσα σημασία δίνεται στη μελέτη των ίδιων των λογοτεχνικών έργων αλλά και τις κριτικής που επακολούθησε. Επιπλέον ανατρέχουμε στο δημόσιο λόγο, άρθρα και δοκίμια λογοτεχνών, στα λογοτεχνικά περιοδικά Ελληνική Δημιουργία και Νέα Εστία και φυσικά και στη σχετική βιβλιογραφία. Ο αντικομμουνισμός παρουσιάστηκε διεθνώς με χαρακτηριστικά πολιτικής νοοτροπίας περισσότερο και όχι τόσο ως ευδιάκριτη ιδεολογία με φιλοσοφικές αρχές και ιδεώδεις στόχους. Στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβαινε συχνά είναι ότι ο αντικομμουνισμός λειτούργησε ως ο μοναδικός συνεκτικός δεσμός απόλυτα ετερόκλητων στοιχείων. 145 333 460 Survival strategies of the separated asylum seeking minors in the reception centers of Lesvos and Ioannina counties Στρατηγική επιβίωσης αποχωρισμένων αιτούντων άσυλο παιδιών στα κέντρα υποδοχής των νομών Λέσβου και Ιωαννίνων The present doctoral dissertation focuses on the study of the Greek reception system for unaccompanied asylum seeking minors. The academic research which started in January 2009, aimed in the analysis of the survival strategies of the above mentioned group while residing in the reception centers of two Greek border areas, Mytilene and Konitsa. The dissertation follows the methodology of ethnographic research in order to analyze and interpret various aspects of the daily life in such centers which constitute part of the official social care system for the unaccompanied asylum seeking minors. The present study is placed among other anthropological and sociological academic researches which focus on researching the relationships among the residents of relevant centers as well as the relationships between the residents and the personnel. Moreover, it examines the interaction between the minors and local societies. The basic hypothesis is that the survival strategies adopted by the minors derive from their distinct cultural background. In that sense the present study examines the notion of the mobility rather than that of forced migration. Should one discuss about transnationalism, transborder mobility, or population influx in the sense of ethno-scapes? Monsutti’s approach that migration is a kind of rite of passage is thus adopted. The ethnographic part of the study focuses on a) the collection of demographic data i.e. age, gender, ethnic origin of the minors and b) the collection of primordial data through semi structured interviews with i) the minors residing in the reception centres, ii) other groups of concern such as the personnel of the reception centres, NGOs and the local authorities. The present doctoral dissertation thus, draws conclusions on the efficiency of the reception and asylum policy for the asylum seeking unaccompanied minors in Greece and the survival strategies the later adopt, in order to overcome the deficiencies of the reception system and reach their final destination which is usually a country of Northern Europe. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζει στη μελέτη του ελληνικού συστήματος υποδοχής των ασυνόδευτων ανήλικων αιτούντων άσυλο. Η παρούσα έρευνα που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2009 στοχεύει στην καταγραφή και ανάλυση των στρατηγικών επιβίωσης της παραπάνω ομάδας ατόμων κατά την περίοδο διαμονής τους στα κέντρα υποδοχής της Μυτιλήνης και της Κόνιτσας Ιωαννίνων. Η παρούσα μελέτη ακολουθεί τη μεθοδολογία της εθνογραφικής έρευνας προκειμένου να αναλύσει και να ερμηνεύσει μια σειρά από ζητήματα που αφορούν στην καθημερινότητα των διαμενόντων στα ανωτέρα κέντρα, ενώ εστιάζει στο συγκεκριμένο τύπο δομής επειδή εντάσσεται στο ευρύτερο σύστημα πρόνοιας του ελληνικού κράτους απέναντι στη συγκεκριμένη κατηγορία πληθυσμού, καθώς τα κέντρα υποδοχής αποτελούν τη θεσμική πρόταση που έχει υιοθετήσει το ελληνικό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας απέναντι σε αλλοδαπούς ανήλικους που φτάνουν χωρίς την παρουσία κηδεμόνα σε ελληνικό έδαφος και αιτούνται διεθνούς προστασίας. Η μελέτη εντάσσεται στο πλαίσιο ανθρωπολογικών και κοινωνιολογικών ερευνών που έχουν εστιάσει σε αντίστοιχες δομές και έχουν διερευνήσει τις σχέσεις ανάμεσα στους διαμένοντες και το προσωπικό, τους διαμένοντες και την περιβάλλουσα κοινωνία, τους διαμένοντες και τους φορείς υποστήριξης, αλλά και τις σχέσεις των διαμενόντων μεταξύ τους Η βασική υπόθεση εργασίας της παρούσας μελέτης είναι ότι οι στρατηγικές επιβίωσης που υιοθετεί η εν λόγω πληθυσμιακή ομάδα μορφοποιούνται και επηρεάζονται έντονα από τα διακριτά πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ατόμων σε συνάρτηση με την τοπική συνθήκη που περιβάλλει τα κέντρα υποδοχής. Στο πλαίσιο αυτό εισάγεται ένας προβληματισμός για την εννοιολόγηση της συγκεκριμένης κινητικότητας στο χώρο. Πρόκειται για «διεθνικότητα» (transnationalism), για «διασυνοριακή κινητικότητα» / transborder mobility, ή για «ροές» που διαμορφώνουν «εθνο-τοπία» - ethno-scapes; Προκειμένου ωστόσο να διερευνηθούν τόσο οι ιστορικά εθνοτικές ταυτότητες όσο και οι στρατηγικές επιβίωσης που απορρέουν από αυτές, η παρούσα μελέτη εξετάζει την άποψη του Monsutii σχετικά με την μετανάστευση ως διαβατήριο έθιμο. Η έρευνα έχει βασιστεί σε δύο άξονες: Ο πρώτος άξονας περιλαμβάνει τη συλλογή δημογραφικών και στατιστικών στοιχείων. Ερευνήθηκε ειδικά η ηλικία, το γένος, το θρήσκευμα, η εθνοτική ή και φυλετική καταγωγή των ασυνόδευτων ανηλίκων αιτούντων άσυλο. Ο δεύτερος άξονας περιλαμβάνει τη συλλογή πρωτογενών στοιχείων ποιοτικών δεδομένων μέσω ανοιχτών συνεντεύξεων με α) τους φορείς υποστήριξης και παροχής βοήθειας των ατόμων που διαμένουν στα κέντρα κράτησης και β) με τους διαμένοντες. Η συλλογή ποιοτικών δεδομένων μέσω συνεντεύξεων σε βάθος εξυπηρετεί την πληρέστερη καταγραφή των εμπειριών των διαμενόντων στα εν λόγω κέντρα καθώς και των φορέων υποστήριξης. Η ανάλυση των στοιχείων που θα προκύψουν από τις συνεντεύξεις θα αναδείξει το καταρχήν καθεστώς διαφάνειας/αδιαφάνειας των διαδικασιών παραμονής των ατόμων, τις σχέσεις ελέγχου που διαμορφώνονται μεταξύ των επιβλεπόντων και των διαμενόντων στο εσωτερικό των κέντρων, το πλαίσιο συμμετοχής εξω-κρατικών πρωτοβουλιών και φορέων της κοινωνίας των πολιτών, όπως επίσης και το πεδίο της εν γένει επικοινωνίας με τους διαμένοντες και κυρίως της κοινωνικοποίησης των τελευταίων στην εκάστοτε τοπικότητα. 146 14 13 Strategic choices of the public power corporation (P.P.C. S.A.) in the deregulated electricity market Στρατηγικές επιλογές της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η. Α.Ε.) στην απελευθερωμένη αγορά ηλεκτρικής ενέργειας 147 638 659 Specification and verification of an attribute-based usage control approach for open and dynamic computing environments. Καθορισμός και επαλήθευση μιας βασισμένης σε ιδιότητες προσέγγισης ελέγχου χρήσης για ανοιχτά και δυναμικά υπολογιστικά περιβάλλοντα. Computing systems are always evolving in order to keep pace with the requirements posed by their users. For example, widespread of networking technologies has resulted in the transition from the standalone computer model to the client-server computer model. Moreover, social trends as frequent travelling and social networking, led to the creation of small-sized computing devices that are equipped with sensors to recognize their surrounding environment and adapt accordingly to it. Therefore, novel computing environments were emerged, as ubiquitous computing, grid - cloud computing systems and the Internet of Things. The aforementioned computing environments set new requirements in several areas, including the very important area of security. Specifically, from a computer security, and particularly from an access control point of view, the evolution of computing systems induces the creation of Open and Dynamic Computing Environments (ODCE). These environments are characterized as open since there are no boundaries between the legitimate and illegal users of a system. And they are characterized as dynamic since their configuration is constantly changing. Nevertheless, existing access control approaches are not designed for application in ODCE and thus, they cannot fully support the unique requirements posed by ODCE. Consequently, an exhaustive requirements analysis regarding access control models that are targeted to ODCE is required, which will subsequently help in the definition of proper access control approaches for application in ODCE. In this dissertation, we analyze existing access and usage control approaches to identify a number of unique requirements posed by ODCE. Secondly, we formally define an attribute based usage control model for ODCE that is designed based on the identified requirements. Last but not least, we check the proposed model for its correctness, i.e., the adherence of the model to its initially defined specifications. Specifically, we provide information on the RBAC, ABAC and UCON access/usage control models, which are mostly applicable in the examined case of ODCE. Moreover, we present information regarding the modeling of concurrent systems, as the access control systems. The aforementioned information helps in the identification of the demanded specifications in the context of access/usage control models in ODCE. Moreover, state-of-the-art verification techniques are described since it is required to check the correctness of the newly defined models in respect to their initial specifications. In turn, we highlight through representative usage scenarios the challenging issues and limitations that are introduced when attempting to utilize the UCON family of models in modern computing environments. Based on the requirement analysis results of access control in ODCE, we propose a formal specification of UseCON model using the Temporal Logic of Actions (TLA+) formal language. Consequently, we evaluate UseCON, which incorporates a number of significant features compared with existing access/usage control models. The proposed model, firstly, results in support of extended expressiveness over the existing usage control models. This extended expressiveness of UseCON stems from the utilization, during the creation of usage allowance decision, of information originating from either a single or a set of both direct and indirect entities. Secondly, UseCON inherently supports the utilization of historical information of usages through the automatic management of use entities. Additional advantages of the proposed model are considered to be its support for simplified policy administration processes, and additional unique features like the negotiation of actions etc. In order to prove the correctness of the defined UseCON model we contacted research on formal verification techniques, thus, resulting in the definition of a set of safety and liveness properties. The verification of the defined set of properties was performed by applying a model checking technique with the TLC model checker. We conclude this dissertation by providing additional information regarding the TLC verification process, and further discuss our findings, pointing to the contributions of this research work and to possible future research directions, as well. Τα υπολογιστικά συστήματα εξελίσσονται συνεχώς προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις που θέτουν οι χρήστες τους. Η εξάπλωση των τεχνολογιών δικτύου οδήγησε στη μετάβαση από το μοντέλο αυτόνομου υπολογιστή στο μοντέλο εξυπηρετητή – πελάτη. Επιπρόσθετα, κοινωνικές τάσεις όπως η συχνή μετακίνηση και η κοινωνική δικτύωση οδήγησαν στη δημιουργία υπολογιστικών συσκευών μικρών σε μέγεθος, οι οποίες είναι εξοπλισμένες με αισθητήρες προκειμένου να αναγνωρίζουν το περιβάλλον και να προσαρμόζουν αντίστοιχα τη λειτουργία τους σε αυτό. Κατά συνέπεια, προέκυψαν καινούργια υπολογιστικά περιβάλλοντα όπως το περιβάλλον διάχυτης υπολογιστικής (ubiquitous computing), τα περιβάλλοντα πλαισίου (grid) – σύννεφου (cloud) και το διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of Things). Τα προαναφερόμενα υπολογιστικά περιβάλλοντα δημιουργούν νέες απαιτήσεις σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της ασφάλειας, της οποίας ο ρόλος είναι εξέχουσας σημασίας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την ασφάλεια υπολογιστών και ειδικότερα τον έλεγχο πρόσβασης, η εξέλιξη των υπολογιστικών συστημάτων συνετέλεσε στη δημιουργία των Ανοιχτών και Δυναμικών Υπολογιστικών Περιβαλλόντων (ΑΔΥΠ). Τα ΑΔΥΠ χαρακτηρίζονται ως ανοιχτά μιας και δεν υπάρχει σαφές όριο ανάμεσα στους εξουσιοδοτημένους και τους παράνομους χρήστες του συστήματος. Επίσης χαρακτηρίζονται ως δυναμικά καθώς η σύνθεσή τους συνεχώς μεταβάλλεται. Επιπρόσθετα, οι υπάρχουσες προσεγγίσεις ελέγχου πρόσβασης δεν έχουν σχεδιαστεί για την εφαρμογής τους στα ΑΔΥΠ, γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν πλήρως τις μοναδικές απαιτήσεις που τα ίδια θέτουν. Κατά συνέπεια, απαιτείται μια ενδελεχής ανάλυση των απαιτήσεων αναφορικά με τα μοντέλα ελέγχου πρόσβασης που στοχεύουν στα ΑΔΥΠ, η οποία επακόλουθα θα βοηθήσει στον ορισμό κατάλληλων προσεγγίσεων ελέγχου πρόσβασης για την εφαρμογή τους σε αυτά. Σε αυτή τη διατριβή αναλύουμε τις υπάρχουσες προτάσεις ελέγχου πρόσβασης και χρήσης, με σκοπό να αναγνωρίσουμε έναν αριθμό μοναδικών απαιτήσεων που θέτουν τα ΑΔΥΠ. Κατά δεύτερο λόγο, ορίζουμε φορμαλιστικά ένα μοντέλο ελέγχου χρήσης βασιζόμενοι σε χαρακτηριστικά για τα ΑΔΥΠ, το οποίο σχεδιάστηκε βάσει των απαιτήσεων που εντοπίστηκαν. Τελευταίο μα όχι λιγότερο σημαντικό, ελέγχουμε το προτεινόμενο μοντέλο για την ορθότητά του, δηλαδή την προσήλωσή του στις αρχικά οριζόμενες απαιτήσεις. Συγκεκριμένα, παρουσιάζουμε πληροφορίες για τα RBAC, ABAC, και UCON μοντέλα, τα οποία κατά κόρον εφαρμόζονται στην εξεταζόμενη περίπτωση των ΑΔΥΠ. Επίσης, αναφέρουμε πληροφορίες σχετικές με τη μοντελοποίηση παράλληλων συστημάτων, όπως τα συστήματα ελέγχου πρόσβασης. Οι προαναφερόμενες πληροφορίες συνεισφέρουν στην αναγνώριση των προδιαγραφών στο πλαίσιο της μοντελοποίησης των μοντέλων ελέγχου πρόσβασης/χρήσης στα ΑΔΥΠ. Επιπρόσθετα, περιγράφουμε σύγχρονες τεχνικές επαλήθευσης, καθώς απαιτείται ο έλεγχος της ορθότητας των εκ νέου οριζόμενων μοντέλων σε σχέση με τις αρχικά οριζόμενες προδιαγραφές τους. Στη συνέχεια, τονίζουμε μέσω αντιπροσωπευτικών σεναρίων χρήσεων τις προκλήσεις και τους περιορισμούς που ενυπάρχουν κατά την προσπάθεια αξιοποίησης της οικογένειας μοντέλων UCON στα σύγχρονα υπολογιστικά περιβάλλοντα. Με σκοπό να ικανοποιήσουμε τις απαιτήσεις που θέτουν τα ΑΔΥΠ προτείνουμε και ορίζουμε μια αυστηρά φορμαλιστική περιγραφή του μοντέλου UseCON χρησιμοποιώντας την Temporal Logic of Actions (TLA+) γλώσσα φορμαλισμού. Στη συνέχεια πραγματοποιούμε μια αποτίμηση του UseCON, το οποίο εμπεριέχει έναν αριθμό σημαντικών χαρακτηριστικών συγκρινόμενο με τα υπάρχοντα μοντέλα ελέγχου πρόσβασης/χρήσης. Καταρχάς, το προτεινόμενο μοντέλο παρουσιάζει επαυξημένη εκφραστικότητα συγκρινόμενο με τα υπάρχοντα μοντέλα ελέγχου χρήσης, εξαιτίας της ικανότητάς του να αξιοποιεί πληροφορία προερχόμενη είτε από μία είτε από ένα σύνολο από άμεσες και έμμεσες οντότητες κατά τη διάρκεια της δημιουργίας απόφασης για επιτρεπόμενη πρόσβαση. Κατά δεύτερο λόγο, το UseCON εγγενώς υποστηρίζει την αξιοποίηση της πληροφορίας που αφορά ιστορικό χρήσεων διαμέσου της αυτοματοποιημένης διαχείρισης των χρήσεων. Επιπρόσθετα πλεονεκτήματα του προτεινόμενου μοντέλου είναι η δυνατότητα υποστήριξης απλοποιημένης διαδικασίας διαχείρισης πολιτικών και η υποστήριξη επαυξημένων κανόνων πολιτικών όσον αφορά την εκφραστικότητά τους. Με στόχο την απόδειξη της ορθότητας του μοντέλου UseCON που ορίσαμε πραγματοποιούμε έρευνα σχετική με τεχνικές φορμαλιστικής επαλήθευσης, που έχει ως αποτέλεσμα τον ορισμό ενός συνόλου ιδιοτήτων ασφάλειας και ζωτικότητας. Η επαλήθευση αυτού του συνόλου ιδιοτήτων πραγματοποιήθηκε με την εφαρμογή μιας τεχνικής ελέγχου μοντέλων που χρησιμοποιεί τον TLC. Τέλος, ολοκληρώνουμε αυτή τη διατριβή με την παράθεση επιπρόσθετων πληροφοριών αναφορικά με τη διαδικασία επαλήθευσης με τη χρήση του TLC και αναλύουμε περαιτέρω τα ευρήματά μας καθορίζοντας τις συνεισφορές αυτής της ερευνητικής εργασίας καθώς και τις πιθανές μελλοντικές κατευθύνσεις έρευνας. 148 282 284 Entrepreneurship and risk management in hotel companies of Thessaloniki Regional Unit; theoretical and empirical research Επιχειρηματικότητα και διαχείριση κινδύνων στις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης: θεωρητική και εμπειρική έρευνα Entrepreneurship is the conception and execution of an idea, in which the entrepreneur synthesizes resources (land, energy, human labor, capital) and produces products or services while creating some added value for himself and for society as a whole. Entrepreneurship consists of all the activities required to create a new venture or to expand or diversify or develop an existing business. Given that resource consumption is immediate, certain and measurable while the expected benefits are likely and estimated, Entrepreneurship is inherent in the concept of risk. A risk is defined as an uncertain event or situation which, if it arises, will have a negative impact on a project objective. Depending on the criteria applied, the risk is classified into different categories. The more resilient the demand for a company's services, the higher its overall risk. Hotels are service providers that provide accommodation and other services for a limited time to visiting tourists. As businesses, hotels face many kinds of risks of a mainly operational and financial nature, and failure to manage these risks can lead to recorded losses or bankruptcy. In this paper we examine in theoretical terms the concepts of entrepreneurship and risk. Then we study in empirical terms, through questionnaires and interviews, the experiences and opinions of a sample of hoteliers of the Prefectural area of Thessaloniki. Their responses are analysed statistically and interpreted in the light of the theoretical approach that preceded them. The findings are dominated by the impact of the pandemic on the sustainability and profitability of hotels and highlight the need for more systematic management of problems at individual and sectoral level. Επιχειρηματικότητα είναι η σύλληψη και η εκτέλεση μιας ιδέας, στα πλαίσια της οποίας ο επιχειρηματίας συνθέτει πόρους (έδαφος, ενέργεια, ανθρώπινη εργασία, κεφάλαιο) και παράγει προϊόντα ή υπηρεσίες δημιουργώντας ταυτόχρονα κάποια προστιθέμενη αξία τόσο για τον ίδιο όσο και για το κοινωνικό σύνολο. Η επιχειρηματικότητα αποτελείται από το σύνολο των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για τη δημιουργία μιας νέας ή την επέκταση ή διαφοροποίηση ή ανάπτυξη μιας ήδη υπάρχουσας επιχείρησης. Δεδομένου ότι η ανάλωση των πόρων είναι άμεση, σίγουρη και μετρήσιμη ενώ οι αναμενόμενες ωφέλειες είναι πιθανές και κατ’ εκτίμηση, η Επιχειρηματικότητα είναι σύμφυτη με την έννοια του κινδύνου. Ως κίνδυνος ορίζεται ένα αβέβαιο γεγονός ή κατάσταση που, εφόσον προκύψει, θα έχει αρνητικές συνέπειες σε κάποιο στόχο του έργου. Ανάλογα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται, ο κίνδυνος ταξινομείται σε διάφορες κατηγορίες. Όσο ελαστικότερη είναι η ζήτηση για τις υπηρεσίες μίας επιχείρησης τόσο υψηλότερος ο συνολικός κίνδυνος της. Τα ξενοδοχεία είναι μονάδες παροχής υπηρεσιών που παρέχουν χώρο διαμονής- στέγασης και άλλες υπηρεσίες για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε επισκέπτες-τουρίστες. Ως επιχειρήσεις, τα ξενοδοχεία αντιμετωπίζουν πολλά είδη κινδύνων κυρίως λειτουργικής και χρηματοοικονομικής φύσης, αστοχία στη διαχείριση των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε ζημίες ή πτώχευση τους. Στη παρούσα εργασία θα εξετάσουμε σε θεωρητικούς όρους τις έννοιες της επιχειρηματικότητας και του κινδύνου. Κατόπιν μελετάμε σε εμπειρικούς όρους, μέσω ερωτηματολογίων και συνεντεύξεων, τις εμπειρίες και απόψεις ενός δείγματος ξενοδόχων της Π.Ε. Θεσσαλονίκης. Οι απαντήσεις τους αναλύονται στατιστικά και ερμηνεύονται κάτω από το φως της θεωρητικής προσέγγισης που προηγήθηκε. Τα ευρήματα κυριαρχούνται από τις επιπτώσεις της πανδημίας στη βιωσιμότητα και κερδοφορία των ξενοδοχείων και αναδεικνύουν την ανάγκη μιας συστηματικότερης διαχείρισης των προβλημάτων σε ατομικό και κλαδικό επίπεδο. 149 292 296 Reinventing power politics in the Eurasian energyland. Επαναπροσδιορίζοντας τη πολιτική ισχύος με βάση την ενέργεια στην Ευρασία. The present PhD thesis, “Reinventing Power Politics in the Eurasian Energyland”, examines the Russian foreign energy policy in the wider geopolitical context of Eurasia throughout the 2000s. On these grounds, Russia's energy relations are being scrutinized vis- a-vis both the EU and China. However, part of this geopolitical context is also the Former Soviet Union (FSU) region, which not only shares deep historic-political ties with Russia, but also constitutes the necessary “crossing” for the Russian energy supplies earmarked for the EU. Consequently, a Eurasian energy triangle emerges, founded upon three dipoles, Russia-FSU region, Russia-EU and Russia-China. Each dipole represents a different type of bilateral cooperation, with asymmetric, symmetric and balanced types forming an utterly differentiated geopolitical triangle. Within this context it is tested the classic for the IR scholarship theoretical debate between Neorealism and Neoliberal institutionalism (the so- called ‘Neo-Neo’ debate) so as to address the three research hypotheses of the thesis. The findings point to new directions and highlight emerging implications for further research. To begin with the academic level, the aforementioned theoretical debate acquires specificity and predictability, since a scholar may now expect certain outcomes given the type of bilateral cooperation. Furthermore, it is also enriched with the addendum of a new, ‘middle-ground’ theoretical branch that aims to upgrade its overall explanatory capacity in a rapidly changing international environment. Finally, as far as the policy implications’ level is concerned, the emphasis, for the first time, in the wider region of Eurasia allows for the verification of Russia’s foreign energy policy rationale within a dynamic context, with both fronts (the EU and China) being concurrently examined. Therefore, insightful and well-substantiated policy proposals and implications emerge for all the involved parties in this triangular relationship. Η παρούσα διδακτορική διατριβή, “Reinventing Power Politics in the Eurasian Energyland («Επαναπροσδιορίζοντας τη Πολιτική Ισχύος με Βάση την Ενέργεια στην Ευρασία»), εξετάζει την επίδραση της Ρωσικής ενεργειακής ισχύος στον επαναπροσδιορισμό της Ρωσικής πολιτικής στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή της Ευρασίας καθ’ όλη την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας (2000-2010). Υπό αυτό το πρίσμα διερευνώνται οι ενεργειακές της σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (ΛΔΚ). Ωστόσο, κομμάτι του γεωπολιτικού αυτού χώρου αποτελεί και η περιοχή της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η οποία όχι μόνο μοιράζεται βαθείς ιστορικούς και πολιτικούς δεσμούς με τη Ρωσία, αλλά αποτελεί και αναγκαίο «πέρασμα» για τη διακομιδή ρωσικών ενεργειακών πόρων στην αγορά της ΕΕ. Συνεπώς, ένα Ευρασιατικό ενεργειακό τρίγωνο προκύπτει θεμελιωμένο πάνω σε τρία δίπολα, Ρωσία-πρώην σοβιετικός χώρος, Ρωσία-EE και Ρωσία-ΛΔΚ. Το κάθε δίπολο αναπαριστά και μια διαφορετική μορφή διμερούς συνεργασίας με ασύμμετρες, συμμετρικές και απλής συσχέτισης μορφές να συνθέτουν ένα πλήρως διαφοροποιημένο γεωπολιτικό τρίγωνο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εξετάζεται η θεωρητική διαμάχη μεταξύ Νεορεαλισμού και Νεοφιλελεύθερου Θεσμισμού, κλασσική για τις Διεθνείς Σχέσεις, με σκοπό να απαντηθούν ευκρινώς οι τρείς ερευνητικές υποθέσεις της διατριβής. Τα ευρήματα ωθούν σε νέες διαπιστώσεις και μεταβολές. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αρχικά, η εξεταζόμενη θεωρητική διαμάχη συγκεκριμενοποιείται και εμπλουτίζεται με τη προσθήκη μιας νέας, «ενδιάμεσης» θεωρίας, έτσι ώστε να γίνει περιεκτικότερη και ικανή να εξηγεί ένα ταχέο^ς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Σε επίπεδο πολιτικών προεκτάσεων, εν συνεχεία, η έμφαση, για πρώτη φορά, στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας επιτρέπει να γίνει η διακρίβωση των κινήτρων της Ρωσική ενεργειακής συμπεριφοράς εντός ενός δυναμικού πλαισίου, με τη ταυτόχρονη εξέταση της τόσο απέναντι στην ΕΕ όσο και τη ΛΔΚ. Ως εκ τούτου, διορατικές και επαρκώς τεκμηριωμένες πολιτικές προτάσεις και προεκτάσεις προκύπτουν για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στη παραπάνω τριγωνική σχέση. 150 17 15 The role of the internal audit in risk managemant effectiveness. Views of accountants, internal and external auditors. Ο ρόλος του εσωτερικού ελέγχου στην αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου. Απόψεις λογιστών, εσωτερικών και εξωτερικών ελεγκτών. 151 273 282 Η βυζαντινή μουσική στην Ρόδο και η συμβολή της στην εκπαίδευση από το 1800 μέχρι την ίδρυση της πρώτης βυζαντινής μουσικής σχολής (1934) The aim of this thesis is to highlight the learning process in Rhodes by applying the music of the Byzantine period during the Turkish and Italian rule. A learning process related to Byzantine teaching standards. This study is substantiated by the interviews provided by Rhodian chants. Specifically, it focuses on the period from the first samples of organized education in Rhodes in the late 18th century to the creation of the first Byzantine Music School in the mid-20th century. The first chapter gives a brief overview of the existing literature. The second chapter presents a brief presentation of historical events in Rhodes. The third chapter refers to the systematization of education in Rhodes during the Turkish occupation with the contribution of the Church and the progression that followed next. The fourth chapter clarifies the traditional teaching of Byzantine music in the Byzantine dances of Constantinople and how the learning process in Rhodes relates to it. The fifth chapter contains a historical account of the creation of the Sunday Schools in Rhodes and their subsequent evolution with the contribution of the Apostle Tryphon. The sixth chapter records the transcripted interviews of Rhode’s inhabitants and chants, in order to imprint the empirical oral tradition of Byzantine music. In the sixth chapter there is an explanation of the concepts of canonarchima and isocratima occasioned by the content of the interviews. In the seventh chapter the conclusions of the thesis are recorded and finally, an annex with related photographic material is followed. The thesis is available in electronic form, while an excerpt taped material recorded as a source is retained on a retina disk for its execution Στόχος της εργασίας είναι να αναδείξει την μαθησιακή διαδικασία στην Ρόδο με εφαρμογή της βυζαντινής μουσικής κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας και Ιταλοκρατίας. Μια μαθησιακή διαδικασία η οποία σχετίζεται με τα πρότυπα διδασκαλίας του Βυζαντίου. Η μελέτη αυτή τεκμηριώνεται από τις συνεντεύξεις που παραχωρήθηκαν από Ρόδιους ψάλτες. Ειδικότερα, επικεντρώνεται στην περίοδο από τα πρώτα δείγματα οργανωμένης εκπαίδευσης στην Ρόδο στα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι και την δημιουργία της πρώτης Βυζαντινής Μουσικής Σχολής στα μέσα του 20ου αιώνα. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται μια σύντομη επισκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο πραγματοποιείται μια σύντομη παρουσίαση ιστορικών γεγονότων της Ρόδου. Στο τρίτο κεφάλαιο, αναφέρεται η διαδικασία συστηματοποίησης της εκπαίδευσης στην Ρόδο κατά την Τουρκοκρατία με την συμβολή της Εκκλησίας και η πορεία που ακολούθησε στη συνέχεια. Στο τέταρτο κεφάλαιο επεξηγείται η παραδοσιακή διδασκαλία της Βυζαντινής μουσικής στους Βυζαντινούς χορούς της Κωνσταντινούπολης και πως η μαθησιακή διαδικασία στην Ρόδο συνδέεται με αυτήν. Το πέμπτο κεφάλαιο περιέχει μια ιστορική διήγηση της δημιουργίας των Κατηχητικών στην Ρόδο και της μετέπειτα εξέλιξης τους με την συμβολή του Απόστολου Τρύφωνος. Στο έκτο κεφάλαιο καταγράφονται οι απομαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις από μόνιμους κατοίκους και ψάλτες της Ρόδου, προκειμένου να αποτυπωθεί η βιωματική προφορική παράδοση της βυζαντινής μουσικής. Στο έκτο κεφάλαιο γίνεται μια επεξήγηση των εννοιών του κανοναρχήματος και του ισοκρατήματος με αφορμή το περιεχόμενο των συνεντεύξεων. Στο έβδομο κεφάλαιο καταγράφονται συμπεράσματα της εργασίας και τέλος, ακολουθεί παράρτημα με σχετικό φωτογραφικό υλικό. Η πτυχιακή εργασία είναι διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή, ενώ σε δίσκο ακτίνας παραδίδεται και απόσπασμα από το μαγνητοσκοπημένο υλικό που καταγράφηκε ως πηγή, για την διεξαγωγή της. 152 214 203 Διοίκηση ολικής ποιότητας και ανθρώπινο δυναμικό-Συστήματα μέτρησης ικανοποίησης εσωτερικού πελάτη. In the quest for quality, the human factor is considered to be of prominent importance, increasing more and more the researchers’ interest in the study of this field. The present study is divided into two parts. The first part presents a theoretical approach of the significance of the human resource and explores the factors that affect its satisfaction, in the quality management frameworks. The systems and measuring tools of internal customer satisfaction, employee satisfaction and job satisfaction are extensively presented, as a joint study subject. The interest in studying the levels of job satisfaction in the intensively dynamic, competitive and rapidly changing banking environment is proved by the large number of studies having been published, among which the most recent ones have been chosen to be presented in this study. The second part presents a small range empirical research which was carried out using one of the measuring tools presented in the fist part of the study, aiming to measure employee job satisfaction in a Greek bank’s branches located in East Macedonia The findings reveal a high percentage of intrinsic satisfaction, while the corresponding percentages of extrinsic satisfaction, those related to pay and relations with supervisors, were very low. Finally, a positive relation between job satisfaction and employees years of service seems to exist. Στην προσπάθεια αναζήτησης της ποιότητας, ο ανθρώπινος παράγοντας παίζει κυρίαρχο ρόλο, αυξάνοντας ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των ερευνητών για την μελέτη του. Η παρούσα εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος πραγματοποιείται μια θεωρητική προσέγγιση της σημασίας του ανθρώπινου δυναμικού καθώς και των παραγόντων που επιδρούν στην ικανοποίησή του, στο σύγχρονο, προσανατολισμένο στην ποιότητα, τρόπο διοίκησης. Τα συστήματα και εργαλεία μέτρησης της ικανοποίησης εσωτερικού πελάτη, ικανοποίησης εργαζομένων και ικανοποίησης από την εργασία, παρουσιάζονται εκτενώς, αποτελώντας κοινό αντικείμενο μελέτης. Στο έντονα δυναμικό, ανταγωνιστικό και ραγδαία μεταβαλλόμενο τραπεζικό περιβάλλον το ενδιαφέρον για την μελέτη της εργασιακής ικανοποίησης αποδεικνύεται από πλήθος ερευνών που έχουν δημοσιευτεί, από τις οποίες οι πιο πρόσφατες επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν στην παρούσα εργασία. Στο δεύτερο μέρος, πραγματοποιήθηκε μια μικρής εμβέλειας εμπειρική έρευνα μέτρησης της εργασιακής ικανοποίησης τραπεζικών υπαλλήλων που εργάζονται σε υποκαταστήματα ελληνικής τράπεζας στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, με την χρήση ενός εκ των εργαλείων που αναλύθηκαν στο πρώτο μέρος. Τα αποτελέσματα έδειξαν υψηλό ποσοστό ενδογενούς ικανοποίησης ενώ σε διαστάσεις εξωγενούς ικανοποίησης, όπως οι αμοιβές και οι σχέσεις με τους ανωτέρους, τα ποσοστά ικανοποίησης ήταν πολύ χαμηλά. Επίσης, διαφάνηκε ύπαρξη τάσης αύξησης της ικανοποίησης όσο αυξάνουν τα έτη προϋπηρεσίας. 153 697 662 Automatic semantic video classification based on spatial and temporal descriptors: theorethical analysis and real-world application Αυτόματη σημασιολογική ταξινόμηση εικονοσειρών με τη χρήση χωρικών και χρονικών περιγραφέων: θεωρητική ανάλυση και εφαρμογή σε πραγματικά δεδομένα During the last decades, digital multimedia recording devices have become increasingly cheap and widespread, leading to an abrupt worldwide accumulation of huge volumes of multimedia material. At the same time, the success of open publication web sites, as well as the significant increase in the number of specialized digital multimedia collections, such as TV archives or museum catalogues, has made the need for indexing such databases imperative. To this day, indexing methods fundamentally rely on the manual annotation of multimedia material. Research in Automatic Semantic Indexing aims at the creation of systems able to automatically detect the presence of high-level concepts within multimedia items, so as to reduce the cost of indexing and overcome the limitations of manual annotation. Our research focuses on low-level visual descriptors for video shots for the purpose Semantic Video Indexing. In chapter 1 we describe the aims and challenges of semantic indexing, briefly review past related work and contemporary research directions, and present the aims of this dissertation. Chapter 2 describes a number of fundamental concepts that are necessary for the reader to follow our work. In chapter 3, we exhaustively review and analyse previously proposed descriptors for color, texture, local features an motion, while the dominant approaches in shape description are also briefly touched upon. For each descriptor, we present the underlying rationale, as well as its respective strengths and weaknesses, placing emphasis on the results of published experimental comparisons, wherever these are available. Following that analysis, in chapter 4 we propose three novel motion descriptors, each corresponding to a different aspect of motion information. Our first descriptor focuses on camera behaviour, emphasizing on the temporal relationships between different camera operations. These relationships concern both the possibility of coexistence of multiple camera operations at the same time, and the potential transitions between different consecutive camera operations. The second descriptor is derived from an attempt to improve a classic foreground motion descriptor, by replacing sparse motion fields with dense optical flow as its base information. As a further improvement, we shift the descriptor's focus from the absolute local intensity of foreground motion, to its relative spatial distribution. Finally, our third descriptor aims at representing relationships between neighbouring motion vectors through Local Binary Patterns. As it constitutes an entirely novel descriptor for dynamic texture through local motion information, a series of possible variants are explored, with respect to its structure. In chapter 5 we present a proposal for the application of the VACOR algorithm, from the field of Data Analysis, for the evaluation of descriptors and the analysis of each individual variable's role in semantic content-based classification. In terms of experimental evaluations, we attempt data-driven Hierarchical Classification of a set of video shots from three semantic classes. Following an evaluation of the clustering of the three classes, an exhaustive analysis of the higher nodes of the classification tree is performed, where each descriptor variable is studied with respect to its role in the resulting classification. Besides being a first-level evaluation of our proposed descriptors, this application serves as a broader example for descriptor evaluation using Data Analysis methods. In chapter 6, Semantic Classification is attempted using Support Vector Machines. Sixteen semantic classes are defined in a database of 1074 video shots, and a number of variants of our proposed descriptors are evaluated with respect to their relative performance in indexing unknown video shots. Consecutively, our descriptors are experimentally compared to their state-of-the-art counterparts, in order to measure the relative improvement achieved. Finally, we implement an integrated system for semantic video classification, based on a large number of state-of-the-art descriptors, selected from the analysis of chapter 3. Within the context of this system, we evaluate the contribution of our novel descriptors in improving the overall system performance, as well as the overall classification success of the final system incorporating both the classic and novel descriptors. Based on the experimental results, and the observed strengths and weaknesses of our descriptors, in chapter 7 we reach a series of conclusions concerning the degree of success of our project, the significance of our contributions, and the potential future directions of our research. Με την ευρεία εμπορική διάδοση των μέσων αποθήκευσης οπτικής και ακουστικής πληροφορίας όπως οι κάμερες και οι φωτογραφικές μηχανές, ο όγκος του πολυμεσικού υλικού που καταγράφεται και διακινείται καθημερινά έχει, τις τελευταίες δεκαετίες, γνωρίσει κατακόρυφη αύξηση. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη ιστοσελίδων ανοιχτής δημοσίευσης, καθώς και εξειδικευμένων βάσεων πολυμεσικών δεδομένων, από τηλεοπτικά αρχεία μέχρι καταλόγους μουσείων, έχει ως συνέπεια η αναζήτηση πολυμεσικού υλικού να αποτελεί καθημερινή πρακτική για ένα μεγάλο αριθμό χρηστών. Οι σημερινές προσεγγίσεις αρχειοθέτησης στηρίζονται στην περιγραφή κάθε πολυμεσικού αντικειμένου με το χέρι. Το ερευνητικό πεδίο της Αυτόματης Σημασιολογικής Ταξινόμησης αποσκοπεί στην αυτόματη αναγνώριση υψηλού επιπέδου εννοιών στο περιεχόμενο των πολυμεσικών αντικειμένων, ώστε ο χρήστης να μπορεί να πλοηγείται σε μια συλλογή βάσει των πραγματικών του επιθυμιών. Στην εργασία αυτή εστιάζουμε στους περιγραφείς χαμηλού επιπέδου των οπτικών χαρακτηριστικών των εικονοσειρών, με σκοπό τη σημασιολογική ταξινόμηση. Στο κεφάλαιο 1 παρουσιάζεται η πρόκληση της σημασιολογικής ταξινόμησης, μια σύντομη ιστορική αναδρομή σε αντίστοιχα ερευνητικά εγχειρήματα και οι σύγχρονες τάσεις της έρευνας καθώς και οι στόχοι της διατριβής, ενώ στο κεφάλαιο 2 παρουσιάζονται οι βασικές έννοιες που θεωρούνται απαραίτητες για την κατανόηση της εργασίας. Στο κεφάλαιο 3 γίνεται μια εξαντλητική ανάλυση των διαθέσιμων περιγραφέων χρώματος, υφής, τοπικών χαρακτηριστικών, καθώς και κίνησης, ενώ αναφέρονται συνοπτικά οι κύριες τάσεις στους περιγραφείς σχήματος. Για κάθε περιγραφέα αναλύεται η φιλοσοφία του, τα ισχυρά του σημεία καθώς και οι αδυναμίες του, με έμφαση στα αποτελέσματα των δημοσιευμένων πειραματικών συγκρίσεων, όπου αυτά υπάρχουν. Ακολουθώντας την ανάλυση, στο κεφάλαιο 4 προτείνονται τρεις νέοι περιγραφείς των φαινομένων κίνησης, καθένας από τους οποίους αντιστοιχεί σε διαφορετικό τύπο πληροφορίας. Ο πρώτος αποσκοπεί στην περιγραφή της κίνησης κάμερας, εστιάζοντας στην καταγραφή των χρονικών σχέσεων μεταξύ των κινήσεων της κάμερας για κάθε καρέ. Οι χρονικές σχέσεις αυτές αφορούν το ενδεχόμενο συνύπαρξης δυο διαφορετικών κινήσεων την ίδια χρονική στιγμή, καθώς και στην διαδοχή διαφορετικών κινήσεων στο χρόνο. Ο δεύτερος αποτελεί μια απόπειρα βελτίωσης ενός κλασικού περιγραφέα της κίνησης προσκηνίου, μεταφέροντας τον από το πεδίο διανυσμάτων μπλοκ στην οπτική ροή, και μετατοπίζοντας την εστίαση του από την κίνηση των αντικειμένων του προσκηνίου στην αναπαράσταση της χωρικής κατανομής της κίνησης αυτής. Ο τρίτος περιγραφέας επιδιώκει την αναπαράσταση των σχέσεων μεταξύ γειτονικών διανυσμάτων κίνησης με τη μορφή Τοπικών Δυαδικών Προτύπων. Καθώς πρόκειται για έναν εντελώς νέο περιγραφέα της δυναμικής υφής μέσω των τοπικών χαρακτηριστικών κίνησης, μια σειρά διαφορετικών επιλογών παρουσιάζονται σχετικά με τη δομή του. Στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζεται μια πρόταση για εφαρμογή του αλγορίθμου VACOR από τον κλάδο της Ανάλυσης Δεδομένων, για την αξιολόγηση περιγραφέων και την ανάλυση του ρόλου τους στην ταξινόμηση βάσει του σημασιολογικού περιεχομένου. Πειραματικά, επιχειρείται η καθοδηγούμενη από τα δεδομένα Ιεραρχική Ταξινόμηση ενός συνόλου εικονοσειρών που ανήκουν σε τρεις διαφορετικές σημασιολογικές κλάσεις. Αφού εξεταστεί ο διαχωρισμός μεταξύ των σημασιολογικών εννοιών που επιτεύχθηκε με τη χρήση των περιγραφέων μας, ακολουθεί αναλυτική εξέταση των κόμβων της ταξινόμησης και του ρόλου της κάθε μεταβλητής των περιγραφέων στο σχηματισμό τους. Η εφαρμογή αυτή αποτελεί ένα υπόδειγμα για την αξιολόγηση περιγραφέων με τη χρήση μεθόδων της Ανάλυσης Δεδομένων. Στο κεφάλαιο 6, επιχειρείται Σημασιολογική Ταξινόμηση με τη χρήση Μηχανών Διανυσμάτων Υποστήριξης. Σε μια βάση δεδομένων 1074 εικονοσειρών ορίζονται 16 σημασιολογικές κλάσεις, και ένας αριθμός διαφορετικών εκδοχών των πρωτότυπων περιγραφέων αξιολογούνται με κριτήριο τη συγκριτική τους ικανότητα ταξινόμησης άγνωστων εικονοσειρών. Στη συνέχεια οι περιγραφείς μας συγκρίνονται πειραματικά με κλασικούς περιγραφείς παρόμοιας στόχευσης, ώστε να αναδειχθεί ο βαθμός στον οποίο αποτελούν βελτίωση επί των δημοφιλέστερων προσεγγίσεων. Τέλος, υλοποιείται πειραματικά ένα ολοκληρωμένο σύστημα ταξινόμησης εικονοσειρών, βασισμένο στους αποτελεσματικότερους κλασικούς περιγραφείς, όπως αυτοί αναδείχθηκαν από την ανάλυση μας. Στα πλαίσια του συστήματος αυτού, εξετάζεται και αξιολογείται η συνεισφορά των περιγραφέων μας στην βελτίωση της ακρίβειας της ταξινόμησης, καθώς και η συνολική ικανότητα ταξινόμησης του τελικού συστήματος. Από την πειραματική διερεύνηση των ισχυρών τους σημείων, αλλά και των αδυναμιών τους, καταλήγουμε στο κεφάλαιο 7 σε μια σειρά συμπερασμάτων όσον αφορά το βαθμό επίτευξης των στόχων μας, τη σημασία των συνεισφορών μας, καθώς και τις μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις γύρω από αυτές. 154 133 147 Δημιουργική πολιτιστική ανάπτυξη στην Τοπική Αυτοδιοίκηση στα πλαίσια της στρατηγικής Ευρώπη 2020 : σημείο εφαρμογής Δήμος Θέρμης Culture is considered to be a tool of progress, employment and prosperity. It is crucial to focus on the aspects of culture and its potential to subserve further progress. In the given case, the purview is the municipality of Thermi, which does not feature any special cultural interest, and for this reason some specific suggestions are cited; these will lay new foundations for the field of culture. This project will make an attempt to point out the achievement of cultural development even in apparently barren cultural environment. This is accomplished through a five-year plan of a municipality, which reflects how the cultural development is set on a realistic basis. The intention is to question whether the cultural development can lead the regional authorities to progress; with all these conducted under the European Union. Ο πολιτισμός χαρακτηρίζεται ως εργαλείο ανάπτυξης, απασχόλησης και ευημερίας. Είναι σημαντικό να επικεντρωθεί κανείς στις πτυχές του πολιτισμού και τις δυνατότητες που δίνει για εξέλιξη. Το πεδίο εφαρμογής στην περίπτωσή μας είναι ο Δήμος Θέρμης, ο οποίος δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο πολιτιστικό ενδιαφέρον και για το λόγο αυτό παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις που θέτουν το κεφάλαιο πολιτισμός σε νέα βάση. Η εργασία αυτή θα προσπαθήσει να αναδείξει την επίτευξη της πολιτιστικής ανάπτυξης ακόμα και σε ‘’άγονα’’, εκ πρώτης όψεως, πολιτιστικά περιβάλλοντα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω του πενταετούς πλάνου ενός δήμου, το οποίο αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο η πολιτιστική ανάπτυξη τοποθετείται πάνω σε ρεαλιστικές βάσεις. Στόχος είναι το ερώτημα αν η πολιτιστική ανάπτυξη μπορεί να οδηγήσει την τοπική αυτοδιοίκηση σε ανάπτυξη. Όλα αυτά μέσα σε ένα περιβάλλον που ονομάζεται Ευρωπαϊκή Ένωση. 155 71 84 Η δεκαετία του 1940 στη ρητορική των ελληνικών παρατάξεων: η πολιτική χρήση του παρελθόντος κατά την περίοδο 1950-1967 The phd in hand focuses on the study of the political use of the past. It presents the way that the greek political parties use symbols from the decade of the 1940's in order to shape a persuading political discourse. Move accurately it focuses on the way that the Occupation, the Resistence, and the Civil War become a part of the political parties discourse and political identity between the years 1950-1967 Η παρούσα διατριβή έχει ως αντικείμενο τη διερέυνηση της πολιτικής χρήσης του παρελθόντος. Πιο συγκεκριμένα εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 ενσωματώθηκαν στην ρητορική των ελληνικών παρατάξεων 1950-1967. Η Αριστερά το Κέντρο και η Δεξιά χρησιμοποιούν το παρελθόν στον πολιτικό τους λόγο όχι με στόχο την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας αλλά για να υπηρετήσουν την κομματική και ευρύτερη παραταξιακη στρατηγική 156 221 232 Parallel nd didtributed implementations of multiple and two-dimensional pattern matching algorithms. Παράλληλη και κατανεμημένη υλοποίηση αλγορίθμων αναζήτησης πολλαπλών και διδιάστατων προτύπων. String matching is a fundamental problem in the area of scientific computing. This thesis is written with three goals in mind. The first goal involves the classification and survey of the algorithms that solve the multiple and two-dimensional pattern matching problems and the evaluation of the performance of some of the most well known algorithms for different problem parameters, including the size of the input string, the pattern and the alphabet used as well as the size of the pattern set in the case of multiple pattern matching algorithms. The second goal of this thesis is to improve the performance of some of the most well known two-dimensional pattern matching algorithms, Baker and Bird and Baeza-Yates and Regnier. Both algorithms, as described in later chapters, use the Aho-Corasick multiple pattern matching to essentially transform the two-dimensional to a multiple pattern matching problem. The third goal is also about the performance increase of multiple and two-dimensional pattern matching algorithms but following a different approach. Different algorithms are implemented in parallel on different architectures including GPUs and a hybrid cluster that uses message-passing to synchronize homogeneous computer nodes of CPUs and GPUs. Then, different implementation and optimization techniques are presented and the performance of the implementations is evaluated for different problem parameters. Η αναζήτηση προτύπων αποτελεί θεμελιώδες πρόβλημα στον κλάδο της Επιστήμης της Πληροφορικής. Σε αυτήν την διατριβή εξετάζεται το πρόβλημα της αναζήτησης πολλαπλών και διδιάστατων προτύπων. Η διατριβή γράφτηκε έχοντας τρεις διαφορετικούς στόχους. Ο πρώτος στόχος περιλαμβάνει την ταξινόμηση και μελέτη των αλγορίθμων που επιλύουν τα προβλήματα της αναζήτησης πολλαπλών και διδιάστατων προτύπων και την αξιολόγηση των επιδόσεων μερικών από τους πιο γνωστούς αλγορίθμους ανά κατηγορία για διαφορετικές παραμέτρους, συμπεριλαμβανομένου του μεγέθους του κειμένου και της αλφαβήτου καθώς και του μήκους των προτύπων. Ο δεύτερος στόχος της διατριβής, είναι η βελτίωση της απόδοσης μερικών από τους πιο γνωστούς αλγορίθμους διδιάστατης αναζήτησης προτύπων, του Baker and Bird και του Baeza-Yates and Regnier. Και οι δύο αλγόριθμοι χρησιμοποιούν τον αλγόριθμο αναζήτησης πολλαπλών προτύπων Aho-Corasick ώστε να μετατρέψουν ουσιαστικά το πρόβλημα της αναζήτησης διδιάστατων προτύπων σε πρόβλημα αναζήτησης πολλαπλών προτύπων. Η διατριβή αυτή παρουσιάζει αποτελεσματικές παραλλαγές των δύο αλγορίθμων και αξιολογεί τις επιδόσεις τους για διαφορετικά είδη δεδομένων. Ο τρίτος στόχος αποτελεί την αύξηση των επιδόσεων των αλγορίθμων που επιλύουν τα προβλήματα της αναζήτησης πολλαπλών και διδιάστατων προτύπων, αλλά μέσα από μια διαφορετική προσέγγιση. Οι αλγόριθμοι αναζήτησης πολλαπλών και διδιάστατων προτύπων που παρουσιάζονται σε αυτή τη διατριβή υλοποιούνται παράλληλα σε διαφορετικές αρχιτεκτονικές συμπεριλαμβανομένων μονάδων επεξεργασίας γραφικών και υβριδικών συστοιχιών υπολογιστών. Επίσης, αναλύονται διαφορετικές τεχνικές υλοποίησης και βελτιστοποίησης και η απόδοση των υλοποιήσεων αξιολογείται για διαφορετικές παραμέτρους. 157 392 437 Bibliographic database analysis: citation graphs and indirect indicators Ανάλυση βάσεων βιβλιογραφικών αναφορών: γράφοι αναφορών και έμμεσοι βιβλιογραφικοί δείκτες Scientific publications with new advances in a vast number of scientific fields are being published and made available to researchers around the world daily. In such an active scientific environment it has become very important for researchers to not only be able to publish their work but to also understand and explore the research performed by other influential scientists. This process of discovery and dissemination of knowledge is one of the areas where Citation Analysis can be of great use. The different techniques, metrics and approaches defined by Citation Analysis allow scientists to identify publications of particular interest, follow the published research of influential scientists and even identify publications that have set the grounds for new research fields. In our digital era this means that institutions and publishing bodies have a need to store large sets of information in bibliographic databases. The databases hold information about the publications, their respected authors and publishing bodies. Some bibliographic databases also hold the actual published manuscripts and index the publications based on a number of different factors including the list of provided keywords. Publications are also connected, as they always rely to some extend on previously published research performed by the same or other researchers. Therefore the data stored in these bibliographic databases can be expressed in the form of Graphs, and as we will see later in this dissertation, these Citation graphs can express the relationships that are formed between the different research entities (i.e. publications, authors and publishing bodies). This dissertation examines the different research entities that participate in the publication process of scientific research in an attempt to classify the existing indicators used to identify influential publications, researchers and publishing bodies. It proceeds by examining the use of Citation Graphs in Citation Analysis and describes in detail the concept of Derived Graphs and the algorithms that can be used to produce them, which constitute part of the contribution of this study. We continue by studying the different definitions of generations of citation and critically evaluate them in order to select the definition that is later used in the set of proposed paper and author indicators. Finally a list of well known indicators is examined and compared against the proposed indicators using the data provided by two well known bibliographic databases, namely CiteSeerx and DBLP. Ένας μεγάλος αριθμός επιστημονικών δημοσιεύσεων γίνεται διαθέσιμος καθημερινά σε ακαδημαϊκούς και ερευνητές ανά τον κόσμο. Οι ερευνητές, συμμετέχουν σε αυτό το τόσο ενεργό επιστημονικό περιβάλλον όχι μόνο δημοσιεύοντας την προσωπική τους έρευνα, αλλά και αναζητώντας πληροφορίες και ερευνητικές πηγές που παρουσιάζουν την έρευνα άλλων διακεκριμένων επιστημόνων. Σε αυτήν ακριβώς την διαδικασία της αναζήτησης και διάχυσης της επιστημονικής πληροφορίας είναι που το πεδίο της Ανάλυσης βιβλιογραφικών αναφορών μπορεί να βοηθήσει σημαντικά το έργο των ερευνητών. Οι διάφορες τεχνικές, δείκτες και προσεγγίσεις που ορίζει, επιτρέπουν στους επιστήμονες/ερευνητές να εντοπίζουν δημοσιεύσεις ιδιαίτερης σημασίας, να ακολουθούν το έργο άλλων διακεκριμένων επιστημόνων, ακόμα και να εντοπίζουν δημοσιεύσεις που έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη νέων ερευνητικών περιοχών. Στην ψηφιακή εποχή που ζούμε αυτό σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια καθώς και άλλοι φορείς που συμμετέχουν στη διαδικασία της δημοσίευσης της επιστημονικής έρευνας, χρειάζεται να αποθηκεύουν έναν μεγάλο όγκο δεδομένων σε βάσεις βιβλιογραφικών αναφορών. Τα δεδομένα που αποθηκεύονται σε αυτές τις βάσεις αφορούν τις δημοσιεύσεις αυτές καθεαυτές, τους συγγραφείς τους καθώς και τα περιοδικά/συνέδρια ή άλλους φορείς στους οποίους πραγματοποιήθηκαν αυτές οι δημοσιεύσεις. Κάποιες βάσεις βιβλιογραφικών αναφορών αποθηκεύουν τα δημοσιευμένα κείμενα και ευρετηριάζουν διάφορα πεδία συμπεριλαμβανομένων και των λέξεων κλειδιών που ορίζονται από τις δημοσιεύσεις, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο την αναζήτηση των δημοσιεύσεων. Ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό των δημοσιεύσεων είναι ότι συνδέονται, εφόσον η τρέχουσα επιστημονική έρευνα βασίζεται σε προηγούμενη έρευνα που πραγματοποίησαν είτε οι ίδιοι οι συγγραφείς είτε άλλοι ερευνητές στο εν λόγω επιστημονικό πεδίο. Επομένως τα δεδομένα που αποθηκεύονται στις βάσεις βιβλιογραφικών αναφορών μπορούν να εκφραστούν με την μορφή Γράφων, οι οποίοι, όπως θα δούμε στη συνέχεια αυτής της διατριβής, εκφράζουν τις συνδέσεις ανάμεσα στις διάφορες επιστημονικές οντότητες (δημοσιεύσεις, συγγραφείς, περιοδικά). Η παρούσα διδακτορική διατριβή εξετάζει τις διάφορες επιστημονικές οντότητες που συμμετέχουν στην διαδικασία της δημοσίευσης μιας επιστημονικής έρευνας σε μια προσπάθεια να κατηγοριοποιήσει τους διάφορους δείκτες που ήδη χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό διακεκριμένων δημοσιεύσεων, συγγραφέων και περιοδικών. Στην συνέχεια εξετάζει τους Γράφους βιβλιογραφικών αναφορών καθώς και την χρήση τους στο πεδίο της Ανάλυσης βιβλιογραφικών αναφορών. Παρουσιάζει και εξετάζει σε βάθος την έννοια των Παράγωγων Γράφων καθώς και των αλγορίθμων που ορίζουν τα βήματα με τα οποία αυτοί οι γράφοι μπορούν να παρασκευαστούν ξεκινώντας από τις βασικές πληροφορίες που περιλαμβάνονται στον Γράφο Αναφορών-Δημοσιεύσεων. Στην συνέχεια παρουσιάζονται οι διάφοροι τρόποι ορισμού των γενεών βιβλιογραφικών αναφορών, οι οποίοι αναλύονται λεπτομερώς προκειμένου να καταλήξουμε στον προτεινόμενο ορισμό. Τέλος, με βάση τον επιλεγμένο ορισμό, ορίζουμε τους προτεινόμενους βιβλιογραφικούς δείκτες για την αξιολόγηση δημοσιεύσεων και συγγραφέων, οι οποίοι εν συνεχεία συγκρίνονται με άλλους, υπάρχοντες δείκτες χρησιμοποιώντας τα δεδομένα από δύο γνωστές βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων, ονόματι CiteSeerx και DBLP. 158 359 362 Application of Information and Communication Technologies in combination with e-learning and networked collaborative learning in the implementation of virtual classrooms in higher education. Αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών σε συνέργεια με την ηλεκτρονική μάθηση και τη διαδικτυακή συνεργατική μάθηση για την υλοποίηση Εικονικών Τάξεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση. The current PhD thesis proposes an integrated framework of blended learning application, which uses Synchronous Virtual Classes (SVC) as a complementary tool of teaching and learning, and aims at improving the efficiency of learning regarding both students' grades and their positive attitudes in using Information and Communication Technologies (ICT) in the educational process. An educational framework for implementing SVCs is developed, which combines different educational methods and techniques supported by appropriate ICT applications. Virtual Classes are realized by combining ICT with e-learning and networked collaborative learning. In the context of this PhD thesis, emphasis is given on the possibility of students gaining educational experiences via distance education, to complement the theoretical part of the course "Algorithms with C" taught in the first semester at the Department of Applied Informatics at the University of Macedonia. The thesis records the difficulties and limitations encountered during SVC implementation. Also, the opinions of first year undergraduate students concerning the quality and effectiveness of the SVC have been collected and analyzed as they concern the quality and effectiveness of the synchronous networked interventions. Finally, an educational framework is developed which uses distance educational activities to successfully face the students' educational needs and requirements and deal with the difficulties of traditional face-to-face teaching. The SVC based teaching interventions, called Tutoring Tele-Meetings (TTMs), combine different pedagogical methods (distance education and collaborative learning) and are supported by various technological tools (learning management systems, virtual classes or/and collaboration tools) in order to improve the educational process. It is expected that the implementation of TTMs, their phases and places will provide a constructive tool for improving conventional Higher Education. SVC and the experience acquired during this research provide an opportunity for further researching the SVC application and for implementing blended learning through virtual classroom by exploiting innovative suggestions. These will deal with the problems appeared during this research and organize, implement and evaluate new educational activities for various courses of bachelor or master degrees, which and later on can be extended to other levels of education. Η διδακτορική διατριβή παρέχει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο αξιοποίησης της μεικτής μάθησης, το οποίο περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των σύγχρονων εικονικών τάξεων ως συμπληρωματικό εργαλείο διδασκαλίας και μάθησης, με στόχο την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της μάθησης τόσο στην επίδοση όσο και στη θετική στάση των φοιτητών/τριών στη χρήση των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αναπτύσσεται ένα πρότυπο δηλαδή ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο διεξαγωγής σύγχρονης εικονικής τάξης (ΣΕΤ) που συνδυάζει διάφορες εκπαιδευτικές μεθόδους και τεχνικές υποστηριζόμενες από κατάλληλες εφαρμογές των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ). Οι Εικονικές Τάξεις υλοποιούνται αξιοποιώντας τις ΤΠΕ σε συνεργεία με την ηλεκτρονική μάθηση και τη διαδικτυακή συνεργατική μάθηση. Στο πλαίσιο της διατριβής δίνεται έμφαση στη δυνατότητα απόκτησης μαθησιακών εμπειριών μέσα από την εκπαίδευση από απόσταση των φοιτητών/τριών, η οποία διεξάγεται συμπληρωματικά με το θεωρητικό μέρος του μαθήματος «Αλγόριθμοι με C» του Α' Εξαμήνου του Τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Καταγράφονται δυσκολίες και περιορισμοί της υλοποίησης των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων, διερευνώνται και αναλύονται οι απόψεις και στάσεις των πρωτοετών φοιτητών/τριών σε σχέση με την ποιότητα και αποτελεσματικότητα των σύγχρονων διαδικτυακών παρεμβάσεων και διαμορφώνεται ένα εκπαιδευτικό πλαίσιο, το οποίο αξιοποιεί τις δυνατότητες των εξ αποστάσεως διαδικτυακών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και αντιμετωπίζει με επιτυχία τις ιδιαίτερες μαθησιακές ανάγκες και απαιτήσεις των φοιτητών/τριών. Το προτεινόμενο πλαίσιο είναι γενικευμένο και μπορεί να εφαρμοστεί ανεξαρτήτως μαθήματος για να αντιμετωπίσει προβλήματα της παραδοσιακής δια ζώσης διδασκαλίας. Οι διδακτικές παρεμβάσεις μέσω σύγχρονων εικονικών τάξεων με το πρότυπο ΣΕΤ, οι Ομαδικές Συμβουλευτικές Τηλεσυναντήσεις (ΟΣΤ), συνδυάζουν διαφορετικές παιδαγωγικές μεθόδους και υποστηρίζονται από διαφορετικά τεχνολογικά εργαλεία για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διεργασίας. Προσδοκάται η υλοποίηση των ΟΣΤ, οι φάσεις και χώροι τους να αποτελέσουν ένα εποικοδομητικό εργαλείο για τη βελτίωση της συμβατικής Ανώτατης Εκπαίδευσης. Με εφόδιο το ΣΕΤ και τη βοήθεια της εμπειρίας από την παρούσα έρευνα δίνεται η δυνατότητα περαιτέρω διερεύνησης εφαρμογής της μεικτής μάθησης μέσω σύγχρονων εικονικών τάξεων με νέες προτάσεις που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που εμφανίστηκαν έτσι ώστε να οργανωθούν, εφαρμοστούν και αξιολογηθούν νέες εκπαιδευτικές δράσεις σε μαθήματα προπτυχιακού αλλά και μεταπτυχιακού επιπέδου, οι οποίες θα μπορούν αργότερα να αξιοποιηθούν στις άλλες βαθμίδες εκπαίδευσης. 159 272 279 Παρέμβαση για την αλλαγή στάσεων μαθητών νηπιαγωγείου τυπικής ανάπτυξης προς μαθητές με ειδικές ανάγκες The positive attitudes of typically developing students towards students with disabilities are considered to be of major importance for the smooth social inclusion of students with disabilities into the school environment. Negative attitudes and social exclusion are often a result of typically developing students’ lack of knowledge on disabilities. In this context, the present study aims to show the possibility to change the attitudes of kindergarten students with typical development towards their peers with disabilities. The change of attitudes was attempted with the implementation of the Special Friends educational intervention program with the use of three components (books, puppet shows and educational short film screenings). The survey was conducted in three kindergarten classes in Thessaloniki. The "measurement" of attitudes before and after the implementation of the program, was made using the Primary Student Survey of Handicapped Persons (PSSHP) and Acceptance Scale for Kindergarten- Revised (ASK-R) tools. The results of the "measurement" of the attitudes were analyzed statistically. The most important of these are the highlighting of a) the effectiveness of the intervention program in the change of attitudes, b) the negative attitude before the intervention and the positive attitude after its completion, c) the more positive attitude of girls in comparison to boys’, d) the more positive attitude of children aged four to five compared to children aged five to six. The research findings’ significance lies in the fact that the contribution of an intervention program to change the attitudes of kindergarten students of typical development was confirmed, which could be the basis for a further research on the development of quality relationship between typically developing students and their classmates with disabilities. Οι θετικές στάσεις των μαθητών τυπικής ανάπτυξης προς τους μαθητές με ειδικές ανάγκες θεωρούνται βαρύνουσας σημασίας για την ομαλή κοινωνική ένταξη των μαθητών με ειδικές ανάγκες στο σχολικό περιβάλλον. Οι αρνητικές στάσεις και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι συχνά αποτέλεσμα της έλλειψης γνώσης των μαθητών τυπικής ανάπτυξης για τις ειδικές ανάγκες. Με αυτά τα δεδομένα, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί στην ανάδειξη της δυνατότητας αλλαγής των στάσεων μαθητών νηπιαγωγείου τυπικής ανάπτυξης προς μαθητές με ειδικές ανάγκες. Η αλλαγή των στάσεων επιδιώχθηκε να προκύψει κατόπιν εφαρμογής του εκπαιδευτικού προγράμματος παρέμβασης Special Friends με την αξιοποίηση τριών μέσων (βιβλίων, κουκλοθεατρικών παραστάσεων και προβολών εκπαιδευτικών ταινιών μικρού μήκους). Η έρευνα διεξήχθη σε τρία τμήματα νηπιαγωγείου της Θεσσαλονίκης. Η «μέτρηση» των στάσεων πριν και μετά την εφαρμογή του προγράμματος έγινε με την αξιοποίηση των εργαλείων Primary Student Survey of Handicapped Persons (PSSHP) και Acceptance Scale for Kindergarten- Revised (ASK-R). Τα δεδομένα που προέκυψαν από τη «μέτρηση» των στάσεων αναλύθηκαν στατιστικά. Ως κυριότερα από αυτά αναφέρονται, η ανάδειξη α) της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού προγράμματος παρέμβασης στην αλλαγή των στάσεων, β) της αρνητικής στάσης πριν από την εφαρμογή της παρέμβασης και της θετικής στάσης μετά την ολοκλήρωσή της, γ) της θετικότερης στάσης των κοριτσιών σε σχέση με τα αγόρια, δ) της θετικότερης στάσης των νηπίων σε σχέση με τα προνήπια. Η σημασία των ευρημάτων της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε η συμβολή ενός εκπαιδευτικού προγράμματος παρέμβασης για την αλλαγή των στάσεων των μαθητών νηπιαγωγείου τυπικής ανάπτυξης, δεδομένο που θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για περαιτέρω έρευνα της καλλιέργειας του ποιοτικού τρόπου συναναστροφής των μαθητών τυπικής ανάπτυξης με τους μαθητές με ειδικές ανάγκες. 160 120 131 Στρατηγικές μάρκετινγκ για είσοδο σε αναπτυσσόμενες χώρες: η περίπτωση του ομίλου ALUMIL In increasing internationalized economies, markets tend to be more and more dependent on each other, and the entry of businesses into new markets is seen as a catalyst in order to develop and have the potential to secure the resources needed to achieve their entry. This work analyzes the international markets, the business models based on which companies are active in the international markets and the marketing strategies that they will have to follow in order to achieve their entry. The reader could learn about the necessity of doing business at international level and the need for foreign direct investment. For a better understanding of the subject, the case of Alumil S.A., a company in the aluminum industry, is studied Στις αυξανόμενες διεθνοποιημένες οικονομίες, οι αγορές έχουν την τάση να παρουσιάζουν όλο και πιο έντονη εξάρτηση μεταξύ τους και η είσοδος των επιχειρήσεων σε νέες αγορές θεωρείται καταλύτης προκειμένου να αναπτυχθούν και να έχουν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν τους απαραίτητους πόρους για την επίτευξη της εισόδου τους. Η συγκεκριμένη εργασία αναλύει τις διεθνείς αγορές, τα επιχειρησιακά μοντέλα βάσει των οποίων οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές και τις στρατηγικές marketing που θα πρέπει να ακολουθήσουν ώστε να πετύχουν την είσοδό τους. Ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να μάθει σχετικά με την αναγκαιότητα της δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων σε διεθνές επίπεδο και την ανάγκη για άμεσες ξένες επενδύσεις. Για την καλύτερη κατανόηση του θέματος μελετάται η περίπτωση της εταιρείας αλουμινίων Alumil. 161 337 327 Πραγματολογική ικανότητα και επικοινωνία των μαθητών με Διαταραχή Φάσματος Αυτισμού The purpose of this study is to describe the communication profile and to measure the pragmatic competence of children with Autism Spectrum Disorder. For this reason, the above areas will be explored using a standardized research tool and a comparison will be drawn with a sample of typical developmental students. Initially, for the present study, a sample of a total of 241 students aged 8 to 15 years was collected. Of these, 75.7% are boys and 24.3% are girls. Out of all the students, two large groups were created for the purpose of comparing and studying them. One group includes 121 students diagnosed with ASD whose average age is 10.8 years old, and the second group includes 120 students of typical development whose average age is 11.4 years old. The research data were collected through a questionnaire, which included the research tool Children's Communication Checklist (CCC) (Bishop, 1998), translated in Greek. This tool is comprised of 9 subcategories that represent important aspects of human communication with great emphasis on the pragmatic use of language, and includes a total of 70 questions on children’s behavior, which take place during social communication. In total, 241 teachers completed the questionnaires, while taking into account the case of a specific student. After the collection of questionnaires, the answers were recorded and statistical analysis followed using the SPSS (Statistical Package for the Social Sciences) program. The analysis of the results showed that the communication profile of students with ASD is weaker than that of students of typical development and that their ability to use pragmatic language appears disturbed as well. Furthermore, very interesting conclusions can be drawn, if age, gender and ability in speech are taken as variables for the group of students with ASD. Specifically, age does not seem to affect significantly children's ability to communicate and to use pragmatic language. Based on gender, boys seem more capable in certain aspects of communication and finally, children with developed speech appear more capable in pragmatics compared to autistic students with one-word speech. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να σκιαγραφηθεί το επικοινωνιακό προφίλ και να μετρηθεί η πραγματολογική ευχέρεια, παιδιών με Διαταραχή Φάσματος Αυτισμού. Για το λόγο αυτό, θα γίνει διερεύνηση των παραπάνω τομέων, με τη χρήση σταθμισμένου ερευνητικού εργαλείου και θα πραγματοποιηθεί σύγκριση με δείγμα μαθητών τυπικής ανάπτυξης. Αρχικά, για την παρούσα έρευνα, συλλέχθηκε ένα δείγμα συνολικά 241 μαθητών ηλικίας 8 έως 15 ετών. Από αυτούς, το 75.7% είναι αγόρια και το 24.3% κορίτσια. Από το σύνολο των μαθητών δημιουργήθηκαν δύο μεγάλες ομάδες προς σύγκριση και μελέτη. Η μία ομάδα, περιλαμβάνει 121 μαθητές με διάγνωση της ΔΦΑ, μέσης ηλικίας 10.8 ετών και η δεύτερη ομάδα 120 μαθητές τυπικής ανάπτυξης με μέση ηλικία τα 11.4 έτη. Τα δεδομένα για την έρευνα, συλλέχθηκαν μέσω ερωτηματολογίου, στο οποίο συμπεριλήφθηκε μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα το ερευνητικό εργαλείο Children’s Communication Checklist (CCC) (Bishop, 1998), Αυτό περιλαμβάνει 9 υποκατηγορίες, που αντιπροσωπεύουν σημαντικές πτυχές της ανθρώπινης επικοινωνίας με ιδιαίτερη βάση να δίνεται στην πραγματολογική χρήση της γλώσσας, και συνολικά 70 ερωτήσεις με συμπεριφορές των παιδιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά την κοινωνική επικοινωνία. Συνολικά, 241 εκπαιδευτικοί συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια, για τη συγκεκριμένη περίπτωση ενός μαθητή. Αφού συλλέχθηκαν τα ερωτηματολόγια, καταγράφηκαν οι απαντήσεις και ακολούθησε η στατιστική ανάλυση τους μέσω του προγράμματος Statistical Package for the Social Sciences (SPSS). Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε πως το επικοινωνιακό προφίλ των μαθητών με ΔΦΑ είναι πιο αδύναμο από αυτό των μαθητών τυπικής ανάπτυξης καθώς και η ικανότητα τους στην πραγματολογική χρήση της γλώσσας εμφανίζεται διαταραγμένη. Ακόμη, προκύπτουν πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα εάν ληφθούν ως μεταβλητές η ηλικία, το φύλο και η ικανότητα στο λόγο των μαθητών με ΔΦΑ. Συγκεκριμένα, η ηλικία δε φαίνεται να επηρεάζει ιδιαίτερα την ικανότητα των παιδιών στην επικοινωνία και την πραγματολογία. Με βάση το φύλο, όμως, τα αγόρια παρουσιάζονται ικανότερα σε συγκεκριμένες πτυχές της επικοινωνίας ενώ, τέλος, τα παιδιά με ανεπτυγμένο λόγο εμφανίζονται ικανότερα στην πραγματολογία σε σχέση με τους αυτιστικούς μαθητές με μονολεκτικό λόγο. 162 247 260 Η απαγόρευση των βιολογικών όπλων στο διεθνές δίκαιο Biological weapons are devices that project, disperse or disseminate disease-causing organisms or toxins to kill or harm humans, animals or plants. They are relatively inexpensive to obtain, easy to manufacture, transported and dispersed, and compared to conventional weapons, they are colorless, odorless and difficult to detect. Biological weapons have been used by humans in war, since ancient times to the present. The use in war of Biological Weapons, has been considered from the beginning a treacherous, unethical and dishonest practice. Nowadays, the use in war of biological agents has been condemned by international law, through the acceptance by a very large number of states the principles of the Law of Armed Conflict, International Protocols, International Conventions and Decisions of International Organizations. However, there is a serious risk of Biological Weapons to be used in an armed conflict, for the following reasons: 1. The aforementioned International documents bind only States Parties. This means that a state which has not ratified a treaty is not obliged to implement it. 2. Several of the states that have ratified an international treaty have raised reservations. With that in mind, under certain circumstances, they will use Biological Weapons. 3. In all International Documents, Biological research for peaceful purposes is permitted. Since some countries have the know-how, by a mistake a terrorist organization could acquire biological agents and conduct Biological attacks. 4. Finally, there are no agreed mechanisms for the verification that a state does not maintain and has destroyed its Biological Weapons. Τα Βιολογικά όπλα είναι συσκευές που μεταφέρουν και διασπείρουν τοξίνες ή οργανισμούς που προκαλούν ασθένειες για να σκοτώσουν ή να βλάψουν ανθρώπους, ζώα ή φυτά. Είναι σχετικά φθηνά να αποκτηθούν, εύκολο να παρασκευασθούν, μεταφερθούν και διασκορπισθούν, ενώ σε σύγκριση με τα συμβατικά όπλα, είναι άχρωμα, άοσμα και δύσκολα ανιχνεύσιμα. Βιολογικά όπλα έχουν χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο, σε πολλές πολεμικές αναμετρήσεις του, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η χρήση τους στον πόλεμο, θεωρήθηκε από την αρχή μια ύπουλη, ανήθικη και ανέντιμη πρακτική. Στη σημερινή εποχή, η χρήση βιολογικών ουσιών στον πόλεμο έχει καταδικαστεί από το Διεθνές Δίκαιο, μέσα από την αποδοχή από ένα πολύ μεγάλο σύνολο κρατών των αρχών του Δικαίου των Ενόπλων Συγκρούσεων, Διεθνών Πρωτοκόλλων, Διεθνών Συμβάσεων και αποφάσεων Διεθνών Οργανισμών. Ωστόσο, εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να χρησιμοποιηθούν Βιολογικά Όπλα σε μία ένοπλη σύγκρουση, για τους παρακάτω λόγους: 1. Τα προαναφερθέντα Διεθνή κείμενα, δεσμεύουν μόνο τα συμβαλλόμενα κράτη, πράγμα που σημαίνει ότι ένα κράτος που δεν έχει επικυρώσει μια συνθήκη δεν είναι υποχρεωμένο να την εφαρμόζει. 2. Αρκετά από τα κράτη που επικύρωσαν μία Διεθνή συνθήκη, διατύπωσαν επιφυλάξεις. Δηλαδή κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, θα κάνουν χρήση Βιολογικών Όπλων. 3. Σε κανένα κείμενο δεν απαγορεύεται η βιολογική έρευνα που διεξάγεται για ειρηνικούς σκοπούς. Εφόσον ορισμένα κράτη διαθέτουν σχετική τεχνογνωσία, η πιθανότητα να συμβεί ένα «λάθος», δεν μπορεί να αγνοηθεί, ειδικά αν η τεχνογνωσία αυτή «πέσει» σε λάθος χέρια, όπως σε μια τρομοκρατική οργάνωση. 4. Τέλος, δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι μηχανισμοί επαλήθευσης ότι ένα κράτος δεν τηρεί και έχει καταστρέψει τα Βιολογικά του Όπλα. 163 658 642 Essays on the macroeconomic implications of international migration Δοκίμια σχετικά με τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της διεθνούς μετανάστευσης This thesis focuses on illuminating, describing and validating the macroeconomic impact of migration in specific countries of origin and destination of migrants. In particular, four transition countries which used to be under the communist sphere, namely Albania, Bulgaria, Romania and Moldova were selected to form a panel of developing transition economies that were examined with regard to the impact of the remittances inflows on their consumption, imports and investment patterns. The economic theory identifies remittances as the most important implication of migration on the basis of their potential role for the economic development of the emigration-remittance receiving countries. The findings of the econometric investigation support that remittances have financed these countries’ imports to a very large extent but they have had a substantial impact on both their consumption and their investment patterns as well. Moreover, the two small transition countries in the panel, namely Albania and Moldova, which have been considered to suffer from the “Dutch Disease” effect, were examined to demonstrate whether remittances inflows which followed the massive migrant outflows have a long run relationship with the appreciation of the real exchange rate. The findings of the econometric investigation indicate that the relationship between the real effective exchange rate and the remittances inflows in the panel of the two countries is negative and significant giving prominence to a depreciation trend rather than an appreciation one. The aforementioned panels have been examined with the dynamic ordinary least squares approach to cointegration due to the short time period since the beginning of transition of these economies to market ones and the unavailability of a large sample size. In the second part of the thesis, Greece, as a host country of migrants, is tested, searching for the relationship between migration and economic growth. Greece used to be a sending country of migrants, but experienced two massive migrant inflows which transformed it to a receiving country of migrants as well. However, the void with regard to the immigrants’ contribution to the country’s development remains. Moreover, the ten year economic recession the country faced spotlighted the importance of the impact of GDP growth on the unemployment of immigrants, since many of them reconsidered repatriation. The target was to demonstrate on the one hand the impact of GDP growth on the immigrants’ unemployment which was estimated on the order of 1.56:1 contrary to the 2.62:1 natives’ ratio and on the other hand the net gains of immigration for the native population which according to the findings could have reached a level between 0.02% to 0.12% of GDP. In addition, the long run estimator of immigration in the production function was searched for, concluding that an increase of 10% in the immigrant labour force boosts GDP growth by 1,5%. Last but not least, Greece’s place in the 28 EU member states’ ranking for the immigrants’ labour market integration has been unveiled while portraying effective immigrant labour market integration practices and describing the evolution of immigrants’ labour market integration indicators in the EU 28 member states during a decade. Although the Nordic or some Central European countries seem to implement an innovative labour market integration policy, the outcomes as regards the employment, unemployment, activity and self-employment indicators of immigrants in these countries do not follow. On the other hand, the Mediterranean countries, dealing with various economic problems, used to include the immigrant population in their societies quite successfully until the peak of the recession. Several approaches were utilized for the purpose of the analysis in the second part of the thesis. Apart from the longitudinal statistical data analysis, the dynamic ordinary least squares method determined the relationship between immigration and growth in Greece. The effect of growth on the immigrants’ unemployment was searched for using an autoregressive distributed lag model and the immigrants’ labour market integration ranking of the EU28 member states was produced by the multi-criteria decision analysis method “Preference Ranking Organization Method for Enrichment Evaluations”. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στο να ξεκαθαρίσει, να περιγράψει και να επιβεβαιώσει τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της μετανάστευσης σε συγκεκριμένες χώρες προέλευσης και προορισμού μεταναστών. Συγκεκριμένα, επιλέχθηκαν τέσσερις χώρες, η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Μολδαβία, συνιστώντας μία ομάδα οικονομιών υπό μετάβαση, που εξετάστηκαν ως χώρες καταγωγής μεταναστών όσον αφορά τον αντίκτυπο που είχαν οι εισροές εμβασμάτων στην κατανάλωση, τις εισαγωγές και τις επενδύσεις τους. Τα εμβάσματα θεωρούνται ως μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της μετανάστευσης εξαιτίας της δυνητικής συνεισφοράς τους στην οικονομική ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών. Με βάση τα ευρήματα της οικονομετρικής έρευνας, τα εμβάσματα φαίνεται να έχουν χρηματοδοτήσει τις εισαγωγές σε πολύ μεγάλο βαθμό ενώ ταυτόχρονα είχαν σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην κατανάλωση όσο και στις επενδύσεις των υπό εξέταση χωρών. Επιπλέον, η Αλβανία και η Μολδαβία, οι οποίες έχει υποστηριχθεί ότι πάσχουν από την "Ολλανδική Ασθένεια", εξετάστηκαν ως ομάδα χωρών για να προσδιοριστεί εάν οι εισροές εμβασμάτων που ακολούθησαν τις μαζικές μεταναστευτικές εκροές έχουν μακροχρόνια σχέση με την ανατίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας τους. Τα ευρήματα της οικονομετρικής έρευνας δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και των εισροών εμβασμάτων στην ομάδα των δύο χωρών είναι αρνητική και σημαντική, δίδοντας έμφαση σε μια τάση υποτίμησης παρά ανατίμησης. Η μέθοδος με την οποία εξετάστηκαν τα δεδομένα πάνελ είναι η δυναμική μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων εξαιτίας της μικρής χρονικής περιόδου από την αρχή της μετάβασης αυτών των οικονομιών σε οικονομίες της αγοράς και της μη διαθεσιμότητας μεγάλου μεγέθους δείγματος. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής εξετάστηκε η Ελλάδα, ως χώρα υποδοχής μεταναστών, αναζητώντας τη σχέση της μετανάστευσης με την οικονομική ανάπτυξη. Η Ελλάδα από χώρα προέλευσης μεταναστών μεταμορφώθηκε σταδιακά σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Εντούτοις, το κενό όσον αφορά τη συμβολή των μεταναστών στην ανάπτυξη της χώρας παραμένει. Επιπλέον, η δεκαετής οικονομική ύφεση που αντιμετώπισε η χώρα ανέδειξε τη σημασία του αντίκτυπου της αύξησης του ΑΕΠ στην ανεργία των μεταναστών, καθώς πολλοί από τους μετανάστες που είχαν ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία επανεξέτασαν τον επαναπατρισμό. Ο στόχος ήταν να αποδειχθεί, αφενός, ο αντίκτυπος της αύξησης του ΑΕΠ στην ανεργία των μεταναστών, που σύμφωνα με τα αποτελέσματα εκτιμάται σε αναλογία 1,56: 1 σε αντίθεση με την αναλογία των γηγενών που εκτιμάται σε 2,62: 1 και αφετέρου τα καθαρά κέρδη της μετανάστευσης για τον εγχώριο πληθυσμό που υπολογίζεται ότι θα μπορούσαν να κυμανθούν από 0,02% έως 0,12% του ΑΕΠ. Επιπροσθέτως, εξετάστηκε η ύπαρξη μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ της μετανάστευσης και της ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα ευρήματα η αύξηση κατά 10% των μεταναστών που συμμετέχουν στο εργατικό δυναμικό αυξάνει το ΑΕΠ κατά 1,5% προσφέροντας περαιτέρω στοιχεία στην υπάρχουσα βιβλιογραφία ότι η μετανάστευση θα μπορούσε να είναι επωφελής για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας υποδοχής. Τέλος, προσδιορίσθηκε η θέση της Ελλάδας μεταξύ των 28 κρατών μελών της ΕΕ στην κατάταξη για την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας αναζητώντας τις αποτελεσματικές πρακτικές ένταξης τους και περιγράφοντας την εξέλιξη των δεικτών ένταξης τους στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ μέσα σε μία δεκαετία. Αν και οι Σκανδιναβικές χώρες ή ορισμένες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης φαίνεται να εφαρμόζουν μια καινοτόμο πολιτική ένταξης στην αγορά εργασίας, τα αποτελέσματα όσον αφορά τους δείκτες απασχόλησης, ανεργίας, δραστηριότητας και αυτοαπασχόλησης των μεταναστών στις χώρες αυτές δεν το επιβεβαιώνουν. Από την άλλη πλευρά, οι Μεσογειακές χώρες, που αντιμετώπισαν διάφορα οικονομικά προβλήματα, ενέτασσαν με επιτυχία τον μεταναστευτικό πληθυσμό στις κοινωνίες τους μέχρι το αποκορύφωμα της ύφεσης. Για το σκοπό της ανάλυσης χρησιμοποιήθηκαν διάφορες προσεγγίσεις στο δεύτερο μέρος της εργασίας. Εκτός από την ανάλυση διαχρονικών δεδομένων, η δυναμική μέθοδος ελαχίστων τετραγώνων χρησιμοποιήθηκε για να καθορίσει τη σχέση μετανάστευσης και ανάπτυξης στην Ελλάδα. Η επίδραση της αύξησης του ΑΕΠ στην ανεργία των μεταναστών εξετάσθηκε με τη χρήση ενός αυτοπαλίνδρομου υποδείγματος κατανεμημένων χρονικών υστερήσεων και η κατάταξη των κρατών μελών της ΕΕ28 για την ένταξη των μεταναστών στην αγορά εργασίας προήλθε με τη μέθοδο της πολυκριτηριακής ανάλυσης αποφάσεων «PROMETHEE». 164 172 158 Contribution in Greek sign language recognition and typed reproduction Συμβολή στην αναγνώριση και έντυπη αναπαραγωγή της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας A Greek Sign Language recognition system is presented in this thesis. Data are obtained from video frames. A feature vector is extracted from each video frame by using geometrical properties of the hand morph. The system consists of two subsystems. The first one recognizes words and phrases that are constituted of Greek Sign Language alphabet letters. Each letter is modelled by a Hidden Markov Model (HMM). The second subsystem recognizes both words made up from Greek Sign Language alphabet letters and also signs. Each word and sign is modelled by a different HMM. Fifty four words and fourteen signs are recognized in both isolated and continuous recognition terms, giving high recognition results. The system can be easily extended by adding new words or signs. Grammars and dictionaries have been used to improve system's performance. One of the system's originalities is its ability to recognize two different types of data, Greek sign language alphabet words and signs, which can appear in the same phrase. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή παρουσιάζεται ένα σύστημα αναγνώρισης της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας από εικόνες video. Ένα διάνυσμα χαρακτηριστικών εξάγεται από κάθε εικόνα video με υπολογισμό ιδιοτήτων της χειρομορφής. Το σύστημα αποτελείται από δύο επιμέρους υποσυστήματα. Το πρώτο αναγνωρίζει λέξεις και προτάσεις που σχηματίζονται με το δακτυλικό αλφάβητο της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας (ΕΝΓ) χρησιμοποιώντας Κρυμμένα Μαρκοβιανά Μοντέλα (HMMs), καθένα από τα οποία μοντελοποιεί ένα γράμμα του δακτυλικού αλφαβήτου. Το δεύτερο υποσύστημα μοντελοποιεί λέξεις του δακτυλικού αλφαβήτου και νεύματα, αναπαριστώντας κάθε λέξη και νεύμα με ένα HMM. Στην τελευταία περίπτωση πετυχαίνεται από το ίδιο σύστημα η αναγνώριση δύο διαφορετικού τύπου δεδομένων -54 λέξεων του δακτυλικού αλφαβήτου και 14 νευμάτων- με πολύ καλά ποσοστά αναγνώρισης. Η αναγνώριση αφορά τόσο σε μεμονωμένα νεύματα και λέξεις, όσο και σε συνεχόμενα νεύματα και / ή λέξεις. Η αναγνώριση δύο διαφορετικού τύπου δεδομένων ακόμα και στην ίδια πρόταση συνιστά μια σημαντική πρωτοτυπία της διατριβής. 165 316 380 Ανάλυση μεγάλων δεδομένων με χρήση εργαλείων εξόρυξης δεδομένων : η περίπτωση μιας εφαρμογής υποστήριξης αποφάσεων εκλογικής ψήφου. In this thesis, we analyze data from the “helpmevote.gr” web application that were gathered in the period before the January 2015 elections, using data mining techniques for big data analysis in our efforts to mine useful information and draw valuable conclusions concerning the voters actions and beliefs, knowledge that can be gained about the social aspect of the participants (beliefs, predisposition, conducts and actions) and correlation of the variables. The challenge of big data and the discussion on their use have intensified during the last few years concerning useful information for researchers, society and societal and human behavior overall, so that all issues can be addressed on time or just for recognizing patterns, breaking stereotypes and other beliefs. For the analysis of the big data gathered from the “helpmevote” application, and the revelation of interesting information, data mining techniques were implemented using the Weka software, association rules were applied, classification algorithms were tested, decision trees were produced, and the relevant visualizations were produced. The visualizations using the Weka software were relatively limited, so another program, Tableau, dedicated to visualizing relevant info was used. In a very simple manner, all interesting variables were correlated and visually expressed in order to draw valid and meaningful conclusions. The whole thesis has eight chapters. In the first chapter, we present the big data definition and types. In the second chapter, we discuss the contemporary data mining techniques. In the third, we present the dedicated data mining techniques for big data analysis. In the fourth chapter, we present and analyze the “helpmevote” web application. In the fifth chapter, we present the Weka software. In the sixth, we present mining techniques for our case of a voting decision support application analysis using Weka. In the seventh chapter, we present the visualization of the variables discussed using the Weka and the Tableau software. Concluding, the eight section is dedicated to addressing our results. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας αναλύουμε τα δεδομένα της διαδικτυακής εφαρμογής helpmevote.gr που αφορούν στην περίοδο πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, με τεχνικές εξόρυξης γνώσης από αποθετήρια big data με βασικό στόχο την εξαγωγή χρήσιμης πληροφορίας και συμπερασμάτων ως προς τις συμπεριφορές του εκλογικού σώματος, τα στοιχεία που μπορεί να δώσει για την κοινωνική διάσταση των συμμετεχόντων (αντίληψη, προδιάθεση, στάσεις και συμπεριφορές) και συσχετίσεις μεταξύ των μεταβλητών. Ο προβληματισμός γύρω από τη χρήση των big data και την αξιοποίηση τους, γίνεται όλο και εντονότερος τα τελευταία χρόνια και έχει να κάνει με τη χρησιμότητά τους και τα παραπάνω στοιχεία τα οποία αυτά μπορούν να δώσουν στους ερευνητές και να επιστρέψουν στην κοινωνία σαν χρήσιμα στοιχεία παρατήρησης της ανθρώπινης και κοινωνικής συμπεριφοράς, με σκοπό είτε να εντοπίζονται αμεσότερα καταστάσεις που ίσως χρειάζονται μία άμεση παρέμβαση είτε απλά για παρατήρηση στα οξύμωρα της κοινωνίας και της κοινωνικής συμπεριφοράς, παραδείγματος χάρη σε επίπεδο πεποιθήσεων και αντιλήψεων τα οποία «σπάνε» κατεστημένα και πρότυπα έτσι όπως τα είχαμε έως τώρα δεδομένα. Για την ανάλυση του μεγάλου όγκου δεδομένων της εφαρμογής και την ανακάλυψη ενδεχόμενης ενδιαφέρουσας πληροφορίας, εφαρμόστηκαν τεχνικές εξόρυξης δεδομένων (data mining) με τη χρήση του λογισμικού Weka και πιο αναλυτικά εφαρμόστηκαν κανόνες συσχέτισης, δοκιμάστηκαν διάφοροι αλγόριθμοι κατηγοριοποίησης, έγινε προσπάθεια απεικόνισης των δεδομένων σε δενδροείδη μορφή και φυσικά οπτική αναπαράσταση των πληροφοριών. Η οπτική αναπαράσταση των πληροφοριών στο προεπιλεγμένο πρόγραμμα το Weka ήταν σχετικά φτωχή, οπότε αξιοποιήθηκε ακόμα ένα πρόγραμμα το οποίο εξειδικεύεται στην οπτική αναπαράσταση πληροφορίας το Tableau, όπου με πολύ απλούς τρόπους συσχετίστηκαν οπτικά μεταβλητές με σκοπό την εξαγωγή συμπεράσματος. Η όλη εργασία εξελίχθηκε σε οκτώ κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο γίνεται μία παρουσίαση των ορισμών και των τύπων των big data, στο δεύτερο γίνεται λόγος για το data mining μεθόδους και τεχνικές που χρησιμοποιούνται σήμερα, στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται εξειδικευμένη αναφορά στις data mining τεχνικές για big data, στο τέταρτο έχουμε την παρουσίαση της εφαρμογής helpmevote.gr. Στο 5ο κεφάλαιο παρουσιάσαμε το λογισμικό Weka στο 6 παρουσιάζεται η δημιουργία μοντέλου κατηγοριοποίησης με χρήση αλγόριθμου επιβλεπόμενης μηχανικής μάθησης με τη χρήση του Weka. Στο έβδομο κεφάλαιο πραγματοποιήσαμε την οπτική αναπαράσταση των αποτελεσμάτων με το Weka και με το Tableau και στο 8ο συζητήσαμε τα συμπεράσματα της εργασίας. 166 422 462 Determinants of private direct investment in the Greek economy in the Euro era Προσδιοριστικοί παράγοντες της ιδιωτικής επένδυσης στην Ελληνική οικονομία την εποχή του ευρώ Εurozone member states cannot contribute directly to the stimulation of direct investment through public investment expenditure due to fiscal consolidation. These conditions redefine the importance of private direct investment and moreover, in cases such as Greece where recession and negative expectations for growth persist, inward foreign direct investment (FDI) could reignite the economy. The purpose of the dissertation is 1. to explore the impact of European economic integration on inward FDI. In particular • what is the impact of the euro before and after its circulation on inward FDI of European countries in and out of the Eurozone? • what is the impact of participating to the European Union (EU) on inward FDI of European countries in and out of the EU? 2. to indicate the importance of inward FDI determinants during the economic crisis. 3. to indicate the importance of domestic direct investment (DDI) determinants during the economic crisis. 4. to explore the impact of FDI on DDI. The statistical method employed for aim 1 is the exploration of difference in differences and interactions via panel regression. Aims 2 to 4 are explored with multilevel regression. Difference in differences indicates that adopting the euro impacts negatively on inward FDI. The analysis of interactions between variables indicates that the introduction of the euro had a negative effect on inward FDI of countries both in and out of the EU. The multilevel regression of inward FDI determinants indicates that within a member state and across industries, inward FDI position of the previous period, spatial FDI, gross value added and rate of change of gross value added positively affect inward FDI. Across member states, political stability, rule of law and control of corruption positively affect inward FDI, while the impact of Eurozone membership is negative. The negative impact of exports, the slightly negative effects of labor cost and the exchange rate and the positive effect of productivity and EU membership are the outcome of the analysis of a smaller data sample that barely accounts for the impact of the economic crisis. The multilevel regression of DDI determinants indicates that within a member state and across industries, gross value added, DDI and inward FDI position of the previous period and productivity positively affect DDI. On the contrary, inward FDI position and labor cost have a negative effect. Finally, the multilevel regression of DDI determinants indicates that inward FDI crowd-out DDI in the short-term. In the medium to long-term this effect is reversed. Η αδυναμία των μελών της ευρωζώνης να συμβάλλουν άμεσα στην τόνωση των άμεσων επενδύσεων μέσα από δημόσιες επενδυτικές δαπάνες, αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο που λαμβάνουν οι άμεσες επενδύσεις από την αλλοδαπή (ΑΕΑ). Ειδικότερα δε και για τις οικονομίες χωρών, όπως η Ελλάδα, όπου λόγω της ύφεσης και των αρνητικών προσδοκιών οι ΑΕΑ ενδέχεται να αποτελέσουν εφαλτήριο επανεκκίνησης και αλλαγής κλίματος. Σκοπός της διατριβής είναι 1. η διερεύνηση της επίδρασης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε οικονομικό επίπεδο, στις ΑΕΑ̇ δηλαδή • αφενός την επίδραση του ευρώ στις ΑΕΑ των ευρωπαϊκών χωρών εντός και εκτός ευρωζώνης, τόσο πριν όσο και μετά την κυκλοφορία του και • αφετέρου την επίδραση της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) στις ΑΕΑ των ευρωπαϊκών χωρών εντός ΕΕ και εκτός αυτής. 2. η ανάδειξη της βαρύτητας των προσδιοριστικών παραγόντων των ΑΕΑ στην ευρωζώνη την εποχή της κρίσης. 3. η ανάδειξη της βαρύτητας των προσδιοριστικών παραγόντων των άμεσων επενδύσεων εσωτερικού [ΑΕΕ(σ)] στην ευρωζώνη την εποχή της κρίσης. 4. η διερεύνηση της επίπτωσης των ΑΕΑ στις ΑΕΕ(σ). Η στατιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την περίπτωση 1 είναι η διερεύνηση διαφορών στις διαφορές και αλληλεπιδράσεων μέσα από την παλινδρόμηση διαστρωματικών χρονοσειρών και για τις περιπτώσεις 2 έως και 4 είναι η πολυεπίπεδη παλινδρόμηση. Από την διερεύνηση των διαφορών στις διαφορές προκύπτει ότι η επίδραση της υιοθέτησης του ευρώ στις ΑΕΑ είναι αρνητική. Από την ανάλυση αλληλεπιδράσεων προκύπτει ότι η κυκλοφορία του ευρώ επέδρασε αρνητικά στις ΑΕΑ των χωρών εντός ΕΕ. Η πολυεπίπεδη ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων των ΑΕΑ καταδεικνύει ότι στο επίπεδο των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας οι θέσεις ΑΕΑ της προηγούμενης περιόδου, το σταθμισμένο σύνολο των θέσεων ΑΕΑ των γειτονικών χωρών, η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και ο ρυθμός μεταβολής της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ασκούν θετική επιρροή στις ΑΕΑ. Στο επίπεδο των χωρών, η πολιτική σταθερότητα, το κράτος δικαίου και η πάταξη της διαφθοράς ασκούν θετική επιρροή στις ΑΕΑ, ενώ η επίδραση της συμμετοχής στην ευρωζώνη στις ΑΕΑ είναι αρνητική. Η αρνητική επιρροή των εξαγωγών, η θετική επιρροή της παραγωγικότητας και της συμμετοχής στην ΕΕ και η οριακά αρνητική επιρροή της συναλλαγματικής ισοτιμίας και του μέσου εργατικού κόστους στις ΑΕΑ, προκύπτουν μόνο μέσα από την ανάλυση ενός μικρότερου σε χρονικό εύρος δείγματος, το οποίο λαμβάνει οριακά υπόψη τις επιπτώσεις της κρίσης στις ΑΕΑ. Η πολυεπίπεδη ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων των ΑΕΕ(σ) καταδεικνύει ότι στο επίπεδο των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, οι ΑΕΕ(σ) και οι θέσεις ΑΕΑ της προηγούμενης περιόδου, και ο ρυθμός μεταβολής της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά ώρα εργασίας ασκούν θετική επιρροή στις ΑΕΕ(σ). Αντίθετα, οι θέσεις ΑΕΑ και το μέσο εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος ασκούν αρνητική επιρροή. Τέλος, από την πολυεπίπεδη ανάλυση των προσδιοριστικών παραγόντων των ΑΕΕ(σ) προκύπτει ότι οι ΑΕΑ εκτοπίζουν τις ΑΕΕ(σ) αλλά μόνο βραχυχρόνια. 167 433 333 The dynamic relationship between economic freedom and growth, income inequality and happiness Η δυναμική σχέση μεταξύ οικονομικής ελευθερίας και οικονομικής μεέθυνσης, εισοδηματικής ανισότητας και ευημερίας This thesis aims to provide an analytical framework and offer insight regarding the macroeconomic effects of economic freedom on variables of interest, namely economic growth, happiness and income inequality. The analysis focuses on the case of Greece for several reasons. First, the lack of relevant literature on the subject and especially the investigations of the underlying macroeconomic relationships formed in Greece increase the interest to shed light on the examination of these variables. Second, due to the recent debt crisis in Greece, it is imperative alternative sources and roots of potential growth be investigated. The thesis is structured in two main sections. The first involves a comprehensive presentation of the relevant literature (both theoretical and empirical) regarding the expected relationships formed among economic freedom, economic growth, happiness and income inequality. In addition, the theoretical premises of the variables under investigation are extensively discussed, as are the relevant measurement techniques that are employed in order to create the indexes of economic freedom, happiness and income inequality. Under this framework, a dataset is employed based on annual data for the period 1995-2015. The second section involves an extended empirical analysis of the set of variables under consideration. Several econometric techniques are utilized in order to define the long-run as well as the short-run relationships formed among the variables. These techniques involve implementation of cointegration analysis and vector error correction models. In addition, the propagation mechanisms of shocks among the system of variables is studied. This thesis also discusses the theoretical framework of the econometric procedures that are followed in order to enhance our analytical output and better define the techniques employed and the theoretical relationships studied. The empirical findings of this thesis can be analyzed in several directions regarding the economic policy of the country. First of all, increased growth found to be associated with a positive impact on economic freedom and the happiness in the country both in the short-run and the long-run. This means that economic growth prepares the ground to promote economic policies that are related to the promotion of business and that enhance the outward outlook of the economy as an economic freedom suggests. Second, we empirically define that economic freedom policies in Greece are negatively associated with income inequality in the country. Thus, increased income equality will be arisen after the implementation of policies which are consistent with economic freedom. Furthermore, the empirical results suggest that, the implemented policies in Greece over recent years have had an effect and have managed to reduce income discrepancies in the country. Η υποβληθείσα προς κρίση Διδακτορική Διατριβή μελετά τη συσχέτιση και τα αποτελέσματα της αλληλοεπίδρασης σε βραχυχρόνια και μακροχρόνια περίοδο μεταξύ της οικονομικής ελευθερίας και των ακόλουθων μακροοικονομικών μεγεθών, της Οικονομικής Μεγέθυνσης, της Εισοδηματικής Ανισότητας και Ευημερίας στην Ελλάδα. H πρωτοτυπία της μελέτης αυτής έγκειται στο γεγονός ότι είναι η πρώτη προσπάθεια ανάλυσης της σχέσης των ανωτέρω μεταβλητών για την Ελλάδα. Η όλη ανάλυση στηρίχθηκε αφενός σε έγκυρη και σύγχρονη βιβλιογραφική ανασκόπηση και αφετέρου στην ανάλυση των δεδομένων με τη χρήση του προγράμματος Eviews. Χρησιμοποιώντας λοιπόν σύγχρονες μεθόδους και εργαλεία στατιστικής ανάλυσης και αναλυτικής σκέψης προέκυψαν πολύ σημαντικά αποτελέσματα και αποδείχθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση των μεταβλητών. Η παρούσα διατριβή είναι δομημένη σε δύο κύρια μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει μια εκτενή παρουσίαση της βιβλιογραφίας, θεωρητική και εμπειρική όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Οικονομικής Ελευθερίας, Οικονομικής Μεγέθυνσης, Ευημερίας και Εισοδηματικής Ανισότητας. Η εμπειρική αφορά τη παρουσίαση των αποτελεσμάτων από έρευνες μελετητών οι οποίοι χρησιμοποιώντας διάφορα οικονομετρικά υποδείγματα, εκτιμούν εμπειρικά τη βραχυχρόνια και μακροχρόνια σχέση των ανωτέρω μεταβλητών. Επιπρόσθετα παρουσιάζεται αναλυτικά το θεωρητικό υπόβαθρο από τις οικονομετρικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται όπως ο έλεγχος στασιμότητας, έλεγχος συνολοκλήρωσης, εκτίμηση των υποδειγμάτων διορθώσεων λαθών, ανάλυση των υποδειγμάτων διανυσματικών αυτοπαλινδρομήσεων, έλεγχος αιτιότητας των μεταβλητών, καθώς και βιβλιογραφική επισκόπηση της εκτίμησης των συναρτήσεων απόκρισης σε διαταραχές μέσω της εκτίμησης VAR υποδειγμάτων, και εκτίμηση των μελλοντικών μεταβολών της κάθε ενδογενούς μεταβλητής λόγω της ταυτόχρονης μεταβολής των υπολοίπων ενδογενών μεταβλητών. Τα εμπειρικά συμπεράσματα αυτής της εργασίας μπορούν να αναλυθούν σε διάφορες κατευθύνσεις σχετικά με την οικονομική πολιτική της χώρας. Πρώτα απ 'όλα, η αυξημένη ανάπτυξη διαπιστώθηκε ότι σχετίζεται με την αύξηση της οικονομικής ελευθερίας και της ευημερίας στη χώρα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Δεύτερον, προσδιορίζουμε εμπειρικά ότι πολιτικές που προάγουν οικονομική ελευθερία στην Ελλάδα συνδέονται θετικά με την βελτίωση της εισοδηματικής ισότητας στη χώρα. Επιπλέον, τα εμπειρικά αποτελέσματα δείχνουν ότι οι πολιτικές που προωθούν την οικονομική ελευθερία στην Ελλάδα θα έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ευημερίας της κοινωνίας. 168 483 509 FDI determinants to transition countries: a CAGE model approach: the case of Serbia Παράγοντες που επηρεάζουν τις ξένες άμεσες επενδύσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες: η προσέγγιση της Σερβίας βάσει του μοντέλου CAGE The aim of this thesis is to define the meaning and the role of distance in determining cross border investment transactions. Specifically, it aims, using a transition country i.e. Serbia as a case study, at demonstrating the implementation of a model based on Ghemawat's culture, administrative, geographic, and economic distance framework modified by substituting administrative by institutional distance for testing the relevance of distance in determining Foreign Direct Investment (FDI) inflows to a country. In addition, this thesis also illustrates how each of the above distance dimensions, i.e. cultural, institutional, geographic and economic, correlates with FDI at different industries categorised by their technological level in both manufacturing, i.e. high technology, medium high technology, medium low technology, low technology subsectors, and in services, i.e. low knowledge intensive and high knowledge intensive service sectors. In brief, the main findings of the research are summarized as follows. At country level, three of four distances, i.e. institutional, geographic and economic are statistically significant. While institutional and geographic distances are negatively related to FDI inflows to Serbia, the coefficient of economic distance has a positive sign. Therefore, MNCs that come from countries which have different institutional system than Serbia will invest less than companies that are coming from countries which share the same institutional system with the host country. In addition, the greater the geographic distance between home country of FDI and Serbia, the less FDI is undertaken between the countries. Finally, the positive sign of the coefficient of economic distance shows the presence of economic arbitrage, which means that the main reason why MNEs invest in Serbia is to exploit differences in the cost of labour and capital, as well as variations in more industry-specific inputs (such as knowledge) or in the availability of complementary products. At industry level, for the manufacturing level, institutional distance is the only statistically significant distance. The sign of its coefficient is negative, which means that government effectiveness, regulatory quality, rule of law, voice and accountability, political stability and absence of violence and control of corruption are still playing an important role in decision making and pose great challenges for MNEs from distant institutions. Regarding the services sector, economic distance is the only statistically significant distance. It is positively related with FDI inflows, which is an indication of economic arbitrage. For industrial and services subsectors, the empirical application of the model shows that both institutional and geographical distances have a negative impact on FDI flows, while economic distance has a positive impact at low-technology manufacturing subsector. Concerning services subsector, cultural and geographic distances have a negative impact on FDI inflows to Serbian low- knowledge intensive service subsector, while the coefficient of economic distance is positive and strongly statistically significant. For high- technology intensive service subsector, institutional distance is the most important one, while the rest are not statistically significant. Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι να εξηγήσει το νόημα και το ρόλο της απόστασης στον καθορισμό των διακρατικών επενδυτικών συναλλαγών. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας τη Σερβία ως παράδειγμα μεταβατικής χώρας, η συγγραφέας εφαρμόζει το μοντέλο Ghemewat τονίζοντας τις πολιτισμικές, διοικητικές, γεωγραφικές και οικονομικές αποστάσεις, αντικαθιστώντας τις διοικητικές με τις θεσμικές, για να μετρήσει τη σχετικότητα της απόστασης στον καθορισμό των εισροών από Ξένες Άμεσες Επενδύσεις σε μια χώρα. Επιπρόσθετα, αυτή η εργασία δίνει έμφαση στο πώς οι προαναφερθείσες αποστάσεις (πολιτισμικές, θεσμικές, γεωγραφικές και οικονομικές) συσχετίζονται με τις ξένες άμεσες επενδύσεις σε διαφορετικούς τομείς βιομηχανίας που κατηγοριοποιούνται με τεχνολογικά κριτήρια τόσο στον κατασκευαστικό κλάδο, πχ. Υψηλής τεχνολογίας, υψηλής-μεσαίας τεχνολογίας, μεσαίας τεχνολογίας, και χαμηλής-τεχνολογίας όσο και στις υποκατηγορίες στον τομέα των υπηρεσιών, π.χ. χαμηλής έντασης γνώσης και υψηλής έντασης γνώσης υπηρεσίες. Εν συντομία, τα κύρια ευρήματα της παρούσας έρευνας συνοψίζονται στα εξής. Σε επίπεδο χώρας, οι τρεις από τις τέσσερις αποστάσεις είναι στατιστικά σημαντικές: οι θεσμικές, γεωγραφικές και οικονομικές αποστάσεις. Παρόλο που οι θεσμικές και γεωγραφικές αποστάσεις έχουν αρνητική συσχέτιση με τις εισροές ξένων άμεσων επενδύσεων στη Σερβία, ο συντελεστής της οικονομικής απόστασης έχει θετικό πρόσημο. Για αυτό το λόγο, οι πολυεθνικές εταιρείες που προέρχονται από χώρες με διαφορετικά θεσμικά πλαίσια από αυτά τις Σερβίας τείνουν να επενδύουν λιγότερο σε σχέση με εταιρείες που μοιράζονται παρόμοιους θεσμούς με αυτούς της χώρας υποδοχή. Επίσης, όσο μεγαλύτερη είναι η γεωγραφική απόσταση των χωρών των ξένων επενδυτών και της Σερβίας τόσο λιγότερες θα είναι και οι επενδύσεις από αυτές τις χώρες. Συνάμα, το θετικό πρόσημο του συντελεστή οικονομικής απόστασης δείχνει την παρουσία οικονομικού αρμπιτράζ, που σημαίνει ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο οι πολυεθνικές επενδύουν στη Σερβία είναι για να εκμεταλλευτούν τόσο τις διαφορές στο εργατικό κόστος και στο κόστος κεφαλαίου, όσο και τις διακυμάνσεις σε συγκεκριμένες μεταβλητές γνώσεις ή/και στη διαθεσιμότητα συμπληρωματικών προϊόντων. Σε επίπεδο βιομηχανίας και πιο συγκεκριμένα στον κατασκευαστικό κλάδο, μόνο η θεσμική απόσταση είναι στατιστικά σημαντική. Το πρόσημο δε του συντελεστή είναι αρνητικό, πράγμα που σημαίνει ότι η αποτελεσματική διακυβέρνηση, η ρυθμιστική ικανότητα, οι κανόνες δικαίου, το δικαίωμα λόγου και ισονομίας, η πολιτική σταθερότητα, η απουσία βίας και ο έλεγχος της διαφθοράς παίζουν πολύ καθοριστικό ρόλο στην λήψη αποφάσεων και αποτελούν πρόκληση για τις πολυεθνικές με διαφορετικά θεσμικά πλαίσια. Όσον αφορά στον τομέα των υπηρεσιών, η οικονομική απόσταση είναι η μόνο στατιστικά σημαντική. Συσχετίζεται δε θετικά με την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων, πράγμα που καταδεικνύει την ύπαρξη οικονομικού αρμπιτράζ. Σχετικά με τις υποκατηγορίες των τομέων βιομηχανίας και υπηρεσιών, η εμπειρική εφαρμογή του μοντέλου δείχνει ότι τόσο η θεσμική όσο και η γεωγραφική απόσταση επηρεάζουν αρνητικά τις ροές των ξένων άμεσων επενδύσεων ενώ η οικονομική απόσταση έχει θετική επιρροή στον κατασκευαστικό κλάδο χαμηλής τεχνολογίας. Αναφορικά με τις υποκατηγορίες των υπηρεσιών, η πολιτισμική και γεωγραφική απόσταση επηρεάζουν αρνητικά τις ξένες επενδύσεις σε τομείς χαμηλής έντασης γνώσεις υπηρεσιών στη Σερβία ενώ το πρόσημο της οικονομικής απόστασης είναι θετικό και ισχυρά στατιστικά σημαντικό. Στον τομέα υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας, μόνο η θεσμική απόσταση είναι στατιστικά σημαντική. 169 429 392 Entrepreneurship: a cross-regionla and cross-country econometric investigation Επιχειρηματικότητα: μια διαπεριφερειακή και διακρατική οικονομετρική διερεύνηση THE THESIS INVESTIGATES THE DETERMINANTS OF EXTERNAL ENVIRONMENT THAT AFFECT ENTREPRENEURSHIP IN REGIONAL LEVEL AND THE DETERMINANTS OF EXTERNAL ENVIRONMENT THAT AFFECT FEMALE ENTREPRENEURSHIP IN CROSS COUNTRY LEVEL IN ORDER COUNTRIES MAKE THE NECESSARY CORRECTIVE MEASURES TO ENCOURAGE ENTREPRENEURSHIP AT REGIONAL AND COUNTRY LEVEL. THE DEPENDENT VARIABLE IS THE SELF-EMPLOYMENT. THE DATA THAT WERE USED IN THE 1ST ECONOMETRIC MODEL COME FROM EUROSTAT’S DATABASE AND INCLUDE 264 EUROPEAN REGIONS (NUTS II) FOR THE PERIOD 1999- 2013. IN ORDER TO CHECK THE RESEARCH HYPOTHESES WE HAVE USED PANEL DATA ANALYSIS SO THAT WE COULD EXPLAIN THE CROSS REGIONAL - CROSS TIME VARIABILITY OF ENTREPRENEURIAL ACTIVITY. THE EMPIRICAL RESULTS ARE AS FOLLOWS: I) THE HIGHER THE PERCENTAGE OF THE PUBLIC SECTOR IN THE TOTAL REGIONAL PRODUCTION THE LOWER THE PERCENTAGE OF SELF-EMPLOYMENT IN THE TOTAL REGIONAL EMPLOYMENT AND II) THE HIGHER THE DIVERSITY IN THE REGIONAL FINANCIAL ACTIVITY THE HIGHER THE PERCENTAGE OF SELF-EMPLOYMENT IN THE TOTAL REGIONAL EMPLOYMENT. THE DEPENDENT VARIABLE IS SET AS THE OVERALL ENTREPRENEURSHIP IN THE INITIAL STAGES OF THE FEMALE POPULATION BEING AT WORKING AGE. THE DATA THAT WERE USED IN THE 2ND ECONOMETRIC MODEL COME FROM THE DATABASE OF GLOBAL ENTREPRENEURSHIP MONITOR (FOR THE DEPENDENT VARIABLE), FOR THE INDEPENDENT VARIABLES AND THE CONTROL VARIABLES THE DATABASE OF THE WORLD, EXCEPT FOR THE VARIABLE REGARDING THE FUNCTION OF THE INSTITUTIONS AND SPECIFICALLY THE CONTROL VARIABLE REGARDING THE CORRUPTION CONTROL, WHERE THE WORLDWIDE GOVERNANCE INDICATORS DATABASE WAS USED. IN ADDITION, THE COUNTRIES THAT ARE INCLUDED IN THE ECONOMETRIC ESTIMATION ARE 104 IN TOTAL FOR THE PERIOD 2001-2013. THREE MODELS WERE APPRAISED: THE SUM OF THE COUNTRIES, DEVELOPING AND DEVELOPED, SO THAT IT COULD BE DETERMINED IF FEMALE ENTREPRENEURSHIP IN DEVELOPING COUNTRIES IS A NECESSITY ENTREPRENEURSHIP BECAUSE OF THE NON-EXISTENCE OF MANY OTHER ALTERNATIVE PROFESSIONAL ACTIVITIES. A HYPOTHESIS THAT IS NOT CONFIRMED BY THE RESEARCH RESULTS OF THE PRESENT THESIS. IN ORDER TO CHECK THE RESEARCH HYPOTHESES, WE HAVE USED PANEL DATA ANALYSIS SO THAT WE COULD EXPLAIN THE CROSS COUNTRY – CROSS TIME SHIFT IN THE FEMALE ENTREPRENEURIAL ACTIVITY. THE EMPIRICAL RESULTS ARE AS FOLLOWS: I) THE HIGHER THE INCREASE OF THE INTERNET, THE HIGHER THE FEMALE ENTREPRENEURSHIP OF INITIAL STAGES (TO THE SUM OF THE COUNTRIES, DEVELOPING AND DEVELOPED), II) THE HIGHER THE PARTICIPATION OF WOMEN IN THE WORKFORCE, THE HIGHER THE FEMALE ENTREPRENEURSHIP OF INITIAL STAGES (TO THE SUM OF THE COUNTRIES, DEVELOPING AND DEVELOPED) AND III) THE MORE OPEN ONE ECONOMY IS, THE FEMALE ENTREPRENEURSHIP OF INITIAL STAGES (TO THE SUM OF THE COUNTRIES, DEVELOPING AND DEVELOPED). Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΜΕΛΕΤΑΕΙ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΚΡΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΑ ΚΡΑΤΗ ΝΑ ΠΡΟΒΟΥΝ ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΟΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΕ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ. Η ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΥΤΟ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ. ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ EUROSTAT ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΥΝ 264 ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΕΣ (NUTS II), ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 1999-2013. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΟΥΝ ΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΑΝΕΛ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ – ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ. ΤΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ I) ΟΣΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΣΟ ΧΑΜΗΛΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΚΑΙ II) ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΣΟ ΥΨΗΛΟΤΕΡΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟ-ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ. Η ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΧΙΚΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΗΛΙΚΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ), ΕΝΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΕΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΟΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ Η ΒΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ. ΕΠΙΣΗΣ, ΟΙ ΧΩΡΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΕΤΡΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ 104 ΚΑΙ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΗ ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ 2001-2013. ΕΚΤΙΜΗΘΗΚΑΝ ΤΡΙΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ: ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ, ΟΙ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ, ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΕΙ ΑΝ Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΓΚΗΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΜΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΟΛΛΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ. ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΠΑΛΗΘΕΥΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ. ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΛΕΓΧΘΟΥΝ ΟΙ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΜΕ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ ΠΑΝΕΛ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΕΞΗΓΗΣΟΥΜΕ ΤΗ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΗ – ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ. ΤΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΔΕΙΞΑΝ ΟΤΙ I) ΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟΥ ΤΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΧΙΚΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ,II) ΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΤΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΧΙΚΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ ΚΑΙ III) ΟΣΟ ΠΙΟ ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΣΟ ΑΥΞΑΝΕΤΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΧΙΚΩΝ ΣΤΑΔΙΩΝ. ΤΑ ΤΡΙΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΦΟΡΟΥΝ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ, ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΚΑΙ ΑΝΕΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ. 170 282 300 Decision making in multiplayer environments: application in backgammon variants Λήψη αποφάσεων σε πολυπρακτορικά περιβάλλοντα: εφαρμογή σε παραλλαγές ταβλιού Tesauro’s TD-Gammon was the first major success of machine learning and artificial intelligence in general, when it demonstrated world-class performance against the human backgammon champion of that time. Even more impressively, the method used required little expert knowledge, relying on self-playing and training neural networks using reinforcement learning. However, apart from standard backgammon, several – yet unexplored – variants of the game exist, which use the same board, number of checkers and dice, but have different rules for moving the checkers, starting positions or movement direction. In this thesis we focus our research on three such popular variants in Greece and neighboring countries, named Portes, Plakoto, and Fevga (collectively called Tavli). Motivated by the successful methods of TD-Gammon, we extend and devise new reinforcement learning methods for building artificial intelligent agents and show that expert-level play can also be achieved in these games. All the resulting agents created in this thesis are packaged in a freely available program, PALAMEDES, where everyone can play against the AI. To test the effectiveness of our approach, PALAMEDES participated in two backgammon Computer Olympiads, in 2011 and 2015, with opponents some of the best backgammon-playing programs in the world, emerging victorious in both of them. Additionally, we used the trained agents and self-play experiments to analyze key characteristics of these games for the first time, identifying one major flaw in the Fevga variant. The resulting statistics are then used to devise better strategies when playing in a match setting. Finally, in order to facilitate later research efforts, we devised a framework called bcdGammon for reducing/extending the complexity of backgammon games, preserving the key characteristics of the originals. Το πρόγραμμα TD-Gammon του Tesauro ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία της μηχανικής μάθησης και της τεχνητής νοημοσύνης γενικότερα, όταν επέδειξε απόδοση παγκόσμιας κλάσης εναντίον του παγκόσμιου πρωταθλητή του ταβλιού (backgammon) εκείνη την εποχή. Ακόμη, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι η χρησιμοποιηθείσα μέθοδος χρειάστηκε ελάχιστη γνώση από εξπέρ του είδους; βασιζόμενη μόνο στο παίξιμο με αντίπαλο τον εαυτό του και στην εκπαίδευση νευρωνικών δικτύων μέσω της ενισχυτικής μάθησης. Παρόλα αυτά, εκτός από το backgammon, υπάρχουν αρκετές ανεξερεύνητες παραλλαγές του ταβλιού που χρησιμοποιούν το ίδιο ταμπλό, αριθμό πουλιών και ζάρια, αλλά έχουν διαφορετικούς κανόνες για την κίνηση των πουλιών, διαφορετική αρχική θέση ή φορά κίνησης. Σε αυτή τη διατριβή επικεντρώνεται η έρευνα σε τρεις πολύ δημοφιλείς παραλλαγές στην Ελλάδα και γειτονικές χώρες, τις "Πόρτες", το "Πλακωτό" και το "Φεύγα", οι οποίες συγκεντρωτικά αποκαλούνται τάβλι. Εμπνεόμενοι από τις επιτυχημένες μεθόδους του TD-Gammon, επεκτείνουμε τις μεθόδους εκπαίδευσης και δημιουργούμε καινούργιες, ώστε να δημιουργηθούν πράκτορες τεχνητής νοημοσύνης που να παίζουν σε πολύ υψηλό επίπεδο τα παιχνίδια αυτά. Όλοι οι παραχθέντες πράκτορες ενσωματώνονται στο δωρέαν διαθέσιμο λογισμικό "Παλαμήδης", όπου ο καθένας μπορεί να παίξει με αντίπαλο την τεχνητή νοημοσύνη. Για να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητα της προσέγγισης που αναπτύχθηκε, ο Παλαμήδης συμμετείχε σε δύο Ολυμπιάδες Υπολογιστών στο παιχνίδι του ταβλιού, και με αντιπάλους μερικά από τα καλύτερα προγράμματα ταβλιού παγκοσμίως, κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση και το χρυσό μετάλλιο και τις δύο φορές. Επιπρόσθετα, οι εκπαιδευμένοι πράκτορες χρησιμοποιήθηκαν σε συνδυασμό με προσομοιώσεις Monte-Carlo, έτσι ώστε να αναλυθούν για πρώτη φορά κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά των παιχνιδιών, εντοπίζοντας ένα σημαντικό μειονέκτημα στο “Φεύγα”. Τα παραχθέντα στατιστικά χρησιμοποιήθηκαν για να ευρεθούν στρατηγικές παιξίματος σε συνθήκες ματς. Τέλος, προκειμένου να διευκολυνθούν μελλοντικές ερευνητικές προσπάθειες, επινοήθηκε ένα πλαίσιο που ονομάζεται bcdGammon για τη μείωση / αύξηση της πολυπλοκότητας των παιχνιδιών ταβλιού. 171 125 133 Συμβάσεις εκμετάλλευσης πνευματικών έργων στο ψηφιακό περιβάλλον υπό το φως της οδηγίας 2019/790 The rapid development and evolution of technology has resulted in the creation of new means and ways of exploiting intelectual works. This emerging new reality itself argues for the need to harmonize copyright law with the peculiarities of the modern digital era and to adapt the rules for concluding and interpreting copyright exploitation contracts to its requirements. The latest and the most important attempt to raise awareness of the situation described above and to adapt to the new data at European Union level took place with the adoption and publication of Directive 2019/790 of the European Parliament and of the Council, which marked the beginning of a series of forthcoming changes in copyright law that will surely occupy both in the near and distant future. Η ραγδαία ανάπτυξη και εξέλιξη της τεχνολογίας έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία νέων μέσων και τρόπων εκμετάλλευσης των πνευματικών έργων. Αυτή η ολοένα δημιουργούμενη νέα πραγματικότητα από μόνη της συνηγορεί στην ανάγκη εναρμόνισης του δικαίου πνευματικής ιδιοκτησίας με τις ιδιαιτερότητες της σύγχρονης ψηφιακής εποχής και προσαρμογής των κανόνων σύναψης και ερμηνείας των συμβάσεων εκμετάλλευσης πνευματικών έργων στις απαιτήσεις της. Η τελευταία και πιο σημαντική προσπάθεια συνειδητοποίησης της ανωτέρω περιγραφόμενης κατάστασης και προσαρμογής στα νέα δεδομένα σε ευρωπαϊκό επίπεδο συντελέστηκε με την ψήφιση και την δημοσίευση της Οδηγίας 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία σηματοδότησε την αρχή μιας σειράς επερχόμενων αλλαγών στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας που σίγουρα θα απασχολήσουν τόσο στο σύντομο όσο και στο απώτερο μέλλον. 172 348 356 Recommender systems have become a technology that has been widely used by various online applications in situations where there is an information overload problem. Numerous applications such as e-commerce, movie recommendations, song recommendations and people to people recommendations in social networks helping the users, which has improved the quality of the experience and revenues of the vendor. The development of recommender systems has been focused mostly on the development of algorithms, such as collaborative filtering, that provide more accurate recommendations in web environments. However, the use of mobile devices and the rapid growth of the internet and networking infrastructure has brought the necessity of using mobile recommender systems in different environments and scenarios. In mobile environments, every recommendation system is developed with a specific task in mind since a mobile recommendation domain does not exist now. Furthermore, when a mobile recommender system is developed a set of components derived from traditional web recommender systems is used. However, little work has been done towards the identification of the requirements that have an impact on the development of mobile recommender systems. In this thesis, the factors that affect the quality of recommender systems in mobile environments have been extensively analyzed by the author and novel work towards mobile recommender systems development is presented. To that end, the author assists in the development of mobile recommender systems by analyzing the factors that affect the recommendations in mobile scenarios and then makes four contributions: In the first contribution, the concept of static multi-level collaborative filtering for the improvement of the recommendations is introduced. In the second contribution, a dynamic multi-level collaborative filtering is proposed. In the third contribution, a method for privacy-preserving collaborative filtering recommendations is proposed, while in the fourth contribution a method for privacy-preserving context-aware mobile recommendations is presented. The proposals have been tested on common experimental designs that consider real datasets from different recommendation domains, widely used evaluation metrics and comparisons to alternative methods where necessary. The results of the experiments support the validity of the contributions and provide useful insights on their behavior, while supporting their practical applicability. Τα συστήματα συστάσεων έχουν γίνει μια τεχνολογία που έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως από διάφορες ηλεκτρονικές εφαρογές σε περιπτώσεις όπου υπάρχει πρόβλημα υπερφόρτωσης πληροφοριών. Πολυάριθμες εφαρμογές όπως το ηλεκτρονικό εμπόριο, οι συστάσεις ταινιών, οι συστάσεις τραγουδιού και οι συστάσεις ατόμων σε άτομα στα κοινωνικά δίκτυα βοηθούν τους χρήστες, γεγονός που βελτίωσε την ποιότητα της εμπειρίας των χρηστών αλλά και των εσόδων της εταιρείας που τα χρησιμοποιεί. Η ανάπτυξη συστημάτων συστάσεων έχει επικεντρωθεί κυρίως στην ανάπτυξη αλγορίθμων, όπως το συνεργατικό φιλτράρισμα, που παρέχουν πιο ακριβείς συστάσεις σε περιβάλλοντα web. Ωστόσο, η χρήση κινητών συσκευών και η ταχεία ανάπτυξη της υποδομής διαδικτύου και δικτύωσης έχουν φέρει την ανάγκη χρήσης συστημάτων συστάσεων σε κινητές συσκευές οι οποίες μπορεί να βρίσκονται σε εναλλασόμενα περιβάλλοντα. Σε κινητά περιβάλλοντα, κάθε σύστημα συστάσεων αναπτύσσεται με συγκεκριμένο στόχο δεδομένου ότι δεν υπάρχει εώς τώρα ένας τομέας συστάσεων για κινητά. Επιπλέον, όταν αναπτύσσεται ένα σύστημα συστάσεων σε κινητά περιβάλλοντα, χρησιμοποιείται ένα σύνολο τεχνολογιών που προέρχονται από τα συστήματα συστάσεων διαδικτυακού περιβάλλοντος. Μέχρι στιγμής, έχουν γίνει ελάχιστες προσπάθειες για τον εντοπισμό των απαιτήσεων που έχουν αντίκτυπο στην ανάπτυξη συστημάτων συστάσεων σε κινητά περιβάλλοντα. Σε αυτή τη διατριβή, οι παράγοντες που επηρεάζουν την ποιότητα των συστημάτων συστάσεων σε κινητά περιβάλλοντα έχουν αναλυθεί εκτενώς από τον συγγραφέα και παρουσιάζονται νέες κατευθύνσεις προς την ανάπτυξη αυτών. Για το σκοπό αυτό, ο συγγραφέας βοηθά στην ανάπτυξη συστημάτων συστάσεων σε κινητά περιβάλλοντα αναλύοντας τους παράγοντες που επηρεάζουν τις συστάσεις σε κινητά σενάρια και στη συνέχεια κάνει τέσσερις συνεισφορές: Στην πρώτη συνεισφορά, η έννοια του στατικού συνεργατικού φιλτραρίσματος πολλαπλών επιπέδων παρουσιάζεται. Στη δεύτερη συνεισφορά προτείνεται ένα δυναμικό φιλτράρισμα πολλαπλών επιπέδων συνεργασίας. Στην τρίτη συνεισφορά προτείνεται μια μέθοδος για συστάσεις συνεργατικού φιλτραρίσματος που προστατεύει τα δεδομένα του χρήστη, ενώ στην τέταρτη συμβολή παρουσιάζεται μια μέθοδος για τη διαφύλαξη της προστασίας της ιδιωτικής ζωής όταν χρησιμοποιούνται μεταβλητές που είναι σχετικές με την τοποθεσία και τον περιβάλλοντα χώρο. 4 Οι συνεισφορές έχουν δοκιμαστεί εκτενώς εκτελώντας πειράματα με πραγματικά σύνολα δεδομένων από διαφορετικούς τομείς συστάσεων, ευρέως χρησιμοποιούμενες μετρήσεις αξιολόγησης και συγκρίσεις με εναλλακτικές μεθόδους. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων υποστηρίζουν την εγκυρότητα των συμβολών και παρέχουν χρήσιμες γνώσεις σχετικά με τη συμπεριφορά τους, υποστηρίζοντας παράλληλα την πρακτική εφαρμογή τους. 173 412 434 With the advent of the new decade of 2020, we are already - inevitably or not, voluntarily or not - part of an almost universal electronic society. Concepts like "Internet", "Blockchain" "Bitcoin" "Artificial Intelligence", "Face book", "Instagram" "e-mail", "Linkedin" "tablet" and anything that starts with the prefix e -, swirl in our daily lives as self-evident. Our electronic or non-daily life, however, includes our participation in the Legal System either because we are initiating a process before Justice or because we are obliged to participate in a process before Justice and then suddenly and psychologically nothing is self-evidently connected with electronics. And while in other aspects of our lives technology is an obvious tool of facilitation when it comes to justice, our attitude towards it changes mantle: "The Automation of Legal Systems" or simply "digitization in Justice" is transformed into a “nightmare” with many elements, which are unknown, both to the participants (employees) in the field of justice and to ordinary citizens who may be involved at least once in their lives in a court battle. And this, because, undoubtedly, artificial intelligence with the gradual replacement of human resources leads to the degradation of human existence. Regarding the field of justice, could we think whether technology, through the digitization of the entire process from the filing of a procedural act to its discussion, is the new protagonist of justice? and if so, what does it mean and what does it entail? Will our entire legal system be automated? And if so, are there any rules that will protect the users of the electric justice system? Is e-justice another way of violating and (absolute) control of personal data or is it a new legal fact that will benefit its users more than harm them? All these questions are the aim of this study and we will try to answer this thesis. This dissertation was based on the examination and description of Artificial Intelligence from various perspectives, starting from the various definitions and categorizations made on it, while then we proceed to examine the relationship and the impact that Artificial Intelligence has in the field of Justice. The study of these data was done through a rich bibliography, both Greek and foreign language, as well as through articles and other authoritative journalistic sources. All the sources have been searched and found either from the library or through the Internet. Also, all the information we quote contains the corresponding source on which it is based. Με την επέλευση της καινούργιας δεκαετίας του 2020 είμαστε ήδη -αναπόφευκτα ή μη, αυτοβούλως ή όχι- μέρος μιας σχεδόν καθολικής ηλεκτρονικής κοινωνίας. Έννοιες όπως “Internet”, “Blockchain”, “Bitcoin”, “Artificial Intelligence”, “Facebook”, “Instagram”, “e-mail”, “LinkedIn” και οτιδήποτε αρχίζει με το πρόθεμα e-, στροβιλίζουν στην καθημερινότητά μας ως αυτονόητες. Η ηλεκτρονική ή μη καθημερινότητά μας όμως, συμπεριλαμβάνει και τη συμμετοχή μας στο Δικαιικό Σύστημα είτε λόγω του ότι εμείς κινούμε μια διαδικασία ενώπιον της Δικαιοσύνης είτε διότι εμείς υποχρεούμαστε να συμμετάσχουμε σε μια διαδικασία ενώπιον της Δικαιοσύνης και τότε ξαφνικά και ψυχολογικά τίποτα δεν είναι αυτονόητα συνδεδεμένο με την ηλεκτρονικότητα. Και ενώ λοιπόν σε άλλες εκφάνσεις της ζωής μας η τεχνολογία είναι αυτονόητο εργαλείο διευκόλυνσης όταν πρόκειται για τη δικαιοσύνη, η στάση μας προς αυτό αλλάζει μανδύα: «Η Αυτοματοποίηση των Δικαιικών Συστημάτων» ή απλά η «ψηφιοποίηση στη Δικαιοσύνη» «digital justice» μεταμορφώνεται σε έναν «εφιάλτη» με πολλά στοιχεία, τα οποία είναι άγνωστα, τόσο για τους ίδιους τους συμμετέχοντες (εργαζόμενους) στο χώρο της δικαιοσύνης όσο και για τους απλούς πολίτες που ενδεχομένως να εμπλακούν έστω μια φορά στην ζωή τους σε κάποιο δικαστικό αγώνα. Και τούτο, διότι, αναμφίβολα η Τεχνητή Νοημοσύνη με τη σταδιακή αντικατάσταση του ανθρώπινου δυναμικού οδηγεί στην απομείωση της ανθρώπινης ύπαρξης . Αναφορικά με τον τομέα της δικαιοσύνης, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, αν η τεχνολογία μέσω της ψηφιοποίησης όλης της διαδικασίας από την κατάθεση μιας διαδικαστικής πράξης έως τη συζήτηση αυτής, συνιστά το νέο πρωταγωνιστή της δικαιοσύνης; και αν ναι τελικά τι σημαίνει και τι συνεπάγεται αυτό; Όλο το δικαιικό μας σύστημα θα είναι αυτοματοποιημένο; Και αν ναι, έχουν προβλεφθεί κανόνες, οι οποίοι θα προστατεύουν τους χρήστες του ηλεκτρικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης; Μήπως η ηλεκτρονική δικαιοσύνη αποτελεί έναν ακόμα τρόπο παραβίασης και (απόλυτου) ελέγχου των προσωπικών δεδομένων ή μήπως συνιστά ένα νέο νομικό δεδομένο που θα ευνοήσει περισσότερο τους χρήστες του παρά θα τους βλάψει; Όλα αυτά τα ερωτήματα αποτελούν και το στόχο της παρούσης μελέτης και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στην παρούσα διπλωματική εργασία. Η παρούσα διατριβή στηρίχθηκε στην εξέταση και στην περιγραφή της Τεχνητής Νοημοσύνης από διάφορες απόψεις, εκκινώντας από τους ποικίλους ορισμούς που διατυπωθήκαν και τις κατηγοριοποιήσεις που έγιναν επ’ αυτής, ενώ συνεχεία προχωράμε στην εξέταση της σχέσης και της επίδρασης που έχει η Τεχνητή Νοημοσύνη στον τομέα της Δικαιοσύνης. Η μελέτη αυτών των στοιχείων έγινε μέσα από μια πλούσια βιβλιογραφία, τόσο ελληνική όσο και ξενόγλωσση, καθώς επίσης και μέσα από άρθρα και λοιπές έγκυρες δημοσιογραφικές πηγές. Το σύνολο των πηγών έχει αναζητηθεί και έχει εξευρεθεί είτε από τη Βιβλιοθήκη είτε μέσα από το Διαδίκτυο. Επίσης, το σύνολο των πληροφοριών που παραθέτουμε εμπεριέχει και την αντίστοιχη πηγή επί της οποίας και θεμελιώνεται. 174 604 659 Investigation of the reasons for adopting digital currencies and using them as a means of transaction by companies through structural equation modeling and time series analysis Διερεύνηση των λόγων υιοθέτησης των ψηφιακών νομισμάτων και της χρήσης τους ως μέσο συναλλαγής από τις επιχειρήσεις, μέσω της μοντελοποίησης διαρθρωτικών εξισώσεων και της ανάλυσης χρονοσειρών The widespread adoption of digital currencies is a topical and critical issue. This thesis focuses on the cryptocurrencies, which are the most representative type of digital currencies and especially on Bitcoin, which is the first decentralized payment network and dominant cryptocurrency in terms of market capitalization since 2009. In order for digital currencies to achieve widespread adoption, businesses have to accept and use them in the daily commercial transactions; however, digital currencies are still in the early adoption stage. The main research goal is to investigate the reasons that influence the adoption of digital currencies and their use as a means of transaction by companies. Considering digital currencies as a pioneering technological innovation, the thesis proposes a research model that combines the innovation decision process model (IDPM) with the technology acceptance model (TAM), adding the construct of perceived security. The research hypotheses led to the construction of a structured questionnaire, which was the research tool of the survey that had been conducted online for 9 months and was completed in early 2017, addressing to commercial users. The collected data from 254 respondents were further analyzed by applying structural equation modeling (SEM), using the open source software package R, lavaan (version 0.5-23.1097). The results of the primary research stress the role of perceived security, followed by perceived usefulness, while compatibility with existing values and practices has indirect influence on the adoption and use of digital currencies by companies. More specifically, these findings imply that commercial users need to (i) build their policies regarding transactions in digital currencies on the basis of security in order to feel safe about their participation in the digital currencies’ networks and their transactions in the digital markets, (ii) know and understand the benefits of digital currencies for their companies, and (iii) develop techniques, plan actions, and apply practices in order to improve their familiarization with digital currencies, so their use to be compatible with the existing work practices, company’s systems, and transaction rules. Subsequently, the research focuses on a feature of the above main adoption factor by examining the impact of Bitcoin’s price volatility on commercial adoption, while exploring a paradox that appears in the Bitcoin network effect. An econometric procedure is followed, using weekly time series data for the five-year time period February 2013-February 2018, which includes the unit root tests of ADF and PP, Johansen cointegration test, Granger causality/block exogeneity Wald test, impulse response, and variance decomposition, providing a forecasting of how each endogenous variable will respond to a shock which occurs on another variable over a horizon of 10 weeks. The results verify the existence of the observed paradox, since the number of merchants that accept bitcoins is almost unaffected by the shocks in the Bitcoin market. The findings of this thesis provide useful insights and have significant implications for academics by bridging the gap in the literature about the reasons affecting digital currencies’ commercial adoption and for practitioners concerning decision-making on their adoption and use. Finally, the thesis bridges the theoretical gap between the terms of network effects and network externalities by indicating the close relationship of them, as well as highlighting their differences, while also fills the practical gap that exists since there is not so far a full understanding of the network effects’ phenomena and the network externalities that appear in the Bitcoin’s market, which conduce to the delay of its widespread adoption and consequently to the delay of the adoption and use of all the digital currencies. Η ευρεία υιοθέτηση των ψηφιακών νομισμάτων αποτελεί ένα επίκαιρο και κρίσιμο ζήτημα. Η παρούσα διατριβή εστιάζει στον αντιπροσωπευτικότερο τύπο των ψηφιακών νομισμάτων, τα κρυπτονομίσματα και ιδιαίτερα στο Bitcoin, το πρώτο αποκεντρωμένο δίκτυο πληρωμών και κυρίαρχο κρυπτονόμισμα με βάση την κεφαλαιοποίηση αγοράς από το 2009. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ευρεία υιοθέτηση των ψηφιακών νομισμάτων αποτελεί η αποδοχή και χρήση τους στις καθημερινές συναλλαγές από τις επιχειρήσεις, ωστόσο τα ψηφιακά νομίσματα είναι ακόμη σε πρώιμο στάδιο υιοθέτησης. Κύριος ερευνητικός στόχος είναι να διερευνηθούν οι λόγοι που επηρεάζουν την υιοθέτηση των ψηφιακών νομισμάτων και τη χρήση τους ως μέσο συναλλαγής από την πλευρά των επιχειρήσεων. Θεωρώντας τα ψηφιακά νομίσματα ως πρωτοποριακή τεχνολογική καινοτομία, προτείνεται ένα ερευνητικό μοντέλο που συνδυάζει το μοντέλο διαδικασίας απόφασης λήψης καινοτομίας (IDPM) με το μοντέλο αποδοχής τεχνολογίας (TAM), προσθέτοντας τη δομική μεταβλητή της αντιληπτής ασφάλειας. Οι ερευνητικές υποθέσεις οδήγησαν στη δημιουργία ενός δομημένου ερωτηματολογίου, το οποίο αποτέλεσε το ερευνητικό εργαλείο στη διαδικτυακή έρευνα που πραγματοποιήθηκε για εννέα (9) μήνες και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 2017, απευθυνόμενη σε επιχειρηματικούς χρήστες. Τα δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από τις 254 απαντήσεις, αναλύθηκαν περαιτέρω με τη χρήση της μοντελοποίησης διαρθρωτικών εξισώσεων (SEM), με τη χρήση του πακέτου λογισμικού, ανοικτού κώδικα R, lavaan (έκδοση 0.5-23.1097). Τα αποτελέσματα της πρωτογενούς έρευνας αναδεικνύουν ότι ο κυριότερος λόγος, που επηρεάζει άμεσα τη διαδικασία λήψης απόφασης των επιχειρήσεων για την υιοθέτηση και χρήση των ψηφιακών νομισμάτων, είναι η αντιληπτή ασφάλεια, ακολουθούμενη από την αντιληπτή χρησιμότητα, ενώ η συμβατότητα με τις υπάρχουσες αξίες και πρακτικές έχει έμμεση επιρροή. Πιο συγκεκριμένα, τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι οι επιχειρηματικές χρήστες θα πρέπει να (i) διαμορφώνουν τις πολιτικές των επιχειρήσεων τους με βάση την ασφάλεια, προκειμένου να αισθάνονται ασφαλείς για τη συμμετοχή τους στα δίκτυα των ψηφιακών νομισμάτων και τις συναλλαγές τους στις ψηφιακές αγορές, (ii) γνωρίσουν και να κατανοήσουν τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν τα ψηφιακά νομίσματα στις επιχειρήσεις τους και (iii) αναπτύξουν τεχνικές, να σχεδιάσουν δράσεις και να εφαρμόσουν πρακτικές, ώστε να βελτιώσουν την εξοικείωσή τους με τη χρήση των ψηφιακών νομισμάτων, ώστε η χρήση αυτή να είναι συμβατή με τις υπάρχουσες πρακτικές εργασίας, τα συστήματα της επιχείρησης και τους κανόνες συναλλαγών. Στη συνέχεια, εστιάζοντας σε ένα χαρακτηριστικό του παραπάνω κυριότερου λόγου, εξετάζεται η επίδραση της μεταβλητότητας της τιμής του Bitcoin στην υιοθέτησή του από τις επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα, διερευνάται ένα παράδοξο που εμφανίζεται στο δικτυακό φαινόμενο του Bitcoin. Η οικονομετρική διαδικασία που ακολουθήθηκε, χρησιμοποιώντας εβδομαδιαία δεδομένα χρονοσειρών, για μία χρονική περίοδο πέντε ετών (Φεβρουάριος 2013 - Φεβρουάριος 2018), αποτελείται από τους ελέγχους μοναδιαίας ρίζας ADF και PP, συνολοκλήρωσης Johansen, αιτιότητας κατά Granger/block exogeneity Wald, αιφνιδίων αντιδράσεων και αποσυνθέσεων διακύμανσης, οι οποίοι παρέχουν μία πρόβλεψη για τον τρόπο με τον οποίο κάθε ενδογενής μεταβλητή θα ανταποκριθεί σε μία διαταραχή που συμβαίνει σε μία άλλη μεταβλητή σε έναν ορίζοντα δέκα (10) εβδομάδων. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του παρατηρούμενου παράδοξου, δεδομένου ότι, ο αριθμός των επιχειρήσεων που δέχονται bitcoins είναι σχεδόν ανεπηρέαστος από τους κραδασμούς στην αγορά του Bitcoin. Τα ευρήματα της διατριβής παρέχουν χρήσιμες γνώσεις και έχουν σημαντικές επιπτώσεις αφενός για τους ακαδημαϊκούς, γεφυρώνοντας το βιβλιογραφικό κενό σχετικά με τους λόγους που επηρεάζουν την υιοθέτηση των ψηφιακών νομισμάτων και της χρήσης τους ως μέσο συναλλαγής από τις επιχειρήσεις και αφετέρου για τους επαγγελματίες βοηθώντας τους στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την υιοθέτηση και τη χρήση ψηφιακών νομισμάτων. Τέλος, η διατριβή γεφυρώνει το θεωρητικό χάσμα μεταξύ των δύο όρων των φαινομένων δικτύου και των εξωτερικοτήτων δικτύου, των οποίων η διάκριση δεν είναι σαφής βιβλιογραφικά γενικά, αλλά και ειδικότερα στην περίπτωση των ψηφιακών νομισμάτων, υποδεικνύοντας τη στενή σχέση και τονίζοντας τις διαφορές τους, και αφετέρου το πρακτικό χάσμα που ανακύπτει, καθώς δεν υπάρχει μέχρι στιγμής πλήρης κατανόηση των φαινομένων δικτύου και των εξωτερικοτήτων δικτύου που εμφανίζονται στην αγορά του Bitcoin, γεγονός που οδηγεί στην καθυστέρηση της ευρείας αποδοχής του και συνεπακόλουθα των ψηφιακών νομισμάτων. 175 309 264 The Anastasimataria of Petros Ephesios and Ioannis Protopsaltis: μorphological and τeaching approaches Τα Αναστασιματάρια Πέτρου Εφεσίου και Ιωάννου Πρωτοψάλτου: μορφολογική και διδακτική προσέγγιση Anastasimatarion is first published in paper form in 1820 in Bucharest by Peter Ephesius, student of the Three Teachers, and it rapidly spreads in the chanting world at the time. This chanting book will later undergo numerous reprints and adaptations, the most important of which is that of John, Lambadarios and subsequently Protopsaltou of the Great Church of Christ. John’s edition with its adaptation will follow an amazing course. Mainly due to its completeness as far as content is concerned, it will become the basic textbook for the instruction of chanting for beginner students till the present day. This is primarily thanks to the Editions of the Theologians Brotherhood «Zoe». The book will be repeatedly published with new typesetting, with certain adjustments in the melos - these were considered necessary according to the publishers for the more accurate rendering of the hymns’ meaning – and a note of the trisema rhythmical units. John notes that he is adapting the work by Peter Lambadarios. In broad lines he follows Peter; influenced however by the prevailing atmosphere of his times, he intervenes with some new technical characteristics. In his attempt to rhythmically render the sense of what is written, he introduces variations of the melodic lines, stressing selected words of the text, without always following the rhythmic or natural stress of the poetic text. In the doxastics he embellishes the melos through the introduction of melodic lines belonging to the slow stihirarion, thus creating a new aesthetics in these particular meli. John creates an interaction of the points of view of Peter Lambadarios and Jacob Protopsaltou. Concerning the teaching of Anastasimatarion, the use of melodic positions of sounds leads to a deeper and more substantial understanding of them and consequently to a more consistent rendering of the melos itself. Το Αναστασιματάριον εκδίδεται για πρώτη φορά σε έντυπη μορφή το 1820 στο Βουκουρέστι από τον μαθητή των Τριών Διδασκάλων, Πέτρο Εφέσιο και διαδίδεται γρήγορα στον ψαλτικό κόσμο της εποχής. Το ψαλτικό αυτό βιβλίο θα γνωρίσει στην συνέχεια πολλές ανατυπώσεις και διασκευές, με κυριότερη εκείνη του Ιωάννου, Λαμπαδαρίου και στην συνέχεια Πρωτοψάλτου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Η έκδοση του Ιωάννου με τις διασκευές της θα γνωρίσει πορεία εκπληκτική. Κυρίως λόγω της πληρότητός του ως προς τα περιεχόμενα, θα γίνει το βασικό βιβλίο διδασκαλίας της ψαλτικής στους αρχαρίους μαθητές μέχρι σήμερα. Αυτό οφείλεται αποκλειστικά στις Εκδόσεις της Αδελφότητος Θεολόγων «Η Ζωή». Το βιβλίο θα εκδοθεί επανειλημμένως, με νέα στοιχειοθέτηση, με κάποιες παρεμβάσεις στο μέλος, αναγκαίες κατά τους εκδότες για ορθότερη απόδοση του νοήματος των ύμνων, και σημείωση των «τρισήμων ρυθμικών ποδών». Ο Ιωάννης σημειώνει ότι διασκευάζει το έργο του Πέτρου Λαμπαδαρίου. Ακολουθεί σε γενικές γραμμές τον Πέτρο, επηρεασμένος όμως από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, παρεμβαίνει στο μέλος με κάποια νέα τεχνικά χαρακτηριστικά. Στην προσπάθεια να αποδώσει μελικώς τα νοούμενα, εισάγει παραλλαγές των μελωδικών γραμμών τονίζοντας επιλεγμένα λέξεις του κειμένου, χωρίς να ακολουθεί πάντοτε τον ρυθμικό ή λογικό τονισμό του ποιητικού κειμένου. Στα δοξαστικά διανθίζει το μέλος εισάγοντας μελωδικές γραμμές του αργού στιχηραρίου και δημιουργεί μια νέα αισθητική στα συγκεκριμένα μέλη. Ο Ιωάννης δημιουργεί μία ώσμωση θέσεων του Πέτρου Λαμπαδαρίου και του Ιακώβου Πρωτοψάλτου. Στο θέμα της διδακτικής του Αναστασιματαρίου, η χρήση μελωδικών θέσεων των ήχων οδηγεί στην βαθύτερη και ουσιαστικότερη κατανόησή τους και, ως εκ τούτου, στην συνεπέστερη απόδοση του ιδίου του μέλους. 176 379 426 Έρευνα στις μη εισηγμένες Α.Ε. - Η επιρρέπεια τους σε ουσιώδη σφάλματα και παραλείψεις κατά την σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. The aim of this thesis is to present various aspects of the phenomenon of “Manipulation of Financial Statements” and the relationship of the auditors to this phenomenon. Present work attempts to investigate empirically the application of practical falsification of financial statements by the Greek unlisted companies. For this purpose, survey carried out in 1000 audit certificates of unlisted companies on the financial statements of 2009. Initially, through the review of international and Greek scientific articles we try to analyze the basic theoretical framework of falsifying financial statements examining the concept of the accounting fraud and related concepts, motivations, practices and their impact on the financial statements of the company. Afterwards, we investigate the responsibility of auditors relying both on the existing literature and on international and Greek legal framework. To effectively delineate the relationship of auditors with falsifying statements we analyze some of the major accounting scandals and the attitude held by audit firms in each of them. Then we look at issues concerning the audit report in order to understand better the basic tool of our research. Specifically, we refer to the literature and the legal framework concerning the contents of the audit report and the degree of its uniformity. Before presenting our own research we quote, for more comprehensive information to the reader but also for comparative purposes, to some of the most important investigations referring mainly to Greek businesses and are consistent with the goals of this thesis. Finally we present the results of our survey conducted in 1000, as we have said, unlisted companies. We analyze the audit reports of those companies to consider both the extent of deliberate or no deliberate falsification of the financial figures from Greek unlisted and the susceptibility of different industries in this direction. We also examined whether certain key financial figures namely Sales, before Tax Earnings, Total Assets, and the indicators: before Taxes Earnings / Sales, Sales / Total Assets, before Taxes Earnings / Total Assets , Equity / Total Assets, Intangible and Tangible Assets / Total Assets, Receivables / Sales, Receivables / Total Assets, affect the degree of earnings management. The survey showed that a very small number of unlisted companies have an audit report free of comments from the auditors regarding the accuracy of published financial statements. Στόχος της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι να παρουσιάσει τις διάφορες πτυχές του φαινομένου της «Παραποίησης των Οικονομικών Καταστάσεων», καθώς και την σχέση των ορκωτών ελεγκτών με το φαινόμενο αυτό. Στα πλαίσια της παρούσας εργασίας, επιχειρείται να διερευνηθεί εμπειρικά η εφαρμογή πρακτικών παραποίησης των οικονομικών καταστάσεων από τις ελληνικές μη εισηγμένες ανώνυμες εταιρίες. Για το σκοπό αυτό διενεργήθηκε έρευνα στα πιστοποιητικά ελέγχου 1000 μη εισηγμένων ανωνύμων εταιριών στις οικονομικές καταστάσεις του 2009. Αρχικά μέσα από την επισκόπηση της διεθνούς και ελληνικής αρθρογραφίας επιχειρούμε να αναλύσουμε το βασικό θεωρητικό πλαίσιο της παραποίηση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων εξετάζοντας τον όρο της λογιστικής απάτης και συναφών εννοιών, τα κίνητρα, τις πρακτικές αλλά και τις επιπτώσεις τους στα οικονομικά μεγέθη της εταιρίας. Κατόπιν οριοθετούμε την ευθύνη των ορκωτών ελεγκτών στηριζόμενοι τόσο στην υπάρχουσα αρθρογραφία όσο και στο διεθνές και ελληνικό νομικό πλαίσιο. Για να σκιαγραφήσουμε αποτελεσματικότερα την σχέση των ελεγκτών με την παραποίηση των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, αναλύουμε κάποια από τα σημαντικότερα λογιστικά σκάνδαλα και την στάση που κράτησαν οι ελεγκτικές εταιρίες σε καθένα από αυτά. Κατόπιν εξετάζουμε θέματα που αφορούν το πιστοποιητικό ελέγχου του ορκωτού ελεγκτή προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το βασικό εργαλείο της έρευνάς μας. Συγκεκριμένα, ανατρέχουμε στην αρθρογραφία και το νομικό πλαίσιο που αφορά το περιεχόμενο του πιστοποιητικού ελέγχου και τον βαθμό ομοιομορφίας που αυτό παρουσιάζει. Πριν την παρουσίαση της δικής μας έρευνας, παραθέσαμε για λόγους πιο ολοκληρωμένης ενημέρωσης του αναγνώστη αλλά και για λόγους συγκρισιμότητας κάποιες από τις σημαντικότερες έρευνες που αφορούν κυρίως ελληνικές επιχειρήσεις και παρουσιάζουν συνάφεια με τους σκοπούς της παρούσας διπλωματικής. Τέλος παραθέτουμε τα αποτελέσματα της δικής μας έρευνας, που εκπονήθηκε όπως προείπαμε σε 1000 μη εισηγμένες εταιρίες, με σκοπό αναλύοντας τα πιστοποιητικά ελέγχου των εταιριών αυτών να εξετάσουμε, τόσο την έκταση της ηθελημένης ή μη αλλοίωσης των οικονομικών μεγεθών από τις ελληνικές μη εισηγμένες, όσο και την επιρρέπεια διαφορετικών κλάδων προς την κατεύθυνση αυτή. Επιχειρήθηκε επίσης να εξεταστεί κατά πόσο ορισμένα βασικά οικονομικά μεγέθη και δείκτες και συγκεκριμένα οι Πωλήσεις, τα προ Φόρων Αποτελέσματα, το Σύνολο Ενεργητικού, και οι δείκτες προ Φόρων Αποτελέσματα / Πωλήσεις, Πωλήσεις / Σύνολο Ενεργητικού, προ Φόρων Αποτελέσματα / Σύνολο Ενεργητικού, Ίδια Κεφαλαία / Σύνολο Ενεργητικού, Ασώματες και Ενσώματες Ακινητοποιήσεις / Σύνολο Ενεργητικού, Απαιτήσεις / Πωλήσεις, Απαιτήσεις / Σύνολο Ενεργητικού, επηρεάζουν τον βαθμό αλλοίωσης των χρηματοοικονομικών καταστάσεων. Η έρευνα απέδειξε ότι ένας πολύ μικρό αριθμός των μη εισηγμένων εταιριών αποσπούν από τους ορκωτούς ελεγκτές πιστοποιητικό με σύμφωνη γνώμη , δηλαδή απαλλαγμένο από παρατηρήσεις που αφορούν την ακρίβεια των δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων. 177 290 247 Models for corporate bankruptcy prediction: an empirical investigation of general or sector specific models. Υποδείγματα πρόβλεψης των εταιρικών πτωχεύσεων: εμπειρική διερεύνηση της χρήσης γενικών ή κλαδικών υποδειγμάτων. The term “bankruptcy” coincides with the worst situation, without any chance of improvement, that a company can reach while most of the time an entire society can be affected by its consequences. That’s why, modelling the bankruptcy prediction is the subject of many investigations so far, beginning from ‘60s more systematically. In this paper, there is an attempt of gathering and clustering all the above investigations. Of course, there is an attempt of clarifying the term bankruptcy, insolvency and financial distress and of identifying the causes of bankruptcy based on many references. Some of the causes for bankruptcy can be the characteristics of owners – managers, the lack of liquidity etc. Many models are used to predict corporate bankruptcy so far and it is considered important to be presented. These are divided into four different categories, i) theoretical, ii) statistical, iii) intelligent and iv) operational research models. Finally, the new model which is developed in this dissertation, is based on the view that the sector of a company can be a notably feature that affects a bankruptcy and must be used in the prediction of its bankruptcy. The conclusion is that in short term the sector of a company is a notably feature that should be taken into consideration when modelling bankruptcy prediction and it is suggested that sector specific models should be formed especially in short-term. However, it is suggested that general models should be formed in long term because the sector does not directly affect the situation of a company or at least it seems that companies tend to converge in the general features of the two groups, bankrupt or not regardless their sectors. Η λέξη πτώχευση ταυτίζεται με τη δυσμενέστερη κατάσταση που μπορεί να περιέλθει μία επιχείρηση χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαφυγής από αυτήν ενώ αρκετές είναι οι φορές που οι συνέπειές της επηρεάζουν μια ολόκληρη κοινωνία. Για αυτό το λόγο η κατάσταση αυτή αποτελεί το επίκεντρο πολλών ερευνών που πραγματοποιούνται κατά καιρούς εδώ και αρκετά χρόνια. Στην παρούσα εργασία γίνεται προσπάθεια ομαδοποίησης των παραπάνω ερευνών και όσο το δυνατόν πληρέστερης απεικόνισης της διεθνούς βιβλιογραφίας έτσι ώστε να αποσαφηνιστεί πλήρως η έννοια της πτώχευσης, η οποία συγχέεται με τη χρηματοοικονομική δυσπραγία και την αφερεγγυότητα, να προσδιοριστούν όλες οι αιτίες της, όπως τα χαρακτηριστικά των ιδιοκτητών – μάνατζερ και η έλλειψη ρευστότητας, καθώς και οι συνέπειές της. Ζωτικής σημασίας θεωρούνται τα υποδείγματα που έχουν χρησιμοποιηθεί μέχρι στιγμής για την πρόβλεψη της κατάστασης αυτής, τα οποία διακρίνονται σε τέσσερις διαφορετικές κατηγορίες, ι) θεωρητικά, ιι) στατιστικά, ιιι) ευφυή και ιν) επιχειρησιακής έρευνας υποδείγματα. Τέλος, το καινούργιο υπόδειγμα που διαμορφώθηκε στην παρούσα εργασία, βασισμένο στην άποψη ότι ο κλάδος δραστηριότητας της επιχείρησης είναι ένα χαρακτηριστικό που επηρεάζει την πραγματοποίηση μιας πτώχευσης, κατέληξε στο γεγονός ότι βραχυπρόθεσμα ο κλάδος είναι ένα σημείο που θα πρέπει να προσεχθεί και προτείνεται ως καλύτερο εργαλείο ένα κλαδικό βραχυπρόθεσμο υπόδειγμα πρόβλεψης. Όμως, μακροπρόθεσμα προτείνεται ένα γενικό υπόδειγμα αφού ο κλάδος δεν επηρεάζει άμεσα την κατάσταση μιας επιχείρησης ή τουλάχιστον οι επιχειρήσεις τείνουν να συγκλίνουν στα γενικά γνωρίσματα των δύο ομάδων, πτωχευμένων και μη, ανεξαρτήτως κλάδου δραστηριότητας. 178 187 252 Ο προσανατολισμός απέναντι στην διεθνή κοινότητα ως κίνητρο μάθησης της αγγλικής γλώσσας In the literature concerning Greek University students, there is no evidence regarding international orientation, which is consisted of international posture and ideal L2 self. The aim of the present study is to investigate if and how international orientation is differentiated under the effect of demographic factors. At the same time, it examines the demographic factors which predict international orientation. Also, it studies the relationship between attitudes towards language learning and perceived L2 competence with international orientation. In the research participated 406 undergraduate students from higher educational institutes of Thessaloniki. The questionnaires which were administered to investigate international orientation were the International Posture Inventory (IPI) and the Motivational Self–System Questionnaire from the research of Platsidou, Kantaridou & Papadopoulou (2016). The results showed that the main factors which affected international orientation were the level and the possession of English language certificate, the knowledge of other foreign languages except of English, the residence abroad and parents’ EFL knowledge. The predominant predictor of international orientation appeared to be the level of English language proficiency. Also, it was found that international orientation related to attitudes towards language learning and perceived L2 competence. Στην ελληνική βιβλιογραφία δεν υπάρχει καμία έρευνα που να αφορά τον προσανατολισμό των φοιτητών απέναντι στην διεθνή κοινότητα, ο οποίος αποτελείται από την στάση απέναντι στην διεθνή κοινότητα και τον ιδανικό εαυτό στην αγγλική γλώσσα. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει αν και πώς διαφοροποιείται ο προσανατολισμός απέναντι στην διεθνή κοινότητα υπό την επίδραση των δημογραφικών παραγόντων των φοιτητών. Παράλληλα εξετάζει τους δημογραφικούς παράγοντες που προβλέπουν τον προσανατολισμό απέναντι στην διεθνή κοινότητα. Επίσης, μελετά την σχέση της στάσης απέναντι στις ξένες γλώσσες και της αντιληπτής ικανότητας στην αγγλική γλώσσα με τον προσανατολισμού απέναντι στην διεθνή κοινότητα. Στην έρευνα συμμετείχαν 406 προπτυχιακοί φοιτητές από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα του νομού Θεσσαλονίκης. Τα ερωτηματολόγια που χορηγήθηκαν για την διερεύνηση του προσανατολισμού απέναντι στην διεθνή κοινότητα ήταν το ερωτηματολόγιο της Στάσης Απέναντι στην Διεθνή Κοινότητα (International Posture Inventory, IPI) και το Ερωτηματολογίου της Εσωτερικής Παρακίνησης (Motivational Self–System Questionnaire) της έρευνας των Platsidou, Kantaridou & Papadopoulou (2016). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι κύριοι παράγοντες που επηρεάζουν τον προσανατολισμό απέναντι στην διεθνή κοινότητα συνολικά ήταν το επίπεδο και η κατοχή πιστοποιητικού γλωσσομάθειας της αγγλικής γλώσσας, η γνώση άλλων ξένων γλωσσών εκτός της αγγλικής, η διαμονή στο εξωτερικό και η γνώση αγγλικών των γονέων. Ο επικρατέστερος προβλεπτικός παράγοντας του προσανατολισμού απέναντι στην διεθνή κοινότητα φάνηκε ότι ήταν το επίπεδο γλωσσομάθειας αγγλικών. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι ο προσανατολισμός απέναντι στην διεθνή κοινότητα συσχετίζεται με την στάση απέναντι στις ξένες γλώσσες και την αντιληπτή ικανότητα στην αγγλική γλώσσα. 179 104 99 Implementing Activity-Based Costing to cost service sector Κοστολόγηση υπηρεσιών με τη μέθοδο της κατά Δραστηριότητα Κοστολόγησης (Activity-Based Costing) The present research analyses the newly method of costing accounting named Activity-based Costing (ABC) and the up to date evaluation of ABC, the one known as Time-Driven Activity-Based Costing (TDABC). These methods of measuring cost of products or services or customers are applied in an industrial company, a service sector company and a proposed model is provided to be applied in a higher education institution. The outcome provide information of great detail regarding the operation of each company, their bottlenecks and assist management to take action to solve the problematic areas and feel confident for future decisions. Η παρούσα έρευνα αφορά στη μελέτη και εφαρμογή της πιο νέας σήμερα μεθόδου κοστολόγησης που ονομάζεται «Κατά Δραστηριότητα Κοστολόγηση» (Activity-Based Costing), αναλύοντας ειδικά την τελευταία εξέλιξη της γνωστή ως «Time-Driven Κατά Δραστηριότητα Κοστολόγηση» (Time-Driven Activity –based Costing). Τα μοντέλα κοστολόγησης εφαρμόζονται σε μία παραγωγική επιχείρηση, καθώς και σε μία επιχείρηση παροχής υπηρεσιών και επισημαίνεται το προτεινόμενο μοντέλο εφαρμογής της Time-Driven Κατά Δραστηριότητα Κοστολόγησης σε Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Τα αποτελέσματα προσφέρουν εξαιρετική πληροφόρηση στη διοίκηση αναφορικά με τη λειτουργία του οργανισμού και αποτελούν χρήσιμο εργαλείο αξιολόγησης μελλοντικών της προγραμμάτων. 180 351 334 Social Security as a human right. Legal and political parameters in southeastern Europe: comparative overview of Greece and Bulgaria Η κοινωνική ασφάλιση ως ανθρώπινο δικαίωμα: νομικές και πολιτικές παράμετροι στη Νοτιοανατολική Ευρώπη: συγκριτική επισκόπηση Ελλάδας και Βουλγαρίας The term ‘social insurance’ historically pre-existed the term ‘social security’. The entitlement to social benefits was established as a right to cover lack of income for employees in the event of social risks. Therefore, social insurance can be seen as the ‘natural’ beginning of an institu-tional framework that gradually came to expand and to incorporate both benefit recipients and non-workers. This has resulted in the two concepts being often presented as identical. Today, the human right to social security encompasses the right to access benefits as a compensation for the emergence of social risks and contingencies, both in cash and in kind. This study examines the normative content of the right affirmed in international statutes in the light of three ethical ideals: the concept of need, the principle of equality and freedom. In addition, the analysis of the constituent elements of social security results from the research and compa-rative assessment of a number of national reports and judicial cases that have been examined over time by the treaty bodies responsible for the authentic interpretation of the international treaties and conventions. Since national social security systems are socio-economic and political sub-systems, both the legal examination of national regulations in Greece and Bulgaria as well as the intertemporal study of standards and recommendations to both States (from the ratification of the international treaties to date) refer to interacting factors such as prevailing political choices, the economic crisis, unemployment, labor relations and popu-lation ageing. It is demonstrated that these two countries are unable to achieve the levels of protection laid down by the statutes of the main international and regional organizations protecting the right to social security. Political interventions aimed at urgently needed reforms of the national social security systems retreat when they face either the dominant global trend of severe fiscal constraints or the strong resistance of societies who are determined to defend an ineffective status quo even if it inherently produces inequalities and has long ago led to the unsustainability of national systems. Ο όρος «κοινωνική ασφάλιση» προϋπήρξε ιστορικά του όρου «κοινωνική ασφάλεια». Η ανα-ζήτηση κοινωνικών παροχών καθιερώθηκε ως δικαίωμα οικονομικής εξασφάλισης των εργα-ζομένων σε περίπτωση επέλευσης ασφαλιστικών – κοινωνικών κινδύνων. Η κοινωνική ασφάλιση, λοιπόν, αποτέλεσε τη ‘‘φυσική’’ αρχή ενός θεσμικού πλαισίου που επεκτάθηκε και σταδιακά συμπεριέλαβε στους δικαιούχους παροχών και τους μη εργαζόμενους. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα οι δύο έννοιες συχνά να παρουσιάζονται ως ταυτόσημες. Σήμερα, το ανθρώπινο δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλεια επιτάσσει τη χορήγηση παροχών ως αποζημίωση για την εμφάνιση των ασφαλιστικών κινδύνων σε χρήμα, αλλά και σε είδος, όπως η άμεση παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί αρχικά την εξέταση της κανονιστικής ισχύος του δικαιώματος στα διεθνή καταστατικά κείμενα υπό το πρίσμα τριών φιλοσοφικών ιδανικών: την έννοια της ανάγκης, την ισότητα και την ελευθερία. Επιπλέον, η ανάλυση των συστατικών χαρακτηριστικών της κοινωνικής ασφάλειας προκύπτει από την έρ-ευνα και συγκριτική αξιολόγηση πληθώρας εθνικών εκθέσεων και δικαστικών υποθέσεων που εξετάστηκαν διαχρονικά από τα επιφορτισμένα με την αυθεντική ερμηνεία των διεθνών συμ-βάσεων όργανα. Δεδομένου ότι τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά υποσυστήματα, τόσο η νομική εξέταση των εθνικών ρυθμίσεων σε Ελλάδα και Βουλγαρία όσο και η διαχρονική (από την επικύρωση των διεθνών συμβάσεων μέχρι σήμερα) μελέτη των προτύπων και συστάσεων προς τα δύο κράτη, επικου-ρείται από τον εντοπισμό αλληλεπιδρώντων παραγόντων, όπως οι κυρίαρχες πολιτικές επιλο-γές, η οικονομική κρίση, η ανεργία, οι εργασιακές σχέσεις, καθώς και η δημογραφική γήραν-ση. Διαπιστώνεται ότι πρόκειται για δύο κράτη τα οποία αδυνατούν να επιτύχουν τα επίπεδα προστασίας που ορίζουν τα καταστατικά κείμενα των κυριότερων διεθνών και περιφερειακών οργανισμών προστασίας του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλεια. Οι πολιτικές παρεμ-βάσεις για την επιτακτικά αναγκαία μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων υποχω-ρούν όταν βρίσκονται αντιμέτωπες είτε με την κυρίαρχη παγκόσμια τάση αυστηρών δημοσιο-νομικών περιορισμών είτε με την ισχυρή αντίσταση των κοινωνιών για την προάσπιση έστω και ενός αναποτελεσματικού «status quo», που εγγενώς παράγει ανισότητες και έχει προ πολλού οδηγήσει στη μη βιωσιμότητα των εθνικών συστημάτων. 181 253 307 Η εποπτεία στη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία: μια ποιοτική έρευνα για την εφαρμογή της στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. The role of counselling and psychotherapy in Greece has recently been upgraded and this has inevitably given rise to questions concerning vocational consolidation and, more importantly, effective practice. Lifelong supervision of counsellors and psychotherapists has been internationally recognised as a key instrument to enhance, support and ensure the quality of services provided. Few studies have been conducted in Greece on supervision practice and its impact; it is, therefore, appropriate that this area be explored through qualitative research. This study recruited 18 experienced supervisors who expressed their views on the institutionalisation and the dissemination of supervision, described their personal experience and the standards that are essential to them, and also identified the benefits for the supervisees, the supervisors themselves and the clients of psychosocial care services. Based on Grounded Theory principles, the supervisors’ reports were analysed and grouped under key axes and themes. The participants’ views are in line with the findings of studies conducted in other countries, where supervision practice has been studied for several decades. Nowadays, supervision of counsellors has become a new, flourishing and discrete profession, based on theoretical models, practiced according to specific standards and leading to positive outcomes for all parties involved. This study presents the state of play concerning the supervision of counselors and psychotherapists both in Greece and abroad, discusses the most widely-used theoretical models underpinning it and identifies the standards required to be met in its practice internationally. Moreover, it focuses on the positive impact of life long supervision on enhancing the quality of psychosocial services. Η αναβάθμιση του ρόλου της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας στη χώρα μας επιφέρει αναπόφευκτα ερωτήματα που σχετίζονται τόσο με την επαγγελματική κατοχύρωση, αλλά πολύ περισσότερο με την αποτελεσματική τους άσκηση. Η εποπτεία αναγνωρίζεται διεθνώς ως ένα βασικό εργαλείο ανάπτυξης, υποστήριξης και διασφάλισης της ποιότητας της συμβουλευτικής και της ψυχοθεραπείας. Καθώς στη χώρα μας υπολείπονται μελέτες σχετικά με την άσκηση της εποπτείας και την επίδρασή της στις υπηρεσίες στήριξης και ψυχοκοινωνικής υγείας, πρόκειται για ένα πεδίο το οποίο ενδείκνυται να διερευνηθεί μέσω της ποιοτικής έρευνας. Στην παρούσα έρευνα συμμετείχαν 18 έμπειροι/ες επόπτες και επόπτριες, οι οποίοι/ες κατέθεσαν τις απόψεις τους σχετικά με τη θεσμική κατοχύρωση και τη διάδοση της εποπτείας, περιέγραψαν την προσωπική τους εμπειρία και τις προδιαγραφές που οι ίδιοι/ες θεωρούν σημαντικές, ενώ εντόπισαν τα οφέλη που αποκομίζουν οι εποπτευόμενοι/ες, οι ίδιοι/ες οι επόπτες/τριες και οι επωφελούμενοι των υπηρεσιών ψυχοκοινωνικής υγείας. Με βάση τις αρχές της Θεμελιωμένης Θεωρίας, οι δηλώσεις των εποπτών/τριών αναλύθηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν σε βασικούς άξονες και θεματικές κατηγορίες. Οι απόψεις των συμμετεχόντων/ουσών συγκλίνουν με τις διαπιστώσεις των μελετών που έχουν διεξαχθεί σε χώρες του εξωτερικού, όπου η άσκηση της εποπτείας μελετάται εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η εποπτεία των συμβούλων σήμερα αποτελεί μια νέα, αναπτυσσόμενη και διακριτή επαγγελματική δραστηριότητα, που βασίζεται σε θεωρητικά μοντέλα, προϋποθέτει συγκεκριμένες προδιαγραφές για την άσκησή της, ενώ έχει θετικά αποτελέσματα σε όλους/ες τους/τις εμπλεκόμενους/ες. Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει την επικρατούσα κατάσταση όσον αφορά την εποπτεία των συμβούλων και των ψυχοθεραπευτών σε χώρες του εξωτερικού και της Ελλάδας, αναπτύσσει τα πιο διαδεδομένα θεωρητικά μοντέλα στα οποία βασίζεται και εντοπίζει τις προδιαγραφές που διεθνώς έχουν τεθεί ως προαπαιτούμενα για την άσκησή της. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην παρουσίαση των θετικών επιδράσεων που έχει η άσκηση της εποπτείας στην αναβάθμιση της ποιότητας των ψυχοκοινωνικών υπηρεσιών. 182 481 574 The children of Wadi Rum: gender representations and socializing practices of Zalabieh of Jordan. Τα παιδιά του Wadi Rum: έμφυλες αναπαραστάσεις και πρακτικές κοινωνικότητας στους Zalabieh της Ιορδανίας. In doctoral dissertation, entitled "Gender representations and power relations, the case of Zalabieh Bedouins of Wadi Rum search for gendered national identities of "Bedouins as construction of colonial discourse and the state ideology and I emphasize on power relations / subordination regarding to gender and to the institutions of the state machine. I outline the cultural assumptions and concepts of the ‘self’ both as citizen and as ‘other’ through performances in the desert such as camel racings and the construction of power as Foucault determines that is consensus from below and the above through collisions with bureaucrats, produced during the process of negotiating the roles and identities in the global economic competition. Political affiliation and undermining of power relations delineate the identity of the subjects in the region. Through performances in the desert like camel racings, that determine to promote the integration policy of Bedouins as a unity I outline their masculinity, and the underlying reasons that form their identity both within the state as citizens and as a self/man which is different from the ‘other’ Arabor European from ‘outside’. Also thesis discusses the bedouin identity in relation to the conflict in historical-political context of the Middle East, the Six-Day War and the Palestinian intifada and also in relation to the manipulated procedures of historical events of the distant past by King Huseyn Jordan . The exercise of the Bedouin Custommary Law, yet integral part of everyday life Bedouin Zlabieh help conserve diversity and simultaneously compensates for the legislative power of the state, undermining its strength. Marriage as a rite of passage for women as well as ritual practice is the field where femininity is performed and highlight the gendered power relations, and resistance. The description of the relationship of women with the material culture of modernity and the space inside and outside their home is the field for the self-determination of women as women / female but not as Bedouins, as well as the emergence of new power relations promoted by the global capitalist policy. In the marriage ceremony, both as a practical procedure that separates the sexes spatially and as a threshold to femininity, are identified cultural assumptions about gender and motherhood. Negative emotions of women through resistance and consumption practices result in their undermining of male power and their silent battle for their survival. The women’s negotiation of their gendered roles are enriched with new forms of actions produced by the interaction of those involved in the process of local, ie subjects and ethnographer, which create new authoritarian reasons for subordinate subjects. Cultural assumptions of children initially through problematizing childhood and then through their play and their drawings as analytical tools.outline the ways these representations, penetrate their way of thinking and how the hegemonic practices of the adults results in constructing the children’s identities. Στην ανά χείρας διδακτορική διατριβή που έχει τίτλο “Έμφυλες αναπαραστάσεις και διαχείριση ρόλων, η περίπτωση των βεδουίνων Zlabieh του Wadi Rum” διαπραγματεύομαι την δημιουργία των έμφυλων εθνοτικών ταυτοτήτων, όπως αυτή του “βεδουίνου/βεδουίνας” ως κατασκευή του αποικιοκρατικού λόγου και της κυρίαρχης κρατικής ιδεολογίας, καθώς και τις σχέσεις εξουσίας/υποτέλειας τόσο σε σχέση με τα φύλα όσο και σε σχέση με τα θεσμικά όργανα της κρατικής μηχανής. Μέσα από λόγους, επιτελέσεις και πρακτικές των υποκειμένων της ερήμου του Wadi Rum της Ιορδανίας, σκιαγραφούνται οι πολιτισμικές παραδοχές τους και πώς εμπλέκονται σε αυτές έννοιες ενός εαυτού που διακρίνεται από τους υπόλοιπους πολίτες του Ιορδανικού κράτους. Διαπραγματεύομαι την έννοια της εξουσίας αφενός με τον Φουκωϊκό όρο της συναίνεσης από τα κάτω και αφετέρου μέσα από τις συγκρούσεις με τους γραφειοκράτες, που παράγονται κατά τις διαδικασίες διαπραγμάτευσης των ρόλων και ταυτοτήτων μέσα στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό. Οι πολιτικές της υπαγωγής και της υπονόμευσης των σχέσεων εξουσίας σκιαγραφούν την ταυτότητα των υποκειμένων της περιοχής. Μέσα από τις επιτελέσεις όπως τις καμηλοδρομίες, τους παραστατικούς δηλαδή αγώνες της ερήμου, προσδιορίζεται η προώθηση της ενοποιητικής πολιτικής των βεδουίνων μεταξύ τους και ταυτόχρονα ο ανδρισμός, τα οποία μέσα από λόγους των υποκειμένων, συγκροτούν την ταυτότητά τους αφενός μέσα στο κράτος και αφετέρου μεταξύ των υπολοίπων ανδρών ‘εκτός’, Αράβων ή μη. Επίσης η διατριβή διαπραγματεύεται την βεδουίνικη ταυτότητα σε σχέση με τις συγκρουσιακές ιστορικές-πολιτικές συγκυρίες της μέσης ανατολής, του πολέμου των έξι ημερών και της Παλαιστινιακής intifada και ταυτόχρονα σε σχέση με τους τρόπους διαχείρισης και επίκλησης ιστορικών γεγονότων του μακρινού παρελθόντος από τον Βασιλιά Huseyn της Ιορδανίας. Η άσκηση του Αραβικού Εθιμικού Δικαίου, αναπόσπαστο ακόμη μέρος της καθημερινότητας των βεδουίνων Zlabieh συμβάλλει στην διατήρηση της ετερότητας και ταυτόχρονα αντισταθμίζει την νομοθετική εξουσία του κράτους υπονομεύοντας τη δύναμή του. Ο γάμος, τόσο ως διαβατήρια διαδικασία για τις γυναίκες όσο και ως τελετουργική πρακτική, συνιστά το πεδίο όπου επιτελείται η θηλυκότητα και αναδεικνύονται οι έμφυλες σχέσεις εξουσίας, υπαγωγής και αντίστασης. Η περιγραφή της σχέσης των γυναικών με τον υλικό πολιτισμό της νεωτερικότητας και τον χώρο εντός και εκτός σπιτιού και η διαχείριση αυτού και από τα δύο φύλα, καθίσταται πεδίο παρατήρησης για τον αυτοπροσδιορισμό των γυναικών ως γυναίκες/θηλυκά και όχι ως βεδουίνες, καθώς επίσης και για την ανάδειξη των νέων σχέσεων εξουσίας που προωθούνται από την παγκόσμια καπιταλιστική πολιτική. Μέσα από την τελετή του γάμου, τόσο ως πρακτική διαδικασία που διαχωρίζει χωρικά τα φύλα όσο και ως κατώφλι στη θηλυκότητα, προσδιορίζονται οι πολιτισμικές παραδοχές για το φύλο τους και την μητρότητα. Οι αρνητικές συναισθηματικές φορτίσεις των γυναικών που μέσα από αντιστάσεις και πρακτικές κατανάλωσης καταλήγουν στην υπονόμευση της ανδρικής εξουσίας συνιστούν πεδίο ανάλυσης σιωπηρών αντιστάσεων και αφανών μαχών για την υπόστασή τους. Οι πρακτικές διαπραγμάτευσης του έμφυλου ρόλου των γυναικών εμπλουτίζονται με τις νέες μορφές δράσεις που παράγονται από την αλληλόδραση των εμπλεκομένων στη διαδικασία της επιτόπιας, δηλαδή των υποκειμένων και της εθνογράφου, οι οποίες δημιουργούν νέους εξουσιαστικούς λόγους των υπαγόμενων-υποτελών υποκειμένων. Τέλος διαπραγματεύομαι τις παιδικές πολιτισμικές παραδοχές αρχικά μέσα από την προβληματοποίηση της παιδικής ηλικίας και εν συνεχεία μέσα από το παιχνίδι και το ιχνογράφημα ως αναλυτικά εργαλεία. Προσπάθησα να αναλύσω μέσα από αυτές τις αναπαραστάσεις, τους τρόπους που διαπερνούν τα νοητικά σχήματα των παιδιών οι ηγεμονικές πρακτικές και οι διαπραγματεύσεις των φύλων και να αναδείξω τον έμφυλο ή μη χαρακτήρα των αναπαραστάσεων. Το παιδί ως αναλυτική κατηγορία πιστεύω ότι ολοκληρώνει τον λόγο των υποκειμένων και συμβάλλει στην πολυμορφία της επιτόπιας έρευνας. 183 426 434 Towards a single and regulated framework in the financial instruments' market. Interactions between national and international economic policies Προς ένα ενιαίο ρυθμιστικό πλαίσιο, στην αγορά των χρηματοοικονομιικών προϊόντων. Αλληλεπιδράσεις μεταξύ εθνικών οικονομικών πολιτκών και διεθνών This Doctoral Dissertation examines initially whether and how much the legislation through European Union Directives and Regulations at European level, and also the Money and Capital Markets Acts in the US., helped, strengthened, protected the international financial system, whether the other markets were developed by the allocation of funds and whether they contributed to the change of the world economic circles. The implications and effects on investors and national jurisdictions have been investigated and whether all system participants (stock exchanges, repositories, investors, listed companies, credit institutions, capital markets, institutional investors, Hedge Funds, etc.) are protected. The research has focused on whether and how far it is possible to set a single framework of regulations that regulates all financial products on a global scale in relation to all market players and what the implications of its interaction with national and international economic (and non) policies. National policies are essential public-sector policies at national level and are formally adopted by governments in their entirety, designed and implemented by governmental public bodies (the narrow or wider public sector). The results showed that the implementation of a genuinely international single regulatory framework for all financial products is away of its final and realistic implementation. However, the theoretical existence of a single and unified institutional model of organized trading markets and a set of regulatory and organizational policies that will protect it under a balanced arrangement, offering equal information to the participants, with less transaction costs and hence greater transparency, increased liquidity, and reduced cases of market abuse and manipulation, it is proven that it is feasible and can be implemented, even though a temporarily reduction in the initial value of assets (Hirshleifer effect). Whether this theoretical model can be applied in reality, depends essentially on mood, views, economic (and non) practical and social policies, and the dominant position in the global financial market of the various countries of the world. Therefore, responding to the question posed by the researchers, that is, to the fact that where harmonized international regulations and standards are really needed and where we can safely leave room on the regulated market, after our research, it is in the regulatory integration of products within the international markets, with a specific regulatory framework, applying national and international policies that interact each other and are based in areas primarily financial and social-employment, as we supported. This will be a single regulatory unification, which will take into account possible controversial law cases. Η παρούσα διατριβή εξετάζει αρχικά το εάν και πόσο βοήθησαν, ισχυροποίησαν, προστάτεψαν το διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα, εάν αναπτύχθηκαν άλλες αγορές με μετακινήσεις συναλλακτικών δραστηριοτήτων και εάν συνέβαλλαν στην μεταβολή των παγκόσμιων οικονομικών κύκλων, οι ρυθμίσεις μέσω των Κοινοτικών Οδηγιών και Κανονισμών σε Ευρωπαϊκό επίπεδο αλλά και των νόμων που διέπουν τις Αγορές Χρήματος και Κεφαλαίου στις ΗΠΑ. Ερευνήθηκαν οι επιπτώσεις στους επενδυτές και στις εθνικές δικαιϊκές τάξεις (jurisdictions), εάν προστατεύονται και αν επηρεάζονται όλοι οι παράγοντες του συστήματος (χρηματιστήρια, αποθετήρια, επενδυτές, εισηγμένες, πιστωτικά ιδρύματα, αρχές κεφαλαιαγοράς, θεσμικοί επενδυτές, Hedge Funds, κλπ). Η έρευνα εστιάσθηκε στο εάν και κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να τεθεί ένα ενιαίο πλαίσιο κανονισμών που θα ρυθμίζει σε παγκόσμια κλίμακα όλα τα χρηματοοικονομικά προϊόντα σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες της αγοράς και ποιες είναι οι επιπτώσεις από την αλληλεπίδραση του με τις εθνικές και τις διεθνείς οικονομικές (και μη) πολιτικές. Οι εθνικές πολιτικές, είναι ουσιαστικές πολιτικές που αφορούν την δημόσια διοίκηση (public administration) σε εθνικό επίπεδο και λαμβάνονται επίσημα στο σύνολο τους από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, σχεδιαζόμενες και εκτελούμενες από κυβερνητικούς δημόσιους οργανισμούς (του στενού ή του ευρύτερου Δημόσιου τομέα). Στα αποτελέσματα παρουσιάζεται οτι η υλοποίηση, ενός πραγματικά διεθνούς ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου για όλα τα χρηματοοικονομικά προϊόντα απέχει έως την τελική και ρεαλιστική επίτευξη του. Η θεωρητική όμως ύπαρξη ενός ενοποιημένου θεσμικού μοντέλου διαπραγμάτευσης οργανωμένης αγοράς και μια ομάδα από κανονιστικές και οργανωτικές πολιτικές, που θα το θωρακίσουν αλλά σε σημείο ισορροπημένης ρύθμισης, που θα προσφέρει την ισότιμη πληροφόρηση προς τους συμμετέχοντες, με τα λιγότερα κόστη συναλλαγών και κατ΄ επέκταση την μεγαλύτερη διαφάνεια, την αύξηση της ρευστότητας και την μείωση των περιπτώσεων κατάχρησης και χειραγώγησης αγοράς, αποδεικνύεται, ότι είναι εφικτή και μπορεί να εφαρμοστεί, έστω και μπορεί να εμφανιστεί αρχικά μια αντιμετωπίσιμη μείωση της αρχικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων (Hirshleifer effect ). Το αν μπορεί αυτό το θεωρητικό μοντέλο να εφαρμοστεί και στην πράξη εξαρτάται από την διάθεση, τις απόψεις, τις οικονομικές (και μη) πρακτικές και κοινωνικές πολιτικές, αλλά και την δεσπόζουσα θέση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αγορά, των χωρών του κόσμου. Συνεπώς απαντώντας στο ερώτημα που έχει τεθεί από τους ερευνητές δηλ. στο που πραγματικά απαιτούνται εναρμονισμένες διεθνείς κανονιστικές ρυθμίσεις και πρότυπα και που μπορούμε με ασφάλεια να αφήσουμε χώρο στην ρυθμισμένη αγορά, μετά την ερευνητική μας διαπίστωση, είναι στην ρυθμιστική ενοποίηση των προϊόντων εντός των διεθνών αγορών, με συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, εφαρμόζοντας μέσω εθνικών και διεθνών πολιτικών, που αλληλεπιδρούν και εδράζονται, σε τομείς κυρίως χρηματοοικονομικούς και κοινωνικούς-εργασιακούς, όπως υποστηρίζουμε. Μια ρυθμιστική ενοποίηση, που θα λάβει υπόψη της και πιθανές συγκρουσιακές περιπτώσεις Δικαίου. 184 235 264 Αξιοποίηση και επίδραση των ρομπότ κοινωνικής αρωγής στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας σε μαθητές της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Abstract In the last decade the Socially Assistive Robots sector has grown. The main objective of the Robots in this category is the social interaction between humans and robots. The present paper was designed to examine whether a Social Assistive Robot could be used to teach history lessons and how this would affect primary education students. For this purpose, four teaching scenarios were designed and implemented. Two of them were presented by the teacher without the presence of the robot and the other two with the help of the Social Assistive Robot. The research was conducted in a Primary School of a non-urban area of Halkidiki and 21 students of the 4th grade of elementary school participated. The research data were analyzed on the basis of qualitative research methods. Data collection tools which were used are systematic video observation, questionnaires and individual semi-structured interviewing. The Social Assistive Robot that was used is robot Nao of the Softbank Robotics. The analysis of the data showed that the pupils felt pleasure and positive feelings towards the Robot because the interaction with him was something unprecedented that made them particularly interested and made them want to be more involved in the learning process. However, they pointed out that the teacher has a role in the classroom and his/her presence is necessary, and they also mentioned some particular features of the robot that impressed and motivated them to participate. Την τελευταία δεκαετία έχει αναπτυχθεί ο κλάδος της Ρομποτικής Κοινωνικής Αρωγής (Socially Assistive Robots). Βασικός στόχος των Ρομπότ που ανήκουν στην κατηγορία αυτή είναι η κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και ρομπότ. Η παρούσα εργασία σχεδιάστηκε προκειμένου αφενός να εξετάσει κατά πόσο ένα Ρομπότ Κοινωνικής Αρωγής θα μπορούσε να αξιοποιηθεί στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας και αφετέρου πώς αυτό επιδρά σε μαθητές Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Για τον σκοπό αυτό σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν τέσσερα διδακτικά σενάρια. Τα δύο από αυτά παρουσιάστηκαν από τη δασκάλα χωρίς την παρουσία του ρομπότ ενώ τα υπόλοιπα δύο με τη βοήθεια του Ρομπότ Κοινωνικής Αρωγής. Η έρευνα διεξήχθη σε ένα Δημοτικό σχολείο μιας μη αστικής περιοχής του νομού Χαλκιδικής και σ’ αυτήν συμμετείχαν 21 μαθητές της Δ΄ τάξης δημοτικού. Τα ερευνητικά δεδομένα αναλύθηκαν με μεθόδους ποιοτικής έρευνας. Τα εργαλεία συλλογής των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν είναι η συστηματική παρατήρηση με βιντεοσκόπηση, το ερωτηματολόγιο καθώς και η ατομική ημιδομημένη συνέντευξη με ηχογράφηση. Το ρομπότ Κοινωνικής Αρωγής που χρησιμοποιήθηκε είναι το ρομπότ Ναο, της Softbank Robotics. Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι οι μαθητές αισθάνθηκαν ευχαρίστηση και θετικά συναισθήματα απέναντι στο Ρομπότ διότι η αλληλεπίδραση μαζί του ήταν κάτι πρωτόγνωρο που κέντρισε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον τους και τους έκανε να θέλουν να συμμετέχουν περισσότερο στη μαθησιακή διαδικασία. Παρόλο αυτά επισήμαναν ότι ο δάσκαλος έχει το ρόλο του στην τάξη και είναι απαραίτητη η παρουσία του σ’ αυτήν ενώ αναφέρθηκαν και σε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ρομπότ που τους έκαναν εντύπωση και τους παρακίνησαν να συμμετέχουν. 185 196 145 Explotation of internet technologies for operational enhancement of general shareholders meetings, meetings of members of boards and auditors operation in an limited company by shares: legal-technological approach. Χρήση τεχνικών διαδικτύου για τη λειτουργία των οργάνων της ανώνυμης εταιρείας: νομική-τεχνολογική προσέγγιση. The objective of this thesis is to explore the doability of importing and using Internet techniques to carry out the operation of general shareholders’ meetings, meetings of members of boards and auditors operation in a limited company by shares. More specifically the thesis investigates the possibility, the degree and manner in which modern technical solutions (such as electronic certificates and signatures, teleconferencing, email, online forums, etc.) individually or combined, based on the Internet infrastructure, can contribute to the general shareholders’ meetings, meetings of members of boards and auditors operation, while still remain consistent with the choices of Greek and EU legislator, forming a functional whole. The aim of this thesis is double; firstly, the detection of optimal autonomous or combined techniques for use during the general shareholders’ meetings, the meetings of members of boards and during auditors operation of a limited company by shares, of various kind (closed, common, listed company), and secondly to locate problematic points in legislation and also to form legislative policy considerations (De lege ferenda). Αντικείμενο της διατριβής είναι η διερεύνηση των δυνατοτήτων εισαγωγής και χρήσης τεχνικών διαδικτύου στη λειτουργία των οργάνων της ανώνυμης εταιρείας. Πιο συγκεκριμένα εξετάζεται η δυνατότητα, ο βαθμός και ο τρόπος με τον οποίο σύγχρονες τεχνικές λύσεις (όπως ηλεκτρονικά πιστοποιητικά και υπογραφές, τηλεδιάσκεψη, ηλεκτρονική αλληλογραφία, διαδικτυακά φόρουμ κ.α), αυτούσιες ή συνδυασμός τους, στηριζόμενες στην υποδομή του διαδικτύου, μπορούν να συνεισφέρουν στη λειτουργία των οργάνων της αε και ταυτόχρονα να εναρμονίζονται με τις επιλογές του έλληνα και του ενωσιακού νομοθέτη, σχηματίζοντας ένα λειτουργικό σύνολο. Ο στόχος της εργασίας είναι διπλός αφενός ο εντοπισμός ή και η συνδυαστική χρήση των βέλτιστων διαδικτυακών τεχνικών για χρήση από τα όργανα της αε, για διάφορα είδη αε (κλειστή, κοινή, εισηγμένη αε) και αφετέρου η επισήμανση προβληματικών σημείων στη νομοθεσία και η παραγωγή σκέψεων νομοθετικής πολιτικής (De lege ferenda). 186 131 142 Investigation (research) of the competitiveness-productivity in the countries of the European community. Διερεύνηση της ανταγωνιστικότητας - παραγωγικότητας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. In this book we are studying the comparative competitiveness and productivity of the E.E.C. countries under a macroeconomic point of view. Especially, the target of the study is the investigation of the improvement of the relationship between exports and imports in the aggregate level in the E.E.C. countries taking into account the “comparative productivity” and “comparative cost” of the production functions. We are using a macroeconomic model (the same for all the countries), which we estimate with the methods of 2SLS and ARI-2SLS. We check if it’s possible to reproduce reality with the method of dynamic simulation. In the end, we represent conclusions which emphasize the comparative advantages or disadvantages in the E.E.C. countries in respect with the competitiveness-productivity. Στην εργασία αυτή μελετάμε τη συγκριτική ανταγωνιστικότητα των δώδεκα χωρών της Ε.Ο.Κ. , υπό το πρίσμα μιας μικροοικονομικής ανάλυσης. Ειδικότερα, στόχος της εργασίας είναι η διερεύνηση της βελτιώσεως της σχέσεως μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Σε αθροιστικό επίπεδο στις χώρες της Ε.Ο.Κ. λαμβάνοντας υπ’ όψη τους παράγοντες «συγκριτική παραγωγικότητα» και «συγκριτικό κόστος» των συντελεστών της παραγωγής. Η διερεύνηση αυτή γίνεται με ένα μακροοικονομικό υπόδειγμα (το ίδιο για όλες τις χώρες), το οποίο εκτιμάται με τη μέθοδο 2SLS και ARI-2SLS και το οποίο ελέγχεται κατά πόσο μπορεί να αναπαράγει της πραγματικότητα με τη μέθοδο της δυναμικής προσομοιώσεως. Το προσομοιωμένο πλέον υπόδειγμα χρησιμοποιείται σε προβλέψεις των μεταβλητών του. Τέλος παρουσιάζονται συμπεράσματα τα οποία αποβλέπουν στο να τονίσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα που έχουν οι χώρες της Ε.Ο.Κ. μεταξύ τους, ως προς την ανταγωνιστικότητα-παραγωγικότητα. 187 471 467 The Identification of the development of an economy through the dynamic relation of production ectors: the case of the member-countries of the European Union Προσδιορισμός της ανάπτυξης μιας οικονομίας μέσω της δυναμικής σχέσης τομέων της παραγωγής: η περίπτωση των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης In the present PhD thesis, we suggest a Model which describes the development of an economy taking into consideration as explanatory factors the previous economic situation of this economy, the productivity levels, the contribution of the Service Sector to the Manufacturing Sector and the effect of NAIRU (Non-accelerating inflation rate of unemployment). The Model was evaluated through the data of 15 member countries of the European Union. The theoretical background of the suggested Model is based on the equation of Okun's Law and Phillips Curve. These two equations are combined in the model and they extend thanks to the above-mentioned factors. The evaluation process followed is based on the State-Space Maximum Likelihood Estimation Method, where State Variables are collected as Random Walks. Therefore, the already mentioned method, allows us to evaluate an Expectations Augmented Phillips Curve by using the Kalman and Hodrick-Prescott Filters. There are also used the Control Indicators of Goodness-of-fit in order to investigate the predictive capacity of our Model. An interesting fact concerning this process is that we treat both NAIRU and the Potential Growth Rate as time varying, non-observable stochastic processes. We estimate our model in a sample of 31 annual observations, covering the period 1981-2011, that have been collected by the European Economy and the AMECO Electronic Database. The main conclusions of this PhD Thesis are briefly the following: a) the suggested model illustrates quite satisfactory the European Union countries economy and therefore it can be used in economic policies simulations. b) NAIRU and NAWRU (non-accelerating wage rate of unemployment) are two closely linked concepts and the estimated levels of NAIRU (as indicated in the thesis) and of NAWRU (as indicated in the publication of AMECO Database) are on the same wavelength. c) The potential economic growth rate has a positive and variable impact on the economic growth. d) Economic growth is mainly driven by the productivity of the economy. e) the contribution of the Service Sector to the Manufacturing Sector is a distinctive factor that can affect the economic growth and it determines the implementation of economic policies. f) The negative correlation between the rate of unemployment and the NAIRU is observed even in the European Union countries. This PhD Thesis complements the cognitive area of economic growth regarding to three aspects: a) it suggests a model for determining the economic growth of EU member counties, which includes the aforementioned significant factors and proves that this model is quite satisfactory. b) It confirms the NAIRU and NAWRU’s variable nature. c) Among the model’s factors it also includes the contribution factor of the service sector to the manufacturing sector, which can be used as a guide to the implementation of economic policies. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή προτείνουμε ένα υπόδειγμα που περιγράφει την ανάπτυξη μιας οικονομίας λαμβάνοντας υπόψη ως ερμηνευτικούς παράγοντες την παρελθούσα οικονομική κατάσταση της οικονομίας αυτής, το επίπεδο της παραγωγικότητάς της, τη συμβολή του τομέα των υπηρεσιών ως προς τον τομέα της μεταποίησης και τις επιπτώσεις του NAIRU (δηλαδή του Μη-Επιταχυνόμενου Ρυθμού Πληθωρισμού Τιμών της Ανεργίας). Η αξιολόγηση του υποδείγματος αυτού έγινε με τη βοήθεια δεδομένων από 15 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το θεωρητικό υπόβαθρο του προτεινόμενου υποδείγματος βασίζεται στην εξίσωση του Νόμου του Okun, και στην καμπύλη του Phillips. Οι δύο αυτές εξισώσεις συνδυάζονται στο υπόδειγμα και επεκτείνονται με τη βοήθεια των παραγόντων που σημειώσαμε παραπάνω. Η εκτιμητική διαδικασία που ακολουθείται βασίζεται στην μέθοδο εκτίμησης μεγίστης πιθανοφάνειας καταστάσεως-χώρου, όπου οι μεταβλητές κατάστασης λαμβάνονται ως τυχαίοι περίπατοι. Η μέθοδος αυτή δίνει την δυνατότητα εκτίμησης της Καμπύλης Phillips επαυξημένων προσδοκιών, με τη βοήθεια της χρήσης των Φίλτρων Kalman και Hodrick-Prescott. Η προβλεπτική ικανότητα του εκτιμημένου υποδείγματος διερευνάται με τους Δείκτες Ελέγχου Καλής Προσαρμογής. Σημαντικό στοιχείο της διαδικασίας αυτής είναι ότι οι εκτιμήσεις τόσο του NAIRU όσο και του Δυνητικού Ρυθμού Ανάπτυξης, λαμβάνονται ως χρονικά μεταβαλλόμενες μη-παρατηρήσιμες στοχαστικές διαδικασίες. Η εκτίμηση του υποδείγματός μας διενεργείται σε ένα δείγμα 31 ετήσιων παρατηρήσεων, οι οποίες καλύπτουν την χρονική περίοδο 1981-2011 και έχουν ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Οικονομία (European Economy) και την Ηλεκτρονική Βάση Δεδομένων AMECO. Τα βασικότερα συμπεράσματα της διατριβής συνοψίζονται στα εξής: α) Το προτεινόμενο υπόδειγμα απεικονίζει αρκετά ικανοποιητικά τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ως εκ τούτου μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προσομοιώσεις οικονομικής πολιτικής. β) Το NAIRU και το NAWRU (Μη-Επιταχυνόμενος Ρυθμός Πληθωρισμού Μισθών της Ανεργίας) είναι δύο έννοιες στενά συνδεδεμένς μεταξύ τους και τα εκτιμώμενα επίπεδα του NAIRU (από την διατριβή) και του NAWRU (από δημοσιεύσεις της AMECO) κινούνται στον ίδιο κυματισμό. γ) Ο Δυνητικός Ρυθμός Ανάπτυξης της οικονομίας επηρεάζει θετικά και μεταβαλλόμενα την ανάπτυξη της οικονομίας. δ) Η παραγωγικότητα της οικονομίας αποτελεί ένα σταθερό μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας. ε) Η συνεισφορά του τομέα των υπηρεσιών ως προς τον τομέα της μεταποίησης αποτελεί ένα διακριτό παράγοντα επηρεασμού της οικονομικής ανάπτυξης και καθορίζει τάσεις εφαρμογής οικονομικών πολιτικών. στ) Η αρνητική συμπεριφορά της ανεργίας σε σχέση με το NAIRU ισχύει για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμβολή της διατριβής συμπληρώνει την γνωστική περιοχή της οικονομικής ανάπτυξης αναφορικά με τρεις πτυχές: α) Προτείνει ένα υπόδειγμα προσδιορισμού της οικονομικής ανάπτυξης των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο περιλαμβάνει τους σημαντικούς παράγοντες που σημειώσαμε παραπάνω και αποδεικνύει ότι το υπόδειγμα αυτό συμπεριφέρεται αρκετά ικανοποιητικά. β) Επιβεβαιώνει την μεταβαλλόμενη συμπεριφορά των NAIRU και NAWRU. γ) Μεταξύ των παραγόντων του υποδείγματος περιλαμβάνει και τον παράγοντα της συνεισφοράς του τομέα των υπηρεσιών ως προς τον τομέα της μεταποίησης, ο οποίος μπορεί να αποτελέσει οδηγό εφαρμογής οικονομικών πολιτικών. 188 194 174 Total quality management in Greek bank system. Διοίκηση ολικής ποιότητας στο Ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Our objective is to examine if TQM is applied in banks which develop their activities in Greece. The central question we try to answer is if these banks apply quality management (QM) only at a limited number of their processes, services and works or they apply total quality management (TQM) at all steps of their works. The data we use is primary and is collected by a research which held at the banks operated in the city of Thessaloniki in May 1994. We have chosen Thessaloniki because of its geopolitical and economic importance in the Balkan region. The research was carried out with a typical form of 85v questions (Open, closed, multiple choice) which cover all the TQM field in services. The elements of tha data are analysed by the EFQM model. The classification of banks (20 banks) has been done using 3 criteria: 1) nationality of capitals (Greek/Foreign bank), 2) Ownership of capitals and management (public/private banks), and 3) size of capitals (big/small-medium banks). The central conclusion is that no bank applies TQM, but a large number of them apply QM in certain processes and services. Ο αντικειμενικός σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η εξέταση της εφαρμογής διοίκησης ολικής ποιότητας (Δ.Ο.Π.) στις τράπεζες που αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα. Το ερώτημα που επιχειρούμε να απαντήσουμε είναι αν οι τράπεζες που δρουν στον Ελληνικό χώρο εφαρμόζουν ΔΟΠ σε ορισμένες διαδικασίες, υπηρεσίες ή εργασίες τους ή αναπτύσσουν ΔΟΠ σε όλο το φάσμα των λειτουργιών και δραστηριοτήτων τους. Τα στοιχεία της διδακτορικής διατριβής είναι πρωτογενή και προέκυψαν από έρευνα που διενεργήσαμε στις τράπεζες που δρούσαν το Μάϊο του 1994 στη Θεσσαλονίκη. Επιλέξαμε την πόλη της Θεσσαλονίκης λόγω του σημαντικού γεωπολιτικού και οικονομικού ρόλου που πρόκειται να διαδραματίσει στα Βαλκάνια. Η έρευνα έγινε με ερωτηματολόγιο που αποτελείται από 85 ερωτήσεις (ανοικτές, κλειστές, πολλαπλών επιλογών). Τα στοιχεία της έρευνας αναλύονται με τη βοήθεια του προτύπου EFQM. Η κατάταξη των τραπεζών έγινε με 3 κριτήρια: 1)εθνικότητα κεφαλαίων (ελληνικές/ξένες), 2) το ιδιοκτησιακό καθεστώς (δημόσιες/ιδιωτικές), και 3) το μέγεθος τω κεφαλαίων (μεγάλες/ μικρομεσαίες). Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι καμία τράπεζα δεν εφαρμόζει ΔΟΠ, αλλά αρκετές εφαρμόζουν ΔΟΠ σε ορισμένες διαδικασίες. 189 77 83 Trans-European networks: transport, problems and a methodology for the strategic design and development of transport networks Διευρωπαϊκά δίκτυα: μεταφορές, προβλήματα και μια μεθοδολογία για το στρατηγικό σχεδιασμό και ανάπτυξη δικτύων μεταφορών In this thesis, the problem of the fragmented transport infrastructure of the European Union into national level infrastructures is approached. The first study is based on a model borrowed from the science of politics ("policy networks"). Then the spatial interaction model of Alonso is used for the quantitative analysis. Finally, a new methodology is suggested for the confrontation of the problem. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή προσεγγίζεται το πρόβλημα της αντιμετώπισης του προβλήματος του κατακερματισμού των υποδομών μεταφορών της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο. Η πρώτη μελέτη γίνεται με τη βοήθεια των "policy networks", ενός ερευνητικού μεθοδολογικού πλαισίου δανεισμένου από την πολιτική επιστήμη. Στη συνέχεια χρησιμοποιείται ένα μοντέλο χωρικής αλληλεπίδρασης (Θεωρία των Μετακινήσεων του Alonso) για την ποσοτική μελέτη του προβλήματος. Τέλος, προτείνεται μια μεθοδολογία για την αντιμετώπισή του. 190 403 414 Return and volatility spillovers and feedback trading strategies in twelve Balkan, Slavic and Oriental Countries Φαινόμενα μετάδοσης της απόδοσης και της μεταβλητότητας & Στρατηγικές θετικής ανατροφοδότησης στις συναλλαγές σε δώδεκα Βαλκανικές, Σλαβικές και Ανατολικές χώρες The first essay investigates return and volatility spillovers οn stock markets of twelve selected Balkan, Slavic and Eastern countries. Research focuses on a decennial period, from 2006 till 2015. Analysis, which employs an augmented univariate AR-EGARCH model, is based on a “bouquet” of eight parallel equations. Two additional explanatory variables are tested; namely, the change of exchange rates of each country’s domestic currency to the US dollar, and the return of S&P 500 index during the previous period. They are used not only separately, but in combination as well, with and without the liquidity factor. According to the empirical results, return and volatility spillovers are confirmed for the majority of the cases, no matter the different approaches. Furthermore, the positive sign for the coefficients about the exchange rates and about the S&P 500 index is verified for most of the occasions. Moreover, the leverage effect is present in several cases. In addition, outcomes illustrate that trading volume’s coefficient mainly carries a positive sign and also that this variable accounts for spillovers effects in return and volatility. Overall, it can be concluded that the formed univariate AR-EGARCH models, capture successfully the effects of volatility transmission in the examined stock markets. The second essay examines the hypothesis that some kind of feedback trading strategy is followed by a share of participants οn stock markets of twelve selected Balkan, Slavic and Eastern countries. Study covers a decennial period, from 2006 till 2015. Analysis employs a couple of parallel models. Firstly, the feedback trading model introduced by Sentana and Wadhani and secondly the exponential autoregressive model suggested by LeBaron. These theoretical frameworks, together with a FIGARCH(1,d,1) approach, allows us to draw conclusions about the presence of feedback traders in stock markets. Both models assume two different groups of traders, on one hand the so-called “rational” investors that build their portfolio by perusing firms’ fundamentals, and on the other hand the “noise” speculators that ignore fundamentals and base their decisions on a positive (negative) feedback trading strategy. In particular, they buy (sell) stocks when prices rise and sell (buy) stocks when prices fall. Empirical results reveal that feedback trading strategies indeed exist in the examined stock markets during the period considered. As far as the type of feedback is concerned, negative feedback trading prevails over positive feedback trading for the majority of cases. Η πρώτη εργασία ερευνά φαινόμενα μετάδοσης της απόδοσης και της μεταβλητότητας στα χρηματιστήρια δώδεκα επιλεγμένων Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών χωρών. Η μελέτη εστιάζει σε μία δεκαετή περίοδο, από το 2006 ως το 2015. Η ανάλυση, η οποία χρησιμοποιεί ένα εκτεταμένο μονομεταβλητό AR-EGARCH μοντέλο, βασίζεται σε ένα «μπουκέτο» οχτώ παράλληλων εξισώσεων. Δύο επιπλέον ερμηνευτικές μεταβλητές ελέγχονται: ονομαστικά, η μεταβολή των τιμών συναλλάγματος του εγχώριου νομίσματος της κάθε χώρας με το δολάριο ΗΠΑ, και η απόδοση του δείκτη S&P 500 της προηγούμενης περιόδου. Οι μεταβλητές χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο χωριστά, αλλά και συνδυαστικά, με και χωρίς τον παράγοντα της ρευστότητας. Σύμφωνα με τα εμπειρικά αποτελέσματα, οι δευτερογενείς επιδράσεις στην απόδοση και τη μεταβλητότητα επιβεβαιώνονται για την πλειοψηφία των περιπτώσεων, ανεξάρτητα από τις διάφορες προσεγγίσεις. Επιπλέον, το αναμενόμενο θετικό πρόσημο για τους συντελεστές των τιμών συναλλάγματος και του δείκτη S&P 500 επαληθεύεται τις περισσότερες φορές. Επίσης, το αποτέλεσμα μόχλευσης είναι παρόν αρκετά συχνά. Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι ο συντελεστής για τον όγκο των συναλλαγών φέρει κυρίως ένα θετικό πρόσημο και ακόμα ότι αυτή η μεταβλητή ευθύνεται για δευτερογενείς επιπτώσεις στην απόδοση και τη μεταβλητότητα. Συνολικά, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα πως τα σχηματισμένα μοντέλα αποτυπώνουν πετυχημένα τα αποτελέσματα της διάχυσης πληροφοριών στα εξεταζόμενα χρηματιστήρια. Η δεύτερη εργασία εξετάζει την υπόθεση ότι κάποιο είδος στρατηγικής ανατροφοδότησης ακολουθείται από ένα μέρος των συμμετεχόντων στις κεφαλαιαγορές δώδεκα επιλεγμένων Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών χωρών. Η μελέτη καλύπτει μία δεκαετή περίοδο, από το 2006 ως το 2015. Η ανάλυση χρησιμοποιεί ένα ζευγάρι παράλληλων μοντέλων. Αρχικά, το μοντέλο θετικής ανατροφοδότησης που εισήχθη από τους Sentana and Wadhani και στη συνέχεια το εκθετικό αυτοπαλίνδρομο μοντέλο που προτάθηκε από τον LeBaron. Αυτά τα θεωρητικά πλαίσια εργασίας, μαζί με μία FIGARCH(1,d,1) προσέγγιση, επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για την παρουσία συναλλασσόμενων ανατροφοδότησης στα χρηματιστήρια. Το σύνολο των δύο μοντέλων υποθέτουν δύο διαφορετικές ομάδες συναλλασσόμενων, από τη μία πλευρά οι λεγόμενοι «ορθολογικοί» επενδυτές που στηρίζουν τις αποφάσεις στα θεμελιώδη των εταιρειών, και από την άλλη πλευρά οι feedback συναλλασσόμενοι που αγνοούν τα θεμελιώδη και βασίζουν τις αποφάσεις τους σε μία στρατηγική θετικής (αρνητικής) ανατροφοδότησης. Συγκεκριμένα, αγοράζουν (πωλούν) μετοχές όταν οι τιμές ανεβαίνουν και πωλούν (αγοράζουν) μετοχές όταν οι τιμές πέφτουν. Τα εμπειρικά αποτελέσματα αποκαλύπτουν ότι οι στρατηγικές ανατροφοδότησης πράγματι υπάρχουν στα εξεταζόμενα χρηματιστήρια κατά την ελεγχόμενη περίοδο. Όσο αφορά τον τύπο της ανατροφοδότησης, η στρατηγική αρνητικής ανατροφοδότησης επικρατεί επί της στρατηγικής θετικής ανατροφοδότησης για την πλειοψηφία των περιπτώσεων. 191 526 574 Meteorological databases: data mining applications and the effect of configuration of input in their performance. Μετεωρολογικές βάσεις δεδομένων: εφαρμογές εξόρυξης πληροφορίας και επίδραση της διαμόρφωσης της εισόδου στην απόδοσή τους. Database management systems (DBMS) were developed to collect, store, organize and manage data. Data and information are retrieved from databases through known and clearly formulated questions (queries) and, additionally, through information discovery with the application of data mining techniques. Data mining algorithms operate on data and discover previously unknown information. In this thesis, a meteorological database is first designed and then target data is used in data mining applications and for conducting research work using a modified Knowledge Discovery from Databases (KDD) procedure. Data Mining applications concerning the operational data of the National Hail Suppression Program of the Hellenic Agricultural Insurance Organization are the Hail class estimation, Maximum hail size prediction, Prediction of hail suppression program seeding parameters, and Extraction of the observed convective day category index. The process of Knowledge Discovery from the meteorological database is used to conduct research work by appropriately modifying the CRISP-DM model. The goal is to build one or more data mining models in order to identify the occurrence of precipitation at a point on the ground, using data from a meteorological station of the National Meteorological Service and the whole ERA-40 dataset of the European Centre for Medium-range Weather Forecast (ECMWF). Different scenarios and strategies are formulated for the selection or transformation of the input to data mining techniques, which rely mainly on empirical knowledge of the field data and are used to consider issues that may affect the performance of five classification algorithms. More specifically, the effect the training dataset size has on the performance of the algorithms is studied and the optimal size that ensures the best performance of each algorithm is determined. Furthermore, the study of two different approaches for the formation of training datasets demonstrates that the performance of the algorithms is independent of the choice of the instances, i.e., when random instances or all the instances of randomly selected years are used. During the process of weather forecasting in a region, operational meteorologists usually examine the temporal changes of the meteorological parameters. Considering three different scenarios related to the transformation of the independent variables or input characteristics, the performance of the classification algorithms is better when normal parameter values rather than temporal changes are used. Note that these three scenarios are examined both for the natural distribution of data on the dependent variable and the balanced distribution using the random under resampling method. The distribution of the dependent precipitation class variable raises the class imbalance issue, the handling of which is attempted with the implementation of various methods. More specifically, nine techniques of the resampling method beyond the natural distribution are applied. They are drawn from the literature or are newly proposed based on meteorological expertise. Additionally, the boosting method AdaBoost Ml is applied to improve the performance of classification algorithms. The results show that the performance of only one algorithm is not affected by the application of these techniques when compared to the natural distribution. The performance of the remaining four algorithms improves significantly, particularly when the new proposed technique that is based on meteorological expertise is used. Τα συστήματα βάσεων δεδομένων αναπτύχθηκαν για τη συλλογή, αποθήκευση, οργάνωση και διαχείριση δεδομένων. Από τις βάσεις δεδομένων γίνεται ανάκληση δεδομένων και πληροφοριών μέσω γνωστών και σαφώς διατυπωμένων ερωτημάτων και επιπλέον ανακάλυψη πληροφοριών με την εφαρμογή τεχνικών Εξόρυξης Πληροφορίας. Το ερώτημα για την ανακάλυψη πληροφοριών προς το σύστημα διαχείρισης της βάσης δεδομένων δεν είναι αρχικά γνωστό, όπως στην περίπτωση της ανάκλησης, αλλά είναι το αποτέλεσμα της διερεύνησης που προκαλείται με τη διατύπωση μιας υπόθεσης ή μιας δήλωσης. Στην παρούσα διατριβή σχεδιάζεται αρχικά μια μετεωρολογική βάση δεδομένων από την οποία εξάγονται δεδομένα προορισμού τόσο για εφαρμογές Εξόρυξης Πληροφορίας όσο για τη διεξαγωγή ερευνητικού έργου με χρήση τροποποιημένης διαδικασίας Ανακάλυψης Γνώσης σε Βάσεις Δεδομένων. Οι εφαρμογές Εξόρυξης Πληροφορίας που αφορούν τα επιχειρησιακά δεδομένα του Εθνικού Προγράμματος Χαλαζικής Προστασίας του Οργανισμού Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων είναι η Εκτίμηση της κλάσης χαλάζιου, η Πρόβλεψη μεγίστου μεγέθους χαλάζιου, η Πρόβλεψη των τιμών των παραμέτρων σποράς του Εθνικού Προγράμματος Χαλαζικής Προστασίας και ο Προσδιορισμός του Παρατηρούμενου Δείκτη Κατηγορίας Σωρειτόμορφης Ημέρας (Convective Day Category). Η διαδικασία της Ανακάλυψης Γνώσης ή Εξόρυξης Πληροφορίας από τη μετεωρολογική βάση δεδομένων χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή ερευνητικού έργου τροποποιώντας κατάλληλα το μοντέλο CRISP-DM. Το αντικείμενο της εφαρμογής αυτής είναι η δημιουργία ενός ή περισσότερων μοντέλων Εξόρυξης Πληροφορίας για τον προσδιορισμό της καταγραφής ή μη υετού σε ένα σημείο επί του εδάφους, χρησιμοποιώντας δεδομένα ενός Μετεωρολογικού Σταθμού της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και του συνόλου ERA-40 του Ευρωπαϊκού Κέντρου Μεσοπρόθεσμων Προγνώσεων Καιρού (ECMWF). Στα πλαίσια του ερευνητικού έργου διατυπώνονται διαφορετικά σενάρια και στρατηγικές επιλογής ή μετασχηματισμού των δεδομένων εισόδου σε τεχνικές Εξόρυξης Πληροφορίας, τα οποία βασίζονται κυρίως στην εμπειρική γνώση του πεδίου των δεδομένων και έχουν κατεύθυνση την εξέταση θεμάτων που δύνανται να επηρεάσουν την απόδοση πέντε αλγορίθμων κατηγοριοποίησης. Ειδικότερα, μελετάται η επίδραση του μεγέθους του συνόλου δεδομένων εκπαίδευσης στην απόδοση των αλγορίθμων και προσδιορίζεται η τιμή του ελαχίστου μεγέθους με την οποία εξασφαλίζεται η μέγιστη απόδοση κάθε αλγορίθμου. Ακόμη, εξετάζοντας δύο διαφορετικά σενάρια σχηματισμού των δεδομένων εκπαίδευσης αποδεικνύεται ότι η απόδοση των αλγορίθμων είναι ανεξάρτητη από την επιλογή είτε τυχαίων στιγμιότυπων είτε όλων των στιγμιότυπων τυχαία επιλεγόμενων ετών. Επίσης, εξετάζοντας τρία διαφορετικά σενάρια που σχετίζονται με το μετασχηματισμό των ανεξάρτητων μεταβλητών ή χαρακτηριστικών εισόδου, βασιζόμενοι στην κοινή πρακτική των επιχειρησιακών μετεωρολόγων, οι οποίοι συνηθίζουν να εξετάζουν τις μεταβολές των μετεωρολογικών παραμέτρων κατά τη διαδικασία πρόγνωσης του καιρού σε μια περιοχή, τα αποτελέσματα στην απόδοση των αλγορίθμων κατηγοριοποίησης είναι καλύτερα στην περίπτοοση που χρησιμοποιούνται οι κανονικές τιμές των παραμέτρων παρά οι μεταβολές. Σημειώνεται ότι τα τρία αυτά σενάρια εξετάζονται τόσο για τη φυσική κατανομή των δεδομένων ως προς την εξαρτημένη μεταβλητή όσο για την ισόρροπη κατανομή με χρήση της μεθόδου της τυχαίας υπο-δειγματοληψίας. Η κλάση υετού του χρησιμοποιούμενου συνόλου δεδομένων εμπίπτει στην περίπτωση του ζητήματος της Ασύμμετρης Κλάσης, η αντιμετώπιση του οποίου επιχειρείται με την εφαρμογή τεχνικών διαφόρων μεθόδων. Ειδικότερα, εφαρμόζονται εννέα τεχνικές της μεθόδου της Αναθεωρημένης Δειγματοληψίας (Re¬sampling), πέραν της δειγματοληψίας με τη φυσική κατανομή, τόσο από τη βιβλιογραφία όσο νέων προτεινόμενων που βασίζονται στην εμπειρία στο πεδίο των μετεωρολογικών δεδομένων. Επίσης, εφαρμόζεται η μέθοδος boosting AdaBoost Ml για τη βελτίο>ση της απόδοσης των αλγορίθμων κατηγοριοποίησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μόνο η απόδοση ενός αλγόριθμου δεν επηρεάστηκε από την εφαρμογή αυτών των τεχνικών σε σχέση με τη φυσική κατανομή. Αντίθετα, η απόδοση των υπολοίπων τεσσάρων βελτιώθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα με τη χρήση μιας νέας προτεινόμενης τεχνικής που βασίζεται στην εμπειρία στο πεδίο των μετεωρολογικών δεδομένων. 192 110 118 The composition of an optimal portfolio with financial products from the international financial markets Σύσταση βέλτιστου χαρτοφυλακίου με τη συμμετοχή χρηματοοικονομικών προϊόντων από τις διεθνείς χρηματιστηριακές αγορές= This dissertation aims to examine and analyze some important issues related to portfolio management, focusing on portfolio optimizations. The theoretical framework of this study focuses on a detailed presentation of the importance of risk in portfolio management because of the uncertainty of trust and credibility of an individual's actions. There are several types of risk in portfolio management, the most important of which are market risk, liquidity, credit risk and operational risk. The empirical context of this study focuses on optimizing the portfolio based on the three banking institutions. Applying optimization techniques, portfolio returns were calculated. Η παρούσα διατριβή στοχεύει στην εξέταση και ανάλυση ορισμένων σημαντικών θεμάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου, εστιάζοντας στις τεχνικές βελτιστοποίησης του χαρτοφυλακίου. Το θεωρητικό πλαίσιο αυτής της μελέτης επικεντρώνεται σε μια λεπτομερή παρουσίαση της σημασίας του κινδύνου στη διαχείριση χαρτοφυλακίου, λόγω της αβεβαιότητας της εμπιστοσύνης και της φερεγγυότητας των ενεργειών ενός ατόμου. Στη διαχείριση χαρτοφυλακίου υπάρχουν διάφοροι τύποι κινδύνων, εκ των οποίων οι σημαντικότεροι είναι ο κίνδυνος αγοράς, ο κίνδυνος ρευστότητας, ο πιστωτικός κίνδυνος και ο λειτουργικός κίνδυνος. Το εμπειρικό πλαίσιο αυτής της μελέτης επικεντρώνεται στη βελτιστοποίηση του χαρτοφυλακίου με βάση τρία τραπεζικά ιδρύματα. Εφαρμόζοντας τις τεχνικές βελτιστοποίησης, υπολογίστηκαν οι αποδόσεις των χαρτοφυλακίων. 193 384 400 One of the major events that characterize our times is the ecological crisis. It has been shown that the disturbance of natural ecosystems is short term or long term adverse effects in the human environment. The loss of plant and animal species deprive humanity of the genetic material in which information and the possible future "applications", for the most part, still does not know. The impact of the ecological crisis have an impact, often immediate and dramatic, the adequacy and quality of water, agriculture, fisheries, climate, the very quality of life of all people. So, with particularly compelling way, emerges the necessity to preserve the remaining natural wealth, particularly those areas that have been identified as particularly important ecosystems. The natural environment is great wealth and important heritage for the Western Macedonia. In a world suffering from huge environmental problems, which measures daily loss of vital natural ecosystems, the local residents have the luck and the "luxury", to live in many areas their natural wealth of animal and plant surprises every visitor or scholar. Today the small and the big Prespa has a unique position in Europe in terms of the existence of such an important ecosystem. Thus, the wider study area is among the most interesting, physically, locations. This region of unique beauty, ecological wealth and diversity of landscapes. The wetland area may be regarded as one of the most important of Europe. In the area they live some rare and endangered species that have disappeared from other parts of Europe. The fauna of mammals are considered biomarkers, proving the unique richness and ecological value of the area, despite the continuing deterioration of water quality. The new conservation strategies that heritage in terms of environmental protection, focusing on sustainable ecosystem management and the adoption of practices of sustainable development aiming to promote both ecological, historical and aesthetic values of, and cultural and economic functions. The viable or sustainable development, both as a practice and as a concept has been largely integrated into new environmental philosophy, which aims to introduce the dimension of environmental protection in urban, regional, national and global politics.Making this new environmental philosophy must be based on the study and knowledge of all the parameters that can lead to the right decisions to protect the environment and particularly to water management. Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα που χαρακτηρίζουν την εποχή μας είναι η οικολογική κρίση. Έχει αποδειχθεί ότι η διατάραξη των φυσικών οικοσυστημάτων έχει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα δυσμενείς επιδράσεις στο ανθρωπογενές περιβάλλον. Η απώλεια φυτικών και ζωικών ειδών στερεί την ανθρωπότητα από το γενετικό υλικό, του οποίου τις πληροφορίες και τις πιθανές μελλοντικές «εφαρμογές», στο μεγαλύτερο μέρος, ακόμα δεν γνωρίζει. Οι επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης έχουν αντίκτυπο, πολλές φορές άμεσο και δραματικό, στην επάρκεια και την ποιότητα του νερού, στη γεωργία, την αλιεία, στο κλίμα, στην ίδια την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Έτσι, με ιδιαίτερα επιτακτικό τρόπο, ξεπροβάλλει η αναγκαιότητα διαφύλαξης του εναπομείναντος φυσικού πλούτου, ιδιαίτερα εκείνων των περιοχών που έχουν αναγνωρισθεί σαν ιδιαίτερα σημαντικά οικοσυστήματα. Το φυσικό περιβάλλον αποτελεί πλούτο και σημαντική κληρονομιά για τη Δυτική Μακεδονία. Σε έναν κόσμο που υποφέρει από τεράστια περιβαλλοντικά προβλήματα, που καθημερινά μετρά απώλειες σημαντικότατων φυσικών οικοσυστημάτων, οι κάτοικοι της περιοχής έχουν την τύχη και την «πολυτέλεια», να ζουν μέσα σε πλήθος περιοχών που ο φυσικός τους πλούτος, ζωικός και φυτικός, ξαφνιάζει κάθε επισκέπτη ή μελετητή. Σήμερα, η Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα κατέχουν μοναδική θέση στην Ευρώπη, από την άποψη της ύπαρξης ενός τόσο σημαντικού οικοσυστήματος. Έτσι η ευρύτερη περιοχή μελέτης είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες, από φυσική άποψη, περιοχές της Ελλάδας. Πρόκειται για περιοχή μοναδικής ομορφιάς, οικολογικού πλούτου και ποικιλότητας τοπίων. Ο υγρότοπος της περιοχής μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους πιο σημαντικούς της Ευρώπης. Στην περιοχή ζουν μερικά σπάνια και απειλούμενα είδη ζώων που έχουν εξαλειφθεί από άλλα μέρη της Ευρώπης. Η πανίδα των θηλαστικών θεωρούνται βιοδείκτες, που αποδεικνύουν το μοναδικό πλούτο και την οικολογική αξία της περιοχής, παρά τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση της ποιότητας του νερού. Οι νέες στρατηγικές διαφύλαξης αυτής της κληρονομιάς όσον αφορά την περιβαλλοντική προστασία, εστιάζονται στη βιώσιμη διαχείριση των οικοσυστημάτων και την υιοθέτηση των πρακτικών της βιώσιμης ανάπτυξης με στόχο την ανάδειξη τόσο των οικολογικών, ιστορικών και αισθητικών αξιών του, όσο και των πολιτιστικών και οικονομικών λειτουργιών τους. Η βιώσιμη ή αειφόρος ανάπτυξη, τόσο ως πρακτική όσο και ως αντίληψη έχει ενσωματωθεί σε μεγάλο βαθμό στην νέα περιβαλλοντική φιλοσοφία, η οποία στοχεύει στην εισαγωγή της διάστασης της προστασίας του περιβάλλοντος στην αστική, την περιφερειακή, την εθνική και την παγκόσμια πολιτική. Η πραγματοποίηση αυτής της νέας περιβαλλοντικής φιλοσοφίας πρέπει να στηρίζεται στην μελέτη και γνώση όλων των παραμέτρων που μπορούν να οδηγήσουν στην λήψη σωστών αποφάσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και ειδικότερα για την διαχείριση των νερών. 194 574 675 Contribution to exploring the effectiveness of Human Resource Management as a means of achieving strategic business goals. Συμβολή στη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας της Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων ως μέσου επίτευξης των στρατηγικών στόχων των επιχειρήσεων. The thesis is aimed to highlight the critical significance of human resource management in implementing strategy and achieving business objectives. The relationship between HRM and business performance is an intensely discussed issue in the international literature. The modern academic research continuously driven by the increased interest and the current developments is attempting to demonstrate the positive impact of HRM on business performance in a convincing way. In line with the modern transformation of the HR function role from purely administrative to strategic. HR practitioners are expected to become strategic partners, take part in the strategic planning and demonstrate the tangible outcomes of their own contribution. This means that a question is raised of identifying and measuring the outcomes of the HR function which is a question of HR effectiveness. In spite of the fact that HR effectiveness is increasingly dealt with in relevant research and literature during the last decades, there seems no unanimity on its definition and the identification of its components. This raises the need to adopt an integrated modern HR effectiveness model within the context of the business objectives. The purpose of the thesis is to record and explore (1) the concept of HR effectiveness as shaped until now and the way it is measured / assessed, (2) the factors contributing to the HR effectiveness, and (3) how these factors contribute to obtaining specific deliverables as intermediate outcomes between human resource management and business performance. The framework used was the same as proposed by the researchers Boudreau & Ramstad (1997) and especially the HR evaluation level referring to the effects on employee competences, skills and behaviors. In liaison with the new strategic role of the HR function, the approach of the balanced scorecard method is also adopted including the application of the HR effectiveness model (HR scorecard) developed by Beatty, Huselid & Schneier (2003). This is in line with the HR deliverables identified by the model i.e. employee competences and behaviors. The case study approach was applied as the most appropriate research strategy. The research was conducted among 14 large companies operating in Greece as subsidiaries of foreign multinationals. The data collection was based on the principle of triangulation. Both human resource managers and line managers were interviewed. The research propositions were based on the model developed by Beatty, Huselid & Schneier (2003). It was attempted to explore, in pairs, the sequential relationship between the four HR effectiveness factors using "how" and "why" types of questions which are appropriate in accordance with the case study methodology. These factors are: (I) HR competencies, (II) HR practices, (III) HR systems, and (IV) HR deliverables. The originality of the thesis lies in the following points: (I) studying the HR function impact on the intermediate deliverables intervening between human resource management and business performance according to the balanced scorecard methodology, (II) documenting the HR effectiveness model by means of theoretical works but mostly using the findings of empirical research (surveys) containing the four factors mentioned above as variables in pairs thus confirming their sequential interconnections, (III) conducting qualitative research, formulating research propositions aiming at understanding how the HR function creates value and seeking appropriate responses to "how" and "why" types of questions, and (IV) having useful research findings for the HR practitioners and the line managers in order to improve the HR effectiveness and successfully achieve business objectives. Η διατριβή αποσκοπεί στην ανάδειξη της κρισιμότητας της διοίκησης ανθρωπίνων πόρων (ΔΑΠ) στην υλοποίηση της στρατηγικής και στην επίτευξη των στρατηγικών στόχων της επιχείρησης. Η σχέση μεταξύ της ΔΑΠ και των επιχειρησιακών αποτελεσμάτων αποτελεί ένα έντονα συζητούμενο θέμα στη διεθνή βιβλιογραφία. Η σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα, τροφοδοτούμενη συνεχώς από το αυξημένο ενδιαφέρον και τις τρέχουσες εξελίξεις, προσπαθεί να τεκμηριώσει με πειστικό τρόπο την θετική επίπτωση της ΔΑΠ στην απόδοση της επιχείρησης / οργανισμού. Σύμφωνα με τις σύγχρονες εξελίξεις μετασχηματισμού του ρόλου της λειτουργίας της ΔΑΠ, που από καθαρά διοικητικός μετασχηματίζεται σε στρατηγικό, τα στελέχη του Τμήματος ανθρωπίνων πόρων καλούνται να αναλάβουν το έργο του στρατηγικού εταίρου, να συμμετάσχουν στο στρατηγικό σχεδιασμό επιχειρήσεων / οργανισμών και να επιδείξουν τα απτά αποτελέσματα της δικής τους συμβολής. Αυτό σημαίνει ότι τίθεται θέμα προσδιορισμού και μέτρησης των αποτελεσμάτων του Τμήματος ανθρωπίνων πόρων δηλ. θέμα αποτελεσματικότητας της ΔΑΠ. Μολονότι η αποτελεσματικότητα της ΔΑΠ απασχολεί με αυξημένη ένταση τη σχετική έρευνα και βιβλιογραφία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εν τούτοις δεν φαίνεται να υπάρχει ομοφωνία ως προς τον ορισμό και το περιεχόμενο της, δηλ. τον καθορισμό των συστατικών της στοιχείων. Προκύπτει συνεπώς η ανάγκη υιοθέτησης ενός ενιαίου και συγχρόνου προτύπου αποτελεσματικότητας της ΔΑΠ και των συστατικών αυτής στοιχείων, εντός του πλαισίου των στρατηγικών επιδιώξεων μιας επιχείρησης/οργανισμού. Σκοπός της διατριβής είναι η καταγραφή και διερεύνηση: (1) της έννοιας της αποτελεσματικότητας της ΔΑΠ (όπως αυτή διαμορφώνεται μέχρι σήμερα) και του τρόπου, με τον οποίο αυτή προσδιορίζεται δηλ. μετριέται / εκτιμάται, (2) των παραγόντων που συμβάλλουν στην αποτελεσματικότητα της ΔΑΠ και (3) του τρόπου, με τον οποίο οι παράγοντες αυτοί συμβάλλουν στα συγκεκριμένα «παραδοτέα» ως ενδιάμεσα αποτελέσματα που παρεμβάλλονται στη σχέση μεταξύ διοίκησης ανθρωπίνων πόρων και τελικών επιδόσεων / αποτελεσμάτων της επιχείρησης / οργανισμού. Ως γενικό πλαίσιο προκρίνεται το προτεινόμενο από τους ερευνητές Boudreau & Ramstad (1997) και ειδικότερα το επίπεδο αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας (effectiveness), όπου εντάσσονται οι επιδράσεις της ΔΑΠ στη διαμόρφωση των ικανοτήτων και συμπεριφορών των εργαζομένων. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με τον νέο στρατηγικό ρόλο της λειτουργίας ΔΑΠ και τη δυνατότητα της να συμβάλει στην ανάπτυξη των ικανοτήτων των εργαζομένων για την υλοποίηση της στρατηγικής, υιοθετείται η προσέγγιση της μεθόδου των εξισορροπημένων επιδόσεων (Balanced Scorecard) και επιλέγεται το μοντέλο αποτελεσματικότητας της λειτουργίας ΔΑΠ (HR Scorecard) των Beatty, Huselid & Schneier (2003), δεδομένου ότι ως παραδοτέα αποτελέσματα της λειτουργίας ΔΑΠ εντοπίζει τις ικανότητες και συμπεριφορές των εργαζομένων. Ως πλέον πρόσφορη ερευνητική στρατηγική εφαρμόσθηκε η μελέτη περίπτωσης (case study). Η έρευνα διεξήχθη μεταξύ 14 μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες λειτουργούν ως θυγατρικές ξένων πολυεθνικών ομίλων. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με βάση την αρχή της τριγωνικότητας (triangulation) και τη συμμετοχή των διευθυντών ανθρωπίνων πόρων και στελεχών γραμμής. Η διατύπωση των ερευνητικών προτάσεων έγινε σύμφωνα με το μοντέλο των Beatty, Huselid & Schneier (2003) και επιχειρήθηκε να διερευνηθεί, ανά ζεύγη, η διαδοχική σχέση μεταξύ των τεσσάρων παραγόντων που συνθέτουν την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας ΔΑΠ, υπό μορφή ερωτημάτων του τύπου «πώς» και «γιατί», τα οποία προσιδιάζουν στη μέθοδο της μελέτης περίπτωσης (case study). Οι εν λόγω παράγοντες είναι: (ϊ) Ικανότητες στελεχών ΔΑΠ, (ϋ) Πολιτικές-Πρακτικές ΔΑΠ, (Hi) Συστήματα ΔΑΠ και (iv) Παραδοτέα λειτουργίας ΔΑΠ. Η πρωτοτυπία της διατριβής έγκειται: (ί) στη μελέτη της επίδρασης της λειτουργίας ΔΑΠ στα ενδιάμεσα παραδοτέα που παρεμβάλλονται στη σχέση μεταξύ διοίκησης ανθρωπίνων πόρων και τελικών επιδόσεων της επιχείρησης / οργανισμού, σύμφωνα με τη μέθοδο των εξισορροπημένων επιδόσεων, (ϋ) στην τεκμηρίωση του μοντέλου αποτελεσματικότητας με τη βοήθεια σειράς θεωρητικών εργασιών αλλά κυρίως εμπειρικών ερευνών (surveys), οι οποίες περιέχουν ως μεταβλητές, ανά ζεύγη, τους τέσσερις προαναφερθέντες παράγοντες και επιβεβαιώνουν τις διαδοχικές μεταξύ αυτών σχέσεις, (Hi) στη διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας και στη διατύπωση ερευνητικών προτάσεων στοχεύοντας στην κατανόηση του τρόπου, με τον οποίο η λειτουργία ΔΑΠ δημιουργεί αξία και αναζητώντας τις κατάλληλες απαντήσεις στα ερωτήματα «γιατί» και «πώς» των μεταξύ των παραγόντων του μοντέλου σχέσεων και (iv) στη χρησιμότητα των συμπερασμάτων της έρευνας για τους διευθυντές ανθρωπίνων πόρων και τα διευθυντικά στελέχη μιας επιχείρησης / οργανισμού, προκειμένου να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της ΔΑΠ και να υλοποιήσουν με επιτυχία τους στρατηγικούς στόχους. 195 235 267 Ενσυναισθητική ικανότητα και αυτιστικά χαρακτηριστικά σε νεαρούς ενήλικες. Empathy is the capacity to adopt the perspective of another person and to understand or feel what another being is experiencing. Empathy is a core concept for successful human interaction with varying levels, ranging from well-balanced empathy to no apparent empathic ability. Autism Spectrum Disorder (ASD) is associated with atypical empathic processing. Low empathy, for instance, can predict the existence of autistic characteristics. As both autistic traits and empathy are thought to exist on a continuum, the aim of the present study was to examine their association in a community sample. A total of N= 320 participants (mean age: 27.5, 65% females), completed the Autism Spectrum Quotient (AQ) and the Empathy Quotient (EQ). Males scored significantly higher than females on the AQ and significantly lower on the EQ. There were no correlation between the age of participants and AQ and EQ scores. However, the AQ had a moderate negative correlation with EQ – more autistic traits indicate empathy deficits and vice versa. Moreover, empathy had a negative correlation with all the subscales of AQ (‘social skill’, ‘attention switching’, communication’, ‘imagination’) except for the subscale ‘attention to detail’. As empathy is regarded an essential prerequisite for successful social functioning, our data suggest a strong link between empathy deficits and an autistic like understanding of self and others. These findings are useful for a better understanding of interpersonal relationships and the empathy deficits in people with ASD. Η ενσυναίσθηση, η ικανότητα μας να ταυτισθούμε με τον άλλο και να κατανοήσουμε την κατάσταση του ή τα συναισθήματα του, αποτελεί συγκεκριμένη ανθρώπινη δεξιότητα και παραλλάσει από άνθρωπο σε άνθρωπο, κινούμενη σε ένα συνεχές, ανάμεσα στην ακραία ενσυναίσθηση και στην απουσία ενσυναίσθησης. Οι Διαταραχές Αυτιστικού Φάσματος (ΔΦΑ) αποτελούν ένα παράδειγμα μιας κατά κανόνα ελλειμματικής ενσυναίσθησης. Χαμηλή ενσυναίσθηση, για παράδειγμα, μπορεί να προβλέψει την ύπαρξη αυτιστικών χαρακτηριστικών. Καθώς τόσο τα αυτιστικά, όσο και τα ενσυναισθητικά χαρακτηριστικά κινούνται κατά μήκος μιας διάστασης (ακραία παρόντα/ ακραία απόντα), σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η αξιολόγηση της σχέσης αυτών των δυο παραμέτρων σε ένα κοινοτικό δείγμα. Τα ερωτηματολόγια Autism Spectrum Quotient (AQ) και Empathy Quotient (EQ) συμπλήρωσε ένα μη κλινικό δείγμα νεαρών ενηλίκων (Ν=320), μέσης ηλικίας 27,5 ετών, κατά 65% γυναίκες. Οι άνδρες παρουσίασαν σημαντικά υψηλότερες τιμές στα αυτιστικά χαρακτηριστικά, αλλά και σημαντικά χαμηλότερες τιμές στα ενσυναισθητικά χαρακτηριστικά από ότι οι γυναίκες. Τόσο το AQ όσο και το EQ δεν συσχετίσθηκαν σημαντικά με την ηλικία. Ωστόσο, υπήρξε μία μέτρια αρνητική, στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των AQ και EQ - περισσότερα αυτιστικά χαρακτηριστικά σήμαιναν χαμηλότερη ενσυναίσθηση και αντίστροφα. Η ενσυναίσθηση συσχετίσθηκε επίσης σημαντικά αρνητικά με όλες τις υποκλίμακες του AQ (‘κοινωνική δεξιότητα’, ‘αλλαγή εστιασμένης προσοχής’, ‘επικοινωνία’, ‘φαντασία’), πλην της υποκλίμακας ‘ενασχόληση με τις λεπτομέρειες’. Τα παρόντα ευρήματα υποστηρίζουν πως, καθώς η ενσυναίσθηση αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της τυπικής κοινωνικής λειτουργικότητας, τα ελλείμματα στην ενσυναισθητική ικανότητα προσιδιάζουν στα χαρακτηριστικά μιας αυτιστικού τύπου κατανόησης του εαυτού και του κόσμου, συμπέρασμα χρήσιμο για την κατανόηση των διαπροσωπικών σχέσεων και της ελλειμματικής ενσυναίσθησης που εμφανίζουν τα άτομα με ΔΦΑ. 196 141 146 Διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριόητες και επιχειρηματικοί κίνδυνοι στις Βαλκανικές χώρες The current master’s thesis aims to clarify the concepts of business activity and business risks in the Balkan countries. Initially my efforts focus on the clarification of the business activities meaning in the context of both Greek and International environment, while the terms "globalization", "innovation" and "creativity" create the appropriate framework conditions to foster the outcome of conclusive. The concept of risk in the business sector is then defined and its main categories are analysed, as well as ways to address them directly. Moving towards the completion of this specific essay, the characteristics of Greek businesses in the Balkans are identified with particular emphasis on the presentation of their economic environment, the promotion of Balkan investments and the incentives for direct foreign investment. This project is being carried out with an overview of economic and political business risks in the Balkans. Η παρούσα διπλωματική έχει σαν στόχο να αποσαφηνίσει τις έννοιες της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των επιχειρηματικών κινδύνων στις Βαλκανικές Χώρες. Αρχικά, γίνεται μια απόπειρα διασαφήνισης της πρώτης έννοιας τόσο σ΄ ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, ενώ οι όροι ¨παγκοσμιοποίηση¨, ¨καινοτομία¨ και ¨δημιουργικότητα¨ δημιουργούν ένα πρόσφορο έδαφος για να οδηγηθεί η συζήτηση σε ασφαλή συμπεράσματα. Εν συνεχεία, ορίζεται η έννοια του κινδύνου στον τομέα των επιχειρήσεων και αναλύονται οι βασικές του κατηγορίες, ενώ παράλληλα προτείνονται και τρόποι άμεσης αντιμετώπισης τους. Βαδίζοντας προς την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου πονήματος, προσδιορίζονται τα χαρακτηριστικά των ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στην παρουσίαση του οικονομικού τους περιβάλλοντος, στην προώθηση των Βαλκανικών επενδύσεων και στα κίνητρα των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το παρόν εγχείρημα φέρει την αποστολή εις πέρας με την επισκόπηση των οικονομικών και πολιτικών επιχειρηματικών κινδύνων στα Βαλκάνια. 197 142 136 Modernity and the far right in the post-communist Balkans – the cases of Bulgaria, Romania and Serbia, 1989-2020 Νεωτερικότητα και ακροδεξιά στα μετακομμουνιστικά Βαλκάνια - οι περιπτώσεις της Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Σερβίας 1989-2020 The thesis examines the rise and fall of far-right parties in Bulgaria, Romania and Serbia. It relates these phenomena to the Leninist legacy and the post-communist transition to institutions of liberal democracy and market economy. The paper analyses the “Balkan paradox” of the decline of the far-right in the Balkans as opposed to the “Visegrad paradox” where the far-right political agenda has been adopted by mainstream conservative parties. Surprisingly, in the Balkans the far right, despite its initially impressive performance, does not currently constitute a significant electoral force. Finally, it identifies that the Leninist legacy, while politically and ideologically defeated, has left a deep imprint on attitudes and behaviour in Balkan societies. These are countries where democracy is “under siege”, with an uncertain outcome. Η διατριβή εξετάζει την άνοδο και την πτώση των ακροδεξιών κομμάτων σε Βουλγαρία, Ρουμανία και Σερβία. Συσχετίζει αυτά τα φαινόμενα με τη λενινιστική κληρονομιά και τη μετακομμουνιστική μετάβαση σε θεσμούς φιλελεύθερης δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς.Η εργασία αναλύει το «βαλκανικό παράδοξο» της παρακμής της ακροδεξιάς στα Βαλκάνια σε αντιδιαστολή με το «παράδοξο του Visegrad» όπου η ακροδεξιά πολιτική ατζέντα έχει υιοθετηθεί από τα συντηρητικά κόμματα της κυρίαρχης τάσης. Παραδόξως, στα Βαλκάνια η ακροδεξιά, παρά τις αρχικά εντυπωσιακές επιδόσεις της, δεν συνιστά προς το παρόν αξιοσημείωτη εκλογική δύναμη. Τέλος εντοπίζει ότι η λενινιστική κληρονομιά, ενώ έχει ηττηθεί πολιτικά και ιδεολογικά, έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα στις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές στις βαλκανικές κοινωνίες. Πρόκειται για χώρες όπου η Δημοκρατία «πολιορκείται», με αβέβαιη έκβαση. 198 380 400 Asynchronous distance learning of linear optimization algorithms Ασύγχρονη εξ αποστάσεως εκπαίδευση αλγορίθμων γραμμικής βελτιστοποίησης Students usually have difficulty in understanding abstract concepts and processes such as procedural encoding of algorithms and data structures. One way to improve the comprehension of students is to provide visualizations to make the abstract concepts more concrete. Software visualization uses computer graphics to communicate the structure and behaviour of complex algorithms. This thesis examines the visualization as means of explanation of algorithms, and it considers human and the computers as factors that enter in this process. The use of generic and generative methods for the development and application of interactive educational software is a relatively unexplored area. Concepts of classical and recent algorithm animation systems are surveyed and classified. Of course, learning of the algorithms from the students and programming techniques that are applied in them, many times they exceed the limits of comprehension. The simplex algorithm has prevailed for a lot of years as the basic tool for solving linear programming problems. The basic ideas and the techniques that are used at the application of simplex algorithm, influence considerably the learning and the comprehension of other algorithms of linear optimization as well. This Ph.D. thesis presents the design, implementation and evaluation of the Visual LinProg application. Visual LinProg was initially invented to be used in mathematical programming courses to supplement the teaching. The visualization system can resolve linear problems of form min(max) cT x; Ax⊗ , x ≥ 0; where ⊗ is a vector of the inequality symbols ≤ and ≥. Concretely, in the present educational software (Visual LinProg) the following algorithms are supported: revised simplex algorithm, revised two phase method, revised big M method and revised dual simplex algorithm. The possibility of storage of all steps of the solution with the analytic presentation of calculations, gives a unique tool in the hands of instructor for the presentation of algorithm operations, but constitutes also an essential tool for the students that want they comprehend the operations of the revised simplex algorithm. The new ideas that are applied at the planning and implementing of Visual LinProg gave positive results during the learning of complicate algorithms. The four evaluations that were realised in this thesis confirm that the use of algorithm visualization in the process of teaching algorithms had positive feedback from students. Οι φοιτητές συνήθως έχουν δυσκολία στην κατανόηση των αφηρημένων εννοιών και των διαδικασιών όπως η διαδικαστική κωδικοποίηση των αλγορίθμων και των δομών δεδομένων. Ένας τρόπος να βελτιωθεί η κατανόηση των φοιτητών είναι η παροχή οπτικοποιήσεων οι οποίες καθιστούν τις αφηρημένες έννοιες πιο συγκεκριμένες. Η οπτικοποίηση λογισμικού χρησιμοποιεί τα γραφικά των υπολογιστών για να μεταβιβάσει τη δομή και τη συμπεριφορά σύνθετων αλγορίθμων. Η διατριβή αυτή εξετάζει την οπτικοποίηση ως μέσο εξήγησης των αλγορίθμων, και μελετά τους ανθρώπους και τους υπολογιστές ως παράγοντες που εισέρχονται σε αυτή τη διαδικασία. Η χρήση γενικών και παραγωγικών μεθόδων για την ανάπτυξη και εφαρμογή αλληλεπιδραστικού εκπαιδευτικού λογισμικού είναι μια σχετικά ανεξερεύνητη περιοχή. Οι έννοιες των κλασσικών και πρόσφατων συστημάτων δυναμικής παρουσίασης αλγορίθμων ερευνούνται και ταξινομούνται. Φυσικά, η εκμάθηση από τους φοιτητές των αλγορίθμων και των τεχνικών προγραμματισμού που εφαρμόζονται σε αυτούς, πολλές φορές υπερβαίνουν τα όρια της κατανόησης. Ο αλγόριθμος simplex έχει επικρατήσει εδώ και πολλά χρόνια ως το βασικό εργαλείο για την επίλυση προβλημάτων γραμμικού προγραμματισμού. Οι βασικές ιδέες και οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά την εφαρμογή του αλγορίθμου simplex, επηρεάζουν σημαντικά την εκμάθηση και την κατανόηση και άλλων αλγορίθμων γραμμικής βελτιστοποίησης. Η διατριβή αυτή παρουσιάζει τη σχεδίαση, υλοποίηση και αξιολόγηση της εφαρμογής Visual LinProg. Το Visual LinProg αρχικά σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιηθεί σε μια σειρά μαθημάτων μαθηματικού προγραμματισμού για να συμπληρώσει τη διδασκαλία. Το σύστημα οπτικοποίησης Visual LinProg μπορεί να λύσει γραμμικά προβλήματα της μορφής { min(max) cTx ; Ax⊗b , x≥0 } ; όπου ⊗ παριστάνει ένα διάνυσμα τα στοιχεία του οποίου είναι τα σύμβολα ≤ και ≥. Για την επίλυση των παραπάνω γραμμικών προβλημάτων δίνεται η δυνατότητα στο χρήστη να επιλέξει τη μέθοδο επίλυσης. Συγκεκριμένα, στο παρόν εκπαιδευτικό λογισμικό (Visual LinProg) υποστηρίζονται οι παρακάτω αλγόριθμοι: αναθεωρημένος αλγόριθμος simplex, αναθεωρημένη μέθοδος δυο φάσεων, αναθεωρημένη μέθοδος μεγάλου Μ, αναθεωρημένος δυϊκός αλγόριθμος simplex. Η δυνατότητα αποθήκευσης όλων των βημάτων επίλυσης του προβλήματος με την αναλυτική παρουσίαση των υπολογισμών, δίνει ένα μοναδικό εργαλείο στα χέρια του καθηγητή για την παρουσίαση της λειτουργίας του αλγορίθμου, αλλά αποτελεί και ένα απαραίτητο εργαλείο για τους φοιτητές που θέλουν να κατανοήσουν την λειτουργία του αναθεωρημένου αλγορίθμου simplex. Οι νέες ιδέες που εφαρμόζονται κατά το σχεδιασμό και υλοποίηση του Visual LinProg δίνουν θετικά αποτελέσματα κατά τη διάρκεια εκμάθησης πολύπλοκων αλγορίθμων. Οι τέσσερις αξιολογήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε αυτή τη διατριβή επιβεβαιώνουν ότι η χρήση οπτικοποίησης αλγορίθμων στην διδασκαλία αλγορίθμων είχαν θετική ανταπόκριση από τους φοιτητές. 199 259 333 The liberalism in a multi-party political party: examining how liberalism being assimilated by the New Democracy from 1990 to today Η φιλελεύθερη ιδεολογία σε ένα πολυσυλλεκτικό κεντροδεξιό κόμμα: διερεύνηση του βαθμού αφομοίωσης του φιλελευθερισμού από τη Νέα Δημοκρατία από το 1990 έως σήμερα This thesis aimed in addressing whether the legislative work of the New Democracy's (ND) governments of 1990-1993, 2004-2009 and 2012-2015 converged successfully to the liberal external economic restriction of the European institutions. Our focus referred to the following policy fields: financial policy, tax policy, market regulation, services and labour, public sector, educational policy and health care. The thesis firstly describes the European external economic restriction, as it evolved during the time-period of study. Then, it shifts to the description of the legislative work produced by ND's government. The thesis then focuses studying the degree of convergence between the two and argues that convergence has been partly dependent on the strictness of the external restriction. The stricter the restriction, the more successful the convergence. However, the argument goes, even in cases where a strict restriction applied, some liberal reforms have not been implemented during the governments of ND. This led us to a new cycle of research, which aimed in studying the reasons of the inevitable reform inertia of governments of ND. The thesis focuses on the ideological stance of the social coalition that supported governments of ND, the authenticity of the liberal stance of its leader and finally the intraparty crash on the 'statism – liberalism' dimension. Effective implementation of liberal economic reforms by ND has been dependent on the existence of a strict external restriction, an authentically liberal leader and a rather weak pro-statism group within the party. Ο στόχος της παρούσας διατριβής ήταν να μελετηθεί η σύγκλιση του νομοθετικού έργου των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας (ΝΔ) 1990-1993, 2004-2009 και 2012-2015 με τον φιλελεύθερο εξωτερικό οικονομικό περιορισμό των ευρωπαϊκών θεσμών. Η στόχευσή μας αφορούσε τους εξής τομείς πολιτικής: δημόσιες δαπάνες, φορολογική πολιτική, πολιτική ανταγωνισμού στις αγορές κεφαλαίου, προϊόντων και υπηρεσιών και εργασίας, δημόσια διοίκηση, εκπαιδευτική πολιτική και υγεία και κοινωνική πολιτική. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, αρχικά επιχειρήσαμε να καταγράψουμε το σύνολο του ευρωπαϊκού εξωτερικού οικονομικού περιορισμού, όπως ο περιορισμός αυτός γεννήθηκε και εξελίχθηκε παράλληλα με τις υπό εξέταση κυβερνήσεις της ΝΔ. Στη συνέχεια καταγράψαμε το σύνολο του νομοθετικού έργου, το οποίο παρήγαγε η κάθε κυβέρνηση της ΝΔ στους παραπάνω τομείς πολιτικής. Το επόμενο βήμα ήταν να διαπιστωθεί το επίπεδο της σύγκλισης, ανάμεσα στις παραγόμενες πολιτικές και στον εξωτερικό περιορισμό. Σε αυτό το σημείο γεννήθηκε το πρώτο συμπέρασμα της έρευνάς μας, δηλαδή ότι όσο πιο αυστηρός έτεινε να είναι ο εξωτερικός περιορισμός, τόσο μεγαλύτερη σύγκλιση, θα μπορούσε να διαπιστωθεί. Το δεύτερο, ωστόσο, συμπέρασμα αναφερόταν στο γεγονός ότι, μολονότι σε ορισμένες περιόδους υπήρξε ο αναγκαίος αυστηρός εξωτερικός περιορισμός, τελικά ορισμένες φιλελεύθερες πολιτικές δεν υλοποιήθηκαν. Το δεύτερο αυτό συμπέρασμα μας οδήγησε σε έναν νέο κύκλο έρευνας, ο οποίος στόχευσε στην αναζήτηση των αιτιών, οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν αυτό το μεταρρυθμιστικό αδιέξοδο για τις κυβερνήσεις της ΝΔ. Ειδικότερα, αναζητήσαμε τις αιτίες ανάμεσα στις εξής μεταβλητές: στο ιδεολογικό πρόσημο της κοινωνικής συμμαχίας των κυβερνήσεων της ΝΔ σε κάθε εποχή, στην αυθεντικότητα της φιλελεύθερης ιδεολογίας του προέδρου του πολιτικού κόμματος της ΝΔ και στις εσωκομματικές συγκρούσεις, οι οποίες εκδηλώνονταν διαχρονικά και αναφέρονταν στο δίπολο κρατισμός – φιλελευθερισμός. Τελικά, συμπεραίνουμε ότι για την αποτελεσματική δρομολόγηση φιλελεύθερων οικονομικών μεταρρυθμίσεων από τις κυβερνήσεις της ΝΔ απαιτείτο η ύπαρξη μιας φόρμουλας που θα εμπεριείχε την ύπαρξη ενός ισχυρού εξωτερικού περιορισμού, την αυθεντική φιλελεύθερη ιδεολογία του ηγέτη και την ύφεση των κρατικιστικών δυνάμεων εντός της ΝΔ. 200 1091 802 On improving service provision through the use of customer – centric semantic service models. Βελτιώνοντας την παροχή υπηρεσιών χρησιμοποιώντας πελατοκεντρικά σημασιολογικά μοντέλα. Information and communication technologies (ICT) have revolutionised service provision in the 21st century. In this work, we focus our attention on services whose provision is supported by ICT, e.g. through the use of enterprise information systems or Web-based service oriented architectures. Service Oriented Architecture (SOA) is nowadays the prevalent paradigm for the design, development and implementation of such enterprise information systems. Traditional service industries, such as tourism, health and government, are now able to deliver services more efficiently, through different channels, customised to the diverse needs of customers. As a consequence, an increasing number of services are delivered electronically over the Web in the form of e-services, forming what is generally referred to as the Web of Services. We have identified in our work two limitations that pose roadblocks to the realisation of customer-oriented, personalised service provision, especially in the context of the Web of Services: the understated role of the customer and the existence of numerous competing or overlapping, but yet not complete, standards and vocabularies for modelling and representing services. Although business-related disciplines, such as marketing and operations management, evangelise the importance of involving the customer throughout the service lifecycle, and pay particular attention to the evaluation of services by customers, this co-production interaction has been up to now by and large ignored in the Web of Services. IT-minded professionals in the Web of Services tend to assume that the customer has a passive role, limited to the consumption of the services, and that the description of the service is created exclusively by the service provider, thus missing out on valuable information and insights coming from customers. To make things even more complex for providers and consumers alike, people’s tendency to reinvent the wheel led to numerous overlapping models for describing service, none of which takes input from customers into account. It is hard to agree on a common, technology-independent model to unify the existing ones, and at the same time ensure that such a model will also reflect the customer’s perspective. Interestingly, consensus on a common view on service has not been reached, despite the numerous active service standardisation initiatives. Within this problem formulation, our goal was to develop a holistic representation of service which engulfs both the service provider’s and the customer viewpoints which will effectively allow customers to find, adapt and personalise, integrate and work with services. In this vein, the following objectives drive the research work carried out in the context of this Thesis. Objective I: To study and conceptualise service in order to create a common vocabulary for service – in the form of a Unified Service Model. Objective II: To enhance the Unified Service Model in order to accommodate the customer viewpoint, i.e. information related to how the customer relates to service. Objective III: To validate and evaluate the rigor, the usability and the usefulness of the models proposed in the Thesis by developing proof-of-concept prototypes that incorporate the Unified Service Model and the customer-oriented modelling elements in order to address the needs and the requirements of a demanding service industry, that of public administration. As a result, the main theoretical outcomes of this Thesis include: 1. The lifecycle of the service from the customer viewpoint, which illustrates our understanding of customers’ participation in service and presents service provision as experienced by the customer. It comprises 5 phases, namely need realisation; service search; service personalisation; service delivery; and service evaluation. 2. The Unified Service Model which puts in place a common vocabulary shared among the different service models and definitions studied in the literature, all of which implicitly approach the modelling of service from the provider viewpoint, i.e. the way that service providers perceive, understand and model service. Consequently, the Unified Service Model expresses the service provider viewpoint of service. 3. The Customer Service Model, which constitutes a representation of service from the customer viewpoint. The model emphasises customer participation in service delivery by introducing concepts such as sacrifice, customer expectation, service feedback and perceived value, and organises them according to the Who, Why, What, and Where and When views of the Zachman framework. The Customer Service Model is an extension of the Unified Service Model. 4. Social descriptions, as a new service description paradigm, which expresses customer expectations and feedback, and introduces the bottom-up annotation of services, implicitly or explicitly, by the customers, complementing or even replacing (in case they do not exist) the service descriptions created by the providers in a top-down fashion. These theoretical outcomes were then applied in the context of a four proof-of-concept implementations. We first created a machine-readable representation of the Customer Service Model in RDF and then used it in four proof-of-concept prototypes that address the needs and the requirements of a demanding service industry, that of public administration, to demonstrate: • The use of the Unified Service Model and the Customer Service Model for pull and push service search, and service evaluation; and • The use of the Unified Service Model and the Customer Service Model for service personalisation. Concluding, the main theoretical implications of this Thesis are summarised in the following: • It contributes to the conceptual modelling of service, diving into customer-centric service modelling, which continues being an open and active research field, and works towards a harmonised view on service, covering both the modelling of service itself and the service lifecycle. • It is an enabler towards the implementation of the customer-centricity requirement for services, which is prevalent both in the Web of Services and in Service Science, by emphasising and studying customer participation in the service lifecycle, and approaching the modelling of service from the customer viewpoint materialised through the definition of theoretical concepts such as perceived value, customer expectation and service feedback. • It is one of the few efforts which span across the borders of a particular discipline, e.g. information systems or marketing. It combines fruitfully and brings together two major fields that study service, namely Service Science and the Web of Services, and transfers knowledge from the one to the other. • By introducing a common model for service, which aligns all existing efforts, it lowers the semantic interoperability barriers and contributes to the semantic interlinking and reusability of existing services which are described using different semantic service models. Apart from benefiting customers and improving service provision in the Web of Services, this last point can also play a role in encouraging the industrial uptake of semantic services, which up to now remains low. Οι τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ) έφεραν επανάσταση στην παροχή υπηρεσιών. Σε αυτή την εργασία, θα εστιάσουμε την προσοχή μας στις υπηρεσίες των οποίων η παροχή υποστηρίζεται από ΤΠΕ, π.χ. μέσω της χρήσης των πληροφοριακών συστημάτων των επιχειρήσεων ή μέσω του διαδικτύου. Οι υπηρεσιοστρεφείς αρχιτεκτονικές (Service Oriented Architecture – SOA) είναι σήμερα το κυρίαρχο πρότυπο για το σχεδιασμό, την ανάπτυξη και την εφαρμογή τέτοιων πληροφοριακών συστημάτων. Παραδοσιακοί κλάδοι υπηρεσιών, όπως ο τουρισμός, η υγεία και η δημόσια διοίκηση, είναι πλέον σε θέση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους πιο αποτελεσματικά, μέσω διαφόρων διαύλων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες των πελατών τους. Κατά συνέπεια, ένας αυξανόμενος αριθμός υπηρεσιών παρέχεται ηλεκτρονικά μέσω του διαδικτύου, διαμορφώνοντας αυτό που αναφέρεται στη βιβλιογραφία ως διαδίκτυο των υπηρεσιών (Web of Services). Η παροχή υπηρεσιών έχει προχωρήσει αναμφίβολα σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, εντοπίστηκαν δύο προβλήματα που εμποδίζουν την εξατομικευμένη παροχή υπηρεσιών προσανατολισμένων στον πελάτη, ιδίως στο πλαίσιο του διαδικτύου των υπηρεσιών: i. Την περιορισμένη συμμετοχή των πελατών, ιδιαίτερα στην μοντελοποίηση και στην περιγραφή των υπηρεσιών, και ii. Την ύπαρξη πολλών ανταγωνιστικών ή επικαλυπτόμενων προτύπων και μοντέλων για υπηρεσίες, τα οποία εντέλει δεν είναι πλήρη. Επιστήμες, όπως το μάρκετινγκ και το μάνατζμεντ, ευαγγελίζονται τη σημασία της συμμετοχής του πελάτη καθ' όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής των υπηρεσιών και δίνουν ιδιαίτερη σημασία στην αξιολόγηση αυτών από τους πελάτες. Παρατηρήσαμε όμως ότι οι αρχές αυτές δεν τηρούνται στην παροχή υπηρεσιών στο διαδίκτυο. Οι ερευνητές στο διαδίκτυο των υπηρεσιών υποθέτουν ότι ο πελάτης έχει συνήθως έναν παθητικό ρόλο, που περιορίζεται στην κατανάλωση των υπηρεσιών και όχι απαραίτητα και στο σχεδιασμό τους. Θεωρούν ότι η μοντελοποίηση και η περιγραφή της υπηρεσίας δημιουργείται αποκλειστικά από το πάροχο. Έτσι χάνονται ή δεν εκμεταλλεύονται επαρκώς πολύτιμες πληροφορίες, γνώμες και ανατροφοδότηση που προέρχονται από τους πελάτες. Παράλληλα, διαφορετικές προσπάθειες προτυποποίησης και μοντελοποίησης των υπηρεσιών δημιούργησαν επικαλυπτόμενα, και συχνά διαφορετικά (μη-διαλειτουργικά), μοντέλα για την περιγραφή τους, κανένα από τα οποία δεν λαμβάνει υπόψη την οπτική των πελατών. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να αναπτυχθεί ένα ολιστικό μοντέλο δεδομένων για την υπηρεσίας που θα συνδυάζει τόσο την οπτική του παρόχου όσο και αυτή των πελατών. Πιο συγκεκριμένα, οι στόχοι της εργασίας ήταν: I. Να μελετηθεί και να αναλυθεί η έννοια της υπηρεσίας, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα κοινό βασικό μοντέλο δεδομένων. II. Να επεκταθεί το κοινό βασικό μοντέλο δεδομένων, προκειμένου να συμπεριλάβει την μοντελοποίηση της οπτικής του πελάτη για την υπηρεσία, δηλαδή πληροφορίες σχετικά με το πώς ο πελάτης την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει. III. Να αξιολογηθεί η πληρότητα, η χρηστικότητα και η χρησιμότητα του προαναφερθέντος μοντέλου υπηρεσιών μέσω την ανάπτυξης πιλοτικών εφαρμογών που το χρησιμοποιούν προκειμένου να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις αναφορικά με την αναζήτηση και την εξατομίκευση υπηρεσιών στην περιοχή εφαρμογής της δημόσιας διοίκησης. Τα βασικά θεωρητικά αποτελέσματα αυτής της εργασίας περιλαμβάνουν: 1. Το μοντέλο του κύκλου ζωής της υπηρεσίας από την οπτική του πελάτη. Απεικονίζει τη συμμετοχή των πελατών κατά τις διάφορες φάσεις μιας υπηρεσίας. Περιλαμβάνει πέντε φάσεις, ήτοι: συνειδητοποίηση αναγκών, αναζήτηση, εξατομίκευση, παροχή και αξιολόγηση υπηρεσίας. 2. Το κοινό βασικό μοντέλο δεδομένων για την υπηρεσία (Unified Service Model). Αποτελεί τον κοινό τόπο μεταξύ ενός πλήθους διαφορετικών αλλά και συχνά επικαλυπτόμενων μοντέλων τα οποία επιχειρούν την αναπαράσταση των υπηρεσιών από τη οπτική του παρόχου. 3. Το πελατοκεντρικό μοντέλο υπηρεσιών (Customer Service Model). Αποτελεί μια επέκταση του κοινού βασικού μοντέλου, προκειμένου να συμπεριλάβει την μοντελοποίηση της οπτικής του πελάτη για την υπηρεσία. Το μοντέλο εισάγει έννοιες όπως η θυσία, η προσδοκία του πελάτη, η ανατροφοδότηση και η αντιλαμβανόμενη αξία. Οι έννοιες του μοντέλου μελετώνται και οργανώνονται βάσει των οπτικών του πλαισίου Zachman. 4. Το παράδειγμα των κοινωνικών περιγραφών υπηρεσιών (social descriptions of services). Μια νέα έκφανση για την περιγραφή υπηρεσιών προερχόμενη από τον πελάτη. Οι περιγραφές αυτές εκφράζουν τις προσδοκίες και την ανατροφοδότηση των πελατών, και ενσωματώνουν πληροφορίες από την αξιολόγησή των υπηρεσιών από τους πελάτες. Οι κοινωνικές περιγραφές των υπηρεσιών συμπληρώνουν τις περιγραφές που δημιουργούνται και διατηρούνται από τους παρόχους. Οι βασικές θεωρητικές συμβολές της εργασίας συνοψίζονται στα εξής: • Συμβάλλει στην μοντελοποίηση της υπηρεσίας, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί ένα ενεργό ερευνητικό πεδίο και ένα απαιτητικό πεδίο εφαρμογής, μέσω της ανάπτυξης ενός ολιστικού, πελατοκεντρικού μοντέλου, καλύπτοντας την μοντελοποίηση τόσο της ίδιας της υπηρεσίας όσο και του κύκλου ζωής της. • Συμβάλλει στην ικανοποίηση της απαίτησης για πελατοκεντρικές υπηρεσίες, η οποία είναι μια από τις βασικές αρχές που διέπουν το διαδίκτυο των υπηρεσιών. • Τοποθετημένη στην περιοχή της Επιστήμης των Υπηρεσιών (Service Science) συνδυάζει τη μελέτη της υπηρεσίας τόσο από την τεχνική σκοπιά (επιστήμη υπολογιστών) όσο και από την επιχειρηματική (μάρκετινγκ, μάνατζμεντ…), μεταφέροντας έτσι γνώση από το ένα πεδίο στο άλλο. • Με την εισαγωγή ενός κοινού βασικού μοντέλου για την υπηρεσία, το οποίο καλύπτει όλες τις υφιστάμενες προσπάθειες, μειώνει τα σημασιολογικά εμπόδια διαλειτουργικότητας και συμβάλλει στην σημασιολογική διασύνδεση των υπηρεσιών, καθώς και των υφιστάμενων περιγραφών τους που κατασκευάζονται χρησιμοποιώντας διαφορετικά σημασιολογικά μοντέλα. 201 13 13 Organizational change and employees readiness in public sector: case study E.F.K.A. (former I.K.A.-E.T.A.M.) Οργανωσιακή αλλαγή και ετοιμότητα εργαζομένων στο δημόσιο τομέα: η περίπτωση του Ε.Φ.Κ.Α.(πρώην Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) 202 253 283 Η συγκατάθεση του υποκειμένου ως νόμιμη βάση επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων εμπειρική έρευνα ως προς τον βαθμό συμμόρφωσης των ελληνικών ιστοσελίδων This thesis focuses on data subject’s consent as a legal basis for data processing. In particular, consent in the Data Privacy Law serves as a legal basis for data processing, when all the required elements are fulfilled, namely when the consent is freely given, specific, unambiguous and informed. Moreover, consent has to be freely revocable. The methodology of this thesis was mainly dogmatic and comparative, with an interpretative analysis of the concept of consent in the earlier law under the Directive 95/46/EC as well as in the General Data Protection Regulation, through legal literature, Opinions and Guidelines from Article 29 Working Party, as well as case law and decisions from the Greek Data Protection Authority. In addition, in order to examine the practical application of the theoretical approaches of consent, an empirical study was conducted in 100 popular Greek websites. Through the analysis of their content, as well as the procedures of giving and revoking consent, their degree of compliance with their legal obligations to obtain consent for data processing was examined. Of particular interest was the fact that, although the vast majority of the websites, namely 90%, provided some form of information on data processing and therefore, the data controller was aware of their legal obligations, only a very small number of websites fulfilled all the legal obligations for data processing. Indicatively, 31.6% of the websites used pre-ticked boxes, 13.3% used the opt-out system, while only 7% of the websites offered procedures for withdrawing consent, which were as easy as giving consent. Η παρούσα διπλωματική εργασία εστιάζει στη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, ως νόμιμη βάση επεξεργασίας αυτών. Ειδικότερα, η συγκατάθεση στο δίκαιο των προσωπικών δεδομένων λειτουργεί νομιμοποιητικά, ως βάση επεξεργασίας, όταν πληρούνται τα συγκεκριμένα εννοιολογικά χαρακτηριστικά αυτής, ήτοι, όταν η συγκατάθεση είναι ελεύθερη, ειδική, ρητή και εν πλήρει επιγνώσει. Παράλληλα, η συγκατάθεση πρέπει να είναι και ελευθέρως ανακλητή. Η μεθοδολογία της εργασίας ήταν αρχικά δογματική και συγκριτική, με ερμηνευτική ανάλυση της έννοιας της συγκατάθεσης υπό το προϊσχύον δίκαιο της Οδηγίας 95/46/ΕΚ και του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων μέσα από τη θεωρία, τις Γνώμες και Κατευθυντήριες Γραμμές της Ομάδας Εργασίας του άρθρου 29, καθώς και τη νομολογία δικαστηρίων, αλλά και της ελληνικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Επιπλέον, προκειμένου να εξεταστεί η πρακτική εφαρμογή των θεωρητικών αναλύσεων ως προς τη συγκατάθεση, διεξήχθη εμπειρική έρευνα σε 100 ελληνικές ιστοσελίδες υψηλής επισκεψιμότητας. Μέσα από την ανάλυση του περιεχομένου αυτών, καθώς και των διαδικασιών χορήγησης και ανάκλησης της συγκατάθεσης, εξετάστηκε ο βαθμός συμμόρφωσης αυτών με τις εκ του νόμου υποχρεώσεις τους για τη λήψη της συγκατάθεσης για την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η διαπίστωση πως, παρά το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των ιστοσελίδων, ήτοι ποσοστό 90%, παρείχε κάποιας μορφής ενημέρωση ως προς την επεξεργασία των δεδομένων και συνεπώς, ο υπεύθυνος επεξεργασίας γνώριζε τις νόμιμες υποχρεώσεις του, εντούτοις ένας πολύ μικρός αριθμός ιστοσελίδων τηρούσε όλες τις νόμιμες υποχρεώσεις για την επεξεργασία. Ενδεικτικά, το 31,6% των ιστοσελίδων χρησιμοποιούσε προσυμπληρωμένα τετραγωνίδια, το 13,3% εφάρμοζε το σύστημα opt - out, ενώ μόλις το 7% των ιστοσελίδων παρείχε διαδικασίες ανάκλησης της συγκατάθεσης, εξίσου εύκολες με τη χορήγησή της. 203 427 413 Strategic knowledge management in modern organizations. The impact of the "Communication and knowledge motivator" model on Hellenic Railways' employees productivity. Το στρατηγικό μάνατζμεντ γνώσης στη σύγχρονη επιχείρηση. Η επίδραση του μοντέλου "Επικοινωνιακής και γνωσιακής υποκίνησης" στην παραγωγικότητα των εργαζομένων του ΟΣΕ. The contemporary concept of Knowledge Management is already an integral part of business operations, contributing in the growth and development of organizations. In particular, this contribution appears as a sequence of processes which aim on the capture, cultivation and growth of the intellectual capital, of the employees, of the executives and of the general management. In the present thesis, we study the effectiveness of the implementation of a hybrid knowledge management system model, characterized as "Communication and Knowledge Motivator -CKM" on the productivity increase of the workers, on the formulation of a basic organizational memory, on the efficient knowledge management and on the treatment of knowledge gap between old and recently recruited personnel. Moreover, by the implementation of the CKM model we study the knowledge management index and also the job satisfaction improvement. Our model is applied in a Greek public state organization, the Hellenic Railways S.A. which is used as a case study. The application of the CKM model is evolved in approximately four years, while it takes place in 6 successive steps. Each step is a small knowledge management project itself, with specific intentions. Those steps are a) the build-up of communication channels between employees, b) the organization of frequent get-togethers in order to improve tacit knowledge exchange, c) the in-company seminars d) the training programs organized outside the company, e) the organization of knowledge fairs and f) the design and implementation of knowledge tanks. Results, being supported from the academic literature, indicate that there is a significant positive impact of the CKM model application on each worker's productivity (old and recently hired staff), while a positive impact is also observed on specific indexes, like the knowledge management diagnostic tool and the job satisfaction index. The present thesis is completed with a series of structural set of proposals which are based on the research conclusions and aim on the improvement of business processes, on the improvement of workers' productivity and also on the creation and implementation of continues and permanent knowledge management system. The benefits that arise from the present doctoral dissertation concern a) the academic community, which has the ability to continue further the research in this specific field in order to improve the already successful model, b) the society, which through relevant knowledge management programs is in a position to achieve higher productivity and prosperity and c) the national economy, which thorough knowledge management systems can find a way to improve its competitiveness. Η σύγχρονη έννοια της διοίκησης γνώσης είναι πλέον ένα αναπόσπαστο κομμάτι των επιχειρηματικών πολιτικών και λειτουργιών, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και την εξέλιξη των οργανισμών. Ειδικότερα, η συμβολή αυτή εμφανίζεται ως μια σειρά διεργασιών και ενεργειών οι οποίες έχουν στόχο την λήψη, καλλιέργεια και εξέλιξη του διανοητικού κεφαλαίου, των εργαζομένων, των στελεχών, αλλά και της διοίκησης. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνάται η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής ενός προτύπου υβριδικού μοντέλου διοίκησης γνώσης, χαρακτηριζόμενου ως «Επικοινωνιακός και Γνωσιακός Υποκινητής», προκειμένου να βελτιωθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων, να επιτευχθεί η δημιουργία βάσεων οργανωσιακής μνήμης, να διαχειριστεί η γνώση με αποτελεσματικό τρόπο και να αντιμετωπιστούν τα κενά γνώσης μεταξύ παλαιών και νεοπροσλαμβανόμενων εργαζομένων. Επίσης, με την εφαρμογή του μοντέλου διερευνάται η βελτίωση του δείκτη «Διοίκησης Γνωστικών Κεφαλαίων» και του δείκτη «ικανοποίησης από την εργασία». Το μοντέλο εφαρμόζεται σε μια Ελληνική, δημοσίου δικαίου επιχείρηση, τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (Α.Ε.), ο οποίος χρησιμοποιείται ως μελέτη περίπτωσης. Η εφαρμογή του μοντέλου εξελίσσεται σταδιακά σε τέσσερα έτη, ενώ λαμβάνει χώρα σε έξι διαδοχικά στάδια, κάθε ένα από τα οποία αποτελεί από μόνο του ένα μικρό έργο διοίκησης διανοητικών κεφαλαίων με συγκεκριμένη σκοπιμότητα. Τα στάδια αυτά είναι α) η ανάπτυξη καναλιών επικοινωνίας μεταξύ των εργαζομένων, β) η διεξαγωγή συναντήσεων για ανταλλαγή άρρητης γνώσης, γ) τα ενδοεπιχειρησιακά σεμινάρια, δ) η εκπαίδευση εκτός της επιχείρησης, ε) η διοργάνωση εκθέσεων γνώσης και στ) η δημιουργία δεξαμενών γνώσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας, υποστηρίζονται από την παγκόσμια ακαδημαϊκή βιβλιογραφία και φανερώνουν μια σαφή θετική επίδραση του μοντέλου στην παραγωγικότητα, τόσο των παλαιών, όσο και των νεοπροσλαμβανόμενων υπαλλήλων. Επιπλέον, παρατηρούνται θετικές μεταβολές σε δείκτες, όπως ο δείκτης διοίκησης γνώσης και ο δείκτης ικανοποίησης από την εργασία. Η διατριβή ολοκληρώνεται με μια σειρά προτάσεων τόσο δομικού, όσο και διαρθρωτικού χαρακτήρα, οι οποίες βασίζονται στα συμπεράσματα της έρευνας και αποσκοπούν στην βελτίωση των επιχειρηματικών διαδικασιών που σχετίζονται με τη γνώση, στη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζομένων και στο σχεδιασμό και εφαρμογή «μόνιμων» συστημάτων διοίκησης γνωστικών κεφαλαίων στις επιχειρήσεις. Τα οφέλη που προκύπτουν από την παρούσα διδακτορική διατριβή αφορούν α) στην ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία δύναται να συνεχίσει περεταίρω την έρευνα στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο ώστε να βελτιώσει το ήδη υπάρχον επιτυχημένο μοντέλο, β) στην κοινωνία, η οποία μέσα από αντίστοιχα προγράμματα διοίκησης γνώσης είναι σε θέση επιτύχει υψηλότερη παραγωγικότητα και ευημερία και γ) στην εθνική οικονομία η οποία μέσα από τα συστήματα διοίκησης γνώσης δύναται να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της. 204 321 356 Investigating the application of service quality to hellenic sports organizations: the role of service satisfaction and value on football spectators’ behavioral intentions Διερεύνηση της εφαρμογής της ποιότητας υπηρεσιών στους ελληνικούς αθλητικούς οργανισμούς: ο ρόλος της ικανοποίησης και της αξίας υπηρεσιών στις μελλοντικές προθέσεις των θεατών ποδοσφαίρου The importance of quality for an organization has been highlighted by many researchers. Understanding both the multidimensional concept of quality and the importance of each dimension for executives, will help sports clubs to provide quality services and / or improve existing ones with the ultimate goal of increasing the level of customer satisfaction of sports product. The purpose of this study is to investigate the level of service quality provided by Greek professional sports clubs, through the satisfaction of spectators, the perceived value and the ability to predict their intentions of behavior. The survey included 940 fans of Greek Super Leagues’ team ARIS THESSALONIKI FC and completed a questionnaire evaluating: (a) the service quality with the dimensions relating to the functional quality and the outcome quality; (b) the perceived value; (c) the satisfaction of spectators; and (d) the spectators intentions. We propose a model of assumptions of service quality (function and outcome) related future spectators’ intentions, through the dimensions of perceived value and satisfaction. The distribution and collection of the questionnaires took place during a day, in the stands of "Kleanthis Vikelidis" before the start of the football game ARIS FC – XANTHI FC. Stratified sampling was done and the questionnaires were randomly distributed and volunteered. The results provided support of the service quality models used. In addition, outcome quality did not affect the perceived value more than functional quality, while outcome quality was shown to have a stronger influence on spectators’ satisfaction than functional quality. Value and satisfaction mediate, partially, the relationship between service quality and fans’ behavioral intentions. In conclusion, a new concept should be adopted by the sport management, for the modern needs of spectators, focusing on providing service quality, perceived value and satisfaction, in order to increase spectators’ behavioral intentions and frequency of their participation. Η σημασία της ποιότητας για έναν οργανισμό / επιχείρηση έχει τονισθεί από πολλούς ερευνητές. Η κατανόηση τόσο της πολυδιάστατης έννοιας της ποιότητας, όσο και της σπουδαιότητας της κάθε διάστασής της για τα στελέχη θα βοηθήσει τα αθλητικά σωματεία να παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες ή/και να βελτιώσουν τις ήδη υπάρχουσες, με απώτερο σκοπό την αύξηση του επιπέδου ικανοποίησης των καταναλωτών του αθλητικού προϊόντος. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει το επίπεδο της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχουν τα Ελληνικά επαγγελματικά αθλητικά σωματεία, μέσα από την ικανοποίηση των θεατών, την αντιλαμβανόμενη αξία και τη δυνατότητα πρόβλεψης των προθέσεων συμπεριφοράς τους. Στην έρευνα πήραν μέρος 940 φίλαθλοι της ΠΑΕ ΑΡΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ που αγωνίζεται στη Super league και συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο που αξιολογούσε: α) την ποιότητα υπηρεσιών με τις διαστάσεις που αφορούν την λειτουργική ποιότητα και την ποιότητα αποτελεσμάτων, β) την αντιλαμβανόμενη αξία, γ) την ικανοποίηση των θεατών και δ) τις προθέσεις των θεατών. Προτάθηκε το μοντέλο υποθέσεων της σχέσης ποιότητας υπηρεσιών (λειτουργικής και αποτελεσμάτων) και μελλοντικής πρόθεσης των θεατών, μέσω των διαστάσεων αντιλαμβανόμενης αξίας και ικανοποίησης. Η διανομή και συγκέντρωση των ερωτηματολογίων έγινε στη διάρκεια μιας ημέρας, στις κερκίδες του σταδίου «Κλεάνθης Βικελίδης» πριν την έναρξη του ποδοσφαιρικού αγώνα ΠΑΕ ΑΡΗΣ – ΠΑΕ ΞΑΝΘΗ. Έγινε στρωματοποιημένη δειγματοληψία, τα ερωτηματολόγια μοιράστηκαν τυχαία σε κάθε κερκίδα του σταδίου και συμπληρώθηκαν εθελοντικά από τους θεατές. Τα αποτελέσματα υποστηρίζουν τα μοντέλα ποιότητας υπηρεσιών που χρησιμοποιήθηκαν. Επιπλέον, η ποιότητα αποτελεσμάτων δεν επηρεάζει την αντιλαμβανόμενη αξία περισσότερο από την λειτουργική ποιότητα, ενώ η ποιότητα αποτελεσμάτων επηρεάζει την ικανοποίηση των θεατών περισσότερο από την λειτουργική ποιότητα. Η αξία και η ικανοποίηση μεσολαβούν, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, στη σχέση ανάμεσα στη ποιότητα υπηρεσιών και στις προθέσεις συμπεριφοράς των θεατών. Συμπεραίνεται ότι πρέπει να υιοθετηθεί από τους ειδικούς της διοίκησης αθλητισμού, μια νέα αντίληψη για τις σύγχρονες ανάγκες των θεατών, που να εστιάζει στην βελτίωση της ποιότητας υπηρεσιών (ιδίως της λειτουργικής ποιότητας), της αντιλαμβανόμενης αξίας και της ικανοποίησης, ώστε να επηρεάζονται θετικά οι προθέσεις συμπεριφοράς τους και να αυξηθεί η συχνότητα συμμετοχής τους. 205 499 448 Three econometric essays in stocks and commodity markets Τρεις οικονομετρικές μελέτες στις αγορές μετοχών και εμπορευμάτων This PhD thesis discusses three central research topics in applied time series econometrics that generally belong in the fields of Macroeconometrics and Financial econometrics. It consists of three papers that are related to stocks and commodities investment in the context of hedging movements of inflation in the long-run, as well as the time-invariant and time-varying causal linkages of two major commodity markets. Particularly, the first two chapters inquire into the inflation hedging ability of stocks and commodity markets by relying on an empirical framework combined with economic theory. The third chapter examines the dynamic interrelationship between the most important commodities around the recent financial crisis The first chapter of this thesis deals with the inflation hedging properties of US individual stocks from a long-run (cointegration) perspective. In particular, we construct in- and out-of-sample portfolios based on the long-run inflation betas of stock prices with respect to consumer prices. The results show that the portfolio of stocks with the highest ex post long-run betas exhibit superior inflation hedging ability. We find some evidence of similar behavior for the out-of-sample portfolios with rebalancing periods one to four years. Stocks that outperform inflation tend to be drawn from the Energy and Industrial sectors. Moreover, the number of individual stocks that hedge inflation changes considerably following the period after the 2008 downturn of the economy. The second chapter exploits the long-run inflation hedging ability of gold and silver prices against alternative measures of consumer price index from a historical perspective. We employ a dataset that spans over two centuries for the UK and the US. For the empirical analysis we employ both a time-invariant and a time-varying cointegration framework. We find that gold can fully hedge headline, expected and core CPI in the long-run. This ability tends to be stronger when we allow for the long-term dynamics to vary over time. More stability is observed in the long-run hedging ability of gold vs expected inflation during the last decades. The inflation hedging ability of gold is on average higher in the US compared to the UK. Silver does not hedge US consumer prices albeit evidence emerges in favor of a time-varying long-run relationship in the UK. The last chapter of this thesis is an empirical investigation of linear, nonlinear and time-varying causal linkages between the two most important commodities, namely crude oil and gold, around the recent financial crisis. The results show that before crisis causality is linear and unidirectional running from oil to gold. After crisis a bidirectional nonlinear causality relationship emerges, with volatility spillovers found as the source of the nonlinear linkage. The dynamic bootstrap causality analysis reveals that the causal linkage from gold to oil is time dependent and that the non-Granger causality null hypothesis rejection rate increased considerably in the post-financial crisis period. Moreover, probit analysis has shown that the probability of gold Granger causing oil in the short-run increases by more than 30% during the recent financial and euro crisis. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποτελείται από τρεις οικονομετρικές εργασίες σχετικά με τις αγορές μετοχών και εμπορευμάτων, οι οποίες ανήκουν γενικά στο πεδίο της Μακροοικονομετρίας και της Χρηματοοινονομικής οικονομετρίας. Οι δύο πρώτες εργασίες εξετάζουν την ικανότητα των μετοχών και του χρυσού να αντισταθμίζουν τις κινήσεις του πληθωρισμού μακροχρόνια, και η τρίτη εργασία εξετάζει την σταθερή καθώς και την χρονικά μεταβαλλόμενη σχέση αιτιότητας ανάμεσα σε δύο κύριες αγορές εμπορευμάτων γύρω από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Το πρώτο κεφάλαιο της διατριβής διερευνά την μακροχρόνια αντισταθμιστική ικανότητα των μεμονωμένων μετοχών του γενικού δείκτη S&P500 έναντι των κινήσεων του πληθωρισμού. Συγκεκριμένα κατασκευάζουμε χαρτοφυλάκια εντός και εκτός δείγματος βασισμένα στα μακροχρόνια βήτα των μετοχών έναντι του γενικού δείκτη τιμών. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι εντός δείγματος τα χαρτοφυλάκια των μετοχών με τα υψηλότερα βήτα παρουσιάζουν ανώτερη αντισταθμιστική ιδιότητα. Παρόμοια αποτελέσματα βρίσκουμε και για τα χαρτοφυλάκια εκτός δείγματος για περιόδους εξισορρόπησης από ένα έως τέσσερα χρόνια. Οι μετοχές που κινούνται πάνω από τον πληθωρισμό ανήκουν κυρίως στον τομέα της Ενέργειας και τον τομέα της Βιομηχανίας. Το δεύτερο κεφάλαιο μελετά τον ιστορικό ρόλο δύο πολύτιμων μετάλλων, χρυσού και ασημιού, ως αντισταθμιστές εναλλακτικών μορφών πληθωρισμού (βασικού, αναμενόμενου, κεντρικού). Χρησιμοποιούμε μια δειγματική περίοδο πάνω από 200 χρόνια για τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Για την εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιούμε τόσο σταθερές όσο και μεταβαλλόμενες μεθόδους συνολοκλήρωσης. Βρίσκουμε ότι ο χρυσός μπορεί να αντισταθμίσει πλήρως τις εναλλακτικές μορφές πληθωρισμού μακροχρόνια. Αυτή η ικανότητα του χρυσού είναι πιο δυνατή όταν επιτρέπουμε τα μακροχρόνια δυναμικά να μεταβάλλονται στον χρόνο. Περισσότερη σταθερότητα βρίσκουμε για την σχέση χρυσού και αναμενόμενου πληθωρισμού τις τελευταίες δεκαετίες. Η αντισταθμιστική ικανότητα του χρυσού είναι υψηλότερη στις Ηνωμένες Πολιτείες σε σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο. Το ασήμι δεν δείχνει σταθερή σχέση συνολοκλήρωσης με τον γενικό δείκτη τιμών ωστόσο ενδείξεις προκύπτουν για σχέση χρονικά μεταβαλλόμενης συνολοκλήρωσης. Το τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής μου έχει σαν στόχο την εμπειρική διερεύνηση γραμμικών, μη γραμμικών και χρονικά μεταβαλλόμενων σχέσεων αιτιότητας ανάμεσα στις αγορές χρυσού και πετρελαίου κατά την περίοδο πριν και μετά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι πριν την κρίση η σχέση αιτιότητας είναι γραμμική και μονόδρομη, από το πετρέλαιο στον χρυσό. Μετά την κρίση η σχέση γίνεται αμφίδρομη και μη γραμμική, με την διάχυση της μεταβλητότητας ανάμεσα στις δύο αγορές να προκύπτει σαν την πιο πιθανή αιτία της μη γραμμικότητας. Η δυναμική ανάλυση αιτιότητας αποκαλύπτει ότι η σχέση αιτιότητας από τον χρυσό προς το πετρέλαιο είναι εξαρτώμενη από τον χρόνο και η πιθανότητα απόρριψης της μηδενικής υπόθεσης αυξάνεται κυρίως κατά την περίοδο μετά την κρίση. Επίσης η ανάλυση probit μας έδειξε ότι η πιθανότητα του χρυσού να αιτιάζει κατά Granger το πετρέλαιο αυξήθηκε κατά 30% βραχυχρόνια κατά την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. 206 217 217 The role of militarism in the formation of national identity in Israel, 1919-2000 Ο ρόλος του μιλιταρισμού στην διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας στο Ισραήλ, 1919-2000 Objects: The study explores the role of militarism (as an ideology and as a social process) in the formation of national identity in Israel and the recent identity crisis. Methodology: The study builds its hypothesis upon a macro-theoretical approach. It applies the theory of civil-military relations to the modernist approach in nationalism which argues that national identity is constructed and imagined. The study argues that when the paradigm of civil-military relations in any community approaches the model of mass militarism (or nation-in-arms) then, militarism has strong social role in nation building. In contrary, when the paradigm of civil-military relations approaches the model of professional militarism, then militarism has marginal role in the social process. Results: The study found out that during its formative years (roughly 1939-1967), the Israeli paradigm in civil-military relations approached the model of mass militarism. In consequence, militarism had strong social role and army was able to take part in nation building. From another hand, the study revealed that during the recent two decades (after 1967), the Israeli paradigm in civil-military relations approached the model of professional militarism. This led to the decline of the social role of the army in Israel and explained the identity crisis in Israeli during 1990s. Στόχοι: Η μελέτη στοχεύει να ερμηνεύσει το ρόλο του μιλιταρισμού (ως ιδεολογίας και κοινωνικής διαδικασίας) στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας του Ισραήλ και την πρόσφατη κρίση ταυτότητας. Μεθοδολογία: Η μελέτη βασίζει τις υποθέσεις της σε μία μακροθεωρητική προσέγγιση. Εφαρμόζει τη θεωρία των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων στη μοντερνιστική άποψη του εθνικισμού που επιχειρηματολογεί ότι η εθνική ταυτότητα είναι κατασκευασμένη και φαντασιακή. Η μελέτη επιχειρηματολογεί ότι όταν η θεώρηση των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων σε κάθε δεδομένη κοινότητα προσεγγίζει το μοντέλο του μαζικού μιλιταρισμού (ή nation-in-arms) τότε ο μιλιταρισμός έχει έναν ισχυρό κοινωνικό ρόλο στην οικοδόμηση του έθνους. Αντίθετα, όταν η θεώρηση των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων προσεγγίζει το μοντέλο του επαγγελματικού μιλιταρισμού, τότε ο μιλιταρισμός έχει περιθωριακό ρόλο στην κοινωνική διαδικασία. Αποτελέσματα: Η μελέτη βρήκε ότι κατά τη διάρκεια των ετών διαμόρφωσης (1939-1967 κατά προσέγγιση) το Ισραηλινό υπόδειγμα των πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων προσέγγισε το μοντέλο του μαζικού μιλιταρισμού. Συνεπώς, ο μιλιταρισμός είχε ισχυρό κοινωνικό ρόλο και ο στρατός είχε τη δυνατότητα να λάβει χώρα στην οικοδόμηση του έθνους. Επιπλέον, η μελέτη βρήκε ότι κατά τις δύο δεκαετίες μετά το 1967 η ισραηλινή θεώρηση στις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις προσέγγισε το μοντέλο του επαγγελματικού μιλιταρισμού. Αυτό οδήγησε στην πτώση του κοινωνικού ρόλου του στρατού στο Ισραήλ και εξηγεί την κρίση ταυτότητας της δεκαετίας του ’90. 207 613 607 The exploitation of the Information and Communication Technologies from Greek Farmers and the study of the respective digital divide Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών από τους Έλληνες αγρότες και η διερεύνηση του αντίστοιχου ψηφιακού χάσματος The present doctoral dissertation explores the use of Information and Communication Technologies (ICT) by Greek farmers and the formation of the respective digital divide. Primary and secondary data are used in order to achieve the goals of the research. The secondary data refer to statistical data of the structural characteristics of the Greek agricultural sector and rural area, which are drawn from National, European and International databases. The study of those characteristics is considered advisable, as the agricultural sector is the main subject of this thesis. The primary research data are divided into two categories. The first category concerns data on the extent of the broadband network in the Regional Units of Heraklion and Kilkis, and are retrieved through personal communication with members of local broadband extension working teams. The second category of primary data is the outcome of an extensive survey on a sample of 339 farm owners situated in the research areas (Heraklion and Kilkis Regional Units) by means of a structured questionnaire. The methodological frame of analysis includes a descriptive analysis of frequencies, through which the existing situation in the adoption of ICT and innovations is studied, but also the attitudes of farmers on new technologies, innovation and cooperation. Factor Analysis is applied on the two main multidisciplinary variables, while we estimate the internal consistency reliability of each variable. Subsequently, the relationship between the sociological characteristics of the sample, the ICT skills and Internet utility is explored. We study the characteristics of the Factors, which stem of the application of Factor Analysis, by using the Categorical Regression method. Finally, K-means sample clustering is applied to form attitudes groups on new technologies and innovation. Based on the research results, we note as particularly interesting the finding that farm owners who sum up the highest score in the factor “High-demand ICT skills” are those who indicate higher educational level, more experienced and frequent use of ICT, but are engaged in farming as non professionals and non innovators. This finding demonstrates the existence of intra-rural digital divide. Furthermore, although main occupation farmers have a statistically significant lower education and ICT skills level than non professional farmers, they perform frequent use of “Agricultural information and updating” at a statistically significant level. This finding is interpreted as a result of the variations due to the choice that farming is the main or secondary profession in the organizational culture. The digital divide reduction finding as a result of social policy implementation is also noted as interesting. Internet access from the household of farm owners does not depend on the availability of ADSL broadband infrastructure in the residential settlement, while, according to the literature, dependence was expected. Non-dependence stems from the adoption of alternative types of Internet access by exploiting resources from national digital convergence programs. K-means clustering indicates five types of attitudes in the adoption of ICT and innovation, each of which has different characteristics. Among those groups, there are farm owners who deny ICT as a result of their lifestyle, others that are conservative and not interested in ICT, while there is one cluster of farmers who are innovators and also active users of ICT. The present research reveals two multidisciplinary variables with high reliability factor (Cronbach’s Alpha). The first one concerns the “Farmers’ skills on ICT use” (α=0.927) and the second one the “Internet use and utility by farmers” (α=0.867). These two multidisciplinary variables are potentially usable by The Greek advisory services, in order to identify farmers’ educational needs and thereby to contribute in the development of local ICT training programs in the agricultural sector. Στην παρούσα διατριβή διερευνάται η αξιοποίηση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) από τους Έλληνες αγρότες και η διαμόρφωση του αντίστοιχου ψηφιακού χάσματος. Για τις ανάγκες της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν τόσο πρωτογενή όσο και δευτερογενή δεδομένα. Τα δευτερογενή δεδομένα αφορούν σε στατιστικά στοιχεία για τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του αγροτικού τομέα και χώρου στην Ελλάδα, τα οποία αντλήθηκαν από εθνικές, ευρωπαϊκές και διεθνείς βάσεις δεδομένων, η μελέτη των οποίων κρίθηκε σκόπιμη, καθώς ο αγροτικός τομέας αποτελεί το βασικό υποκείμενο της παρούσας διατριβής. Τα πρωτογενή δεδομένα της έρευνας διακρίνονται σε δυο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορά σε στοιχεία για την έκταση του δικτύου ευρυζωνικότητας στις Π.Ε. Ηρακλείου και Κιλκίς, τα οποία συγκεντρώθηκαν μέσω προσωπικής επικοινωνίας με τα κατά τόπους συνεργεία διεύρυνσης του δικτύου ευρυζωνικότητας. Η δεύτερη κατηγορία πρωτογενών δεδομένων προέρχονται από την ποσοτική έρευνα, η οποία βασίστηκε στη συμπλήρωση, με προσωπικές συνεντεύξεις, ενός δομημένου ερωτηματολογίου, το οποίο εφαρμόστηκε, καταρχήν, πιλοτικά και στη συνέχεια σε δείγμα 339 κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων που δραστηριοποιούνται στις Π.Ε. Ηρακλείου και Κιλκίς. Το μεθοδολογικό πλαίσιο ανάλυσης των δεδομένων της ποσοτικής έρευνας περιλαμβάνει μια περιγραφική ανάλυση συχνοτήτων, μέσα από την οποία σκιαγραφείται η υφιστάμενη κατάσταση στην υιοθέτηση ΤΠΕ, αλλά και οι στάσεις των κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων στις νέες τεχνολογίες, στην καινοτομία και στη συνεργασία. Εφαρμόζεται Ανάλυση Παραγόντων στις δύο κύριες πολυθεματικές μεταβλητές της έρευνας και έλεγχος αξιοπιστίας. Ακολουθεί διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών του δείγματος, της χρήσης του διαδικτύου και του επιπέδου δεξιοτήτων στη χρήση των ΤΠΕ. Στη συνέχεια, ερευνώνται τα χαρακτηριστικά των Παραγόντων με τη μέθοδο της Κατηγορικής Παλινδρόμησης. Τέλος, εφαρμόζεται συσταδοποίηση δείγματος με K-means, ώστε να σχηματιστούν ομάδες στάσεων στις νέες τεχνολογίες και στην καινοτομία. Μεταξύ των αποτελεσμάτων της έρευνας ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι, οι κάτοχοι αγροτικών εκμεταλλεύσεων που εμφανίζουν υψηλότερο σκορ στον παράγοντα «Υψηλές δεξιότητες ΤΠΕ» είναι εκείνοι με σχετικά υψηλό εκπαιδευτικό επίπεδο, μεγαλύτερη εμπειρία και συχνότητα χρήσης στις ΤΠΕ, αλλά ασκούν ως δευτερεύον επάγγελμα το αγροτικό και δε καινοτομούν, καταδεικνύοντας την ύπαρξη ενδοαγροτικού ψηφιακού χάσματος. Επίσης, οι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, παρά το γεγονός ότι έχουν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά και δεξιότητες στη χρήση ΤΠΕ από τους κατά δευτερεύον επάγγελμα αγρότες, πραγματοποιούν στατιστικά σημαντικά συχνότερα διαδικτυακές αναζητήσεις στον παράγοντα «Πληροφόρηση-ενημέρωση του αγρότη», εύρημα που ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα των διαφοροποιήσεων στην οργανωσιακή κουλτούρα που φέρει η επιλογή του αγροτικού επαγγέλματος ως κύριο ή δευτερεύον. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, το εύρημα της μείωσης του γεωγραφικού ψηφιακού χάσματος ως αποτέλεσμα της εφαρμογής προγραμμάτων κοινωνικής πολιτικής, καθώς η πρόσβαση στο διαδίκτυο από το νοικοκυριό των κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων δεν εμφανίζει στατιστικά σημαντική σχέση με την ύπαρξη υποδομών ADSL ευρυζωνικότητας στον οικισμό κατοικίας (εύρημα μη αναμενόμενο βάσει της βιβλιογραφίας) και οφείλεται στην υιοθέτηση εναλλακτικών τύπων πρόσβασης που διατίθενται μέσω των προγραμμάτων «Εθνικό Δίκτυο Σημείων Ασύρματης Πρόσβασης στο Διαδίκτυο Wifi Hotspot» και «Επιταγή Ψηφιακή Αλληλεγγύη». Στη συσταδοποίηση με K-means διακρίνονται πέντε τύποι στάσεων στην υιοθέτηση των ΤΠΕ και στην καινοτομία, κάθε μια εκ των οποίων έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μεταξύ αυτών διακρίνεται ο τύπος των κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων που αρνούνται τις ΤΠΕ λόγω στάσης ζωής, ο τύπος των συντηρητικών και αδιάφορων απέναντι στις ΤΠΕ, και ο τύπος των ενεργητικών αγροτών και αποδεκτών των ΤΠΕ. Από την έρευνα προκύπτουν δυο κλίμακες με υψηλό δείκτη αξιοπιστίας. Η πρώτη κλίμακα αφορά στην πολυθεματική μεταβλητή «Δεξιότητες των κατόχων αγροτικών εκμεταλλεύσεων στη χρήση ΤΠΕ» και η δεύτερη στη «Αξιοποίηση του διαδικτύου από τους κατόχους αγροτικών εκμεταλλεύσεων». Οι δύο αυτές κλίμακες, βάσει της αξιοπιστίας τους, είναι εν δυνάμει αξιοποιήσιμες από τις συμβουλευτικές υπηρεσίες της χώρας για την ανίχνευση των εκπαιδευτικών αναγκών των αγροτών, με στόχο τον σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων ΤΠΕ στον αγροτικό τομέα. 208 153 174 Consequences for the European countries due to the efforts for convergence and coherence to E.M.U. Συνέπειες για τις Ευρωπαϊκές χώρες από την προσπάθειά τους για σύγκλιση και παραμονή στην ΟΝΕ: μελέτη της διαχρονικής εξέλιξης των σχετικών θέσεων των χωρών-μελών της ΕΕ, και των επιδόσεών τους ως προς: α) τους νομισματικούς δείκτες β) τους πραγματικούς δείκτες γ) το σύνολο δεικτών The aim of the present research is the survey of the consequences resulting on the real economy of the 15 state members of E.U., after their effort for nominal convergence and coherence in EMU. The statistical methods used are correspondence analysis and hierarchical classification. The intra-time evolution of the relative position of every state member with respect to each one indicator of nominal or real convergence, as well as the evolution of every group of indicators and the entirety of the indicators is outcoming and recorded as a result. The results include the relative position of every country during the period 1981-2000 with respect to the nominal, the real and the entirety of the indicators. In conclusion the state members of South Europe present significant problems with their real economy compared to the state members of North Europe. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η καταγραφή των συνεπειών που επέφερε στην πραγματική οικονομία των 15 κρατών-μελών της Ε.Ε. η προσπάθεια για ονομαστική σύγκλιση και παραμονή στην ΟΝΕ. Οι στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η παραγοντική ανάλυση των αντιστοιχιών και η ιεραρχική ταξινόμηση. Με αυτές αναδεικνύεται και καταγράφεται ως συμπέρασμα η διαχρονική εξέλιξη της σχετικής θέσης κάθε χώρας-μέλους ως προς κάθε ένα δείκτη ονομαστικής ή πραγματικής σύγκλισης, όπως και η εξέλιξη ανά ομάδα, αλλά και για το σύνολο των εξεταζομένων δεικτών. Στα συμπεράσματα καταγράφεται και η σχετική θέση της κάθε χώρας για το σύνολο της εξεταζομένης περιόδου 1981-2000 ως προς τους ονομαστικούς, τους πραγματικούς και όλους τους δείκτες συγχρόνως. Εν κατακλείδι οι χώρες του Νότου εμφανίζονται με μεγαλύτερα προβλήματα στην πραγματική τους οικονομία σε σχέση με τις χώρες του Βορρά. 209 209 235 Ανάλυση περίπτωσης (case study): χρηματοοικονομικές λειτουργίες μιας επιχείρησης με την χρήση του ERP προγράμματος Softone προσδιορισμός του τελικού αποτελέσματος συμφωνά με τον N.4308/2014 (Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα). The present master thesis is divided into two parts. In the first part (Chapters 2-3) there will be a theoretical analysis and interpretation of ERP systems, we will see how they have evolved over time, what are the benefits and the advantages of using them, what the possible adoption risks are and how they can contribute in the development of the enterprise. Then, we will make a historical review of the accounting framework in Greece, how the accounting process evolved from 1920 where the first steps were made, until today. In the second part (Chapters 4-10) we will study an Enterprise Resource Planning system widely used in the Greek market, Soft1 ERP developed by the company Softone Technologies Inc. We will present and analyze the main modules of the ERP system through a case study analysis of a virtual enterprise into a comprehensive scenario with events and transactions carried out in the company during the year. The purpose of this thesis is to both highlight the benefits of adopting ERP systems by enterprises and to familiarizing users / readers to the environment, structure, philosophy and the basic functions of ERP systems according to the current legislation. The thesis will be completed with the conclusions of the analysis we did. Η παρούσα διπλωματική εργασία χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτος μέρος (Κεφάλαια 2-3) θα γίνει μια θεωρητική ανάλυση και ερμηνεία των ERP συστημάτων, θα δούμε πώς εξελίχθηκαν κατά την πάροδο του χρόνου, ποια τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα χρήσης τους, ποιοι οι πιθανοί κίνδυνοι υιοθέτησης τους και πως μπορούν να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της επιχείρησης. Στην συνέχεια, θα κάνουμε μια ιστορική αναδρομή του λογιστικού πλαισίου στην Ελλάδα, όπου θα δούμε πως εξελίχθηκε η λογιστική διαδικασία από το 1920 που έγιναν τα πρώτα βήματα έως και σήμερα. Στο δεύτερο μέρος (Κεφάλαια 4-10) θα μελετήσουμε ένα Σύστημα Διαχείρισης Επιχειρησιακών Πόρων που χρησιμοποιείται ευρέως στην Ελληνική αγορά, το Soft1 ERP της εταιρείας Softone Technologies Α.Ε.. Θα παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε τα βασικά υποσυστήματα (modules) του ERP συστήματος μέσα από την ανάλυσης περίπτωσης (Case Study) μιας εικονικής επιχείρησης σε ένα ολοκληρωμένο σενάριο με γεγονότα και συναλλαγές που πραγματοποιούνται στην επιχείρηση κατά την διάρκεια της χρήσης. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι αφενός να αναδείξει τα οφέλη που προκύπτουν από την υιοθέτηση συστημάτων ERP από τις επιχειρήσεις και αφετέρου να εξοικειώσει τους χρήστες/αναγνώστες με το περιβάλλον, τη δομή , τη φιλοσοφία και τις βασικές λειτουργίες των ERP συστημάτων σύμφωνα πάντα με την ισχύουσα νομοθεσία. Η εργασία θα ολοκληρωθεί με τα συμπεράσματα της ανάλυσης που κάναμε. 210 157 168 Aid to the interpretation of correspondence analysis and algorithms for the construction and analysis of special input data tables Βοήθεια στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων της παραγοντικής ανάλυσης των αντιστοιχιών και αλγόριθμοι κατασκευής και ανάλυσης ειδικών πινάκων εισόδου The main purpose of this dissertation is to improve the effectiveness and reliability of Correspondence Analysis (CA) by providing aids to the results interpretation and algorithms for the construction and analysis of special input data tables. Within this framework a) we propose a modification of the main CA algorithm, so that the analysis of large data sets becomes both feasible and effective, b) we develop a new algorithm for the detection of the most effective Burt sub-table, c) we propose novel procedures, indices and tests as aids to the interpretation and d) we highlight the role of CA in improving the effectiveness of other multivariate visualization methods. All partial conclusions point towards the development of a new piece of software (CHIC Analysis) mainly oriented to the results interpretation and the construction and analysis of special input data tables. Ο βασικός σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η ενίσχυση της αποτελεσματικότητας και της αξιοπιστίας της Παραγοντικής Ανάλυσης των Αντιστοιχιών με την παροχή βοήθειας στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων και την ανάπτυξη αλγορίθμων για την κατασκευή και ανάλυση ειδικών πινάκων εισόδου. Στο πλαίσιο αυτό α) προτείνεται μια τροποποίηση του βασικού αλγορίθμου της ΠΑΑ, ώστε να είναι εφικτή και ταυτόχρονα αποτελεσματική η ανάλυση μεγάλων συνόλων δεδομένων, β) αναπτύσσεται αλγόριθμος για τον εντοπισμό του υποπίνακα Burt με την πλησιέστερη απεικόνιση στον αρχικό πίνακα Burt, γ) εντοπίζονται νέες διαδικασίες, δείκτες και έλεγχοι, εμπειρικοί και στατιστικοί, για τη βοήθεια στην ερμηνεία των αριθμητικών και διαγραμματικών αποτελεσμάτων της μεθόδου και δ) αναδεικνύεται ο ρόλος της ΠΑΑ στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας άλλων μεθόδων οπτικοποίησης πολυδιάστατων δεδομένων. Το σύνολο των επιμέρους συμπερασμάτων χρησιμοποιούνται ως οδηγός για την ανάπτυξη ενός νέου υπολογιστικού περιβάλλοντος (CHIC analysis), με σαφή προσανατολισμό στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων και την κατασκευή και ανάλυση ειδικών πινάκων εισόδου. 211 325 363 Το μουσικό βίντεο ως εργαλείο για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στο μάθημα της μουσικής στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Music teaching is often treated as a subject oriented exclusively to musical goals while teaching and assessment are related to the cultivation of musical behaviors and skills. Since the development of critical thinking is considered an important educational outcome, the purpose of this research is to investigate whether students can develop critical thinking skills through the course of Music in school. The research attempts to answer the following research questions: a) Can students develop critical thinking skills through the course of Music? b) Is the use of music videos a useful tool for the development of critical thinking? Furthermore, this research is focused on identifying on how many and which critical thinking axes students showed improvement after applying the above teaching intervention. The sample consisted of 45 sixth-grade students of two elementary schools in the city of Veroia in Greece. As watching music videos is a favorite pastime for many children and adolescents, a teaching-learning intervention lasting eight weeks was designed in which music video was used as a basic teaching-learning tool. Data was collected via questionnaire, and diary keeping of the teacher. The case study strategy was also used for the emergence of data that could not be drawn to the aforementioned research tools. According to the research results, the course of Music is an important part in the curriculum of primary education for developing critical thinking skills and the music video constitutes a means to this goal. At the same time, it confirmed that critical thinking is teachable through teaching music. The contribution of this research in the field of Music Teaching is that it attempts to explore the development of critical thinking of primary school students through music in pursuit of innovative ways of implementing such a connection with the music video. Moreover, it can be helpful in informing music teachers at the elementary education regarding the use of music videos as a tool for the development of the students’ critical thinking. Η μουσική διδασκαλία αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα γνωστικό αντικείμενο προσανατολισμένο αποκλειστικά σε μουσικούς στόχους ενώ η διδασκαλία και η αξιολόγηση αφορούν στην καλλιέργεια και στον έλεγχο μουσικών συμπεριφορών και δεξιοτήτων. Δεδομένου ότι η ανάπτυξη της κριτικής σκέψης θεωρείται σημαντικό εκπαιδευτικό αποτέλεσμα, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να διερευνήσει το αν οι μαθητές μπορούν να αναπτύξουν δεξιότητες κριτικής σκέψης μέσα από το μάθημα της Μουσικής στο σχολείο. Η έρευνα επιχειρεί να απαντήσει στα εξής ερευνητικά ερωτήματα: α) Μπορούν οι μαθητές να αναπτύξουν δεξιότητες κριτικής σκέψης μέσα από το μάθημα της Μουσικής; β) Η χρήση του μουσικού βίντεο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης; Επιπροσθέτως, η έρευνα εστιάζει στο να εντοπίσει σε πόσους και ποιους άξονες της κριτικής σκέψης οι μαθητές παρουσίασαν βελτίωση μετά από την εφαρμογή της παραπάνω διδακτικής παρέμβασης. Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 45 μαθητές δύο τμημάτων Στ΄ τάξης 2 δημοτικών σχολείων στην πόλη της Βέροιας. Καθώς η παρακολούθηση μουσικών βίντεο αποτελεί μία αγαπημένη συνήθεια για πολλά παιδιά και εφήβους, σχεδιάστηκε μία διδακτική-μαθησιακή παρέμβαση διάρκειας 8 εβδομάδων στην οποία χρησιμοποιήθηκε το μουσικό βίντεο ως βασικό διδακτικό-μαθησιακό εργαλείο. Για τη συλλογή των δεδομένων έγινε χρήση ερωτηματολογίου και τήρηση ημερολογίου με σημειώσεις από την εκπαιδευτικό. Η στρατηγική της μελέτης περίπτωσης χρησιμοποιήθηκε επίσης για την ανάδυση δεδομένων που δεν θα μπορούσαν να αντληθούν με τα προαναφερθέντα ερευνητικά εργαλεία. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, το μάθημα της Μουσικής αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο στο πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για την ανάπτυξη δεξιοτήτων κριτικής σκέψης ενώ το μουσικό βίντεο διαφάνηκε ότι προσφέρεται ως μέσο για το σκοπό αυτό. Παράλληλα, επιβεβαιώθηκε η διδαξιμότητα της κριτικής σκέψης μέσω του μαθήματος της μουσικής. Η συμβολή της συγκεκριμένης έρευνας στο πεδίο της Μουσικής Διδακτικής έγκειται στο ότι επιχειρεί να διερευνήσει την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης μέσω της μουσικής ακολουθώντας καινοτόμους τρόπους υλοποίησης όπως είναι η σύνδεσή της με το μουσικό βίντεο. Επιπλέον, μπορεί να αποτελέσει αρωγό ως προς την ενημέρωση των εκπαιδευτικών Μουσικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για τη χρήση του μουσικού βίντεο ως εργαλείο το οποίο θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της κριτικής σκέψης των μαθητών. 212 233 248 High performance working systems in public sector Εργασιακά συστήματα υψηλής απόδοσης και δημόσιος τομέας Human Resources Management, having gone through a historical course parallel to the historical development of the social and economic structures of human societies, managed to acquire ¨consciousness of its entity¨ in the 20th century. This awareness allowed it to evolve at a faster rate and develop, after research and observation, theories, techniques, tools and systems that gave the human factor a leading role in businesses and organizations.) The outcome of this process awareness was the development of Strategic Human Resource Management and of High Performance Work Systems (HPWS), which came to help businesses make profits by prioritizing the human factor and by linking human factor management to the strategy and goals of businesses and organizations. This paper studies the practices, objectives and results of implementation of HPWS, their success or failure so far and their implementation in the public sector, with particular reference to the Greek public sector. In the last section of this paper an attempt is made to record the situation or the prevailing trend in four Universities in Greece. After a qualitative research based on personal or phone interviews with the Directors and Division Chiefs of human resource departments at these Universities, conclusions are drawn on the practices applied, the extent these form part of a broader strategic framework of Universities and how far away they might be from being considered as HPWS. Η Διοίκηση Ανθρώπινου Δυναμικού έχοντας διανύσει μία ιστορική πορεία παράλληλη αυτής της ιστορικής εξέλιξης των κοινωνικών και οικονομικών δομών των ανθρώπινων κοινωνιών, κατάφερε στον 20ο αιώνα να αποκτήσει ¨συνείδηση της οντότητας της¨. Αυτή η συνειδητοποίηση της επέτρεψε να εξελιχθεί με ταχύτερους ρυθμούς και να αναπτύξει, ύστερα από έρευνα και παρατήρηση, θεωρίες, τεχνικές, εργαλεία και συστήματα που έδωσαν στον ανθρώπινο παράγοντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς. Αποτέλεσμα αυτής της συνειδητοποίησης ήταν η ανάπτυξη της Στρατηγικής Διοίκησης Ανθρώπινου Δυναμικού και των High Performance Work Systems (HPWS), που ήρθαν για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να πραγματοποιήσουν κέρδη προτάσσοντας τον ανθρώπινο παράγοντα και συνδέοντας την διοίκηση του ανθρώπινου παράγοντα με την στρατηγική και τους στόχους των επιχειρήσεων, οργανισμών. Η παρουσίαση των HPWS, των πρακτικών που χρησιμοποιούν, των στόχων τους, των αποτελεσμάτων της εφαρμογής τους και η μέχρι στιγμής επιτυχία τους ή όχι, καθώς και η εφαρμογή τους στον δημόσιο τομέα με ειδική αναφορά στο ελληνικό δημόσιο τομέα αποτέλεσαν αντικείμενα αυτής της εργασίας. Στο τελευταίο μέρος της εργασίας αυτής επιχειρείται μία προσπάθεια καταγραφής της κατάστασης ή της τάσης που επικρατεί σε τέσσερα Πανεπιστήμια της Ελλάδας. Ύστερα από μία ποιοτική έρευνα στηριγμένη σε τηλεφωνικές ή προσωπικές συνεντεύξεις με τους Διευθυντές και τους Τμηματάρχες των Διευθύνσεων ή των Τμημάτων που διαχειρίζονται το ανθρώπινο δυναμικό των Πανεπιστημίων αυτών, διατυπώνονται συμπεράσματα σχετικά με τις πρακτικές που εφαρμόζονται, κατά πόσο αυτές είναι ενταγμένες σε κάποιο γενικότερο στρατηγικό πλαίσιο των Πανεπιστημίων και πόσο απέχουν από το να θεωρηθούν HPWS. 213 515 532 Human resource development through the exploitation of lifelong learning methods. Ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων μέσω αξιοποίησης μεθόδων δια βίου μάθησης. Despite the emphasis placed on Lifelong Learning (LL) in the past decades, there is little theoretical and empirical evidence to support the connection between Human Resource Development (HRD) and LL, where LL is clearly defined as an integral part of HRD. Due to the lack of evidence on how LL and its methods influence HRD, mainly in relation to the personal and professional development of the workforce within enterprises and organizations, this research study dealt with the investigation and justification of that influence. For this reason, a quantitative Likert scale, based on the objectives of this research, was designed and named Lifelong Learning and Human Resource Development (LLEHUREDE) scale. It was based to a greater extent on Resource Based View (RBV) theory and to a lesser extend on learning theories, and Learning Orientation Theory (LOT), in order to assess this impact and eliminate any possible confounding variables that may have been present in previous research and simultaneously to clarify any misunderstanding issues. In addition, qualitative research was conducted through interviews with employees, managers and employers of various enterprises, as well as through thorough observations of specialized training programmes. The identification and analysis of the investigated impact of LL on HRD focused mainly on learning culture, learning strategy, and the implementation of these within enterprises and organizations, as well as the twofold identity of each employee, firstly as a member of an organization and secondly as a Life Long Learner (LLL). The analysis was undertaken based on the consideration that few enterprises and organizations have placed proper emphasis on human resources and even fewer have investigated the awareness of their employees of LL, their desire for further learning or commitment to LL activities. The main purpose of the present research study was to test the hypothesis, or rather to answer the question, as to whether LL had an impact on HRD, in an effort to determine if this new intervention could enhance the development of a LL culture and strategy, to increase the competitiveness and sustainable development of enterprises and organizations, through Strategic Human Resource Management (SHRM). Results showed that the majority of managers, employers and employees were aware of the non-formal and informal character of LL. Through their participation in LL activities, where lecture and discussion were the key selected learning methods, learning outcomes such as improvement in job performance, professional development as well as personal development and enhancement of self-esteem, predominated over the desire for further learning. In addition, Quality of Learning (QoL), prerequisites of which were considered to be the educational and evaluation policies in the quantitative approach, was shown to depend more on the ability of instructors to transfer the knowledge than on the selected learning method in the qualitative approach of the research. Finally, by demonstrating the value of LL and its impact on HRD, which is significant not only for the personal and professional development of the managers, employers and employees, but for the organization development as a whole, the present research highlights the necessity for investment in LL activities. Παρά την μεγάλη έμφαση που δίνεται τις τελευταίες δεκαετίες στη Δια Βίου Μάθηση (ΔΒΜ), υπάρχουν λίγες θεωρητικές και εμπειρικές έρευνες που αναφέρονται στη σύνδεσή της με την ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων, στις οποίες μάλιστα η ΔΒΜ εμφανίζεται κυρίως ως αναπόσπαστο τμήμα της ανάπτυξης ανθρώπινων πόρων. Εξ αιτίας της έλλειψης ερευνών σχετικών με το πώς επιδρά η ΔΒΜ μέσω των μεθόδων της στην ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων, κυρίως στην προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των εργαζομένων σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, η παρούσα έρευνα ασχολήθηκε με την διερεύνηση και τεκμηρίωση αυτής της επίδρασης. Για αυτό το λόγο, ένα ερωτηματολόγιο με βάση τους σκοπούς της έρευνας και με χρήση της κλίμακας Likert σχεδιάστηκε και δημιουργήθηκε η ποσοτική κλίμακα που ονομάστηκε ΔιΒιΜαΑΑΠ. Η δημιουργία της βασίστηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στη θεωρία ότι οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται ως πόροι και σε μικρότερο βαθμό στις θεωρίες μάθησης και στη θεωρία με προσανατολισμό στη μάθηση με σκοπό να εκτιμηθεί αυτή η επίδραση και να απομακρυνθούν τυχόν πιθανές ασαφείς (μη κατανοήσιμες) μεταβλητές που μπορεί να ήταν παρούσες σε προηγούμενες έρευνες και παράλληλα να διευκρινιστούν τυχόν παρεξηγημένες έννοιες. Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε μια ποιοτική προσέγγιση με τη διεξαγωγή συνεντεύξεων σε εργαζόμενους και σε στελέχη ή/και εργοδότες διαφορετικών επιχειρήσεων ή οργανισμών, καθώς και με εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις εξειδικευμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Η εξακρίβωση και ανάλυση της ερευνούμενης επίδρασης της ΔΒΜ στην ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων εστιάστηκε κύρια στην κουλτούρα μάθησης, στη στρατηγική μάθησης και στην εφαρμογή αυτών σε επιχειρήσεις και οργανισμούς, καθώς και στη διττή ταυτότητα του κάθε εργαζόμενου, κατά πρώτο λόγο ως μέλος του οργανισμού και κατά δεύτερο λόγο ως δια βίου μαθητή. Η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε έχοντας υπόψη ότι λίγες επιχειρήσεις και οργανισμοί έχουν δώσει την πρέπουσα σημασία στους ανθρώπινους πόρους και ακόμα λιγότερες έχουν ανακαλύψει εάν οι εργαζόμενοί τους γνωρίζουν τι είναι η ΔΒΜ και εάν έχουν την επιθυμία για περισσότερη μάθηση ή νιώθουν τη δέσμευση για συμμετοχή σε ΔΒΜ δραστηριότητες. Ο κύριος σκοπός της παρούσας ερευνητικής μελέτης ήταν να ελεγχθεί η υπόθεση ή καλύτερα να απαντηθεί η ερώτηση, εάν η ΔΒΜ είχε επίδραση στην ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων, στην προσπάθεια να προσδιοριστεί αν αυτή η νέα παρέμβαση θα μπορούσε να ενισχύσει την ανάπτυξη κουλτούρας και στρατηγικής ΔΒΜ προς όφελος της ανταγωνιστικότητας και της βιώσιμης ανάπτυξης επιχειρήσεων και οργανισμών μέσω της στρατηγικής διαχείρισης των ανθρώπινων πόρων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ή πλειοψηφία των διευθυντών, εργοδοτών και εργαζομένων είχαν επίγνωση του μη τυπικού και άτυπου χαρακτήρα της ΔΒΜ. Μέσω της συμμετοχής τους σε ΔΒΜ δραστηριότητες, όπου η εισήγηση και η συζήτηση επικράτησαν μεταξύ των επιλεγόμενων μεθόδων μάθησης, τα μαθησιακά αποτελέσματα όπως βελτίωση της απόδοσης εργασίας, επαγγελματική ανάπτυξη καθώς και προσωπική ανάπτυξη και ενίσχυση της αυτοεκτίμησης υπερίσχυσαν έναντι της επιθυμίας για περισσότερη μάθηση. Επίσης, η ποιότητα της μάθησης, προϋποθέσεις της οποίας θεωρήθηκαν η εκπαιδευτική πολιτική και η πολιτική αξιολόγησης στην ποσοτική προσέγγιση, φάνηκε στην ποιοτική προσέγγιση της έρευνας ότι εξαρτάται περισσότερο από την ικανότητα του εκπαιδευτή να μεταφέρει τη γνώση παρά από την επιλεγόμενη μέθοδο μάθησης. Τέλος, αποδεικνύοντας την αξία και την επίδραση της ΔΒΜ στην ανάπτυξη ανθρώπινων πόρων, η οποία δεν είναι σημαντική μόνο στην προσωπική και επαγγελματική ανάπτυξη των διευθυντών, εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά και στην ανάπτυξη όλου του οργανισμού, η παρούσα έρευνα τονίζει την αναγκαιότητα επενδύσεων σε δραστηριότητες ΔΒΜ. 214 323 300 Financial market as a mean of economic growth in markets of European Union member states. Η χρηματοπιστωτική αγορά ως μέσο οικονομικής ανάπτυξης στις αγορές των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. This thesis investigated the relationship between stock market development, credit market development and economic growth. This issue has focused the main interest of theoretical and empirical studies the last decade. So, this thesis tried to analyse the main deterministic factors of economic growth emphasizing the role of stock and credit market on economic growth in 15 European Union member-states taking into account the effect of industrial production index, the inflation rate and the interest rate. The objective of this thesis was to accept or to reject the basic theoretical hypotheses have been developed by some different school of thoughts relatively to the effects of stock market and credit market on economic growth. For this reason a system equation model of three structural functions was estimated by the two-stage least squares method. Furthermore, the predictive ability of the system equation model was examined by applying the simulation method and by estimation the dynamic multipliers in different economic policies in order to result in some comparative conclusions of 15 European Union members-states. The results of empirical analysis indicated that slock market and credit market have a positive effect on economic growth in 15 European Union members-states. This positive relationship was defined by the specific institutional characteristics of each one of 15 European Union member-states and by the relative economic and monetary policies. Therefore, the empirical results of this thesis suggested that the effect of credit market development on economic growth was greater than the effect of stock market development on economic growth in Germany and United Kingdom. Reversely, the effect of stock market development on economic growth was greater than the effect of credit market development on economic growth in Denmark, Finland, France, Greece, Holland, Italy, Portugal, Spain and Sweden. Finally, a complementary relationship between stock market development and credit market development was found in Austria, Belgium, Ireland and Luxembourg. Η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη χρηματοπιστωτική αγορά και την οικονομική ανάπτυξη προσέλκυσε το έντονο ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία χρόνια. Η διατριβή αυτή προσπαθεί να αναλύσει τους παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη εστιάζοντας το ενδιαφέρον του ερευνητή στην επίδραση της χρηματοπιστω¬τικής αγοράς στην οικονομική ανάπτυξη για τις 15 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνοντας υπόψη την επίδραση της βιομηχανικής παραγωγής, του πληθωρισμού και των επιτοκίων. Σκοπός της διατριβής είναι να επαληθεύσει ή να απορρίψει τις βασικές θεωρητικές απόψεις που έχουν αναπτύξει διάφορες οικονομικές σχολές σκέψης σχετικά με την επίδραση της χρηματοπιστωτικής αγοράς στην οικονομική ανάπτυξη. Για το σκοπό αυτό εκτιμάται ένα διαρθρωτικό υπόδειγμα τριών γραμμικών εξισώσεων με τη μέθοδο των ελάχιστων τετραγώνων δύο σταδίων. Επιπλέον, εξετάζεται η προβλεπτική ικανότητα του υποδείγματος εξισώσεων εφαρμόζοντας τη μέθοδο της προσομοίωσης και εκτιμώντας τους δυναμικούς πολλαπλασιαστές σε διάφορες πολιτικές με σκοπό να εξαχθούν συγκριτικά συμπεράσματα για τις οικονομίες των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης έδειξαν ότι η χρηματοπιστωτική αγορά επηρεάζει θετικά την οικονομική ανάπτυξη στις 15 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θετική αυτή σχέση προσδιορίζεται από τα ιδιαίτερα θεσμικά χαρακτηριστικά κάθε χώρας μέλους της ΕΕ και από την οικονομική και νομισματική πολιτική που εφαρμό¬ζεται σε καθεμία ξεχωριστά. Πιο συγκεκριμένα, από τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώνεται ότι στη Γερμανία και στην Αγγλία η επίδραση της τραπεζικής αγοράς στην οικονομική ανάπτυξη είναι μεγαλύτερη από την επίδραση της χρηματιστηριακής αγοράς. Αντίθετα στη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ολλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία η επίδραση της χρηματι¬στηριακής αγοράς στην οικονομική ανάπτυξη είναι μεγαλύτερη από την επίδραση της τραπεζικής αγοράς. Τέλος, για την Αυστρία, το Βέλγιο, την Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο βρέθηκε ότι υπάρχει συμπληρωματική σχέση ανάμεσα τους. 215 445 449 Hellenic communities in Serbia. Historical presence, monumental stock in Belgrade region (18th - 20th century) Ελληνικές κοινότητες στη Σερβία. Ιστορική παρουσία, μνημειακό απόθεμα στην περιφέρεια Βελιγραδίου (18ος – 20ός αιώνας) The Balkan Peninsula has always been a special place for Greeks, which could be for them a place of permanent residence, where they would develop their activities. One of the Balkan regions in which the Greek population showed particular preference was the region of Belgrade. This area is located in the heart of a transport hub, where the conditions were created where any commercial and economic activity could be successfully developed. It is the administrative, economic and cultural center of Serbia and due to its geostrategic position, it was a privileged and at the same time hospitable place, where they settled and became economically, socially and culturally active. This dissertation examines migration during the 18th - 20th century, populations from areas of Greece that were under Ottoman rule, where in addition to the oppression of the Ottoman yoke had to deal with economic hardship, to areas where political and economic conditions were better. In particular, the historical route is studied, as well as the social, cultural and economic organization of the communities, which were set up by Greek population groups in Belgrade and Zemun. Also, the research focuses on locating, studying and highlighting the residential-monumental reserve. That is, the buildings where they lived, where they developed the economic and commercial activities and generally any form of building related to the Greek presence. In essence, the doctoral dissertation is aimed at two directions: The first part of the research examines the historical context in which the Greek presence develops. The second part of the research is a natural continuation of the first, as it focuses on the tangible results brought by the historical presence of Greek communities, that is, in locating, recording, studying, evaluating and highlighting their residential - monumental stock, with which endowed the architectural heritage of the Belgrade region. During this period I had the opportunity to visit Belgrade several times, where I visited archives and institutions in Belgrade where I collected with great care extensive material, which among other things includes primary sources, extensive bibliography, articles, studies, etc. which I studied. All this, among other things, helped in field work to identify the residential - monumental inventory and information about them, which were built or lived by the Greeks and where they developed their commercial and, in general, economic activities. The research data shed light on new aspects of the activity of the Greek communities and the historical background on which they developed, without escaping our attention the special conditions that had developed in the area but also locally, in each community separately, during the period under consideration. Η βαλκανική χερσόνησος υπήρξε ανέκαθεν για τους Έλληνες ένας τόπος ξεχωριστός, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει γι’ αυτούς ένα σημείο μόνιμης κατοίκησης, όπου θα ανέπτυσσαν τις δραστηριότητές τους. Μία από τις βαλκανικές περιοχές, στην οποία οι ελληνικοί πληθυσμοί έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση ήταν η περιφέρεια του Βελιγραδίου. Η περιοχή αυτή βρίσκεται στην καρδιά ενός συγκοινωνιακού κόμβου, στον οποίο δημιουργήθηκαν οι συνθήκες όπου κάθε εμπορική και οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε να αναπτυχθεί με επιτυχία. Αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό της κέντρο της Σερβίας και λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης, αποτελούσε ένα προνομιακό και συνάμα φιλόξενο τόπο, όπου εγκαταστάθηκαν οι Έλληνες και δραστηριοποιήθηκαν οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά. Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται η μετανάστευση κατά την περίοδο του 18ου - 20ού αιώνα, πληθυσμών από περιοχές του ελλαδικού χώρου οι οποίες βρίσκονταν υπό οθωμανική κυριαρχία, όπου εκτός της καταπίεσης του οθωμανικού ζυγού είχαν να αντιμετωπίσουν και την οικονομική δυσπραγία, προς περιοχές όπου οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ήταν καλύτερες. Ειδικότερα μελετάται η ιστορική διαδρομή, όπως επίσης η κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική οργάνωση των κοινοτήτων, οι οποίες συστάθηκαν από ελληνικές πληθυσμιακές ομάδες στο Βελιγράδι και το Σεμλίνο. Επίσης, η έρευνα επικεντρώνεται στον εντοπισμό, την μελέτη και την ανάδειξη του οικιστικού – μνημειακού αποθέματος. Δηλαδή, τα κτήρια όπου κατοικούσαν, όπου ανέπτυξαν τις οικονομικές και εμπορικές δραστηριότητες και γενικά κάθε μορφή κτηρίου που σχετίζεται με την ελληνική παρουσία. Ουσιαστικά η διδακτορική διατριβή στρέφεται προς δύο κατευθύνσεις: Στο πρώτο μέρος της έρευνας εξετάζεται το ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εξελίσσεται η ελληνική παρουσία. Το δεύτερο μέρος της έρευνας αποτελεί φυσική συνέχεια του πρώτου, καθώς εστιάζεται στα απτά αποτελέσματα που απέφερε η ιστορική παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων, δηλαδή, στον εντοπισμό, την καταγραφή, την μελέτη, την αξιολόγηση καθώς και την ανάδειξη του οικιστικού – μνημειακού τους αποθέματος, με το οποίο προίκισαν την αρχιτεκτονική κληρονομιά της περιφέρειας Βελιγραδίου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ το Βελιγράδι αρκετές φορές, όπου επισκέφθηκα αρχεία και ιδρύματα του Βελιγραδίου από όπου συνέλεξα με ιδιαίτερη επιμέλεια εκτενέστατο υλικό, το οποίο μεταξύ άλλων περιλαμβάνει πρωτογενείς πηγές, εκτενής βιβλιογραφία, άρθρα, μελέτες, κλπ., το οποίο μελέτησα. Όλα τα παραπάνω, εκτός των άλλων, με βοήθησαν στην επιτόπια έρευνα για τον εντοπισμό του οικιστικού – μνημειακού αποθέματος αλλά και πληροφοριών σχετικά με αυτά, τα οποία έκτισαν ή διέμεναν οι Έλληνες και όπου ανέπτυξαν τις εμπορικές και, εν γένει, τις οικονομικές δραστηριότητές τους. Τα στοιχεία της έρευνας φωτίζουν νέες πτυχές της δραστηριότητας των ελληνικών κοινοτήτων αλλά και του ιστορικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο εξελίχθηκαν, χωρίς να διαφύγει της προσοχής μας οι ιδιαίτερες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στην περιοχή, αλλά και τοπικά σε κάθε κοινότητα ξεχωριστά την υπό εξέταση χρονική περίοδο. 216 426 439 The quality of education provided by the structures of lifelong learning. Η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τις δομές της δια βίου μάθησης. This research is about the level of the quality services by the Structures for lifelong Learning. The survey consists of two parts, the first part contains the essential elements governing the area of Lifelong Leaning with references to some aspects of adult education, bearing that the Centers for Lifelong Learning are offering educational programs to adults. Additionally, the first part is referred to the basic dimensions of quality –particularly mentioned themes from the literature in relation to quality- and is been doing a connection to services that they are provided by the educational centers with quality. On the other hand, also this research is referring to the role of the Human Resource Management due to the connection of each center with dimensions of management that have to do with the sector previously named. Thus, a questionnaire was drawn up consisting of the components of factors that contribute to demonstration of the overall level of quality. Specifically, the questionnaire included questions about the communication of the Centre for Lifelong Learning to the public, questions in relation to the educational process, the teacher, in relation to evaluation during the educational process, but also beyond the completion of questionnaires by an official carrier. In particular, the questionnaire was drawn up in the light of four thematic groups of questions as described in the methodology. The analysis and processing of the questionnaire was done with the statistical program SPSS (version 17). The treatment was carried out in two stages, the first carried out is concerning the descriptive analysis that gives the frequency tables and bar charts of all questions and becomes the interface of queries with the literature that the theoretical positions concerning the theoretical aspects or dimensions of questions. In the second stage, contingency tables created since the questionnaire consists of categorical variables and detect the statistical relationship between each category that concerns the general aspects of the learners, with each question of the ruling groups. Then generally recorded conclusions concerning the level of quality of the services offered Centre for Lifelong Learning. Finally, it should be noted that personal ethical impose the non- reporting of the Centre for Lifelong Learning in which the survey was conducted. On the other hand, the title of this work is of course the formulation of a more general view, concerning the level of the provided quality by the Structures for Lifelong Learning, however, should be taken into account that the present research concerns only the Centre, to which it was conducted. Η παρούσα εργασία έχει ως θέμα την παροχή υπηρεσιών ποιότητας από τις Δομές της Δια Βίου Μάθησης. Η έρευνα, αποτελείται από δυο μέρη, στο πρώτο μέρος αναφέρονται τα βασικά στοιχεία που διέπουν τον τομέα της Δια Βίου Μάθησης με αναφορές σε κάποιες διαστάσεις της εκπαίδευσης ενηλίκων, καθότι τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης προσφέρουν εκπαιδευτικά προγράμματα που αποτείνονται σε ενήλικες. Επιπρόσθετα, στο πρώτο μέρος, αναφέρονται οι βασικές διαστάσεις της ποιότητας –συγκεκριμένα αναφέρονται θεματικές από την βιβλιογραφία σε σχέση με την ποιότητα- και γίνεται μια σύνδεση των υπηρεσιών από τα κέντρα εκπαίδευσης με τον τομέα της ποιότητας. Αναφέρονται δε και διαστάσεις της διοίκησης των ανθρώπινων πόρων αφού συνδέονται με την διαχείριση-διοίκηση των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης, που εν προκειμένω πρόκειται για τα στελέχη του εκάστοτε Κέντρου. Έτσι, συνετάχθη ένα ερωτηματολόγιο το οποίο αποτελείται από τις συνιστώσες ή τους παράγοντες που συμβάλουν στην κατάδειξη του γενικότερου επιπέδου της ποιότητας. Συγκεκριμένα, το ερωτηματολόγιο συμπεριέλαβε ερωτήματα σε σχέση με την επικοινωνία του Κέντρου Δια Βίου Μάθησης με το κοινό, σε σχέση με την Εκπαιδευτική Διαδικασία, τον εκπαιδευτή, σε σχέση με την αξιολόγηση εντός της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αλλά και αξιολόγηση που λαμβάνει χώρα με την συμπλήρωση ερωτηματολογίων από κάποιον επίσημο φορέα. Ειδικότερα, το ερωτηματολόγιο συνετάχθη με γνώμονα τέσσερις θεματικές ομάδες ερωτημάτων όπως περιγράφονται στην μεθοδολογία. Η ανάλυση και η επεξεργασία του ερωτηματολογίου έγινε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS (έκδοση 17). H επεξεργασία διενεργήθηκε σε δύο στάδια, στο πρώτο διενεργείται η περιγραφική ανάλυση, δηλαδή δίδονται οι πίνακες συχνοτήτων και τα ραβδογράμματα όλων των ερωτήσεων και γίνεται η διασύνδεση των ερωτημάτων με την βιβλιογραφία, δηλαδή με τις θεωρητικές θέσεις που αφορούν τις θεωρητικές συνιστώσες ή διαστάσεις των ερωτημάτων. Στο δεύτερο στάδιο, δημιουργούνται πίνακες συνάφειας, καθότι το ερωτηματολόγιο αποτελείται από κατηγορικές μεταβλητές και ανιχνεύεται η στατιστική σχέση μεταξύ κάθε κατηγορίας, που αφορά τα γενικά στοιχεία των εκπαιδευομένων, με κάθε ερώτηση από τις ομάδες ερωτημάτων. Κατόπιν, καταγράφονται γενικά συμπεράσματα που αφορούν το επίπεδο της ποιότητας από τις προσφερόμενες υπηρεσίες του Κέντρου Δια Βίου Μάθησης. Τέλος, θα έπρεπε να αναφερθεί, ότι λόγοι προσωπικής δεοντολογίας επιβάλουν την μη αναφορά του Κέντρου Δια Βίου Μάθησης στο οποίο πραγματοποιήθηκε η έρευνα. Βέβαια, είναι ευνόητο πως τα συμπεράσματα και τα στοιχεία της παρούσης δεν θα έπρεπε να γενικεύονται, δηλαδή δεν αφορούν όλα τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης, αφορούν μόνον το Κέντρο στο οποίο διεξήχθη η έρευνα. Από την άλλη μεριά, ο τίτλος της παρούσης εργασίας είναι βέβαια στην διατύπωσή του γενικός, αφού αφορά το επίπεδο της παρεχόμενης ποιότητας από τις Δομές της Δια Βίου Μάθησης, ωστόσο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, ότι η έρευνα αφορά μόνον το Κέντρο στο οποίο και πραγματοποιήθηκε. 217 329 324 The political regime as a determinant of inward FDI: the case of Western Balkans transition economies This study analyses the political regime as a determinant of inward FDI. Above all, it examines the significance of the political system along with specific factors in stimulating or deterring FDI inflows in European transition economies. The sample countries consisted of those of the Balkan area that are non-EU members, thus the Western Balkan countries of Albania, Bosnia and Herzegovina, Kosovo, North Macedonia, Serbia and Montenegro. The dissertation employs literature review to construct a theoretical framework. The literature review distinguishes certain factors that contribute to the institutional stability and credibility of host countries and as such, to the rise of FDI inflows. These political determinants are the property-rights protection, the signing of Bilateral Investment Treaties, human rights consisting of political participation rights, civil liberties and labour rights, and the quality of governance including the six dimensions of voice and accountability, political stability and absence of violence/terrorism, government effectiveness, regulatory quality, the rule of law, and control of corruption. The theoretical analysis of the political system in WB is based beyond the published studies, on official reports and policy studies over countries transition status. The design of research's empirical model includes the variables that are related to the protection of foreign investors and measure the quality of governance along with the variable of political regime. The empirical analysis uses a panel dataset of the variables of interest for a period 1996-2018, across the six countries. Since European transition economies experience a new political reality, involving in the dispute of the relation between the political system and inward FDI specific features of host countries political surroundings, the extraction of unambiguous results is expected. The findings of this dissertation shed more light in the political system- inward FDI nexus, contributing to the existing literature and providing a framework for transition economies to overcome specific political issues for achieving inward FDI’s growth and developed as FDI destination. Η διατριβή αυτή αναλύει το πολιτικό καθεστώς ως καθοριστικό παράγοντα των εισερχομένων Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Πάνω απ’ όλα, εξετάζει τη σημασία του πολιτικού συστήματος μαζί με συγκεκριμένους παράγοντες για την τόνωση των εισροών ΑΞΕ στις Ευρωπαϊκές υπό μετάβαση οικονομίες. Η έρευνα μας επικεντρώνεται σε εκείνες τις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου που δεν είναι μέλη της ΕΕ, συγκεκριμένα στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων της Αλβανίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, του Κοσσυφοπεδίου, της Βόρειας Μακεδονίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής δίδεται από την βιβλιογραφική επισκόπηση. Η βιβλιογραφική επισκόπηση διακρίνει συγκεκριμένους παράγοντες που συμβάλλουν στη θεσμική σταθερότητα και αξιοπιστία των χωρών υποδοχής και ως εκ τούτου, στην αύξηση των εισροών ΑΞΕ. Αυτοί είναι η προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, η υπογραφή διμερών επενδυτικών συνθηκών, τα ανθρώπινα δικαιώματα και η ποιότητα της διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των έξι διαστάσεων της, ήτοι φωνή και λογοδοσία, πολιτική σταθερότητα και απουσία της βίας / τρομοκρατίας, κυβερνητική αποτελεσματικότητα, κανονιστική ποιότητα, κράτος δικαίου και έλεγχος της διαφθοράς. Η θεωρητική ανάλυση του πολιτικού συστήματος στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων βασίζεται, πέρα από τις εμπειρικές μελέτες, σε επίσημες εκθέσεις διεθνών αναγνωρισμένων οργανισμών και μελέτες πολιτικής σχετικά με το καθεστώς μετάβασης των χωρών. Ο σχεδιασμός του εμπειρικού μοντέλου της έρευνας περιλαμβάνει τις μεταβλητές που σχετίζονται με την προστασία των ξένων επενδυτών και μετρά την ποιότητα της διακυβέρνησης μαζί με τη μεταβλητή του πολιτικού καθεστώτος. Η εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιεί panel data analysis των μεταβλητών ενδιαφέροντος για την περίοδο 1996-2018, για το σύνολο των έξι χώρων. Δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές υπό μετάβαση οικονομίες βιώνουν μια νέα πολιτική πραγματικότητα, με την μελέτη των ειδικών καθοριστικών πολιτικών παραγόντων των εισερχομένων ΑΞΕ όπως διαμορφώνονται στο πολιτικό περιβάλλον των συγκεκριμένων χωρών, αναμένεται η εξαγωγή σαφών αποτελεσμάτων. Τα ευρήματα αυτής της διατριβής ρίχνουν περισσότερο φως στη σχέση πολιτικού συστήματος - ΑΞΕ, συμβάλλοντας στην υπάρχουσα βιβλιογραφία και παρέχοντας ένα πλαίσιο για τις οικονομίες μετάβασης να ξεπεράσουν συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα που εμποδίζουν την αύξηση των εισερχόμενων ροών ΑΞΕ και να αναπτυχθούν ως προορισμοί ΑΞΕ. 218 255 258 A non-monotonic infeasible interior-exterior point algorithm for linear programming. Ένας μη-μονοτονικός μη-εφικτός εσωτερικών-εξωτερικών σημείων αλγόριθμος για γραμμικό προγραμματισμό. The vast majority of Linear Programming algorithms restrict the use of any vertex as starting basis, into being either primal feasible, dual feasible, or even both (Primal – Dual Two path pivoting algorithms). A reasonably large amount of research has been conducted the latest decades to relax these limitations. Exterior Point algorithms, originally designed from Paparrizos K. differ versus the traditional pivoting algorithms in the sense that they construct primal infeasible bases as well along with the feasible ones. It looks ambiguous whether it would be impractical to combine exterior with interior point methods. This paper presents a variant of the exterior point algorithmic family for the linear problem, iEPSA, in an attempt to shed light upon this ambiguity. It can be considered as a generalization of this type of algorithms, since it does not suffer from feasibility criteria on the starting vertex and in parallel it was educed by two already known LP algorithms. To expunge an algorithm though from these restrictions, translates to a partially non-monotonic design, which is rather than a facile task. It embodies interior, primal and dual ingredients, all together mixed into a hybrid algorithm. We compare its practical effectiveness against the IPM (Interior Point Method) of MOSEK optimization package implemented for the computational environment of MATLAB-R2012b. The results extrapolate a significant implication that in some cases, a combination of interior-exterior methods is considerably more efficient. This comes to gainsay with the up-to-date information we have about the state-of-the-art LP solvers. Η συντριπτική πλειοψηφία των αλγορίθμων γραμμικού προγραμματισμού περιορίζουν τη χρήση οποιασδήποτε κορυφής ως βάσης ξεκινήματος , είτε στο να είναι πρωτεύων εφικτή , δυικά εφικτή ή ακόμα και τα δύο μαζί. Ένας αρκετά μεγάλος όγκος έρευνας έχει διεξαχθεί τις τελευταίες δεκαετίες για να χαλαρώσουν οι περιορισμοί αυτοί. Οι αλγόριθμοι εξωτερικών σημείων, αρχικά σχεδιασμένοι από τον κ. Παπαρρίζο Κ. διαφέρουν σε σχέση με τις παραδοσιακές οικογένειες περιστροφικών αλγορίθμων υπό την έννοια ότι κατασκευάζουν μη-εφικτές βάσεις μαζί με τις εφικτές. Φαίνεται διφορούμενο αν θα ήταν πρακτικό να συνδυαστούν οι περιστροφικοί αλγόριθμοι εξωτερικών σημείων με μεθόδους εσωτερικών σημείων. Αυτή η εργασία παρουσιάζει μια παραλλαγή του αλγορίθμου εξωτερικών σημείων για το γραμμικό πρόβλημα , τον iEPSA , σε μια προσπάθεια να ρίξει φως επάνω σε αυτήν την ασάφεια . Μπορεί να θεωρηθεί ως γενίκευση αυτού του τύπου των αλγορίθμων , δεδομένου ότι δεν πάσχει από κριτήρια εφικτότητας σχετικά με την πρώτη κορυφή και παράλληλα έχει εξαχθεί από δύο ήδη γνωστούς αλγορίθμους Γραμμικού Προγραμματισμού. Για να αποδεσμεύουμε έναν αλγόριθμο όμως από αυτούς τους περιορισμούς, απαιτείται μια μερικώς μη - μονοτονική σχεδίαση, ένα καθόλου εύκολο έργο. Εμπεριέχει εσωτερικά , πρωτεύων και δυικά στοιχεία που αναμιγνύονται όλα μαζί σε ένα υβριδικό αλγόριθμο. Συγκρίνουμε την πρακτική του αποτελεσματικότητα κατά της μεθόδου εσωτερικών σημείων του εμπορικού πακέτου βελτιστοποίησης MOSEK, υλοποιημένο για το υπολογιστικό περιβάλλον του MATLAB - R2012b . Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ένας συνδυασμός εσωτερικών-εξωτερικών μεθόδων είναι σημαντικά πιο αποτελεσματικός. Αυτό έρχεται να διαψεύσει τις σημερινές πληροφορίες που έχουμε για τους πιο αποτελεσματικούς λύτες. 219 574 530 Distance education for adults with visual impairments through the use of assistive technology. Εξ αποστάσεως εκπαίδευση ενηλίκων με πρόβλημα όρασης με τη χρήση υποστηρικτικής τεχνολογίας. The main goal of the present thesis was the study of Distance Education (DE) programs on the base of the needs and abilities of individuals with visual impairments. The realization of this goal has been structured upon 4 stages of research. At the 1st stage the attitudes of individuals with visual impairments towards DE were investigated. Moreover, their beliefs about DE were investigated when these arise from the comparison between DE and the traditional education model. Finally, possible correlations between participants’ attitudes/beliefs and their personal/demographic data were also investigated. Forty-one individuals with visual impairments participated by answering a questionnaire of 3 sub-scales and 25 items in total. The results revealed that the participants had slightly positive attitudes towards DE Additionally, it was found that a) the participants of higher educational level, b) the participants with higher frequency of computer usage, as well as c) the elder participants present more positive attitudes towards DE than the rest participants. At the 2nd stage of research it was investigated the readiness of participation in a DE program in individuals with visual impairments. Moreover, possible correlations between participants’ readiness of participation and their personal/demographic data were also investigated. The participants were those who previously had participated at the 1st stage of research. At the 2nd stage were called to answer a questionnaire of 5 sub-scales and 42 items in total. The results indicated that the degree of readiness in a DE program is slightly positive. Finally, two significant variables of readiness prediction – educational level and frequency of computer usage – resulted from the data analysis. At the 3rd stage of research individuals with visual impairments participated in real situation DE programs. The basic aims were: a) the emergence of advantages and drawbacks when individuals with visual impairments attend a DE class without any adaptation on their needs and abilities, and b) the study of needs arisen from the participation in such a program. At this stage, 18 out of the 41 individuals with visual impairments accepted to participate in DE programs. These programs lasted 20 academic hours. The results showed that the drawbacks were in majority related to those aspects of the programs where the absence of accessibility had been a significant obstacle. The main advantages of the programs appeared to be the ability to save time, the absence of mobility needs as well as the ability of education within your personal space. At the 4th stage of research DE tasks from 3 different programs – Braille reading and writing training program, Orientation and Mobility training program, and Special Education program – have been pilot tested. The main goal of the 4th stage was the assessment of information accessibility and material usability. Five individuals out of the 18 participants of the 3rd stage, accepted to participate in DE tasks relative to Braille reading and writing, Orientation and Mobility training and Special Education. The results revealed amog others that: a) students can possibly have different preferences of educational materials without any convergence in a specific form of educational material, b) the form of the educational materials that a student choose to use may depend on the inherent difficulties of the content (for instance, the degree of complexity), c) the inherent difficulties of the content seem to influence not only the perceived accessibility but also the usability of the materials as well as the user’s satisfaction. Βασικός στόχος της διδακτορικής διατριβής ήταν η μελέτη προγραμμάτων εξΑΕ στη βάση των αναγκών και των δυνατοτήτων των ατόμων με πρόβλημα όρασης. Η υλοποίηση του στόχου αυτού διαρθρώθηκε σε 4 ερευνητικά στάδια. Στο 1ο ερευνητικό στάδιο μελετήθηκαν οι στάσεις των ατόμων με πρόβλημα όρασης προς την εξΑΕ και οι αντιλήψεις για την εξΑΕ όπως αυτές προκύπτουν από τη σύγκριση της εξΑΕ με το παραδοσιακό μοντέλο εκπαίδευσης. Διερευνήθηκαν, επιπλέον, οι πιθανές συσχετίσεις μεταξύ των στάσεων και των αντιλήψεων των συμμετεχόντων προς την εξΑΕ και των ατομικών/δημογραφικών τους στοιχείων. Στην έρευνα συμμετείχαν 41 ενήλικες με πρόβλημα όρασης οι οποίοι απάντησαν ένα ερωτηματολόγιο αποτελούμενο από 3 υπο-κλίμακες και συνολικά 25 ερωτήσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι συμμετέχοντες έχουν ελαφρώς θετικές στάσεις προς την εξΑΕ. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες ανώτερου μορφωτικού επιπέδου όπως και οι συμμετέχοντες που χρησιμοποιούν περισσότερες ώρες τον Η/Υ σε καθημερινή βάση παρουσιάζουν θετικότερες στάσεις. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συμμετέχοντες εμφανίστηκαν επίσης θετικότεροι προς την εξΑΕ. Στο 2ο ερευνητικό στάδιο μελετήθηκε η ετοιμότητας συμμετοχής των ατόμων με πρόβλημα όρασης σε προγράμματα εξΑΕ. Επιπλέον, διερευνήθηκαν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ της ετοιμότητας συμμετοχής των ατόμων με πρόβλημα όρασης και των ατομικών/δημογραφικών τους στοιχείων. Οι συμμετέχοντες ήταν οι ίδιοι με τους συμμετέχοντες του 1ου ερευνητικού σταδίου. Στο 2ο αυτό ερευνητικό στάδιο κλήθηκαν να απαντήσουν σε ένα ερωτηματολόγιο αποτελούμενο από 5 υπο-κλίμακες και συνολικά 42 ερωτήσεις. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι ο βαθμός ετοιμότητας συμμετοχής σε προγράμματα εξΑΕ είναι ελαφρώς θετικός. Επιπλέον, αναδείχθηκαν δύο σημαντικές μεταβλητές πρόβλεψης της ετοιμότητας συμμετοχής, το μορφωτικό επίπεδο και η συχνότητα χρήσης του Η/Υ. Κατά το 3ο ερευνητικό στάδιο άτομα με πρόβλημα όρασης πήραν μέρος σε πρόγραμμα εξΑΕ αντικειμενικών συνθηκών με βασικούς στόχους: α) την ανάδυση πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων παρακολούθησης ενός προγράμματος εξΑΕ μη προσαρμοσμένου στις ανάγκες και τις δυνατότητες των ατόμων με πρόβλημα όρασης και β) τη μελέτη των αναγκών που προκύπτουν. Στο εν λόγω ερευνητικό στάδιο συμμετείχαν 18 άτομα από το σύνολο των ατόμων που συμμετείχαν στα δύο προηγούμενα ερευνητικά στάδια. Τα προγράμματα εξΑΕ που παρακολούθησαν οι συμμετέχοντες ήταν δύο, 20 διδακτικών ωρών έκαστο. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα μειονεκτήματα αφορούν κυρίως σε εκείνες τις πτυχές των προγραμμάτων για τις οποίες δεν είχε καλυφθεί το ζήτημα της προσβασιμότητας. Ως βασικά πλεονεκτήματα του προγράμματος εμφανίστηκαν η δυνατότητα εξοικονόμησης χρόνου, απουσία μετακίνησης και η δυνατότητα εκπαίδευσης από τον προσωπικό χώρο. Στο 4ο ερευνητικό στάδιο υλοποιήθηκαν εξ αποστάσεως δραστηριότητες από 3 διαφορετικά προγράμματα: α) πρόγραμμα εκμάθησης ανάγνωσης και γραφής του κώδικα Braille, β) πρόγραμμα εκπαίδευσης στην κινητικότητα και τον προσανατολισμό και γ) πρόγραμμα ειδικής αγωγής. Βασικός στόχος του 4ου ερευνητικού σταδίου ήταν η αξιολόγηση της πρόσβασης στην πληροφορία και της ευχρηστίας του υλικού. Πέντε άτομα προερχόμενα από το δείγμα του 3ου ερευνητικού σταδίου συμμετείχαν στην εξ αποστάσεως υλοποίηση πολυάριθμων δραστηριοτήτων. Τα αποτελέσματα έδειξαν μεταξύ άλλων ότι: α) οι μαθητές μπορεί να έχουν διαφορετικές επιθυμίες και να μην υπάρχει σύγκλιση προτίμησης σε μία ορισμένη μορφή εκπαιδευτικού υλικού, β) η μορφή που θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει ο μαθητής μπορεί να εξαρτάται από τις εγγενείς δυσκολίες (π.χ. βαθμό συνθετότητας) του περιεχόμενου του υλικού και γ) οι εγγενείς δυσκολίες φαίνεται να επηρεάζουν όχι μόνο την αντιλαμβανόμενη προσβασιμότητα, αλλά και την ευχρηστία και την ικανοποίηση του χρήστη. 220 486 591 Mobile-based assessment: an exploration of acceptance and motivation factors Αξιολόγηση μαθητών με τη χρήση κινητών συσκευών: διερεύνηση παραγόντων αποδοχής και κινήτρων This thesis introduces, for the first time, acceptance models for mobile-based assessment from both students’ and teachers’ perspectives. The thesis also investigates motivational issues associated with mobile-based assessment and suggests, for the first time, a comprehensive theoretical framework about student motivation in mobile-based assessment. The experimentally evaluated proposed acceptance models are: (i) the Mobile-Based Assessment Acceptance Model (MBAAM) that explains and predicts students’ Behavioral Intention to Use mobile-based assessment in terms of Perceived Ease of Use and Perceived Usefulness and the constructs of Facilitating Conditions, Social Influence, Mobile Device Anxiety, Personal Innovativeness, Mobile-Self-Efficacy, Perceived Trust, Content, Cognitive Feedback, User Interface and Perceived Ubiquity Value; (ii) the Teachers’ Acceptance of Mobile-Based Assessment (TAMBA) model that explains and predicts teachers’ Behavioral Intention to Use mobile-based assessment in terms of Perceived Ease of Use, Perceived Usefulness and the constructs of Social Influence, Facilitating Conditions, Mobile Self-Efficacy and Output Quality; (iii) the Mobile Based Assessment - Motivational and Acceptance Model (MBA-MAM) that introduces into the Technology Acceptance Model the constructs of autonomy, competence and relatedness from the Self-Determination Theory of Motivation. The firstly introduced model explains and predicts Behavioral Intention to Use mobile-based assessment in terms of students’ perceived autonomy, competence and relatedness and also in terms of the features of mobile technologies, user profile, educational content and instructional methods used. This thesis also provides evidence for the impact of mobile-based assessment on student motivation: (i) mobile-based homework self-assessments, in comparison to conventional paper-based assessments, have a positive impact on the motivation and performance of low achieving students; (ii) mobile-assessment micro-learning and assessment enhances students’ motivation in terms of perceived autonomy, competence and relatedness, and also improves students’ factual knowledge; (iii) the enhanced levels of autonomy, competence and relatedness result in higher levels of student engagement in mobile-assisted inquiry-based science learning. Grounding on the Self-Determination Theory of Motivation and building on the aforementioned empirical evidence, the study proposes the Mobile-Based Assessment Motivation Framework (MBAMF). It is a two dimensional framework that provides the links among the technological affordances offered by mobile devices, the self-directed learning strategies employing mobile technologies and specific instructional methods based on the Self-Determination Theory. The framework is aiming at fulfilling students’ basic psychological needs for autonomy, competence and relatedness in order to enhance student motivation. All the above models have been tested with secondary students during field trips and other learning activities, University students during low-stake assessments and medical students during their clinical training. The findings of this dissertation are important for the following reasons: (i) understanding the acceptance and motivational factors that influence students’ and teachers’ intentions to use mobile technologies for assessment purposes encourages the introduction of mobiles for assessment and learning; (ii) understanding the motivational aspects of mobile-based assessment and proposing a comprehensive mobile-based assessment motivation framework facilitates education stakeholders to design and implement more motivating and engaging mobile-based assessments and mobile learning interventions. Η παρούσα διατριβή εισάγει, για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία, μοντέλα αποδοχής από την πλευρά των εκπαιδευτικών αλλά και των εκπαιδευομένων, που αφορούν στη χρήση των κινητών συσκευών στην αξιολόγηση (κινητή αξιολόγηση). Η παρούσα διατριβή διερευνά επίσης τους παράγοντες κινήτρων που σχετίζονται με τη χρήση των κινητών συσκευών στην διαδικασία της αξιολόγησης και προτείνει ένα ολοκληρωμένο θεωρητικό πλαίσιο για την ενδυνάμωση των κινήτρων των μαθητών κατά τη διάρκεια της κινητής αξιολόγησης. Τα μοντέλα αποδοχής που προτείνονται και επαληθεύονται πειραματικά είναι: (i) το μοντέλο αποδοχής κινητής αξιολόγησης (MBAAM) που προβλέπει και ερμηνεύει την συμπεριφορική πρόθεση των εκπαιδευομένων να χρησιμοποιήσουν την κινητή αξιολόγηση ως συνάρτηση της αντιλαμβανόμενης ευκολίας χρήσης, της αντιλαμβανόμενης χρησιμότητας αλλά και άλλων μεταβλητών όπως είναι οι συνθήκες διευκόλυνσης, η κοινωνική επιρροή, η ανησυχία που προκαλεί η χρήση των κινητών τεχνολογιών, ο βαθμός της προσωπικής καινοτομίας, η επάρκεια στην χρήση των κινητών τεχνολογιών, η εμπιστοσύνη στις κινητές τεχνολογίας, το εκπαιδευτικό περιεχόμενο, η γνωστική ανατροφοδότηση, το περιβάλλον διεπαφής και η αντιλαμβανόμενη αξίας της πανταχού παρουσίας των κινητών συσκευών; (ii) το μοντέλο αποδοχής κινητής αξιολόγησης (TAMBA) που προβλέπει και ερμηνεύει την συμπεριφορική πρόθεση των εκπαιδευτικών να χρησιμοποιήσουν την κινητή αξιολόγηση ως συνάρτηση της αντιλαμβανόμενης ευκολίας χρήσης, της αντιλαμβανόμενης χρησιμότητας αλλά και άλλων μεταβλητών όπως είναι η κοινωνική επιρροή, οι συνθήκες διευκόλυνσης, η επάρκεια στην χρήση των κινητών τεχνολογιών και η ποιότητα απόδοσης; (iii) το μοντέλο αποδοχής και κινήτρων της κινητής αξιολόγησης το οποίο εισάγει στο μοντέλο αποδοχής τεχνολογίας (TAM) μεταβλητές από τη θεωρία αυτοπροσδιορισμού (SDT). Αυτό το νέο μοντέλο προβλέπει και ερμηνεύει τη συμπεριφορική πρόθεση των εκπαιδευομένων να χρησιμοποιήσουν την κινητή αξιολόγηση ως συνάρτηση της αντιλαμβανόμενης αυτονομίας, της αντιλαμβανόμενης ικανότητας και της αίσθησης της συσχέτισης με το κοινωνικό περιβάλλον, καθώς επίσης και άλλων παραγόντων όπως των χαρακτηριστικών των κινητών συσκευών, του προφίλ του χρήστη, του εκπαιδευτικού περιεχομένου αλλά και των εκπαιδευτικών μεθόδων. Η παρούσα διατριβή διερευνά επίσης την επίδραση της κινητής αξιολόγησης στα κίνητρα των μαθητών: (i) κινητή αυτό-αξιολόγηση, σε σύγκριση με την συμβατική αξιολόγηση, έχει στατιστικά σημαντική θετική επίδραση στα μαθησιακά κίνητρα και την επίδοση των πιο «αδύνατων» μαθητών; (ii) εκπαιδευτικές παρεμβάσεις μικρο-μάθησης και μικρο-αξιολόγησης ενισχύουν την αντιλαμβανόμενη αυτονομία, ικανότητα και κοινωνική σχετικότητα και κατ’ επέκταση τα μαθησιακά κίνητρα; (iii) η ενίσχυση της αντιλαμβανόμενης αυτονομίας, ικανότητας και κοινωνικής σχετικότητας των μαθητών κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων ανακαλυπτικής μάθησης υποβοηθούμενης με κινητές συσκευές, ενισχύει με τη σειρά της την ενεργό συμμετοχή των μαθητών. Με βάση τα προηγούμενα ερευνητικά πορίσματα και τη θεωρία αυτοπροσδιορισμού, η παρούσα διατριβή εισάγει το πλαίσιο κινήτρων της κινητής αξιολόγησης (MBAMF). Πρόκειται για ένα διδιάστατο πλαίσιο που συσχετίζει πλεονεκτήματα των κινητών συσκευών με αυτοκαθοδηγούμενες εκπαιδευτικές δραστηριότητες και συγκριμένες αρχές της θεωρίας κινήτρων του αυτοπροσδιορισμού. Τα πλαίσιο προτείνει τρόπους ικανοποίησης των βασικών ψυχολογικών αναγκών της αυτονομίας, ικανότητας και κοινωνικής σχετικότητας, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση των κινήτρων των μαθητών. Όλα τα παραπάνω μοντέλα έχουν επαληθευθεί πειραματικά με μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε εκπαιδευτικές επισκέψεις εκτός σχολείου αλλά και άλλες μαθησιακές δραστηριότητες, φοιτητές πανεπιστημίου σε τεστ προόδου και φοιτητές ιατρικής κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους στις κλινικές. Τα ερευνητικά πορίσματα της παρούσας διατριβής είναι σημαντικά για τους παρακάτω λόγους: (i) Η κατανόηση των παραγόντων αποδοχής και κινήτρων που επηρεάζουν τις προθέσεις εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων να χρησιμοποιήσουν την κινητή αξιολόγηση ενθαρρύνει την εισαγωγή των κινητών συσκευών στην εκπαιδευτική διαδικασία; (ii) η κατανόηση των κινήτρων που σχετίζονται με την κινητή αξιολόγηση αλλά και η εισαγωγή ενός ολοκληρωμένου πλαισίου κινήτρων για την κινητή αξιολόγηση διευκολύνει τους εκπαιδευτικούς φορείς να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν διδακτικές παρεμβάσεις που ενισχύουν τα κίνητρα αλλά και τη συμμετοχή των εκπαιδευομένων. 221 324 326 Total Quality Management as a development tool for public services:the case study of Local Authority of Katerini Η διoίκηση ολικής πoιότητας ως εργαλείo ανάπτυξης στις δηµόσιες υπηρεσίες: η περίπτωση τoυ Oργανισµoύ Τoπικής Αυτoδιoίκησης (O.Τ.Α) τoυ ∆ήµoυ Κατερίνης Ν. Πιερίας This thesis sets the objectives of emphasizing the importance of a) Measurement of Satisfaction of service users in shaping the latter. b) Τhe relationship between Satisfaction Measurement and configuration of the service provided. c) Measurement of Satisfaction in a public sector organization and particularly a Local Agency d) the need for and the role they can play in modern methods of business management, such as Total Quality Management in Local Authorities The theoretical part, the meaning and importance of Measuring Satisfaction citizenship, accompanied by a Real Case Study Measuring Satisfaction citizen and resident of a Public Local Agency, which takes place in the municipality of Catherine and relates to the Catherine municipality citizens. It is basically making a research by the method of the unplanned interview, which takes place after the end of the transaction or of the citizens and residents of the municipality with the department in which they were addressed. The results of the analysis of primary data obtained from the survey, report in the recognition range of municipal services, the range Satisfaction of citizens of the Services, their opinion on the service’s features like Behaviour of Employees Year Service and others. Variables especially like the above are tested for their change per Residential Area, by Age, and among them, in order to detect any effect relationships. Completing the practical part of the thesis, which essentially is an example Measurement of Satisfaction and the general opinions of citizens on the Catherine municipal services, a range of proposals presented, relating to the Awareness, Use of Services and Civil Information for services provided by the municipality services. These proposals refer to the satisfaction and the overall pleasure of citizens of the services provided and the functioning of the municipality, the participation of citizens in shaping services and managing the operation of the municipality and the Satisfaction Measurement. Αυτή η διατριβή θέτει τους στόχους της, τονίζοντας τη σηµασία στα παρακάτω: α) Μέτρηση της ικανοποίησης των χρηστών των υπηρεσιών στη διαµόρφωση του τελευταίου. β) η σχέση µεταξύ Μέτρησης Ικανοποίησης και τη διαµόρφωση της παρεχόµενης υπηρεσίας. γ) Μέτρηση της Ικανοποίησης σε µια οργάνωση του δηµόσιου τοµέα και ιδιαίτερα σε έναν οργανισµό τοπικής αυτοδιοίκησης δ) Την ανάγκη και το ρόλο που µπορούν να παίξουν σε σύγχρονες µεθόδους διαχείρισης των επιχειρήσεων, όπως η ∆ιοίκηση Ολικής Ποιότητας στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Το θεωρητικό µέρος εξετάζει το νόηµα και τη σηµασία της µέτρησης Ικανοποίησης του Πολίτη, η οποία συνοδεύεται από µια πραγµατική µελέτη περίπτωσης, η οποία λαµβάνει χώρα στο ∆ήµο της Κατερίνης και αφορά τους πολίτες του ∆ήµου Κατερίνης. Πρόκειται ουσιαστικά για µια έρευνα µε τη µέθοδο της µη προγραµµατισµένης συνέντευξης, η οποία λαµβάνει χώρα µετά το τέλος της συναλλαγής των πολιτών και των κατοίκων του Δήµου µε το τµήµα στο οποίο απευθύνονται. Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης των πρωτογενών δεδοµένων που λαµβάνονται από την έρευνα, εξετάζονται ως προς το εύρος αναγνωρισιµότητας των δηµοτικών υπηρεσιών, τη σειρά ικανοποίησης των πολιτών από τις Υπηρεσίες, τη γνώµη τους σχετικά µε τα χαρακτηριστικά της υπηρεσίας όπως η συµπεριφορά των εργαζοµένων, τα έτη Υπηρεσίας και άλλα. Οι παραπάνω µεταβλητές δοκιµάστηκαν µεταξύ τους προκειµένου να διαπιστωθούν τυχόν αποτελέσµατα συσχετίσεων. Ολοκληρώνοντας το πρακτικό µέρος της διατριβής, η οποία ουσιαστικά είναι ένα παράδειγµα µέτρησης της ικανοποίησης και τις γενικές απόψεις των πολιτών σχετικά µε τις δηµοτικές υπηρεσίες της Κατερίνης, υποβάλονται µια σειρά από προτάσεις, σχετικά µε την ενηµέρωση για τη χρήση των Υπηρεσιών και Πολιτικής Πληροφοριών για τις υπηρεσίες που παρέχονται από τις υπηρεσίες του Δήμου. Οι προτάσεις αυτές αφορούν την ικανοποίηση και τη συνολική απόλαυση των πολιτών από τις παρεχόµενες υπηρεσίες και τη λειτουργία του ∆ήµου, η συμμετοχή των πολιτών στη διαµόρφωση των υπηρεσιών και τη διαχείριση της λειτουργίας του Δήμου και τη μέτρηση της ικανοποίησης. 222 478 486 Avoidable mortality in South Eastern Europe: inequalitites between and within countries. Θνησιμότητα που μπορεί να αποφευχθεί στην Νότια Ανατολική Ευρώπη: ανισότητες μεταξύ και μέσα χωρών. Despite a number of health system reforms and the rise of health expenditures, most South Eastern European (SEE) countries have not been able to reach the levels of health outcomes attained in (other) EU countries. In the current analysis I apply the concept of ‘amenable mortality’ in order to explore health inequalities in SEE countries. I add to previous evidence by estimating avoidable mortality for five more SEE countries until around 2009. Age and cause specific mortality rates are estimated to take account of changes in life expectancy in SEE over time and its differences across SEE countries. A technique to decompose life expectancies in SEE (Arriaga’s method), according to amenable mortality of different age groups, is also used. The analysis uses a benchmark country from within SEE, Greece, which is the country with the highest life expectancy in the region. Moreover, I focus on health inequalities in Greece, while I give an overview of the main challenges for future SEE health policy in the context of the EU health policy and the next programme period for the years 2014-2020. Results show the rise in population health gap between SEE and the EU-15 average in 2007/09.In terms of overall mortality rates only Slovenia has achieved similar levels to Greece. Although avoidable mortality has declined in absolute terms, it plays a significant role in the health gap. Furthermore, between SEE countries there are considerable differences, even though relatively high rates of treatable mortality (mortality amenable through effective health care interventions), among men exist. Preventable mortality (amenable through broader intersectoral policies) has become the major type of avoidable mortality in many SEE countries. On the other hand, since 2002/03, a notable improvement has taken place in IHD mortality in most SEE countries, even though levels for men remain high and differences between SEE countries exist. Health inequalities also exist within Greece, since differences in mortality rates among areas are systematically related to economic circumstances. Since 2000/02 health inequality due to treatable mortality has actually risen, especially for men. Men living in more deprived areas in Greece have systematically worse outcomes in terms of mortality that could be amenable through effective medical interventions. Present analysis suggests similarities between SEE countries in terms of priority setting in health policy exist. A priority for health policy makers in most SEE countries should be to focus to health care investments for adults and older ages. The need for a more coherent approach and actions through intersectoral health policies is also evident. Evidence from Greece suggests that policy actions have also to focus on more deprived areas. Policy makers have the difficult task to choose a proper mixture of health policy. A way forward for health systems in SEE is to take advantage of the possibilities that the European Union (EU) provides them with. Παρά τις μεταρρυθμίσεις των συστημάτων υγείας και την αύξηση των δαπανών υγείας, οι περισσότερες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΝΑΕ) απέχουν από τα επίπεδα υγείαςτων άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Στην παρούσα ανάλυση χρησιμοποιείται η έννοια της αποτρεπτής θνησιμότητας για να διερευνηθούν οι ανισότητες υγείας στις χώρες της ΝΑΕ. Υπολογίζονται τα επίπεδα αποτρεπτής θνησιμότητας για οκτώ χώρες της ΝΑΕ μέχρι το έτος 2009. Υπολογίζεται η θνησιμότητα ανά ηλικία και ανά αιτία θανάτου και η συμβολή τους στη βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης. Χρησιμοποιείται η μέθοδος Arriaga να υπολογισθεί η προέλευση των βελτιώσεων του προσδόκιμου ζωής στη ΝΑΕ (ανά είδος θνησιμότητας και ηλικιακή ομάδα). Ως σημείο αναφοράς χρησιμοποιείται η Ελλάδα, η χώρα με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στην περιοχή. Επιπλέον, ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στις ανισότητες υγείας εντός της Ελλάδας. Τέλος, παρουσιάζονται οι κύριες προκλήσεις για τις πολιτικές υγείας στη ΝΑΕ, στο πλαίσιο των πολιτικών υγείας της ΕΕ και της προγραμματικής περιόδου 2014- 2020 της ΕΕ. Τα αποτελέσματα, μεταξύ άλλων δείχνουν αύξηση του χάσματος υγείας για την περίοδο 2007/09 μεταξύ της ΝΑΕ και του μέσο όρου της ΕΕ-15. Όσον αφορά στη συνολική θνησιμότητα μόνο η Σλοβενία πέτυχε παρόμοια επίπεδα με την Ελλάδα. Σε απόλυτους αριθμούς η αποτρεπτή θνησιμότητα μειώθηκε, όμως συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο χάσμα υγείας των ΝΑΕ χωρών με την Ελλάδα. Μεταξύ των χωρών της ΝΑΕ υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Όμως, το σχετικά υψηλό ποσοστό θεραπεύσιμης θνησιμότητας (θνησιμότητα αποτρεπτής μέσω αποτελεσματικών θεραπευτικών παρεμβάσεων), ειδικά μεταξύ των μεσήλικων και γηραιότερων ανδρών, αποτελεί ομοιότητα. Η προλαμβανόμενη θνησιμότητα (που αποτρέπεται μέσω ευρύτερων διατομεακών πολιτικών πρόληψης) αποτελεί πλέον την κύρια μορφή θνησιμότητας σε αρκετές χώρες της ΝΑΕ. Στις περισσότερες χώρες αξιοσημείωτη είναι η βελτίωση στη θνησιμότητα λόγω καρδιακής νόσου (IHD). Ωστόσο τα επίπεδα για τους άνδρες παραμένουν υψηλά και οι διαφορές εντός της ΝΑΕ παραμένουν. Οι ανισότητες υγείας είναι εμφανείς και εντός της Ελλάδας, δεδομένου ότι εμφανίζονται συστηματικές διαφορές στα ποσοστά θνησιμότητας μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων περιοχών. Σε σχέση με την περίοδο 2000/02 οι ανισότητες υγείας λόγω της θεραπεύσιμης θνησιμότητας έχουν αυξηθεί, ειδικά για τους άνδρες. Οι άνδρες που ζουν στις φτωχότερες περιοχές έχουν συστηματικά υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας, ειδικά της θνησιμότητας που θα μπορούσε να αποτραπεί μέσω αποτελεσματικότεροι ιατρικών παρεμβάσεων. Η παρούσα έρευνα παρουσιάζει ομοιότητες μεταξύ χωρών της ΝΑΕ αναφορικά με τις πιθανές προτεραιότητες για την πολιτική υγείας. Προτείνεται οι μελλοντικές πολιτικές να λαμβάνουν υπόψη πολιτικές για τη βελτίωση των μεθόδων θεραπείας και της υγειονομικής περίθαλψης, ειδικά για τους ενήλικες και ηλικιωμένους. Η ανάγκη για μια πιο συνεκτική προσέγγιση μέσω διατομεακών προληπτικών πολιτικών για την υγεία είναι επίσης εμφανής. Τα στοιχεία από την Ελλάδα δείχνουν ότι οι πολιτικές δράσεις θα πρέπει να επικεντρωθούν στις φτωχότερες περιοχές. Οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής έχουν το δύσκολο έργο να επιλέξουν το κατάλληλο μείγμα πολιτικής υγείας. Στο ανωτέρω πλαίσιο, πιθανή λύση για τα συστήματα υγείας της ΝΑΕ είναι να επωφεληθούν από τις δυνατότητες που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). 223 270 243 The energy map of Black Sea: the role of European Union and Greece Ο ενεργειακός χάρτης της Μαύρης Θάλασσας: ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας This PhD Thesis concentrates in the issue of energy safety, which has become in the recent years one of the top priorities of the enlarged European Union and of western economies in general. This need has basically obliged the European Union to turn to the East and develop a policy of good neighboring relations, which would ensure closer links with the wider Eurasia area that is rich in energy sources. Furthermore, it has been the same need that made the European market establishes the principle of multiple energy pipelines. However, the field of energy is defined by the vital and competitive interests of some very important countries (Russia, Turkey and USA) and the enlarged European Union is called upon to assume a double role of major significance: it is the biggest and most serious energy client as well as a stabilizing factor. The main objective of the present thesis is to prove that Greece, as the only state being a member both of the EU and BSEC (before the accession of Rumania and Bulgaria) and mainly as the most developed country in the area from a political and economical point of view, constitutes an additional and very important energy “bridge” connecting the two organizations, the Organization for the Black Sea Economic Cooperation and the European Union. It has also set forth to answer two of the most critical questions concerning the control over the energy resources in the area and the pipeline routes, while proving that in the “Big Game” of energy there is room for everybody. Στο πρόβλημα της ενεργειακής ασφάλειας, η οποία τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε ως ία από τις βασικότερες προτεραιότητες της διευρυμένης Ευρωπαϊκής Ένωσης και γενικότερα των δυτικών οικονομιών, επικεντρώνεται η παρούσα διατριβή. Η ανάγκη αυτή ώθησε κατ’ αρχήν την Ενωμένη Ευρώπη να στρέψει το βλέμμα της προς τα ανατολάς και να αναπτύξει μία πολιτική καλής γειτονίας, η οποία θα της διασφαλίσει στενότερους δεσμούς με τον ευρύτερο χώρο της Ευρασίας όπου βρίσκονται πλούσια ενεργειακά κοιτάσματα. Επιπλέον, η ανάγκη αυτής της ευρωπαϊκής αγοράς κατέστη ο θεμέλιος λίθος για την αρχή των πολλαπλών ενεργειακών αγωγών. Ωστόσο, ο ενεργειακός χώρος οριοθετείται από τα ζωτικά και συχνά ανταγωνιστικά συμφέροντα μερικών από τις σημαντικότερες χώρες (Ρωσία, Τουρκία, ΗΠΑ) και η διευρυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση καλείται να διαδραματίσει δύο από τους σημαντικότερους ρόλους: αυτόν του μεγαλύτερου πελάτη ενέργειας καθώς και του σταθεροποιητικού παράγοντα. Βασική επιδίωξη της διατριβής είναι να αποδειχθεί ότι η Ελλάδα ως το μόνο κράτος μέλος της ΕΕ αλλά και του ΟΣΕΠ (πριν από την ένταξη της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας), αλλά κυρίως ως η πιο αναπτυγμένη οικονομικά και πολιτικά χώρα της περιοχής αποτελεί μία πολύ σημαντική συμπληρωματική ενεργειακή «γέφυρα» των δύο οργανισμών, δηλαδή του Οργανισμού Συνεργασίας του Εύξεινου Πόντου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Απαντά σε δύο πολύ κρίσιμα ερωτήματα που αφορούν τον έλεγχο των ενεργειακών κοιτασμάτων της περιοχής αλλά και των διαδρομών των πετρελαιαγωγών, ενώ αποδεικνύει ότι στο «Μεγάλο Παιχνίδι» της ενέργειας υπάρχει χώρος για όλους. 224 1622 1680 Foreign direct investements: the investment presence of OTE group in five (5) countries of OF South Eastern Europe 1997-2016 Άμεσες ξένες επενδύσεις: η επενδυτική παρουσία του ομίλου ΟΤΕ σε 5 χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, 1997-2016 The objectives of this dissertation and research work in modules are as follows: I. Analysis of the role of Foreign Direct Investment (FDIs) in overall economic growth 1) The main benefits of FDIs are analyzed 2) To identify the main sources of foreign direct investment inflows in the countries to be surveyed 3) The structure of the successive foreign direct investment by sector of the economy 4) The accumulation (cluster) of FDIs is investigated per region, in the countries under investigation Over the last two decades, the role of Foreign Direct Investments (FDI) in the economic sector has grown as a result of increasing globalization, faster communications and new technology tools. The FDIs have been recognized as a powerful driver of economic acceleration and growth. The World Bank reports a growing trend of FDIs but their level has not reached the intensity recorded in 2007 mainly as a result of the banking and financial crisis that began to emerge from 2008 onwards. The economies of Central, Eastern and Southeastern Europe are highly sensitive to changes in foreign trade flows. Their efforts to attract foreign direct investments over the past two decades have been caused by a lack of knowledge and advanced technologies, low labor costs and migration, and, finally, the negative effects of the global financial and economic crisis. EU memberships for the countries of Central, Eastern and Southeastern Europe have changed the political and economic environment in the region and have supported their modernization and development. The benefits of FDIs, such as knowledge and technology transfer from investors to host industries, play an important role in these countries. When moving from a central, state-owned property to a free-market economy, FDIs are the first source of know-how in the field of management, operation and development of industrial facilities. The fact that the main source of input FDIs in the countries of Central, Eastern and Southeast Europe remain the countries of Western Europe explained by distance, market availability, common EU rules, access to work. In this context, the first part of the dissertation, which is also the theoretical part on FDIs, analyzes the global historical modification of the FDIs flows and the regional particularities of inputs FDIs in Central, Eastern and Southeastern Europe. It provides a general and specific picture of the main factors influencing the level of FDIs and their impact on key economic parameters such as GDP growth, balance of payments, unemployment, etc. • A comprehensive analysis of both text and sources has been made with a large number of recent bibliography and other sources relevant to the subject. The text as a whole covers all the possible cases of FDIs implementation in host countries. • An important new chapter on the economic crisis linked to the previous and next chapters has been developed and refers to the current crisis after 2007-2008 which is of particular interest and is specifically targeted at the European-Balkan-Greek crisis, related to FDI as well as to the interpretation of the econometric model followed by the Greek and European economic crisis after 2009. II. Determination of the main factors affecting the level of foreign direct investment in the SEE region and in particular in 5 countries under examination in the Telecommunications and Information Technology sector (Romania, Albania, Serbia, Bulgaria, FYROM) 1) EU geopolitical and exploratory policies 2) The role of factors of gravity and influence is analyzed 3) The effects of the economic crisis on FDI policy with emphasis on these countries 4) The investment presence of OTE Group in the Balkans and Southeastern Europe throughout this investment period and the economic impact on the 5 countries. The second part of the dissertation analyzes the Telecommunications - Informatics sector in the five selected countries (Romania, Albania, Serbia, Bulgaria, FYROM) and OTE Group's investment presence in Balkan and Southeastern Europe over the years. Specifically, the Foreign Direct Investments in Telecommunications, the state of Penetration of Fixed and Mobile Telephony and the Internet in the European space and in these countries, especially the evolution in the FDIs, are presented in the field of telecommunications in these Developing Countries. Special mention is made of Greece and the OECD countries for the ICT sector and particularly for the most important investment decade of 1990 and early 2000. The dissertation focuses on investments in the Telecommunications Sector of the five Balkan countries, the most productive investment period of the sector from 1990-2005, which also concerns the presence of the OTE Group, while analyzing the basic macroeconomic figures of SEE, in the countries under study Romania, Albania, Serbia, Bulgaria, FYROM. In particular, a review of the main macroeconomic characteristics of the countries under investigation is presented at the same time as the presence of OTE Group through AMC (Albania), GloBul (Bulgaria), Cosmofon (FYROM), RomTelecom / Cosmote Romania (Romania) Serbia). III. Econometric evaluation of 2 models: 1) Estimation of the interdependencies between the FDIs, GDP growth rate, total unemployment, balance of payments (study of the dependencies between FDIs and basic economic parameters in five countries: Albania, Bulgaria, Romania, FYROM and Serbia) separately per country and overall together. 2) Estimation of the interdependencies between FDI and in particular those that contribute by telecoms and how they provide significant results to the economies of 5 Southeast European countries where OTE Group operates. The third part of the dissertation presents an econometric study of the relationships between four economic variables: FDI, GDP growth, balance of payments and unemployment in the countries concerned. The analysis period is from 1991 to 2016. Each of the four sets of data subject to the analysis consists of multiple observations which make the economic findings statistically significant and the data used are mainly derived from the World Bank database (http://databank.worldbank.org). Two integrated econometric models are being developed (E-Views 9.0 software has been used for analysis purposes), which demonstrate that FDI in relation to key macroeconomic growth rates provide significant benefits to the economies of the 5 Southeast European countries, in particular those linked with the telecommunications sector, where the OTE Group operates. There is very significant data processing for many years, available in the international bibliography after 1990. Macroeconomic data has been updated up to 2016 and the most up-to-date model is presented by 2009 (the beginning of the economic crisis) and by 2016 for the econometric model, with all relevant country comments and, lastly, comments on the comparison between countries. Analytically: • The econometric analysis has been made for the countries of Serbia, Albania, Bulgaria, FYROM, Romania and for the period from the beginning of 1990 to 2016 where there is evidence of greater comparability. In essence, the effect of the economic crisis on these countries is investigated individually but also comparatively. • In the second part of econometric analysis with telecoms, their impact is presented in the 5 countries separately but also in general by 2016 and the relative impact on the growth rate of these countries is being considered. The result proves that the sign is positive with preconditions. There is an in-depth country-by-country econometric analysis, with cross-functional charting / charting between countries and the corresponding conclusions from these comparisons between countries emerging from each model. • In particular, FDIs and telecoms have been elaborated separately for the economics model E Views 2OLS with raw data with separate references and model run with the relevant explanations as to the assumptions on how the model was processed in E-Views. • The results of each econometric model have been researched and documented in detail with respect to variables counting for control of heteroscedasticity, autocorrelation, DW, etc, and with specific assumptions for the manipulation of variables so that the model is reliable to its results and a consistent picture between years of analysis. Labor data have been checked, and the designation is distinct as a dependent variable for total FDI and for telecom investments and as an independent variable for GDP in PPP terms, the annual rate of change of GDP, the price index Consumer, Inflation, Country Population, Current Account, and Unemployment Rate. IV. Exporting specific and overall conclusions and identifying the necessary priority measures and activities to accelerate input and improving the investment environment in these countries. Foreign Direct Investment plays an important role in transition economies. They contribute to raising the level of investment by providing financial funds, but also sharing their technology and methods of organizing them with the most advanced economies. In addition, one benefit is that it is associated with positive entry phenomena in the local economy and thus enhances its prospects of growth. Privatizing FDIs, in particular, strengthen macroeconomic stability as they are a source of coverage either of current account deficits or of budget deficits. The investment opportunities of each Balkan country are identified by five key factors: time, business risk, market needs, the country of origin of the investment and the priorities of European integration. The results of the econometric analysis confirm the influence of the FDIs in the economies of the countries under investigation. The results of the applied models are identical and confirm the existence of two interactions between the variables. The exact directions of these relationships are determined by homogeneous causal relationship from the FDIs to the balance of payments, to GDP growth, unemployment and the growth rate of each country with conditions. In order to change the trend of reducing foreign direct investment in recent years and to achieve sustainable economic growth, each country must take measures to improve economic freedom and expand the local market through international agreements with neighboring countries. Some other important steps are the imposition of effective institutional reform, corruption prevention and an effective judicial system. Οι στόχοι αυτής της διατριβής και ερευνητικής εργασίας σε ενότητες είναι οι εξής: I. Ανάλυση του ρόλου των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (Α.Ξ.Ε.) στη συνολική οικονομική ανάπτυξη 1) Αναλύονται τα κύρια οφέλη των ΑΞΕ 2) Προσδιορίζονται οι βασικές πηγές εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων στις προς έρευνα χώρες 3) Εξετάζεται η διάρθρωση των αλλεπάλληλων άμεσων ξένων επενδύσεων ανά τομείς της οικονομίας 4) Διερευνάται η συγκέντρωση των Α.Ξ.Ε. ανά περιφέρειες στις υπό έρευνα χώρες Τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες, ο ρόλος των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (Α.Ξ.Ε.) στον οικονομικό τομέα έχει μεγαλώσει εξαιτίας της αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης, των ταχύτερων επικοινωνιών και των νέων μέσων τεχνολογίας. Οι Α.Ξ.Ε. έχουν αναγνωριστεί ως ισχυρή κινητήρια δύναμη της οικονομικής επιτάχυνσης και ανάπτυξης. Η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει μία αυξανόμενη τάση των Α.Ξ.Ε. αλλά το επίπεδό τους δεν έχει φτάσει την ένταση που καταγράφηκε το 2007 ως συνέπεια κυρίως της τραπεζικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης που άρχισε να διαφαίνεται από το 2008 και εντεύθεν. Οι οικονομίες της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης παρουσιάζουν μεγάλη ευαισθησία όσον αφορά τις μεταβολές στις συναλλαγές εισροών από το εξωτερικό. Οι προσπάθειές τους για την προσέλκυση των άμεσων ξένων επενδύσεων κατά τις τελευταίες δύο και πλέον δεκαετίες προκλήθηκαν από την έλλειψη γνώσεων και προηγμένων τεχνολογιών, το χαμηλό κόστος εργασίας και τη μετανάστευση και, τέλος, από τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης. Η ένταξη στην Ε.Ε. των χωρών της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχει αλλάξει το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον στην περιοχή και έχει υποστηρίξει τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξή τους. Τα οφέλη των Α.Ξ.Ε., όπως η γνώση και τεχνολογική μεταφορά από τους επενδυτές στις βιομηχανίες υποδοχής διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις χώρες. Κατά τη μετάβασή τους από μια κεντρική, κρατική ιδιοκτησία σε μια οικονομία ελεύθερης αγοράς, οι Α.Ξ.Ε. στην ιδιωτικοποίηση αποτελούν την πρώτη πηγή τεχνογνωσίας στον τομέα της διαχείρισης, της λειτουργίας και της ανάπτυξης των βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το γεγονός ότι η κύρια πηγή εισροής Α.Ξ.Ε. στις χώρες της Κεντρικής, Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης παραμένουν οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης εξηγείται με την απόσταση, τη διαθεσιμότητα στην αγορά, τους κοινούς κανόνες της Ε.Ε., την πρόσβαση στην εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρώτο μέρος της διατριβής που αποτελεί και το θεωρητικό σκέλος σχετικά με τις ΑΞΕ αναλύει την παγκόσμια ιστορική τροποποίηση των ροών Α.Ξ.Ε. και τις περιφερειακές ιδιαιτερότητες των εισροών Α.Ξ.Ε. στην Κεντρική, Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Παρέχει μια γενική και ειδική εικόνα των κύριων παραγόντων που επηρεάζουν το επίπεδο των Α.Ξ.Ε. και τον αντίκτυπό τους σε βασικές οικονομικές παραμέτρους όπως η αύξηση του ΑΕΠ, το ισοζύγιο πληρωμών, η ανεργία κλπ. • Έχει γίνει σημαντική ανάλυση συνολικά τόσο στο κείμενο όσο και στις πηγές με μεγάλη πληθώρα πρόσφατης βιβλιογραφίας και άλλων πηγών σχετικών με το θέμα. Το κείμενο συνολικά καλύπτει όλες τις δυνατές περιπτώσεις εφαρμογής των Α.Ξ.Ε. σε χώρες υποδοχής τους. • Έχει αναπτυχθεί και ένα σημαντικό νέο κεφάλαιο για την οικονομική κρίση που είναι συνδεδεμένο με τα προηγούμενα και τα επόμενα κεφάλαια και αναφέρεται στην σύγχρονη κρίση μετά το 2007-2008 που αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον και είναι συγκεκριμένα στοχευμένο στην Ευρωπαϊκή-Βαλκανική-Ελληνική κρίση, ώστε να συσχετισθεί τόσο με τις ΑΞΕ όσο και με την ερμηνεία του οικονομετρικού μοντέλου που ακολουθεί και με την Ελληνική και Ευρωπαϊκή οικονομική κρίση μετά το 2009. II. Προσδιορισμός των κύριων παραγόντων οι οποίοι επηρεάζουν το επίπεδο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην περιοχή της ΝΑΕ και συγκεκριμένα σε 5 υπό εξέταση χώρες στον κλάδο Τηλεπικοινωνιών – Πληροφορικής (Ρουμανία, Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία, FYROM) 1) Γεωπολιτικές και διερευνητικές πολιτικές της ΕΕ 2) Αναλύεται ο ρόλος των παραγόντων βαρύτητας και επιρροής 3) Οι επιδράσεις της οικονομικής κρίσης στην πολιτική των ΑΞΕ με έμφαση στις εν λόγω χώρες 4) Η επενδυτική παρουσία του Ομίλου ΟΤΕ στη Βαλκανική και Νοτιοανατολική Ευρώπη όλη αυτή την επενδυτική περίοδο και οι οικονομικές επιπτώσεις επί των 5 χωρών. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής αναλύεται ο κλάδος Τηλεπικοινωνιών – Πληροφορικής στις 5 συγκεκριμένες χώρες που έχουν επιλεγεί (Ρουμανία, Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία, FYROM) και την επενδυτική παρουσία του Ομίλου ΟΤΕ στη Βαλκανική και Νοτιοανατολική Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια. Συγκεκριμένα παρουσιάζονται οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στις Τηλεπικοινωνίες, η κατάσταση διείσδυσης Σταθερής και Κινητής Τηλεφωνίας και Διαδικτύου στον ευρωπαϊκό χώρο και σε αυτές τις χώρες και ειδικά η εξέλιξη στις Α.Ξ.Ε. στον τομέα των Τηλεπικοινωνιών σε αυτές τις Αναπτυσσόμενες Χώρες. Γίνεται ειδική αναφορά για την Ελλάδα και των χωρών του ΟΑΣΑ για τον κλάδο Τ.Π.Ε. και ιδιαίτερα για την πιο σημαντική επενδυτική δεκαετία του 1990 και αρχές 2000. Εστιάζει η διατριβή στις επενδύσεις στον Τομέα Τηλεπικοινωνίας των Πέντε Βαλκανικών Χωρών την πλέον παραγωγικά επενδυτική περίοδο του κλάδου από 1990-2005 που αφορά και την παρουσία του Ομίλου ΟΤΕ, με παράλληλη ανάλυση στα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη της ΝΑΕ με οδηγό τις Α.Ξ.Ε. στις χώρες υπό μελέτη Ρουμανία, Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία, FYROM. Ειδικότερα παρουσιάζεται μια ανασκόπηση των κύριων μακροοικονομικών χαρακτηριστικών των υπό διερεύνηση χωρών ταυτόχρονα με την παρουσία του Ομίλου ΟΤΕ σε αυτές μέσω των εταιριών AMC (Αλβανία), GloBul (Βουλγαρία), Cosmofon (FYROM), RomTelecom/Cosmote Romania (Ρουμανία) και Telecom Serbia (Σερβία). III. Οικονομετρική αξιολόγηση 2 μοντέλων: 1) Εκτίμηση των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των Α.Ξ.Ε., του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, της συνολικής ανεργίας, του ισοζυγίου πληρωμών (μελέτη των εξαρτήσεων μεταξύ Α.Ξ.Ε. και βασικών οικονομικών παραμέτρων σε πέντε χώρες: Αλβανία, Βουλγαρία, Ρουμανία, FYROM και Σερβία) χωριστά ανά χώρα και συνολικά από κοινού. 2) Εκτίμηση των αλληλεξαρτήσεων μεταξύ των ΑΞΕ και ειδικότερα αυτές που συνεισφέρουν από τα telecoms και πως παρέχουν σημαντικά αποτελέσματα στις οικονομίες 5 χωρών της ΝΑ Ευρώπης, όπου δραστηριοποιείται ο Όμιλος ΟΤΕ. Στο τρίτο μέρος της διατριβής παρουσιάζεται μια οικονομετρική μελέτη των σχέσεων μεταξύ τεσσάρων οικονομικών μεταβλητών: ΑΞΕ, αύξησης του ΑΕΠ, ισοζυγίου πληρωμών και ανεργίας, στις εξεταζόμενες χώρες. Η περίοδος ανάλυσης είναι από το 1991 έως το 2016. Κάθε ένα από τα τέσσερα σύνολα δεδομένων που υπόκεινται στην ανάλυση αποτελείται από πολλαπλές παρατηρήσεις, οι οποίες καθιστούν τα οικονομικά ευρήματα στατιστικά σημαντικά και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται έχουν προκύψει κυρίως από τη βάση δεδομένων της Παγκόσμιας Τράπεζας (http://databank.worldbank.org). Επεξεργάζονται δύο ολοκληρωμένα οικονομετρικά μοντέλα (για τους σκοπούς της ανάλυσης έχει χρησιμοποιηθεί το λογισμικό E-Views 9.0) τα οποία αποδεικνύουν ότι οι ΑΞΕ σε σχέση με βασικά μακροοικονομικά μεγέθη ανάπτυξης παρέχουν σημαντικά οφέλη στις οικονομίες των 5 χωρών της ΝΑ Ευρώπης και μάλιστα ειδικότερα αυτές που συνδέονται με τον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, όπου και δραστηριοποιείται ο Όμιλος ΟΤΕ. • Υπάρχει πολύ σημαντική επεξεργασία δεδομένων για πολλά έτη, όσα είναι διαθέσιμα στη διεθνή βιβλιογραφία μετά το 1990. Τα μακροοικονομικά δεδομένα έχουν επικαιροποιηθεί έως και το 2016 και παρουσιάζεται το πιο επικαιροποιημένο υπόδειγμα μέχρι το 2009 (αρχή οικονομικής κρίσης) και μέχρι και το 2016 για όλο το οικονομετρικό υπόδειγμα, με όλα τα αντίστοιχα σχόλια ανά χώρα και στο τέλος και σχόλια για τη σύγκριση μεταξύ των χωρών. Αναλυτικά: • Η οικονομετρική ανάλυση που έχει γίνει αφορά στις χώρες Σερβία, Αλβανία, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ (FYROM), Ρουμανία και για περίοδο από αρχές 1990 έως και 2016 όπου υπάρχουν στοιχεία για μεγαλύτερη συγκρισιμότητα. Ουσιαστικά ερευνάται η επίδραση της οικονομικής κρίσης σε αυτές τις χώρες σε κάθε μια μεμονωμένα αλλά και συγκριτικά μεταξύ τους. • Στο δεύτερο μέρος της οικονομετρικής ανάλυσης με τα telecoms, παρουσιάζεται η επίδρασή τους στις 5 χώρες ξεχωριστά αλλά και γενικότερα έως το 2016 και εξετάζεται η σχετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης αυτών των χωρών. Εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι το πρόσημο είναι θετικό με προϋποθέσεις. Υπάρχει εμπεριστατωμένη οικονομετρική ανάλυση ανά χώρα, με πίνακες/διαγράμματα και ανάλυση cross-functional μεταξύ των χωρών και τα ανάλογα συμπεράσματα από αυτές τις συγκρίσεις μεταξύ των χωρών που προκύπτουν από το κάθε υπόδειγμα. • Ειδικότερα έχει επεξεργαστεί ξεχωριστά τόσο για τις ΑΞΕ όσο και για τα telecoms το οικονομετρικό μοντέλο E Views 2OLS με τα raw data με ξεχωριστά τα references και την επεξεργασία (run) του μοντέλου με τις ανάλογες επεξηγήσεις ως προς τις παραδοχές στο πώς επεξεργάσθηκε το υπόδειγμα στο E-Views. • Έχουν ερευνηθεί και τεκμηριωθεί με κάθε λεπτομέρεια και σε βάθος τα αποτελέσματα του κάθε οικονομετρικού μοντέλου τα οποία αφορούν ελέγχους με λογαρίθμηση μεταβλητών για έλεγχο ετεροσκεδαστικότητας, αυτοσυσχέτισης, DW, κτλ, και με συγκεκριμένη παραδοχές για τον χειρισμό μεταβλητών ούτως ώστε το υπόδειγμα να είναι αξιόπιστο ως προς τα αποτελέσματά του και με συνεπή εικόνα ανάμεσα στα έτη ανάλυσης. Έχουν ελεγχθεί τα δεδομένα της εργασίας, και στα υποδείγματα υπάρχει διακριτός ο χαρακτηρισμός ως εξαρτημένη μεταβλητή για τις Συνολικές ΑΞΕ και για τις επενδύσεις στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και ως ανεξάρτητη μεταβλητή για το ΑΕΠ σε όρους PPP, τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, τον δείκτη τιμών καταναλωτή, τον πληθωρισμό, τον πληθυσμό χώρας, τον Λογαριασμό Τρεχουσών Συναλλαγών και το ποσοστό ανεργίας. IV. Εξαγωγή ειδικών και συνολικών συμπερασμάτων και προσδιορισμός των αναγκαίων μέτρων προτεραιότητας και δραστηριοτήτων για την επιτάχυνση της εισροής Α.Ξ.Ε. και τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος σε αυτές τις χώρες Οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις παίζουν σημαντικό ρόλο στις υπό μετάβαση οικονομίες. Συμβάλλουν στην αύξηση του επιπέδου της επένδυσης, παρέχοντας χρηματοδοτικά κεφάλαια αλλά και μοιράζονται την τεχνολογία τους και τις μεθόδους οργάνωσής τους από τις πιο προηγμένες οικονομίες. Επιπλέον, ένα όφελος είναι ότι συνδέεται με τα θετικά φαινόμενα εισχώρησης στην τοπική οικονομία κι έτσι ενισχύουν τις προοπτικές μεγέθυνσής της. Οι ΑΞΕ που σχετίζονται με ιδιωτικοποιήσεις κυρίως, ενισχύουν τη μακροοικονομική σταθερότητα εφόσον αποτελούν πηγή κάλυψης είτε ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών, είτε δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι επενδυτικές ευκαιρίες της κάθε βαλκανικής χώρας προσδιορίζονται από πέντε βασικούς παράγοντες: τον χρόνο, τον επιχειρηματικό κίνδυνο, τις ανάγκες της αγοράς, τη χώρα προέλευσης της επένδυσης και τις προτεραιότητες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Τα αποτελέσματα της οικονομετρικής ανάλυσης επιβεβαιώνουν την επιρροή των Α.Ξ.Ε. στις οικονομίες των υπό διερεύνηση χωρών. Τα αποτελέσματα των μοντέλων που εφαρμόστηκαν είναι ταυτόσημα και επιβεβαιώνουν την ύπαρξη δύο αλληλεπιδράσεων μεταξύ των μεταβλητών. Οι ακριβείς κατευθύνσεις αυτών των σχέσεων προσδιορίζονται με ομοιογενή αιτιώδη συνάφεια από τις Α.Ξ.Ε. προς το ισοζύγιο πληρωμών, προς την αύξηση του ΑΕΠ, την ανεργία και τον ρυθμό ανάπτυξης της κάθε χώρας με προϋποθέσεις. Προκειμένου να αλλάξει η τάση της μείωσης των άμεσων ξένων επενδύσεων τα τελευταία χρόνια και να επιτευχθεί μια βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, το κάθε κράτος πρέπει να λάβει μέτρα για τη βελτίωση της οικονομικής ελευθερίας και τη διεύρυνση της τοπικής αγοράς μέσω διεθνών συμφωνιών με τις γειτονικές χώρες. Κάποια άλλα σημαντικά βήματα είναι η επιβολή αποτελεσματικής θεσμικής μεταρρύθμισης, πρόληψης της διαφθοράς και αποτελεσματικού δικαστικού συστήματος. 225 177 144 Theoretical and didactical approaches to the interpretation and performance of church music pieces. Οctaechical structure, analysis, isokratema, chanters’ roles. Θεωρητικές και διδακτικές προσεγγίσεις στην ερμηνεία και εκτέλεση ψαλτικών μελών. Οκταηχική δομή, ανάλυση, ισοκράτημα, ψαλτικοί ρόλοι. This present doctoral thesis was an endeavor to propose certain methods for explaining and demonstrating psaltic musical phenomena. These particular methods can provide insights into aspects of teaching the psaltic art. These aspects include general concerns, such as training of music instructors and the question of student comprehension, as well as more technically specific topics such as the theoretic substantiation of the eight-mode structure of the hymns, implementation of contemporary musical analysis to present these structures, and an approach to performance based on choral roles and the octaechically documented use of the isocratema. It was our intention that the creation of the abovementioned methods be conceptually supported by the twin pillars of ancient music-theoretic psaltic thought and the contemporary needs of musical instruction and analysis. The ultimate goal of the synthesis presented in this thesis is a well-substantiated proposal for interpretation and performance that fully justifies the designation of psaltic practice as both an art and a science. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή προσπαθήσαμε να προτείνουμε μεθόδους επεξηγήσεως των ψαλτικών μουσικών φαινομένων. Οι μέθοδοι αυτοί δύνανται να συνεισφέρουν σε ζητήματα διδασκαλίας της ψαλτικής, στην κατάρτιση του διδασκάλου και στην αντίληψη του μαθητευομένου. Σε ζητήματα θεωρητικής τεκμηριώσεως της οκταηχικής δομής των μελών και παρουσιάσεως συχγρόνων μορφών μουσικής αναλύσεως των δομών τους. Στην προσέγγιση της εκτελέσεώς τους βάσει των χορωδιακών ρόλων και της τεκμηριωμένης οκταηχικώς χρήσεως του ισοκρατήματος. Η δημιουργία των παραπάνω μεθόδων θελήσαμε να έχει ως πυλώνες στηρίξεως, πρώτον, την παλαιά θεωρητική ψαλτική σκέψη και, δεύτερον, τις σύγχρονες ανάγκες διδακτικής και μουσικής αναλύσεως. Ο συνδιασμός των παραπάνω έχει ως τελικό σκοπό της εργασίας την παρουσίαση τεκμηριωμένης προτάσεως για την ερμηνεία και εκτέλεση μελών, ούτως ώστε να δικαιολογείται πλήρως ο τίτλος της ψαλτικής ως τέχνης, αλλά και ως επιστήμης. 226 534 570 Three essays on argicultural and applied economics. Τρία δοκίμια στα αγροτικά και εφαρμοσμένα οικονομικά. The thesis consists of three chapters. The first chapter focuses on estimating the parameters of cotton supply and inputs demand functions used in production, using the method of Seemingly Unrelated Regressions in conjunction with the following methods: Pooled, Random Effects and Fixed Effects. Additionally, the relationship between supply elasticity and the size of farm is examined. According to the results, the adoption of different estimation techniques leads to significantly different results regarding the value of the estimated parameters and their statistical significance. Using appropriate statistical tests concluded that the correct estimation method is the method of Fixed Effects since the estimated parameters are consistent. Furthermore, it appears that there is an inverse relationship between elasticity of supply and farm size. The second chapter examines the effects of decoupling policies on Greek cotton production under the hypothesis that producers face uncertainty about output price. The four policies are: a) the policy was in force until 2005, b) the Mid Term Review of CAP in 2003 (65% of the subsidies is given as a decoupled payment and 35% is given as subsidy per cultivated acre), which applied after 2006 c) a scenario of fully decoupled payment and d) a regime of free trade where producers receive no aid, which is used as a reference regime. The results of this chapter show that the cotton production in all policy scenarios is greater than that of the free trade scenario. Moreover, in the case of the small size farms, which are more risk averse than their larger counterparts, production is higher when the fully decoupled payment policy is applied in relation to the Mid Term Review and the policy was in force until 2005. On the other hand, large-sized farms produce more when the policy was in force until 2005 is applied, while the production is decreasing in the scenarios of the Mid Term Review and the fully decoupled payment. In any case, by comparing the level of cotton production obtained under the fully decoupled payment policy and the one achieved after the free trade policy, cotton production in the first case is greater than in the second one. This practically means that as long as farmers receive an extra income through supporting measures their production behaviour is affected and the supplied quantity in turn does not unilaterally depend on market conditions. The third chapter examines the technical efficiency and productivity of cotton producers when applying two different agricultural policies: a) the policy was in force until 2005 and b) the Mid Term Review of 2003 which came into force in 2006. The key question is whether the technical efficiency and productivity of cotton producers has increased, decreased or remained the same since it came into force the new agricultural policy. Additionally, the effect of subsidies and other explanatory variables on technical efficiency of cotton production is examined. By comparing the results of two different policies is evident that the application of the new agricultural policy after 2006 did not increase either technical efficiency or productivity of Greek cotton producers. Instead, it was estimated that the decoupled payment granted from 2006 onwards has a negative impact on technical efficiency of producers. Η διατριβή αποτελείται από τρία δοκίμια - κεφάλαια που εξετάζουν θέματα που σχετίζονται με τα αγροτικά και εφαρμοσμένα οικονομικά. Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στην εκτίμηση των παραμέτρων της συνάρτησης προσφοράς βαμβακιού και των συναρτήσεων ζήτησης των εισροών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή του, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο Φαινομενικά Ασυσχέτιστων Εξισώσεων σε συνδυασμό με τις εξής μεθόδους: Pooled, Random Effects και Fixed Effects. Επιπλέον, εξετάζεται η σχέση της ελαστικότητας προσφοράς και του μεγέθους της αγροτικής εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η υιοθέτηση διαφορετικών τεχνικών εκτίμησης οδηγεί σε σημαντικά διαφορετικά αποτελέσματα όσον αφορά την τιμή των εκτιμώμενων παραμέτρων καθώς και τη στατιστική τους σημασία. Χρησιμοποιώντας τους κατάλληλους στατιστικούς ελέγχους συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ορθή μέθοδος εκτίμησης είναι η μέθοδος των Fixed Effects καθώς οι εκτιμημένες παράμετροι είναι συνεπείς. Επιπλέον, προκύπτει πως υφίσταται μία αντίστροφη σχέση μεταξύ ελαστικότητας προσφοράς και μεγέθους εκμετάλλευσης. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται η επίδραση τεσσάρων διαφορετικών αγροτικών πολιτικών στην παραγόμενη ποσότητα βαμβακιού λαμβάνοντας υπόψη την αβεβαιότητα των παραγωγών ως προς την τιμή του προϊόντος. Οι τέσσερις πολιτικές είναι: α) η πολιτική που ήταν σε ισχύ μέχρι το 2005, β) η ενδιάμεση αναθεώρηση του 2003, (το 65% των επιδοτήσεων δίνεται ως Ενιαία Αποδεσμευμένη Ενίσχυση (ΕΑΕ) και το 35% δίνεται ως επιδότηση ανά καλλιεργούμενο στρέμμα), η οποία άρχισε να εφαρμόζεται μετά το 2006 γ) ένα σενάριο πλήρους αποδεσμευμένης ενίσχυσης και δ) ένα καθεστώς του ελεύθερου εμπορίου όπου οι παραγωγοί δεν λαμβάνουν καμία ενίσχυση, το οποίο αποτελεί και το καθεστώς με το οποίο συγκρίνονται όλα τα προηγούμενα σενάρια. Τα αποτελέσματα του κεφαλαίου αυτού δείχνουν ότι η παραγόμενη ποσότητα σε όλα τα σενάρια πολιτικής είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του καθεστώτος του ελεύθερου εμπορίου. Επιπλέον, στην περίπτωση των μικρών σε μέγεθος εκμεταλλεύσεων οι οποίες αποστρέφονται περισσότερο τον κίνδυνο από τις μεγαλύτερες, η παραγωγή είναι μεγαλύτερη στο σενάριο της πλήρους αποδέσμευσης σε σχέση με τα σενάρια της ενδιάμεσης αναθεώρησης και της πολιτικής που ήταν σε ισχύ μέχρι το 2005. Από την άλλη μεριά, οι μεγάλες σε μέγεθος εκμεταλλεύσεις παράγουν περισσότερο όταν εφαρμόζεται η πολιτική που ήταν σε ισχύ μέχρι το 2005, ενώ η παραγωγή τους βαίνει μειούμενη στα σενάρια της ενδιάμεσης αναθεώρησης και της πλήρους αποδέσμευσης. Σε κάθε περίπτωση, συγκρίνοντας την παραγόμενη ποσότητα βαμβακιού όταν εφαρμόζεται η πολιτική της πλήρους αποδέσμευσης με την αντίστοιχη σε καθεστώς ελεύθερου εμπορίου παρατηρείται ότι στην πρώτη περίπτωση η παραγόμενη ποσότητα είναι μεγαλύτερη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όσο οι γεωργοί λαμβάνουν ένα επιπλέον εισόδημα μέσω της ΕΑΕ η απόφαση τους για το ύψος της παραγωγής δεν εξαρτάται μόνο από τις τιμές του προϊόντος όπως αυτές διαμορφώνονται στην αγορά αλλά και από την καταβολή της ΕΑΕ. Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει την τεχνική αποτελεσματικότητα και την παραγωγικότητα των βαμβακοπαραγωγών όταν ισχύουν δύο διαφορετικές αγροτικές πολιτικές: α) η πολιτική που ήταν σε ισχύ μέχρι το 2005 και β) η ενδιάμεση αναθεώρηση του 2003 που τέθηκε σε ισχύ το 2006. Το βασικό ερώτημα είναι αν η τεχνική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα των βαμβακοπαραγωγών έχει αυξηθεί, μειωθεί ή παραμένει η ίδια από τότε που τέθηκε σε ισχύ η καινούργια αγροτική πολιτική. Επιπρόσθετα, εξετάζεται η επίδραση των αγροτικών ενισχύσεων και άλλων ερμηνευτικών μεταβλητών στην τεχνική αποτελεσματικότητα των βαμβακοπαραγωγών. Από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων των δύο διαφορετικών πολιτικών προκύπτει ότι η εφαρμογή της νέας αγροτικής πολιτικής μετά το 2006 δεν αύξησε ούτε την τεχνική αποτελεσματικότητα ούτε την παραγωγικότητα των Ελλήνων βαμβακοπαραγωγών. Αντίθετα, εκτιμήθηκε πως η ΕΑΕ η οποία χορηγείται από το 2006 και μετά επιδρά αρνητικά στην τεχνική αποτελεσματικότητα των παραγωγών. 227 304 419 Χρήση υπολογιστικών εργαλείων για ανάλυση οικονομικών και χρηματοοικονομικών μοντέλων This research examines the risk-return relationship of the simple asset pricing model and introduces optimized axis rotation to accommodate investors’ expectation of the return. Axis rotation defined in several specifications and applied to different models such as simple asset pricing models; CAPM and market model, conditional partitioned asset pricing models; CAPM and market model under a four-way partition of daily returns derived from expected values of individual asset and market returns based on their current movements. The analysis of the Rotated Asset Pricing Models is carried out for 100 companies from January 2, 1990 through December 31, 2004 using daily returns from the Athens Stock Exchange® data set. Three categories of companies are studied with large, medium and small market capitalizations. The General Index serves as the indicator of general market performance for the CAPM, market models, and for their 4-State variants. Risk free rate used in CAPM, is daily observation of 3-month T Bill Rate. Our results show that Rotated Asset Pricing Model, with axis rotation to accommodate investors’ expectations of the asset and the market returns, outperforms simple asset pricing models; CAPM and Market Model, in terms of explaining variation in daily returns. Proposed models also allow empirical testing of most important element of Daniel Kahneman and Amos Tversky’s (1979) prospect theory; dependence of expected returns on the current reference frame in 1990-2004 data for 100 companies: 20 companies of FTSE-20, 40 and 40 companies selected randomly from the FTSE-40 mid cap and FTSE-80 small cap index lists respectively. Another implication of the Rotated Asset Pricing Model is the explanation of the part of the equity premium by adopting the buyers’ expectation on the return on equity is higher than the relative market return. Rotation of the axes in the asset pricing model provides a partial explanation of the equity premium phenomenon. Αυτή η έρευνα εξετάζει τη σχέση απόδοσης-κινδύνου βασισμένη στο πρότυπο της απλής αποτίμησης των αξιογράφων και εισάγει τη βελτιστοποιημένη περιστροφή των αξόνων προσαρμοσμένη στις προσδοκίες των επενδυτών για τη μεγιστοποίηση των αποδόσεών τους. Η περιστροφή των αξόνων ορίζεται από διάφορες προδιαγραφές και εφαρμόζεται σε διάφορα μοντέλα όπως στο υπόδειγμα της απλής αποτίμησης αξιογράφων, στο CAPM και στο απλό μοντέλο λειτουργίας της κεφαλαιοαγοράς. Το CAPM και το απλό υπόδειγμα λειτουργίας της κεφαλαιοαγοράς υπό το πρίσμα ενός τετραπλού διαχωρισμού των καθημερινών αποδόσεων των αξιογράφων, οι οποίες και ορίζονται από τις μεμονωμένες αναμενόμενες αποδόσεις τους και της συνολικής απόδοσης της κεφαλαιοαγοράς, βασίζονται στις εναλλαγές των τιμών τους. Το προτεινόμενο πρότυπο αποτίμησης των αξιογράφων θα αναφέρεται πλέον ως πρότυπο περιστρεφόμενης αποτίμησης αξιογράφων. Εφαρμόζουμε την ανάλυση της περιστρεφόμενης αποτίμησης αξιογράφων σε εκατό (100) εταιρίες για το χρονικό διάστημα από τις 2 Ιανουαρίου 1990 μέχρι και τις 31 Δεκεμβρίου 2004 χρησιμοποιώντας τις καθημερινές αποδόσεις από το Χρηματιστήριο Αθηνών για το σύνολο των στοιχείων. Ερευνούμε τρεις κατηγορίες επιχειρήσεων με μεγάλη, μεσαία και μικρή κεφαλαιοποίηση. Ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αθηνών χρησιμεύει ως ο δείκτης για τη γενική απόδοση αγοράς του μοντέλου CAPM, για το υπόδειγμα της λειτουργίας της κεφαλαιοαγοράς και για το μοντέλο του τετραπλού διαχωρισμού. Ως απόδοση αγοράς απαλλαγμένη από κινδύνους, που είναι απαραίτητη για τη χρησιμοποίηση της στο μοντέλο CAPM, θεωρούμε τις καθημερινές αποδόσεις των τρίμηνων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι ορισμένες φορές το προτεινόμενο μοντέλο της περιστρεφόμενης αποτίμησης αξιογράφων, με την περιστροφή άξονα να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των επενδυτών για μεγαλύτερες αποδόσεις αγοράς, πλεονεκτεί σε σχέση με το απλό υπόδειγμα αποτίμησης των αξιογράφων, του μοντέλου CAPM και αυτού της απλής λειτουργίας της κεφαλαιοαγοράς, αφού λαμβάνει υπόψη και ερμηνεύει καλύτερα τις διαφοροποιήσεις στις καθημερινές αποδόσεις. Το προτεινόμενο μοντέλο επιτρέπει επίσης την εμπειρική εφαρμογή του σε σημαντικά στοιχεία της θεωρίας προοπτικής του Daniel Kahneman και του Amos Tversky (1979) και της εξάρτησης των αναμενόμενων αποδόσεων στο πλαίσιο της μελέτης στα δεδομένα του χρονικού διαστήματος 1990-2004 για τις 100 επιχειρήσεις. Οι επιχειρήσεις αυτές αποτελούνται από 20 εταιρίες του δείκτη μεγάλης κεφαλαιοποίησης, 40 εταιρίες από το δείκτη μεσαίας και 40 από το δείκτη επιχειρήσεων μικρής κεφαλαιοποίησης. Ένα ακόμα αποτέλεσμα του μοντέλου της περιστρεφόμενης αποτίμησης αξιογράφων είναι η ερμηνεία της ασφάλειας κινδύνου της αγοράς απορρίπτοντας την προσδοκία των επενδυτών για τη σημερινή αξία της και αξιολογώντας την σε υψηλότερα επίπεδα. Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως το μοντέλο της περιστρεφόμενης αποτίμησης αξιογράφων παρέχει μια μερική εξήγηση της αποτίμησης της ασφάλειας κινδύνου και αποτελεί σημείο για περισσότερη έρευνα. 228 271 264 Συγκριτική ανάλυση και μελέτη ERP συστημάτων: ανάλυση των υποσυστημάτων οικονομικής διαχείρισης και διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων. In the present dissertation, the reader has the opportunity to be informed about the importance and role of an integrated information system in the enterprise. We conduct a review of such a system over time, from the beginning until its most recent form while showing its functionality within the enterprise. The aim is to present all aspects of an information system and how it can be a competitive force as a promising investment to an organization. More specifically, we mention and study four integrated IT programs (ERP) known as Altec Atlantis, Entersoft Business Suite, Singular Enterprise and Microsoft Navision 4.0 and we conduct a comparative analysis of these four ERP systems used in SMEs by comparing their subsystems, financial management and human resources, presenting their contents, interfaces and installation cost of acquisition regarding the classical form or SaaS (software as a service) by exploiting the cloud technology. In addition, we conduct a critical assessment of these, citing the comparative advantages and disadvantages. Furthermore, we attempt to describe and present a possible configuration of two subsystems (financial management and human resources) for the integrated system Navision 4.0 and also present the preparation of printing markets, sales and administration staff. Moreover, the current thesis presents a case study through unstructured interview to a well-known construction company in Thessaloniki, in order to investigate the objectives, scope and use of the results of a similar ERP system installation. Finally, we are led to important conclusions that explain and confirm the importance of an investment such as that of integrated information systems for businesses and key points of success such as costs and alternative new technologies. Με τη παρούσα διπλωματική εργασία ο αναγνώστης έχει τη δυνατότητα να πληροφορηθεί για τη σημασία και το ρόλο που παίζει ένα ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα σε μία επιχείρηση. Περιγράφει την διαδρομή ενός συστήματος μέσα στο χρόνο, από την αρχή του μέχρι τη πιο πρόσφατη μορφή του ενώ παράλληλα δείχνει τη λειτουργικότητά του μέσα στην επιχείρηση. Σκοπός της είναι να παρουσιάσει όλες τις πτυχές ενός πληροφοριακού συστήματος και πως αυτό μπορεί να αποτελέσει ανταγωνιστική δύναμη ως επένδυση σε οργανισμό. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρονται και μελετώνται τέσσερα ολοκληρωμένα πληροφοριακά προγράμματα (ERP) γνωστά και ως Altec , Entersoft ,Singular και Navision 4.0 ενώ γίνεται μία συγκριτική ανάλυση των τεσσάρων παραπάνω ERP συστημάτων που χρησιμοποιούνται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τη σύγκριση των υποσυστημάτων οικονομική διαχείριση και ανθρώπινων πόρων, παρουσιάζοντας τα περιεχόμενα αυτών, interfaces και τα κόστη εγκατάστασής τους κλασσικής κτήσης ή σε μορφή SaaS (software as a service) εκμεταλλευόμενοι την cloud τεχνολογία. Επιπλέον γίνεται η κριτική αξιολόγηση αυτών, παραθέτοντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματά τους. Εν συνεχεία, γίνεται μία προσπάθεια περιγραφής και παρουσίασης ενδεχόμενης παραμετροποίησης των δύο υποσυστημάτων (οικονομική διαχείριση και ανθρώπινοι πόροι) για το ολοκληρωμένο σύστημα του Navision 4.0 καθώς επίσης την προετοιμασία εκτυπώσεων στις αγορές, στις πωλήσεις και στη διοίκηση προσωπικού. Επιπρόσθετα παρουσιάζεται μία μη δομημένη μελέτη περίπτωσης, γνωστής κατασκευαστικής εταιρείας της Θεσσαλονίκης, με σκοπό την διερεύνηση των στόχων, της έκτασης χρήσης και των αποτελεσμάτων μιας ανάλογης εγκατάστασης ERP συστήματος Τέλος, οδηγούμαστε σε σημαντικά συμπεράσματα που εξηγούν και επιβεβαιώνουν τη σημασία μιας επένδυσης όπως είναι αυτή των ολοκληρωμένων πληροφοριακών συστημάτων για τις επιχειρήσεις. 229 417 446 Asset pricing and prediction with time-varying betas. Αποτίμηση και πρόβλεψη περιουσιακών στοιχείων με χρονικά μεταβαλλόμενους συντελεστές βήτα. The theory of asset pricing relies heavily on the principles of present value calculations and the hypothesis of efficient capital markets. The former implies that the price of an asset, not necessarily stock, is a function of the expected future yields discounted to the current data. However, in the field of investments, there seems to be an important but unanswered question. This particular question is concerned with why some assets earn substantially higher average returns. Financial economists have developed different models to address this question in the context of theoretically or empirically motivated asset pricing models. The CAPM is considered to be the most widely used asset pricing model. However, in view of its empirical shortcomings, researchers have made many attempts to refine the theoretical foundations and improve its empirical performance. One of the main assumptions of the CAPM is the stability of beta coefficients. Because this assumption does not hold in reality, in this thesis we develop a novel approach for capturing the time variation of betas by treating the pattern as a function of market return. To do so, we construct a new two-factor model (TFM) which incorporates variables targeting to absorb the information conveyed by betas’ instability. The model is free from subjective bias problems related to the selection of a critical threshold. In addition, the important implications of predicting betas motivated us to examine empirically the accuracy of our TFM’s betas. Our analysis uses stocks traded on S&P 500 and covers a long period of time and different kinds of portfolios. The tests for finding out the model’s performance along with other well-known models proposed in the literature indicate that this novel approach is very promising. In addition, in this thesis we examine the existence of herding behaviour in different financial markets. Herding behaviour can have significantly consequences on the market efficiency, since it might aggravate volatility of returns destabilizing financial markets. Furthermore, nonlinearities of stock prices have been attributed to the existence of herding. Hence, in order to obtain a better understanding of herding, we examine its effects on market volatility. Furthermore, we seek for the existence of herding in factors other than the market risk such as co-skewness and co-kurtosis. Finally, we explore the existence of contagion effects of herding as well as if the measure of herding is affected by various unexpected macroeconomic shocks. We believe that the empirical findings reported in this thesis will help market participants and investors in many ways. Η θεωρία της αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις αρχές του υπολογισμού της παρούσας αξίας και της υπόθεσης των αποτελεσματικών αγορών. Το πρώτο σημαίνει ότι η τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου, όχι απαραίτητα μετοχής, είναι συνάρτηση των αναμενόμενων μελλοντικών αποδόσεων προεξοφλημένων στα τρέχοντα δεδομένα. Ωστόσο, στον τομέα των επενδύσεων, φαίνεται να υπάρχει ένα σημαντικό αλλά αναπάντητο ερώτημα. Το συγκεκριμένο ερώτημα έχει να κάνει με το γιατί ορισμένα περιουσιακά στοιχεία κερδίζουν σημαντικά υψηλότερες μέσες αποδόσεις. Οικονομολόγοι στον τομέα των χρηματοοικονομικών έχουν αναπτύξει διαφορετικά μοντέλα για να αντιμετωπίσουν αυτό το ζήτημα στο πλαίσιο των θεωρητικών ή εμπειρικών μοντέλων αποτίμησης. Το CAPM θεωρείται ότι είναι το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο μοντέλο αποτίμησης. Ωστόσο, υπό το φως των εμπειρικών μειονεκτημάτων του μοντέλου, οι ερευνητές έχουν κάνει πολλές προσπάθειες για τη βελτίωση του θεωρητικού υπόβαθρου του μοντέλου και της εμπειρικής του επίδοσης. Μία από τις βασικές παραδοχές του CAPM είναι η σταθερότητα των συντελεστών βήτα. Επειδή η υπόθεση αυτή δεν ισχύει στην πραγματικότητα, στην παρούσα διατριβή αναπτύσσουμε μια νέα προσέγγιση που εκτιμά τους χρονικά μεταβαλλόμενους συντελεστές βήτα ως συνάρτηση των αποδόσεων της αγοράς. Για να γίνει αυτό, έχουμε κατασκευάσει ένα νέο μοντέλο δύο παραγόντων (TFM), το οποίο ενσωματώνει μεταβλητές με σκοπό να απορροφήσει τις πληροφορίες που μεταφέρονται από την αστάθεια των συντελεστών βήτα. Το μοντέλο είναι απαλλαγμένο από προβλήματα υποκειμενικής μεροληψίας που σχετίζονται με την επιλογή κάποιου κρίσιμου ορίου. Επιπλέον, οι σημαντικές επιπτώσεις από την ακριβή πρόβλεψη των συντελεστών βήτα, μας δίνει το κίνητρο ώστε να εξετάσουμε εμπειρικά την ακρίβεια των συντελεστών βήτα του μοντέλου μας. Η ανάλυσή μας χρησιμοποιεί μετοχές που διαπραγματεύονται στο δείκτη S&P 500 και καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και διάφορα είδη χαρτοφυλακίων. Οι εμπειρικοί έλεγχοι με άλλα γνωστά υποδείγματα της διεθνούς βιβλιογραφίας δείχνουν ότι η νέα αυτή προσέγγιση είναι πολύ ελπιδοφόρα. Επιπλέον, σε αυτή την εργασία εξετάζουμε την ύπαρξη της αγελαίας συμπεριφοράς των επενδυτών σε διάφορες χρηματοπιστωτικές αγορές. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά μπορεί να έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα της αγοράς, δεδομένου ότι θα μπορούσε να επιδεινώσει τη μεταβλητότητα των αποδόσεων και να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση των αγορών. Επιπλέον, η μη γραμμικότητα των τιμών των μετοχών έχει αποδοθεί στην ύπαρξη της αγελαίας συμπεριφοράς. Ως εκ τούτου, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα την αγελαία συμπεριφορά, εξετάζουμε τις επιπτώσεις της στη μεταβλητότητα των αγορών. Επιπλέον, εξετάζουμε την ύπαρξη της αγελαίας συμπεριφοράς και σε άλλους παράγοντες εκτός από τον κίνδυνο της αγοράς, όπως είναι η ασυμμετρία και η κύρτωση. Τέλος, διερευνούμε τις αλυσιδωτές επιπτώσεις της αγελαίας συμπεριφοράς καθώς επίσης και αν η τελευταία επηρεάζεται από διάφορα μακροοικονομικά σοκ. Πιστεύουμε ότι τα εμπειρικά αποτελέσματα που αναφέρονται στη συγκεκριμένη διατριβή, θα βοηθήσουν τους συμμετέχοντες στην αγορά και τους επενδυτές με πολλούς τρόπους. 230 220 226 Conceptual and procedural knowledge of fraction arithmetic between typical achieving students and students with specific learning difficulties Αξιολόγηση εννοιολογικής και διαδικαστικής γνώσης εκτέλεσης πράξεων με κλάσματα, σε μαθητές χωρίς ειδικές ανάγκες και μαθητές με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Realizing that many properties of whole number arithmetic differ from the properties of fraction arithmetic must be taught as soon as students attend elementary school, because it is an essential element of conceptual knowledge. Research shows that high procedural knowledge of fraction arithmetic can coexist with low conceptual knowledge in the same area. In other words, it is possible that students may be able to memorize the algorithms of fraction arithmetic without understanding them as well. That is why it is important to assess not only the understanding of the size of individual fractions, but also the understanding of the size that is produced from fraction arithmetic, something that has been called Direction of Effects. The latter was assessed in Greek typical achieving students (n=112) and students with specific learning difficulties (n=46), from grades 5th to 6th. Results showed that fractions are generally a difficult domain area for both student types and that elementary school students face difficulties not only at representing the size of individual fractions but also at understanding the size that is produced from fraction arithmetic by thinking the properties of whole number arithmetic. Results are further discussed and teaching practices that may help students overcome these difficulties are proposed. Η συνειδητοποίηση ότι πολλές από τις ιδιότητες που ισχύουν για τις αριθμητικές πράξεις με φυσικούς αριθμούς δεν ισχύουν για τις πράξεις με κλασματικούς αριθμούς θα πρέπει να διδάσκεται ήδη από το δημοτικό, αφού αποτελεί σημαντικό στοιχείο εννοιολογικής κατανόησης. Οι έρευνες δείχνουν πως η καλή διαδικαστική γνώση των κλασμάτων, μπορεί να συνυπάρχει με ανακριβή εννοιολογική κατανόηση των διαδικασιών. Πιο απλά, οι μαθητές είναι πολύ πιθανό να μπορούν να απομνημονεύσουν τους αλγόριθμους των κλασματικών αριθμητικών πράξεων χωρίς να τους καταλαβαίνουν. Γι’ αυτό είναι σημαντικό, πέρα από την αξιολόγηση της κατανόησης του μεγέθους που αναπαριστούν τα μεμονωμένα κλάσματα, να αξιολογείται και η κατανόηση του μεγέθους που παράγεται από τις κλασματικές πράξεις, κάτι που έχει ονομαστεί ως Κατεύθυνση της Επίδρασης. Η τελευταία ελέγχθηκε σε μαθητές χωρίς Eιδικές Eκπαιδευτικές Ανάγκες (n=112) και σε μαθητές με Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες (n=46) Ε΄ και Στ΄ Δημοτικού. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως τα κλάσματα αποτελούν μία δύσκολη γνωστική περιοχή και για τις δύο ομάδες μαθητών και πως οι μαθητές Δημοτικού δυσκολεύονται τόσο στην κατανόηση του μεγέθους των μεμονωμένων κλασμάτων όσο και στην κατανόηση του μεγέθους που παράγεται από τις κλασματικές πράξεις, σκεπτόμενοι τις ιδιότητες που ισχύουν για τις αριθμητικές πράξεις με τους φυσικούς αριθμούς. Τα ευρήματα συζητούνται διεξοδικότερα και γίνονται προτάσεις για την άρση των δυσκολιών. 231 19 23 Stock portfolios formation in S&P100, macroeconomic variables predictability role in returns and beta coefficients time-variability test: an empirical approach Σχηματισμός χαρτοφυλακίων μετοχών στον S&P100, ο ρόλος των μακροοικονομικών μεταβλητών στην πρόβλεψη των αποδόσεων τους και χρονική μεταβολή των συντελεστών βήτα.: εμπειρική μελέτη 232 236 249 Teacher training at the Training Support Centers and at the University Education Centers on the utilization of ICTs in the educational and teaching process Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στα Κέντρα Στήριξης Επιμόρφωσης (Κ.Σ.Ε.) και στα Πανεπιστημιακά Κέντρα Εκπαίδευσης (Πα.Κ.Ε.) στην αξιοποίηση των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική και διδακτική διαδικασία This thesis intends to describe the impact of the largest ICT teacher training project in Greece, the training of teachers in the pedagogical use of ICT in the educational and teaching process. To achieve this goal the views of all groups had an active role in the training programs of Training Support Centers and University Education Centers this goal investigated such as participating teachers and trainers. Main field of thesis investigation is the potential change of teachers identity who were trained at Training Support Centers in terms of ICT teaching applications and the transformation of teacher trainees in University Education Centers in ICT teacher trainers. The investigations were performed using online and printed questionnaires and individual and focus group interviews. Data analysis leads towards that overall the teachers did not change their already positive attitude greatly in their use of ICT, although they developed the ability to integrate them effectively in the educational and teaching process. Candidates ICT teacher trainers who participated in training programs at the University Education Centers were helped significantly to acquire knowledge in educational software and their pedagogical utilization, gaining relevant skills and as a result they were able to plan ICT teacher training courses. However most of them have already had basic instructor skills in Adult Education. Η παρούσα διατριβή σκοπεύει να περιγράψει τις επιπτώσεις του μεγαλύτερου έργου επιμόρφωσης εκπαιδευτικών στον ελληνικό χώρο μέχρι την εκπόνησή της, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στη χρήση και παιδαγωγική αξιοποίηση των ΤΠΕ στην εκπαιδευτική και διδακτική διαδικασία. Για τη επίτευξη του στόχου αυτού διερευνήθηκαν οι απόψεις όλων των ομάδων που είχαν ενεργό ρόλο στα αντίστοιχα επιμορφωτικά προγράμματα των Κέντρων Στήριξης Επιμόρφωσης και των Πανεπιστημιακών Κέντρων Εκπαίδευσης όπως συμμετέχοντες εκπαιδευτικοί και εκπαιδευτές. Βασικό πεδίο των ερευνών της διατριβής αποτέλεσε η ενδεχόμενη αλλαγή της ταυτότητας των εκπαιδευτικών που επιμορφώθηκαν στα Κέντρα Στήριξης Επιμόρφωσης ως προς τις διδακτικές εφαρμογές των ΤΠΕ και ο μετασχηματισμός των εκπαιδευόμενων εκπαιδευτικών στα Πανεπιστημιακά Κέντρα Εκπαίδευσης σε επιμορφωτές ΤΠΕ των εκπαιδευτικών. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση ηλεκτρονικών και έντυπων ερωτηματολογίων, ατομικών και ομαδικών εστιασμένων συνεντεύξεων. Η ανάλυση των δεδομένων οδηγεί στην κατεύθυνση ότι συνολικά οι εκπαιδευτικοί δεν άλλαξαν τη στάση τους σημαντικά ως προς τη χρήση των ΤΠΕ, η οποία ήταν εξαρχής θετική, παρότι ανέπτυξαν την ικανότητά τους να τις εντάσσουν αποτελεσματικά στην εκπαιδευτική και διδακτική διαδικασία. Οι υποψήφιοι επιμορφωτές που συμμετείχαν στα Πανεπιστημιακά Κέντρα Εκπαίδευσης βοηθήθηκαν σημαντικά στην απόκτηση γνώσεων στη χρήση των εκπαιδευτικών λογισμικών και στην παιδαγωγική αξιοποίησή τους, κατακτώντας τις σχετικές δεξιότητες, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να σχεδιάζουν μαθήματα επιμόρφωσης στις ΤΠΕ για εκπαιδευτικούς. Ωστόσο η πλειοψηφία τους είχε ήδη κατακτήσει πριν τα προγράμματα βασικές δεξιότητες εκπαιδευτή ενηλίκων. 233 445 441 The use of information and communication technologies in higher education: requirements and recommendations for a better integration Η χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και των επικοινωνιών στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση: προϋποθέσεις και προτάσεις για πληρέστερη ενσωμάτωσή τους The presence of Information and Communication Technologies (ICT) in all aspects of people's lives is an indisputable fact. Education, however, is not be unaffected. In the late 90s a new generation of students began to emerge in the literature. The so-called “digital generation” differs from the previous generations in terms of dependence and familiarity of technology resulting in large changes in the educational sector. These changes are considered necessary by theorists of the field. The corollary of the existence of this generation -if any- is the creation of a kind of a digital divide between students and teachers. Teachers are considered "inferior" with regards to the use of ICT in relation to their students. Although in the beginning the claims of existence, but also the characteristics of this generation, have received wide acceptance without relying on empirical data, along the way started out surveys questioning those claims on digital generation and digital divide between students and teachers. In Greek literature, the issue of the “digital divide” has not been explored in Higher Education. Studies have only been performed with students -but these were small-scale. Also, studies with faculty have not been performed in Higher Education. Neither there is any comparative study between the two groups. This study aims to fill this gap found in Greek literature. In the context of this PhD thesis, a survey was conducted to students and faculty of Educational Schools around the country. A key question to be explored is the investigation of an existing digital divide between students and faculty in the Educational Schools of the country. Specifically what constitutes the digital divide in the views of the participants on the use of ICT within Higher Education. In particular, the survey involved 526 students and 18 teachers of various Education Departments around the country. Each group was approached differently. Both quantitative and qualitative data was collected from students (questionnaire and interview), whereas only qualitative data (interview ) was collected from the faculty. Collection of the data followed by data analysis, presentation of results and the conduct of research findings. According to the research findings, the claims of the existence of a gap between students and faculty cannot be accepted. Students and faculty were found to have more similarities than differences in the use of ICT in the educational context. As a result of this study, the issue is not the existence of the “digital divide” between students and faculty, but the emphasis should be given to the proper use of ICT in the educational context, both in terms of students and faculty alike. Η παρουσία των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων είναι μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Η εκπαίδευση, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 άρχισε να αναδύεται στη βιβλιογραφία μια νέα γενιά φοιτητών- η λεγόμενη ψηφιακή γενιά- η οποία διαφοροποιείται από τις προηγούμενες γενιές ως προς την εξάρτηση και την εξοικείωσή της από την τεχνολογία με αποτέλεσμα οι ευρείες αλλαγές στον εκπαιδευτικό τομέα να θεωρούνται απαραίτητες από τους θεωρητικούς του πεδίου. Απόρροια της ύπαρξης αυτής της γενιάς -εφόσον υπάρχει– είναι η δημιουργία ενός είδους ψηφιακού χάσματος μεταξύ φοιτητών και διδασκόντων, καθώς οι διδάσκοντες θεωρούνται ότι «υπολείπονται» στη χρήση των ΤΠΕ σε σχέση με τους φοιτητές τους. Αν και στην αρχή οι ισχυρισμοί περί της ύπαρξης, αλλά και των χαρακτηριστικών αυτής της γενιάς, έτυχαν ευρείας αποδοχής χωρίς να στηρίζονται σε εμπειρικά δεδομένα, στην πορεία άρχισαν να διενεργούνται έρευνες που αμφισβητούσαν αυτούς τους ισχυρισμούς περί ψηφιακής γενιάς και ψηφιακού χάσματος μεταξύ φοιτητών και διδασκόντων. Στην ελληνική βιβλιογραφία, το ζήτημα του ψηφιακού χάσματος δεν έχει τύχει διερεύνησης. Έρευνες έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε φοιτητές- οι οποίες όμως ήταν μικρής κλίμακας- και όχι σε διδάσκοντες Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης καθώς επίσης ούτε και συγκριτικές μεταξύ των δύο ομάδων. Η παρούσα μελέτη έρχεται να καλύψει αυτό το κενό που εντοπίστηκε στην ελληνική βιβλιογραφία. Στο πλαίσιο της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής, πραγματοποιήθηκε έρευνα σε φοιτητές και διδάσκοντες Παιδαγωγικών Σχολών της χώρας. Βασικό ερώτημα προς διερεύνηση αποτελεί η διερεύνηση ύπαρξης ψηφιακού χάσματος μεταξύ των φοιτητών και διδασκόντων των Παιδαγωγικών τμημάτων της χώρας. Ειδικότερα σε τι συνίσταται το ψηφιακό χάσμα ως προς τις απόψεις των συμμετεχόντων για τη χρήση των ΤΠΕ από πλευράς τους στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Ειδικότερα, στην έρευνα συμμετείχαν 526 φοιτητές και 18 διδάσκοντες Παιδαγωγικών Τμημάτων της χώρας. Η κάθε μία ομάδα προσεγγίστηκε διαφορετικά. Όσον αφορά τους φοιτητές συλλέχθηκαν τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά δεδομένα (ερωτηματολόγιο & συνέντευξη), ενώ για τους διδάσκοντες συλλέχθηκαν ποιοτικά δεδομένα (συνέντευξη). Ακολούθησε η ανάλυση των δεδομένων, η παρουσίαση των αποτελεσμάτων καθώς και η διεξαγωγή των συμπερασμάτων της έρευνας. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ο ισχυρισμός περί ύπαρξης χάσματος μεταξύ φοιτητών και διδασκόντων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι φοιτητές και οι διδάσκοντες «βρέθηκε» να έχουν περισσότερα κοινά σημεία παρά διαφορές ως προς τη χρήση των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο. Όπως προέκυψε από την παρούσα μελέτη, το ζήτημα δεν αφορά την ύπαρξη ψηφιακού χάσματος μεταξύ φοιτητών και διδασκόντων αλλά η έμφαση πρέπει να δοθεί στη σωστή αξιοποίηση των ΤΠΕ στο εκπαιδευτικό πλαίσιο, τόσο από πλευράς φοιτητών όσο και από πλευράς διδασκόντων. 234 583 627 Opportunities and inequalities in gender career decision making: the application of working women in mass media Ευκαιρίες και ανισότητες στην επιλογή επαγγέλματος κατά φύλο: η εφαρμογή της απασχόλησης των γυναικών στα Μ.Μ.Ε.-Τηλεόραση Although there are significant institutional and legal changes at national, European, and international levels, women, as well as several national minorities and political dissidents, face discriminations at work and their human rights are violated, which often results to these groups' exclusion. Violation of fundamental social rights is prohibited by many international treaties. Women's presence in the public sphere of social life, in education, at work, and often in trade-unions, is already a fact. However, this does not necessarily mean that discriminations have been fully eliminated in relation to their equal participation in several vocations as well as in top managerial positions. In other words, women are still facing discriminations in the professional field, while their wages are lower than those of men. Although there is a great increase of the number of women in top managerial positions in enterprises, during last century the number of women at top managerial positions is steadily low, thus noting that women are facing a "glass ceiling" of difficulties (Morrison and White van Vanvelsor, 1987). Despite legal reforms and pressures exercised by national or international organizations, there is no doubt that improvement of women's situation in big enterprises is slow and unequal (Kotti-Petraki, 1993). In general, criteria by which women are evaluated are different to those valid for men, and these often reflect the perceptions of men about women's roles and attributes. Taking into account, as a prerequisite, demographic data, such as level of education and class stratification, as well as gender stereotypes prevailing in society, and, of course, in the administration of organization, such as that of Mass Media, it is necessary for us to examine the factors which influence women's advancement to top positions in business. The full research is based upon the following main points: 1. Verification of subjective factors-vocational orientation, orientation of vocational advancement, vocational planning- and objective factors (constitutional structure, political specialization of staff, strategic recruitment policies of enterprises, social problems inside and outside enterprises, based to stereotypes etc, ruling employment and vocational advancement of women in enterprises. 2. Verification of the role of entrepreneurial continuous training, concerning its impact on the above mentioned subjective and objective factors. The following basic conditions are the main starting-points of the research: 1. The limited possibilities of women employees in the labour market 2. Educational programmes of the enterprise and the possibility of employment in relevant positions of work 3. Improvement of vocational specialization and employment of women in proper positions of work. Therefore, the present study attempts to determine the factors that influence women's possibilities of advancement and the hierarchic positions they possess in the -TV channel, in relation to level of education- vocational training, age, place of residence, and stereotypic roles prevailing in the organizational structure of TV channels. The main interesting point of women's advancement to top managerial positions, which, at a quantitative level of investigating into the phenomenon, consists a "dependent variable", which is influenced by several other important "independent variables", such as: 1) gender stereotypes, 2) age, 3) education - vocational training, and 4) place of origin - residence. In this framework, the study aims at determining and investigating the relation among social gender, level of education, and "equal" opportunities at work. The formation of social gender through educational process and socialization consists a key-factor for work allocation, and, consequently, it plays a significant role in the advancement of one's career in the labour market. Παρά τις θεσμικές και νομικές αλλαγές που έχουν γίνει σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο οι γυναίκες, όπως επίσης και διάφορες εθνικές μειονότητες και πολιτικά αντιφρονούντες, υφίστανται διακρίσεις στον κόσμο της εργασίας και τα ανθρώπινα δικαιώματά τους προσβάλλονται στο έπακρο με αποτέλεσμα αυτές οι ομάδες να οδηγούνται συχνά σε αποκλεισμό. Η παραβίαση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων απαγορεύεται από πολλές διεθνείς συνθήκες. Η παρουσία των γυναικών στη δημόσια σφαίρα της κοινωνικής ζωής, στην εκπαίδευση, την εργασία και συχνά το συνδικαλισμό αποτελούν πλέον γεγονός. Αυτό όμως δε σημαίνει κατά ανάγκη ότι έχουν εξαλειφθεί πλήρως οι διακρίσεις όσον αφορά την ισότιμη συμμετοχή τους σε διάφορα επαγγέλματα καθώς και σε ανώτερες διοικητικές θέσεις. Με άλλα λόγια οι γυναίκες συνεχίζουν να υφίστανται διακρίσεις στον επαγγελματικό τομέα ενώ συχνά οι αμοιβές τους είναι κατώτερες από αυτές των ανδρών. Αν και υπάρχει μια μεγάλη αύξηση του αριθμού των γυναικών σε υψηλές θέσεις διοίκησης (top managerial) σε επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα ο αριθμός των γυναικών σε υψηλές διοικητικές θέσεις συνεχίζει να είναι σταθερά μικρός, υποδηλώνοντας έτσι ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν ένα "γυάλινο ταβάνι" δυσκολιών (Morrison and White van Vanvelsor, 1987). Παρά τις νομικές αλλαγές και τις πιέσεις από εθνικούς ή διεθνείς οργανισμούς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βελτίωση της θέσης των γυναικών σε μεγάλες επιχειρήσεις είναι αργή και άνιση (Kotti-Petraki, 1993). Γενικότερα, τα κριτήρια με τα οποία κρίνονται οι γυναίκες είναι διαφορετικά από αυτά με τα οποία κρίνονται οι άνδρες και αυτά συνήθως αντανακλούν τις αντιλήψεις που έχουν οι άνδρες για τους ρόλους και τα χαρακτηριστικά των γυναικών. Έχοντας ως προϋπόθεση τα δημογραφικά στοιχεία όπως είναι το επίπεδο εκπαίδευσης και η ταξική διαστρωμάτωση καθώς επίσης και τα στερεότυπα των φύλων που επικρατούν στην κοινωνία και φυσικά στη διοίκηση των οργανισμών όπως και αυτή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και Ενημέρωσης είναι αναγκαίο να εξετάσουμε τους παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη των γυναικών σε ιεραρχικές θέσεις στις επιχειρήσεις. Η συνολική διερεύνηση βασίζεται στα εξής κέντρα βάρους: 1. Εξακρίβωση των υποκειμενικών παραγόντων - επαγγελματικού προσανατολισμού, προσανατολισμός επαγγελματικής ανόδου, επαγγελματικός σχεδιασμός - και των αντικειμενικών παραγόντων (οργανική διάρθρωση, πολιτική ειδίκευση προσωπικού, στρατηγική στελέχωση των επιχειρήσεων, κοινωνικά προβλήματα εντός και εκτός των επιχειρήσεων, λόγω στερεοτύπων κλπ. που διέπουν την απασχόληση και την επαγγελματική άνοδο των γυναικών στην επιχείρηση. 2. Εξακρίβωση του ρόλου της επιχειρησιακής συνεχούς κατάρτισης, όσον αφορά τον αντίκτυπό της επάνω στους αναφερθέντες υποκειμενικούς και αντικειμενικούς παράγοντες. Η διερεύνηση έχει προπάντων ως αφετηρία τις εξής βασικές υποθέσεις: 1. Οι περιορισμένες δυνατότητες των εργαζομένων γυναικών στην αγορά εργασίας, 2. Εκπαιδευτικά προγράμματα της επιχείρησης και η δυνατότητα απασχόλησης σε αντίστοιχες επαγγελματικές θέσεις 3. Η βελτίωση της επαγγελματικής εξειδίκευσης και της απασχόλησης γυναικών σε κατάλληλες επαγγελματικές θέσεις Στην παρούσα μελέτη γίνεται λοιπόν μια προσπάθεια που έχει ως στόχο τον καθορισμό των παραγόντων εκείνων που επηρεάζουν την δυνατότητα εξέλιξης των γυναικών και την ιεραρχική θέση που κατέχουν στην επιχείρηση-Τηλεοπτικό Σταθμό αναφορικά με το επίπεδο εκπαίδευσης-επαγγελματικής κατάρτισης, την ηλικία, την κατοικία και τα στερεότυπα των ρόλων, που κυριαρχούν στην οργανωτική δομή των τηλεοπτικών σταθμών. Το κύριο στοιχείο ενδιαφέροντος είναι η εξέλιξη των γυναικών σε υψηλές θέσεις εργασίας που σε ένα ποσοτικό επίπεδο διερεύνησης του φαινομένου αποτελεί μια "εξαρτώμενη μεταβλητή" στην οποία επιδρούν μια σειρά από άλλες σημαντικές "ανεξάρτητες μεταβλητές" όπως είναι οι ακόλουθες: 1) τα στερεότυπα των φύλων, 2) η ηλικία, 3) η εκπαίδευση-επαγγελματική κατάρτιση και 4) ο τόπος προέλευσης-κατοικίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, σκοπός της μελέτης είναι να διαπιστωθεί και να εξετασθεί η σχέση μεταξύ κοινωνικού φύλου (gender) και επιπέδου εκπαίδευσης και "ίσων" ευκαιριών στην εργασία. Η διαμόρφωση του κοινωνικού φύλου (gender) διά μέσου της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της κοινωνικοποίησης αποτελεί ένα παράγοντα κλειδί για τον καταμερισμό εργασίας και συνεπώς παίζει έναν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της καριέρας του ατόμου στην αγορά εργασίας. 235 289 304 Regulation financial systems and quantitative comparison with information systems Ρύθμιση χρηματοοικονομικών συστημάτων και ποσοτική σύγκριση με τα πληροφοριακά συστήματα. This doctoral dissertation aims at explore the significance of the existence of regulation of the financial system and in the quantitative comparison of the financial system, to examine the relationship between financial regulation and the current account balance, where the financial arrangements affecting the current account by reducing liquidity. In particular we investigate the existence of the relationship of the current account balance and financial regulation, financial systems in five countries of the European Union, Germany, Spain, France, Italy, and the United Kingdom. The data used in this study are annual and cover the period 1990-2010. In our study we adopt an approach panel VAR. The important role of regulating financial systems is particularly evident in periods showing imbalances in the current account, and accepted that the reaction of the current account deficit is larger and more persistent in a country with a low degree of financial regulation, rather than a country with high degree. Within the empirical investigation of this thesis we use the following variables, current account (Current Account Balance-CAB), the fiscal balance - deficit (Deficit- DEF), measuring the net yield (NET). To achieve the objectives of this thesis are major tests used are the unit root tests in levels of variables, and the corresponding controls in the first differences. To check the long term equilibrium relationship among the variables by country, we analyze the cointegration of panel data using Pedroni, Kao and Johansen methods. We also investigate the causal relationship between variables, and we observe the existence of bidirectional Granger causality of variables. The results of this study show that domestic financial reform has a significant impact on the size and dynamics of the current account balance. Η παρούσα διδακτορική διατριβή προσπαθεί να διερευνήσει τη σημαντικότητα της ύπαρξης της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και στα πλαίσια της ποσοτικής σύγκρισης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, να εξετάζει τη σχέση μεταξύ χρηματοοικονομικής ρύθμισης και του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπου η χρηματοοικονομική ρύθμιση επηρεάζει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μέσο) περιορισμού της ρευστότητας. Ειδικότερα διερευνούμε την ύπαρξη της σχέσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της χρηματοοικονομικής ρύθμισης, στα χρηματοοικονομικά συστήματα πέντε χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Γερμανία, την Ισπανία, την Γαλλία, την Ιταλία, και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα αυτή είναι ετήσια και καλύπτουν την περίοδο 1990-2010. Στην διατριβή αυτή υιοθετούμε ένα υπόδειγμα VAR που εφαρμόζεται σε δεδομένα Panel. Ο σημαντικός ρόλος της ρύθμισης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, είναι ιδιαίτερα εμφανής σε περιόδους όπου εμφανίζονται ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, και γίνεται αποδεκτό ότι η αντίδραση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι μεγαλύτερη και περισσότερο επίμονη σε μια χώρα με ένα χαμηλό βαθμό χρηματοπιστωτικής ρύθμισης, παρά σε μια χώρα με υψηλό βαθμό. Στα πλαίσια της εμπειρικής διερεύνησης της διατριβής χρησιμοποιούμε τις ακόλουθες μεταβλητές, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (Current Account Balance- CAB), την δημοσιονομική ισορροπία - έλλειμμα (Deficit- DEF), την μέτρηση της καθαρής απόδοσης (NET). Για την επίτευξη των στόχων της διατριβής οι βασικότεροι έλεγχοι που χρησιμοποιούνται είναι οι έλεγχοι για την ύπαρξη μοναδιαίας ρίζας, οι έλεγχοι συνολοκλήρωσης και ο έλεγχος αιτιότητας. Για να ελέγξουμε αν υπάρχουν μακροχρόνιες σχέσεις ισορροπίας μεταξύ των μεταβλητών για τις χώρες που μελετούμε, προχωρήσαμε στην ανάλυση συνολοκλήρωσης, των δεδομένων πάνελ με τους ελέγχους των Pedroni, Kao και Johansen . Επίσης διερευνήσαμε την σχέση αιτιότητας μεταξύ των μεταβλητών του υποδείγματος που εξετάζουμε με την μέθοδο του Granger . Τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας δείχνουν ότι η εγχώρια χρηματοπιστωτική μεταρρύθμιση έχει σημαντικό αντίκτυπο για το μέγεθος και τη δυναμική του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. 236 26 29 The positive effects of the arts on the brain. And how these can be used to improve brain functions in normal or diseased brain (art therapy). Οι θετικές επιδράσεις των τεχνών στον εγκέφαλο. Και πώς μπορούν αυτές να χρησιμοποιηθούν για να βελτιωθούν οι λειτουργίες του εγκεφάλου σε φυσιολογικό ή ασθενή εγκέφαλο (θεραπεία μέσω της τέχνης). 237 266 233 Best distance and best way grouping data determination for various hierarchical clustering glomerative methods. Προσδιορισμός της ιδανικότερης μετρικής απόστασης και καλύτερου τρόπου ομαδοποίησης στις διάφορες μεθόδους της αυτόματης ταξινόμησης κατά αύξουσα ιεραρχεία. The aim of this dissertation is the study and the representation of both theoretical and practical procedure that we follow in order to analyze the given data of one statistic survey with cluster analysis. First, we suggest ways of representing of data that are elements of a table, as well as the most appropriate measure (metric or index of distance or index of similarity), in order to measure the relation of similarity between two objects or two variables. Then we suggest a criterion which will help us choose the most appropriate metric between classes of objects, which is based on the ratio of the interpretative dispertion of a partition to the initial data (total) despertion. The suggested criterion will also help us to choose the best adjusted partition to the data, as well as the best partition for defined multitude classes. Having chosen the best partition of data, we suggest a way to determine the variables that contribute in the creation of clesses, the explanation of these classes as well as those variables that contribute in the separation of classes and explain the basic difference between them after that, we describe the implication classification by which we can identify the connection of implication in a set of variables, and the symbolic classification which is used for "symbolic” objects, suggesting a new measure of similarity. Finally, we suggest an easy and unique way for the correspondence of a new variable to the objects of each class, using the results of a classification dendrogram. Στόχος της διατριβής είναι η μελέτη και παρουσίαση τόσο της θεωρητικής όσο και της πρακτικής διαδικασίας που ακολουθούμε για την επεξεργασία και ανάλυση δεδομένων μιας στατιστικής έρευνας, με την ιεραρχική ταξινόμηση. Αρχικά προτείνουμε τρόπους παρουσίασης δεδομένων σε μορφή πίνακα και το καταλληλότερο κάθε φορά μέτρο (μετρική ή δείκτη) απόστασης ή ομοιότητας, για να ποσοτικοποιήσουμε τη σχέση ομοιότητας μεταξύ δύο αντικειμένων ή δύο μεταβλητών. Κατόπιν προτείνουμε ένα κριτήριο που θα μας βοηθήσει να επιλέξουμε την καταλληλότερη "μετρική" απόστασης μεταξύ ομάδων (κλάσεων) αντικειμένων, το οποίο βασίζεται στο λόγο της ερμηνευόμενης αδράνειας (διασποράς) εντός διαμελισμού, ως προς την αρχική ολική αδράνεια. Αυτό το κριτήριο μας βοηθάει επίσης, να επιλέξουμε το διαμελισμό με πλήθος κλάσεων καλύτερα προσαρμοσμένο στα αρχικά δεδομένα, και επίσης τον καλύτερο διαμελισμό για καθορισμένο πλήθος κλάσεων. Ακόμη, προτείνουμε τρόπους για την εύρεση των μεταβλητών, που συμβάλλουν στη δημιουργία των κλάσεων ενός διαμελισμού, που ερμηνεύουν τις κλάσεις αυτές αλλά και τις μεταβλητές εκείνες που συντελούν στη διάσπαση των κλάσεων και ερμηνεύουν τις βασικές διαφορές μεταξύ τους. Ακολούθως περιγράφουμε τη συνεπαγωγκή ταξινόμηση, με την οποία, εντοπίζουμε τις σχέσεις συνεπαγωγής σε ένα σύνολο μεταβλητών, και τη συμβολική ταξινόμηση που χρησιμοποιείται για "συμβολική" αντικείμενα, προτείνοντας ένα νέο μέτρο ομοιότητας. Τέλος, προτείνουμε έναν εύκολο και πρωτότυπο τρόπο για την αντιστοίχιση μιας νέας μεταβλητής στα αντικείμενο κάθε κλάσης, χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματά του. 238 419 445 Handpan: ιστορική αναδρομή και προέλευση, κατασκευαστικές και εκτελεστικές τεχνικές, δημοτικότητα και απήχηση The handpan is a relatively new musical instrument, that first showed up in the first decade of the twenty first century. There has been only a few scientific researches and studies concerning the handpan up to now. This, results in the shortage of bibliography and the need for effort from the scientific and the academic community, regarding its study. The purpose of this thesis is the collection and the record of information regarding the historical evolution and origination of the handpan, the manufacturing procedure, the techniques regarding the musical performance with a handpan, and the popularity of the handpan. The handpan originates from another very similar instrument that is named/called ‘hang’, which originates from the steel drums/pans from Trinidad and Tobago. More specifically, African slaves that were transferred with colonialists at Trinidad in the Caribbean, gradually create the steel drum/pan, because the English had banished the use of their African traditional instruments. Afterwards, the steel drum/pan gradually spread to America and Europe, where it found a very positive response from the public. Felix Rohner, influenced by the steel drum/pan, created the hang, a melodic percussion instrument at Austria in 1993. The hand spread and became quickly known, because of it’s special sound. Afterwards, new makers tried to mimic and copy the hang, leading to the creation of the handpan. Regarding the making of a handpan, Ι researched the manufacturing procedure, and the makers. The results generally showed that there are many different ways to make a handpan and that the procedure differs from one maker to another, leading to a huge variety of instruments with big differences between them concerning the sound color. The basic stages of making a handpan are: choosing the metal, choosing the notes/scale, the formation of the hemispheres, nitriding, making the notes, tuning, and fusioning the hemispheres. Regarding the musical performance, I researched the techniques that are used while playing the handpan, and the performers. The results generally showed that there are many different ways to play the handpan, and techniques to apply at handpan playing. Some of them are the isolation of the harmonics, the activation of the gu, the alternate position of the instrument on the legs. Finally, regarding the popularity of the handpan (how known and likeable is handpan in the public)I did a research, in which participated one thousand people. The results showed that the handpan is a medium popular instrument, that many still do not know, but with very big percentages of very positive feedback from those who know it. Το handpan είναι ένα σχετικά καινούριο μουσικό όργανο, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Πρόκειται για ένα μουσικό όργανο, για το οποίο έχουν γίνει ελάχιστες επιστημονικές έρευνες και μελέτες μέχρι στιγμής. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη βιβλιογραφίας και την έντονη ανάγκη για προσπάθεια από την επιστημονική και την ακαδημαϊκή κοινότητα σχετικά με την μελέτη του. Σκοπός της παρούσας πτυχιακής εργασίας είναι η συλλογή πληροφοριών και η καταγραφή τους, σχετικά με την ιστορική αναδρομή και προέλευση του Handpan, τις κατασκευαστικές και εκτελεστικές τεχνικές του, και την δημοτικότητα και την απήχηση γύρω από το όργανο. Το handpan προέρχεται από ένα άλλο ιδιαίτερα παρόμοιο όργανο το οποίο ονομάζεται hang, το οποίο με την σειρά του προέρχεται από τα steel drum/pan του Τρινιντάντ και Τομπάγκο. Ειδικότερα, Αφρικανοί σκλάβοι, οι οποίοι μεταφέρθηκαν μαζί με αποικιοκράτες στο Τρινιντάντ της Καραϊβικής, δημιούργησαν σταδιακά τα steel drum/pan, καθώς οι Άγγλοι οι οποίοι τους κυβερνούσαν τους είχαν απαγορεύσει την χρήση των παραδοσιακών οργάνων. Στην συνέχεια, το steel drum/pan μεταδόθηκε σταδιακά στην Αμερική και την Ευρώπη, όπου και βρήκε ιδιαίτερα θετική ανταπόκριση από το ευρύ κοινό. Επηρεασμένος από τα steel drum/pan, ο Felix Rohner δημιούργησε στην Αυστρία του 1993 το hang, ένα μελωδικό κρουστό. Το hang διαδόθηκε και έγινε γρήγορα γνωστό, εξαιτίας του ιδιαίτερου ήχου του. Έπειτα, νέοι κατασκευαστές προσπαθώντας να μιμηθούν και να αντιγράψουν το hang, οδηγήθηκαν στην δημιουργία του handpan. Όσον αφορά την κατασκευή ενός handpan, διεξήγαγα έρευνα σχετικά με την κατασκευαστική διαδικασία, αλλά και τους ίδιους τους κατασκευαστές. Τα αποτελέσματα γενικά έδειξαν ότι υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι για να φτιάξει κανείς ένα handpan και ότι η διαδικασία κατασκευής διαφέρει από κατασκευαστή σε κατασκευαστή, προσφέροντας μια τεράστια ποικιλία οργάνων με έντονες ηχοχρωματικές διαφορές. Τα βασικά στάδια κατά την κατασκευή ενός handpan έιναι η επιλογή του μετάλλου, η επιλογή νοτών-κλίμακας, η διαμόρφωση των ημισφαιρίων, η νιτρίδωση, η κατασκευή των νοτών, το κούρδισμα, και η ένωση των ημισφαιρίων. Όσον αφορά την μουσική εκτέλεση διεξήγαγα έρευνα σχετικά με τις εκτελεστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται, αλλά και τους ίδιους τους εκτελεστές. Τα αποτελέσματα γενικά έδειξαν ότι υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να παίξει κανείς handpan και τεχνικές για να εφαρμόσει. Κάποιος από αυτές είναι η απομόνωση αρμονικών, η ενεργοποίηση του gu, η εναλλακτική τοποθέτηση του οργάνου στα πόδια και άλλα. Τέλος, σχετικά με την απήχηση και την δημοτικότητα του handpan, δηλαδή πόσο γνωστό και αρεστό είναι το handpan στο ευρύ κοινό, διεξήγαγα σύνθετη έρευνα, στην οποία συμμετείχαν χίλια άτομα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το handpan είναι ένα μέτρια δημοφιλές μουσικό όργανο το οποίο ακόμα αρκετοί δεν γνωρίζουν, αλλά με πολύ μεγάλα ποσοστά πολύ θετικής ανταπόκρισης από αυτούς που το γνωρίζουν. 239 524 568 Serious games for teaching and learning computer programming: design, development and evaluation of a customizable educational Massive Multiplayer Online Role-Playing Game (MMORPG) Παιχνίδια σοβαρού σκοπού για την εκμάθηση και τη διδασκαλία του προγραμματισμού Η/Υ: Σχεδίαση, ανάπτυξη και αξιολόγηση ενός προσαρμόσιμου, εκπαιδευτικού Μαζικά Πολυχρηστικού Διαδικτυακού Παιχνιδιού Ρόλων Computer programming has for decades posed several difficulties for students of all educational levels. A number of teaching approaches have been proposed over the years but none seems to fulfil the needs of students nowadays. On the other hand, students use computers mainly for playing games and using the Internet, and as quite a few researchers state, this aspect of computers should be taken into account in the way we educate young people. Towards this direction, in this thesis we aimed to initially investigate the educational games developed for and used in the computer programming domain and review to which level they address the aforementioned difficulties. Related work includes a number of games that have been developed towards this goal. However, even though they seem promising examples, they lack features that would allow them to successfully underpin computer programming learning by facing the majority of the identified problems. To this end, we propose a new, advanced Massively Multiplayer Online Role-Playing Game (MMORPG) named CMX that includes the facilitating and positive features identified in existing solutions and incorporates missing elements that will bring forth a new generation of educational games for computer programming. The thesis proceeds to elaborate on the educational features of CMX as well as present a design framework that was devised taking into account previous work in designing educational games. Furthermore, a framework is constructed and presented that will guide the incorporation of learning analytics mechanisms in computer programming education. Moreover, since MMORPGs require significant amounts of resources, such as bandwidth, RAM and CPU capacity to support learning, a new methodology is proposed to achieve monitoring and optimization of the load balancing, so that the essential resources for the proper execution of an educational MMORPG for computer programming can be foreseen and bestowed without overloading the system. Finally, the effects of CMX on teaching and learning computer programming are assessed through a study with undergraduate students. Students evaluated various aspects of CMX by filling in a questionnaire that was based on an evaluation framework, which was devised in accordance with the design framework of CMX. The results show that the majority of the students increased their performance in computer programming, were entertained by playing the game while learning, and felt motivated to continue based on the game’s scenario due to the variety of activities included. Furthermore, students stated they had a positive attitude in regards to re-using CMX in the future in order to learn additional programming concepts. The positive results of this study pave the way for CMX being used in the classroom and expanding the game’s functionalities that will further increase students’ performance and support teachers in delivering the required knowledge. Moreover, the work reported offers game designers and teachers methodological and empirical results for game based learning in such a difficult domain as is computer programming. What is more, the design and evaluation frameworks presented are general enough that they can be easily adjusted and/or extended for designing and assessing educational games in other domains as well. Η εκμάθηση του προγραμματισμού Η/Υ έχει δημιουργήσει διαχρονικά πολλές δυσκολίες στους μαθητές όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων. Πολλές εκπαιδευτικές προσεγγίσεις έχουν προταθεί στο πέρασμα των ετών, αλλά καμία δε φαίνεται να καλύπτει τις σύγχρονες εκπαιδευτικές ανάγκες και τάσεις. Από την άλλη πλευρά, οι μαθητές της νέας γενιάς χρησιμοποιούν τους υπολογιστές ολοένα και περισσότερο για να παίζουν παιχνίδια και να πλοηγούνται στο διαδίκτυο. Με βάση αυτήν την τάση ορισμένοι ερευνητές αναφέρουν πως αυτή η οπτική χρήσης των υπολογιστών πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη για τον τρόπο εκπαίδευσης των νέων μαθητών. Προς αυτήν την κατεύθυνση, στοχεύουμε σε αυτήν τη διατριβή να ερευνήσουμε τα εκπαιδευτικά παιχνίδια που αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στον τομέα του προγραμματισμού Η/Υ και να αξιολογήσουμε σε ποιο βαθμό αντιμετωπίζουν τις προαναφερθείσες δυσκολίες. Οι σχετικές εργασίες που περιγράφονται αναλυτικά στη διατριβή περιλαμβάνουν ένα πλήθος παιχνιδιών που έχουν αναπτυχθεί για την εκπλήρωση αυτών των στόχων. Ωστόσο, αν και φαίνονται ιδιαίτερα αξιόλογα παραδείγματα, υστερούν σε χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την πετυχημένη υποστήριξη της εκμάθησης του προγραμματισμού, αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν την πλειονότητα των προβλημάτων. Για αυτό το σκοπό, προτείνουμε ένα νέο Μαζικά Πολυχρηστικό Διαδικτυακό Παιχνίδι Ρόλων (MMORPG) με την ονομασία CMX, που περιλαμβάνει τα θετικά χαρακτηριστικά των αντίστοιχων εκπαιδευτικών παιχνιδιών και ενσωματώνει στοιχεία που απουσιάζουν στα υφιστάμενα παιχνίδια, φέρνοντας στο προσκήνιο μία νέα γενιά εκπαιδευτικών παιχνιδιών. Στη συνέχεια της διατριβής γίνεται ανάλυση των εκπαιδευτικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών του CMX και παρουσιάζεται ένα νέο πλαίσιο σχεδίασης, λαμβάνοντας υπόψη και αντίστοιχα πλαίσια για την σχεδίαση εκπαιδευτικών παιχνιδιών. Επιπρόσθετα, έχει δημιουργηθεί και παρουσιάζεται ένα πλαίσιο για την ανάλυση των εκπαιδευτικών δεδομένων που παράγονται κατά τη διδασκαλία και την εκμάθηση του προγραμματισμού. Δεδομένου ότι τα παιχνίδια που ανήκουν στην κατηγορία των MMORPG απαιτούν σημαντικές ποσότητες υπολογιστικών πόρων, όπως το εύρος ζώνης, μνήμη RAM και την ικανότητα της CPU για την υποστήριξη της μάθησης, μια νέα μεθοδολογία προτείνεται για την εποπτεία και τη βελτιστοποίηση της εξισορρόπησης φόρτου και της διαχείρισης πόρων, έτσι ώστε να προβλέπονται οι απαραίτητοι πόροι που θα δεσμευτούν για την ορθή εκτέλεση και λειτουργία του εκπαιδευτικού MMORPG. Τέλος, η αποτελεσματικότητα του CMX ως εκπαιδευτικό εργαλείο για τη διδασκαλία και την εκμάθηση του προγραμματισμού αξιολογήθηκε μέσα από έρευνες με προπτυχιακούς φοιτητές. Οι φοιτητές αξιολόγησαν διάφορες πτυχές του CMX συμπληρώνοντας ένα ερωτηματολόγιο βασισμένο στο πλαίσιο αξιολόγησης το οποίο ήταν σύμφωνο με τους στόχους του αρχικού πλαισίου σχεδίασης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η πλειοψηφία των φοιτητών βελτίωσαν τις επιδόσεις τους στον προγραμματισμό, ψυχαγωγήθηκαν παίζοντας το παιχνίδι ενώ παράλληλα μάθαιναν και αισθάνθηκαν ότι είχαν κίνητρο να συνεχίσουν βασισμένοι στο σενάριο του παιχνιδιού και στην ποικιλία των δραστηριοτήτων που περιλαμβάνονται. Οι μαθητές δήλωσαν επίσης πως θα επιθυμούσαν να ξαναχρησιμοποιήσουν το CMX στο μέλλον για να μάθουν πρόσθετες έννοιες του προγραμματισμού. Τα θετικά αποτελέσματα αυτών των ερευνών ανοίγουν το δρόμο για να χρησιμοποιηθεί το CMX ως εκπαιδευτικό εργαλείο και να επεκταθούν οι λειτουργίες του παιχνιδιού προκειμένου να αυξήσουν περαιτέρω τις επιδόσεις τους οι μαθητές και να υποστηριχτούν οι καθηγητές στη διαδικασία της διδασκαλίας. Η εργασία, επίσης, προσφέρει στους σχεδιαστές παιχνιδιών και τους εκπαιδευτικούς μεθοδολογικά και εμπειρικά αποτελέσματα για τη μάθηση που είναι βασισμένη στο παιχνίδι σε έναν δύσκολο τομέα, όπως είναι η εκμάθηση του προγραμματισμού. Το πλαίσιο σχεδίασης και το πλαίσιο αξιολόγησης που παρουσιάζονται βασίζονται σε γενικές αρχές προκειμένου να μπορούν εύκολα να προσαρμοστούν και να επεκταθούν για τη σχεδίαση και την αξιολόγηση εκπαιδευτικών παιχνιδιών σε άλλους τομείς. 240 352 353 Investigation of the stock market price indices of the Athens Stock Exchange. Διερεύνηση των δεικτών τιμών μετοχών του χρηματιστηρίου αξιών Αθηνών. The scope of this thesis is firstly, to test the validity of the “efficient market hypothesis” for the Athens Stock Exchange (ASE), secondly, to investigate the possibility of constructing structural models that explain the behaviour of stock market prices at the ASE, and thirdly, to investigate the possibility of estimating the dynamics of these structural models within the ASE environment. The theoretical basis of the research refers to the Applied Economics school of thought, and tries, using various concepts and instruments of Economic Theory, to establish the causality relations among the major variables of the thesis, which are the indices of stock market prices with respect to money supply, interest rates, inflation, and growth of the Greek economy. The business context within which the research is carried out is the ASE and generally the Greek economy, and therefore, relevant data is used. Specifically, monthly data were used for the stock market prices, taken from the monthly issues of the National Statistical Service of Greece, covering the time period between 1980:1 and 1996:12. Annual macroeconomic data were also used, covering the time period from 1978 to 1996. The major tests and methods employed in this thesis, for the completion of its aims and objectives were: the test of a strictly random walk - using the DF and ADF tests - the Granger causality tests, tests for cointegration, error correction models, the OLS/AR(1), ARCH(1), GARCH(1), SURE/AR(1) and 2SLS estimation methods; furthermore, dynamic simulation and sensitivity analysis of models were also used. The major results of the thesis may be summarised as follows: Firstly, the findings do not support the efficient market hypothesis for the ASE. Secondly, it is possible to construct and evaluate theoretical models, which can explain the behaviour of stock market prices at the ASE. Thirdly, with respect to the dynamics of the structural models, stock market prices at the ASE, depend primarily on the lagged level of the stock market prices, followed by inflation, the growth rate of the economy, and finally, on the money supply of the economy. Σκοπός της διατριβής αυτής είναι πρώτον, να ελεγχθεί αν ισχύει η «υπόθεση της αποτελεσματικής αγοράς» στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), δεύτερον, να διερευνηθεί αν είναι δυνατόν να κατασκευασθούν υποδείγματα που να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των τιμών των μετοχών στο ΧΑΑ, και τρίτον, να διερευνηθεί αν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η δυναμικότητα των ερμηνευτικών αυτών υποδειγμάτων συμπεριφοράς των τιμών των μετοχών του ΧΑΑ. Το θεωρητικό υπόβαθρο της παρούσας έρευνας αναφέρεται στη γνωστική περιοχή της Εφαρμοσμένης Οικονομικής Επιστήμης, και προσπαθεί, χρησιμοποιώντας της διάφορες έννοιες και τα εργαλεία της Οικονομικής θεωρίας, να θεμελιώσει τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ των βασικών μεταβλητών της διατριβής, που είναι οι δείκτες τιμών μετοχών του ΧΑΑ σε σχέση με την προσφορά χρήματος, τα επιτόκια, τον πληθωρισμό, και την ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας. Το εμπειρικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται η διατριβή είναι αυτό του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών και γενικότερα της Ελληνικής οικονομίας, και για το λόγο αυτό, χρησιμοποιήθηκαν αντίστοιχα στοιχεία. Ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκαν οι δείκτες τιμών μετοχών, όπως αυτοί δημοσιεύονται στα μηνιαία δελτία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος, και καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1980:1 μέχρι το 1996:12. Τα ετήσια μακροοικονομικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1978 μέχρι το 1996. Οι βασικότεροι έλεγχοι και μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στη διατριβή αυτή, για την επίτευξη των στόχων της, είναι οι έλεγχοι του αυστηρά τυχαίου περιπάτου - με τη βοήθεια των ελέγχων DF και ADF - οι έλεγχοι αιτιότητας του Granger, οι έλεγχοι συνολοκληρώσεως, τα υποδείγματα διορθώσεως σφάλματος, οι μέθοδοι εκτιμήσεως OLS/AR(1), ARCH(1), GARCH(1), SURE/AR(1) και 2SLS, καθώς και η λύση και ο έλεγχος ευαισθησίας προσομοιωμένων υποδειγμάτων. Τα βασικά συμπεράσματα της διατριβής συνοψίζονται ως εξής: Πρώτον, το ΧΑΑ δεν αποτελεί αποτελεσματική αγορά. Δεύτερον, είναι δυνατόν να κατασκευασθούν θεωρητικά υποδείγματα και να εκτιμηθούν αυτά, που να ερμηνεύουν τη συμπεριφορά των τιμών των μετοχών στο ΧΑΑ. Τρίτον, ως προς τη δυναμικότητα των ερμηνευτικών υποδειγμάτων συμπεριφοράς των τιμών των μετοχών του ΧΑΑ, οι τιμές των μετοχών επηρεάζονται πρωταρχικά από την ίδια τους τη δυναμική, ύστερα από τον πληθωρισμό στην οικονομία, μετά από το ρυθμό αναπτύξεως της οικονομίας, και τέλος από την προσφορά χρήματος στην οικονομία. 241 271 284 The contribution of new technologies in mathematics science teaching Η συμβολή των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία της μαθηματικής επιστήμης Since ancient times the educational community has been concerned with the method of learning. Several schools appeared and aspects were developed for an easier to understand and more substantial way of communicating knowledge. The development of pedagogy, in combination with the modern psychological approach to issues of teaching, has gradually introduced the new technology into education. The new technology has enriched and enlightened Mathematical science and simultaneously has opened up new methods of investigation, experiment, rapid calculation and qualitative improvement. The geometrical concepts were clarified through the use of colour. In general, technology has contributed to a more attractive teaching method. In this digital environment, three factors coexist in harmony, which are required to cooperate so that teaching becomes more complete. The globalization of Mathematical knowledge has opened up new horizons and provided a new perspective in this area. Rapid communication of information, via the internet, is spreading scientific literature which has enabled the worldwide participation of the scientific community. Our country through its European perspective makes efforts through a series of actions to incorporate the new technology in teaching mathematics to all educational levels, for an education free of barriers and exclusions from knowledge and science in general. The condition for such a technological reform has already matured. Every sustainable investment in education prepares the future generation for ever greater technological and intellectual leaps. What those involved in education long for is the freedom of thought, promotion of scientific distinction, creativity and innovation, which are assisted and supported by technology. The role of technology in teaching will be timely and decisive. Από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, ο τρόπος μάθησης, απασχολούσε την εκπαιδευτική κοινότητα. Δημιουργήθηκαν σχολές, αναπτύχθηκαν απόψεις για έναν πιο εύληπτο και ουσιαστικό τρόπο, μετάδοσης της γνώσης. Η εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης σε συνδυασμό με τη σύγχρονη ψυχολογική αντίληψη στα θέματα διδακτικής, εισήγαγε διακριτικά τις νέες τεχνολογίες στο χώρο της εκπαίδευσης. Στο περιβάλλον της Μαθηματικής επιστήμης η είσοδος τους, προσέδωσε εμπλουτισμό, αίγλη και ταυτόχρονα άνοιξε νέους δρόμους για διερεύνηση, πειραματισμό, ταχύτητα υπολογισμών και ποιοτική αναβάθμιση. Η χρωματική παρέμβαση έκανε διακριτές τις Γεωμετρικές έννοιες. Γενικότερα, η τεχνολογία συνέβαλε σε έναν ελκυστικότερο τρόπο διδασκαλίας. Στο νέο λοιπόν αυτό ψηφιακό περιβάλλον συνυπάρχουν αρμονικά τρεις παράγοντες πλέον, οι οποίοι καλούνται να συνεργαστούν σε μια αρτιότερη διδασκαλία. Η παγκοσμιοποίηση της μαθηματικής γνώσης, άνοιξε καινούργιους ορίζοντες και έδωσε στο χώρο, νέες προοπτικές. Η ταχύτητα μετάδοσης των πληροφοριών, η ενημέρωση για οτιδήποτε επιστημονικά νέο, κατέστησε κοινωνό, μέσω του διαδικτύου, ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα σε οποιοδήποτε γεωγραφικό μέρος της γης. Η χώρα μας, μέσα από την Ευρωπαϊκή προοπτική της, για μια εκπαίδευση χωρίς φραγμούς και αποκλεισμούς στη γνώση και την επιστήμη ευρύτερα, προσπαθεί με μια σειρά από δράσεις, να ενσωματώσει τις νέες τεχνολογίες στη διδασκαλία των Μαθηματικών σε όλες .τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Οι συνθήκες για μια τέτοια τεχνολογική μεταρρύθμιση είναι πλέον ώριμες. Κάθε επένδυση στην εκπαίδευση με τον αειφόρο χαρακτήρα της και τη διαθεματική της διάσταση, προετοιμάζει τις επερχόμενες γενιές, για ακόμη μεγαλύτερα τεχνολογικά και πνευματικά άλματα. Ευγενής φιλοδοξία όλων των φορέων της εκπαίδευσης είναι η ελευθερία της σκέψης, η καλλιέργεια της επιστημονικής αριστείας, η προαγωγή Γης δημιουργικότητας και της καινοτομίας. Όλων αυτών η τεχνολογία είναι αρωγός και συμπαραστάτης. Ο ρόλος της, στο διδακτικό χώρο, θα είναι καθοριστικός, επίκαιρος και καταλυτικός. 242 147 153 Exchange traded funds in Europe and the US: performance and tracking errors Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια σε Ευρώπη και ΗΠΑ: απόδοση και σφάλματα παρακολούθησης Exchange Traded Funds (ETFs) are one of the most successful and innovative financial products of the last two decades. They have become extremely popular both by retail and institutional investors due to their simplicity, low-cost diversification benefits and easy accessibility to various asset classes. This thesis aims to increase understanding of how ETFs work and if they are a safe investment vehicle for investors. Although original ETFs were simple and easy to understand, recent ETF innovations such as Leveraged Funds are more complex and require higher levels of sophistication. These developments have created new opportunities and challenges for investors, market participants and regulators. Another goal of this thesis is to assess Leveraged ETF structure, pricing performance and trading strategies as their unique characteristics and path-dependent price dynamics, may result in unexpected returns for inexperienced investors. Τα Διαπραγματεύσιμα Αμοιβαία Κεφάλαια είναι από τα πιο επιτυχημένα και καινοτόμα χρηματοοικονομικά προϊόντα των δύο τελευταίων δεκαετιών. Έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς τόσο από ιδιώτες όσο και από θεσμικούς επενδυτές λόγω της απλότητας, των χαμηλού κόστους διαφοροποίησης και της εύκολης προσβασιμότητας σε διάφορες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η διατριβή στοχεύει στην αύξηση της κατανόησης του τρόπου λειτουργίας των ETF και στην εξέταση εάν αποτελούν ασφαλές επενδυτικό μέσο για τους επενδυτές. Αν και τα πρώτα ETF ήταν σχετικά απλά και εύκολα κατανοητά, οι πρόσφατες καινοτομίες ΄πως τα μοχλευμένα ETF είναι πιο περίπλοκες και απαιτούν υψηλότερα επίπεδα εξειδίκευσης. Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν νέες ευκαιρίες και προκλήσεις για επενδυτές και ρυθμιστικές αρχές. Ένας άλλος στόχος αυτής της διατριβής είναι να αξιολογηθεί η δομή των μοχλευμένων ETF και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους μιας και η δυναμική των τιμών τους εξαρτώνται από τη διαδρομή του δείκτη που ακολουθούν. 243 135 153 Οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και η μετάβαση των χωρών της Ν.Α. Ευρώπης. The transition is ongoing especially in SE Europe and that is why we will deal with this geographical part of Europe. Countries in transition are: Albania, Bosnia-Herzegovina, Bulgaria, Croatia, Montenegro, Macedonia, Romania, Serbia and Slovenia. The term transition indicates the passage from one state to another. Specifically, the situation is the transition from the socialist to the capitalist system. The main reasons countries went on transition are: a) The savings were no longer competitive, b) The producers did not meet the demand, c) A higher power decides what will be produced, and finally d) There was indifference to quality. Financial institutions have been and are an important factor in the transition countries of SE Europe. In this paper we will negotiate in detail, using diagrams and tables, the contribution of financial institutions in these countries. Η μετάβαση συνεχίζεται ιδίως στην ΝΑ Ευρώπη και αυτός είναι ο λόγος που θα ασχοληθούμε με το γεωγραφικό αυτό τμήμα της Ευρώπης. Οι χώρες υπό μετάβαση είναι: Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, Μαυροβούνιο, ΠΓΔΜ, Ρουμανία, Σερβία και Σλοβενία. Με τον όρο μετάβαση δηλώνουμε το πέρασμα από μία κατάσταση σε μία άλλη. Συγκεκριμένα η κατάσταση αυτή είναι η μετάβαση από το σοσιαλιστικό στο καπιταλιστικό σύστημα. Οι κύριοι λόγοι που τα κράτη προχώρησαν σε μετάβαση είναι: α) Οι οικονομίες δεν ήταν πια ανταγωνιστικές, β) Οι παραγωγοί δεν ανταποκρίνονταν στην ζήτηση, γ) Μία ανώτερη εξουσία αποφάσιζε το τί θα παραχθεί, και τέλος δ) Υπήρχε αδιαφορία ως προς την ποιότητα. Οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί αποτέλεσαν και αποτελούν έναν σημαντικό παράγοντα της μετάβασης των χωρών της ΝΑ Ευρώπης. Στην παρούσα εργασία θα διαπραγματευτούμε αναλυτικά, με την χρήση διαγραμμάτων και πινάκων, την συμβολή των χρηματοπιστωτικών οργανισμών στις χώρες αυτές. 244 167 177 Η απήχηση μουσικών συνθέσεων στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της Ευρώπης την εποχή του Ρομαντισμού The study of history is one of my greatest interests, on which I have devoted many hours of my youthful life. As part of my academic education in music, I have developed a great interest in the history of music. Not so much about the separate study of the history of music and the detailed registry of musical works and composers, as well as about the connection that appears between the history of music and the political and social history. I believe that music, as part of the cultural tradition of societies, determines their history and evolution. However, a historical research is rarely produced, which yields conclusions, based on the combination of music and political reality. For this reason, I will attempt to carry out a comparative study, which will be based on linking musical history with political and social history. I hope that in the future more comparative historical research will be carried out to highlight the importance of music in the evolutionary course of society. Η μελέτη της ιστορίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα ενδιαφέροντά μου, πάνω στο οποίο έχω αφιερώσει πολλές ώρες της νεανικής ζωής μου. Στα πλαίσια της ακαδημαϊκής μου μόρφωσης στη μουσική ανέπτυξα, ένα μεγάλο ενδιαφέρον για την ιστορία της μουσικής. Όχι τόσο για την ξεχωριστή μελέτη της ιστορίας της μουσικής και τη λεπτομερή καταγραφή μουσικών έργων και συνθετών, όσο για τη σύνδεση που εμφανίζεται μεταξύ της ιστορίας της μουσικής και της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας. Θεωρώ ότι η μουσική, ως μέρος της πολιτιστικής παράδοσης των κοινωνιών, προσδιορίζει την ιστορία και την εξέλιξή τους. Όμως σπάνια πραγματοποιείται μια ιστορική έρευνα, που να αποδίδει συμπεράσματα, βασιζόμενη στον συνδυασμό της μουσικής και της πολιτικής πραγματικότητας. Για το λόγο αυτό θα επιχειρήσω να πραγματοποιήσω μια συγκριτική μελέτη, η οποία θα βασίζεται στη σύνδεση της μουσικής ιστορίας με την πολιτική και κοινωνική ιστορία. Ευελπιστώ ότι στο μέλλον θα πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη συχνότητα συγκριτικές ιστορικές έρευνες, ώστε να επισημαίνεται η βαρύνουσα σημασία της μουσικής στην εξελικτική πορεία μιας κοινωνίας. 245 235 192 Formation and development of educational policies in the European Union and changes in the area of the labour market: an axiological approach of the Institutes of Vocational Training (I.V.T.) Διαμόρφωση και ανάπτυξη πολιτικών εκπαίδευσης της Ε.Ε. και μεταλλαγές στο χώρο της αγοράς εργασίας: μια αξιολογική προσέγγιση των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ.) The study has a double nature. On one hand it aims at the projection of the connection between education and the labour market, as it is formed under the influence of the existing conditions in the international and the European environment. Moreover, it takes into account the strategic choices and the applied politics of the European Union, the function of the (labour and products) market, the attitudes and the perceptions of those who govern, of the social partners and of isolated citizens. On the other hand it is an effort to indicate and to analyze the adaptation of the Greek vocational training system to the contemporary institutional and operational framework and to make an axiological estimation of its effectiveness through a large scale research, which refers to the Institutes of Vocational Training. Based on the findings of both the research of the E.U. and the national legislative framework and of the research among graduates of the Institutes of Vocational training this study results into useful conclusions about the implemented educational and employment policies. It also focuses on the necessary institutional and organizational interventions, in order to cope with the existing weaknesses of the system and to facilitate the direct linkage between education and the labour market. Η μελέτη έχει διττό χαρακτήρα. Από τη μια αποσκοπεί στην προβολή της διασύνδεσης της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας, όπως αυτή διαμορφώνεται υπό την επίδραση των δεδομένων συνθηκών του διεθνούς και του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος. Επιπλέον, λαμβάνει υπόψη της τις στρατηγικές επιλογές και τις εφαρμοζόμενες πολιτικές της Ε.Ε., τη λειτουργία της αγοράς (εργασίας και προϊόντων), τις στάσεις και τις αντιλήψεις των κυβερνώντων, των κοινωνικών εταίρων και των μεμονωμένων πολιτών. Από την άλλη αποτελεί μια προσπάθεια τεκμηρίωσης και ανάλυσης της προσαρμογής του ελληνικού συστήματος επαγγελματικής κατάρτισης στο σύγχρονο θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο και μια αξιολογική προσέγγιση της αποτελεσματικότητάς του, μέσα από την ερευνητική διερεύνηση του θεσμού των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης. Με βάση τα ευρήματα της διερεύνησης του κοινοτικού και του εθνικού νομοθετικού πλαισίου και της έρευνας πεδίου η μελέτη καταλήγει σε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές εκπαίδευσης και απασχόλησης. Επίσης, επικεντρώνει στις αναγκαίες θεσμικές και οργανωτικές παρεμβάσεις, με τις οποίες μπορούν να αντιμετωπιστούν οι ατέλειες του υπάρχοντος συστήματος και να διευκολυνθεί η άμεση διασύνδεση της εκπαίδευσης και της αγοράς εργασίας. 246 242 269 Συσχετιζόμενη με την υγεία ποιότητα ζωής πριν και μετά τη διαχείριση της εκτασίας του κερατοειδούς και του κερατόκωνου κατόπιν LASIK με συνδυασμένη τοπογραφικά καθοδηγούμενη διεπιθηλιακή PRK και διασύνδεση κολλαγόνου. Considering both the importance of Health Related Quality of Life (HRQOL) and the contribution of modern medicine therapeutic methods concerning the problems of vision, the purpose of this research is to assess the HRQOL before and after the management of corneal ectasia after LASIK with Combined Topography ‐ guided partial Transepithelial PRK and Collagen Cross‐linking: the Athens Protocol. The aim of the study is to draw conclusions upon the improvement or deterioration in the quality of life of patients in an irreproachable and unadorned manner. The survey was conducted in ophthalmology institute Laservision, in Athens, with the participation of 34 patients aged 15 to 51 years with bilateral and unilateral Keratoconus. Data were collected from the administrative questionnaires NEI VFQ 25 and NEI VFQ 39, as well as IVI-28, which was back translated in the Greek language. The disease grade was ranked according to the Amsler–Krumeich classification. The eyes were classified in two categories according to their visual acuity in the LogMar scale. The reliability of the questionnaires was tested with Cronbach's α. The results demonstrated significant improvements in quality of life related to the general vision, the distant and near vision, the driving, and especially the mental health and emotional well-being of patients. The IVI-28 questionnaire proved reliable for the purposes of this research, although reliability issues arose mainly in social functioning scale of NEI VFQ. In conclusion, the findings are encouraging, as the quality of life of patients postoperatively improved. Συνεκτιμώντας τόσο τη σημαντικότητα της Σχετιζόμενης με την Υγεία Ποιότητα Ζωής (ΣΥΠΖ), όσο και τη συμβολή των θεραπευτικών μεθόδων της σύγχρονης ιατρικής στα προβλήματα της όρασης, σκοπός της παρούσης έρευνας είναι να εκτιμήσει τη Συσχετιζόμενη με την Υγεία Ποιότητα Ζωής πριν και μετά τη διαχείριση της εκτασίας κερατοειδούς και του κερατόκωνου κατόπιν LASIK με Συνδυασμένη Τοπογραφικά καθοδηγούμενη Διεπιθηλιακή PRK και Διασύνδεση κολλαγόνου: το Πρωτόκολλο της Αθήνας. Στόχος της έρευνας είναι η εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την βελτίωση ή την επιδείνωση της ποιότητας ζωής των ασθενών με τρόπο ανεπίληπτο και αψιμυθίωτο. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο οφθαλμολογικό ινστιτούτο Laser Vision, στην Αθήνα, με την συμμετοχή 34 ασθενών ηλικίας από 15 έως 51 ετών με αμφοτερόπλευρο και μονόπλευρο κερατόκωνο. Για την συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια NEI VFQ 25 και NEI VFQ 39, καθώς και το IVI-28, το οποίο επαναμεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα. Τα στάδια της ασθένειας ταξινομήθηκαν βάσει της κλίμακας Amsler-Krumeich. Οι οφθαλμοί διαχωρίστηκαν ανάλογα με την οπτική τους οξύτητα στην κλίμακα LogMar. Η αξιοπιστία των ερωτηματολογίων ελέγχθηκε με τον Cronbach’s α. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν σημαντικές βελτιώσεις της ποιότητας ζωής που αφορούν την γενική όραση, την μακρινή και κοντινή όραση, την οδήγηση και κυρίως την ψυχική υγεία και την συναισθηματική ευεξία των ασθενών. Το ερωτηματολόγιο IVI-28 αποδείχτηκε αξιόπιστο για τους σκοπούς της παρούσης έρευνας, ενώ ζητήματα αξιοπιστίας προέκυψαν κυρίως στην κλίμακα Κοινωνικής Λειτουργικότητας του NEI VFQ. Συμπερασματικά, τα ευρήματα της έρευνας είναι ενθαρρυντικά, καθώς η ποιότητα ζωής των ασθενών βελτιώθηκε μετεγχειρητικά. 247 274 309 Φορολογία και τιμολογιακή πολιτική μέσω ΔΕΚΟ: η περίπτωση της ΕΡΤ. The taxes’ payment by citizens in the ongoing Greek crisis has raised controversy about the money that households could offer for this purpose. Where is given special attention, is on payment of fees and indirect taxes that constitute an unavoidable payable. On the other hand, the government is obliged to choose the right pricing strategy in order not only to ensure the appropriate contributions of taxes but also the regular and willing taxes’ payment of citizens. Specifically, through this thesis we will try to investigate the consumer’s willingness to pay the fee for the Public Broadcasting through the electricity bill. The research has been done in every third person entered a Public Power Corporation branch in the Greek Region. The overall rejection rate is close to 20%. The research happened with personal interviews face-to-face using questionnaires CV and IV. Our sample consists of 116 people with significance level 5% while statistically insignificant role played the gender, the age, the educational level and TV viewing frequency. After the econometric analysis, it could be possible to determine the average sample willingness to pay the Public Broadcasting fee and the factors that are statistically significant. As statistically significant factors are defined a) The number of family members b) The frequency of public television viewing c) The perception about the impartiality of Public Television etc. Finally it is worth noting that the average willingness to pay is much lower than what the average of Greeks pay through their electricity bill in bimonthly basis. The results show that Greeks are not willing to pay for the Public Broadcasting Station the level of fee they pay today for this purpose. Η πληρωμή των φόρων από τους πολίτες προς το κράτος μέσα στη συνεχιζόμενη για χρόνια Ελληνική κρίση, εγείρει διαφωνίες γύρο από τα ποσά που πρέπει να καταβάλλονται. Ιδιαίτερη βαρύτητα υπάρχει στη πληρωμή των τελών και έμμεσων φορών που είναι σχεδόν αναπόφευκτα πληρωτέοι. Από την άλλη πλευρά, το κράτος επιβάλετε να επιλέξει τη σωστή στρατηγική για την ορθή εύρεση της τιμολογιακής πολιτικής που θα ακολουθήσει έτσι ώστε από τη μία να εξασφαλίζει τα απαιτούμενα ποσά των φόρων και από την άλλη την ήρεμη και τακτική καταβολή από τους πολίτες που καλούνται να πληρώσουν. Συγκεκριμένα η έρευνα εξετάζει την προθυμία πληρωμής των καταναλωτών για τα τέλη της ΕΡΤ μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ. Η έρευνα έγινε σε κάθε τρίτο άτομο που έμπαινε στο υποκατάστημα της ΔΕΗ και πήγαινε να εξοφλήσει το λογαριασμό του. Το συνολικό ποσοστό απόρριψης είναι κοντά στο 20% Χρησιμοποιήθηκαν συνεντεύξεις έγιναν πρόσωπο με πρόσωπο χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγια CV (εξάγει τη γνώμη του ερωτώμενου για την προσωπική του κατάσταση) και IV (εξάγει τη γνώμη του ερωτώμενου για την κατάσταση της υπόλοιπης κοινωνίας στη οποία είναι μέλος) Το δείγμα μας αποτελείται από 116 άτομα με επίπεδο σημαντικότητας 5 % και στατιστικά μη σημαντικό ρόλο παίζουν : φύλο, ηλικία, επίπεδο μόρφωσης, και συχνότητα παρακολούθησης τηλεόρασης. Έπειτα από την οικονομετρική ανάλυση καταφέραμε να προσδιορίσουμε την μέση προθυμία πληρωμής του δείγματος καθώς και τους παράγοντες που είναι στατιστικά σημαντικοί. Στατιστικά σημαντικοί όπως α) Ο αριθμός μελών της οικογένειας β) Η συχνότητα παρακολούθησης κρατικής τηλεόρασης και γ) Η αντίληψη γύρω από την αμεροληψία της κρατικής τηλεόρασης κ.α. Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως η μέση προθυμία πληρωμής είναι αρκετά μικρότερη από αυτά που πληρώνει ο μέσος Έλληνας μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ ανά δίμηνο. Το γεγονός αυτό δείχνει πως οι Έλληνες δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώνουν για την ύπαρξη της ΕΡΤ το ποσό που πληρώνουν σήμερα 248 283 286 Planning individual activities through an intelligent calendar. Προγραμματισμός προσωπικών δραστηριοτήτων μέσω ενός ευφυούς ημερολογίου. A common use of calendars is the organization of an individual’s time. While electronic calendars offer many benefits to their users, little work has been done to produce an Intelligent Calendar capable of managing the user’s activities on his behalf. Towards the goal of producing the electronic calendar of the future, a calendar that will not only remind the user of his activities, but will also schedule them on his behalf, according to his preferences and the nature of the activities themselves (as well as their geographical locations), this thesis explores a model for this task. The problem explored is a complex Constraint Optimization Problem and various methods are applied on this problem (such as Constraint Logic Programming and Genetic Algorithms). An algorithm is presented, that produces the best results, based on a combination of the Squeaky Wheel Optimization Framework and a modified Simulated Annealing empowered with Tabu Search and backtracking, and coupled with in-domain heuristics, that manages to produce excellent results in a short amount of time. In addition, the problem of producing multiple plans is tackled, by defining a formal model for the quantification of the differences between plans. The scheduler presented utilizes this model to produce multiple plans for the user, while also attempting to learn his qualitative preferences from the user’s plan choice. Moreover, we present SELFPLANNER 2.7, a prototype of our vision for the electronic calendar of the future, which is built on top of the scheduler. SELFPLANNER can be used either as a stand-alone electronic calendar application or through an Application Programming Interface (API) from other electronic calendars or applications, so as to plan individual activities through an intelligent calendar. Μια συνηθισμένη χρήση των ημερολογίων είναι για τη διαχείριση του προσωπικού χρόνου. Ενώ τα ηλεκτρονικά ημερολόγια προσφέρουν πολλές δυνατότητες στους χρήστες τους, μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί ώστε να παραχθεί ένα Ευφυές Ημερολόγιο, ικανό να διαχειρίζεται τις δραστηριότητες ενός χρήστη εκ μέρους του. Βασικός στόχος της δημιουργίας ενός ημερολογίου του μέλλοντος είναι ένα ημερολόγιο που όχι μόνο θα υπενθυμίζει στον χρήστη τις δραστηριότητες του, αλλά θα τις προγραμματίζει σύμφωνα με τις προτιμήσεις του και τη φύση τους λαμβάνοντας υπόψη και τις γεωγραφικές τους ιδιαιτερότητες. Η παρούσα διατριβή μελετάει ένα μοντέλο για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζεται είναι ένα σύνθετο πρόβλημα βελτιστοποίησης κάτω από περιορισμούς και ορισμένες από τις μεθόδους που εφαρμόζονται σε αυτό είναι ο Περιορισμένος Λογικός Προγραμματισμός και οι Γενετικοί Αλγόριθμοι. Ο αλγόριθμος που παρουσιάζεται παράγει τα καλύτερα αποτελέσματα, βασισμένος σε έναν συνδυασμό του Squeaky Wheel Optimization Framework και ενός τροποποιημένου αλγόριθμου προσομοιωμένης ανόπτησης με την προσθήκη των λιστών Ταμπού και της οπισθοδρόμησης. Σε συνδυασμό με ευριστικές του πεδίου του προβλήματος, παράγει εξαιρετικά αποτελέσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης, εξερευνάται το πρόβλημα παραγωγής πολλαπλών πλάνων, με τον ορισμό ενός μοντέλου για την ποσοτικοποίηση των διαφορών μεταξύ των πλάνων. Ο χρονοπρογραμματιστής χρησιμοποιεί αυτό το μοντέλο για να παράγει πολλαπλά πλάνα για τον χρήστη, όπως επίσης προσπαθεί να μάθει τις ποιοτικές προτιμήσεις του χρήστη από τις επιλογές των πλάνων του. Τέλος, παρουσιάζεται o SELFPLANNER 2.7, ένα πρωτότυπο του οράματός μας για το ηλεκτρονικό ημερολόγιο του μέλλοντος, που υλοποιήθηκε πάνω στον χρονοπρογραμματιστή. Το σύστημα SELFPLANNER μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν ξεχωριστή εφαρμογή (σαν ηλεκτρονικό ημερολόγιο) αλλά και μέσω ενός Application Programming Interface (API) από άλλα ηλεκτρονικά ημερολόγια ή εφαρμογές, ώστε να προγραμματίζει τις προσωπικές δραστηριότητες μέσω ενός ευφυούς ημερολογίου. 249 280 297 Ehealth as an application of social policy, with emphasis in qualitative, administrative and economic dimensions: the case of a greek health service Η Ηλεκτρονική υγεία (eHealth) ως εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής, με έμφαση σε ποιοτικές, διαχειριστικές και οικονομικές διστάσεις: η περίπτωση ελληνικής υπηρεσίας υγείας Electronic health is the application of Information and Communication Technology in healthcare. In order to show the dimensions and possibilities of electronic health, we chose to study this subject under a social, political, administrative, financial, educational, qualitative and humanistic basis. The literature review revealed that within the scientific and business area, electronic health can improve the quality of healthcare services and that in long term, electronic health can be cost efficient. We decided to study this scientific belief and we chose, as an object of research, a specific health service and in particular, a public insurance fund. Since electronic health is α multidimensional application, we study the subject through five sectors; health information in the internet, electronic health record, electronic health cards and specifically the European Health Insurance Card, cost efficiency and education around electronic health issues, for quality improvement and as a social policy application. In order to study all these issues we have produced questionnaires that were distributed at the employees of the departments of the public insurance fund, allover the country. Then we analyzed statistically the questionnaires and came up with some conclusions. Additionally, as far as the quality of health services is concerned, we conducted a second questionnaire - research about the perception of healthcare services quality, from the insurer's point of view. The conclusions revealed that electronic health is a useful, modern, effective and efficient application that is widely accepted by the research participants with faith and optimisms while there are still obstacles, disadvantages and difficulties in the implementation of electronic health possibilities. Η ηλεκτρονική υγεία είναι η εφαρμογή των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών στο χώρο της φροντίδας υγείας. Για να καταφέρουμε να αποκαλύψουμε τις διαστάσεις αλλά και τις δυνατότητες της ηλεκτρονικής υγείας, επιλέξαμε να την μελετήσουμε στην παρούσα διατριβή, υπό μια κοινωνικοπολιτική, διοικητική, οικονομική, εκπαιδευτική, ποιοτική και ανθρωπιστική βάση. Η μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας αποκάλυψε ότι η πεποίθηση που κυριαρχεί στους επιστημονικούς και επιχειρηματικούς κόλπους είναι ότι η ηλεκτρονική υγεία μπορεί να βελτιώσει την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και ότι μακροπρόθεσμα διαφαίνεται η οικονομική της αποδοτικότητα. Εμείς, αποφασίσαμε να ελέγξουμε την παραπάνω άποψη-πεποίθηση και επιλέξαμε ως αντικείμενο μελέτης μια υπηρεσία υγείας και συγκεκριμένα ένα δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό. Καθότι η ηλεκτρονική υγεία αποτελεί πολυδιάστατη εφαρμογή, εμείς αποφασίσαμε να την μελετήσουμε μέσα από πέντε τομείς: την ιατρική πληροφορία στο διαδίκτυο, τον ηλεκτρονικό ιατρικό φάκελο, τις ηλεκτρονικές κάρτες υγείας με έμφαση στην Ευρωπαϊκή Κάρτα Ασφάλισης Ασθένειας, την οικονομική αποδοτικότητα και την ενημέρωση που υπάρχει γύρω από το ζήτημα της ηλεκτρονικής υγείας, πάντα υπό το πρίσμα βελτίωσης της ποιότητας και ως εφαρμογή κοινωνικής πολιτικής. Για την μελέτη των παραπάνω ζητημάτων, χρησιμοποιήσαμε ερωτηματολόγια τα οποία διανείμαμε στους εργαζόμενους του συγκεκριμένου ασφαλιστικού οργανισμού όλης της χώρας τα οποία κατόπιν αναλύσαμε στατιστικά και καταλήξαμε σε ορισμένα συμπεράσματα. Επίσης, όσον αφορά στο ζήτημα της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας, κάναμε και μια επιπλέον έρευνα η οποία αφορούσε στην αντίληψη των ασφαλισμένων, όσον αφορά στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας των ασφαλιστικών οργανισμών. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήξαμε μας αποκάλυψαν ότι πράγματι, η ηλεκτρονική υγεία παρουσιάζεται ως χρήσιμη, σύγχρονη, αποτελεσματική και αποδοτική εφαρμογή την οποία οι συμμετέχοντες στην έρευνα αποδέχονται με πίστη και αισιοδοξία, ενώ παράλληλα αποκαλύφθηκαν ορισμένοι παράγοντες που παρουσιάζονται ως εμπόδια, μειονεκτήματα, δυσκολίες για την εφαρμογή της. 250 215 243 Macroeconomic analysis for the period 1978-2007 in Nigeria: challenges facing policy makers. Μακροοικονομική ανάλυση της περιόδου 1978-2007 στη Νιγηρία: προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι φορείς χάραξης πολιτικής. Evaluating macroeconomic analysis remain issues of considerable importance for economists, statisticians, the media and policymakers. Moreover, understanding how the economy works requires a shift from economic measurement to economic analysis. It is in this respect that this study finds it worthwhile to address the following issue using data from the International Statistics Yearbook and International Monetary Fund and Federal Office of Statistics Nigeria for a 30-year period, 1978-2007. We study the association of the basic macroeconomic statistics, i.e. Gross Domestic Product (GDP): Consumption, Investment, Government Spending and Net exports. This research is divided into five sections. Section one analyzes the aims and methodology of this research. Section two explains the literature review and section three studies the macroeconomic analysis in Nigeria. Section four reviews the performances of the Nigerian economy. Finally, in section five, because the main focus is to have a better understanding of the economic changes in Nigeria, the method of Categorical Data Analysis (CDAS) will be used to analyze all the usual association models. The ANOAS table is given in order to ascertain the proportion of the data which is covered by each model. We find and estimate the model association with the best fit and finally reach into conclusion. Αξιολογώντας τη μακροοικονομική ανάλυση αναδεικνύονται ζητήματα μεγάλης σπουδαιότητας για τους οικονομολόγους, τους στατιστικούς, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τους φορείς χάραξης πολιτικής. Εξάλλου, η κατανόηση πώς λειτουργεί η οικονομία απαιτεί μια μετατόπιση από την οικονομική μέτρηση στην οικονομική ανάλυση. Στην έρευνα αυτή χρησιμοποιούμε όλα τα γνωστά μοντέλα συσχέτισης της Ανάλυσης Διατεταγμένων Δεδομένων και εξετάζουμε την σχέση μεταξύ των βασικών μακροοικονομικών στατιστικών, δηλαδή, ακαθάριστο εγχώριο προϊόν GDP (το οποίο συμβολίζουμε με Υ), χωρίζεται σε τέσσερα συστατικά: κατανάλωση, επένδυση, δημόσιες δαπάνες, και καθαρές εξαγωγές) στη Νιγηρία για περίοδο 30 ετών από το 1978 έως το 2007. Τα δεδομένα σε ετήσια βάση προέρχονται από την Διεθνή Στατιστική Υπηρεσία και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και της Ομοσπονδιακής Στατιστικής Υπηρεσίας της Νιγηρίας. Η έρευνα αυτή χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο αναλύει τους στόχους και τη μεθοδολογία της έρευνας αυτής. Το δεύτερο κεφάλαιο εξηγεί τη βιβλιογραφική ανασκόπηση και το τρίτο κεφάλαιο είναι οι μελέτες της μακροοικονομικής ανάλυσης στη Νιγηρία. Το τέταρτο κεφάλαιο εξετάζει τις επιδόσεις της μακροοικονομικής στη Νιγηρία. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο, δεδομένου ότι η κύρια εστίαση είναι να υπάρξει μια καλύτερη κατανόηση των οικονομικών αλλαγών στη Νιγηρία, δίνουμε: 1) τον πίνακα συσχέτισης ANOAS για να δούμε το ποσοστό των δεδομένων που καλύπτεται από το κάθε μοντέλο, 2) βρίσκουμε το μοντέλο συσχέτισης που παρουσιάζει την καλύτερη προσαρμογή, 3) κάνουμε την εκτίμησή του και τέλος διατυπώνουμε τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτό. 251 304 289 Τεχνολογίες έξυπνων καρτών: εφαρμογές σε Πανεπιστημιακό περιβάλλον The present diplomatic work aims at the planning, the analysis and then the planning and the implementation of Information System for the qualitative upgrade of offered services of academic institution to the members that compose it. Smart cards are safe for save personal data and are easy in the transport as means. Their particularity is in the make that they can represent natural entities in systems of electronic transactions. Their applications are materialised in world level and the advantages that arise are important so for the user so for the institution of benefit of services. In the first chapter becomes an import in the operation of smart cards so that acquires the reader with familiarity regard to smart cards technology and the applications that they have in world level. In the second chapter becomes report in the study of cases of institution for which will become the Information System. Then are presented the planning of work and the analysis of significances /entities and processes, which is presented with the use of suitable diagrams. Also in the fourth chapter is presented the designing of system developed, as it is proposed by the bibliography. Follows the description of the application and code that was written for the aims of the Information System concretisation. Finally, is included an annex with the code of application that was materialised and it satisfies the functionalism of part of the Information System Main aim of work is the creation of Information System which will impress the processes of daily operation of academic institution that its services will be connected with a system of operations based on smart cards. Also it will be accompanied by a reliable base of data and will provide a flexible way of interaction with the user via the use of modern tools of growth of Information Systems. Η παρούσα διπλωματική εργασία έχει στόχο τον προγραμματισμό, την ανάλυση και στην συνέχεια τον σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός Πληροφοριακού Συστήματος για την ποιοτική αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος προς τα μέλη που το απαρτίζουν. Οι έξυπνες κάρτες αποτελούν ένα ασφαλές για προσωπικά δεδομένα και είναι εύκολο στην μεταφορά ως μέσο. Η ιδιαιτερότητα τους έγκειται στο γεγονός ότι μπορούν να αντιπροσωπεύσουν φυσικές οντότητες σε συστήματα ηλεκτρονικών συναλλαγών. Οι εφαρμογές τους υλοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν είναι σημαντικά τόσο για τον χρήστη όσο και για τον φορέα παροχής υπηρεσιών. Στην πρώτο κεφάλαιο γίνεται μία εισαγωγή στην λειτουργία των έξυπνων καρτών ώστε να αποκτήσει ο αναγνώστης μια οικειότητα σχετικά με την τεχνολογία και τις εφαρμογές που έχουν οι έξυπνες κάρτες σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται αναφορά στην μελέτη περίπτωσης του ιδρύματος για το οποίο θα γίνει το Πληροφοριακό Σύστημα. Στην συνέχεια παρουσιάζεται ο προγραμματισμός του έργου και η ανάλυση των εννοιών / οντοτήτων και διαδικασιών, η οποία παρουσιάζεται με την χρήση κατάλληλων διαγραμμάτων. Επίσης στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται η σχεδίαση του συστήματος αναπτυγμένη, όπως αυτή προτείνεται από την βιβλιογραφία. Ακολουθεί η περιγραφή της εφαρμογής και του κώδικα που γράφτηκε για τους σκοπούς της υλοποίησης της. Τέλος, συμπεριλαμβάνεται παράρτημα με τον κώδικα της εφαρμογής που υλοποιήθηκε και ικανοποιεί την λειτουργικότητα μέρους του Πληροφοριακού Συστήματος. Κύριος σκοπός της εργασίας είναι η δημιουργία ενός Πληροφοριακού Συστήματος το οποίο θα αποτυπώνει τις διαδικασίες της καθημερινής λειτουργίας ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος που οι υπηρεσίες του θα είναι συνδεδεμένες με ένα σύστημα λειτουργιών βασιζόμενη σε έξυπνες κάρτες. Επίσης θα συνοδεύεται από μία αξιόπιστη βάση δεδομένων και θα παρέχει έναν ευέλικτο τρόπο αλληλεπίδρασης με το χρήστη μέσω της χρήσης σύγχρονων εργαλείων ανάπτυξης πληροφοριακών συστημάτων. 252 209 245 Rational development and target setting of a retail bank branch net. Ορθολογική ανάπτυξη και στοχοθεσία δικτύου λιανικής τραπεζικής. Aiming to contribute to the rational development and target setting of a retail bank branch net, we created an evaluation system (scorecard), in order to be used as a compass for both, the selection of the most appropriate geographical area to perform a bank branch and designation of its targets. The core of our idea is to clearly prove the stable and interactive relationship between the offered products and services by a bank branch net and the respective real or potential demand that could be raised in the area under consideration. At the same time we consider the real and potential demand for each bank product and service, separately. In a few words we emphasize and focus on the closest relationship there is between bank products and services and the geographical area that within its frames they are offered. Designating a particular factor, within a climax we defined, for each one bank product and service offered, reflecting the importance and the priority of the promotion of each one of them, we end to a result appearing the expected efficiency on sales. Finally we certified the creditability of our evaluation system (scorecard), using an empirical analysis with positive results. Στην παρούσα διατριβή και προκειμένου να συνεισφέρουμε στην ορθολογική ανάπτυξη και στοχοθεσία των δικτύων λιανικής τραπεζικής δημιουργήσαμε ένα σύστημα βαθμολόγησης το οποίο αποτελεί πυξίδα για την επιλογή του τόπου εγκατάστασης και ανάπτυξης ενός δικτύου λιανικής τραπεζικής, καθώς και για τον καθορισμό της στοχοθεσίας, την οποία καλείται βάσει του στρατηγικού σχεδιασμού να υλοποιήσει. Ένα τέτοιου είδους σύστημα βαθμολόγησης (score card) των υπό εξέταση περιοχών για το κατά πόσο είναι ελκυστικές από απόψεως προσδοκώμενης αποδοτικότητας ενός τραπεζικού δικτύου, λείπει μέχρι στιγμής από τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία και αυτό το κενό αναπληρώνουμε με το παρουσιαζόμενο σύστημα βαθμολόγησης. Ο πυρήνας της σκέψης μας συνίσταται όχι μόνο στην άρρηκτη σχέση, που υπάρχει και θα πρέπει να αναγνωρίζεται ξεκάθαρα, ανάμεσα στα προσφερόμενα προϊόντα και υπηρεσίες από ένα τραπεζικό δίκτυο και στον τόπου που υπάρχει ή δύναται να υπάρξει ικανοποιητική αντίστοιχη ζήτηση, αλλά και στη διερεύνηση και στην εκτίμηση της έντασης της ζήτησης για κάθε ένα προσφερόμενο προϊόν και υπηρεσία ξεχωριστά. Σταθμίζοντας μάλιστα με ιδιαίτερο δείκτη βαρύτητας κάθε ένα από τα προσφερόμενα προϊόντα, καταλήγουμε σε ένα μεσοσταθμικό αποτέλεσμα το οποίο αντικατοπτρίζει την αναμενόμενη αποδοτικότητα των καταστημάτων ενός τραπεζικού δικτύου το οποίο προτίθεται να επιλέξει τόπο εγκατάστασης και ανάπτυξης. Οι δείκτες βαρύτητας ενός εκάστου τραπεζικού προϊόντος ή υπηρεσίας αντανακλά τη σπουδαιότητα που αποδίδει η τράπεζα στην αναμενόμενη προώθηση του, προκειμένου να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα και την κερδοφορία της. Η αξιοπιστία του συστήματος βαθμολόγησης στην επιλογή του τόπου εγκατάστασης εξετάστηκε εμπειρικά και τα αποτελέσματα είναι θετικά. 253 92 103 Η προστασία των προσωπικών δεδομένων των ανηλίκων νομικές πτυχές In the present study, after a bibliographic research, an attempt is made to attribute the way in which minors can safely browse the internet after the application of the General Data Protection Regulation. All the provisions introduced by the Regulation concerning the protection of minors will be presented. Efforts are also being made to address any points that need improvement or clarification. The study then suggests ways, other than legislation, that can help protect minors. Finally, it presents the way in which various bodies deal with the issue of personal data protection. Στην παρούσα μελέτη, μετά από βιβλιογραφική έρευνα, επιχειρείται να αποδοθεί ο τρόπος με τον οποίο οι ανήλικοι μπορούν να περιηγηθούν ασφαλώς στο διαδίκτυο μετά την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων. Θα παρουσιαστούν όλες οι διατάξεις που έχουν εισαχθεί με τον Κανονισμό και αφορούν στην προστασία των ανηλίκων. Επίσης γίνεται προσπάθεια να εξεταστούν τυχόν σημεία που χρήζουν βελτίωσης ή αποσαφήνισης. Στη συνέχεια η μελέτη προτείνει τρόπους, εκτός των νομοθετικών, που μπορούν να βοηθήσουν στην προστασία των ανηλίκων. Τέλος παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν διάφοροι φορείς το θέμα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. 254 123 124 Algorithms of operation (routing): measuring of penetration in electronic services and applications Αλγόριθμοι δρομολόγησης: μέτρηση της διείσδυσης ηλεκτρονικών υπηρεσιών και εφαρμογών This doctoral thesis focuses on all these fields analyzing and applications which are developed in connected networks of information and telecommunications with algorithms of operation, and create new data in enterprises, novelties, comprising, thus, the up to date issues and applications in applied informatics. This doctoral thesis is aimed to cover and elucidate the issue in all aspects and in particular: network building and system security, algorithms - offered solutions, commercial philosophy - product development, cost estimation - solutions, enterprising - innovation, legal aspect - institutional frame, best practices. The analysis of the facts leads to observations and conclusions concerning the development of the applications which are examined in the thesis. Η επιστημονικά τεκμηριωμένη και με πρωτότυπο τρόπο μέτρηση της εισδοχής και χρήσης των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνιών (ΤΠΕ) στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Είναι μια μελέτη περίπτωσης με αποτελέσματα και συμπεράσματα περιφερειακής έρευνας πεδίου στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Αποτυπώνεται η υφιστάμενη κατάσταση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και μέσω στατιστικής ανάλυσης δεδομένων έρευνας πεδίου με χρήση ερωτηματολογίου και στατιστικής ανάλυσης των δεδομένων και απαντήσεων, όπου με συνθετική διάγνωση σχολιάζονται οι διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα που προκύπτουν. Η διατριβή εστιάζει το ενδιαφέρον και εξετάζει τις εφαρμογές που αναπτύσσονται στα συνδυασμένα δίκτυα τηλεπληροφορικής με εργαλείο τους αλγόριθμους δρομολόγησης και δημιουργούν νέα δεδομένα στην επιχειρηματικότητα στην καινοτομία και αποτελούν κατεξοχήν τα πιο μοντέρνα θέματα και εφαρμογές στην εφαρμοσμένη πληροφορική. 255 152 147 Market risk management: a comparative study of extreme value theory and historical simulation approaches Διαχείριση κινδύνου αγοράς: μια συγκριτική μελέτη της θεωρίας ακραίων τιμών και των μεθόδων ιστορικής προσομοίωσης Traditional models, for estimating market risk, were originally based on the estimation of value-at-risk figure, corresponding to a pre-specified quantile taken from the entire probability distribution of risk factors' changes. On the other hand, one of the recent advances on the topic suggests the modeling of the tail of the aforementioned distribution. The modeling is carried out by using extreme value theory (EVT) approaches. The study contrasts historical simulation approaches (conditional and unconditional) with conditional extreme value theory approach. The results provide evidence that conditional EVT exhibits better forecasting ability than historical simulation approaches when linear or quasi-linear market risk factors are involved. However, conditional EVT appears not to be a competitive method in terms of regulatory capital calculation for credit institutions according to the requirements of Basel committee, when it applies to portfolios with the abovementioned characteristics. Τα παραδοσιακά υποδείγματα εκτίμησης του κινδύνου αγοράς βασίστηκαν, εν πολλοίς, στην εκτίμηση της Μέγιστης Αναμενόμενης Δυνητικής Ζημίας (ΜΑΔΖ), η οποία αντιστοιχεί σε κάποιο προκαθορισμένο ποσοστημόριο της κατανομής πιθανότητας των μεταβολών των παραγόντων κινδύνου. Αντίθετα, η σύγχρονη οπτική συστήνει, μεταξύ άλλων, την αποκλειστική υποδειγματοποίηση των παρατηρήσεων της ουράς της κατανομής των παραγόντων κινδύνου κάνοντας χρήση της Θεωρίας Ακραίων Τιμών (ΘΑΤ). Η μελέτη, αντιπαραβάλλοντας τις μεθόδους ιστορικής προσομοίωσης (άνευ συνθηκών και υπο-συνθήκες) και τις υπο-συνθήκες ΘΑΤ, απέδειξε ότι η τελευταία επιδεικνύει καλύτερη προβλεπτική ικανότητα σε σχέση με τις άλλες μεθόδους όταν εφαρμόζεται σε γραμμικούς ή οιονεί γραμμικούς παράγοντες κινδύνου. Από την άλλη πλευρά, η ΘΑΤ δεν αποτελεί ανταγωνιστική μέθοδο, σε όρους επιβάρυνσης των κεφαλαιακών απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τις απαιτήσεις της επιτροπής της Βασιλείας, όταν εφαρμόζεται σε χαρτοφύλακα με τα παραπάνω χαρακτηριστικά. 256 162 151 Scanning the external business environment. Ανίχνευση του εξωτερικού περιβάλλοντος των επιχειρήσεων. The purpose of this thesis is the study of the business enterprise as an open, living and dynamic system, the interrelationship and the impact of its external environment on the communication system and the study of the affect and readaptation of the system in relation to the organizational structure. This thesis is based on the theories of the general living systems, communication, entropy, organizationess and complexity which set up the thesis basic concepts in order to expand and synthesize a new conceptual theoretical framework. The hypothesis of this thesis is based on the triadic relationship which is: the degree of uncertainty of the external environment, the scanning processes and the organizational structure. As a result, the basic hypothesis of this thesis which is proven, is the following: the degree of the uncertainty of the environment imposes on the organization certain scanning activities and as a result, an analogous communication system, which in term determines the organizational structure. Ο σκοπός αυτής της διατριβής είναι η μελέτη της επιχείρησης ως ένα σύστημα ανοικτό, ζωντανό και δυναμικό, ο συσχετισμός των επιπτώσεων του εξωεπιχειρησιακού της περιβάλλοντος πάνω στο σύστημα επικοινωνίας της και στη συνέχεια η μελέτη της επίδρασης των αναπροσαρμογών του συστήματος πάνω στη εσωτερική δομή της επιχείρησης. Αυτή η διατριβή βασίζεται και κάνει χρήση των θεωριών των γενικών ζωντανών συστημάτων, της επικοινωνίας, εντροπίας, οργανωτικότητας και αναγκαίας πολυπλοκότητας, οι οποίες και απαρτίζουν τις βασικές της έννοιες ώστε να συνθέσει και να αναπτύξει ένα νέο νοηματικό-εννοιολογικό πλαίσιο θεωρητικής προσέγγισης. Η υπόθεση της διατριβής βασίζεται στη τριαδική σχέση: βαθμός δυναμικότητας του περιβάλλοντος, διαδικασίες ανίχνευσης και δομής της επιχείρησης ως αποτέλεσμα, η βασική υπόθεση της διατριβής, η οποία και αποδείχθηκε, είναι η ακόλουθη: ο βαθμός δυναμικότητας του περιβάλλοντος επιβάλλει στην επιχείρηση συγκεκριμένες διαδικασίες ανίχνευσης, και κατά συνέπεια ανάλογο σύστημα επικοινωνίας, που στη συνέχεια καθορίζουν την ανάλογη δομή της επιχείρησης. 257 141 174 Strategic touristical marketing of Greece abroad for Northern Greece. Η πολιτική τουριστικού μάρκετινγκ της Ελλάδος στο εξωτερικό για την προσέλκυση αλλοδαπών τουριστών: μοντέλο διερεύνησης ο προορισμός της Β. Ελλάδος. Object of the study: the object of this study is the development of a strategic plan for tourism marketing for selected destination of N. Greece. Methodology: the subjects investigated had an aim of N. Greece, the detection of destination specific strategic tourism marketing plan, the evaluation of present infrastructure, the detection of competitive advantages in N. Greece following an analysis of comperative competititve destinations and, finally a description of the profile of the average tourist visiting N. Greece, aw well aw the profile of market segments of main visitors (German and British) and those groups that show a need for year round tourism. Results: tourism development of destinations is strengthened with the support of activities aiming at the application of marketing strategies of the Central Tourism Organisation, Regional Districts and local authorities. Στόχος της έρευνας είναι η ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδίου τουριστικού μάρκετινγκ για τον επιλεγμένο προορισμό της Β. Ελλάδας. Μεθοδολογία: τα σημεία που διερευνήθηκαν με στόχο τη σύνταξη ενός τελικού σχεδίου μάρκετινγκ για τη γεωγραφική περιφέρεια Β. Ελλάδος ήταν , ο εντοπισμός των κύριων παραγόντων που επηρεάζουν την ανάπτυξη μιας στρατηγικής τουριστικού μάρκετινγκ για προορισμούς, η αξιολόγηση της υπάρχουσας υποδομής (δηλαδή του ολικού τουριστικού προϊόντος), ο εντοπισμός των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων στη Β. Ελλάδα μετά την ανάλυση παρόμοιων ανταγωνιστικών προορισμών, και τέλος η περιγραφή του προφίλ του κύριου μέσου αλλοδαπού τουρίστα στη Β. Ελλάδα, καθώς και του προφίλ των τμημάτων αγοράς των κύριων αλλοδαπών επισκεπτών (Γερμανών και Άγγλων) και κυρίως των ομάδων (τμημάτων αγοράς) που δείχνουν μια έντονη επιθυμία για τουρισμό όλων των εποχών του έτους. Αποτελέσματα-συμπεράσματα: η τουριστική ανάπτυξη των προορισμών ενδυναμώνεται με την υποστήριξη δραστηριοτήτων που έχουν ως στόχο την εφαρμογή διοικητικών στρατηγικών μάρκετινγκ από τις διευθύνσεις του ΕΟΤ, τις περιφέρειες και τους ΟΤΑ. 258 251 263 Capacity utilization, inflation and investments. Theoretical and empirical investigation. Βαθμός χρησιμοποίησης παραγωγικού δυναμικού, πληθωρισμός και επενδύσεις. Θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση. Purpose of the thesis is to investigate, theoretically and empirically, the concept of the Capacity Utilization (CU) and its relationship with inflation and investments. Following the presentation of the relevant literature, we apply for the case of Greece, the method initially developed by Foss (1963), which is based on the electricity consumption by the industrial sector and the associated installed horsepower. Similarly, within the spirit of the Foss (1963) method and the analytic framework of Shaikh and Moudud (2004), we propose an alternative approach for the estimation of the CU. The said alternative approach, through the use of the industrial electricity consumption and the total output series, initially identifies the long-run equilibrium between these two variables and then proceeds with the estimation of the CU series. Additionally, we develop a new and at the same time simple method of obtaining a measure of the rate of CU, based on profits and investment, which makes use of the structural vector autoregression (SVAR) system of equation estimating technique by adopting a single long-run restriction. The measure of CU derived for each of 14 EU countries replicates to a great extent the European Commission's Directorate General for Economic and Financial Affairs (ECFIN) measure. On closer examination we find that the in-sample explanatory content with respect to the inflation rate of the SVAR measure exceeds more often than not that of the ECFIN's measure; however, the out-of-sample forecasting performance of the two models is approximately equivalent. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να μελετήσει από θεωρητική και εμπειρική σκοπιά, την έννοια του βαθμού χρησιμοποίησης παραγωγικού δυναμικού (ΒΧ) και τη σχέση του με τον πληθωρισμό και τις επενδύσεις. Σε συνέχεια μίας επισκόπησης της σχετικής βιβλιογραφίας, εφαρμόζεται με σκοπό να εκτιμηθεί το επίπεδο του ΒΧ για την περίπτωση της Ελλάδος, η μέθοδος που πρωτοπαρουσιάστηκε από τον Foss (1963), η οποία βασίζεται στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας από το βιομηχανικό τομέα και στην αντίστοιχη εγκατεστημένη ιπποδύναμη. Παράλληλα, εντός του πνεύματος της μεθοδολογίας του Foss (1963) και του αναλυτικού πλαισίου των Shaikh και Moudud (2004), προτείνεται μία εναλλακτική προσέγγιση για την εκτίμηση του ΒΧ. Η εναλλακτική αυτή προσέγγιση, κάνοντας χρήση της βιομηχανικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και του συνολικού προϊόντος, αρχικά προσδιορίζει τη μακροχρόνια ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών σειρών και στη συνέχεια μέσω αυτής προχωρά στην εκτίμηση της χρονοσειράς του ΒΧ. Επιπρόσθετα, προτείνουμε μία νέα και ταυτόχρονα απλή μέθοδο υπολογισμού του ΒΧ, η οποία βασίζεται στη στενή σχέση μεταξύ των κερδών και της επένδυσης και τη χρήση ενός διαρθρωτικού VAR υποδείγματος με εισαγωγή ενός μακροχρόνιου περιορισμού. Το νέο αυτό μέτρο του ΒΧ, εφαρμόστηκε σε 14 Ευρωπαϊκές χώρες, παρουσιάζοντας χαρακτηριστικά τα οποία κατέδειξαν έντονη συμμεταβολή με το αντίστοιχο μέτρο του ΒΧ που χρησιμοποιείται από τη Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοοικονομικών Υποθέσεων (ECFIN) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε μία προσεκτικότερη εξέταση, διαπιστώσαμε ότι η εντός δείγματος ερμηνευτική ικανότητα του SVAR μέτρου σε σχέση με τον πληθωρισμό είναι οριακά καλύτερη αυτής του μέτρου του ECFIN, ωστόσο όμως, η αποτελεσματικότητα των εξωδειγματικών προβλέψεων των δύο μέτρων κρίνεται ως ισοδύναμη. 259 243 253 The issue of the lignite phase-out in Greece - external costs and legislation - the example of Germany Το ζήτημα της απολιγνιτοποίησης στην Ελλάδα- εξωτερικό κόστος και νομοθεσία- το παράδειγμα της Γερμανίας Lignite, as the pre-eminent fuel used in electricity generation in Greece over the last seven decades, has been a strategic choice for the country's energy security. However, its long-term and extensive use have had negative effects on the environment, human health and the economy, resulting in the need to reshape the country's energy system. This paper analyzes the impact of lignite combustion, the consequences of its use and specifically the external costs associated with lignite consumption. This essay will present an account of the liberalization of the electricity market, which contributed to the formation of the relevant national energy market, as well the factors that led to the increasing restriction of lignite use. A detailed analysis of the European and national targets for the removal of lignite from electricity generation and the reduction of greenhouse gas emissions that contribute to climate change will be presented, demonstrating the urgent need for an energy transition to more environmentally friendly electrical technologies. The lignite phase-out presents a major challenge for the EU and its Member States. Finally, an analysis is made of the energy policies of Greece and Germany, which guided by the commitments set by the EU, have given priority to the gradual removal of coal from electricity generation, ensuring the smooth and fair transition of the affected areas, as well as the importance of RES development. Ο λιγνίτης ως το κατεξοχήν καύσιμο που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα εδώ και επτά δεκαετίες, αποτέλεσε στρατηγική επιλογή για την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Η μακροχρόνια και εκτενής χρήση του, όμως, στην ηλεκτροπαραγωγή έχουν επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία και την οικονομία, με αποτέλεσμα την ανάγκη αναδιαμόρφωσης του ενεργειακού συστήματος της χώρας. Στην παρούσα εργασία αναλύονται οι αρνητικές συνέπειες από την καύση του λιγνίτη, το κόστος χρήσης του, καθώς και το εξωτερικό κόστος που προκύπτει. Χρήσιμη είναι η αναφορά στην απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία συνέβαλε στην διαμόρφωση της υπάρχουσας σχετικής αγοράς, καθώς και στους παράγοντες που οδήγησαν στην ολοένα και περισσότερο περιορισμένη χρήση του λιγνίτη. Οι Ευρωπαϊκοί και εθνικοί στόχοι για την απομάκρυνση του λιγνίτη από την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τη μείωση των εκπομπών αέριων ρύπων του θερμοκηπίου που συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή, καταγράφονται αναλυτικά, αποδεικνύοντας την επιτακτική ανάγκη για ενεργειακή μετάβαση σε φιλικότερες προς το περιβάλλον τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής. Η απολιγνιτοποίηση αποτελεί μία σημαντική και δύσκολη πρόκληση για την ΕΕ και τα κράτη μέλη της που εξαρτώνται ενεργειακά από τον άνθρακα και το λιγνίτη. Σημαντική είναι η συνεισφορά της εργασίας στην ανάλυση των ενεργειακών πολιτικών της Ελλάδας και της Γερμανίας, οι οποίες καθοδηγούμενες από τις δεσμεύσεις που έχει θέσει η ΕΕ, έθεσαν ως προτεραιότητά τους τη σταδιακή απομάκρυνση του άνθρακα από την ηλεκτροπαραγωγή, τη διασφάλιση ομαλής και δίκαιης μετάβασης των πληττόμενων περιοχών, καθώς τη σημασία της ανάπτυξης των ΑΠΕ. 260 450 593 The use of information technologies in teaching economics: the impact of the Open Source development model Η χρήση των νέων τεχνολογιών στη διδακτική των οικονομικών μαθημάτων: η επίδραση του μοντέλου ανάπτυξης του λογισμικού ανοιχτού κώδικα The purpose of this thesis is to apply a model that supports the teaching of economics and which is based on the principles of the open source movement and elements of other modern theories such as Knowledge Management and Communities of Practice, and to measure the model's acceptance by the students. These theories describe the development of knowledge among students with different abilities who collaborate as a team for the achievement of their common goals. Based on these principles, a virtual environment was designed and implemented with the name " infonomics". In addition, this study evaluates the impact of the proposed experimental model in the students' academic performance, their attitude and views towards economics, compared to the effect of the traditional teaching model. The purpose of this study is also to evaluate the impact of the students' participation to the experimental model on their academic performance, attitudes and their views on economics. Finally, this study assesses the impact of informatics literacy of the students of the experimental group to their participation in the virtual environmnent of Infonomics. The first year students of the department of Information Technology of the University of Macedonia participated in this research. The students randomly divided inτο two groups, the experimental and the control. The control group was taught the course "Principles of Economics" with the traditional method, while the experimental group also participated in the Infonomics environment. The students in the experimental group were asked to consider the Infonomics environment as an electronic economics newspaper or magazine to which they were expected to contribute articles and other content relevant to the course. The students had the right to commnent on other students' postings. The results of this research regarding the main questions show the following. 1)The students accepted positively the application of the experimental model in supporting the teaching of economics. 2)There was no significant difference to academic performance, students' attitude towards economics as a subject, and the views regarding economics between the experiment and control groups. 3)Within the experimental group, students with more active participation and more visits to the Infonomics environment had better academic performance than the students with lower internet participation. The active participation and the number of electronic visits to the Infonomics environment influenced the views of students towards economics. In other words, the students with the most internet participation tended to adopt mainstream views in economics. On the other hand, the frequency of electronic participation did not influence the attitude of students towards the economics courses. 4)Finally, the informatics literacy of the members of the experimental group did not influence their participation to Infonomics. Σκοπός αυτής της διατριβής ήταν να εφαρµόσει ένα µοντέλο υποστήριξης της διδασκαλίας των οικονοµικών µαθηµάτων στο οποίο εφαρµόζονται αρχές που προκύπτουν από τη µελέτη του κινήµατος ανοιχτού λογισµικού και στοιχεία από άλλες σύγχρονες θεωρίες όπως αυτές της ∆ιαχείρισης της Γνώσης (Knowledge Management) και των Κοινοτήτων Πρακτικής (Communities of Practice) και να µετρήσει την αποδοχή του από τους διδασκόµενους. Οι θεωρίες αυτές εξερευνούν την οικοδόµηση της γνώσης µεταξύ ανθρώπων µε διαφορετικές ικανότητες, οι οποίοι συνεργούν στα πλαίσια µιας οµάδας για την επιδίωξη κοινών στόχων. Ένα εικονικό περιβάλλον σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε σύµφωνα µε τις παραπάνω αρχές και ονοµάστηκε Infonomics. Επιπρόσθετα της αποδοχής, η µελέτη αυτή αξιολόγησε την επίδραση του προτεινόµενου πειραµατικού µοντέλου στην επίδοση, στις στάσεις των φοιτητών απέναντι στα οικονοµικά και στην εξέλιξη των οικονοµικών τους απόψεων σε σύγκριση µε το παραδοσιακό µοντέλο διδασκαλίας. Επίσης σκοπός της µελέτης ήταν να αξιολογήσει την επίδραση του όγκου συµµετοχής των φοιτητών στο περιβάλλον του προτεινόµενου µοντέλου στην επίδοση, στις στάσεις και στις οικονοµικές τους απόψεις. Τέλος σκοπός της διατριβής ήταν να διαπιστώσει την επίδραση του πληροφορικού αλφαβητισµού των µελών της πειραµατικής οµάδας στον όγκο συµµετοχής τους στο εικονικό περιβάλλον Infonomics. Στην έρευνα συµµετείχαν οι πρωτοετείς φοιτητές του τµήµατος Εφαρµοσµένης Πληροφορικής του Πανεπιστηµίου Μακεδονίας αφού χωρίστηκαν σε δύο οµάδες, µία πειραµατική και µία ελέγχου, τυχαία. Η οµάδα ελέγχου ακολούθησε τον παραδοσιακό τρόπο διδασκαλίας του µαθήµατος «Αρχές Οικονοµικής», ενώ η πειραµατική οµάδα συµµετείχε και στο περιβάλλον του Infonomics. Οι φοιτητές της πειραµατικής οµάδας κλήθηκαν να αντιµετωπίσουν το Infonomics ως µια ηλεκτρονική οικονοµική εφηµερίδα ή ένα ηλεκτρονικό οικονοµικό περιοδικό στο οποίο θα έπρεπε να συνεισφέρουν οικονοµικά άρθρα και περιεχόµενο οποιασδήποτε µορφής σχετικό µε το µάθηµα «Αρχές Οικονοµικής». Οι φοιτητές είχαν τη δυνατότητα σχολιασµού των εργασιών των συναδέλφων τους. Οι ερευνητικές µέθοδοι που χρησιµοποιήθηκαν ήταν και ποσοτικές και ποιοτικές. Η µέτρηση της αποδοχής του Infonomics έγινε µε τη στατιστική ανάλυση των δεδοµένων που συγκεντρώθηκαν από ένα ανώνυµο ερωτηµατολόγιο και από την ανάλυση περιεχοµένου των αρχείων καταγραφής του Infonomics καθώς και µιας ηµιδοµηµένης συνέντευξης δύο φοιτητριών. Η µέτρηση της συµβολής του Infonomics στην επίδοση, τις στάσεις και τις οικονοµικές απόψεις των φοιτητών, πραγµατοποιήθηκε µε την παλινδροµική ανάλυση των δεδοµένων που συγκεντρώθηκαν από σχετικά ερωτηµατολόγια που συµπληρώθηκαν από τους φοιτητές τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη λήξη του µαθήµατος «Αρχές Οικονοµικής». Η µέτρηση της συµβολής του πληροφορικού αλφαβητισµού στον όγκο συµµετοχής των φοιτητών, πραγµατοποιήθηκε µε την παλινδροµική ανάλυση των δεδοµένων που συγκεντρώθηκαν από ένα ερωτηµατολόγιο πληροφορικού αλφαβητισµού που συµπλήρωσαν οι φοιτητές στην αρχή των µαθηµάτων και από τα αρχεία καταγραφής του Infonomics. Τα αποτελέσµατα αυτής της µελέτης όσον αφορά τα κύρια ερωτήµατα της διατριβής δείχνουν: 1) ότι οι φοιτητές αποδέχτηκαν θετικά την εφαρµογή ενός τέτοιου µοντέλου για την υποστήριξη των οικονοµικών µαθηµάτων. 2) ότι δεν υπήρξε σηµαντική διαφορά στην επίδοση, στις στάσεις απέναντι στα οικονοµικά µαθήµατα και στις οικονοµικές απόψεις µεταξύ της πειραµατικής οµάδας και της οµάδας ελέγχου. 3) ότι στα πλαίσια της πειραµατικής οµάδας οι φοιτητές µε µεγαλύτερη ενεργητική συµµετοχή και µε µεγαλύτερο αριθµό επισκέψεων είχαν υψηλότερες επιδόσεις από τους συµφοιτητές τους µε λιγότερη διαδικτυακή δραστηριότητα. Η µεγαλύτερη ενεργητική συµµετοχή και ο µεγαλύτερος αριθµός επισκέψεων επηρέασε και τις οικονοµικές απόψεις των φοιτητών δηλαδή οι φοιτητές µε τη µεγαλύτερη ηλεκτρονική παρουσία παρουσίασαν απόψεις πιο κοντά σ’ αυτές που τείνουν να θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των οικονοµολόγων. Αντίθετα η συχνότητα της ηλεκτρονικής παρουσίας δεν επηρέασε τις στάσεις των φοιτητών απέναντι στα οικονοµικά µαθήµατα. 4) ότι ο πληροφορικός αλφαβητισµός των µελών της πειραµατικής οµάδας δεν επηρέασε το επίπεδο της συµµετοχής τους στο Infonomics. 261 307 298 Ηλεκτρονική τήρηση βιβλίων : εξάλειψη ή διευκόλυνση του λογιστικού επαγγέλματος; The following paper deals with the issue of electronic bookkeeping (i.e e-bookkeeping) as it is about to be implemented soon by the Greek independent authority of public revenues (A.A.D.E) and its effects in both facilitation and sustainability of the accounting profession. The survey was conducted all over Greece by random sampling and approached a total of four hundred (400) people, all professional accountants, which ultimately surveyed two hundred and eight people (208) finally with the method of mixed approached survey. The data collection was made with a structured questionnaire of a hundred (100) variables. The overall objective of this research is to examine the level of professional promptitude and technology awareness of Greek professional accountants, concerning the ability of using accounting information systems, but also to focus on the troubleshooting which e-bookkeeping is about to create with the expected form that is seems to be applied. Our main goal is to draw a useful conclusion for the effects of e-bookkeeping in facilitation and sustainability of the accounting profession in Greece. Initially, a historical reference is made to bookkeeping in Greece through the last decades, including the traditional manuscripts, the evolution of computerization brought by accounting information systems and the effects of the internet to accounting profession. Then, we emphasize in the adoption of Greek Accounting Standards as a springboard to further simplification of accounting and bookkeeping in Greece till electronic transformation. Afterwards, we refer to the bibliography review, to the assumptions that have been made before the survey and to the methodological framework of the research. At the last chapters, we present for each variable used through the research the frequency table and diagram, which was the result of data processing in the statistical package SPSS. Finally, we analyse the survey results and export useful thoughts, conclusions and troubleshooting having the aim to propose some practical improvements. Η παρούσα εργασία πραγματεύεται το θέμα της ηλεκτρονικής τήρησης βιβλίων όπως αναμένεται να υλοποιηθεί προσεχώς από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε) και την επίδραση της εφαρμογής της στη διευκόλυνση αλλά και στη βιωσιμότητα του λογιστικού επαγγέλματος. Η έρευνα διεξήχθη σε τυχαίο πανελλαδικό δείγμα τετρακοσίων (400) ατόμων, επαγγελματιών Λογιστών – Φοροτεχνικών με τη μέθοδο της μικτής ερευνητικής προσέγγισης, εκ των οποίων τελικά λήφθηκαν απαντήσεις από διακόσιους οκτώ (208). Η συλλογή στοιχείων έγινε με δομημένο ερωτηματολόγιο εκατό (100) μεταβλητών ανά ερωτηθέντα. Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να μελετήσουμε το επίπεδο ετοιμότητας και τεχνολογικής κατάρτισης των Λογιστών – Φοροτεχνικών στην Ελλάδα όσον αφορά στη δυνατότητα χρήσης ηλεκτρονικών εφαρμογών λογιστικής αλλά και τους προβληματισμούς που δημιουργεί η ηλεκτρονική τήρηση βιβλίων με τη μορφή που αναμένεται να πραγματοποιηθεί. Απώτερος στόχος της εργασίας μας είναι να εξάγει χρήσιμα συμπεράσματα για την επίδραση της ηλεκτρονικής τήρησης βιβλίων στη διευκόλυνση και στη βιωσιμότητα του λογιστικού επαγγέλματος στην Ελλάδα. Αρχικά, παρουσιάζεται η ιστορική αναδρομή τήρησης λογιστικών βιβλίων στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες με το παραδοσιακό χειρόγραφο σύστημα, η εξέλιξη της μηχανογράφησης μέσω των πληροφοριακών συστημάτων λογιστικής και η επιρροή του διαδικτύου στο λογιστικό επάγγελμα. Εν συνεχεία, αναφερόμαστε στη θέσπιση των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων με το Ν.4308/2014 ως εφαλτήριο για την περαιτέρω απλοποιημένη τήρηση των λογιστικών αρχείων στην Ελλάδα σε ηλεκτρονική μορφή. Ακολουθεί η βιβλιογραφική επισκόπηση, οι υποθέσεις που τέθηκαν πριν την πραγματοποίηση της έρευνας καθώς και το μεθοδολογικό πλαίσιο αυτής. Έπειτα, στα ερευνητικά αποτελέσματα παρουσιάζεται για κάθε μεταβλητή της έρευνας που χρησιμοποιήθηκε, ο πίνακας συχνοτήτων και το διάγραμμά της, τα οποία είναι αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων στο στατιστικό πρόγραμμα SPSS. Τέλος, αναλύονται τα αποτελέσματα και εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα επί του θέματος, εντοπίζονται παθογένειες αλλά και προτείνονται βελτιώσεις που ενδεχομένως θα επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα στην πράξη. 262 175 167 E-logistics management model: supply chain integration in virtual environment Μοντέλο διαχείρισης e-logistics: ολοκλήρωση εφοδιαστικής αλυσίδας σε εικονικό περιβάλλον The main objective of the PhD thesis is the resolve of the various business and technological issues that arise with the forming of a virtual enterprises network. These issues deal with the management of logistic processes. In order to achieve the above objective a four-level model is developed. The first level aims to solve the management problems according to technical infrastructure and logistics services management aspects. The second level tries to simplify the design process of an organizational framework by identifying the main actors and their responsibilities. The third level aims to solve the integration issues of logistics information and processes. A software application is designed and developed for the effective and efficient implementation of the third level of the proposed model. The fourth model intends to support the establishment, management and improvement of the various partnerships among network business entities. The proposed model, as well as the correspondance software can be used as a roadmap for the development and operation of a virtual enterprises network. Βασικός στόχος της διατριβής είναι η προσπάθεια αντιμετώπισης και επίλυσης των κύριων επιχειρηματικών και τεχνολογικών ζητημάτων που αφορούν τη διαχείριση των διαδικασιών logistics σε ένα περιβάλλον που ορίζεται από ένα δίκτυο εικονικών επιχειρήσεων. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ενός μοντέλου διαδικασιών logistics που αποτελείται από διάφορα επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο επιδιώκει να επιλύσει τα προβλήματα διοίκησης σε επίπεδο τεχνολογικής υποδομής και διαχείρισης υπηρεσιών logistics. Το δεύτερο επίπεδο στοχεύει στην απλοποίηση της διαδικασίας σχεδιασμού του οργανωτικού πλαισίου προσδιορίζοντας τους ρόλους και τις αρμοδιότητες των εμπλεκόμενων επιχειρηματικών οντοτήτων. Το τρίτο επίπεδο φιλοδοξεί να επιλύσει τα ζητήματα ολοκλήρωσης των διαδικασιών και πληροφοριών logistics. Για την υποστήριξη της εφαρμογής στην πράξη του επιπέδου αυτού αναπτύχθηκε ένα λογισμικό (εφαρμογή). Το τέταρτο επίπεδο στοχεύει στην υποστήριξη της δημιουργίας, διαχείρισης και βελτιστοποίησης των συνεργατικών σχέσεων που αναπτύσσονται. Το προτεινόμενο μοντέλο και η εφαρμογή εκτιμάται ότι μπορούν να αποτελέσουν έναν οδηγό δράσης για τη δημιουργία και λειτουργία ενός δικτύου εικονικών επιχειρήσεων. 263 541 594 An empirical investigation of the effects of conservatism on the value relevance of accounting data after the implementation of the IFRS Η επίδραση της αρχής της συντηρητικότητας σύμφωνα με τα ΔΠΧΑ στη σχετικότητα των λογιστικών μεγεθών: εμπειρική διερεύνηση One of the most important but controversial principles in accounting is the conservatism principle. The aim of the present thesis is to examine the conservatism principle and its effects on the relevance and quality on the accounting data of the financial statements in order to provide some evidence on the advantages and disadvantages that arise from its use. Moreover, the thesis examines the effects of the implementation of the International Financial Reporting Standards (IFRS) on the level of conservatism and value relevance of the accounting data. The thesis comprises seven chapters: The first chapter analyses the conservatism principle, the research questions that are posed from its use, the aim and the contribution of the thesis. The second chapter provides the review of the literature on the conservatism principle, its relation with relevance of accounting data and the effects of the IFRS on their level. The third chapter contains the analysis on the differences between the Greek Accounting Standards and the International Accounting Standards. The fourth chapter develops the research hypotheses that have emanated from the analysis in the second and third chapter and describes the econometric models that are currently used in the literature to measure the level of conservatism and value relevance. Moreover, this chapter provides the main contribution of the thesis which is development and theoretical justification of a model that contemporaneously measures both forms of conservatism. The proposed model is developed under an asymmetric cointegration framework. The fifth chapter describes the dataset that contains listed firms in the Athens Stock Exchange (ASE). Moreover, this chapter develops a stochastic simulation algorithm that is used to provide more evidence on the suitability of the proposed model to measure conservatism. The sixth chapter analyses the empirical results and examines the plausibility of the research hypotheses. The seventh chapter provides a summary of the results of the thesis, and comments on the importance of the results in relation to the literature. Moreover, it analyses the limitations of the study and offers implications for future research. The current thesis provides a number of conclusions. In specific, the proposed model seems to be able to measure the level of both types of conservatism. The robustness of this result is justified with the use of both empirical and simulated data. The results of the proposed model show that the changes that were introduced with the IFRS led to a decrease in the level of unconditional conservatism and the increase of the level of conditional conservatism. Moreover, the two forms of conservatism seem to be non-linearly inversely related. On the other side the combined value relevance of book values of equity and earnings seems to decrease after the implementation of the IFRS. Last, the results of the thesis on the relation between conservatism and value relevance show that until a certain degree the exercise of conservatism may lead to higher value relevance but after this point additional exercise of conservatism leads to the opposite results, namely a reduction in the value relevance. Therefore, the analysis that is conducted in the thesis leads to the conclusion that the conservatism principle is useful only when exercised conservatively. Μια από τις σημαντικές αλλά και πλέον αμφιλεγόμενες αρχές στη λογιστική επιστήμη είναι η αρχή της συντηρητικότητας. Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να εξετάσει την αρχή της συντηρητικότητας και την επίδραση που ασκεί στην σχετικότητα και την ποιότητα των χρηματοοικονομικών καταστάσεων, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που απορρέουν από την εφαρμογή της. Επιπλέον, αναλύεται η επίδραση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) στα επίπεδα της συντηρητικότητας και της σχετικότητας των λογιστικών μεγεθών. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από επτά κεφάλαια. Αναλυτικότερα: Το πρώτο κεφάλαιο προσεγγίζει την αρχή της συντηρητικότητας, τα ερευνητικά ερωτήματα που τίθενται, το αντικείμενο και τους στόχους καθώς και τη χρησιμότητα της διατριβής. Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την συντηρητικότητα, τη συσχέτιση με τη σχετικότητα των λογιστικών μεγεθών καθώς και τις επιδράσεις των ΔΠΧΑ. Το τρίτο κεφάλαιο παρέχει ανάλυση του Ελληνικού θεσμικού πλαισίου, καθώς και αλλαγές που επέφεραν τα ΔΠΧΑ στην Ελλάδα. Το τέταρτο κεφάλαιο αναπτύσσει τις ερευνητικές υποθέσεις που έχουν προκύψει από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και περιγράφει τα οικονομετρικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της συντηρητικότητας και της σχετικότητας. Επιπλέον, αναπτύσσεται ένα υπόδειγμα μέτρησης της συντηρητικότητας που αποτελεί τη βασική συνεισφορά της παρούσας μελέτης όπου οι συντελεστές του υποδείγματος συνδέονται με τις μεταβολές των δύο μορφών της συντηρητικότητας. Το προτεινόμενο υπόδειγμα μέτρησης της συντηρητικότητας εξετάζει τόσο το επίπεδο των δύο μορφών συντηρητικότητας όσο και τη μεταξύ τους αλληλεπίδραση με τη χρήση των αποκλίσεων των δύο βασικών μεταβλητών από τη σχέση ισορροπίας μέσω ενός υποδείγματος συνολοκλήρωσης (cointegration). Το πέμπτο κεφάλαιο παρέχει μια αναλυτική περιγραφή του δείγματος που περιέχει τις εισηγμένες εταιρίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ). Επίσης, αναπτύσσεται ένας αλγόριθμος προσομοίωσης λογιστικών δεδομένων που χρησιμοποιείται για την εξέταση της καταλληλότητας του προτεινόμενου υποδείγματος στη μέτρηση των δύο μορφών της συντηρητικότητας. Το έκτο κεφάλαιο αναλύει τα ευρήματα από την εκτίμηση των διάφορων οικονομετρικών υποδειγμάτων και παρέχει ερμηνεία των αποτελεσμάτων σε σχέση με τη μεταβολή στα επίπεδα των δύο μορφών συντηρητικότητας, τη συσχέτιση τους με τη σχετικότητα και την επίδραση των ΔΠΧΑ. Το έβδομο κεφάλαιο ανακεφαλαιώνει και συνοψίζει τα τελικά συμπεράσματα της διατριβής και σχολιάζει τη σημασία των αποτελεσμάτων σε σχέση με την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Επίσης, αναλύει τους περιορισμούς της διατριβής και προσφέρει ερευνητικά ερωτήματα που προκύπτουν από την διεξαχθείσα ανάλυση και χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης. Η εκτίμηση των υποδειγμάτων οδηγεί σε μια σειρά συμπερασμάτων. Αναλυτικά, το προτεινόμενο υπόδειγμα δείχνει να αποδίδει ικανοποιητικά στη μέτρηση του επιπέδου των δύο μορφών της συντηρητικότητας. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει τόσο εμπειρικά με τη χρήση πραγματικών δεδομένων όσο και θεωρητικά με τη χρήση προσομοιωμένων στοιχείων. Τα αποτελέσματα του προτεινόμενου υποδείγματος δείχνουν ότι οι αλλαγές που έγιναν με τα ΔΠΧΑ οδήγησαν στη μείωση του επιπέδου της μη-δεσμευμένης συντηρητικότητας και την αύξηση του επιπέδου της δεσμευμένης συντηρητικότητας. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ των δύο μορφών συντηρητικότητας είναι μη γραμμικά φθίνουσα. Από την άλλη πλευρά και σε αντίθεση με τις ερευνητικές υποθέσεις, η εφαρμογή των ΔΠΧΑ δείχνει να οδηγεί σε χαμηλότερη συνδυασμένη επεξηγηματική ισχύ των ιδίων κεφαλαίων και των κερδών για την χρηματιστηριακή τιμή. Σε ότι αφορά την επίδραση της συντηρητικότητας στη σχετικότητα των λογιστικών μεγεθών τα ευρήματα της διατριβής οδηγούν στο συμπέρασμα ότι έως ορισμένο βαθμό, η άσκηση συντηρητικότητας μπορεί να είναι ευεργετική για την σχετικότητα των λογιστικών πληροφοριών αλλά η επιπλέον άσκηση συντηρητικότητας έχει αντίστροφα αποτελέσματα και οδηγεί σε μείωση της σχετικότητας. Από την ανάλυση που γίνεται στη διατριβή μπορεί να υποστηριχθεί ότι η αρχή της συντηρητικότητας εκπληρώνει το σκοπό της μόνο όταν χρησιμοποιείται με σύνεση. 264 226 236 Evaluation of the determinants of tax evasion of the Greek listed companies and development of prediction models Εκτίμηση προσδιοριστικών παραγόντων και ανάπτυξη μοντέλων πρόβλεψης της φοροδιαφυγής των ελληνικών εισηγμένων επιχειρήσεων The primary purpose of this thesis is to estimate at first the extent of tax evasion of the Greek listed in A.S.E. companies and next to evaluate the determinants of tax evasion and to develop prediction models. Within this framework, the methods of exploratory factor analysis and multiple linear regressions are applied in order to analyze the companies' financial statements and corporate governance practices. The tax evasion of the listed companies has been estimated at about 20% while it appears that the public offering of their shares has affected their tax behaviour only temporarily. On the contrary, the audit firm turns out to affect greatly the extent of the tax evasion committed. The amount of debt and its maturity also appears to affect positively the tax evasion (estimated as a percentage). However, the companies that are larger, more effective regarding the management of their resources and more efficient in their operations appear to be more tax compliant. Respectively, the size of the firms, the amount and the maturity of their debt and their activity level, have a positive impact on the extent of tax gap. Lastly, the listed firms that are family owned and controlled appear to evade less tax and to operate in the benefit of their shareholders. Ο κύριος στόχος της παρούσας διατριβής είναι να προσδιοριστεί αρχικά η έκταση της φοροδιαφυγής των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών επιχειρήσεων και στη συνέχεια να εκτιμηθούν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της φοροδιαφυγής και ν' αναπτυχθούν μοντέλα πρόβλεψης της. Σ' αυτό το πλαίσιο, αναλύονται και διερευνώνται, με τις μεθόδους της διερευνητικής παραγοντικής ανάλυσης και της γραμμικής παλινδρόμησης, τόσο οι χρηματοοικονομικές καταστάσεις των επιχειρήσεων όσο και οι πρακτικές εταιρικής διακυβέρνησης που εφαρμόζονται. Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι το ποσοστό της φοροδιαφυγής των εισηγμένων επιχειρήσεων ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 20% ενώ παρατηρείται ότι η δημόσια διάθεση των μετοχών τους επηρεάζει μόνο πρόσκαιρα τη φορολογική τους συμπεριφορά. Αντιθέτως, ισχυρή επίδραση στην έκταση της φοροδιαφυγής ασκεί η ελεγκτική εταιρία με την οποία συνεργάζονται. Το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων και η ανάγκη άμεσης εξόφλησης τους επίσης εμφανίζονται να επηρεάζουν θετικά το ποσοστό της φοροδιαφυγής. Αντιθέτως, οι επιχειρήσεις που είναι μεγαλύτερου μεγέθους, πιο αποτελεσματικές στη χρησιμοποίηση των περιουσιακών τους στοιχείων και πιο αποδοτικές στη λειτουργία τους εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά φοροδιαφυγής. Αντίστοιχα, το ύψος της δανειακής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων, η άμεση ληκτότητα των υποχρεώσεων τους, το μέγεθος τους και ο βαθμός δραστηριότητας τους επιδρούν θετικά στο μέγεθος του χάσματος φόρου. Τέλος, διαπιστώνεται ότι η έκταση της φοροδιαφυγής είναι περιορισμένη στις εισηγμένες επιχειρήσεις που διατηρούν τον πρότερο οικογενειακό τους χαρακτήρα, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση λειτουργεί προς όφελος των μετόχων. 265 317 280 Ornamentation in Greek traditional violin art. Η διαποίκιλση στην ελληνική παραδοσιακή βιολιστική τέχνη. The essay at hand aims at delineating a typology system of the idiomatic practice of ornamentation, and more specifically of the manner of its rendition in the field of Greek traditional violin playing, giving greater emphasis on the left hand performance techniques. For the purpose of achieving this work, there has been a large scale gathering and probing of a great volume of relevant audiovisual material, of several styles found on the Greek peninsula, in which a representative abundance of elements of the practice in question can be detected. These elements are then recorded and studied through a proficient analysis, regardless of their local origins. They are thus isolated from the original material and are then classified according to criteria ordained mainly by the morphology of their musical structure and the performance techniques demanded by the musical instrument itself. The analysis of the ornamentation elements’ form, takes place in order to determine the constant elements that denote their structure and, therefore later to document the specificities of genre. In this way, it has become possible for these elements’ homogeneity and there common musical codes to be explored and accentuated, and subsequently to be arranged in families/categories of genre. Through the stated examination of the intricacy and dynamic perception of the various ornamentation elements’ form, it is intended, on the one hand to demystify the ‘chaos’ experienced in the case-study of the latter, and on the other hand to demarcate a ‘literate/scholarly’ system of performing the traditional Greek violin style, which to this day is almost exclusively past on through oral tradition. Therefore, the ultimate objective of the system in question is to contribute in the creation of a canon, regarding performance of the investigated practice, according to which any given violinist will be able to become aware of the morphologic characteristics of the techniques he chooses to incorporate in his playing. Στην παρούσα εργασία επιδιώκεται να οριοθετηθεί ένα σύστημα κατηγοριοποίησης της ιδιωματικής πρακτικής της διαποίκιλσης, και ειδικότερα του τρόπου ερμηνείας της στο πεδίο του ελληνικού παραδοσιακού βιολιού, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στις εκτελεστικές τεχνικές του αριστερού χεριού. Για την επίτευξη του έργου αυτού γίνεται συγκέντρωση και διερεύνηση ενός μεγάλου όγκου σχετικού οπτικοακουστικού υλικού, διαφόρων τεχνοτροπιών του ελλαδικού χώρου, στο οποίο ανιχνεύεται ένα αντιπροσωπευτικό πλήθος στοιχείων της εν λόγω πρακτικής. Τα στοιχεία αυτά καταγράφονται και μελετώνται υπό το πρίσμα μιας δομικής ανάλυσης, ανεξάρτητα της τοπικής τους προέλευσης. Απομονώνονται δηλαδή από το πρωτογενές υλικό και ταξινομούνται με κριτήρια τα οποία καθορίζονται κυρίως από τη μορφολογία της μουσικής τους δομής και τις απαιτούμενες τεχνικές ερμηνείας τους στο μουσικό όργανο. Η ανάλυση της μορφής των στοιχείων διαποίκιλσης λαμβάνει χώρα προκειμένου να προσδιοριστούν τα σταθερά συστατικά που σηματοδοτούν τη δομή αυτών και, συνακόλουθα, να τεκμηριωθεί η ειδολογική τους ιδιαιτερότητα. Με τον τρόπο αυτόν καθίσταται δυνατόν να διερευνηθούν και να αναδειχθούν η ομοιογένεια και οι κοινοί μουσικοί κώδικες των στοιχείων αυτών μεταξύ τους, και στη συνέχεια τούτα να ταξινομηθούν ανά οικογένειες / ειδολογικές κατηγορίες. Μέσω της αναφερόμενης εξέτασης της πολυπλοκότητας και της δυναμικής αντίληψης της μορφής των διαφόρων στοιχείων διαποίκιλσης, επιδιώκεται, αφενός η απομυθοποίηση του «χαώδους» της περιπτωσιολογίας των τελευταίων, αφετέρου η οριοθέτηση ενός «εγγραματοποιημένου» συστήματος ερμηνείας της ελληνικής παραδοσιακής βιολιστικής τεχνοτροπίας, η οποία μέχρι σήμερα διαδίδεται σχεδόν αποκλειστικά μέσω της προφορικής παράδοσης. Απώτερος στόχος του εν λόγω συστήματος, άλλωστε, είναι να συνεισφέρει στην σύσταση ενός κανόνα, όσον αφορά στην ερμηνεία της διερευνώμενης πρακτικής, βάση του οποίου ο εκάστοτε ερμηνευτής του οργάνου θα έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει συνείδηση των μορφολογικών χαρακτηριστικών των τεχνικών που επιλέγει και ενσωματώνει στο παίξιμό του. 266 653 616 Comprehensive formalization and modeling of the network and system virtualization process Συνολική τυποποίηση και μοντελοποίηση διαδικασίας virtualization συστημάτων και δικτύων The virtualization concept has been of interest to the academic community and IT business sector for more than forty years, providing a different approach to the realization, administration and provision of physical resources. A paradigm is introduced by which the end user is not aware of the details of the underlying physical infrastructure. This approach has been warmly adopted in many fields of computing, including computer networks. The Internet – being the prime example of a large scale and complex network instantiation – has been the driving force behind the adoption of network virtualization as one of the key technologies in the field. In a parallel development, the convergence of communications and computing – two, previously, distinct worlds – has introduced the use of computing servers acting as active network elements (e.g., routers). The core networking support in these Virtual Network Environments (VNEs) is based on the IEEE 802.1Q VLAN implementation, where virtual network segments are established on top of physical switches – the latter being provided by the server’s hardware features. A thin software layer - the hypervisor - works as a virtual Ethernet switch, supporting queues for each VLAN in the system’s memory. Consequently, the network’s last-hop switch has been shifted from a dedicated active network element to become a characteristic of the hypervisor or of the physical server’s hardware. The aforementioned facts, along with the application of new technologies that lead to demand for novel services (wireless/mobile networking, Cloud computing, Networking As A Service, etc.) have considerably increased the complexity of VNEs. Cisco Systems projects that thirty seven billion intelligent devices (including smart fabrics and pills) will connect to the Internet by 2020 – dramatically increasing the traffic load and operational complexity of the “The Internet of Everything”. Efficient management of these architectures presumes the application of suitable information models. The latter provide the required standardization of abstraction of VNE elements and facilitate the construction and deployment of management methods. Despite the availability and benefits of several existing solutions, there are very few proposals that address the problem and the details of the introduction of computing servers in the network architecture, and of the hypervisor as a manageable entity, in particular. Moreover, existing solutions do not treat the hypervisor as a whole entity; rather they only, indirectly, reference its involvement via abstractions of hosted virtual machine operations. This results in impediments in managing modern VNEs; thus, in assuring the quality of the offered service on an end-to-end basis. In this dissertation we propose an information model that can conceptually abstract and describe physical or logical infrastructure elements participating in hypervisor host-based virtual network environments. In summary, the contribution of this dissertation is multifold: we initially provide a detailed review of existing modeling approaches employed in managing both VNEs as a whole, as well as autonomous system and networking components involved. We expose their pros and cons in a comparative review of the examined models and mechanisms using a conceptual categorization. We, then, describe our proposed solution: an information model that fits well within the context of a highly virtualized, host-based VNE, as those met in modern Cloud datacenters; then we apply a verification method for the validation of our approach. In particular, we draw upon one of the most important issues in Cloud environments – that of efficient resources allocation – and extend our model in order to include appropriate control logic and methods based on Statistical Process Control for managing hypervisor provisioned resources to a networking architecture. We test and validate our proposal extensively against actual VNE implementations. The verification provides a successful proof-of-concept of our proposed technique. Our proposed information model facilitates managing a VNE’s element, be that a networking, computing system or other hypervisor-provisioned resource. The management application does neither need to be aware of the specifics of the underlying virtualization platform, nor to understand it. Η έννοια της εικονικοποίησης έχει απασχολήσει σημαντικά, τα τελευταία σαράντα χρόνια, τόσο την ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και τον κλάδο της Πληροφορικής, παρέχοντας μία διαφορετικά προσέγγιση στην υλοποίηση, διαχείριση καθώς και διάθεση των φυσικών πόρων. Μέσω της εικονικοποίησης εφαρμόζεται μία προσέγγιση όπου ο τελικός χρήστης δεν αντιλαμβάνεται τις λεπτομέρειες της υποκείμενης φυσικής υποδομής. Αυτή η προσέγγιση υιοθετήθηκε από πολλούς κλάδους της Πληροφορικής, συμπεριλαμβανομένων και των Δικτύων Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Το Διαδίκτυο έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια τεράστια ανάπτυξη, τόσο ποσοτική (αριθμός συνδέσεων και χρηστών) όσο και ποιοτική (προσφερόμενες υπηρεσίες, αποδοχή από το κοινό, διείσδυση στο πληθυσμό) και αποτελεί το κύριο παράδειγμα υλοποίησης δικτύου μεγάλης κλίμακας. Το Διαδίκτυο έχει αποτελέσει την κινητήρια δύναμη για την αποδοχή και εφαρμογή της τεχνολογίας εικονικοποίησης δικτύου ως μίας εκ των κύριων εμπλεκόμενων τεχνολογιών. Σε μία παράλληλη εξέλιξη, η σύγκλιση των πεδίων των δικτύων ηλεκτρονικών υπολογιστών και των εφαρμογών Πληροφορικής (πεδία τα οποία παλαιότερα ήταν διακριτά) εισήγαγε τη χρήση διακομιστών ως ενεργών στοιχείων του δικτύου (π.χ. δρομολογητές). Η κύρια δικτυακή υποστήριξη σε αυτά τα Περιβάλλοντα Εικονικού Δικτύου (ΠΕΔ) βασίζεται στην εφαρμογή του προτύπου IEEE 802.1Q VLAN, όπου μέρη του δικτύου υλοποιούνται με τη χρήση φυσικών μεταγωγέων – οι τελευταίοι παρέχονται μέσω διακομιστών. Εξειδικευμένο λογισμικό (ο Επόπτης) λειτουργεί ως εικονικός μεταγωγέας Ethernet και υποστηρίζει τα απαραίτητα VLAN μέσω της φυσικής μνήμης του διακομιστή. Ως αποτέλεσμα, το τελευταίο σημείο του δικτύου έχει μετατοπιστεί από τις αποκλειστικές δικτυακές συσκευές και αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό του υλικού του φυσικού διακομιστή. Τα παραπάνω γεγονότα, σε συνδυασμό με την εφαρμογή νέων τεχνολογιών, οι οποίες οδηγούν σε απαίτηση καινοτόμων εφαρμογών (ασύρματη καθώς και εν-κινήσει δικτύωση, νεφο-υπολογιστική, δικτύωση ως υπηρεσία κ.α.), έχουν αυξήσει σημαντικά την πολυπλοκότητα των ΠΕΔ. Η αποτελεσματική και αποδοτική διαχείριση τέτοιων αρχιτεκτονικών και υποδομών προϋποθέτει την εφαρμογή κατάλληλων πληροφοριακών μοντέλων. Αυτά παρέχουν την απαιτούμενη τυποποίηση και αφαίρεση των συστατικών μερών και χαρακτηριστικών των ΠΕΔ, και επιτρέπουν τη δημιουργία και διάθεση κατάλληλων μεθόδων διαχείρισης. Παρόλη τη διαθεσιμότητα καθώς και τα πλεονεκτήματα των διαφόρων υφιστάμενων λύσεων, ελάχιστες προτάσεις αντιμετωπίζουν το πρόβλημα και τα χαρακτηριστικά της εισαγωγής διακομιστών στις αρχιτεκτονικές δικτύου, καθώς και του Επόπτη ως μία υπό-διαχείριση οντότητα. Επιπλέον, οι υφιστάμενες λύσεις δεν αντιμετωπίζουν τον Επόπτη διακριτά ως ενιαία οντότητα αλλά μόνο έμμεσα, μέσω αφαιρέσεων της χρήσης του σε λειτουργίες εικονικών μηχανών. Αυτό έχει οδηγήσει σε εμπόδια στη διαχείριση των μοντέρνων ΠΕΔ, άρα και στη διασφάλιση της συνολικά προσφερόμενης υπηρεσίας. Σε αυτή τη διδακτορική διατριβή παρουσιάζουμε ένα νέο πληροφοριακό μοντέλο το οποίο μπορεί εννοιολογικά να περιγράψει φυσικά ή λογικά στοιχεία υποδομών ΠΕΔ που βασίζονται σε Επόπτες. Περιληπτικά, η συνεισφορά της διατριβής είναι πολυδιάστατη: αρχικά παρουσιάζουμε μία αναλυτική επισκόπηση καθώς και συγκριτική μελέτη των υφιστάμενων προτάσεων/λύσεων στο πεδίο. Παρουσιάζουμε τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε πρότασης και παραθέτουμε τη συνολική κατηγοριοποίηση των προτάσεων. Στη συνέχεια, παρουσιάζουμε την καινοτόμο πρότασή μας: ένα νέο πληροφοριακό μοντέλο που εντάσσεται άψογα στη λογική και στα χαρακτηριστικά των ΠΕΔ, όπως αυτά συναντώνται σήμερα στα μοντέρνα μηχανογραφικά κέντρα νεφο-υπολογιστικής. Έπειτα εφαρμόζουμε μία μέθοδο διακρίβωσης της καταλληλότητας του νέο-παραχθέντος πληροφοριακού μοντέλου ώστε να διαπιστώσουμε την επάρκεια της πρότασής μας. Συγκεκριμένα, επιλέξαμε ένα εκ των βασικών προβλημάτων στο πεδίο της νεφο-υπολογιστικής, αυτό της δυναμικής διάθεσης πόρων, και επεκτείναμε το μοντέλο ώστε να συμπεριλάβει μεθόδους Στατιστικού Ελέγχου Διεργασίας, προκειμένου για τη δυναμική διαχείριση των πόρων που παρέχονται από τον Επόπτη προς εξυπηρέτηση της δικτυακής υποδομής. Τέλος, δοκιμάζουμε και ελέγχουμε διεξοδικά την πρότασή μας εφαρμόζοντάς τη σε πραγματική υποδομή ΠΕΔ. Αυτή η διαδικασία διακρίβωσης παρείχε μία επιτυχημένη μελέτη εφαρμογής της πρότασης. Το προτεινόμενο πληροφοριακό μοντέλο επιτρέπει την περιγραφή των συστατικών μερών και πόρων του ΠΕΔ (ανεξαρτήτως είδους: δικτύου, διακομιστή κ.α.) και, συνεπώς, τη δημιουργία λύσεων διαχείρισης αυτών. Οι όποιες εφαρμογές διαχείρισης δεν αντιλαμβάνονται, ούτε αυτό απαιτείται, το υποκείμενο επίπεδο εικονικοποίησης καθώς και τα χαρακτηριστικά αυτού. 267 379 370 Αγρότης, μόνος ψάχνει; Ανίχνευση των μορφών Ψηφιακού Χάσματος στον ελληνικό αγροτικό χώρο The present postgraduate project detects, studies, describes, and interprets the digital divide in Greek rural areas and farming business. The survey was conducted from the late November 2011 until mid-December 2011, and held in ten (10) municipal units of Kilkis (Central Macedonia, Greece), the selection of which was defined by the method of proportionate stratified random sampling. In the study participated 29 profesional farmers in the prefecture of Kilkis that were selected by random sampling that took place within those ten (10) municipal units. The chosen approach to investigate the survey subject is the qualitative research. For the data collective was utilized the tool of semi-structured interviews, and for the study of the interviews was applied the method of content analysis. Combining those two tools showed qualitative and quantitative figures on the digital divide and the use of new technologies in the Greek rural areas and farming business. The main axis of research concerns the study of the participants in a professional, educational, digital, and informational level. The data reveal two main typologies in relation to the use of Information and Communication Technologies (ICT). The first concerns the typology of the entrepreneur farmer and contains five (5) types of educational profiles, which is the sum result of a function regarding the skill on ICT, the relevant attitudes, method of education, influence of social environment and the desire for future training in ICT. The second typology relates to the disclosure of the Info-technological nature of modern farming, and contains four (4) dominant types, which is the outcome of a function regarding the entrepreneuring farmer's skills in ICT, the stating of satisfaction from the skill level and the way of managing the Info-technological needs of the company. Modern farmers recognize ICT as a tool of great importance to their professional success, and treat the training as a time investment. The obstacles they encounter for entering the digital era concern the lack of broadband infrastructure, the purchasing costs of logistical equipment, a low educational level on foreign languages, and a small, but existing, number of farmers who do not perceive as beneficial, the use of ICT. Overall, are identified nine (9) modulative factors to the digital divide in Greek rural areas and farming business, and four (4) forms of the digital divide. Η παρούσα εργασία ανιχνεύει, μελετά, περιγράφει, και ερμηνεύει τις μορφές ψηφιακού χάσματος στον ελληνικό αγροτικό χώρο. Η έρευνα διεξήχθη το χρονικό διάστημα από τέλος Νοεμβρίου 2011 έως και μέσα Δεκεμβρίου 2011, και πραγματοποιήθηκε σε δέκα (10) δημοτικές ενότητες του νομού Κιλκίς, η επιλογή των οποίων ορίσθηκε με τη μέθοδο της αναλογικά στρωματοποιημένης τυχαίας δειγματοληψίας. Στην έρευνα συμμετείχαν 29 κατ’ επάγγελμα αγρότες του νομού Κιλκίς (γεωργοί και κτηνοτρόφοι), όπου εντοπίστηκαν με τυχαία δειγματοληψία, εντός των δέκα (10) δημοτικών ενοτήτων. Η προσέγγιση που επιλέχθηκε για τη διερεύνηση του αντικειμένου της έρευνας, είναι η ποιοτική. Για την άντληση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το εργαλείο της ημιδομημένης συνέντευξης, ενώ για τη μελέτη των συνεντεύξεων εφαρμόσθηκε η μέθοδος της ανάλυσης περιεχομένου. Ο συνδυασμός αυτών των δυο εργαλείων ανέδειξε ποιοτικά αλλά και ποσοτικά μεγέθη για το ψηφιακό χάσμα και τη χρήση των νέων τεχνολογιών στον ελληνικό αγροτικό χώρο. Οι κύριοι άξονες της έρευνας αφορούν στη μελέτη των συμμετεχόντων σε επαγγελματικό, εκπαιδευτικό, ψηφιακό, και πληροφοριακό επίπεδο. Τα δεδομένα αποκαλύπτουν δυο βασικές τυπολογίες, σε σχέση με τη χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ.) Η πρώτη τυπολογία αφορά στον επιχειρηματία αγρότη και περιέχει πέντε (5) τύπους εκπαιδευτικού προφίλ, που είναι αποτέλεσμα συνάρτησης του αθροίσματος των δεξιοτήτων σε ΤΠΕ, των σχετικών στάσεων, της μεθόδου εκπαίδευσης, της επίδρασης του κοινωνικού περιβάλλοντος, και της επιθυμίας για μελλοντική εκπαίδευση σε ΤΠΕ. Η δεύτερη τυπολογία αφορά στην αποκάλυψη του τεχνοπληροφιακού χαρακτήρα της σύγχρονης αγροτικής επιχείρησης, και περιέχει τέσσερις (4) κυρίαρχους τύπους, που είναι αποτέλεσμα συνάρτησης των δεξιοτήτων του επιχειρηματία αγρότη σε ΤΠΕ, της δήλωσης ικανοποίησης από το επίπεδο δεξιοτήτων του, και του τρόπου διαχείρισης των τεχνοπληροφοριακών αναγκών της επιχείρησης του. Οι σύγχρονοι αγρότες αναγνωρίζουν τις ΤΠΕ ως ένα εργαλείο μεγίστης σημασίας για την επαγγελματική τους επιτυχία, και αντιμετωπίζουν ως κερδοφόρα επένδυση χρόνου την εκπαίδευσή τους σε αυτές. Τα εμπόδια που συναντούν για την είσοδό τους στον ψηφιακό κόσμο αφορούν στη έλλειψη ευρυζωνικών υποδομών, στο κόστος αγοράς υλικοτεχνικού εξοπλισμού, και στο χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο ξένων γλωσσών, ενώ είναι μικρός, αλλά υπαρκτός, ο αριθμός των αγροτών που δεν αντιλαμβάνεται ως ωφέλιμη τη χρήση των ΤΠΕ. Συνολικά εντοπίζονται εννέα (9) παράγοντες διαμόρφωσης του ψηφιακού χάσματος στον ελληνικό αγροτικό χώρο, και τέσσερις (4) μορφές ψηφιακού χάσματος. 268 365 422 Internet, a sociological approach: the image of internet in the daily Greek press Διαδίκτυο, μια κοινωνιολογική προσέγγιση: η εικόνα του διαδικτύου στον ημερήσιο ελληνικό τύπο The Internet, especially after the decade of 90’, has entered dynamically in the daily life of contemporary western societies. New challenges and queries have related to a wide range of social sciences. The advent of Internet has altered the way we communicate, the way we are trade, the kind of solutions we are seek for our individual or social problems. Moreover, the advent of Internet forms new situations and problems for which we have to find new rules of behavior and (maybe) new moral and law rules. In addition, Press is an exceptional source of data, especially in relation to ideology research. Our social research attempts a Content Analysis via a collection of two-month sample (October 2005 & May 2006) of two Greek newspapers (VIMA & KATHIMERINH). We have tried to understand and present the dominant perceptions (dominant ideology) related to the impact of Internet into the modern common consciousness. In other words, we have tried to investigate “What exactly is believed today about the Internet, in the Greek society?”. In fact, we have find 114 tabloids and 733 (directly or indirectly) references (phrases or paragraphes) to the term of Internet which finally we categorized in three (3) main categories and 14 (fourteen) subcategories. What’s more, we have performed a quantitative and qualitative analysis to the aforementioned categories, which are stemmed from the Content Analysis. Furthermore, we have attempt comparisons in relation to the factor of time and both of newspapers. Moreover, we have tried to determine the roots from which these ideas (dominant perceptions) are stem. How these perceptions have formed through the time? And, which is the historical, social and philosophical context that contributes to this result? In parallel, we have referred, to a certain extent, to some queries that the advent of Internet arises. In fact, in same cases, we present our personal opinion. Finally, we present our conclusions in two directions. Firstly, we indicate the basic ideas related to the Internet. Secondly, we conclude that the dominant logic, which derives from our research, has deep historical and philosophical roots in relation to the development of the western civilization. Το διαδίκτυο, ιδιαίτερα μετά την δεκαετία του 90’, έχει εισβάλει δυναμικά στην ζωή (κυρίως) των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Νέες προκλήσεις και ερωτήματα συνδέονται με ένα μεγάλο φάσμα των επιστημών του ανθρώπου. Η έλευση του διαδικτύου τροποποιεί τον τρόπο που επικοινωνούμε, τον τρόπο που συναλλασσόμαστε, το είδος των λύσεων που αναζητούμε σε ατομικά και κοινωνικά προβλήματά μας. Επίσης, διαμορφώνει νέες καταστάσεις, προβλήματα για τα οποία καλούμαστε να βρούμε κανόνες συμπεριφοράς και ίσως νέους ηθικούς και νομικούς κώδικες. Ο Τύπος αποτελεί μια εξαιρετική πηγή στοιχείων ιδιαίτερα σε σχέση με μελέτες ιδεολογίας. Η παρούσα κοινωνιολογική έρευνα επιχειρεί μια Ανάλυση Περιεχομένου σε ένα δείγμα δύο μηνών (Οκτώβριος 2005 & Μάιος 2006) προερχόμενο από τον Ημερήσιο Ελληνικό Τύπο και συγκεκριμένα από τις εφημερίδες Βήμα και Καθημερινή. Στόχος μας είναι η κατανόηση και παρουσίαση των κυρίαρχων αντιλήψεων (κυρίαρχης ιδεολογίας) που συνδέονται με την έλευση του διαδικτύου στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Επιχειρούμε να ανακαλύψουμε το «τι πιστεύεται για το διαδίκτυο σήμερα στην Ελλάδα». Μέσα από την έρευνα των 114 συνολικά εντύπων του δείγματός μας, εντοπίσαμε 733 (άμεσες ή έμμεσες) αναφορές (φράσεις ή παραγράφους) στον τύπο και τις κατηγοριοποιήσαμε σε τρεις (3) κύριες και δεκατέσσερις (14) δευτερεύουσες υποκατηγορίες. Ακολούθως, αναλύουμε λεπτομερώς ποσοτικά και ποιοτικά τις παραπάνω κατηγορίες της ανάλυσης περιεχομένου. Επίσης επιχειρούμε συγκρίσεις σε σχέση με τον χρόνο και τα δύο έντυπα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, επιχειρούμε (σχετικά σύντομα-κωδικοποιημένα, μιας και δεν αποτελεί το επίκεντρο της έρευνά μας) να προσδιορίσουμε τις ρίζες προέλευσης αυτών των αντιλήψεων, να κατανοήσουμε βαθύτερα το «πώς» και το «γιατί». Πως διαμορφώθηκαν αυτές οι αντιλήψεις που συναντήσαμε; Μέσα σε ποιο ιστορικό, κοινωνικό, φιλοσοφικό πλαίσιο; Παράλληλα ασχολούμαστε ως ένα βαθμό με κάποιους προβληματισμούς που αφορούν το παρόν και το μέλλον ζητημάτων που εγείρει η έλευση του διαδικτύου. Δεν διστάζουμε, σε κάποια από τα ζητήματα να παρουσιάσουμε την προσωπική μας θέση και φυσικά την λογική που την συνοδεύει. Τέλος, παραθέτουμε, σχετικά κωδικοποιημένα και συμπυκνωμένα, τα συμπεράσματά μας και παρουσιάζουμε το «τι πιστεύεται τελικά για το διαδίκτυο» σήμερα στον ελληνικό χώρο. Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι πραγματοποιήσαμε μια πρωτότυπη εμπειρική έρευνα και παράλληλα καταβάλαμε μια θεωρητική προσπάθεια για την βαθύτερη κατανόηση και ένταξη σε ένα συγκροτημένο πλαίσιο των όσων στοιχείων συναντήσαμε μπροστά μας. Τέλος, παρουσιάζουμε τα συμπεράσματά μας σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτο, παραθέτουμε, σχετικά κωδικοποιημένα και συμπυκνωμένα, τα συμπεράσματά μας και παρουσιάζουμε το «τι πιστεύεται τελικά για το διαδίκτυο» σήμερα στον ελληνικό χώρο. Δεύτερο, θεωρούμε ότι η κυρίαρχη ιδεολογία, που πηγάζει από τα ευρήματα της ερευνά μας, έχει βαθιές ιστορικές και φιλοσοφικές ρίζες στην πορεία ανάπτυξης του δυτικού πολιτισμού. 269 115 127 Αποτίμηση ακινήτων, λογιστικός χειρισμός αυτών στα πλαίσια της εύλογης αξίας και ανώνυμες εταιρίες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία. The aim of this thesis is to investigate the valuation methods of Real Estate properties, the properties accounting in the context of fair value and the Real Estate Investment Trusts the financial position and performance of which is a function of the property valuations included in their investment portfolio. At first, a reference is made to Real Estate economics and the property valuation methods are analyzed in line with international and domestic literature. Then, the accounting method for properties, measured in the fair value, is determined. Finally, the REITs are analyzed and the relationship between “Eurobank Properties REIC” and General Index is examined for the period 2006-2014 which results in a high level of cointegration. Η παρούσα διπλωματική εργασία διερευνά τις μεθόδους αποτίμησης ακινήτων, τη λογιστική αντιμετώπιση αυτών στα πλαίσια της εύλογης αξίας και τον θεσμό των Real Estate Investment Trusts των οποίων η χρηματοοικονομική θέση και απόδοση είναι συνάρτηση των αποτιμήσεων των ακινήτων που εμπεριέχονται στο επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο. Αρχικά γίνεται αναφορά στα οικονομικά του Real Estate και αναλύονται οι μέθοδοι αποτίμησης ακινήτων μέσα από την διεθνή και εγχώρια βιβλιογραφία. Στη συνέχεια προσδιορίζεται ο λογιστικός χειρισμός των ακινήτων που αποτιμώνται στην εύλογη αξία. Τέλος, αναλύεται ο θεσμός των REITs και ερευνάται η σχέση των αποδόσεων ανάμεσα στην “Eurobank Properties ΑΕΕΑΠ”και τον Γενικό Δείκτη για την περίοδο 2006-2014 η οποία καταλήγει σε ισχυρό βαθμό συνολοκλήρωσης. 270 252 232 Ζητήματα ασφάλειας συστημάτων λογισμικού ανοικτού κώδικα: εφαρμογή του OpenSSL. The cause of this diploma was given by the discovery, perhaps of the biggest security gap, the Heartbleed. This gap influenced an open source library of SSL / TLS, the OpenSSL. Since then several security issues were raised, such as how reliable the security mechanisms of open source software remain. The purpose of this paper is to answer the above question, after the OpenSSL and Heartbleed are studied. In other words, we aim to study whether the security of the implementations SSL / TLS open source is maintained at a high level, while at the same time how cost-effective is the choice of an open source solution for the security of a company. To achieve this, at first we searched into the National Vulnerability Database (NVD) of the American government, for the vulnerabilities of the most widely used implementations SSL / TLS. We recorded them and after having determined the severity of the vulnerabilities by using the calculation CVSS, we concluded that the closed source implementations present the most serious vulnerabilities and consequently they become untrustworthy. Furthermore, after a literature research, we proposed the open source implementations, as a more effective solution for an emerging company. Finally we built an online pharmacy, in which every user can buy products, using certain personal data (names, addresses, credit card number, etc.). To protect this data, we used the OpenSSL library. Along with the help of a network analysis program (Wireshark), we proved that the data are not exposed during their transportation over the Internet. Η αφορμή για αυτή τη διπλωματική δόθηκε με την ανακάλυψη, ίσως του μεγαλύτερου κενού ασφαλείας, του Heartbleed. Αυτό επηρέασε μια ανοικτού κώδικα βιβλιοθήκη του SSL/TLS, την OpenSSL. Από τότε τέθηκαν αρκετά ζητήματα ασφαλείας, όπως το κατά ποσό παραμένουν αξιόπιστοι οι μηχανισμοί ασφαλείας των λογισμικών ανοικτού κώδικα. Σκοπός αυτής της εργασίας είναι αφού μελετήσουμε το OpenSSL και το Heartbleed, να απαντήσουμε στο παραπάνω ερώτημα. Αν διατηρείται δηλαδή σε υψηλά επίπεδα η ασφάλεια των υλοποιήσεων SSL/TLS ανοικτού κώδικα, ενώ παράλληλα πόσο οικονομικά συμφέρουσα είναι η επιλογή μιας τέτοιας λύσης για την ασφάλεια μιας εταιρείας. Για να το πετύχουμε αυτό αρχικά αναζητήσαμε στην Εθνική Βάση Δεδομένων Ευπαθειών (NVD) της Αμερικανικής κυβέρνησης τις ευπάθειες των πιο διαδεδομένων υλοποιήσεων SSL/TLS. Τις καταγράψαμε και αφού προσδιορίσαμε τη σοβαρότητα των ευπαθειών με τον τρόπο υπολογισμού CVSS, καταλήξαμε στο συμπέρασμα, ότι οι υλοποιήσεις κλειστού κώδικα παρουσιάζουν τις σοβαρότερες ευπάθειες, οπότε βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση. Στη συνέχεια μετά από μια βιβλιογραφική έρευνα που κάναμε προτείναμε σαν πιο συμφέρουσα λύση, για μια ανερχόμενη εταιρεία, τις υλοποιήσεις ανοικτού κώδικα. Τέλος κατασκευάσαμε ένα ηλεκτρονικό φαρμακείο, στο οποίο κάθε χρήστης μπορεί να αγοράσει προϊόντα, χρησιμοποιώντας κάποια προσωπικά δεδομένα (ονόματα, διευθύνσεις, αριθμός πιστωτικής κάρτας, κ.α.). Για να προστατέψουμε αυτά τα δεδομένα, χρησιμοποιήσαμε τη βιβλιοθήκη OpenSSL. Παράλληλα με τη βοήθεια ενός προγράμματος ανάλυσης δικτύου (Wireshark), αποδείξαμε ότι τα δεδομένα δεν είναι εκτεθειμένα κατά τη μεταφορά τους στο Διαδίκτυο. 271 177 189 Ο ρόλος των αστροκυττάρων στις διεργασίες της μάθησης και της μνήμης The neural tissue is composed of nerve cells (neurons) and neuroglial cells (neuroglia). Neuroglial cells surround neurons, with the exception of synapses. While we know quite a few things about neurons, the role of glial cells in brain functioning has not been sufficiently analyzed. However, over the last few decades, a number of research’s findings show that astroglial cells play a key role in synaptic transmission and formation of synapses; consequently, learning and memory processes are directly influenced. The objective of this diploma thesis are: A) to make a thorough presentation of the structure and function of neuroglial cells, with emphasis to astrocytes b) to review the role of astrocytes in learning and memory. Modern findings suggest that: 1. Astrocytes affect the induction of LTP / LTD by facilitating or inhibiting the performance of cognitive or memory functions; 2. Loss of astrocyte networks in specific areas in the human brain can lead to cognitive and memory disorders and 3. The astrocytes’ syncutium can participate in the storage of memories through the activity of the astrocytic ion channels. Ο νευρικός ιστός αποτελείται από νευρικά κύτταρα (νευρώνες) και νευρογλοιακά κύτταρα (νευρογλοία). Τα νευρογλοιακά κύτταρα παρεμβάλλονται μεταξύ των νευρώνων, εκτός από τις θέσεις των συνάψεων. Ενώ γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για τους νευρώνες, ο ρόλος των νευρογλοιακών κυττάρων στις λειτουργίες του εγκεφάλου δεν έχει αναλυθεί επαρκώς. Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες, ερευνητικά δεδομένα καταδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο τους στις διεργασίες της μάθησης και της μνήμης, μέσω της επιρροής που ασκούν στη συναπτική διαβίβαση και στον σχηματισμό συνάψεων. Στόχος της διπλωματικής αυτής εργασίας είναι: α) Η περιγραφή της δομής και της λειτουργίας των νευρογλοιακών κυττάρων και η ανάδειξη του πρωταγωνιστικού ρόλου τουςστο ΚΝΣ, και β) Η διερεύνηση του ρόλου των αστροκυττάρων στις λειτουργίες της μάθησης και της μνήμης. Τα σύγχρονα ευρήματα υποδηλώνουν ότι: 1. Τα αστροκύτταρα επηρεάζουν την επαγωγή της LTP/LTD, διευκολύνοντας ή παρεμποδίζοντας την εκτέλεση γνωστικών ή μνημονικών λειτουργιών. 2. Η απώλεια δικτύων αστροκυττάρων σε συγκεκριμένες περιοχές στον ανθρώπινο εγκέφαλο μπορεί να οδηγήσει σε γνωστικές και μνημονικές δυσλειτουργίες. Και 3. Το συγκύτιο των αστροκυττάρων είναι δυνατόν να συμμετέχει στην αποθήκευση των αναμνήσεων, μέσω της δραστηριότητας των ιοντικών διαύλων των αστροκυττάρων. 272 612 456 Phonoprosodic structure of speech in preschool age children with cochlear implant. Η φωνοπροσωδιακή δομή της ομιλίας παιδιών προσχολικής ηλικίας με κοχλιακό εμφύτευμα. This study of prelinguistic speech both for typically developing infants as well as those with cochlear implants, does not consist of an easy task, since the traditional linguistic tools of analysis based on adult language cannot be used readily for the accurate description of adult speech. The present Thesis proceeds to the analysis of infant speech through acoustical and auditory analysis, based on the principles of infraphonological model of Oller (2000). The innovation of the Thesis lies in the analysis of infant speech of protophones of typically developing and also of infants wearing cochlear implants, contributing both to international and to the substantially lacking Greek bibliography. For the purposes of the present Thesis, it was considered necessary to conduct an analysis of prosodic features of protophones, which dominate during infantile speech. This analysis was performed through the protophone prosodic characteristics of duration and pitch. The particular objectives of the Thesis were a) to record the structures of canonical babbling in infants and children of very young age with cochlear implants in respect with the syllabic sequence of consonants and vowels, b) to analyse the range of prosodic fluctuations of protophones mainly of canonical babbling, c) to analyse their duration, d) to compare all the above features with a control group of typically developing infants in order to determine whether the trajectory of the protophone development in children with cochlear implants follows a normal or deviant, peculiar course and finally, e) to present a comparison between infants implanted before or after the 24 months of chronological age since older researches indicated that more benefits emerged from cochlear implantation to the first group rather than the second one. Overall, three typically development infants (TD) participated and seven infants wearing cochlear implants. The children were selected as candidates to receive a cochlear implant under the criteria of the ENT clinic protocol of the AHEPA University Hospital in Thessaloniki. Thus, both the duration and pitch differences of protophones were measured. Furthermore, the number of protophones was classified based on the number of syllables of each protophone type via wide band spectrography aiming at the identification of the most frequent use of protophone syllabic structure in the Greek language. The findings of the present Thesis indicated a) a tendency of infants with cochlear implants to produce isolated vowels of longer duration compared to typically developing peers. In addition, b) the disyllable structure CVCV was found to be the most frequent protophone type of speech over the first year post-operatively, whether the infants received the implant before, or after 24 months of chronological age. Also, c) the appearance of the monosyllable structure of CV recorded since the beginning of the first stages of prelinguistic speech in children with cochlear implants. d) There was no significant statistical difference between the mean pitch difference of typically developing infants and the CI1 infants (group with earlier implantation). In contrast to previous studies based on typical development which argued for the existence of only one syllable type at each stage of prelinguistic speech, the present Thesis e) recorded simultaneous co-existence of multi-syllable types of protophones. This finding relates to the second half of the first year of development of typically developing infants and to the first post-operative year of infants with CIs. Quantitative classification of protophones with the parallel evaluation of their suprasegmental features, through the combination of acoustic and auditory analyses provides a new reliable perspective for comparisons between populations with similar hearing experience. These comparisons of high diagnostic value can positively contribute to the formation and design of new evaluation and intervention techniques useful to speech pathology and audiology. Η μελέτη της φωνοπροσωδιακής δομής της αυθόρμητης ομιλίας νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα αποτελεί μια νέα προσπάθεια για την καταγραφή και ανάλυση του ανώριμου λόγου με στόχο διαγνωστικό και παρεμβατικό. Η παρούσα διατριβή προχώρησε στην ανάλυση του νηπιακού λόγου μέσω των εργαλείων της ακουστικής και ακροατικής ανάλυσης, καθώς και την υιοθέτηση αρχών του υποφωνολογικού μοντέλου του Oller (2000) για την αξιόπιστη περιγραφή του νηπιακού λόγου. Η καινοτομία της διατριβής έγκειται στο γεγονός της ανάλυσης του νηπιακού λόγου μέσω των πρωτοεκφωνημάτων τυπικής ανάπτυξης αλλά και νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα συμβάλλοντας τόσο στην διεθνή βιβλιογραφία όσο και στην σημαντικά υπολειπόμενη ελληνική. Στόχος της παρούσας διατριβής ήταν να πραγματοποιηθεί ανάλυση της προσωδίας των πρωτοεκφωνημάτων, τα οποία κυριαρχούν κατά την νηπιακή ομιλία. Η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε μέσω των προσωδιακών χαρακτηριστικών της διάρκειας και του τονικού ύψους των πρωτοεκφωνημάτων. Συνολικά έλαβαν μέρος τρία νήπια φυσιολογικής ακοής (ΦΑ) και επτά νήπια με κοχλιακά εμφυτεύματα (ΚΕ). Τα παιδιά επιλέχθηκαν ως υποψήφια για λήψη κοχλιακού εμφυτεύματος με βάση τα κριτήρια του πρωτοκόλλου της ΩΡΛ Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Θεσ/νίκης ΑΧΕΠΑ. Μετρήθηκαν τόσο η διάρκεια των πρωτοεκφωνημάτων όσο και οι αντιθέσεις του τονικού ύψους. Ακολούθησε η ταξινόμηση του πλήθους των πρωτοεκφωνημάτων βασιζόμενη στον αριθμό των συλλαβών κάθε πρωτοεκφωνήματος, μέσω φασματογραφίας ευρείας ζώνης με στόχο την εύρεση του πλέον συχνού πρωτοεκφωνήματος στην ελληνική γλώσσα. Τα ευρήματα της παρούσας διατριβής έγκεινται α) στην καταγραφή τάσης των νηπίων με κοχλιακά εμφυτεύματα να παράγουν ΜΦ μεγαλύτερης διάρκειας σε σύγκριση με τα νήπια τυπικής ανάπτυξης. Επίσης, β) η δισύλλαβη δομή ΣΦΣΦ βρέθηκε το πλέον συχνό πρωτοεκφώνημα της ομιλίας μέσα στο πρώτο έτος μετεγχειρητικά είτε τα νήπια έλαβαν το εμφύτευμα πριν, είτε μετά τους 24 μήνες χρονολογικής ηλικίας. Καταγράφηκε γ) η εμφάνιση της συλλαβικής δομής ΣΦ από τα πρώτα στάδια της προλεκτικής ομιλίας των παιδιών με κοχλιακά εμφυτεύματα. Όσον αφορά δ) την προσωδιακή παράμετρο του τονικού ύψους όπως αυτή μελετήθηκε μέσα από την αντίθεση του τονικού ύψους (ΑΤΥ), βρέθηκε χωρίς στατιστική διαφορά μεταξύ των νηπίων τυπικής ανάπτυξης και των νηπίων ΚΕ1 (νωρίτερα εμφυτευμένη ομάδα) προτείνοντας πως η κοχλιακή εμφύτευση όταν γίνεται σε παιδιά κάτω των 2 ετών, μπορεί να συγκριθεί με τις επιδόσεις των παιδιών φυσιολογικής ακοής. Τέλος, ε) καταγράφηκε ταυτόχρονη συνύπαρξη πολλών συλλαβικών τύπων πρωτοεκφωνημάτων. Το εύρημα αυτό αφορά το δεύτερο εξάμηνο του πρώτου έτους ανάπτυξης των νηπίων τυπικής και το πρώτο μετεγχειρητικό έτος των νηπίων με ΚΕ. Οι παραπάνω συγκρίσεις έχουν υψηλή διαγνωστική αξία για την απεικόνιση της εξέλιξης της ομιλίας νηπίων με διαταραγμένη ανάπτυξη και συμβάλλει μελλοντικά τόσο στη διαμόρφωση λογοπαθολογικών δοκιμασιών αξιολόγησης και παρεμβατικών πλαισίων για τους πληθυσμούς αυτούς (τα οποία δεν έχουν κατασκευαστεί μέχρι σήμερα για την ελληνική γλώσσα), όσο και στην διαμόρφωση εντός πληρέστερου ακοολογικού πλάνου αξιολόγησης της συμβολής των ΚΕ στην επικοινωνία των ληπτών. 273 591 682 Dementia among health workers: knowledge, practice and obstacles. Άνοια διάγνωση, διαχείριση και φροντίδα: γνώση, πρακτική και εμπόδια με τους επαγγελματίες της υγείας. This thesis explores the knowledge, practices and obstacles to appropriately diagnose and manage dementia in Nepal. Dementia is a progressive deterioration of a largely irreversible clinical syndrome in cognitive function- the ability to process thought. It is significant global burden due to under detection, diagnostic misconceptions, the ambigious nature of its symptoms and sub-optimal management in primary care. Dementia is difficult to pre-diagnose in the early stages for health professionals (HPs) and thus a substantial percentage of patients with cognitive signs and symptoms are missed. However, HPs have a crucial role in the diagnosis and management of dementia, to evaluate the severity of the problem, in providing quality primary care in terms of the identification, assessment, provision of information, referral and ongoing management. There is a gap in the literature as to what represents best practice with regard to educating HPs improving dementia detection practices and management. This gap, which exists in developed countries, is quite substantial in Nepal. This thesis reports on the experiences of Nepalese HPs, but the conclusions have policy and practice implications for other developing countries. This thesis is structured in 7 chapters which includes there empirical studies and one systematic review. The overall aim is to identify the key obstacles and barriers to the successful diagnosis and management of dementia. The three empirical cross-sectional studies examine the problem from different perspectives. The first study identified general practitioners’ (GPs) knowledge, practices, and obstacles with regard to the diagnosis and management of dementia. The study used standardized questionnaires covering knowledge, practices, and obstacles were distributed among a purposive sample of GPs in Kathmandu, Nepal. The study found that the knowledge of practitioners’ with regard to the diagnosis and management of dementia was unsatisfactory. Moreover, the following diagnosis and management barriers were identified: are communicating the diagnosis, negative views of dementia, difficulty diagnosing early stage dementia, acceptability of specialists, responsibility for extra issues, knowledge of dementia and aging, less awareness of declining abilities, diminished resources to handle care, lack of specific guidelines, and poor awareness of epidemiology. The majority were refered as diagnostic tools as following: ask about past mental illness, ask carer about behavioral or personality changes, test for depression, check glucose, arrange a chest X-ray, check FBC, check TSH, arrange an ECG, check calcium, check renal function, test for cognitive function, check for functional loss, check BP, test urine for infection. The second study concerns the diagnosis practices, confidence, management practices and difficulties of multi-specialist doctors concerning dementia. Results indicated that they diagnosed more as false- positive and false-negative on average of new cases of dementia and the majority showed a desire to take dementia specialist training to improve their performance. The third study concerns the knowledge, practices and barriers of nurses concerning dementia care. This study involved a purposive sampling approach with 44 nurses using structured multiple choice questionnaires covering demographic questions, knowledge about dementia, management of dementia and barriers to care. The results indicated that the knowledge of Nurses’ with regard to the diagnosis, management and care of dementia was unsatisfactory. The care and management of patients with dementia in hospital settings is a challenge for Nurses in Nepal. Educational programs and health-care policies are needed to increase awareness of dementia in nursing practice with regard to management and care. The fourth study reports on a realist review of interventions aimed at improving knowledge, detection practices and management of dementia among health professionals. Healthcare professionals (HPs) play a key role in the detection and management of dementia. Άνοια είναι η προοδευτική επιδείνωση ενός μη αναστρέψιμου κλινικού συνδρόμου στη γνωστική λειτουργία- την ικανότητα να επεξεργάζεται τη σκέψη. Η άνοια αποτελεί ένα σημαντικό ζήτημα σε όλο τον κόσμο κατά τον 21ο αιώνα καθώς βρίσκεται υπό ανίχνευση και υπό προσπάθεια διαχείρισης από τους επαγγελματίες υγείας. Ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών με γνωστικά σημάδια και συμπτώματα δεν εντοπίζεται από τους επαγγελματίες υγείας. Η εργασία αυτή στοχεύει στον προσδιορισμό των βασικών εμποδίων και των φραγμών στην επιτυχή διάγνωση και την αντιμετώπιση της άνοιας. Η εργασία αποτελείται από τέσσερις συγχρονικές μελέτες που εξετάζουν το πρόβλημα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Η πρώτη μελέτη που διεξήχθη εντόπισε τις γενικές γνώσεις των γενικών ιατρών, τις πρακτικές και τα εμπόδια όσον αφορά τη διάγνωση και την αντιμετώπιση της άνοιας. Η μελέτη χρησιμοποίησε τυποποιημένα ερωτηματολόγια που καλύπτουν τις γνώσεις, τις πρακτικές και τα εμπόδια, τα οποία διανεμήθηκαν σε ένα σκόπιμα επιλεγμένο δείγμα γενικών παθολόγων στο Κατμαντού του Νεπάλ. Η μελέτη αυτή διαπίστωσε ότι η γνώση των επαγγελματιών όσον αφορά τη διάγνωση και την αντιμετώπιση της άνοιας δεν ήταν ικανοποιητική. Επιπρόσθετα, εντοπίστηκαν τα ακόλουθα εμπόδια στη διάγνωση και την αντιμετώπιση: ανακοίνωση της διάγνωσης, αρνητικές απόψεις για την άνοια, δυσκολία στην διάγνωση της άνοιας σε αρχικό στάδιο, αποδοχή των ειδικών, ευθύνη για επιπλέον θέματα, γνώση της άνοιας και της γήρανσης, λιγότερη επίγνωση της μείωσης των ικανοτήτων, μειωμένοι πόροι για το χειρισμό της φροντίδας, έλλειψη ειδικών κατευθυντήριων γραμμών, και περιορισμένη γνώση της επιδημιολογίας. Η δεύτερη μελέτη αφορά τις πρακτικές διάγνωσης, την εμπιστοσύνη, τις πρακτικές διαχείρισης και τις δυσκολίες των πολλών ειδικευμένων ιατρών σχετικά με την άνοια. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι διέγνωσαν περισσότερα ψευδή θετικά και ψευδή αρνητικά αποτελέσματα κατά μέσο όρο των νέων περιπτώσεων άνοιας και η πλειοψηφία εξέφρασε την επιθυμία να λάβει ειδική εκπαίδευση στην άνοια για να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Η τρίτη μελέτη αφορά τις γνώσεις, τις πρακτικές και τα εμπόδια των νοσηλευτών σχετικά με τη φροντίδα της άνοιας. Η μελέτη αυτή αφορούσε μια σκόπιμη δειγματοληψία με 44 εγγεγραμμένους νοσηλευτές χρησιμοποιώντας δομημένα ερωτηματολόγια πολλαπλής επιλογής που κάλυπταν δημογραφικές ερωτήσεις, γνώσεις σχετικά με την άνοια, διαχείριση της άνοιας και εμπόδια στην παροχή φροντίδας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η γνώση των νοσηλευτών όσον αφορά τη διάγνωση, τη διαχείριση και τη φροντίδα της άνοιας δεν ήταν ικανοποιητική. Η φροντίδα και η διαχείριση των ασθενών με άνοια στο νοσοκομείο είναι μια πρόκληση για τους νοσηλευτές στο Νεπάλ. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα και πολιτικές φροντίδας υγείας απαιτούνται για την αύξηση της επίγνωσης της άνοιας στη νοσηλευτική πρακτική όσον αφορά τη διαχείριση και τη φροντίδα. Η τέταρτη μελέτη αναφέρεται σε μια ανασκόπηση των παρεμβάσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της γνώσης, στον εντοπισμό των πρακτικών και στη διαχείριση της άνοιας ανάμεσα στους επαγγελματίες υγείας. Οι επαγγελματίες υγείας διαδραματίζουν ένα βασικό ρόλο στην ανίχνευση και τη διαχείριση της άνοιας. Ωστόσο, υπάρχει ένα κενό στη βιβλιογραφία ως προς το τι αντιπροσωπεύει τη βέλτιστη πρακτική όσον αφορά την εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας στη βελτίωση των πρακτικών ανίχνευσης της άνοιας και της διαχείρισης της. Έτσι, ο στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να συνθέσει τις συγκεντρωτικές μελέτες που αποσκοπούν στη βελτίωση της γνώσης της φροντίδας υγείας, στον εντοπισμό των πρακτικών και στη διαχείριση της άνοιας ανάμεσα στους επαγγελματίες υγείας. Οι σχετικές βάσεις δεδομένων των ιατρικών και κοινωνικών επιστημών ερευνήθηκαν και 25 μελέτες παρέμβασης εντοπίστηκαν. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι προγράμματα συνεργασίας που βασίζονται σε πρακτικά σεμινάρια στην κοινότητα και πολυδιάστατα εκπαδευτικά προγράμματα ήταν. τα πιο αποτελεσματικά. Η πρώιμη διάγνωση, διαχείριση και φροντίδα των ασθενών με άνοια μπορεί να βελτιωθεί με: συνδυασμό (μεταξύ των επαγγελματιών υγείας) προγραμμάτων παρέμβασης, προγραμμάτων με βάση τη θεωρία, καλύτερη κατάρτιση στην πληροφορική, εκπαίδευση δεξιοτήτων, αυτο-κατευθυνόμενη μάθηση και ηλεκτρονικές παρεμβάσεις και πολλαπλές επισκέψεις σε πιθανούς ασθενείς με άνοια. Το γενικό συμπέρασμα της διδακτορικής διατριβής είναι ότι επαγγελματίες υγείας πρέπει να υποστηρίζονται για να βελτιώσουν τις γνώσεις τους, για να αντιμετωπίζουν συμπεριφορικά προβλήματα που σχετίζονται με την άνοια, να ενημερώνονται για τις υπηρεσίες και να έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν σε πιο έγκαιρη διάγνωση στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Μελλοντικά προγράμματα παρέμβασης θα πρέπει να εκπαιδεύουν τους επαγγελματίες υγείας με εξειδικευμένα προγράμματα που είναι καταρτισμένα ως προς το περιεχόμενο. 274 254 287 Occupational mobility: factorsof influence and dimensions of formation of the phenomenon in Greece Επαγγελματική κινητικότητα: παράγοντες επίδρασης και διαστάσεις διαμόρφωσης του φαινομένου στην Ελλάδα The subject of this doctoral thesis is the occupational mobility in a small-scale research. The purpose of this thesis is to depict the phenomenon of occupational mobility as a whole, through the recording of all the occupational transitions occurring in individuals’ career. For this purpose specific demographic and work-related factors were examined that impact on the formation of this particular phenomenon. Also attitudes, behaviors and career skills that define the notion of career nowadays were examined. The thesis is divided in two parts. The former examines issues of conceptual and institutional frame of the occupational mobility. Contemporary career theories and models are presented. The theoretical approaches that are emphasized are of great importance, coming from the scientific field of sociology, highlighting the role of the social variables in this specific issue. Finally, the first part of the thesis presents the main empirical results that have emerged from research in this field. In the second part of the thesis, occupational mobility is examined through the implementation of the Factorial Correspondence Analysis in order to detect the dimensions which describe the phenomenon as a whole. Finally, the demographic and work-related factors are detected and the dimensions which emerged by the model, that have an impact on occupational mobility. This under investigation phenomenon is affected statistical significantly by two of the occupational mobility dimensions, as well as several of the demographic and work-related factors, such as the educational level and tenure of the participants. Η διατριβή αυτή έχει ως αντικείμενο μελέτης και έρευνας την επαγγελματική κινητικότητα. Σκοπός της διατριβής είναι η αποτύπωση των χαρακτηριστικών και παραμέτρων της επαγγελματικής κινητικότητας μέσα από την καταγραφή του συνόλου των επαγγελματικών αλλαγών, που πραγματοποιούν άτομα κινητικά σε επίπεδο σταδιοδρομίας. Για τον σκοπό αυτό εξετάζονται συγκεκριμένοι δημογραφικοί και εργασιακοί παράγοντες, που επιδρούν στη διαμόρφωση του εν λόγω φαινομένου. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διερεύνηση στάσεων, συμπεριφορών και δεξιοτήτων σταδιοδρομίας ατόμων, που έχουν πραγματοποιήσει επαγγελματικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους πορείας, σε σχέση με την επαγγελματική κινητικότητα. Η διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος εξετάζει ζητήματα εννοιολογικού περιεχομένου και θεσμικού πλαισίου της επαγγελματικής κινητικότητας. Παρουσιάζονται σύγχρονες θεωρίες και μοντέλα σταδιοδρομίας, ενώ δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη σύνδεσή τους με θεωρητικές προσεγγίσεις, που προέρχονται από το επιστημονικό πεδίο της κοινωνιολογίας, αναδεικνύοντας το ρόλο των κοινωνικών παραμέτρων στην επαγγελματική κινητικότητα. Τέλος, στο πρώτο μέρος της διατριβής αποτυπώνονται τα σημαντικότερα εμπειρικά αποτελέσματα, που έχουν προκύψει από έρευνες στο συγκεκριμένο πεδίο. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής διερευνάται η επαγγελματική κινητικότητα, μέσα από την εφαρμογή της Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών, με σκοπό την ανάδειξη εκείνων των διαστάσεων που περιγράφουν σχεδόν καθολικά το υπό μελέτη φαινόμενο. Επίσης, κατασκευάζεται ένα μοντέλο δομικών εξισώσεων, μέσα από τη διερεύνηση της επίδρασης των διαστάσεων της επαγγελματικής κινητικότητας μεταξύ τους, καταδεικνύοντας την ύπαρξη ενός δομικού μοντέλου. Τέλος, εντοπίζονται εκείνοι οι δημογραφικοί και εργασιακοί παράγοντες καθώς και οι διαστάσεις που αναδείχθηκαν από το μοντέλο, που φαίνεται να επηρεάζουν την επαγγελματική κινητικότητα. Δύο από τις διαστάσεις της επαγγελματικής κινητικότητας και αρκετοί από τους δημογραφικούς και εργασιακούς παράγοντες, όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο και τα έτη προϋπηρεσίας των ερωτώμενων, δείχνουν να επηρεάζουν σε στατιστικά σημαντικό βαθμό το υπό μελέτη φαινόμενο. 275 330 373 Secure cryptographic protocols and applications based on bilinear pairings Ασφαλή κρυπτογραφικά πρωτόκολλα και εφαρμογές βασισμένα σε διγραμμικούς ζευγισμούς Bilinear pairings over elliptic curve groups constitute a very promising primitive for the construction of novel assymetric encryption systems where any string that undeniably identities a user or an attribute can work as a public key. This property enables the creation of public keys on the sender's side and no key-transmission or certificate is required. As a result, Identity-Based (IBE) and Certificate-less (CLE) encryption schemes have been proposed in the literature in order to replace conventional, but complex in maintenance, Public Key Infrastructure (PKI). After the introduction of IBE, the so called pairing-based cryptography becomes a very active topic and new schemes have been proposed that either improve upon conventional cryptography, such as short signatures or key exchange, or propose new cryptographic concepts. One of most interesting applications of pairings includes the server-passive Timed-Release Encryption (TRE), where a message can only be decrypted at a designated time instant in the future. This property is achieved by defining a unique time-instant as an identity and is essential in a number of emerging e-commerce and e-government applications including e-voting, blind auctions, e-lottery and scheduled e-payments. Recently, by considering what constitutes an identity in cryptography, new cryptographic schemes appeared that deal with distinct characteristics as identities. Some of the best examples include: Position-Based Encryption (PBE), where a geographic location works as an identity, Password as Identity Encryption in which a user's password has the role of a public key for anonymous communication and Fuzzy IBE from biometric identities, such as a fingerprint or iris scan. This Thesis presents the basic underlying mathematics of pairings, analyzes existing IBE, CLE, TRE, Fuzzy IBE and Key Exchange schemes from pairings and proposes new protocols that improve upon existing approaches in terms of efficiency, memory requirements, security and offered-properties. Additionally, two complete implementation infrastructures for IBE and TRE, respectively, are proposed and a new solution for PBE that combines IBE with Graphical Passwords and Voronoi Tessellations is presented. Οι διγραμμικοί ζευγισμοί σε ομάδες ελλειπτικών καμπύλων αποτελούν ένα πολλά υποσχόμενο εργαλείο για την κατασκευή καινοτόμων μη-συμμετρικών συστημάτων κρυπτογράφησης, στα οποία οποιοδήποτε χαρακτηριστικό προσδιορίζει επαρκώς μία ταυτότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν δημόσιο κλειδί. Αυτή ακριβώς η ιδιότητα επιτρέπει τη δημιουργία των δημόσιων κλειδιών κρυπτογράφησης στη πλευρά του αποστολέα με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται αποστολή των κλειδιών και ψηφιακά πιστοποιητικά. Νέα πρωτόκολλα, όπως η Κρυπτογράφηση Βασισμένη στην Ταυτότητα (ΙΒΕ) και η Κρυπτογράφηση Χωρίς χρήση Πιστοποιητικών (CLE) έχουν προταθεί στη βιβλιογραφία με κύριο στόχο να αντικαταστήσουν την παραδοσιακή, αλλά δύσχρηστη στην συντήρηση, Υποδομή Δημοσίου Κλειδιού (ΡΚΙ). Με την εμφάνιση των ΙΒΕ συστημάτων, η κρυπτογραφία βασισμένη σε διγραμμικούς ζευγισμούς έγινε ένας πολύ ελκυστικός ερευνητικός τομέας και πολλά σχετικά πρωτόκολλα έχουν προσφάτως παρουσιαστεί όπου είτε βελτιώνουν την υπάρχουσα υποδομή κρυπτογράφησης, όπως τις ψηφιακές υπογραφές και την συμφωνία κλειδιών συνόδου είτε προτείνουν εντελώς καινούργια κρυπτογραφικά θέματα και ιδιότητες. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες εφαρμογές των διγραμμικών ζευγισμών αποτελεί η Χρονοκρυπτογράφηση (TRE), όπου ένα μήνυμα μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί μόνο μετά από μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο μέλλον. Η παραπάνω ιδιότητα γίνεται πράξη εάν αντιληφθούμε την κάθε χρονική στιγμή σαν ξεχωριστή οντότητα με συγκεκριμένη ταυτότητα. Η χρήση της TRE κρίνεται πραγματικά απαραίτητη σε ένα πλήθος μοντέρνων ηλεκτρονικών εμπορικών ή κρατικών εφαρμογών, όπως η ηλεκτρονική ψηφοφορία, οι κλειστές δημοπρασίες, ο ηλεκτρονικός τζόγος και οι προσχεδιασμένες ηλεκτρονικές συναλλαγές. Πρόσφατα, αναθεωρώντας το τι αποτελεί ταυτότητα στην κρυπτογραφία, νέα συστήματα εμφανίστηκαν που διαχειρίζονται διάφορα μοναδικά χαρακτηριστικά σαν κρυπτογραφικές ταυτότητες. Κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα αποτελούν, η κρυπτογράφηση με βάση τη Γεωγραφική Θέση (ΡΒΕ), η ανώνυμη κρυπτογράφηση όπου το όνομα χρήστη και ταυτόχρονα το δημόσιο κλειδί ενός χρήστη είναι το ίδιο το password και η Ασαφής (Fuzzy) ΙΒΕ για βιομετρικές ταυτότητες, όπως το δακτυλικό αποτύπωμα και η σάρωση της ίριδας του ματιού. Αυτή η θέση παρουσιάζει τα βασικά μαθηματικά όπου χρειάζονται για την κατανόηση της χρήσης των διγραμμικών ζευγισμών στην κρυπτογραφία, αναλύει όλες τις προαναφερόμενες τεχνικές κρυπτογράφησης και προτείνει νέα καινοτόμα πρωτόκολλα που είτε βελτιώνουν υπάρχουσες τεχνικές είτε προσφέρουν νέες ιδιότητες. Επιπλέον, παρέχονται δύο ολοκληρωμένες υλοποιημένες λύσεις για την ΙΒΕ και την TRE, ενώ παρουσιάζεται μία καινοτόμα λύση για την λύση της ΡΒΕ που συνδυάζει τις προαναφερόμενες μεθόδους με Γραφικούς Κωδικούς Εισόδου και διαγράμματα Voronoi. 276 354 363 Activated public opinion on Web 2.0: the case of political blogs. Ενεργητική κοινή γνώμη στο συμμετοχικό διαδίκτυο: η περίπτωση των πολιτικών ιστολογίων. Among the most popular applications of Web 2.0 regarding politics are the blogs with political content. According to Chadwick (2006), blogs may refer to each other via hyperlinks, forming in that way social networks. In these networks, they tend to form clusters that correspond to communities within the overall political blogosphere. The aim of this thesis was to investigate the Greek political blogosphere focusing on the formation of these blog communities, based on their hyperlink interconnectivity. As a first step, 127 political blogs were recorded, which were found to be among the most popular in the survey period. Based on their hyperlinking properties, the adjacency matrix from the blogs’ social network was constructed. By applying Multidimensional Scaling and Cluster Analysis, clusters were located, which correspond to the aforementioned communities and consequently to the way political bloggers see the whole community they form. Taking a step further, research took place in order to investigate if political blogs, belonging to the above mentioned clusters or not, are somehow related to the degree they may potentially influence their readers. Findings showed that high influence does not always involve high hyperlinking or vice versa. Finally, by applying Content Analysis to the content of the blogs forming the clusters as well as to the most influential blogs that did not belong to any of these clusters, the qualitative characteristics and the general topics of political discussion taking place in their content were identified, regarding to the specific survey period. Findings suggested that the qualitative characteristics of the political blogs are significantly related to the cluster they belong to according to their hypelinking. In conclusion, a method of mapping the political blogoshere, consisting of three components, is presented in this thesis. In the research that took place, the method proved to be able to investigate both its qualitative and quantitative characteristics. By applying it in the Greek political blogosphere, it became possible for the first time to investigate thoroughly the political debate that takes place on the internet, its characteristics and the influence it can have on public opinion. Μια από τις γνωστότερες εφαρμογές του συμμετοχικού διαδικτύου Web 2.0 σε ό,τι έχει να κάνει με την πολιτική, αποτελούν τα ιστολόγια πολιτικού περιεχομένου. Σύμφωνα με τον Chadwick (2006) τα ιστολόγια αυτά είναι έτσι δομημένα ώστε να παραπέμπουν το ένα στο άλλο μέσω υπερσυνδέσμων, σχηματίζοντας έτσι κοινωνικές δομές. Στις δομές αυτές τα ιστολόγια συναθροίζονται σε συστάδες που αντικατοπτρίζουν κάποιες κοινότητες εντός της συνολικής πολιτικής μπλογκόσφαιρας. Στόχος της διατριβής είναι η διερεύνηση της ελληνικής πολιτικής μπλογκόσφαιρας υπό το πρίσμα του σχηματισμού των παραπάνω κοινοτήτων ιστολογίων με βάση τη διασυνδεσιμότητα τους. Η μελέτη κατέγραψε και επικεντρώθηκε σε ένα σύνολο 127 ιστολογίων που κατά την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας ήταν μεταξύ των δημοφιλέστερων. Με βάση τα χαρακτηριστικά διασυνδεσιμότητας τους, ο δημιουργήθηκε ο πίνακας γειτνίασης. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές της Πολυδιάστατης Κλιμάκωσης και της Ανάλυσης Συστάδων η έρευνα εντόπισε τις μικρότερες κοινότητες (πυρήνες) στις οποίες τα ιστολόγια παραπέμπουν. Προτείνεται έτσι κατ’ ουσία ένας τρόπος ανίχνευσης των κοινοτήτων αυτών που αντιστοιχεί στο πώς η κοινότητα των ιστολογίων βλέπει τον ίδιο της τον εαυτό. Η διατριβή προχωρά ένα επίπεδο παραπάνω ερευνώντας αν οι εντοπισμένοι πυρήνες σχετίζονται με την επιρροή που τα ιστολόγια μέσα σ’ αυτούς μπορούν δυνητικά να ασκήσουν. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η θέση των ιστολογίων στην συνολική κοινωνική δομή δεν αντικατοπτρίζει μονοσήμαντα και την αναγνωσιμότητα και κατά συνέπεια επιρροή που ένα ιστολόγιο μπορεί να έχει. Τέλος, πραγματοποιείται Ανάλυση Περιεχομένου στις δημοσιεύσεις των ιστολογίων των τριών βασικών πυρήνων και στις δημοσιεύσεις ενός δείγματος από τα υπόλοιπα ιστολόγια, αυτών με το μεγαλύτερο Συνολικό Δείκτη δείκτη Επιρροής. Με την Ανάλυση Περιεχομένου φωτίστηκαν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ιστολογίων και εντοπίστηκαν τα γενικότερα θέματα συζήτησης που διεξαγόταν εντός αυτών κατά την περίοδο συλλογής του υλικού. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ιστολογίων σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό με το σχηματισμό πυρήνων. Συμπερασματικά, προτάθηκε μια μέθοδος έρευνας της πολιτικής μπλογκόσφαιρας αποτελούμενη από 3 συνιστώσες, που είναι σε θέση να καταγράψει τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά τα χαρακτηριστικά της. Η εφαρμογή της στα ελληνικά πολιτικά ιστολόγια φώτισε για πρώτη φορά ένα μέρος της πολιτικής δημόσιας συζήτησης που λαμβάνει χώρα στο διαδίκτυο, τα χαρακτηριστικα της και την επιρροή που μπορεί να έχει στην κοινή γνώμη. 277 394 507 Cognitive mechnanisms involved in eating behavior Γνωστικοί μηχανισμοί που εμπλέκονται στη διατροφική συμπεριφορά The scope of the present thesis was to understand the cognitive mechanisms ivolved in certain aspects of eating behavior. For that reason we conducted a series of studies. Eating behavior is the result of the brain processing of stimuli. Stimuli brain processing is based on previously stored knowledge in the long-term memory and produces a certain behavior. The knowledge we hold has been acquired though cognitive processes (eg. memory, attention, perception, etc.). Therefore, cognitive processes play a crucial role in eating behavior and their study constitutes the most integrated approach to understand human eating behavior. We first looked into the relation between semantic memory, priming and nutrition. Food preferences are one of the most influential factors in eating behavior (Ogden, 2010). Therefore, it is very important to be able to indirectly assess the food preferences of the individual. In our first study we showed that verbal fluency task could serve as a fast, easy, accurate and reliable method to indirectly assess the food preferences of the individual. Also, through the verbal fluency task execution, it was deducted that certain taste categories are intermingled with certain emotions. Subsequently, we dealt with semantic and episodic memory, via the concept of episodic future thought that constructs life goals and food preferences. The results demonstrated that certain life goals are related to individual’s food preferences taking into account different body weight factors (i.e. body mass index and body weight stability). In the third study, we wanted to investigate the visuo-spatial processing of different images, including body image that is part of body memory (Riva, 2018). Body memory depends on semantic and episodic memory and is the result of our general knowledge, our own direct body experience and our body experience through the eyes of others. Through an experimental study we observed that there is differential visuo-spatial processing of different images between overweight/obese and normal weight right-handed healthy females. In conclusion, to exert an influence on someone’s eating behavior we could first indirectly assess the food preferences of the individual and adopt a more holistic approach that takes into account personal life goals and the meaning and symbols that come along with food. In addition, we should keep in mind that individuals with high body mass index probably have a differential visuo-spatial processing that may affect body image perception and consiquently eating behavior. Η διατροφική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα της εγκεφαλικής επεξεργασίας των αισθητηριακών ερεθισμάτων. Η επεξεργασία αυτή γίνεται βάσει της γνώσης που είναι αποθηκευμένη στη μακροπρόθεσμη μνήμη και οδηγεί σε μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Τη γνώση που έχουμε την αποκτούμε μέσα από γνωστικές λειτουργίες π.χ. μνήμη, προσοχή, αντίληψη. Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι το γνωστικό σύστημα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης διατροφικής συμπεριφοράς και ότι η μελέτη των γνωστικών μηχανισμών παρέχει την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση για να κατανοήσουμε τη διατροφική συμπεριφορά του ανθρώπου. Στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η κατανόηση των γνωστικών μηχανισμών που εμπλέκονται σε κάποια χαρακτηριστικά της διατροφικής συμπεριφοράς. Για τον σκοπό αυτό διεξήχθησαν τρεις έρευνες. Αρχικά ασχοληθήκαμε με τη σχέση της εννοιολογικής μνήμης και της μνήμης ευόδωσης με τη διατροφή. Δεδομένου ότι οι διατροφικές προτιμήσεις είναι από τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζουν τη διατροφική συμπεριφορά (Ogden, 2010), είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να αξιολογήσουμε έμμεσα τις διατροφικές προτιμήσεις του ατόμου. Μέσα από την πρώτη έρευνά μας δείξαμε ότι η δοκιμασία συνειρμικής κατονομασίας αποτελεί μία γρήγορη, εύκολη, αξιόπιστη και έγκυρη μέθοδο για την αξιολόγηση των διατροφικών προτιμήσεων. Επίσης, μέσα από τη δοκιμασία της συνειρμικής κατονομασίας προέκυψε ότι συγκεκριμένες γεύσεις είναι συνυφασμένες με συγκεκριμένα συναισθήματα. Στη συνέχεια, στη δεύτερη έρευνά μας, εξετάσαμε τη σχέση των διατροφικών προτιμήσεων του ατόμου με την εννοιολογική και βιωματική μνήμη, μέσα από την έννοια της βιωματικής μελλοντικής σκέψης που δομεί τους προσωπικούς στόχους ζωής του ατόμου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι συγκεκριμένοι στόχοι ζωής σχετίζονται με τις διατροφικές προτιμήσεις του ατόμου λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του σωματικού βάρους (δείκτης μάζας σώματος και σταθερότητα βάρους). Στην τρίτη έρευνα θέλαμε να διερευνήσουμε την οπτικοχωρική επεξεργασία διάφορων εικόνων μεταξύ των οποίων και της εικόνας του σώματος που αποτελεί κομμάτι της μνήμης του σώματος (Riva, 2018). Η μνήμη του σώματος έχει να κάνει με την εννοιολογική και τη βιωματική μνήμη, και είναι αποτέλεσμα της γενικότερης γνώσης μας, της απευθείας εμπειρίας του δικού μας σώματος, καθώς και της εμπειρίας του δικού μας σώματος μέσα όμως από τη σκοπιά των άλλων. Η εικόνα του σώματος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εικόνας του εαυτού μας και μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη συμπεριφορά μας. Παχύσαρκα άτομα που υπερτιμούν το μέγεθος του σώματός τους τείνουν να καταφεύγουν σε υπερφαγικά επεισόδια και υποφέρουν από μεγαλύτερα ψυχολογικά προβλήματα από ότι παχύσαρκα άτομα τα οποία δεν υπερτιμούν το σωματικό τους μέγεθος και σχήμα (Grilo, White and Masheb, 2012). Διεξάγοντας μία πειραματική έρευνα, είδαμε ότι υπάρχει διαφορετική οπτικοχωρική επεξεργασία εικόνων μεταξύ δεξιόχειρων γυναικών με υψηλό δείκτη μάζας σώματος και αντίστοιχων ατόμων με φυσιολογικό βάρος. Συμπερασματικά, για να επηρεάσουμε τη διατροφική συμπεριφορά κάποιου, μπορούμε να αξιολογήσουμε έμμεσα τις διατροφικές προτιμήσεις του και να υιοθετήσουμε ίσως μια πιο ολιστική προσέγγιση που θα συνυπολογίζει τους προσωπικούς στόχους ζωής του ατόμου και τους συμβολισμούς και τα νοήματα που συνοδεύουν την τροφή. Επιπλέον, θα ήταν χρήσιμο να έχουμε κατά νου ότι άτομα με υψηλό δείκτη μάζας σώματος ενδεχομένως να εμφανίζουν διαφορετική οπτικοχωρική επεξεργασία, η οποία μπορεί να επηρεάζει την επεξεργασία της εικόνας του σώματος, και αυτή με τη σειρά της τη διατροφική συμπεριφορά. 278 240 225 Democracy and work: forms of functioning and management in the workplace in the European Union Δημοκρατία και εργασία: μορφές λειτουργίας και διοίκησης στον εργασιακό χώρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση The aim of this Ph.D. thesis is to examine the connection between democracy and the workplace in the European space after the Industrial Revolution. The writer presents an extensive analysis of the developments in terms such work, economic transactions and globalization in relation to three variables that are directly connected with democracy. These three variables are participation of the individual in any forms of democratic governance in the workplace or in the society, information and consultation as a continuous method of democratic education and property and her relation to the freedom of the individual. It is noted that in the 3rd Industrial Revolution, all the aforementioned variables are subject to significant changes that alter both our perception on democracy as well as her connection with the creation of a democratic citizen in the workplace. At the same time, the European space has been transformed into an intergovernmental cooperation with elements of a federation where there is freedom in the transfer of capital, services and workers between member states that have different industrial relations systems and legal framework. For that reason, the case of European Works Councils, in accordance with Recast Directive 38/2009/EC, as a network form of employee participation, is chosen in order to examine the manner that the above three variables can contribute into the connection between democracy and the workplace in the EU. Η παρούσα διατριβή εξετάζει τη σύνδεση μεταξύ της δημοκρατίας και της εργασίας όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στον ευρωπαϊκό χώρο μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται μία εκτενής αναφορά στην εξέλιξη του ίδιου του ζητήματος της εργασίας, των οικονομικών συναλλαγών και της παγκοσμιοποίησης αλλά και των μεταβλητών που συνδέονται άμεσα με τη δημοκρατία. Αυτές οι μεταβλητές είναι η συμμετοχή του ατόμου στις όποιες μορφές δημοκρατικής οργάνωσης τόσο στην εργασία όσο και στην κοινωνία, η ενημέρωση και διαβούλευση ως μία μέθοδο συνεχούς δημοκρατικής εκπαίδευσης του ατόμου και η ιδιοκτησία ως σύνδεση του ατόμου με την ελευθερία. Παρατηρείται ότι στην αποκαλούμενη 3η Βιομηχανική Επανάσταση, οι προαναφερθείσες μεταβλητές έχουν υποστεί σημαντικές μεταλλάξεις, οι οποίες επηρεάζουν με τη σειρά τους τόσο την αντίληψη όσο και τη σύνδεση με τη δημοκρατία μέσα στο χώρο της εργασίας. Παράλληλα, ο ευρωπαϊκός χώρος έχει μετεξελιχτεί σε μία διακυβερνητική συνεργασία με στοιχεία ομοσπονδίας, όπου υπάρχει ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, υπηρεσιών και ατόμων με διαφορετικά συστήματα εργασιακών σχέσεων. Για αυτό το λόγο, επιλέγεται να εξεταστεί το υπόδειγμα των Ευρωπαϊκών Συμβουλίων Εργαζομένων σύμφωνα με την Αναθεωρητική Οδηγία 38/2009/ΕΚ και ο τρόπος με τον οποίο τέτοιου είδους δικτυακές οργανώσεις με πρωτοβουλία των συνδικαλιστικών οργανώσεων μπορούν να ανταποκριθούν στις αλλαγές οι οποίες έχουν υπάρξει στις τρεις μεταβλητές της σύνδεσης της δημοκρατίας με την εργασία. 279 304 336 Η επιχειρηματικότητα, ο τουρισμός και οι μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα ως βασικά σημεία εξόδου της Ελλάδας από την οικονομική κρίση. Greece's economic crisis (the worst since the Second World War) has been transformed into a crisis of confidence between its people and the state. Greeks are starting to question whether their economy can ever be revived. They are losing faith and growing increasingly pessimistic about whether the sacrifices they are making will be enough to end the crisis. How possible is this? The real economic situation in Greece is worsening. The unemployment rate has hit a record high, currently 26% and close to 50% for young people. Pensions and salaries are being cut. Businesses are shutting down every day. New taxes are being levied. Even the smallest amount of progress, however, will require proposal and pursuit of viable reforms that can and will be implemented. What is required is radical structural reforms that will help us to rebuild the country's wobbly foundations of productivity. We need reforms that will promote entrepreneurship and generate new ideas. A new set of rules that will allow for entrepreneurship’s development through the simplification of process. Let's not forget, however, that there are no quick fixes for the Greek economy. Any viable solution will require a lot more than just another round of bailout and austerity measures. need to focus on the structural and institutional reforms. Though these reforms will take time to bear fruit, they will eventually yield the best results. Success depends on how well we can reform the Greek state. What we need to do is simplify judicial services and enforcement of rules and laws. We also need to invest in entrepreneurship’s potential, strengthen it and also rationalise the public sector. It's not too late for the crisis to serve as an opportunity. It might, however, be Greece's best chance to make all the necessary changes and put the country back on the path of prosperity. Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα (η δυσμενέστερη από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κι έπειτα) έχει μετατραπεί σε μια κρίση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το θεσμικό οικοδόμημα του κράτους. Οι Έλληνες διακατέχονται από έντονο κλίμα αμφισβήτησης για το αν η οικονομία κατορθώσει ποτέ να ανακάμψει. Οι προβλέψεις για ουσιαστική ανάπτυξη είναι δυσοίωνες και ένα πέπλο ανησυχίας επικρατεί για το αν οι θυσίες που κάνουν θα είναι ποτέ αρκετές για να τερματιστεί η κρίση. Πόσο εφικτό φαντάζει όμως αυτό; Η πραγματικότητα δείχνει ότι η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα χειροτερεύει. Το ποσοστό ανεργίας έχει ανέλθει στο 26 % του ενεργού εργατικού δυναμικού καθώς 50% αφορά στους νέους, οι συντάξεις και οι μισθοί μειώνονται συνεχώς, επιχειρήσεις κλείνουν κάθε μέρα, νέοι φόροι επιβάλλονται. Ακόμα και το μικρότερο βήμα προς την πρόοδο προϋποθέτει να τεθούν «επί τάπητος» σοβαρές προτάσεις για βιώσιμες μεταρρυθμίσεις που δύνανται να υλοποιηθούν. Αυτό που απαιτείται πρωτίστως είναι ριζικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη της χώρας ανοικοδομώντας τα σαθρά θεμέλια της παραγωγικότητας. Επιβάλλονται τομές που θα προωθήσουν την επιχειρηματικότητα και τη δημιουργία νέων ιδεών. Ένα νέο σύνολο ρυθμιστικών κανόνων που θα επιτρέπουν την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας μέσω της απλοποίησης των διαδικασιών. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι εύκολος δρόμος για την ελληνική οικονομία δεν υπάρχει. Για οποιαδήποτε βιώσιμη λύση απαιτούνται πολλά περισσότερα από ένα επιπλέον «πακέτο» μέτρων συμμόρφωσης, δημοσιονομικής πειθαρχίας και λιτότητας. Απαιτείται εστίαση στις διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές, ακόμα και αν αυτές καθυστερήσουν να τελεσφορήσουν. Το κλειδί της επιτυχίας έγκειται στο κατά πόσο θα καταφέρει να μεταρρυθμιστεί το ελληνικό κράτος μέσα από ένα απλοποιημένο ενιαίο θεσμικό και νομικό πλαίσιο που θα προωθεί την ανάπτυξη κι ενδυνάμωση της επιχειρηματικότητας και τον εξορθολογισμό του δημόσιου τομέα . Ωστόσο δεν είναι αργά για να μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία. Θα μπορούσε μάλιστα να αποτελέσει την καλύτερη ευκαιρία ώστε να προβεί η Ελλάδα σε όλες τις απαραίτητες αλλαγές και να επανέλθει η χώρα στο δρόμο της ευημερίας και της ανάπτυξης. 280 302 238 Three essays on the housing market: time series evidence from the Canadian and the UK regions Τρεις ερευνητικές αναλύσεις της αγοράς ακινήτων: ανάλυση των περιφερειών του Καναδά και της Μεγάλης Βρετανίας We examine the long-run convergence across 12 UK regional house prices using a pair-wise approach. The time period spans from 1983:1 to 2012:4. Linear, nonlinear and asymmetric unit root tests are considered for assessing the stationarity of all possible pairs. The test statistic for convergence is based on the percentage of unit root test rejections across all regional house price differentials. The percent of the pairs that reject the null increase from 6% in the linear ADF case to 53% for the nonlinear unit root. Probit analysis reveals that house price differentials in the South are more likely to be stationary and as a result tend to converge more compared to the North. We examine the causal relationship between 12 UK regional house prices. Our data span from 1983:Q1 to 2012:Q4. The causal linkages both for the first differences and the levels are examined via Granger causality. The former allows us to examine short-run predictability while the latter the long-run. We relax the assumption of linearity and examine nonlinear pair-wise causality following Diks and Panchenko (2006) both for the levels and the first differences. We find that long-run causality among the regions is mainly linear while in the short-run is nonlinear. London’s effect on the other regions is found to be mainly nonlinear in the short-run. We examine pair-wise causality between 11 Canadian city house price indices. We employ monthly data that span from 1990:7 to 2015:9. We depart from the traditional Granger-causality framework by adopting (Ashley and Tsang’s of 2014) cross-sample validation approach. This allows us to overcome the difficulty relating to the partition of the sample and examine predictability both “in” and “out-of-sample”. Toronto emerges as the driving force of the Canadian Housing Market. Tο πεδίο έρευνας σχετίζεται με την ανάλυση της συμπεριφοράς των τιμών της αγοράς ακινήτων. Αποτελείται από τρείς επιμέρους ερευνητικές αναλύσεις. Στο πρώτο μέρος το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ανάλυση της σύγκλισης των τιμών των ακινήτων. Με τη διεξαγωγή test μοναδιαίας ρίζας σε γραμμικό και μη γραμμικό πλαίσιο διερευνάται η τάση των χρονολογικών σειρών να συγκλίνουν η να αποκλίνουν σε σχέση με τη μακροχρόνια ισορροπία. Τα δεδομένα αφορούν την περίοδο από 1983:1 to 2012:4 και εξετάζονται οι δώδεκα περιφέρεις της Μ.Βρετανίας. Το συμπέρασμα που προκύπτει επιβεβαιώνει ότι οι τιμές των ακινήτων στην νότια Αγγλία συμπεριφέρονται διαφορετικά από την βόρεια και έχουν τη τάση να συγκλίνουν περισσότερο. Στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης γίνεται έλεγχος της αιτιώδους σχέσης συνάφειας των τιμών των ακινήτων στις δώδεκα περιφέρειες της Μ.Βρετανίας. Εξετάζεται η γραμμική και μη γραμμική σχέση αιτιότητας για την περίοδο 1983:1 to 2012:4. Προκύπτει ότι η αγορά ακινήτων στο Λονδίνο έχει τη μεγαλύτερη επίδραση στις υπόλοιπες περιφέρεις και η προβλεψιμότητα του είναι κυρίως βραχυπρόθεσμη και μη γραμμική. Στο τρίτο μέρος της ανάλυσης εξετάζεται η σχέση αιτιότητας των τιμών των ακινήτων ανάμεσα στις έντεκα πιο σημαντικές πόλεις του Καναδά. Τα δεδομένα αφορούν την περίοδο 1990:7 to 2015:9. Εφαρμόζοντας την μεθοδολογία της επικύρωσης του διασταυρωμένου δείγματος, διεξάγεται το συμπέρασμα ότι το Τορόντο αποτελεί την κινητήριο δύναμη της καναδικής αγοράς ακινήτων σε γραμμικό πλαίσιο. Το παραπάνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και μη γραμμικά, 281 155 146 The effects of euro to investments and growth into european union countries and greek economy Οι επιδράσεις του ευρώ στις επενδύσεις και την ανάπτυξη στις χώρες της Ε.Ε. και στην Ελληνική Οικονομία The purpose of this thesis is to present the main reasons which change the economy of European Union and the world economy also including the chages to the political issues. On this thesis examined the points and the effects to the internal of economies, the effects to the investments policies and growth policies as well into the European Union. The analysis of the effects of euro contribute to the research of the topic developing one new problematic issue for the future of Europe. The basic routes of methodology for this research based on legal aspects of European Union the political directions and the roles of European integrstions through the concluding results which marked after empirical estimations of data. The contributions of this thesis relates to the new data, the critical points which will determite the new political and economic era. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι να παρουσιαστούν οι βασικοί παράγοντες που άλλαξαν την Οικονομία τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής ζωής. Αναδεικνύονται τα βασικά σημεία και οι παράγοντες που συνέτειναν στην υιοθέτηση του ευρώ, οι επιπτώσεις στο εσωτερικό των Ευρωπαϊκων οικονομικών όσο και στην επενδυτική και αναπτυξιακή πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάλυση των πολλαπλών επιδράσεων του ευρώ θα συμβάλλει στην έρευνα του θέματος αναπτύσοντας μια νέα προβληματική για το μέλλον της Ευρώπης. Οι βασικοί άξονες της μεθοδολογίας προσεγγίζουν την νομική προσωπικότητα της της Ε.Ε. τους πολιτικούς προσανατολισμούς και τους ρόλους της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέσα από απολέσματα που προκύπτουν κατόπιν εμπειρικής εκτίμησης των δεδομένων. Η συνεισφορά του θέματος αφορά στα νέα δεδομένα, τις κριτικές επισημάνσεις που θα διαμορφώσουν την νέα οικονομική και πολιτική εποχή. 282 484 434 Electronic communication and law: with emphasis on the institutional framework of the use of information technology in public procurement procedures. Ηλεκτρονική επικοινωνία και δίκαιο: με έμφαση στο θεσμικό πλαίσιο χρήσης της πληροφορικής στη διαδικασία των δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών. The rapid spreading of Information and Communication Technology (ICT) in contemporary transactions, as well as the vision of the so called “Information Society”, has influenced to a great degree the communication between State and citizen or economic operator, among others, also concerning procedures which relate directly to the service of public interest and require transparent handling and proper use of public resources. Specifically, the new technological means are now at the disposal of the Contracting Authorities, but also of the concerned enterprises, in an organized and institutionalized way, in order to facilitate and speed up the carrying out of public tenders for goods, services or works necessary for the well – functioning of a modern society. Based on the above – mentioned facts, the present study outlines the contribution of informatics in tendering processes, according to the regulations of both community and national Law, as they are valid and applicable in today’s practice. This study is divided into five Chapters. Firstly, Chapter 1ο presents a brief description of the meaning and also of the content of the recent terms of “Information Society” and “Electronic Government” (e – government), which introduce new practices in Public Administration contributing directly to the upgrade of the interactive relationship between State and citizen. Then, Chapter 2ο examines the support given by informatics in the carrying out of tendering procedures, as well as the institutional problems resulting from the use of it (i.e., data transfer issues, electronic signatures). In the next Chapter (3ο), we refer in detail to the various stages of a public tender for goods (or services), according to the existing institutional framework relying mainly on two basic legislative measures: 1) Presidential Decree No 118/07 “Public Supply Regulation” and 2) Directive 2004/18/EC of the European Parliament and of the Council, which is implemented in the Greek law by Presidential Decree No 60/2007 “Adaption of the Greek Legislation to the provisions of Directive 2004/18/EC on the coordination of procedures for the award of public works contracts, public supply contracts and public service contracts”. In Chapters 4ο και 5ο we set out the two innovative, although not so widespread, ways to carry out a public tender by electronic means which is provided for by Directive 2004/18/EC, in particular the “dynamic purchasing system” (article 33 of the above – mentioned Directive) and the “electronic auction” (article 54 of the Directive), and a critical assessment of them is attempted. Finally, the thesis is completed with conclusions, where there are recorded, among others, the difficulties of the administrative and technical transition from “classic” to electronic tendering procedures both for the Public Administration which carries them out and for the participating economic operators. In addition, certain solutions are proposed for a more appropriate application in order to maximize the benefits from the ICT’s use. Η ραγδαία εξάπλωση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στις σύγχρονες συναλλαγές, όπως επίσης το όραμα της αποκαλούμενης «Κοινωνίας της Πληροφορίας» (ΚτΠ), έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την επικοινωνία Κράτους - πολίτη ή οικονομικού φορέα, μεταξύ άλλων και όσον αφορά διαδικασίες που σχετίζονται άμεσα με την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και απαιτούν διαφανείς χειρισμούς και λελογισμένη χρήση των δημοσίων πόρων. Συγκεκριμένα, τα νέα τεχνολογικά μέσα τίθενται πλέον με οργανωμένο και θεσμοθετημένο τρόπο στη διάθεση των Αναθετουσών Αρχών, αλλά και των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, προκειμένου να διευκολύνουν και να επιταχύνουν τη διενέργεια δημόσιων διαγωνισμών προμηθειών, υπηρεσιών ή έργων απαραίτητων για την εύρυθμη λειτουργία μίας σύγχρονης κοινωνίας. Στηριζόμενη στα προαναφερόμενα δεδομένα, η παρούσα μελέτη σκιαγραφεί τη συμβολή της πληροφορικής στις διαγωνιστικές διαδικασίες, βάσει των ρυθμίσεων τόσο του ενωσιακού όσο και του εθνικού Δικαίου, όπως αυτές ισχύουν και εφαρμόζονται στην πράξη σήμερα. Η εν λόγω μελέτη χωρίζεται σε πέντε επιμέρους Κεφάλαια. Κατ’ αρχάς (Κεφάλαιο 1ο), παρουσιάζεται μία σύντομη περιγραφή της έννοιας, αλλά και του περιεχομένου, των σχετικά πρόσφατων όρων «Κοινωνία της Πληροφορίας» και «Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση» (e – government), οι οποίες εισάγουν καινούριες πρακτικές στη Δημόσια Διοίκηση, συμβάλλοντας άμεσα στην αναβάθμιση της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ κράτους και πολίτη. Στη συνέχεια (Κεφάλαιο 2ο), διερευνάται η υποστήριξη που παρέχει η πληροφορική στη διεξαγωγή διαγωνιστικών διαδικασιών, όπως επίσης και τα θεσμικά προβλήματα που προκύπτουν από τη χρήση της (π.χ. ζητήματα διακίνησης δεδομένων, ηλεκτρονικές υπογραφές). Στο επόμενο Κεφάλαιο (3ο), αναφέρονται αναλυτικά τα επιμέρους στάδια διενέργειας ενός δημόσιου διαγωνισμού προμηθειών (ή υπηρεσιών), βάσει του υφιστάμενου κανονιστικού πλαισίου, που στηρίζεται κατά κύριο λόγο σε δύο βασικά νομοθετήματα: 1) στο Προεδρικό Διάταγμα 118/07 «Κανονισμός Προμηθειών Δημοσίου» και 2) στην ενωσιακή Οδηγία 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, δηλαδή κατ’ επέκταση στο Προεδρικό Διάταγμα 60/07 «Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας στις διατάξεις της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών». Στα Κεφάλαια 4ο και 5ο παρατίθενται αντίστοιχα οι δύο καινοτόμοι, αν και όχι τόσο διαδεδομένοι, τρόποι διεξαγωγής του δημόσιου διαγωνισμού με ηλεκτρονικά μέσα, που προβλέπει η Οδηγία 2004/18/ΕΚ, και συγκεκριμένα το «δυναμικό σύστημα αγορών» (άρθρο 33 της προαναφερόμενης Οδηγίας) και ο «ηλεκτρονικός πλειστηριασμός» (άρθρο 54 της Οδηγίας), και επιχειρείται μία κριτική αποτίμηση αυτών. Τέλος, η διατριβή ολοκληρώνεται με την παράθεση συμπερασμάτων, όπου καταγράφονται, μεταξύ άλλων, οι δυσχέρειες της διοικητικής και υλικοτεχνικής μετάβασης από τις «κλασικές» στις ηλεκτρονικές διαγωνιστικές διαδικασίες, τόσο για τη Δημόσια Διοίκηση που τις διενεργεί όσο και για τους συμμετέχοντες οικονομικούς φορείς. Επίσης, προτείνονται ορισμένες λύσεις για την ορθότερη εφαρμογή και κατά συνέπεια τη μεγιστοποίηση του οφέλους από τη χρήση τους. 283 179 189 Ο εσωτερικός έλεγχος στη δημόσια διοίκηση και η συμβολή του Σώματος Επιθεωρητών - Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης. The vague and critical economical situation around the globe affects our country to a great extent. In this context, the need to modernize Public Administration arises. Α key factor for the success of this goal is the effective internal control. Up to this point, no relative researches have been conducted. For this reason, the purpose of this thesis is to emphasize the importance of Internal Control in Public Administration and explore the factors that affect its effectiveness either positively or negatively. For the purposes of this research, questionnaires have been distributed among the inspectors and administrative employees of the Inspectors – Controllers Body for Public Administration. The questionnaires have been analyzed with the statistics software package SPSS. The results of this study confirm the importance of Internal Control in Public Administration and the dire need for reassignment of the factors that make it effective. Factors such as human resources, internal process procedures, management support and independence affect the effectiveness of the Internal Control in a positive way, while factors that contribute to maladministration and corruption have a negative effect. Οι ασαφείς και συνάμα κρίσιμες οικονομικές συνθήκες, που επικρατούν σε όλη την υφήλιο επηρεάζουν ιδιαίτερα και την χώρα μας. Στα πλαίσια αυτά προκύπτει επιτακτικά η ανάγκη εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης. Παράγοντας - κλειδί για την επιτυχία αυτού του στόχου είναι ο αποτελεσματικός εσωτερικός έλεγχος. Δεν έχουν διενεργηθεί έως τώρα σχετικές έρευνες. Για το λόγο αυτό, σκοπός της εργασίας είναι αφενός η ανάδειξη της σπουδαιότητας του εσωτερικού ελέγχου στη δημόσια διοίκηση και αφετέρου η διερεύνηση των παραγόντων, που επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά την αποτελεσματικότητά του. Για την έρευνα αυτή διανεμήθηκαν ερωτηματολόγια στους επιθεωρητές και διοικητικούς υπαλλήλους του Σώματος Επιθεωρητών – Ελεγκτών Δημόσιας Διοίκησης. Τα ερωτηματολόγια αναλύθηκαν με το λογισμικό στατιστικό πακέτο SPSS. Τα αποτελέσματα της έρευνας επιβεβαιώνουν τη σπουδαιότητα του εσωτερικού ελέγχου στη δημόσια διοίκηση και την αδήριτη ανάγκη επαναπροσδιορισμού των παραγόντων που τον καθιστούν αποτελεσματικό. Παράγοντες όπως η υποστήριξη από την διοίκηση, η ανεξαρτησία, οι ανθρώπινοι πόροι, και οι διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου, δρουν θετικά στην αποτελεσματικότητα του εσωτερικού ελέγχου, ενώ παράγοντες που συντελούν στην κακοδιοίκηση και διαφθορά τον επηρεάζουν αρνητικά και τον αποδυναμώνουν. 284 621 647 Technical trading strategies, pattern recognition and weak-form market efficiency tests. Τεχνικές στρατηγικές συναλλαγών, αναγνώριση σχηματισμών και έλεγχοι αποτελεσματικότητας των αγορών αδύνατου τύπου. Technical analysis (TA) is considered as an "economic" test for the random walk 2 hypothesis and thus for the weak form Efficiency Market Hypothesis (EMH). Advocates of TA assert that it is plausible to forecast future evolutions of financial assets' price paths with a bundle of technical tools conditioned on historical prices. Among these tools, we can identify technical patterns, which are specific forms of price paths' evolutions which are mainly identified visually. When such pattern is confirmed, a technician expects prices to evolve with a specific way. Although, bibliography on testing the efficacy of TA is massive, only a minor fraction of it deals with technical patterns. Various cognitive biases affecting practitioners' trading and investment activities and subjectivity embedded in the pattern's recognition process via visual assessment, set significant barriers in any attempt to evaluate the performance of trading strategies including such patterns. In this thesis we propose novel, rule-based, identification mechanisms for a set of well known technical patterns classified in the following three general categories: horizontal, zig-zag and circular patterns. The novelty of the proposed methodologies resides in the manner the identification mechanisms are designed. Core principles of TA regarding the pattern identification via visual assessment are being quantified and the proposed recognizers outperform already existed ones to the fact that they identify all variations of the examined patterns regardless of their size, in a more objective manner. Thus, we believe that the proposed methodologies can set another basis for the development of more sophisticated automatic trading systems and more comprehensive and robust evaluations of TA in general. Implications for the industry and the finance community are also plausible. Software programs (or packages) of Τ A can include these recognizers in the bundle of all other technical indicators they provide within their services. Finally, practitioners may include these trading rules within their investment and trading activities, after assessing their performance individually, enhancing them (if necessary), or modifying them according to their idiosyncratic investment profile. We subsequently proceed to the individual and joint evaluation of the examined patterns' performance. For this purpose we use a variety of datasets (artificially created, US stocks and worldwide market indices) and assess generated returns with ordinary statistical tests, bootstrapped techniques and artificial neural networks. Our empirical findings are either new or comparable with already existed ones. To our point of view, some of the most significant and interesting are the followings: 1) Technical patterns were successfully identified in stochastically generated price paths. Thus, it is reasonable to expect their appearance in real price series too. 2) For specific patterns, when applied on stochastic price series, frequencies of observations, and returns' characteristics were similar with those observed in real price series. 3) Generally, our results are in favour of EMH. 4) Indications of market inefficiencies (if any) were more profound in the earlier sub-periods of examination, but not in recent ones. 5) Indications in favour of TA (if any) were observed when shorter holding periods were used. 6) Technical trading rules may successfully predict trend reversals, trend continuations or the sign of future returns, but they fail to generate systematically, statistically significant excess returns. The latter finding, if combined with a variety of cognitive biases included in investors' decision making processes, may reason for the apparent wide-spread implementation of TA within the everyday trading and investment activities of practitioners. This thesis is not the first published attempt to quantify such technical patterns and assess the generalised efficacy of TA. However, to our knowledge, the manner we approached the aforementioned issues is new. We believe that the proposed methodologies outperform already existed ones and implications of this thesis to academia and finance industry are significant. Η Τεχνική Ανάλυση (ΤΑ) θεωρείται ως ένας «οικονομικός» έλεγχος για την υπόθεση του τυχαίου περιπάτου 2 και επομένως της υπόθεσης της αποτελεσματικότητας των αγορών. Υποστηρικτές της ΤΑ ισχυρίζονται ότι είναι δυνατή η πρόβλεψη της μελλοντικής εξέλιξης των τιμών χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, χρησιμοποιώντας ένα σύνολο τεχνικών εργαλείων δεδομένης της ιστορικής εξέλιξης των τιμών. Μεταξύ αυτών των εργαλείων, διακρίνουμε τους τεχνικούς σχηματισμούς, οι οποίοι είναι συγκεκριμένες μορφές εξέλιξης τιμών που αναγνωρίζονται κατά κύριο λόγο με οπτικό τρόπο. Όταν επιβεβαιώνεται ένας τέτοιος σχηματισμός, ένας τεχνικός αναλυτής αναμένει οι τιμές να ακολουθήσουν μία καθορισμένη πορεία Αν και η βιβλιογραφία που εξέταζα την αποτελεσματικότητα της ΤΑ είναι ογκώδης μόνο ένα μικρό ποσοστό αυτής ασχολείται με τους τεχνικούς σχηματισμούς. Οι διάφορες γνωστικές μεροληψίες (cognitive biases) που επηρεάζουν τις συναλλαγές και τις επενδυτικές δραστηριότητας των επενδυτών, καθώς και η υποκειμενικότητα που εμπεριέχεται στην διαδικασία οπτικής αναγνώρισης σχηματισμών τοποθετεί σημαντικά εμπόδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια αξιολόγησης στρατηγικών συναλλαγών που περιλαμβάνουν τέτοιους σχηματισμούς. Στην παρούσα διατριβή προτείνουμε καινοτόμους, "rule-based", μηχανισμούς αναγνώρισης για ένα σύνολο γνωστών τεχνικών σχηματισμών που ανήκονν σης π&ρακάτ® τρεις γεινκές κατηγορίες: οριζόντιοι, ζιγκ-ζαγκ και κυκλικοί σχηματισμοί. Η καινοτομία των προτεινόμενων μεθοδολογιών έγκειται στον τρόπο σχεδίασης των μηχανισμών αναγνώρισης. Βασικές αρχές της ΤΑ σχετιζόμενες με την αναγνώριση των σχηματισμών με οπτική αξιολόγηση, ποσοτικοποιούνται και οι προτεινόμενοι μηχανισμοί αναγνώρισης υπερτερούν των ήδη υπαρχόντων υπό την έννοια ότι αναγνωρίζουν όλες τις παραλλαγές των εξεταζόμενων σχηματισμών, ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, κατά ένα πιο αντικειμενικό τρόπο. Επομένως, πιστεύουμε ότι οι προτεινόμενες μεθοδολογίες μπορούν να θέσουν μία νέα βάση για την ανάπτυξη πιο σύνθετων αυτοματοποιημένων συστημάτων συναλλαγών και την διεξαγωγή πιο περιεκτικών και εύρωστων αξιολογήσεων της ΤΑ. Επίσης εμφανείς είναι οι επιπτώσεις της παρούσας διατριβής στην βιομηχανία και την χρηματοοικονομική κοινότητα. Λογισμικά προγράμματα της ΤΑ μπορούν να συμπεριλάβουν τους προτεινόμενους μηχανισμούς αναγνώρισης στο σύνολο των λοιπών τεχνικών εργαλείων και υπηρεσιών που ήδη παρέχουν. Εν τέλει, οι επενδυτές μπορούν να συμπεριλάβουν τους παρουσιαζόμενους κανόνες συναλλαγών στις συναλλαγές και τις επενδυτικές δραστηριότητες τους, αφού πρώτα αξιολογήσουν την επίδοση τους μεμονωμένα, τους βελτιώσουν (εάν κρίνουν ότι είναι απαραίτητο), και γενικότερα τους τροποποιήσουν βάσει των δικών τους ιδιοσυγκρασιακών επενδυτικών προφίλ. Ακολούθως προβαίνουμε στην μεμονωμένη και από κοινού αξιολόγηση της επίδοσης των εξεταζόμενων σχηματισμών. Για αυτόν το σκοπό χρησιμοποιούμε ένα εύρος συνόλου δεδομένων (τεχνητές χρονοσειρές, μετοχές των ΗΠΑ και παγκόσμιους χρηματιστηριακούς δείκτες) και αξιολογούμε τις πραγματοποιηθείσες αποδόσας με συνήθη στατιστικά τεστ, τεχνικές bootstrap, και τεχνητά νευρωνικά δίκτυα. Τα εμπειρικά αποτελέσματα που προκύπτουν είναι είτε καινούρια είτε άμεσα συγκρίσιμα με τα ήδη υπάρχοντα Σύμφωνα με την δική μας άποψη, κάποια από τα πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα είναι τα παρακάτω: 1) Σχηματισμοί της ΤΑ αναγνωρίστηκαν επιτυχώς σε στοχαστικές χρονοσειρές. Επομένως είναι εύλογο να αναμένουμε την ύπαρξη τους και σε πραγματικές χρονοσειρές. 2) Για συγκεκριμένους σχηματισμούς που χρησιμοποιήθηκαν σε στοχαστικές χρονοσειρές, ot συχνότητες εμφάνισης τους και τα χαρακτηριστικά των πραγματοποιηθέντων αποδόσεων είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα αυτών που παρατηρήθηκαν σε πραγματικές χρονοσειρές. 3) Γενικά τα αποτελέσματα μας είναι υπέρ της υπόθεσης αποτελεσματικότητας των αγορών. 4) Ενδείξεις αναποτελεσματικότητας των αγορών (όπου και αν αυτές υπήρχαν) ήταν πιο προφανείς σε πρωτύτερες υποπεριόδους εξέτασης, αλλά όχι σε πρόσφατες. 5) Ενδείξεις υπέρ της ΤΑ (όπου και αν αυτές υπήρχαν) παρατηρήθηκαν όταν χρησιμοποιήθηκαν βραχυπρόθεσμοι περίοδοι διακράτησης. 6) Τεχνικοί κανόνες συναλλαγών μπορούν να προβλέψουν επιτυχώς αλλαγές τάσεων, συνέχειες τάσεων ή το πρόσημο των μελλοντικών αποδόσεων, αλλά αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν συστηματικά, στατιστικά σημαντικές υπεραπο δόσεις. Το τελευταίο εύρημα, εάν συνδυαστεί με το πλήθος γνωστικών μεροληψιών που εμπεριέχονται στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των επενδυτών, μπορεί να εξήγησα την εμφανή, ευρεία εφαρμογή της ΤΑ στις καθημερινές συναλλαγές των επενδυτών. Η παρούσα διατριβή δεν αποτελεί την πρώτη δημοσιευμένη προσπάθεια ποσοτικοποίησης τέτοιων τεχνικών σχηματισμών και αξιολόγησης της γενικής επίδοσης της ΤΑ Ωστόσο, από όσο γνωρίζουμε, ο τρόπος προσέγγισης των προαναφερομένων ζητημάτων είναι καινούριος. Πιστεύουμε ότι οι προτεινόμενες μεθοδολογίες υπερτερούν των ήδη υπαρχουσών και οι επιπτώσεις της παρούσας διατριβής στην ακαδημαϊκή κοινότητα και την χρηματοοικονομική βιομηχανία είναι σημαντικές. 285 454 434 The accounting treatment of the intangible assets and goodwill, in the implementation context based on the Greek general accepted accounting principles (GAAP) and the international financial reporting standards (IFRS). Η λογιστική αντιμετώπιση των άυλων περιουσιακών στοιχείων και της υπεραξίας βάσει των ελληνικών γενικά παραδεκτών λογιστικών αρχών (Γ.Π.Λ.Α.) και των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Δ.Π.Χ.Π.). Intangible assets and goodwill constitute undoubted!/ critical area of interest in accounting science and practice internationally. The issue of their conceptual approach and accounting treatment has attracted the interest of academic community for a long period. Without any doubt, their approach is included among the most controversial issues of the modern accounting theory and practice as well. During the last two decades, the entrepreneurial environment and the applicable accounting rules, principles and standards have changed remarkably. In this volatile context, investors' confidence concerning the quality and integrity of financial statements, which recorded and published by businesses, recognized as an issue of considerable attention. Therefore, nowadays, businesses regardless of their size and the sector of their activity, in the context of the implementation of the international financial reporting standards (IFRS) are required and encouraged to disclose critical accounting information. The elaboration of this doctoral thesis aims to the fulfillment of a dual purpose. On the one hand, in the context of the current Greek and international accounting theory and practice, the thorough understanding and interpretation of the main issues raised concerning the accounting treatment of intangible assets and goodwill is intended. On the other hand, the examination of the disclosures level for the intangibles assets and the goodwill is attempted, as this level is recorded and published in this period of time in the financial statements of all listed Greek companies, in relation to the degree by which, their presence is influenced by their specific company's characteristics. In order to the accomplishment of this dual purpose, on the one hand, the collection, analysis and interpretation of the latest Greek and international literature sources referred and focused on the issue of the accounting treatment of intangible assets and goodwill was performed. In this direction, the composition and the utilization of the findings of previous research efforts developed by academics, researchers, organizations and professional bodies of modem accounting practice was necessary. On the other hand, in the context of the empirical research conducted, the performed hypothesis testing led to a complete understanding of the relationships that nowadays exist, between the level of the provided disclosures concerning the intangible assets and the goodwill and specific characteristics of Greek listed companies. Through the essential composition and utilization of this doctoral thesis' critical empirical findings, the foundation of the necessary requirements is aspired for structuring and implementing in the future, a holistic context for the accounting treatment of the intangible assets, the goodwill and their disclosures, not only in the current Greek but also in the international accounting theory and practice. Τα άυλα περιουσιακά στοιχεία και η υπεραξία συνιστούν αναμφίβολα κρίσιμη περιοχή ενδιαφέροντος της λογιστικής επιστήμης και πρακτικής σε διεθνές επίπεδο. Το ζήτημα του εννοιολογικού τους προσδιορισμού και της λογιστικής τους αντιμετώπισης προσέλκυσε το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής σκέψης για μία μακρά χρονική περίοδο. Χωρίς καμία αμφιβολία, η προσέγγιση τους, συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον αντιφατικών ζητημάτων της σύγχρονης λογιστικής θεωρίας και πρακτικής. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, το περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων και οι υπό εφαρμογή λογιστικοί κανόνες, αρχές και πρότυπα έχουν αλλάξει σημαντικά. Στο ευμετάβλητο αυτό πλαίσιο, η εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ποιότητα και την ακεραιότητα των λογιστικών καταστάσεων, όπως αυτές καταρτίζονται και δημοσιοποιούνται σήμερα από τις επιχειρήσεις, συνιστά αναμφίβολα παράγοντα μείζονος σημασίας. Στην κατεύθυνση αυτή, οι επιχειρήσεις σήμερα, ανεξάρτητα του μεγέθους τους και του τομέα δραστηριοποίησης τους, στο πλαίσιο εφαρμογής των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (Δ.Π.Χ.Π.), υποχρεούνται και παροτρύνονται να γνωστοποιούν κρίσιμες λογιστικές πληροφορίες. Η εκπόνηση της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποσκοπεί στην εκπλήρωση ενός διττού σκοπού. Από τη μία πλευρά, μέσω αυτής επιδιώκεται, η πλήρης κατανόηση και ερμηνεία των κυριότερων ζητημάτων που ανακύπτουν σήμερα κατά τη λογιστική αντιμετώπιση των άυλων περιουσιακών στοιχείων και της υπεραξίας στη σύγχρονη ελληνική αλλά και διεθνή λογιστική πραγματικότητα. Από την άλλη, μέσω αυτής επιχειρείται, η εξέταση του επιπέδου των γνωστοποιήσεων για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία και την υπεραξία, όπως αυτό παρέχεται και καταγράφεται σήμερα στις λογιστικές καταστάσεις του συνόλου των εισηγμένων ελληνικών επιχειρήσεων, συναρτήσει του βαθμού επηρεασμού της παρουσίας τους από συγκεκριμένα επιχειρησιακά τους χαρακτηριστικά. Με σκοπό την εκπλήρωση του διττού αυτού σκοπού, πραγματοποιήθηκε από τη μία πλευρά, η συλλογή, ανάλυση και ερμηνεία των πλέον σύγχρονων ελληνικών και διεθνών βιβλιογραφικών πηγών που αναφέρονται και εστιάζονται στο αντικείμενο της λογιστικής αντιμετώπισης των άυλων περιουσιακών στοιχείων και της υπεραξίας. Στην κατεύθυνση αυτή, η σύνθεση και αξιοποίηση των ευρημάτων προγενέστερων ερευνητικών προσπαθειών που αναπτύχθηκαν από ακαδημαϊκούς, ερευνητές, οργανισμούς και επαγγελματικούς φορείς της σύγχρονης λογιστικής πρακτικής κρίθηκε αναγκαία. Από την άλλη, στο πλαίσιο της εμπειρικής έρευνας που πραγματοποιήθηκε, ο διενεργηθείς έλεγχος υποθέσεων, οδήγησε στην πλήρη κατανόηση των σχέσεων που σήμερα υφίστανται, ανάμεσα στο επίπεδο των παρεχόμενων γνωστοποιήσεων για τα άυλα περιουσιακά στοιχεία και την υπεραξία και σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των εισηγμένων ελληνικών επιχειρήσεων. Μέσω της ουσιαστικής σύνθεσης και αξιοποίησης των κρίσιμων θεωρητικών και εμπειρικών συμπερασμάτων της παρούσας διδακτορικής διατριβής, φιλοδοξείται η θεμελίωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για τη δόμηση και εφαρμογή στο μέλλον ενός ολιστικού πλαισίου λογιστικής αντιμετώπισης των άυλων περιουσιακών στοιχείων, της υπεραξίας και των γνωστοποιήσεων τους στη σύγχρονη ελληνική αλλά και διεθνή λογιστική θεωρία και πρακτική. 286 411 433 Effects of Training Programs in Information and Communication Technologies (ICT) in Employment: the case of Western Macedonia Επιπτώσεις των Προγραμμάτων Κατάρτισης σε Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε.) στην Απασχόληση: η περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας This thesis addresses the question of investigating the impact of training in computer use on employment prospects of the unemployed in Western Macedonia. Such training programs have in recent years special attention to the overall design of training activities throughout the country. This happens because it is considered that the acquisition of skills by the unemployed can bridge the gap between skill supply and demand in the labor market. Thus arises the question whether training in computer use has better results than training in other subjects. That is the central question of this thesis, while other questions refer to the effectiveness of the programs for sub-groups of participants according to their characteristics. For the pusrposes of the empirical investigation an appropriately shaped sample has been used consisting of participants in training programs in Western Macedonia in the years 1995-2001. The methodological framwork of the thesis adopts the approach of the bi-probit econometric model. It has been found that training programs in computer use have, on average, relatively good results, compared with other training subjects. The average probability of integration into regular employment is higher by 6% for trainees attended computer programs, compared with the other trainees. These results vary according to characteristics of the individuals. Men had much better chances of integration in employment than women. The same happens with young people in general. Unmarried persons also have better prospects. Graduates of universities and technical colleges generally have a high probability of inclusion in employment than high school graduates which is one of the most difficult groups in access to employment. Qualifications such as foreign languages skills, which strengthen people’s position in the labor market, appears that enhance the likelihood that training in PC is more effective. Finally, work experience seems facilitative factor as well. The longer experience has people the greater the likelihood of integration into employment after the training program. It is certainly evident from the combination of all the above that higher chances of finding a regular job after a training program have young men with high educational level, foreign language skills, who have some work experience and attended training in computer skills. As a general conclusion, and since the New Economy is now an undeniable reality, training in computer use is a continuing need to provide a coupling of skills demand by corporations and supply of skills by the unemployed. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται το ζήτημα της διερεύνησης των επιπτώσεων της κατάρτισης σε χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών στην απασχολησιμότητα των ανέργων στη Δυτική Μακεδονία. Οι πολιτικές κατάρτισης σε χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη βαρύτητα στο συνολικό σχεδιασμό των ενεργειών κατάρτισης σε όλη τη χώρα. Αυτό γίνεται γιατί θεωρείται ότι η απόκτηση δεξιοτήτων πληροφορικής από πλευράς των ανέργων μπορεί να καλύψει το χάσμα ανάμεσα στην προσφορά και στη ζήτηση δεξιοτήτων στην αγορά εργασίας. Προκύπτει επομένως το ερώτημα κατά πόσον η κατάρτιση στο συγκεκριμένο αντικείμενο έχει αποτελέσματα καλύτερα από την κατάρτιση σε άλλα θεματικά αντικείμενα. Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα της διατριβής, ενώ τα επιμέρους ερωτήματα αναφέρονται στη διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των ενεργειών για διάφορες υπο-ομάδες ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ατόμων. Για τους σκοπούς της εμπειρικής διερεύνησης χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα διαμορφωμένο δείγμα συμμετεχόντων σε ενέργειες κατάρτισης στη Δυτική Μακεδονία για τα έτη 1995-2001 και έγινε έρευνα πεδίου με ερωτηματολόγια. Το μεθοδολογικό πλαίσιο της διατριβής υιοθετεί την προσέγγιση του οικονομετρικού μοντέλου bi-probit. Βρέθηκε ότι η κατάρτιση σε προγράμματα χρήσης Η/Υ είχε, κατά μέσο όρο, σχετικά καλά αποτελέσματα, σε σχέση με την κατάρτιση σε άλλες θεματολογίες. Η μέση πιθανότητα ένταξης στην απασχόληση είναι μεγαλύτερη κατά 6% περίπου για καταρτιζόμενους που παρακολούθησαν προγράμματα χρήσης Η/Υ, σε σχέση με τους άλλους καταρτιζόμενους. Τα αποτελέσματα αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των ατόμων. Οι άνδρες είχαν σαφώς καλύτερες πιθανότητες ένταξης στην απασχόληση από ότι οι γυναίκες. Το ίδιο συμβαίνει με τα άτομα νεαρής ηλικίας. Οι άγαμοι έχουν επίσης καλύτερες προοπτικές. Απόφοιτοι ΑΕΙ και ΤΕΙ έχουν υψηλή πιθανότητα ένταξης στην απασχόληση, σε σχέση με αποφοίτους Λυκείου, που είναι μία από τις δυσκολότερες ομάδες ως προς την πρόσβαση στην απασχόληση. Προσόντα που ενισχύουν τη θέση του ατόμου στην αγορά εργασίας, όπως η γνώση ξένων γλωσσών, φαίνεται ότι ενισχύουν και την πιθανότητα η κατάρτιση σε Η/Υ να είναι αποτελεσματικότερη. Τέλος, η εργασιακή εμπειρία φαίνεται ότι είναι παράγοντας επίσης ενισχυτικός, καθώς όσο μεγαλύτερο χρόνο εμπειρίας έχουν τα άτομα τόσο περισσότερο αυξάνεται η πιθανότητα ένταξης στην απασχόληση μετά την παρακολούθηση του προγράμματος. Είναι προφανές από το συνδυασμό όλων αυτών ότι τις υψηλότερες πιθανότητες εύρεσης εργασίας έχουν νέοι, άνδρες, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, με γνώσεις ξένης γλώσσας και χρήσης Η/Υ, που έχουν κάποια εργασιακή εμπειρία και έχουν παρακολουθήσει πρόγραμμα κατάρτισης σε δεξιότητες πληροφορικής. Ως γενικό συμπέρασμα, προκύπτει ότι καθώς η Νέα Οικονομία είναι πλέον μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα, η κατάρτιση σε χρήση τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας θα είναι μια συνεχής αναγκαιότητα προκειμένου να υπάρξει μια σύζευξη της ζήτησης ειδικοτήτων από πλευράς επιχειρήσεων και προσφοράς δεξιοτήτων από πλευράς ανέργων. 287 227 236 New legal regulations within the framework of the New Economy: the model of the legal control of the electronic processing of personal data, with emphasis on financial data processing Νέοι κανόνες δικαίου στο πλαίσιο της Νέας Οικονομίας: το παράδειγμα της νομικής ρύθμισης της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων με έμφαση στην επεξεργασία των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς The purpose of this study is to highlight the problems related to the processing of personal data - especially financial - as well as to study the legal control of this processing through the relevant legislation and decisions of the Personal Data Protection Authority, in the light of the constitutional and civil rights protection of individuality within the framework of the New Economy and the information community. The results of this study are as follows: the development of the New Economy produced new regulations regarding the processing of personal data. The Greek legal control lies within the international framework and ensures agreement between Greek traditional legal values and institutes, and the above framework. According to the constitution, the protection of personal data serves personal freedom as this is expressed through the right of individual self-determination regarding personal data (article 9A). A special regulation (2472/97) defines the protection of personal rights, specifies the protection of individuality, broadens the area of infringement of individuality, protects the individual, mainly by prevention, and controls the flow of data. Financial data are of major importance and their protection is especially significant within the framework of the New Economy which requires their free circulation. Σκοπός της μελέτης είναι η ανάδειξη των προβλημάτων που σχετίζονται με την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων και κυρίως των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς και η μελέτη της νομικής ρύθμισης της παραπάνω επεξεργασίας μέσα από τη σχετική νομοθεσία και τις αποφάσεις της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, υπό το φως της συνταγματικής και αστικοδικαιϊκής προστασίας της προσωπικότητας, στο πλαίσιο της Νέας Οικονομίας και της Κοινωνίας της Πληροφορίας. Τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι: η ανάπτυξη της Νέας Οικονομίας επέβαλε τη θέσπιση Νέων Κανόνων Δικαίου για την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων. Η ελληνική νομική ρύθμιση εντάσσεται σε ένα διεθνές πλαίσιο και εξασφαλίζει την αρμονία των αξιών και θεσμών του παραδοσιακού δικαιϊκού μας συστήματος με αυτό. Στο Σύνταγμα η προστασία των προσωπικών δεδομένων υπηρετεί προσωπική ελευθερία, όπως αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του ατόμου στην πληροφορική του αυτοδιάθεση (άρθρο 9Α Συντ.). Στο κοινό δίκαιο το δικαίωμα στην προσωπικότητα (57 επ. ΑΚ) εμπεριέχει το δικαίωμα της πληροφορικής αυτοδιάθεσης. Η ειδική ρύθμιση (ν.2472/97) συγκεκριμενοποιεί την προστασία του ατομικού δικαιώματος, εξειδικεύει την προστασία της προσωπικότητας, διευρύνει το πεδίο των προσβολών της προσωπικότητας, προστατεύει το πρόσωπο κυρίως προληπτικά και ρυθμίζει τη ροή των δεδομένων. Τα δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς είναι κεφαλαιώδους σημασίας και η προστασία τους ιδιαίτερα σημαντική στο πλαίσιο της Νέας Οικονομίας που απαιτεί την ελεύθερη ροή τους. 288 372 362 Administrative reform through strategic management with focus on the study of organizational adaptation to the requirements of changing environment and the performance assessment of hospital organization: the case of general hospital Η μεταρρύθμιση στη Δημόσια Διοίκηση μέσα από διαδικασίες εφαρμογής στρατηγικής διοίκησης με εστίαση στη μελέτη της οργανωσιακής προσαρμογής στις απαιτήσεις του μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος, της εκτίμησης και του ελέγχου του αποτελέσματος της οργανωσιακής δράσης: η περίπτωση γενικού νοσοκομείου. In this thesis, the strategy of reform in the public governance and especially in the sector of public hospitals is examined. The established organizational situation is described through daily governing practices-, decision making, managing of processes as well as the evaluation of the results that occur at all levels of the hospital ladder. At the same time it is explored, if and how much the changes are reflected on the external environment-rated and taken into consideration in the strategic reformations. This is done through a case study in the hospital of Serres, , where the organizational phenomena that occur in all the places and levels are examined such as the clinics, and the laboratories, the medical, nursing, organizational and technical service to the D.S. etc An effort is made to holistically approach the phenomenon based on the organizational theory. The theoretical basis of the thesis is based on three theoretical frameworks, that of organizational learning, of the new institutionalism and the historical analysis of the way the processes of the Greek hospital took place. All these three theoretical frameworks are analyzed mainly by looking through the prism of power- authority in the process of decision making that comes out of and is based on the scientific knowledge and power of influence of decision making from the doctors part. In the discussion, it becomes clear that most of the processes of providing service in the health sector are established and institutionalized depending on the mood, power and authority mainly of the managers-doctors without sound evaluation of the applied policies even when there are designed policies. On the same axis, the changes in the social environment are not evaluated resulting in the absence of learning, or in faulty conclusions. The possibility of intervention of the state in the area of hospital care is limited and with an especially doubtful will to collide with established interests. Thus the hospital looks like a ship without a captain that a share of doctors, nurses and managerial staff tries to keep its course without any external motivation. Στην διατριβή εξετάζεται η στρατηγικής της μεταρρύθμισης στη δημόσια διοίκηση και ειδικότερα στον χώρο των δημόσιων νοσοκομείων. Περιγράφεται η διαμορφωμένη οργανωσιακή κατάσταση μέσα από τις καθημερινές διοικητικές πρακτικές, τη λήψη αποφάσεων, τη διαχείριση διαδικασιών καθώς και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων που προκύπτουν σε όλα τα επίπεδα του νοσοκομείου. Παράλληλα διερευνάται αν και πόσο οι αλλαγές στο εξωτερικό περιβάλλον αντανακλώνται -αξιολογούνται και λαμβάνονται υπόψη στις στρατηγικές μεταρρύθμισης. υτό γίνεται με μελέτη case study στο νοσοκομείο Σερρών όπου εξετάζονται τα οργανωσιακά φαινόμενα που συμβαίνουν σε όλους τους χώρους και τα επίπεδα όπως είναι οι κλινικές και τα εργαστήρια, η ιατρική, νοσηλευτική, διοικητική και τεχνική υπηρεσία, το Δ.Σ. κτλ. Γίνεται απόπειρα ολιστικής αντιμετώπισης του φαινομένου με βάση την οργανωσιακή θεωρία. Η θεωρητική βάση της διατριβής τοποθετείται σε τρεις πυλώνες - θεωρητικά υπόβαθρα. Της οργανωσιακής μάθησης, της νέο - θεσμικής σχολής και ιστορικής ανάλυσης της πορείας διαμόρφωση των λειτουργιών του ελληνικού νοσοκομείου. Και τα τρία αυτά θεωρητικά επίπεδα αναλύονται με κύρια οπτική γωνία ανάλυσης την έννοια της δύναμης - εξουσίας στην λήψη αποφάσεων που εκπορεύεται και εδράζεται από την επιστημονική γνώση και την εξουσία επηρεασμού των αποφάσεων από την πλευρά των γιατρών. Στα συμπεράσματα γίνεται σαφές ότι οι περισσότερες διαδικασίες παροχής υπηρεσιών υγείας έχουν καθιερωθεί - θεσμοποιηθεί από την διάθεση, τη δύναμη και την εξουσία, κυρίως, των διευθυντών γιατρών χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση των εφαρμοσμένων πολιτικών ακόμα κι όταν υπάρχει σχεδιασμένη πολιτική. Έτσι όμως ούτε στρατηγική μεταρρυθμίσεων υπάρχει και οι αλλαγές σε όσες διαδικασίες δεν σχετίζονται άμεσα με την επιστήμη και την τεχνολογία, ακολουθούν τον ίδιο κανόνα. Ομοίως δεν αξιολογούνται οι αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον με τελικό αποτέλεσμα να μην συμβαίνει μάθηση ή αν αυτή συμβαίνει να είναι σε αρνητική κατεύθυνση. Η δυνατότητα παρέμβασης της πολιτείας στο χώρο του νοσοκομείου είναι περιορισμένη και με εξαιρετικά αμφίβολη τη θέληση της να συγκρουστεί με κατεστημένα συμφέροντα. Έτσι το νοσοκομείο μοιάζει με ακυβέρνητο σκάφος που προσπαθεί να το κρατήσει στην πορεία του μία μερίδα γιατρών, νοσηλευτών και διοικητικών υπαλλήλων χωρίς καμία εξωτερική υποκίνηση. 289 147 163 Communication policy in economic organizations The goal of this research was to understand the process and evaluate the importance of organizational communication in the operation and success of enterprises in Northern Greece. The gathering of information was conducted through written questionnaires, and for the analysis, Friedman’s criteria and x2 control were used. It was found that the majority of Greek enterprises independent of size use organizational communication procedures, which assist them in reaching their goals, gathering information, decision-making, improving goods, sales promotion, increasing customers, improving production and developing procedures for business success. Also, it was found that the production sector and the size of the organization influence some research hypotheses, which were tested, although business type and certification were not. The general results is that Greek enterprises are aware and apply organizational communication in a different way and with different procedures for internal and for external relationships. Σκοπός της έρευνας αυτής ήταν να κατανοηθεί η διαδικασία και να διερευνηθεί η σημαντικότητα της επιχειρησιακής επικοινωνίας στη λειτουργία και αποτελεσματικότητα των επιχειρήσεων Βορείου Ελλάδας. Η συλλογή δεδομένων έγινε με τη χρήση γραπτών ερωτηματολογίων, ενώ για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε η περιγραφική στατιστική, το κριτήριο του Friedman και ο έλεγχος το χ2. Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις εφαρμόζουν σε ικανοποιητικό βαθμό και ανεξάρτητα μεγέθους, διαδικασίες (τεχνικές, μεθόδους και μέσα) επιχειρησιακής επικοινωνίας, με τις οποίες επιδιώκεται η πραγματοποίηση σκοπών και στόχων, όπως η συλλογή πληροφοριών, λήψη αποφάσεων βελτίωση προϊόντων, προώθηση πωλήσεων, προσέλκυση πελατών, βελτίωση της παραγωγικότητας κ.λπ. και αναπτύσσονται πολιτικές για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων. Επίσης βρέθηκε ότι ο τομέας παραγωγής και το μέγεθος των επιχειρήσεων επηρεάζουν ορισμένες (ελάχιστες) υποθέσεις της έρευνας, ενώ η μορφή ιδιοκτησίας και η ύπαρξη πιστοποίησης καμία. Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις γνωρίζουν και εφαρμόζουν σε διαφορετικό βαθμό και με διαφορετικές διαδικασίες την επιχειρησιακή επικοινωνία στην εσωτερική λειτουργία αυτών, καθώς και στις εξωτερικές τους σχέσεις. 290 976 953 Emotional and Cognitive Processes in the professional development of medical students Συναισθηματικές και γνωστικές διεργασίες στην επαγγελματική ανάπτυξη φοιτητών Ιατρικής Introduction and aims: The purpose of the present thesis was the study of the educational environment of a Medical School in Greece, in order to explore differences between the principles of professionalism, as they are taught via both the formal curriculum and the "informal" learning by example which medical students experience in their daily interactions. This informal learning is referred to as the “hidden curriculum” of medical education and it has been linked with the development of professional identity among medical students. The thesis aimed to answer the following research questions: what are the core features of the hidden curriculum?; how do the features of the hidden curriculum affect medical students’ emotional and professional development?; what type of daily incidents occurring in medical school or the hospital do medical students consider important?; which aspects of such incidents facilitate or inhibit learning?; which types of experiences do students consider the most memorable?; which are the emotions and the emotion regulation processes that medical students report when experiencing memorable incidents? Which reflection processes do students use to evaluate memorable incidents and their professional learning? Methods: Four studies were designed and conducted in order to answer the abovementioned research questions. A systematic review of the literature was conducted to synthesize the existing literature regarding the hidden curriculum of medical education and explore the hidden messages of medical education that shape medical students’ emotional and professional development. Secondly, a diary study with medical students at the preclinical and clinical stage of medical training was conducted in order to explore the daily events that shape medical students’ learning regarding professionalism. Thirdly, in addition to the diary study, two focus groups were conducted to validate the themes identified in the diary study and explored issues related to professionalism at a deeper level. Fourthly, a qualitative study based on critical incidents using individual interviews was conducted, to explore major events affecting the emotional and professional development of medical students. Additionally, we investigated the emotions experienced by students and the ways they dealt with them (i.e., emotion regulation strategies employed). Finally, students were asked to reflect on the knowledge gained from the events and their level of self- reflection was evaluated. Results: According to the results of the literature review, medical students are exposed to multiple and often conflicting messages as to what constitutes professionalism. They have to decode these conflicting messages in order to build a professional identity that will facilitate the socialization in the clinical setting. One of the most prominent aspects of the hidden curriculum was the existence a strong hierarchy in the medical school and/ or the hospital environment which sets the accepted rules of behavior that often contradict the formal statements of professionalism communicated via the formal curriculum. The accepted rules of behavior are exhibited by role models who teach medical students. Medical students have to decode the contradictory messages related to professional behavior in order to build their professional identity and facilitate their socialization in the clinical environment. The results of the diary study showed the existence of a strong hidden curriculum that affects medical students at a professional and emotional level. When students evaluated their daily learning experiences, they reported equally positive and negative experiences. Main desired characteristics of the learning environment that fosters professional and emotional development was the culture of respect towards all members of the organization and an environment that values learning of medical students equally to patient care. In addition, mutual and authentic relationships between medical students, teachers and patients were considered positive for learning compared to learning formats were students or patients had a passive role. On the other hand, in the focus group and the individual interview studies medical students tended to report more negative incidents related to professionalism. In those incidents the recipients of negative behavior were most of the times either medical students or patients. Often medical students and patients become recipients of uncivil or aggressive behavior by professionals with a higher position in the hospital hierarchy. The most frequently mentioned emotions reported by medical students were shock and surprise followed by feelings of embarrassment, sadness, anger and tension or anxiety. The most frequent reaction was inaction often associated with emotion regulation strategies such as, suppression of emotions. In addition even though medical students are exposed to various and often negative experiences, they tend not to reflect on those experiences. The study showed low level of self-reflection which did not lead to reflective learning related to professionalism. Discussion: Overall the doctoral thesis revealed several aspects of the hidden curriculum manifesting during medical students’ training, especially at a clinical stage that affect them at an emotional and professional level. One of the most prominent aspects of the hidden curriculum revealed was the existence of a strong hierarchical culture that is perpetrated and communicated though role models. The thesis suggests that one should not underestimate the degree to which the interpersonal relationships between medical students and their instructors influence their professional behavior.. Medical students need to feel respected and valued in their learning environment and educators need to appreciate that their teaching role is as important as their clinical role. Through these interactions, students learn how to communicate and cooperate with others and develop their professional identity. Medical students often face intense and challenging experiences that provoke them intense emotions that do not learn how to process during their medical training. Thus, the most common, emotion regulation strategies employed by medical students are avoidance and suppression of emotions. This, in combination with low self-reflective skills, can impact the emotional and professional development of medical students. Recognizing and addressing the hidden curriculum of each medical school can promote professionalism of medical students as well as their emotional well-being, while in the long term can contribute to better quality of patient care. Εισαγωγή και στόχοι έρευνας: Ως σκοπός της παρούσας διατριβής τέθηκε η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος των Ιατρικών Σχολών της Ελλάδας, ώστε να διαπιστωθεί αν υπάρχει διάσταση μεταξύ των αρχών του επαγγελματισμού, όπως διδάσκονται στο επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα (formal curriculum) και την «άτυπη» μάθηση μέσω παραδείγματος με την οποία, έρχονται καθημερινά σε επαφή οι φοιτητές. Αυτή η άτυπη μάθηση αναφέρεται ως κρυφό πρόγραμμα σπουδών (hidden curriculum) στη διεθνή βιβλιογραφία και έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη επαγγελματικής ταυτότητας στους φοιτητές Ιατρικής. Στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι να απαντήσει στα παρακάτω ερευνητικά ερωτήματα: ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του κρυφού προγράμματος σπουδών; πως το κρυφό πρόγραμμα σπουδών επηρεάζει την συναισθηματική και επαγγελματική ανάπτυξη των φοιτητών Ιατρικής; ποια γεγονότα που συναντούν οι φοιτητές καθημερινά στην Ιατρική σχολή ή το νοσοκομείο, θεωρούν σημαντικά; πώς αυτά τα περιστατικά επηρεάζουν τη μάθηση του επαγγελματισμού; ποια είναι τα πιο αξιομνημόνευτα περιστατικά για ένα φοιτητή Ιατρικής κατά τη διάρκειά των σπουδών του; ποια συναισθήματα προκαλούν στους φοιτητές τα περιστατικά αυτά και πώς τα διαχειρίζονται; ποιες διεργασίες αυτοκριτικής (self reflection) χρησιμοποιούν οι φοιτητές Ιατρικής όταν κάνουν ανασκόπηση στα περιστατικά αυτά και τι είδους μαθήματα επαγγελματισμού αποκομίζουν; Μέθοδος: Η διδακτορική διατριβή αποτελείται από τέσσερις έρευνες που αποσκοπούν στην απάντηση των παραπάνω ερευνητικών ερωτημάτων. Αρχικά, έγινε μια μία συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας με στόχο τη σύνθεση ερευνών που διερευνούν το κρυφό πρόγραμμα σπουδών ώστε να διερευνήσει ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του και σε τι είδους «κρυφά» ή αντικρουόμενα μηνύματα εκτίθενται οι φοιτητές κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Δεύτερον, διενεργήθηκε μια έρευνα ημερολογίου (diary study) με στόχο τη διερεύνηση των καθημερινών εμπειριών που βιώνουν οι φοιτητές Ιατρικής στη σχολή και στο χώρο του νοσοκομείου τόσο σε προ κλινικό όσο και σε κλινικό επίπεδο και πως αυτές επηρεάζουν τη συναισθηματική και επαγγελματική τους ανάπτυξη. Τρίτον, διενεργήθηκε έρευνα βασισμένη σε ομάδες εστίασης (focus groups) με στόχο την επικύρωση των θεμάτων που αναδείχθηκαν στην έρευνα ημερολογίου και τη σε βάθος διερεύνηση θεμάτων σχετικών με τον επαγγελματισμό. Τέταρτον, διενεργήθηκε μια εκτενής ποιοτική έρευνα βασισμένη σε ατομικές συνεντεύξεις σχετικά με τις απόψεις των φοιτητών Ιατρικής πάνω σε θέματα επαγγελματισμού. Στόχος της έρευνας ήταν να διερευνήσει σημαντικά γεγονότα (critical incidents) που επηρεάζουν τη συναισθηματική και επαγγελματική ανάπτυξη των φοιτητών. Επιπρόσθετα διερευνήθηκαν τα συναισθήματα που βίωσαν οι φοιτητές όταν βίωσαν τα περιστατικά καθώς και οι τρόποι διαχείρισης αυτών (emotion regulation strategies). Τέλος οι φοιτητές κλήθηκαν να αναστοχαστούν πάνω στη γνώση που αποκόμισαν από αυτά τα γεγονότα που αφηγήθηκαν και η αυτοκριτική τους ικανότητα (self-reflection) αξιολογήθηκε. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, οι φοιτητές Ιατρικής εκτίθενται σε πολλαπλά και συχνά αντικρουόμενα μηνύματα ως προς το τι συνιστά επαγγελματική συμπεριφορά. Κύριο χαρακτηριστικό του κρυφού προγράμματος σπουδών αναδείχθηκε η ύπαρξη άκαμπτης ιεραρχίας στην Ιατρική Σχολή αλλά και στο νοσοκομείο που θέτει τους αποδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς που συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις επίσημες θέσεις του επαγγελματισμού. Οι αποδεκτοί κανόνες συμπεριφοράς στο εκάστοτε περιβάλλον συνήθως μεταδίδονται μέσω των προτύπων συμπεριφοράς (role models) που είναι οι εκπαιδευτές. Αυτά τα αντικρουόμενα μηνύματα που λαμβάνουν οι φοιτητές Ιατρικής καλούνται να τα αποκωδικοποιήσουν ώστε να χτίσουν μια επαγγελματική ταυτότητα που θα διευκολύνει την κοινωνικοποίηση στο κλινικό περιβάλλον. Τα αποτελέσματα των ομάδων εστίασης και της έρευνας ημερολογίου έδειξαν την ύπαρξη ενός ισχυρού κρυφού προγράμματος σπουδών κατά τη διάρκεια της Ιατρικής εκπαίδευσης, το οποίο φαίνεται να επηρεάζει τους φοιτητές σε συναισθηματικό επίπεδο. Όταν οι φοιτητές Ιατρικής αξιολόγησαν τις καθημερινές τους εμπειρίες ανέγεραν ότι εκτίθενται εξίσου σε θετικά και αρνητικά πρότυπα συμπεριφοράς. Κύρια χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού περιβάλλοντος που κρίθηκαν ως αναγκαία για την επαγγελματική και συναισθηματική τους ανάπτυξη ήταν η κουλτούρα σεβασμού προς όλα τα μέλη του οργανισμού (φοιτητές, ασθενείς) και η αίσθηση ότι η εκπαίδευση των φοιτητών είναι προτεραιότητα των καθηγητών τους κυρίως στο κλινικό επίπεδο. Επίσης οι αμοιβαίες και αυθεντικές σχέσεις με καθηγητές και ασθενείς θεωρήθηκαν θετικές και πως διευκολύνουν τη μάθηση, σε αντίθεση με αλληλεπιδράσεις όπου φοιτητές ή ασθενείς είχαν ένα παθητικό ρόλο στη διαδικασία. Αντίθετα, ή έρευνα με ομάδες εστίασης και η έρευνα που βασίστηκε σε ατομικές συνεντεύξεις κατέγραψε κυρίως αρνητικά περιστατικά συμπεριφοράς από επαγγελματίες με υψηλότερη θέση στην ιεραρχία του νοσοκομείου προς φοιτητές ή ασθενείς. Τα πιο συχνά συναισθήματα που ανέφεραν οι φοιτητές ήταν σοκ και έκπληξη, ακολουθούμενα από συναισθήματα όπως ντροπή, λύπη, θυμός ή άγχος. Οι στρατηγικές διαχείρισης των αρνητικών συναισθημάτων αφορούσαν κυρίως στην αποφυγή της κατάστασης ή την καταπίεση των συναισθημάτων και την υιοθέτηση συναισθηματικής ουδετερότητας. Επιπρόσθετα, οι φοιτητές Ιατρικής παρόλο που εκτίθενται σε πολλά και συχνά αρνητικά γεγονότα, δεν συνηθίζουν να κάνουν ανασκόπηση σε αυτά τα περιστατικά. Η έρευνα έδειξε χαμηλό επίπεδο αυτοκριτικής ικανότητας που δεν οδηγούσε σε βαθιά συμπεράσματα σε σχέση με τον επαγγελματισμό, χάνοντας έτσι οι φοιτητές Ιατρικής μια ευκαιρία να μετατρέψουν σε μάθηση ακόμη και μια αρνητική εμπειρία. Συζήτηση: Συνολικά η διδακτορική διατριβή ανέδειξε, την ύπαρξη ισχυρής ιεραρχίας στα νοσοκομεία όπου εκπαιδεύονται οι φοιτητές ιατρικής κάτι το οποίο δυσχεραίνει την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση μεταξύ ιατρών και ασθενών, καθώς και την αλληλεπίδραση φοιτητών με τους εκπαιδευτές τους. Η διδακτορική διατριβή ανέδειξε τη σημασία που δίνουν οι φοιτητές στις σχέσεις που αναπτύσσουν με τους εκπαιδευτές τους, την ανάγκη να νιώθουν ότι το περιβάλλον μάθησης διακατέχεται από σεβασμό και ότι οι καθηγητές τους να θεωρούν το ρόλο τους ως εκπαιδευτές ισάξια σημαντικό με το ρόλο του γιατρού. Μέσω αυτών των αλληλεπιδράσεων οι φοιτητές μαθαίνουν πώς να επικοινωνούν και συνεργάζονται και αναπτύσσουν την επαγγελματική τους ταυτότητα. Οι φοιτητές Ιατρικής βρίσκονται αντιμέτωποι με μια σειρά από έντονες και απαιτητικές εμπειρίες που τους προξενούν συναισθήματα τα οποία δεν μαθαίνουν πώς να διαχειρίζονται κατά τη διάρκεια της Ιατρικής Εκπαίδευσης. Έτσι οι πιο συχνές μέθοδοι διαχείρισης συναισθημάτων παραμένουν η αποφυγή και η καταπίεση τους. Αυτό σε συνδυασμό με μειωμένη αυτοκριτική διάθεση, οδηγεί τους φοιτητές στο να μην αξιολογούν πως αυτά τα περιστατικά τους επηρεάζουν σε επαγγελματικό και συναισθηματικό επίπεδο. 291 257 242 Foreign direct investments in Turkey: theoretical and empirical analysis of the period 2001-2011. Ξένες άμεσες επενδύσεις στην Τουρκία: θεωρητική και εμπειρική ανάλυση της περιόδου 2001-2011 και προοπτικές. Turkey is an example of economic development and restructuring that took place during the decade 2001-2011. During the same period, the net foreign direct investment which has been injected in the country exceeded 110 billion dollars. This study provides initially the broader background, and, in comparison with other regional markets, examines and presents the issue of FDI in Turkey. In this context summarizes the main directions of academic literature relating exclusively to the case of FDI in Turkey. It presents the long and deepening compound approach of the country towards the EU and considers its continuation more as a critical condition, and less as an advantage, in attracting FDI in the future. Through a questionnaire survey analyzes the anatomy, the determinants and prospects of the Greek direct investments in Turkey. The lack of academic research renders additional value to the subject, particularly in a period characterized by critical efforts of rapprochement between the two countries. Finally, through a new approach which is proposed (TIP Model©), quantifies the prospects and the potential size of future FDI inflows in Turkey during the period 2011-2015 on the basis of the growth potential offered by the banking sector and estimates the inflows at 70 billion dollars. At last, after having presented the great potential of the country in attracting FDI, the thesis emphasizes the critical importance and necessity of deepening geopolitical stability in the wider region of Turkey for these prospects to be materialized in the medium term. Η Τουρκία αποτελεί παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης και αναδιαρθρώσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την δεκαετία 2001-2011. Κατά την ίδια περίοδο οι καθαρές ξένες άμεσες επενδύσεις που εισέρευσαν στην χώρα υπερέβησαν τα 110 δισ. δολάρια. Η παρούσα μελέτη επιδιώκει κατ’ αρχήν μία ευρύτερη, και συγκριτική με άλλες περιφερειακές αγορές, εξέταση και παρουσίαση του θέματος των ΞΑΕ στην Τουρκία. Στα πλαίσια αυτά συνοψίζει τις βασικές κατευθύνσεις της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας που σχετίζεται αποκλειστικά με την περίπτωση των ΞΑΕ στην Τουρκία. Παρουσιάζει την μακρόχρονη και πολυεπίπεδη εμβάθυνση της προσέγγισης της χώρας προς την ΕΕ και θεωρεί την συνέχισή της περισσότερο ως προϋπόθεση ζωτικής σημασίας, παρά ως πλεονέκτημα, για την προσέλκυση στο μέλλον ΞΑΕ. Μέσω έρευνας ερωτηματολογίου αναλύει την ανατομία, τους προσδιοριστικούς παράγοντες και τις προοπτικές των Ελληνικών άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία. Η έλλειψη ακαδημαϊκής έρευνας προσδίδει επιπλέον αξία στο θέμα, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από κρίσιμες προσπάθειες επαναπροσέγγισης μεταξύ των δύο χωρών. Τέλος, μέσω μίας νέας προσέγγισης που προτείνεται (υπόδειγμα TIP©), ποσοτικοποιεί τις προοπτικές και το δυνητικό μέγεθος των μελλοντικών εισροών ΞΑΕ κατά την περίοδο 2011-2015 στην Τουρκία επί της βάσης των δυνατοτήτων ανάπτυξης που προσφέρει ο τραπεζικός τομέας και τις οποίες εκτιμά σε 70 δισ. δολάρια. Εν κατακλείδι, αναδεικνύοντας τις μεγάλες προοπτικές προσέλκυσης ΞΑΕ που διαθέτει η χώρα, υποστηρίζει ταυτόχρονα την κρίσιμη σημασία και αναγκαιότητα της διασφάλισης γεωπολιτικής σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή της Τουρκίας για την υλοποίηση των προοπτικών αυτών μεσοπρόθεσμα. 292 155 164 Computer games, socialization and education: the social and psychological dimension of virtual reality for children and its functional usage in teaching and learning: an application in teaching economics for elementary education Ηλεκτρονικό παιχνίδι, κοινωνικοποίηση και σχολείο: η κοινωνικοψυχολογική διάσταση της εικονικής πραγματικότητας στην παιδική ηλικία και η λειτουργική της χρήση στη διδασκαλία και τη μάθηση: μια εφαρμογή στη διδασκαλία των οικονομικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης This project studies the profiles of children who play computer games. It investigates their relationship with digital technology, the influence of computer games in their socialization process and parental involvement in this activity. The study was conducted with the use of questionnaires sampling 817 children aged 10-12. Results showed that the popularity of computer games in Greece was high. Frequency of use, just like software preferences were dependent on factors like sex, place of residence and parental educational levels. Results also showed that parents involved themselves in software choices and were concerned with usage times. Within the framework of examining the inclusion of computer games in the educational process, relevant educational software was specially designed and developed in the form of a computer game. Η εργασία μελετά πτυχές του προφίλ των παιδιών - χρηστών ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Διερευνά τη σχέση τους με την ψηφιακή τεχνολογία, τις επιδράσεις των ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην κοινωνικοποιητική διαδικασία των παιδιών και τη γονεϊκή εμπλοκή στη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η έρευνα διεξήχθη με ερωτηματολόγια σε δείγμα 817 παιδιών ηλικίας 10-12 ετών. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η δημοτικότητα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών στη χώρα μας είναι υψηλή. Η συχνότητα χρήσης όπως και οι προτιμήσεις στο λογισμικό σχετίζονται με μεταβλητές όπως το φύλο, ο τόπος διαμονής και η μόρφωση των γονέων. Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι γονείς εμπλέκονται στην επιλογή λογισμικού αλλά και στο χρόνο ενασχόλησης των παιδιών με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Στα πλαίσια της διερεύνησης της ένταξης του ηλεκτρονικού παιχνιδιού στην εκπαιδευτική διαδικασία σχεδιάστηκε και αναπτύχθηκε σχετικό εκπαιδευτικό λογισμικό υπό μορφή ηλεκτρονικού παιχνιδιού. 293 426 425 The importance of recognizing and exploiting philosophies of adult education: theoretical and empirical documentation Η σημασία αναγνώρισης και αξιοποίησης των φιλοσοφιών της εκπαίδευσης ενηλίκων: θεωρητική και εμπειρική τεκμηρίωση The importance that modern society attributes to adult education makes it necessary for the adult educator to be aware of the broader philosophical framework that guides their thoughts, their choices and their practises they applies during the educational process. The purpose of this PhD thesis is to highlight a) the neseccity of linking the educational philosophy with practice by presenting educational philosophical theories of the reference field, i.e., adult education b) the two conflicting, both in the bibliography and in the educational practice, theories: behaviourism and constructivism and c) the possibility of the co-existence of two or more educational philosophies in the field of adult education, in relation to four parameters: education / learning, the teaching process, the role of the trainer, and the role of the trainee, through research. Its contribution is to highlight the need for the trainer to be aware of the educational philosophy adopted in different parts of education such as the learning process, the teaching process, the trainer, and the trainee. The thesis is divided in two parts: theory and research. The first part, which constitutes the theoretical background of the thesis, consists of two chapters. Chapter 1 presents the reference field, i.e., adult education, and the necessity for the trainer to know the educational philosophical theory the trainer adheres to, as well as the five educational philosophical theories: liberalism, progressivism, humanism, behaviourism and constructivism. Chapter 2, that follows, compares the last two theories. The presentation of the five theories, as well as the comparison of two of them, is based on four pillars: the learning process, the teaching process, the trainer, and the trainee. The second part of the thesis, the research, is developed in chapter 3. It is the presentation of a research carried out in 421 active adult educators, in different cities of Greece, during 2014-2015. The research tool used is the questionnaire by Lorraine Zinn, "Philosophy of Adult Education" (PAEI, 1991). The results showed that factors such as gender or the education level of each trainer have no effect on the choice of the adopted educational philosophy. On the contrary, it was noted that the educational philosophy followed by the trainer affects them on the learning process, the teaching process, the role they attribute to themself and their trainees. The conclusion reached was that although an educational philosophy may be adopted, there is a possibility that "behind" it another philosophy or a mixture of other philosophies is hidden, that form the whole picture. Η σημασία που αποδίδει η σύγχρονη κοινωνία στην εκπαίδευση ενηλίκων καθιστά αναγκαίο από την πλευρά του εκπαιδευτή, να έχει επίγνωση του ευρύτερου φιλοσοφικού πλαισίου που διέπει τη σκέψη του, τις επιλογές του και τις πρακτικές που ακολουθεί κατά την εκπαιδευτική διαδικασία. Η παρούσα Διδακτορική Διατριβή έχει ως σκοπό να αναδείξει (α) την αναγκαιότητα σύνδεσης της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας με την πράξη παρουσιάζοντας τις εκπαιδευτικές φιλοσοφικές θεωρίες που άπτονται στο γνωστικό πεδίο αναφοράς, την εκπαίδευση ενηλίκων, (β) τις δύο αντικρουόμενες, τόσο στη βιβλιογραφία όσο και στην εκπαιδευτική πρακτική, θεωρίες, τον συμπεριφορισμό και τον εποικοδομητισμό και (γ) τη δυνατότητα συνύπαρξης δύο ή και περισσοτέρων εκπαιδευτικών φιλοσοφιών στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων, σε σχέση με τέσσερις παραμέτρους: την εκπαίδευση/ μάθηση, τη διαδικασία της διδασκαλίας, τον ρόλο του εκπαιδευτή, τον ρόλο του εκπαιδευομένου, μέσω έρευνας. Η συνεισφορά της είναι η ανάδειξη της αναγκαιότητας επίγνωσης της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας που ασπάζεται ο εκπαιδευτής σε διάφορους τομείς της εκπαίδευσης, όπως η διαδικασία μάθησης, η διαδικασία διδασκαλίας, ο εκπαιδευτής και ο εκπαιδευόμενος. Η Διατριβή είναι χωρισμένη σε δύο μέρη: το θεωρητικό και το ερευνητικό. Το πρώτο μέρος, που αποτελεί το θεωρητικό υπόβαθρο της Διατριβής περιλαμβάνει δύο κεφάλαια. Στο κεφάλαιο 1 παρουσιάζεται το πεδίο αναφοράς, η εκπαίδευση ενηλίκων και η αναγκαιότητα επίγνωσης από την πλευρά του εκπαιδευτή σε ποια εκπαιδευτική φιλοσοφική θεωρία ανήκει καθώς και οι πέντε εκπαιδευτικές φιλοσοφικές θεωρίες: ο φιλελευθερισμός, ο προοδευτισμός, ο ανθρωπισμός, ο συμπεριφορισμός και ο εποικοδομητισμός. Στο κεφάλαιο 2 που ακολουθεί συγκρίνονται οι δύο τελευταίες. Τόσο η παρουσίαση των πέντε θεωριών όσο και η σύγκριση των δύο εξ αυτών γίνεται με βάση τέσσερις πυλώνες: τη διαδικασία μάθησης, τη διαδικασία διδασκαλίας, τον εκπαιδευτή και τον εκπαιδευόμενο. Το δεύτερο μέρος της Διατριβής, το ερευνητικό, αναπτύσσεται στο 3ο κεφάλαιο. Πρόκειται για την παρουσίαση μιας έρευνας που διεξήχθη σε 421 ενεργούς εκπαιδευτές ενηλίκων σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας κατά την περίοδο 2014-2015. Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε είναι το ερωτηματολόγιο της Lorraine Zinn, “Philosophy of Adult Education” (PAEI, 1991). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι παράγοντες όπως φύλο και το επίπεδο μόρφωσης του κάθε εκπαιδευτή ενηλίκων δεν είχαν καμία επίδραση όσον αφορά στην επιλογή της εκπαιδευτικής φιλοσοφίας που ασπαζόταν. Αντίθετα, διαπιστώθηκε ότι η εκπαιδευτική φιλοσοφία που ασπάζεται ο εκπαιδευτής τον επηρεάζει όσον αφορά τη διαδικασία μάθησης, τη διαδικασία διδασκαλίας, τον ρόλο που αποδίδει στον ίδιο αλλά και στους εκπαιδευομένους του. Μάλιστα προέκυψε ότι, ενώ μπορεί κάποιος να ασπάζεται μια εκπαιδευτική φιλοσοφία, «πίσω» από αυτήν να υπάρχει πιθανότητα να κρύβεται κάποια άλλη ή κάποιο μείγμα φιλοσοφικών θεωριών που συνθέτουν την όλη του εικόνα. 294 547 558 Evaluation of web applications and e-services in e-commerce context. Αξιολόγηση διαδικτυακών εφαρμογών και υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου. Systems and e-commerce applications are quite complex. They consist of several sub-systems and may operate on the basis of different parameters that affect their overall performance. These parameters are related to hardware (network infrastructure, servers’ technical characteristics etc.) and software (operating system, Web server software, application software, etc.). In particular, the software environment in which the user is exposed to is very important. For this reason, these systems are extremely demanding in terms of user satisfaction. There is a wide range of users’ requirements and their dissatisfaction may lead to the rejection of the system. The qualitative evaluation of such systems bears several difficulties. An electronic commerce system provides a set of services that also utilize other services which can be evaluated by different parameters. The existing assessment methodologies try to respond to the later, but have several shortcomings. The existing research in the field of marketing studies the quality of on-line services in a consumer’s perspective, mostly ignoring technical characteristics. These services are treated as a single homogeneous group. The effect of specific features of these services towards the user’s satisfaction and final acceptance is not considered. On the other hand, the research in the field of information systems focuses primarily on the technical characteristics of these services and especially on the services that are based on the Internet. However, researchers have suggested that the term “e-services” includes all those services provided by the electronic means and technologies (ICT’s) beyond the Internet. Furthermore, in the area of information systems, the technology acceptance is mainly studies through technology implementation and not through its service. The scientific literature recognizes that there are many quality criteria. Some of these are featured as the content, the navigation, the design and the structure, as well as the appearance and the multimedia’s services. This thesis has used these criteria as a benchmark. Nevertheless, the research of some extra dimensions and hence the broader analysis of the quality of e-commerce services can be considered as a dynamic process that aims at creating a model capable of presenting sufficient evaluation of electronic services. In recent years, many efforts have been made towards the evaluation of e-services, e-business websites and other web applications in order for their quality and consequently their use to be ensured. This thesis contributes to this international scientific effort by identifying dimensions and factors that affect the level of service quality and by widely assessing these services through different aspects. Specifically, the novelty and contribution of this thesis based on the fact that it…  Introduces a new quality factor for the multimedia services and proposes a model that will measure and foresee the user’s perceived quality of experience (QoE) taking into account not only variables such as the efficiency and the user’s satisfaction but also the type of multimedia and network resources. Evaluates and categorizes factors and dimensions related to e-CRM features that affect the user’s perception in a website. Identifies the dimensions between the expectations and the perceived quality (disconfirmation) of the buyers and locates quality factors in the environment of electronic auctions. Profiles mobile commerce users and smart phones users and evaluates the perceived quality of the users and the dimensions that influence either their acceptance or their rejection. Τα συστήματα και οι εφαρμογές ηλεκτρονικού εμπορίου είναι αρκετά πολύπλοκα. Αποτελούνται από πολλά υποσυστήματα και μπορούν να λειτουργήσουν με βάση διαφορετικές παραμέτρους που επηρεάζουν την συνολική τους απόδοση. Οι παράμετροι αυτοί αποτελούνται από το υλικό (δικτυακή υποδομή, σύνθεση εξυπηρετητών κλπ.) αλλά και το λογισμικό (λειτουργικό σύστημα, λογισμικό εξυπηρετητή Παγκόσμιου Ιστού, λογισμικό εφαρμογών κλπ.) και ιδίως το λογισμικό και το περιβάλλον που χρησιμοποιεί ο χρήστης. Ως εκ τούτου τα συστήματα αυτά είναι εξαιρετικά απαιτητικά ως προς την ικανοποίηση των χρηστών, δεδομένου ότι το εύρος των απαιτήσεων των χρηστών είναι μεγάλο, ενώ η μη ικανοποίηση των αναγκών τους οδηγεί στην απόρριψη του συστήματος. Η ποιοτική αξιολόγηση τέτοιων συστημάτων παρουσιάζει αρκετές δυσκολίες. Ένα σύστημα ηλεκτρονικού εμπορίου προσφέρει ένα σύνολο από υπηρεσίες που χρησιμοποιούν ετερόκλητες υπηρεσίες που με τη σειρά τους μπορούν να αξιολογηθούν μέσω πολλών διαφορετικών παραμέτρων. Οι υπάρχουσες μεθοδολογίες αξιολόγησης προσπαθούν να ανταποκριθούν, όμως έχουν αρκετές αδυναμίες. Οι έρευνες που υπάρχουν στο χώρο του μάρκετινγκ μελετούν την ποιότητα των ηλεκτρονικών υπηρεσιών από την πλευρά των καταναλωτών, αγνοώντας ως επί το πλείστον τα τεχνικά χαρακτηριστικά τους. Αντιμετωπίζουν αυτές τις υπηρεσίες ως ένα ενιαίο και ομογενές σύνολο, χωρίς να εξετάζουν την επίδραση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών αυτών των υπηρεσιών στην ικανοποίηση και αποδοχή των καταναλωτών. Από την άλλη πλευρά οι έρευνες στον χώρο των πληροφοριακών συστημάτων εστιάζουν κατά κύριο λόγο στα τεχνικά χαρακτηριστικά των υπηρεσιών αυτών και κυρίως στις υπηρεσίες που βασίζονται στο διαδίκτυο. Όμως, ερευνητές έχουν προτείνει πως στον όρο ηλεκτρονικές υπηρεσίες (e-services) συμπεριλαμβάνονται όλες εκείνες οι υπηρεσίες που παρέχονται μέσω ηλεκτρονικών μέσων και τεχνολογιών (ICTs), πέραν του διαδικτύου. Επίσης, στον τομέα των πληροφοριακών συστημάτων η αποδοχή της τεχνολογίας μελετάται κυρίως στο επίπεδο της τεχνολογικής εφαρμογής και όχι της υπηρεσίας. Η επίσημη βιβλιογραφία αναγνωρίζει ότι υπάρχουν πολλά κριτήρια ποιότητας. Μερικά από αυτά περιλαμβάνουν το περιεχόμενο, την πλοήγηση, το σχεδιασμό και τη δομή, την εμφάνιση και τις υπηρεσίες πολυμέσων. Στην παρούσα διατριβή έχουν χρησιμοποιηθεί αυτά τα κριτήρια ως σημείο αναφοράς. Ωστόσο η αναζήτηση κάποιων επιπλέον διαστάσεων και κατά συνέπεια η ευρύτερη ανάλυση της ποιότητας των υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου αποτελεί μια δυναμική διαδικασία έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένα μοντέλο ικανό να παρουσιάζει επαρκή κάθε φορά αξιολόγηση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Τα τελευταία χρόνια πολλές προσπάθειες έχουν γίνει για την αξιολόγηση των ηλεκτρονικών υπηρεσιών, των ηλεκτρονικών ιστοτόπων και άλλων επιχειρηματικών διαδικτυακών εφαρμογών προκειμένου να διασφαλιστεί η ποιότητα και κατ΄ επέκταση η χρήση τους από τους χρήστες. Η παρούσα διατριβή συμβάλλει σε αυτή τη διεθνή επιστημονική προσπάθεια, εντοπίζοντας διαστάσεις και παράγοντες που επηρεάζουν το επίπεδο ποιότητας μιας υπηρεσίας, αξιολογώντας πολυδιάστατα τις υπηρεσίες αυτές από διαφορετικές οπτικές. Συγκεκριμένα η πρωτοτυπία και η συνεισφορά της παρούσης διατριβής έγκειται στο ότι: Εισάγει ένα νέο παράγοντα ποιότητας για τις πολυμεσικές υπηρεσίες και προτείνει ένα μοντέλο το οποίο θα μετρά και θα προβλέπει την αντιλαμβανόμενη QoE του χρήστη όσον αφορά τις υπηρεσίες πολυμέσων, λαμβάνοντας υπόψη μεταβλητές όπως η αποτελεσματικότατα και η ικανοποίηση του χρήστη αλλά και τον τύπο πολυμέσων και τους πόρους του δικτύου. Αξιολογεί και κατηγοριοποιεί παράγοντες και διαστάσεις που σχετίζονται με τα e-CRM χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την αντίληψη των χρηστών σε μια ιστοσελίδα. Προσδιορίζει διαστάσεις μεταξύ προσδοκιών και αντιληπτής ποιότητας (disconfirmation) των αγοραστών και εντοπίζει παράγοντες ποιότητας στο περιβάλλον των ηλεκτρονικών δημοπρασιών. Σκιαγραφεί το προφίλ των χρηστών κινητού εμπορίου καθώς και το προφίλ των χρηστών smart phones και αξιολογεί την αντιλαμβανόμενη ποιότητα των χρηστών καθώς και τις διαστάσεις που επηρεάζουν την αποδοχή/ απόρριψη τους. 295 191 195 Race for foreign direct investment: efficiency and comparative position of countries. Ανταγωνισμός για άμεσες ξένες επενδύσεις: αποδοτικότητα και συγκριτική θέση των χωρών. This study investigates the efficiency and comparative position of countries in terms of Foreign Direct Investment (FDI). The approaches used are innovative and deal with specific issues which have not been examined adequately by previous research. The current research proves that the launch of EMU had mixed results in terms of FDI inflows among member countries, with positive relationship for the core countries of the union and negative relationship for the countries of the periphery. Furthermore specifically for Greece it has been constructed a comparative index of Material FDI attractiveness (index weights derived through a questionnaire to foreign investors), providing further insights in order to design government interventions. Moreover an FDI efficiency index is being calculated, introducing a new innovative metric in the analysis of the performance of countries in terms of FDI inflows. Finally the model used for the calculation of the FDI efficiency index, a Generalized directional distance function in conjunction with a super-efficiency Data Envelopment Analysis, allows to calculate specific target of potential FDI per country; both in absolute terms but also in terms of relative performance. Η συγκριμένη διατριβή ερευνά την αποδοτικότητα και τη συγκριτική θέση των χωρών όσον αφορά τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ). Οι προσεγγίσεις και η μεθοδολογία είναι καινοτόμες και αναφέρονται σε θέματα τα οποία δεν έχουν ερευνηθεί ικανοποιητικά. Συγκεκριμένα η διατριβή αποδεικνύει ότι η δημιουργία της Οικονομικής Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ) είχε μικτά αποτελέσματα όσον αφορά τις εισροές των ΑΞΕ ανάμεσα στις χώρες μέλη, με θετική σχέση για τις «χώρες του πυρήνα της ένωσης» και αρνητική σχέση για τις χώρες τις περιφέρειας. Επιπλέον όσον αφορά την Ελλάδα, δημιουργήθηκε ένα συγκριτικός δείκτης ελκυστικότητας Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (οι βαρύτητες υπολογίστηκαν με βάση ερωτηματολόγιο το οποίο συμπλήρωσαν ξένοι επενδυτές), ο οποίος προσφέρει σημαντική πληροφόρηση προκειμένου να σχεδιαστούν αντίστοιχες παρεμβάσεις/ στρατηγική. Επίσης υπολογίστηκε ένας δείκτης Αποδοτικότητας Άμεσων Ξένων Επενδύσεων ο οποίος είναι ένας νέος καινοτόμος δείκτης, χρήσιμος για την ανάλυση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων μίας χώρας. Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για το δείκτη Αποδοτικότητας Άμεσων Ξένων Επενδύσεων είναι ένα Generalized directional distance function σε συνδυασμό με super-efficiency Data Envelopment Analysis, το οποίο επιτρέπει τον υπολογισμό στόχου όσον αφορά το δυνητικό FDI, τόσο σε απόλυτους όρους όσο και σε όρους σχετικής απόδοσης. 296 377 373 Electronic transactions and personal data, with emphasis on consumer legal protection in internet. Ηλεκτρονικές συναλλαγές και προσωπικά δεδομένα με έμφαση στη νομική προστασία του καταναλωτή στο διαδίκτυο (internet). The primary goal of this thesis is the presentation of the existing law that regulates emerging problems solution in electronic commercial transactions and the privacy protection from the novel dangers that the modern digital technology perpetual progress provokes. First, the research interest focus on electronic commerce via computer in internet, more specifically, through the apposition and interpretation of P.D. 131/2003, and the corresponding Directive 2000/31/EC, provisions, about the contract concluded by electronic means procedure between the Trader and the Consumer. After that, a thorough study of distance contract definition, article 4 Law 2251/1994, through which the Directive 97/7/EC incorporation in the national juridical system was fulfilled, in general, is made, with survey and references in international law bibliography and native scientific theory, but also Greek case law, concerning, especially, the Consumer information requirements that the Trader shall provide, before Consumer is bound by a distance contract, as well as after the conclusion of the distance contract, with the infringement effects, as and the period, procedure and effects of exercising the Consumer right of withdrawal. Parallel, a original interpretative approach of JMD Z1 – 891/2013 is attempted, through which the Directive 2011/83/EU adaptation in the inner law was made, with purpose European Union ( E.U. ) member states national legislations harmonization achievement, and evaluation in comparison with the existing in community and non level legal framework. Furthermore, emphasis is given on the analogous, however, specialized subjects analysis of the specific distance contract financial services, article 4 a Law 2251/1994, through which the Directive 2002/65/EC transposition in the Greek law took place. Simultaneously, Law 2472/1997, and the relative Directive 95/46/EC, that regulates the personal data protection issue, from unethical aggressive commercial goods or services promotion practices against Consumer, such as the unsolicited commercial communication by electronic mail ( spamming e – mail ) delivery, provisions are specialized. In conclusion the study results in the need of a strict, but also flexible legislative system, that will provide satisfactory level of security in electronic commercial transactions, especially, in internet, and Consumer personal data protection, with constant adaptation to the rapid technological evolutions potentiality, as and the existing in Greece regulatory plexus sufficient correspondence to modern requirements and challenges. Ο κύριος σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής συνίσταται στην ερμηνευτική παρουσίαση και ανάλυση των προβλημάτων που αναφύονται στους ισχύοντες κανόνες δικαίου στις ηλεκτρονικές συναλλαγές και στην προστασία της ιδιωτικής ζωής από τους καινοφανείς κινδύνους που συνεπιφέρει η αέναη πρόοδος της ψηφιακής τεχνολογίας στην σύγχρονη εποχή. Καταρχήν, το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο θεσμικό πλαίσιο για το ηλεκτρονικό εμπόριο, με την παράθεση και ερμηνεία των διατάξεων του Π.Δ. 131/2003, και της αντίστοιχης Οδηγίας 2000/31/ΕΚ, για τον τρόπο σύναψης της ηλεκτρονικής σύμβασης μεταξύ Προμηθευτή και Καταναλωτή. Στην συνέχεια, γίνεται εξαντλητική μελέτη της έννοιας της σύμβασης από απόσταση, του άρθρου 4 του Ν. 2251/1994, με την οποία πραγματοποιήθηκε η ενσωμάτωση της Οδηγίας 97/7/ΕΚ στο εθνικό δικαιικό σύστημα, γενικά, με επισκόπηση και αναφορές στην διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία της νομικής επιστήμης, αλλά και νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, ιδίως, σε σχέση με την υποχρέωση του Προμηθευτή πληροφόρησης του Καταναλωτή, τόσο στο προσυμβατικό, όσο και στο συμβατικό στάδιο, με τις συνέπειες παραβίασης, καθώς και την προθεσμία, τον τρόπο και τις συνέπειες άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης του Καταναλωτή. Παράλληλα, επιχειρείται πρωτότυπη ερμηνευτική προσέγγιση της ΚΥΑ Ζ1 – 891/2013, με την οποία έγινε η προσαρμογή του εσωτερικού δικαίου στην Οδηγία 2011/83/ΕΕ, για την επίτευξη της εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών των κρατών μελών της Ευρωπαικής Ένωσης ( Ε.Ε. ), και αποτίμησή της σε σύγκριση με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο σε κοινοτικό και μη επίπεδο. Περαιτέρω, δίνεται έμφαση στην ανάλυση των ανάλογων εξειδικευμένων θεμάτων της ειδικής σύμβασης από απόσταση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, του άρθρου 4 α του Ν. 2251/1994, με το οποίο έλαβε χώρα η μεταφορά της Οδηγίας 2002/65/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη. Ταυτόχρονα, εξειδικεύονται οι διατάξεις του Ν. 2472/1997, και της σχετικής Οδηγίας 95/46/ΕΚ, που ρυθμίζουν το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, από αθέμιτες επιθετικές εμπορικές πρακτικές προώθησης αγαθών ή υπηρεσιών στον Καταναλωτή, όπως η αποστολή μη ζητηθείσας εμπορικής επικοινωνίας με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ( spamming e - mail ). Στα συμπεράσματα της μελέτης προκύπτει η ανταπόκριση στην ανάγκη ενός αυστηρού, αλλά και ευέλικτου συστήματος νομικών κανόνων, που θα παρέχει ικανοποιητικό επίπεδο ασφάλειας στις ηλεκτρονικές εμπορικές συναλλαγές, ιδίως, στο διαδίκτυο ( internet ), και προστασίας των προσωπικών δεδομένων του Καταναλωτή, με δυνατότητα συνεχούς προσαρμογής στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. 297 688 740 European policies in the field of lifelong education. An evaluative approach of the wider outcomes of the educational intervention: the case of Adult Education Centres Ευρωπαϊκές πολιτικές στο πεδίο της δια βίου εκπαίδευσης. Μια αξιολογική προσέγγιση των ευρύτερων αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής παρέμβασης: η περίπτωση των Κέντρων Εκπαίδευσης Ενηλίκων (ΚΕΕ) The present study focuses on the research of the wider outcomes of adult participation in Lifelong Education (LLE) programmes, attempting to record and study the potential private and social benefits arising through the multi-level processes and interactions which occur as a result of the educational intervention. In the post-industrial context, investment in LLE has undoubtedly been acknowledged as a strategic parameter for growth and social stability. Neoliberalism prevalence, scientific development, economic globalisation, employment structural changes, demographic transformations and social destabilisation are among factors which have widely influenced the shaping of policies with emphasis on the role of LLE, setting the challenge to build a "Knowledge Society". Especially within the European Union (EU), LLE has been regarded as a conditio sine qua non of the strategy activated in 2000, in Lisbon, for the realisation of the "most competitive economy in the world based on knowledge", initiating a new phase of closer cooperation among member states in educational matters. The literature review, both of institutional texts and relative studies, revealed an extensive list of private and collective benefits which are considered to arise, directly or indirectly, from participation in adult education programmes, providing for the basis for rising political emphasis on LLE. At the same time, however, difficulties inherent in the research of the specific field are recorded, resulting into fragmentation, lack of comparability and questioning of data validity and reliability, calling therefore for further investigation of the field. The systematisation of European policies on LLE in the light of the Lisbon Agenda, in connection with the promotion of European integration, has been a key factor.in the shaping of Greek education policy, resulting in the implementation of Adult Education Centres (AEC) in 2003. Considering the activity of AECs important for the promotion of LLE in Greece, being the only structure to provide programmes of general adult education with departments across the country and a significant number of participants, our empirical research has focused, through quantitative and qualitative tools, on the assessment of the wider outcomes as a result of the educational interventions of AECs. In this context, a mufti-level research and interpretive approach was adopted, tracing beyond the intensity of benefits, causal relationships between demographic parameters or programme characteristics and resulting private and social outcomes, as well as mechanisms through which participation in educational programmes contributes to the increase of both human and social capital. The data proved that learning is a multi-dimensional process, which allows increased functionality in everyday and professional activities, but also serves as a means of self-fulfillment. Reaching learning objectives widens the perspective and choices of individuals, making available new opportunities, enhancing self-confidence and self-esteem and readjusting goals and expectations. The participation of adults in educational programmes does not only produce positive outcomes on the private but also on the social level, extending social contacts, contributing to strengthening of social fabric and increasing understanding and tolerance towards other people. The most important parameter, however, which emerged through the findings of our research, is the increased realisation, quantitively and qualitively, of benefits for the "disadvantaged". What differs from individual to individual is the extend of the change occurring as a result of the learning process and the structural transformations that can be brought about in the professional, family and social context. Given that each individual has differentiated characteristics and needs, which are also in constant interaction with the environment and specific situations, as demonstrated by Cluster Analysis and processing of qualitative data, those individuals being "disadvantaged", which may be of low educational background, be middle or old aged, encounter employment or financial difficulties, belong to socially vulnerable groups or being affected by loneliness and isolation, are those who acknowledge increased benefits. Consequently, significant benefits from participation in LLE, are produced for people in need of greater support in their personal, family, social or professional life, reaffirming the role LLE can play as a political tool for ensuring social stability, economic development, provision of new opportunities and mitigation of social or geographical disparities. Η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στη διερεύνηση των ευρύτερων αποτελεσμάτων τα οποία προκύπτουν από τη συμμετοχή των ενηλίκων σε προγράμματα Δια Βίου Εκπαίδευσης (ΔΒΕ), επιχειρώντας να καταγράψει και να μελετήσει τα πιθανά ιδιωτικά και κοινωνικά οφέλη που πραγματοποιούνται μέσω των πολυεπίπεδων διεργασιών και αμφίδρομων αλληλεπιδράσεων οι οποίες λαμβάνουν χώρα ως απόρροια της εκπαιδευτικής παρέμβασης. Στο μεταβιομηχανικό συγκείμενο, η επένδυση στη ΔΒΕ έχει αδιαμφισβήτητα αναγορευτεί σε στρατηγικό πυλώνα ανάπτυξης και κοινωνικής σταθερότητας. Η κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού, η τεχνοεπιστημονική ανάπτυξη, η οικονομική παγκοσμιοποίηση, οι διαρθρωτικές αλλαγές στην εργασία, οι δημογραφικές μεταλλαγές και η κοινωνική αποσταθεροποίηση συνιστούν τους παράγοντες που επέδρασαν στη σχηματοποίηση πολιτικών με έμφαση στη ΔΒΕ και έθεσαν ως σύγχρονο διακύβευμα τη δημιουργία μιας «Κοινωνίας της Γνώσης». Ιδιαίτερα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE), η ΔΒΕ αναγορεύτηκε σε όρο sine qua non της στρατηγικής που ενεργοποιήθηκε το 2000 στη Λισσαβόνα για την πραγμάτωση της «ανταγωνιστικότερης οικονομίας στον κόσμο, βασισμένης στη γνώση», εγκαινιάζοντας μία νέα φάση στενότερης κοινοτικής συνεργασίας σε θέματα εκπαίδευσης. Η επισκόπηση της βιβλιογραφίας κατέδειξε, τόσο σε επίπεδο θεσμικών κειμένων όσο και σε επίπεδο συναφών μελετών, μια εκτενή λίστα από ιδιωτικά και συλλογικά οφέλη τα οποία εκτιμάται ότι προκύπτουν, άμεσα ή έμμεσα, από τη συμμετοχή των ενηλίκων σε εκπαιδευτικά προγράμματα, συνιστώντας έρεισμα για την κλιμακούμενη πολιτική έμφαση στη ΔΒΕ. Παράλληλα, ωστόσο, καταγράφονται και οι εγγενείς δυσκολίες που ενυπάρχουν στη διερεύνηση του συγκεκριμένου πεδίου, έχοντας ως αποτέλεσμα την αποσπασματικότητα, την έλλειψη συγκρισιμότητας καθώς και την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας και εγκυρότητας των δεδομένων, γεγονός που επιτάσσει την περαιτέρω διερεύνηση του επιστημονικού αυτού πεδίου. Η συστηματοποίηση των ευρωπαϊκών πολιτικών για τη ΔΒΕ υπό το φως της Στρατηγικής της Λισσαβόνας, σε συνάρτηση με την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης υπήρξε καθοριστικός παράγοντας στη σχηματοποίηση της ελληνικής εκπαιδευτικής πολιτικής, με απόληξη τη θεσμοθέτηση των ΚΕΕ το 2003. Θεωρώντας τη δραστηριότητα των ΚΕΕ κομβική για την προώθηση της ΔΒΕ στη χώρα μας, καθώς είναι η μόνη δομή στην Ελλάδα η οποία παρέχει προγράμματα γενικής εκπαίδευσης ενηλίκων, με τμήματα εξακτινωμένα σε όλη την επικράτεια και σημαντικό αριθμό εκπαιδευόμενων, η εμπειρική έρευνα επικέντρωσε, μέσω ποσοτικών και ποιοτικών εργαλείων, στη διερεύνηση των ευρύτερων αποτελεσμάτων που προκύπτουν ως απόρροια των εκπαιδευτικών παρεμβάσεων των ΚΕΕ. Στο πλαίσιο αυτό επιχειρήθηκε μία πολυεπίπεδη ερευνητική και ερμηνευτική προσέγγιση, διερευνώντας, πέρα από την ένταση των οφελών, την ύπαρξη αιτιωδών σχέσεων μεταξύ δημογραφικών παραμέτρων ή στοιχείων των προγραμμάτων και συγκεκριμένων ιδιωτικών και κοινωνικών εκροών, καθώς και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα επενεργεί στην αύξηση τόσο του ανθρώπινου όσο και του κοινωνικού κεφαλαίου. Τα αποτελέσματα της έρευνας κατέδειξαν ότι η μάθηση είναι μία πολυδιάστατη διαδικασία, η οποία αφενός, αποφέρει μεγαλύτερη λειτουργικότητα στις καθημερινές και επαγγελματικές δραστηριότητες και αφετέρου, λειτουργεί ως μέσο αυτοεκπλήρωσης. Η κατάκτηση μαθησιακών στόχων διευρύνει το πεδίο δράσης και τις επιλογές του ατόμου, καθιστώντας διαθέσιμες νέες δυνατότητες, ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμησή του και αναπροσαρμόζοντας στόχους και ελπίδες. Η συμμετοχή σε εκπαιδευτικά προγράμματα δεν λειτουργεί θετικά μόνο σε ιδιωτικό επίπεδο αλλά και σε κοινωνικό, καθώς μπορεί να οικοδομήσει νέες κοινωνικές επαφές, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του κοινωνικού ιστού και αυξάνοντας την κατανόηση και την ανεκτικότητα απέναντι σε άλλα άτομα. Η σημαντικότερη ωστόσο παράμετρος που αναδείχθηκε μέσα από τα ευρήματα της έρευνας μας είναι η αυξημένη, ποσοτικά και ποιοτικά, πραγματοποίηση οφελών για άτομα που «μειονεκτούν». Αυτό που διαφοροποιείται από άτομο σε άτομο είναι οι διαστάσεις τις οποίες μπορεί να λάβει η αλλαγή η οποία συντελείται ως απόρροια της μαθησιακής διαδικασίας και οι δομικοί μετασχηματισμοί που μπορεί να επιφέρει, σε επαγγελματικό, οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο. Λαμβάνοντας υπόψη ότι κάθε άτομο έχει διαφορετικά γνωρίσματα και ανάγκες, τα οποία παράλληλα βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και τις καταστάσεις, καταδείχθηκε τόσο από την Ανάλυση σε Συστάδες όσο και από την επεξεργασία των ποιοτικών δεδομένων, ότι τα άτομα που «μειονεκτούν», τα οποία μπορεί να έχουν χαμηλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο, να ανήκουν στη μέση ή στην τρίτη ηλικία, να αντιμετωπίζουν εργασιακές και οικονομικές δυσκολίες, να ανήκουν σε ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες ή να πλήττονται από τον κλοιό της μοναξιάς και της απομόνωσης, είναι αυτά που αναγνωρίζουν μεγαλύτερα ποσοτικά και ποιοτικά οφέλη. Κατά συνέπεια, τα σημαντικότερα οφέλη από τη συμμετοχή στη ΔΒΕ, πραγματοποιούνται για τα άτομα τα οποία χρήζουν μεγαλύτερης υποστήριξης στην προσωπική, την οικογενειακή, την κοινωνική ή την επαγγελματική τους ζωή, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η ΔΒΕ ως πολιτικό εργαλείο κοινωνικής σταθερότητας, οικονομικής ανάπτυξης, παροχής νέων ευκαιριών και άμβλυνσης κοινωνικών ή γεωγραφικών ανισοτήτων. 298 534 536 The corporate income taxation as a fiscal policy tool: Relations with factors of the macro economy and finance Η φορολόγηση του εταιρικού εισοδήματος ως εργαλείο δημοσιονομικής πολιτικής και η σχέση της με μακροοικονομικά και χρηματοοικονομικά μεγέθη Corporate Tax Reform Acts are usually motivated by a country's urgent need to raise corporate tax revenues, enhance entrepreneurship, stimulate productivity in the corporate sector, increase economic growth and, last but not least, to amplify the country's competitiveness in raising Foreign Direct Investment inflows. Clearly, the mixture of needs and demands, as well as the policy tools used, varies from country to country and with the time of the action. This study offers a documented discussion of fiscal policy considerations exploring the interrelation paths (tax-effect transmission channels) among corporate income tax policy and certain factors of a country's Real Economy and Capital Market. With regard to the Capital Market transmission channel, research has been undertaken based on data from the Athens Stock Exchange (ATHEX) for the period 2.1.1998-16.10.2006. The methodologies employed include - inter alia - the use of up-to-date structural breaks and nonlinearity testing, leading to the implementation of event-study experiments with the use of BEKK-GARCH models specifically modified to account for tax effects in the systematic risk modelling of bank returns' series. With regard to the Real Economy, the factors discussed are those of the corporate income tax revenues, the GDP growth and the FDI inflow. The research starts with a theoretical corporate income tax rate adjustment model which is based on endogenous growth considerations and refers to theoretical nonlinear tax effects studied in the literature. The empirical research proceeds to capture the theoretical considerations in econometrically calibrated country-specific panel models. The tax-effects transmission path on the three factors of the Real Economy is explored in a group of 12 OECD countries for the period 1982-2005. Finally, the study concludes with the investigation of a computational FDI-flow distribution model that encompasses the models calibrated at the previous stages. This probabilistic computational model is used to simulate alternative tax competition scenarios for the group of 12 OECD competing countries. According to the study's findings, policy makers should consider the fact that market (case study of ATHEX) agents-investors may not believe corporate tax reforms to be either plausible or effective in real terms, and this attitude is evidently reflected in their investing behaviour. In terms of the Real Economy, a corporate tax rate adjustment seems to be an effective fiscal-policy tool in formulating public revenue strategy in the long run. It should, however, be treated with caution, as it might have volatile effects. Additionally, when a government attempts to eliminate the corporate tax burden and also decrease public investment, it should as well consider economic-growth stimulating strategies, to avoid recession. Regarding the tax effect on FDI flows, corporate income tax rate differentials are negatively and nonlinearly related to FDI-inflow differentials. Finally, with regard to the rumoured threat of corporate tax rates' race to the bottom due to a world-scale corporate tax competition, simulations show that it does not seem to be a realistic scenario. Hence, OECD and EU tax administrations could reconsider the need for corporate income tax harmonisation and also, give special consideration to coordinating their member countries actions in such a way as to prevent the likely welfare losses stemming from corporate tax competition. Οι μεταρρυθμίσεις στη φορολογία των επιχειρήσεων είναι συνήθως επιτακτικές όταν πραγματοποιούνται και υπαγορεύονται από λόγους όπως, η αύξηση των εσόδων από τη φορολόγηση των επιχειρήσεων, η αύξηση της επιχειρηματικότητας, η ενίσχυση της παραγωγικότητας στις επιχειρήσεις, η οικονομική ανάπτυξη και, η προσέλκυση νέων ξένων άμεσων επενδύσεων. Προφανώς, το μίγμα αναγκών και απαιτήσεων όπως και αυτό των φορολογικών μέτρων που λαμβάνονται από μια χώρα, διαφέρει τόσο από χώρα σε χώρα, όσο και σε σχέση με τον χρόνο κατά τον οποίο λαμβάνονται αυτές οι αποφάσεις. Η παρούσα μελέτη αποσκοπεί στην παροχή τεκμηριωμένων κατευθύνσεων φορολογικής πολιτικής οι οποίες προκύπτουν μέσα από τη διερεύνηση πιθανών διαύλων φορολογικών επιπτώσεων σε στοχευμένους παράγοντες της Πραγματικής Οικονομίας και της Κεφαλαιαγοράς. Αναφορικά με την Κεφαλαιαγορά και τη διερεύνηση των φορολογικών επιπτώσεων, η έρευνα εστιάζεται στο Χρηματιστήριο Αθηνών (Χ.Α.) και καλύπτει το διάστημα από 2.1.1998 έως 16.10.2006. Η μεθοδολογία που ακολουθείται-μεταξύ άλλων-αφορά σε ελέγχους δομικών μεταβολών, ελέγχους μη γραμμικότητας ενώ, στο βασικό στάδιο έρευνας πραγματοποιείται η διερεύνηση συμβάντος φορολογικών επιπτώσεων (tax event study). Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται ειδικά τροποποιημένα μοντέλα BEKK-GARCH ώστε να ανιχνευτούν επιπτώσεις των φορολογικών μεταβολών στο συστηματικό κίνδυνο των αποδόσεων τραπεζικών μετοχών του Χ.Α. Αναφορικά με το κανάλι της Πραγματικής Οικονομίας, οι παράγοντες που διερευνώνται είναι: τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος επιχειρήσεων, η οικονομική ανάπτυξη και οι ροές των ξένων άμεσων επενδύσεων. Η έρευνα αρχίζει με την δημιουργία ενός θεωρητικού υποδείγματος το οποίο βασίζεται σε τεκμηριώσεις προερχόμενες από τη θεωρία ενδογενούς ανάπτυξης και σε θεωρητικές αναφορές περί μη γραμμικής επίδρασης των φορολογικών συντελεστών. Η εμπειρική διερεύνηση προχωρά με τη κατασκευή εξατομικευμένων ανά χώρα οικονομετρικών μοντέλων πάνελ, που αποδίδουν εμπειρικά τις θεωρητικές σχέσεις ανάμεσα στους στοχευμένους παράγοντες της Πραγματικής Οικονομίας και τους φορολογικούς συντελεστές εταιρικών κερδών. Οι φορολογικές επιπτώσεις διερευνώνται σε ένα σύνολο 12 χωρών του ΟΟΣΑ για την περίοδο 1982-2005. Η διερεύνηση στο τελικό της στάδιο ολοκληρώνεται με τη κατασκευή ενός υπολογιστικού μοντέλου κατανομής ροών ξένων άμεσων επενδύσεων. Το υπολογιστικό αυτό μοντέλο πιθανοτήτων επιτρέπει τη προσομοίωση εναλλακτικών σεναρίων φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των ερευνώμενων χωρών. Σύμφωνα με τα εμπειρικά ευρήματα της μελέτης, οι μέτοχοι (του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Αξιών εν προκειμένω) δεν φαίνεται να προσλαμβάνουν τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις ως εφικτές ή αποτελεσματικές σε πραγματικούς όρους, σε βαθμό τέτοιο που να αλλάζουν εμφανώς την επενδυτική τους στρατηγική. Στην Πραγματική Οικονομία, η μεταβολή των φορολογικών συντελεστών εταιρικού εισοδήματος, ενώ αποτελεί δραστικό εργαλείο μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής πολιτικής, εντούτοις προκαλεί μεταβαλλόμενα αποτελέσματα. Περαιτέρω, όταν μια χώρα μειώνει το εταιρικό φορολογικό βάρος και αυτό όμως συνεπάγεται μικρότερη κρατική συμμετοχή με δημόσιες επενδύσεις, θα πρέπει άμεσα να λάβει μέτρα οικονομικής ανάπτυξης, ώστε να αποφύγει την ύφεση. Αναφορικά με τις ροές των ξένων άμεσων επενδύσεων, οι διαφορές των φορολογικών συντελεστών εταιρικού εισοδήματος βρέθηκαν να σχετίζονται αρνητικά και μη γραμμικά με τις διαφορές ροών των ξένων άμεσων επενδύσεων. Τέλος, ο φημολογούμενος κίνδυνος ελαχιστοποίησης των φορολογικών συντελεστών εταιρικού εισοδήματος λόγω του παγκόσμιου φορολογικού ανταγωνισμού, φαίνεται να είναι μη ρεαλιστικός. Κατά συνέπεια, τόσο ο ΟΟΣΑ όσο και η EE ίσως θα μπορούσαν να αναθεωρήσουν την εκτίμηση περί αναγκαιότητας Όμογενοποίησης' της πολιτικής φορολόγησης του εταιρικού εισοδήματος ώστε, να εστιάσουν την συντονισμένη προσπάθεια των χωρών-μελών τους στην μείωση των πιθανών απωλειών σε όρους ευημερίας εξαιτίας του φορολογικού ανταγωνισμού. 299 176 216 Experimental designs in the context of data analysis The aim of the present thesis is the introduction and the application of the Correspondence Analysis (CA) method, combining the methodological frames of the French and Dutch School of Data Analysis, to categorical data collected from experimental designs. Specific objectives of the study are: a) the implementation of the methods of Inferential Statistics in the context of CA and b) the optimization and/or the introduction of new indices, procedures and tests in order to aid the interpretation, the validity and reliability of the results produced by the CA method. In the present study we propose a methodology for analyzing, by the CA, categorical data gathered from three basic experimental designs: 1) the complete randomized design with one factor, 2) the complete randomized design with two factors and 3) the randomized complete block design with two factors. In each design all the variables are categorical (nominal, ordinal) and the depended variables could be more than two. The proposed method is generalized in the case of more than two factors. Βασικός σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η εισαγωγή και εφαρμογή της Παραγοντικής Ανάλυσης των Αντιστοιχιών (ΠΑΑ), όπως αυτή αναδεικνύεται και εφαρμόζεται στο μεθοδολογικό πλαίσιο της Γαλλικής και Ολλανδικής Σχολής Ανάλυσης Δεδομένων, σε κατηγορικά δεδομένα, τα οποία προέρχονται από πειραματικούς σχεδιασμούς, όπου υπάρχει διάκριση μεταξύ εξαρτημένων και ανεξάρτητων μεταβλητών. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η παρούσα μελέτη στοχεύει στο να διερευνήσει το κατά πόσο και με ποιο τρόπο μέθοδοι της Επαγωγικής Στατιστικής μπορούν να εφαρμοστούν ή/και να συνδυαστούν με την ΠΑΑ. Ως ειδικός στόχος τέθηκε η βελτίωση ή η καθιέρωση νέων διαδικασιών, δεικτών ή/και ελέγχων (στατιστικών ή εμπειρικών), στο μεθοδολογικό πλαίσιο της Παραγοντικής Ανάλυσης των Αντιστοιχιών, οι οποίοι θα συμβάλλουν: α) στη βελτίωση της ερμηνείας των αποτελεσμάτων, β) στην αξιολόγηση της ποιότητας και της ποσότητας της παραγόμενης πληροφορίας, γ) στην αξιολόγηση της πρακτικής ή κλινικής σημαντικότητας των ευρημάτων και δ) στην ενίσχυση της αξιοπιστίας και εγκυρότητας των συμπερασμάτων. Στην παρούσα διατριβή προτείνουμε μεθοδολογία για την ανάλυση, μέσω της ΠΑΑ, τριών βασικών παραγοντικών πειραματικών σχεδιασμών: α) το Πλήρως Τυχαιοποιημένο Σχέδιο με Ένα Παράγοντα, β) το Πλήρως Τυχαιοποιημένο Σχέδιο με Δύο Παράγοντες και γ) το Τυχαιοποιημένο Σχέδιο σε Πλήρη Συγκροτήματα (blocks) με Δύο Παράγοντες. Και στις τρεις περιπτώσεις οι μεταβλητές που εμπλέκονται είναι κατηγορικές ενώ στον πειραματισμό μπορούν να συμμετέχουν περισσότερες από μία εξαρτημένες μεταβλητές και περισσότερες από δύο ανεξάρτητες. 300 429 344 Statistical analysis of multivariate dependence structures among financial time series Στατιστική ανάλυση πολυδιάστατων δομών εξάρτησης μεταξύ χρηματοοικονομικών χρονοσειρών Copulas have become a standard tool in modelling multivariate data in financial applications, especially m the fields of derivatives pricing and risk management. Copulas can be seen as flexible alternatives to multivariate distributions that can be used to study dependencies beyond the standard measure of dependence in finance, the linear correlation. This thesis aims to introduce some of the most influential applications of copulas in finance and provide some novel tools that can be used to efficiently estimate copula based models. Chapter 1 contains a review of the statistical attributes of copula - based models and a literature review of the use of copulas in finance. It discusses the intuition behind copulas, the fundamental theorems, copula inference, model selection and some recent popular developments like conditional copulas and copula vines. Chapter 2 presents a method to estimate multivariate conditional copulas in vast dimensions, which overcomes the curse of dimensionality issue. It is based on the notion of composite likelihood, where a multivariate problem that is too complex to solve is broken to a simpler, computationally tractable problem. The method, when applied to copula based problems, is found to be highly accurate however the computational efficiency of the composite likelihood methodology depends on the type of copula utilized be the researcher. Chapter 3 introduces a novel model called the F Vine that is based on the canonical vine decomposition of a multivariate copula. This model, under very mild restrictions can be considered as a multivariate, non linear and non normal analogue to the CAPM, that is able to provide estimated for both the systematic and unsystematic risk of a portfolio of assets. Chapter 4 presents the dynamic copula toolbox, a collection of MATLAB functions, publicly available via the internet, that can be used to estimate many popular copula based models like conditional copulas and the canonical, D and F vines. Until the time this thesis was written, it was the only toolbox available in any computer language that could estimate such models. Chapter 5 is a collection of analytical derivatives of copula based models that can be used in order to increase the accuracy of the optimization algorithms used to estimate the model parameters. It contains the derivatives of the three most widely used copulas in finance, the Gaussian, Clayton and copula, assuming that each margin can be described by a fat tailed distribution, like the student's distribution or the Su Normal distribution. Further it provides the derivative of a specific recursive equation for the dependency parameter of the copula. Οι συζεύξεις (copulas) έχουν γίνει ένα βασικό εργαλείο στην μοντελοποίηση δεδομένων της χρηματοοικονομικής, ιδιαίτερα στο πεδίο της τιμολόγησης παραγώγων και της διαχείρισης κινδύνου. Οι συζεύξεις μπορούν να θεωρηθούν σαν εύχρηστα εργαλεία, εναλλακτικά των πολυδιάστατων κατανομών, που επιτρέπουν την μελέτη εξαρτήσεων, πέρνα της διαδομένης μετρικής της εξάρτησης που είναι ο συντελεστής συσχέτισης. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι αφενός η παρουσίαση των εφαρμογών των συζεύξεων στην χρηματοοικονομική καθώς και η ανάπτυξη νέων εργαλείων που θα καταστήσουν πιο αποδοτική την χρήση των συζεύξεων στην χρηματοοικονομική. Στο κεφάλαιο 1 περιέχεται η παρουσίαση των ιδιοτήτων των συζεύξεων από στατιστικής απόψεως, καθώς και μια εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση των εφαρμογών τους στην χρηματοοικονομική. Στο κεφάλαιο 2 παρουσιάζεται μια μέθοδος εκτίμησης πολυδιάστατων υπό συνθήκη συζεύξεων, όταν η διάσταση του προς επίλυση προβλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Η προτεινόμενη μέθοδος είναι μια μορφή της σύνθετης πιθανοφάνειας (composite likelihood), σύμφωνα με την οποία ένα πολυδιάστατο, σύνθετο πρόβλημα διασπάται σε απλούστερα πιο απλά προβλήματα. Η μέθοδος, βρέθηκε να είναι πολύ ακριβής στην εκτίμηση των παραμέτρων όμως η υπολογιστική αποδοτικότητα της εξαρτάται από την σύζευξη που χρησιμοποιείται. Στο κεφάλαιο 3 παρουσιάζεται ένα νέο υπόδειγμα που βασίζεται στα copula vines το οποίο ονόμασα ως F - Vine. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί, ως ένα πολυδιάστατο, μη γκαουσιανό και μη γραμμικό ανάλογο του CAPM, το οποίο επιτρέπει τον υπολογισμό τόσο του συστηματικού όσο και του μη συστηματικού κινδύνου, ενός χαρτοφυλακίου. Στο κεφάλαιο 4 παρουσιάζεται μια εργαλειοθήκη (toolbox) γραμμένη στη γλώσσα του λογισμικού MATLAB, με την χρήση της οποίας μπορούν να εκτιμηθούν όλα τα υποδείγματα που παρουσιάζονται στην συγκεκριμένη διατριβή. Η εργαλειοθήκη αυτή είναι διαθέσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο, από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.mathvvorks.com/matlabcentral/fileexchange/25411 -dvnamic-copula-toolbox-2-O. Τέλος στο κεφάλαιο 5 παρουσιάζονται οι παράγωγοι των πιο βασικών υποδειγμάτων συζεύξεων που χρησιμοποιούνται στην χρηματοοικονομική. Σκοπός του κεφαλαίου αυτού είναι να παρέχει τις εξισώσεις με την βοήθεια των οποίων οι εκτιμήσεις των παραμέτρων θα μπορούν να γίνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια καθώς έχει επισημανθεί πως οι λεγόμενες αναλυτικές μέθοδοι είναι ανώτερες από τις αριθμιτικές μεθόδους ως προς την ακρίβεια τους. Στο κεφάλαιο έξι περιλαμβάνεται μια σύντομη σύνοψη της διατριβής. 301 218 221 Οπτική αναπαράσταση και αξιολόγηση ποιότητας αντικειμενοστρεφούς λογισμικού με χρήση διαδικτυακών εργαλείων Undoubtedly there is a rapid increase in the popularity of object-oriented projects along with their complexity, size and the programmers that work or contribute on them. This tendency emphasizes the importance of finding solutions in problems such as the understanding of large or legacy systems and the assurance of the project’s quality. This means that as the project grows, the more difficult it is for the developers to maintain the control and the understanding on it. The above problems result on high expenses either due to the lack of productivity or due to the increased effort that is expected for maintaining a system with many poor design problems. Driven by these problems and needs the main goal of this bachelor thesis is to offer a graph visualization of any object-oriented open source project in order for the various subsystems and the relations amongst them to be easily perceived. Furthermore, the representation includes various quality metrics for the project analysis, and you could scale the nodes according the selected metrics, filter the nodes based a specific value or even choose which nodes should appear based on their relation with a selected node. There are also detecting strategies that we could follow for bringing to the surface design problems, based on the above capabilities and the application of object-oriented principles. Η ραγδαία αύξηση τόσο της δημοφιλίας των αντικειμενοστρεφών έργων, της πολυπλοκότητας αυτών και των προγραμματιστών που εργάζονται ή συνεισφέρουν σε αυτά, μας τονίζει την σημαντικότητα εύρεσης λύσεων σε προβλήματα όπως είναι η κατανόηση μεγάλων ή παλιών συστημάτων λογισμικού αλλά και ο εύκολος έλεγχος της ποιότητας τους. Αυτό σημαίνει ότι όσο μεγαλώνει ένα έργο τόσο πιο δύσκολο είναι να διατηρηθεί ο έλεγχος και η κατανόηση πάνω σε αυτό από τους υπάρχοντες προγραμματιστές πόσο μάλλον από νέους προγραμματιστές που έρχονται σε επαφή μαζί του είτε για την ανάπτυξη του είτε για την συντήρηση του. Τα παραπάνω προβλήματα αποτελούν πήγες υψηλού κόστους είτε λόγο μειώσεις της παραγωγικότητας είτε λόγο τής δυσκολίας για συντήρηση συστημάτων με πολλά προβλήματα κακής σχεδίασης. Με γνώμονα τα παραπάνω η συγκεκριμένη εργασία προσφέρει την δυνατότητα για οπτική αναπαράσταση ενός οποιοδήποτε αντικειμενοστρεφούς έργου ανοιχτού λογισμικού σε μορφή γράφου ώστε να γίνονται ευκολά αντιληπτά τα διάφορα υποσυστήματα και οι σχέσεις μεταξύ τους. Ακόμη γίνεται συνδυαστική αναπαράσταση διαφόρων μετρικών ανάλυσης ποιότητας, κλιμακώνοντας το μέγεθός των κόμβων με βάση επιλεγμένων μετρικών, φιλτράροντας τούς με βάση συγκεκριμένες τιμές, είτε επιλέγοντας ποιοι κομβόι θα εμφανιστούν ανάλογα με το είδος της σχέσεις τους με τον επιλεγμένο κόμβο. Χρησιμοποιώντας τις παραπάνω δυνατότητες και με βάση τις αρχές της αντικειμενοστρεφούς σχεδίασης αναλύονται ακόμη στρατηγικές εντοπισμού προβλημάτων κακής σχεδίασης. 302 347 396 Οι υδάτινοι πόροι στην αραβοϊσραηλινή διαμάχη: μια βιβλιογραφική και ανθρωπολογική προσέγγιση This Master thesis investigates the problematic significance of the Israeli-Palestinian water conflict while tracing the driving forces behind the water conflict in the Middle East between the Arab minority (Palestine) and the established state of Israel. Different aspects of the subject are approached through an interdisciplinary process/methodology that takes into serious consideration the broader dialogical interrelation/interaction with primary and secondary historical sources, geo-political perspectives, the historicity of the conflict involving water, its anthropological and political conceptualization, and finally the ethnographic angle. The pivotal aims of this study focus primarily on the anthropological/ethnographical establishment of viewpoints/perspectives on the conflict, which are imposed upon the Palestinians under submissive politics of power, as one aspect, among other broader tools, of a control mechanism of the state. Findings of this bibliographical and anthropological-ethnographical work show that Israel has given priority to the management of the hydrolytic crisis – which is actually a common problem throughout the entire Middle East – and its conceptualization/signification in a relative interconnection within the context of neighboring countries and the region as a whole. The problem has always been considered one part of general policies of control and exclusion. Such treatment in turn, in addition to being transformed into another lever of exclusion, minoritization and control in the hands of the modern militaristic state of Israel, which traps the subjects in an endless pursuit of citizenship and other links with the culture and tradition of the topos. Attempts to identify and highlight this problematic “trans-local” citizenship, as well as to decipher various practices related to the use of water and its intellectual hermeneutic, are the two central issues of this research. On the other hand, linking such practices to the broader bio-political and cosmo-political ventures-orders in itself constitutes a thematic circle, concerning which an attempt is made herein, at an initial level at least, to provide some explanation. The hope is that this thesis will provide a small contribution, or rather a small impetus to future studies, concerning a deeper and more in-depth study of the hydrolytic crisis in Palestine and the wider Middle East region. Η παρούσα εργασία φιλοδοξεί να αναδείξει την προβληματική στη σημασιοδότηση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης αναφορικά με το ζήτημα των υδάτινων πόρων στη Μέση Ανατολή. Για τη διερεύνηση όλων των πτυχών του θέματος η συγκεκριμένη διεπιστημονική εργασία λαμβάνει υπόψη τον ευρύτερο διάλογο με τις ιστορικές πηγές, τη γεω-πολιτική προσέγγιση, την ιστορικότητα της διαμάχης των υδάτων, την ανθρωπολογική και πολιτική εννοιολόγηση και τέλος την εθνογραφική αποδόμηση. Η μελέτη αποσκοπεί στην ανθρωπολογική και εθνογραφική διευθέτηση πτυχών της διαμάχης που υπαγάγουν την αποκλεισμένη παλαιστινιακή πλευρά κάτω από πολιτικές εξουσίας οι οποίες εντάσσονται στα ευρύτερα εργαλεία του μηχανισμού ελέγχου. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της παρούσας ερευνητικής- εθνογραφικής εργασίας, η προτεραιότητα που δίνεται στην διαχείριση της υδρολυτικής κρίσης – η οποία στην πραγματικότητα αγγίζει όλη τη Μέση Ανατολή – και η νοηματοδότησή της σε σχέση με μια γείτονα χώρα/περιοχή από την πλευρά του Ισραήλ θεάται πάντα υπό την οπτική των πολιτικών ελέγχου. Αυτομάτως μια τέτοια αντιμετώπιση με τη σειρά, εκτός του γεγονότος που μετατρέπεται σε έναν άλλο μοχλό αποκλεισμού, μειονοτικοποίησης και ελέγχου στα χέρια του σύγχρονου μιλιταριστικού κράτους του Ισραήλ, στην πραγματικότητα παγιδεύει τις υποκειμενικότητες σε μια ατέρμονη αναζήτηση πολιτειότητας και άλλων λαβών που τις συνδέουν με τον φυσικό χώρο-τόπο, τον πολιτισμό και την παράδοση που αυτός ο τόπος φέρνει. Η προσπάθεια εντοπισμού και ανάδειξης αυτής της «προβληματικής» -υπερτοπικής- πολιτειότητας, καθώς και η αποκωδικοποίηση διαφόρων πρακτικών που έχουν ως σημείο αναφοράς τη χρήση του νερού και τη νοητική σημασιοδότητησή του, αποτελούν δύο κεντρικά ζητήματα αυτής της έρευνας. Από την άλλη, η σύνδεση των πρακτικών αυτών με τα γενικότερα «βιοπολιτικά» και «εκπολιτιστικά» εγχειρήματα - παραγγέλματα από μόνη της συγκροτεί έναν θεματικό κύκλο που επιχειρήται σε ένα αρχικό επίπεδο να απαντηθεί στις σελίδες που ακολουθούν. Εύχομαι η παρούσα διπλωματική εργασία να αποτελέσει μια μικρή συνεισφορά, ή καλύτερα ακόμα ένα μικρό ερέθισμα για μελλοντικές μελέτες με σκοπό την βαθύτερη και αναλυτικότερη μελέτη της υδρολυτικής κρίσης στην Παλαιστίνη και την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την καθηγήτρια μου κυρία Φωτεινή Τσιμπιρίδου για την κατατόπιση και τις συμβουλές της. Ιδιαίτερες ευχαριστίες σε όλους τους ανθρώπους του Παλαιστινιακής παροικίας, του Παλαιστινιακού Συλλόγου και όλα τα άλλα άτομα που δέχτηκαν να συνομιλήσουν μαζί μου για διάφορα ζητήματα αναφορικά με την Παλαιστίνη και την Μέση Ανατολή. Τέλος, ιδιαίτερες ευχαριστίες στους γονείς μου για τη στήριξή τους σε όλα τα βήματά μου. 303 415 352 E-business information systems: benchmark model for evaluating the rate of adoption and sophistication of information systems and new information technologies in the healthcare sector Πληροφοριακά συστήματα ηλεκτρονικού επιχειρείν: μοντέλο αξιολόγησης βαθμού υιοθέτησης και εξέλιξης των πληροφοριακών συστημάτων και των νέων τεχνολογιών πληροφορικής στο χώρο της υγείας The objective of this thesis is dual. The first objective focuses on the development of a benchmarking model for the detailed measurement of adoption and sophistication of Health Information Systems and Information Technologies (HIS/HIT) in hospitals, as well as for exploring the factors that inhibit their successful implementation. The second objective of the thesis focuses on the application and validation of the proposed benchmark model, through the implementation of a cross-sectional, nationwide, web-based survey, aiming to explore the current situation regarding the extend of adoption and sophistication of HIS/HIT in Greek public hospitals within the National Health System (NHS). In order to achieve the first objective, a comprehensive literature review was conducted on Medline to identify studies that used specific indicators for the conceptualization and measurement of HIS/HIT adoption in hospitals. Overall, a total of 22 published empirical studies, carried out in 7 different countries, and 11 conceptual models, were collected and reviewed carefully. Based on the results from the literature review, the proposed HAD-ICT benchmark model which is discussed in this thesis was developed. Subsequently, for the realization of the national survey and the collection of the primary data from the Hospital IT departments, a structured questionnaire, which operationalizes the model's concepts into measurable variables, was developed and made securely available to the Hospitals ClOs through the World Wide Web by using personalized email invitations. Overall, the statistical findings of the survey evince that in most Greek public hospitals there is a clear gap between the adoption of administrative and clinical information systems, with a significant lag in the latter. The findings also suggest a low level of functional sophistication and use of clinical applications by the end-users. A number of key inhibiting factors identified include: understating of IT departments, low investment in ICT by the hospitals, as well as end-user difficulties in accepting new information technologies. The validity and reliability test results reported in this research study demonstrate that the proposed benchmark model can be utilized in longitudinal research studies as a valid diagnostic tool capable of indicating reliably the electronic profile of hospitals, in regard to HIS/T adoption and sophistication, allow comparisons among similar organizations, and ultimately serve as a "bridge" between scientific evidence-based reporting and strategic decision-making toward future actions and policies that will further promote and accelerate in an efficient manner, the implementation of e-Health solutions. Ο στόχος της παρούσας διατριβής είναι διττός. Ο πρώτος στόχος επικεντρώνεται στην ανάπτυξη ενός μοντέλου συγκριτικής αξιολόγησης για τη διεξοδική επιμέτρηση του βαθμού υιοθέτησης και εξέλιξης των Πληροφοριακών Συστημάτων και των Τεχνολογιών Πληροφορικής στα νοσηλευτικά ιδρύματα, καθώς επίσης και τη διερεύνηση των παραγόντων που δρουν ανασταλτικά στην εφαρμογή τους. Ο δεύτερος στόχος της διατριβής επικεντρώνεται στην εφαρμογή και επικύρωση του προτεινόμενου μοντέλου, μέσα από την πραγματοποίηση συγχρονικής, πανελλαδικής έρευνας με τη χρήση του διαδικτύου, για τη διερεύνηση και καταγραφή της παρούσας κατάστασης στη χώρα μας, αναφορικά με το βαθμό υιοθέτησης και εξέλιξης των ΠΣ/ΤΠ στα δημόσια νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου συλλέχθηκαν και μελετήθηκαν διεξοδικά 22 εμπειρικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί σε 7 διαφορετικές χώρες, καθώς επίσης και 11 υποδείγματα - εννοιολογικά πλαίσια. Βάσει των αποτελεσμάτων της βιβλιογραφικής ανασκόπησης, αναπτύχθηκε το προτεινόμενο μοντέλο HAD-ICT που πραγματεύεται η παρούσα διατριβή. Εν συνεχεία, για την πραγματοποίηση της έρευνας και τη συλλογή των πρωτογενών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε δομημένο ερωτηματολόγιο, το οποίο ήταν προσπελάσιμο μέσω του παγκόσμιου ιστού από τις μονάδες πληροφορικής των νοσοκομείων, κατόπιν εξατομικευμένης πρόσκλησης και χρήσης κωδικών ασφαλείας. Τα στατιστικά ευρήματα από την έρευνα καταγράφουν με σαφήνεια το χάσμα που υπάρχει στα περισσότερα δημόσια νοσοκομεία της χώρας μας, ανάμεσα στην υιοθέτηση διοικητικών και κλινικών συστημάτων πληροφορικής, με σημαντική υστέρηση στα δεύτερα. Συγκεκριμένα, οι κλινικές εφαρμογές, όπου αυτές είναι διαθέσιμες, παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα λειτουργικής εξέλιξης, αλλά και χρήσης. Η χαμηλή στελέχωση των μονάδων πληροφορικής, το χαμηλό ποσοστό επένδυσης σε ΤΠΕ από τα νοσοκομεία και η δυσκολία αποδοχής των νέων τεχνολογιών πληροφορικής από τους τελικούς χρήστες, αποτελούν ορισμένους βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες που καταγράφονται στην έρευνα. Τα ευρήματα από την έρευνα καταδεικνύουν ότι το προτεινόμενο μοντέλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαμήκεις έρευνες για τη στοιχειοθέτηση ηλεκτρονικών προφίλ για κάθε νοσοκομείο και να λειτουργήσει ως «γέφυρα» ανάμεσα στην επιστημονικά τεκμηριωμένη διατύπωση της υφιστάμενης κατάστασης και τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων οριοθέτησης μελλοντικών δράσεων και πολιτικών που θα προάγουν και θα επιταχύνουν, με πιο στοχευμένο και αποτελεσματικό τρόπο, την εφαρμογή της η-Υγείας. 304 500 500 Αποτίμηση αξίας και ανάλυση της εταιρίας οργανισμός τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.) This diploma thesis concerns the valuation and analysis of the OTE Group. Which is active in the telecommunications sector, both in Greece and abroad. It is an attempt to present the image, one of the country's largest businesses, with data and evidence based on in-depth evidence. The purpose of the work, is the reader, to obtain a complete and rational view of the modern methods of valuation and analysis, through their practical application, to the OTE Group. The methodology followed in writing this diploma thesis for the reliable assessment of the OTE Group is as follows: The first part of the thesis, the theoretical part, consists of four chapters, in the first chapter we have the introduction of the work, which sets the framework and the rules governing its writing. The second chapter reviews the bibliography with a presentation of all the general principles and rules governing the financial analysis of the companies and a simultaneous extensive presentation of the historical and contemporary articles on valuation methods. The third chapter presents the theoretical background for the company's valuation methods, with reference to all the models currently applied by financial analysts. A more detailed presentation of the free cash flow discount model (FCFF - FCFE), which is the framework of the present study, is presented. In the fourth and final chapter of the theoretical part, the OTE Group is presented, with brief descriptions of the data and data concerning the subject and the essence of its business activity. Following is the extensive strategic analysis of the company with analyzes PLEST, Porter, Positioning, SWOT, and others. which give a complete picture of the company's internal and external environment. The second part of the work, the research part, begins with chapter five, which deals with the financial analysis of the group. Vertical and horizontal analysis, find a break-even point, sensitivity analysis of usage results, leverage ratios and indicative examples of analysis of basic categories of the selected indicators so that conclusions can be made. The last chapter, but very important, of diplomatic, is the sixth, where the valuation of the OTE Group is presented. The FCFF is calculated, the WACC is estimated and the residual value is determined in order to determine the value of the company. Sensitivity analysis for the share price is also performed with scenarios of WACC increase and decrease and growth rate (g). The last chapter, seventh, is the summary of the results and conclusions from the financial analysis and valuation of the OTE Group. for the period of the diploma thesis, covering the five-year period 2012-2017. In summary, the course and evolution of the OTE Group, based on the data and data presented in the diploma thesis, is positive, despite the difficult conditions it faces and will face, both in the internal and external environment of activities of. The fair price of the share was calculated at € 9.43, overvalued by 12.52% compared to the average price of the last month of preparation of this work (July 2017). Η παρούσα διπλωματική εργασία, αφορά την αποτίμηση και ανάλυση του Ομίλου Ο.Τ.Ε. που δραστηριοποιείται στον κλάδο των τηλεπικοινωνιών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Είναι μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η εικόνα, μιας από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας, με δεδομένα και τεκμήρια που βασίζονται σε εμπεριστατωμένα στοιχεία. Σκοπός της εργασίας, είναι ο αναγνώστης, να αποκομίσει μια πλήρη και ορθολογική άποψη για τις σύγχρονες μεθόδους αποτίμησης και ανάλυσης, μέσω της πρακτικής εφαρμογής αυτών, στον Όμιλο Ο.Τ.Ε. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην συγγραφή της παρούσας διπλωματικής εργασίας για την αξιόπιστη αποτίμηση του ομίλου ΟΤΕ είναι η εξής: Το πρώτο κομμάτι της εργασίας, το θεωρητικό μέρος, αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια, στο πρώτο κεφάλαιο έχουμε την εισαγωγή της εργασίας, στην οποία τίθεται το πλαίσιο και οι κανόνες που διέπουν την σύνταξη της. Στο δεύτερο κεφάλαιο πραγματοποιείται η επισκόπηση της βιβλιογραφίας, με παρουσίαση όλων των γενικών αρχών και κανόνων που διέπουν την χρηματοοικονομική ανάλυση των εταιριών και ταυτόχρονη εκτενή παρουσίαση της ιστορικής και σύγχρονης αρθρογραφίας για τις μεθόδους αποτίμησης. Στο τρίτο κεφάλαιο παρατίθεται το θεωρητικό υπόβαθρο για τις μεθόδους αποτίμησης μιας εταιρίας, με αναφορά όλων των μοντέλων που εφαρμόζονται σήμερα από τους οικονομικούς αναλυτές. Γίνεται αναλυτικότερη παρουσίαση του μοντέλου της προεξόφλησης ελεύθερων ταμειακών ροών (FCFF – FCFE) που αποτελεί και το εξεταζόμενο πλαίσιο της παρούσας μελέτης. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του θεωρητικού μέρους, παρουσιάζεται ο Όμιλος Ο.Τ.Ε., με συνοπτικές περιγραφές για τα στοιχεία και δεδομένα που αφορούν το αντικείμενο και την ουσία της επιχειρηματικής δράσης του. Ακολουθεί η εκτενής στρατηγική ανάλυση της εταιρίας με αναλύσεις PLEST, Porter, Positioning, SWOT κ.α. που δίνουν μια πλήρη εικόνα για το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον της εταιρίας. Το δεύτερο κομμάτι της εργασίας, το ερευνητικό μέρος, ξεκινάει με το κεφάλαιο πέντε, που πραγματεύεται την χρηματοοικονομική ανάλυση του ομίλου. Πραγματοποιείται η κάθετη και οριζόντια ανάλυση, η εύρεση του νεκρού σημείου, η ανάλυση ευαισθησίας των αποτελεσμάτων χρήσης, οι βαθμοί μόχλευσης και παρουσιάζονται ενδεικτικά, η ανάλυση βασικών κατηγοριών των αριθμοδεικτών, επιλεγμένων ούτως ώστε, να είναι δυνατή η χρηστή διεξαγωγή συμπερασμάτων. Προτελευταίο κεφάλαιο, αλλά πολύ σημαντικό, της διπλωματικής εργασίας αποτελεί το έκτο, όπου παρατίθεται η αποτίμηση του ομίλου Ο.Τ.Ε. Γίνεται υπολογισμός του FCFF, εκτίμηση του WACC και της υπολειμματικής αξίας με σκοπό τον προσδιορισμό της αξίας της εταιρίας. Ακόμη γίνεται ανάλυση ευαισθησίας για την τιμή της μετοχής με σενάρια αύξησης ή μείωσης του WACC και του ρυθμού μεγέθυνσης (g). Το τελευταίο κεφάλαιο, έβδομο, αποτελεί την σύνοψη των αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων από την χρηματοοικονομική ανάλυση και αποτίμηση του ομίλου Ο.Τ.Ε. για την περίοδο που πραγματοποιήθηκε η διπλωματική εργασία και αφορά την πενταετία 2012 – 2017. Συνοψίζοντας, η πορεία και η εξέλιξη του ομίλου Ο.Τ.Ε., με βάση τα στοιχεία και τα δεδομένα που παρουσιαστήκαν στην διπλωματική εργασία, προμηνύεται θετική, πάρα τις δύσκολες συνθήκες που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει, τόσο στο εσωτερικό όσο και εξωτερικό περιβάλλον δραστηριοτήτων του. Η ‘δίκαιη’ τιμή της μετοχής υπολογίστηκε στα 9,43 €, υπερτιμημένη κατά 12,52% σε σχέση με την μέση τιμή του τελευταίου μήνα προετοιμασίας της παρούσας εργασίας (Ιούλιος 2017). 305 253 267 Static and dynamic visualization of network algorithms Στατική και δυναμική οπτικοποίηση αλγορίθμων δικτύων The scientific discipline of Algorithm Visualization, which is a subcategory of Software Visualization, aims to facilitate the understanding of computer algorithms. In this doctoral thesis a new software tool is proposed, that has been implemented in Java and can be executed either remotely as Java applet or locally as standalone Java application. It encompasses visualizations for graph and network optimization algorithms. The didactic tool can be used by students who want to understand some of the implemented algorithms, according to their own pace of learning. Moreover it can be used by instructors during tutoring, while they are trying to explain algorithms to students or while they grade exams or students’ assignments. The software’s features are: inclusion of an interactive graph editor, its customization to user’s personal preferences, allowance user’s input to algorithms, it’s highly degree of interactivity and illustration pf execution history for an algorithm’s visualization. The above characteristics combined with static and dynamic visualization of the Network Simplex algorithm constitute the contribution of this thesis. Several studies have been carried out to evaluate the educational effectiveness of algorithm visualization tools and to investigate the educational requirements of these tools. Despite the mixed results of these studies, one is the common denominator: algorithm visualization helps students to understand algorithms in a better way. The empirical evaluation that we performed using our software tool showed that students who used it comprehended difficult notions of a specific algorithm much better than those students who did not use it. Η επιστημονική περιοχή της Οπτικοποίησης Αλγορίθμων, η οποία αποτελεί μια υπο-περιοχή της Οπτικοποίησης Λογισμικού, αποσκοπεί στο να καταστήσει την κατανόηση των αλγορίθμων πιο εύκολη. Στην παρούσα διατριβή περιγράφεται ένα λογισμικό που υλοποιήθηκε για τον ίδιο σκοπό. Το λογισμικό είναι γραμμένο στη γλώσσα προγραμματισμού Java και μπορεί να εκτελεστεί είτε μέσω του Διαδικτύου ως Java Applet είτε τοπικά ως Java εφαρμογή. Το προτεινόμενο διδακτικό εργαλείο οπτικοποιεί αλγορίθμους γραφημάτων και δικτυακής βελτιστοποίησης. Το λογισμικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί από φοιτητές οι οποίοι θέλουν να κατανοήσουν κάποιον από τους αλγορίθμους που οπτικοποιήθηκαν, σύμφωνα με το δικό τους ρυθμό μάθησης. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί από διδάσκοντες είτε κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν κάποιον αλγόριθμο στους φοιτητές ή για την αξιολόγηση (βαθμολόγηση) γραπτών εξετάσεων ή εργασιών των φοιτητών. Τα χαρακτηριστικά του λογισμικού όπως είναι: η ύπαρξη ενός συντάκτη γραφημάτων, η προσαρμογή του λογισμικού στις προσωπικές προτιμήσεις του χρήστη, η εισαγωγή δεδομένων στους αλγορίθμους, ο υψηλός βαθμός διαλογικότητας, η απεικόνιση της ιστορίας της εκτέλεσης μιας οπτικοποίησης καθώς και η στατική και δυναμική οπτικοποίηση (κίνηση) του αλγορίθμου Network Simplex παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο λογισμικό που αναπτύχθηκε. Αρκετές έρευνες έχουν διεξαχθεί με σκοπό να αξιολογήσουν την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα λογισμικών οπτικοποίησης αλγορίθμων αλλά και να διερευνήσουν τα επιθυμητά, από παιδαγωγική άποψη, χαρακτηριστικά τους. Αν και τα αποτελέσματα των ερευνών είναι ανάμικτα, ένα είναι το κοινό συμπέρασμα: η οπτικοποίηση αλγορίθμων βοηθάει στην καλύτερη κατανόησή τους. Η εμπειρική αξιολόγηση που πραγματοποιήσαμε με το λογισμικό έδειξε ότι οι φοιτητές που το χρησιμοποίησαν κατανόησαν σαφώς καλύτερα βαθύτερες έννοιες ενός συγκεκριμένου αλγορίθμου, από φοιτητές που δεν έκαναν χρήση του λογισμικού. 306 112 150 Έμφυλα στερεότυπα στη διαφήμιση: μια συγκριτική ανάλυση στις ΗΠΑ και την Ινδία By looking into the gender stereotypes, we study the existing beliefs about sexes in the family, educational and working sphere, at religious events and personal and social relationships. Those stereotypes dictate how the person should act according to their gender towards the others and their social environment. Since the 50s and the first studies about gender stereotypes in advertising, the female gender was presented as the complimentary and inferior to the male sex. This thesis presents the results of a questionnaire study in the USA and India, aiming to explore the gender stereotypes in commercials, through the prism of the cultural and social environment of each country, and their similarities and differences. Κατά τη διερεύνηση των έμφυλων στερεοτύπων μελετώνται οι παγιωμένες αντιλήψεις για τα δύο φύλα στο οικογενειακό, εκπαιδευτικό και εργασιακό περιβάλλον, σε θρησκευτικές εκδηλώσεις, στις διαπροσωπικές και τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτά τα στερεότυπα αποτελούν τις αποδεκτές νόρμες που υπαγορεύουν το πώς πρέπει κάθε άνδρας και κάθε γυναίκα να φέρεται στους συνανθρώπους του αλλά και να ενεργεί εντός του περίγυρού του. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 και την εμφάνιση των πρώτων μελετών που διεξήχθησαν σχετικά με τα έμφυλα στερεότυπα στη διαφήμιση, διαπιστώθηκε ότι το γυναικείο φύλο παρουσιάζεται υποδεέστερο και συμπληρωματικό αυτού των ανδρών. Στην παρούσα εργασία, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα μιας έρευνας που έγινε μέσω ερωτηματολογίων σε Βόρεια Αμερική και Ινδία με στόχο να μελετηθούν τα φυλετικά στερεότυπα στη διαφήμιση, μέσα στα συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια των δύο αυτών χωρών και να διαπιστωθούν οι ομοιότητες και οι διαφορές τους. 307 1005 1059 Προβλεψιμότητα στις σχέσεις μεταβλητότητας των τιμών πετρελαίου και των χρηματιστηριακών αποδόσεων με τη χρήση των μονομεταβλητών, πολυμεταβλητών και υβριδικών υποδειγμάτων GARCH The majority of the literature examines the impact of oil markets on stock exchanges, while there is little research regarding the opposite direction. The conclusions of these studies vary depending on whether they use symmetric or asymmetric shocks in the oil prices or whether they focus on unexpected changes in oil prices. This doctoral dissertation attempts to determine the relationship between the volatility of the financial markets of the Group of Seven (G7) and the oil market, taking into account possible asymmetries and structural breaks, but also to predict the volatility of these markets. Through various financial-econometric and hybrid models, we try to determine the existence or non-existence of a causal relationship between the aforementioned markets and oil prices. In the context of the empirical analysis of the dissertation, the stock indices of the Group of Seven (G7), the United States of America (Dow Jones Industrial Average), France (CAC 40), Germany (DAX), Italy (FTSE MIB), Japan (Nikkei225), United Kingdom (FTSE 100) and Canada (S&P/TSX) were used. Furthermore, two global benchmark crude oils were utilized, namely, the Brent and West Texas Intermediate. The survey data has weekly frequency, covers the period 07/01/1998 to 27/12/2017 (a total of 1043 observations for each of the 9 time-series), and is collected from the Yahoo Finance and Energy Information Administration databases. Also, in order to take into account the impact of the Great Recession, the entire empirical period extending from January 7, 1998 to December 27, 2017 is divided into two periods of equal length: pre-financial crisis (07/01/1998 – 26/12/2007, 521 observations) and post-financial crisis (02/01/2008 – 27/12/2017, 522 observations). To achieve the objectives of the dissertation, the Box-Cox transformation was used to minimize the sum of the squares of the residuals in all time-series. For the examination of the volatility spillovers between the stock markets and the oil prices, four multivariate models were utilized: the BEKK-GARCH model, the Asymmetric BEKK-GARCH model, the VARMA-GARCH model, and the Asymmetric VARMA-GARCH model. Regarding the structural breaks in variance, bivariate asymmetric BEKK-GARCH models were applied for the variance equation, and twenty-one bivariate models were estimated, each including the oil and stock market returns under consideration. Then we investigate the structural breaks in the variance of the time-series through the modified ICSS algorithm and after their detection, we introduce them as dummy variables in the variance equation of the symmetric and asymmetric BEKK models using the whole sample. Also, for the prediction of the models, the Box-Jenkins methodology and the hybrid models that are a combination of ARIMA models with GARCH models were applied. Asymmetric EGARCH and GJR-GARCH models were used, to be then compared with the artificial neural networks (ANN) and specifically with the hybrid model Type I (ANN-GARCH) and the hybrid model Type II (GARCH-ANN). For the effectiveness of the predictions in the aforementioned models, both the static (in-sample) and the dynamic forecast (out-of-sample) with the respective evaluation indicators were used. The results of the dissertation showed that the Box-Cox transformation fails to convert the returns so that they are distributed normally. The correlations between the stock and oil markets are not high, which means that the presence of oil as an asset in a stock portfolio can lead to greater diversification benefits. Comparing the periods before and after the financial crisis, the results of the dissertation suggest that according to the symmetrical models and regardless of the choice of oil type, in all cases except the Japanese stock market, the financial crisis weakened the transmission of shocks and volatility between the markets. In essence, oil markets have become more resilient to volatility originating from stock markets and vice versa. In addition, according to the asymmetric models, a corresponding weakening of the transmission of volatility between the markets is uncovered. In this case, however, it is important to emphasize the fact that the financial crisis strengthened the oil market WTI in the US market but also increased the influence of the US and German markets in the Brent oil market. For the volatility forecasts, four models were used, EGARCH, neural network, and two hybrid models (ANN-EGARCH and EGARCH-ANN). The results of the in-sample forecasts (short-term predictions) showed that the neural network is the most suitable while increasing the forecasting period to 25, 50, and 100 weeks, the hybrid model ANN-EGARCH produces the most accurate predictions. However, little importance should be given to the in-sample forecasts, as those out-of-sample are the object of interest of the dissertation. In this case, both hybrid models showed their superiority over the asymmetric GARCH and the neural network, which suggests that investors, in order to predict more accurately the volatility of the indices they are interested in, should resort to combinations of GARCH and neural networks (hybrid models). The findings of this dissertation can be an important source of help not only in future studies dealing with similar issues but also in financial market participants, portfolio managers, and policy-makers, since understanding these causal links can lead to crucial changes in energy planning, portfolio diversification as well as energy risk management and prevention, given that oil plays a critical role in international asset hedging strategies for various economic factors. Finally, in the 8 appendices of the dissertation, there is, in addition to the basic concepts of the mathematics of the dissertation and the data, the programming for the processing of the data so that all the weekly observations have the closing price of Wednesday. The programming for the calculation of the parameter λ of the Box-Cox transformation was done, among others, through the programming language R. The construction of the logarithmic returns of the multivariate GARCH models and the returns (simple-log-Box-Cox) of the ARIMA models for all stock indices was done with the programming language R. The estimation of the ARIMA models was programmed in E-views software, while the multivariate models and multivariate models with structural breaks, as well as the modified ICSS algorithm were programmed in RATS software. Finally, the programming of the hybrid models was done by combining the programming language R and the E-views software. Η πλειονότητα των εργασιών εξετάζουν τις επιπτώσεις των αγορών του πετρελαίου στα χρηματιστήρια, ενώ, ελάχιστες είναι οι έρευνες προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τα συμπεράσματα των εργασιών αυτών ποικίλλουν ανάλογα με το αν οι εργασίες αυτές χρησιμοποιούν συμμετρικές ή ασύμμετρες μεταβολές στην τιμή του πετρελαίου ή αν επικεντρώνονται σε απροσδόκητες μεταβολές των τιμών του πετρελαίου. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να προσδιορίσει τη σχέση μεταξύ της μεταβλητότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών της Ομάδας των Επτά (G7) και των τιμών του πετρελαίου, λαμβάνοντας υπόψη πιθανές ασυμμετρίες και διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και να προβλέψει τη μεταβλητότητα των αγορών αυτών. Μέσω διαφόρων χρηματο-οικονομετρικών και υβριδικών υποδειγμάτων προσπαθούμε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη ή μη της σχέσης αιτιότητας μεταξύ των προαναφερθέντων αγορών και των τιμών του πετρελαίου. Στα πλαίσια της εμπειρικής ανάλυσης της διατριβής χρησιμοποιήθηκαν οι χρηματιστηριακοί δείκτες της Ομάδας των Επτά (G7), των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (Dow Jones Industrial Average), της Γαλλίας (CAC 40), της Γερμανίας (DAX), της Ιταλίας (FTSE MIB), της Ιαπωνίας (Nikkei225), του Ηνωμένου Βασιλείου (FTSE 100) και του Καναδά (S&P/TSX). Παράλληλα, χρησιμοποιήθηκαν δύο παγκόσμια σημεία αναφοράς, οι τιμές του αργού πετρελαίου Brent, και το West Texas Intermediate. Τα στοιχεία της έρευνας είναι εβδομαδιαία, και καλύπτουν την περίοδο από τις 07/01/1998 έως τις 27/12/2017 (συνολικά αριθμούν 1043 παρατηρήσεις για κάθε μία από τις 9 χρονολογικές σειρές) και συλλέχθηκαν από τις βάσεις δεδομένων Yahoo Finance και Energy Information Administration. Επιπλέον προκειμένου να λάβουμε υπόψη και την επίδραση της μεγάλης ύφεσης, ολόκληρη η εμπειρική περίοδος που εκτείνεται από τις 07 Ιανουαρίου, 1998 έως τις 27 Δεκεμβρίου, 2017 διαιρείται σε δύο υπό περιόδους ίσου μήκους: πριν από τη χρηματοοικονομική κρίση (07/01/1998 - 26/12/2007, 521 παρατηρήσεις) και μετά από τη χρηματοοικονομική κρίση (02/01/2008 - 27/12/2017, 522 παρατηρήσεις). Για την επίτευξη των στόχων της διατριβής χρησιμοποιήθηκε ο μετασχηματισμός Box-Cox, για την ελαχιστοποίηση του αθροίσματος των τετραγώνων των καταλοίπων σε όλες τις χρονολογικές σειρές. Για τη διάχυση της μεταβλητότητας μεταξύ των δεικτών και των τιμών του πετρελαίου χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα πολυμεταβλητά υποδείγματα: Το υπόδειγμα BEKK-GARCH, το ασύμμετρο υπόδειγμα BEKK-GARCH, το υπόδειγμα VARMA-GARCH και ασύμμετρο υπόδειγμα VARMA-GARCH. Για τις διαρθρωτικές αλλαγές στη διακύμανση χρησιμοποιήθηκαν τα διμεταβλητά ασύμμετρα υποδείγματα BEKK για την εξίσωση της διακύμανσης, και εκτιμήθηκαν είκοσι ένα διμεταβλητά υποδείγματα που το καθένα περιλαμβάνει τις αποδόσεις του πετρελαίου και τις αποδόσεις των δεικτών των χρηματιστηρίων που μελετούμε. Στη συνέχεια ερευνούμε τις διαρθρωτικές αλλαγές στη διακύμανση των χρονολογικών σειρών μέσω του τροποποιημένου αλγόριθμου ICSS και αφού τις εντοπίζουμε, τις εισάγουμε ως ψευδομεταβλητές στην εξίσωση της διακύμανσης του συμμετρικού και ασύμμετρου υποδείγματος BEKK χρησιμοποιώντας ολόκληρο το δείγμα. Επίσης, για την πρόβλεψη των υποδειγμάτων χρησιμοποιήθηκε η διαδικασία των Box-Jenkins, καθώς και τα υβριδικά υποδείγματα που είναι συνδυασμός των υποδειγμάτων ARIMA με τα υποδείγματα GARCH. Χρησιμοποιήθηκαν ασύμμετρα υποδείγματα EGARCH και GJR-GARCH, για να συγκριθούν στη συνέχεια με τα τεχνικά νευρωνικά δίκτυα (ANN) και συγκεκριμένα με το υβριδικό υπόδειγμα Τύπου I (ANN-GARCH) και το υβριδικό υπόδειγμα Τύπου IΙ (GARCH-ANN). Για την αποτελεσματικότητα των προβλέψεων στα παραπάνω υποδείγματα χρησιμοποιήθηκαν, τόσο η στατική (μέσα στο δείγμα), όσο και η δυναμική πρόβλεψη (έξω από το δείγμα) με τους αντίστοιχους δείκτες αξιολόγησης. Τα αποτελέσματα της διατριβής έδειξαν ότι ο μετασχηματισμός Box-Cox αποτυγχάνει να μετατρέψει τις αποδόσεις έτσι ώστε να κατανέμονται σύμφωνα με την κανονική κατανομή. Οι συσχετίσεις μεταξύ των χρηματιστηριακών και πετρελαϊκών αγορών δεν είναι υψηλές γεγονός που σηματοδοτεί ότι η παρουσία του πετρελαίου ως περιουσιακό στοιχείο σε ένα χαρτοφυλάκιο μετοχών μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερα οφέλη διαφοροποίησης. Συγκρίνοντας τις περιόδους πριν και μετά την κρίση, τα αποτελέσματα της διατριβής προτείνουν ότι σύμφωνα με τα συμμετρικά υποδείγματα και ανεξαρτήτως επιλογής του τύπου του πετρελαίου, σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από το χρηματιστήριο της Ιαπωνίας, η χρηματοπιστωτική κρίση αποδυνάμωσε τη μετάδοση μεταβολών και μεταβλητότητας μεταξύ τιμών του πετρελαίου και χρηματιστηριακών δεικτών. Στην ουσία, οι αγορές πετρελαίου έγιναν πιο ανθεκτικές στη μεταβλητότητα των δεικτών και αντίστροφα. Επιπλέον, σύμφωνα με τα ασύμμετρα υποδείγματα, φαίνεται και πάλι μια αντίστοιχη αποδυνάμωση της μετάδοσης μεταβλητότητας μεταξύ των αγορών. Σε αυτή την περίπτωση όμως είναι σημαντικό να τονίσουμε το γεγονός ότι η χρηματοοικονομική κρίση ενίσχυσε την αγορά του πετρελαίου WTI στην αμερικάνικη αγορά αλλά παράλληλα αύξησε και την επίδραση της αμερικάνικης και γερμανικής αγοράς στην αγορά του Brent. Για τις προβλέψεις της μεταβλητότητας, έγινε χρήση τεσσάρων υποδειγμάτων, του EGARCH, του νευρωνικού δικτύου και δύο υβριδικών υποδειγμάτων (ANN-EGARCH, και EGARCH-ANN). Τα αποτελέσματα των προβλέψεων μέσα στο δείγμα (βραχυχρόνιες προβλέψεις) έδειξαν ότι, το νευρωνικό δίκτυο είναι το καταλληλότερο, ενώ αυξάνοντας την περίοδο πρόβλεψης στις 25, 50 και 100 εβδομάδες το υβριδικό υπόδειγμα ANN-EGARCH δίνει τις ακριβέστερες προβλέψεις. Ωστόσο, μικρή σημασία πρέπει να δίνεται στις προβλέψεις μέσα στο δείγμα, καθώς εκείνες έξω από το δείγμα είναι το αντικείμενο ενδιαφέροντος της διατριβής. Σε αυτήν την περίπτωση, και τα δύο υβριδικά υποδείγματα έδειξαν την υπεροχή τους έναντι του ασύμμετρου GARCH και του νευρωνικού δικτύου γεγονός που υποδηλώνει ότι οι επενδυτές προκειμένου να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια τη μεταβλητότητα των δεικτών που τους ενδιαφέρουν θα πρέπει να καταφύγουν σε συνδυασμούς υποδειγμάτων GARCH και νευρωνικών δικτύων (υβριδικά υποδείγματα). Τα ευρήματα αυτής της διατριβής ενδέχεται να αποτελέσουν σημαντική πηγή βοήθειας όχι μόνο σε μελλοντικές μελέτες που πρόκειται να ασχοληθούν με όμοια ζητήματα αλλά και σε συμμετέχοντες σε χρηματοπιστωτικές αγορές, διαχειριστές χαρτοφυλακίου και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής καθώς η κατανόηση αυτών των σχέσεων αιτιότητας μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές τροποποιήσεις στο σχεδιασμό της ενεργειακής πολιτικής, στη διαφοροποίηση του χαρτοφυλακίου καθώς επίσης και στη διαχείριση και πρόληψη του ενεργειακού κινδύνου, δεδομένου ότι το πετρέλαιο διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στις διεθνείς στρατηγικές αντιστάθμισης περιουσιακών στοιχείων για διάφορους οικονομικούς παράγοντες. Τέλος, στα 8 παραρτήματα της διατριβής υπάρχουν εκτός από τις βασικές έννοιες των μαθηματικών της διατριβής και τα δεδομένα, ο προγραμματισμός για την επεξεργασία των δεδομένων ώστε να έχουν όλες οι εβδομαδιαίες παρατηρήσεις την τιμή κλεισίματος της Τετάρτης. Ο προγραμματισμός για τον υπολογισμό της παραμέτρου λ του μετασχηματισμού Box-Cox έγινε εκτός των άλλων και μέσω της γλώσσας προγραμματισμού R. Η κατασκευή των λογαριθμικών αποδόσεων των πολυμεταβλητών υποδειγμάτων GARCH, και των υποδειγμάτων ARIMA για τις αποδόσεις (αριθμητικές-λογαριθμικές-Box-Cox) όλων των χρηματιστηριακών δεικτών έγινε με τη γλώσσα προγραμματισμού R. Η εκτίμηση των υποδειγμάτων ARIMA έγινε με προγραμματισμό στο λογισμικό E-views, ενώ ο προγραμματισμός των πολυμεταβλητών υποδειγμάτων και των πολυμεταβλητών υποδειγμάτων με διαρθρωτικές μεταβολές, καθώς και του τροποποιημένου αλγορίθμου ICSS έγινε με προγραμματισμό στο λογισμικό RATS. Τέλος, ο προγραμματισμός των υβριδικών υποδειγμάτων έγινε σε συνδυασμό της γλώσσας προγραμματισμού R και του λογισμικού E-views. 308 409 465 The European Union policies on internet: user’s id and the protection of user’s personality. Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το διαδίκτυο: η ταυτότητα του χρήστη του διαδικτύου και η προστασία της προσωπικότητάς του. The doctoral thesis aims to offer a critical analysis of online data protection issues, mostly in Europe but also worldwide. It addresses the questions of European Union’s policies in cyberspace, be they existent or proposed, their impact on user’s personality, and also proposes a thorough examination of the concept of “User’s ID”. One of the most original aspects of this doctoral thesis is that it analyzes the internet European policies by categorizing the various digital services in everyday life according to the great divisions of Law, such as International, Criminal, Constitutional, Commercial, Labor and Intellectual Property. The originality of the doctoral thesis is confirmed by the exposition of a personal theory of the “User’s ID”, which isn’t analyzed enough in European and international bibliography, and isn’t recognized by the existing European legislation. Furthermore, answers are proposed to the question of anonymity on the internet. It is worth noting that the international legislative framework is sometimes jeopardized by Internet’s use and the effects of American policies, which tends to shape European’s ones. The doctoral thesis leads to three remarkable conclusions. The first is that the data protection’s level granted by the actual European legislation is simply insufficient, since User’s privacy shows to be often violated. The second is that anonymity should be allowed and even encouraged, but within the strict limits of fundamental Human Rights. Finally, the analysis of the European policies considered as a whole leads to the notion of “digital government”, to be understood as the effort to update and enforce user’s rights in a digital society, in line with modern technological evolutions. The doctoral thesis suggests that such “governance” should adopt a human perspective in the conception of Data Rights, and be brought to existence both by the private and the public sector, as well as European institutions, in order to achieve a more effective solution to threats against privacy. Even though the updating of existing Directives and other legislative texts is necessary, the introduction of new measures would likely lead to an overregulated system and a legal confusion. In this sense, the adoption of a Chart of Fundamental Digital Rights, which would not only reaffirm the existing fundamental principles, but would also introduce new rights to strengthen the user’s position, such as the respect of User’s ID and the right of self-regulation in the cyber area, could be a very useful measure. Στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι η κριτική εξέταση ζητημάτων που αφορούν την προστασία προσωπικών δεδομένων του χρήστη στο διαδίκτυο σε ευρωπαϊκό, κυρίως, αλλά και σε διεθνές πλαίσιο. Τα ερωτήματα στα οποία επιδιώκεται η εύρεση απαντήσεων αφορούν στον τρόπο άσκησης και ρύθμισης των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διαδίκτυο, στην επιρροή τους στην προσωπικότητα του χρήστη και στην προσέγγιση και ανάλυση του όρου «διαδικτυακή ταυτότητα». Η διακλαδική εξέταση των πολιτικών ανάλογα με τις ιδιαίτερες εκφάνσεις χρήσης του διαδικτύου σε ποικίλους τομείς της καθημερινής ζωής και την αντίστοιχη εφαρμογή του σε διάφορους κλάδους δικαίου (διεθνούς, ποινικού, συνταγματικού, εμπορικού, εργατικού και πνευματικής ιδιοκτησίας), συνιστά μέρος της πρωτοτυπίας της διδακτορικής διατριβής. Παράλληλα, η διατύπωση μιας ξεχωριστής θεωρίας περί του όρου «ταυτότητα του χρήστη στο διαδίκτυο» ενισχύει την πρωτοτυπία, καθώς πρόκειται για μια ιδιαίτερη έννοια που δεν έχει αναπτυχθεί στην ευρωπαϊκή και διεθνή βιβλιογραφία έως τώρα ενώ, σε επίπεδο νομοθεσίας, απουσιάζει η ερμηνεία της. Επίσης, δίνεται απάντηση στο ερώτημα του επιτρεπτού ή μη της ανωνυμίας στο διαδίκτυο. Επιπλέον, εκτός από το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο εξετάζονται και μέτρα που έχουν σχεδιαστεί προς βελτίωσή του, ενώ προσφέρονται αξιόλογες προτάσεις με στόχο την ενίσχυση του βαθμού ασφάλειας του χρήστη. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρατίθεται, όπου κρίνεται σκόπιμο, και η αμερικανική πολιτική σε διάφορα ζητήματα που εξετάζονται, λόγω της οικουμενικότητας των συνεπειών του διαδικτύου και των έντονων επιρροών της αμερικανικής πολιτικής στον ευρωπαϊκό χώρο. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο γεγονός ότι επιχειρείται η μελέτη των προσωπικών δεδομένων του χρήστη σε συνδυασμό με τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα στον χώρο των social media. Σε επίπεδο συμπερασμάτων, κρίνεται ότι το επίπεδο προστασίας προσωπικών δεδομένων, όπως διαμορφώνεται μέσα από τις υφιστάμενες ευρωπαϊκές πολιτικές, είναι ανεπαρκές καθώς παρατηρείται μια τάση συρρίκνωσης της ιδιωτικότητας του χρήστη. Σε θέματα ανωνυμίας προτείνεται η διατήρησή της, υπό προϋποθέσεις και όρους που αφορούν τον σεβασμό θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τέλος, σε επίπεδο πολιτικών, προτείνεται μια διακυβέρνηση του διαδικτύου με ανθρωποκεντρική διάσταση, η οποία θα χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή όλων των φορέων, δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και ευρωπαϊκών οργάνων, προκειμένου να επιτευχθεί μια αποτελεσματική αντιμετώπιση των απειλών κατά της ιδιωτικότητας του χρήστη. Παράλληλα, ενώ αναγνωρίζεται η ανάγκη επικαιροποίησης υφιστάμενων Οδηγιών σε ποικίλους τομείς χρήσης του διαδικτύου, αποτρέπεται καταρχήν η θέσπιση επιπρόσθετων νομοθετικών κειμένων, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε καθεστώς πολυνομίας και σύγχυσης. Αντίθετα, προκρίνεται η αναπροσαρμογή και ενίσχυση των δικαιωμάτων του χρήστη, σύμφωνα με τα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρείται εξαιρετικά σημαντική η πρόταση θέσπισης μιας Χάρτας Θεμελιωδών Ψηφιακών Δικαιωμάτων, η οποία θα ενισχύσει τη θέση του χρήστη στο σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον, προσθέτοντας νέα δικαιώματα στα ήδη θεμελιωμένα στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο, όπως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης του χρήστη στο διαδίκτυο και συμβαδίζοντας με τα σύγχρονα τεχνολογικά δεδομένα. 309 1038 1142 Integration of management standards and systems: impact on corporate sustainability performance Ολοκλήρωση προτύπων συστημάτων διαχείρισης: επίδραση στην απόδοση της εταιρικής βιωσιμότητας Corporate sustainability is at the center of interest for many academics and professionals, especially in today's uncertain economic environment. The ability of companies to withstand and meet modern challenges in the highly volatile market conditions is being tested now more than ever. The oxymoron lies in that while the accounting and reporting of corporate sustainability performance have been greatly developed, its management within businesses remains a “black box”. Corporate sustainability and corporate social responsibility reports are often limited to individual indicators and outcomes, without providing information on the processes and ways in which these outcomes emerge. The ambiguity and lack of documentation is reinforced by the confusion of terms and concepts, such as performance measurement, performance management and management system. In order to address this ambiguity, this doctoral dissertation offers a holistic systemic view of the performance of corporate sustainability extending beyond “measuring fixation and myopia”. In this context, business sustainability must first be integrated into a management system. Subsequently, the performance of this system should be managed and monitored. Effective corporate sustainability management requires the alignment of strategy, mode of operation and the results of business activities in terms of sustainability. In other words, the company needs to reconsider its “introverted” perspective and manage the effects of its operation on a number of stakeholders in a systematic way. There are certain management systems that address corporate sustainability aspects and are based on international standards and guidelines, such as the ISO 9001 quality standard, the ISO 14001 environmental standard, the OHSAS 18001 standard (recently replaced by ISO 45001) for health and occupational safety, and the ISO 26000 guideline on corporate social responsibility. By definition, a fully integrated (unified) management system meets all the requirements posed by the standards, while management processes extend to all areas of business so that organizations get the maximum possible benefits from integration. In this context, the integration (unification) of the corresponding management systems “comes naturally” to organizations that aim for sustainable development. Moreover, it has been established that integrated management systems, through the harmonized adoption of management standards, meet the requirements of all stakeholders. Having acknowledged the deficit of a systemic approach to the performance management of corporate sustainability on the one hand and the excess dynamics of integrated management systems to cover this deficit, this dissertation addressed the theoretical/conceptual and empirical correlation of these variables. In particular, the initial literature review identified the main research streams and their findings in terms of the motives, the benefits, the barriers and the audits of integrated management systems. Then, the combined adoption of generic and sectoral standards was examined both theoretically and empirically. The integration mechanism was analyzed in depth by the case study method. Some critical factors for the success or failure of integration systems, such as top management commitment, data and information management, integration level, resource constraints, and business relationships with customers, suppliers, consultants, government agencies and the environment have emerged. This was followed by the composition of a conceptual framework, the formulation of the main research hypothesis and the operationalization of the research variables. For the in-depth study and analysis of the main concepts, a systematic literature review was designed and implemented, in which the theories of stakeholders, resources and institutions were used. The main concepts are the internalization of integrated management systems and corporate sustainability performance. Internalization is first analyzed in two components: a) the resources (strategic, human, external, information, awareness and integration methods) allocated to integrate the systems, and b) the integration level. Corporate sustainability performance is analyzed in terms of the organisations’ stakeholders, which include customers, suppliers, employees, investors / shareholders, financial institutions, the environment, government agencies and society. According to the main research hypothesis, the internalization of integrated management systems has a positive effect on corporate sustainability performance. Survey research confirmed the correct formation of variables through exploratory and confirmatory factor analysis. More specifically, two measurement scales have been developed, one of which concerns the degree to which an integrated management system is internalized by the organization or, in other words, the extent to which experience from its implementation (resource use and process integration) is integrated into organizational knowledge. The second scale concerns the measurement of corporate sustainability performance. Then, the main research hypothesis was tested and confirmed using structural equation modeling. This method is suitable for testing models with a strong theoretical background (as in the case of this doctoral dissertation). The two measurement scales, derived from the conceptual framework and the operationalization of latent variables, were used to test the underlying causal relationship between internalization and performance. The main research hypothesis was confirmed, proving the positive effect of internalizing the integrated management system of an organization on its performance in terms of sustainability. In fact, best fit solution suggests that an integrated management system that invests in strategic development, raising employee awareness, formulating and using appropriate integration tools, and completing internal processes and audits has a positive impact on the organization's relationships with customers, suppliers, employees, investors / shareholders, government agencies, the environment and society. The performance evaluation framework that has been substantiated offers new arguments in the discussion of management system performance. In general, literature findings on the performance of standalone management systems are contradictory. This dissertation examines the combined effect of individual systems on an equally complex type of performance. Also, this is the first time the internalization of integrated management systems is being empirically investigated. For managers and other professionals that are involved in managing business operations, the results of this dissertation are equally important. The allocation of resources for the integration of systems that individually manage parameters, such as quality, environmental protection, energy and natural resources, health and safety of employees, corporate social responsibility, as well as the integration level of processes and procedures, can play a vital role in the survival and well-being of organizations. In addition, it is proven how important it is to change the stance of organizations towards management systems and, to the integrated ones, in particular. It is not enough to keep bureaucratic procedures and files. Streamlining and transforming integration experience through allocated resources and well-adjusted processes into organizational knowledge is imperative for the organisations’ prosperity. Η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για πολλούς ακαδημαϊκούς και επαγγελματίες, ιδιαίτερα στο σημερινό αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον. Η ικανότητα των επιχειρήσεων να ανθίστανται και να αντιμετωπίζουν τις σύγχρονες προκλήσεις στις έντονα μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς δοκιμάζεται περισσότερο παρά ποτέ. Το οξύμωρο είναι ότι ενώ η λογιστική επεξεργασία και η δημοσιοποίηση των επιδόσεων εταιρικής βιωσιμότητας έχουν αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό, η διαχείρισή της στο εσωτερικό των επιχειρήσεων παραμένει ένα «μαύρο κουτί». Οι εκθέσεις εταιρικής βιωσιμότητας και εταιρικής κοινωνικής ευθύνης συχνά περιορίζονται σε μεμονωμένους δείκτες και αποτελέσματα, χωρίς να παρέχουν πληροφορίες για τις διεργασίες και τους τρόπους με τους οποίους προκύπτουν τα αποτελέσματα αυτά. Η ασάφεια και η έλλειψη τεκμηρίωσης ενισχύονται από τη σύγχυση όρων και εννοιών, όπως η μέτρησης της απόδοσης, η διαχείριση της απόδοσης και το σύστημα διαχείρισης. Με στόχο να αντιμετωπίσει αυτή την ασάφεια, η παρούσα διδακτορική διατριβή προσφέρει μία ολιστική συστημική άποψη της απόδοσης της εταιρικής βιωσιμότητας εκτεινόμενη πέρα από την «μυωπική εμμονή» στις μετρήσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η βιωσιμότητα πρέπει κατ’ αρχήν να ενταχθεί σε ένα σύστημα διαχείρισης. Στη συνέχεια, η απόδοση αυτού του συστήματος θα πρέπει να τεθεί υπό διαχείριση και παρακολούθηση. Η αποτελεσματική διαχείριση της εταιρικής βιωσιμότητας απαιτεί την ευθυγράμμιση της στρατηγικής, του τρόπου λειτουργίας και των αποτελεσμάτων των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με γνώμονα την αειφορία. Με άλλα λόγια, η επιχείρηση οφείλει να αναθεωρήσει την «εσωστρεφή» της οπτική και να διαχειρισθεί τις επιπτώσεις της λειτουργίας της σε μία πλειάδα ενδιαφερομένων μερών με συστηματικό τρόπο. Τα πιο συναφή με την εταιρική βιωσιμότητα συστήματα διαχείρισης βασίζονται σε διεθνή πρότυπα και οδηγίες, όπως το πρότυπο ISO 9001 για την ποιότητα, το πρότυπο ISO 14001 για το περιβάλλον, το πρότυπο OHSAS 18001 (που αντικαταστάθηκε πρόσφατα από το ISO 45001) για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και η οδηγία ISO 26000 για την εταιρική κοινωνική ευθύνη. Εξ ορισμού ένα πλήρως ολοκληρωμένο (ενοποιημένο) σύστημα διαχείρισης καλύπτει όλες τις απαιτήσεις που τίθενται από τα πρότυπα ενώ οι διεργασίες διαχείρισης εκτείνονται σε όλους τους τομείς της επιχειρηματικής δραστηριότητας έτσι, ώστε οι οργανισμοί να αποκομίσουν τα μέγιστα δυνατά οφέλη από την ολοκλήρωση. Στο πλαίσιο αυτό, η ολοκλήρωση (ενοποίηση) των συστημάτων διαχείρισης έπεται ως «φυσική εξέλιξη» στην προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Εξάλλου, έχει εδραιωθεί θεωρητικά η άποψη ότι τα ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης, μέσω της εναρμονισμένης υιοθέτησης των προτύπων διαχείρισης, ικανοποιούν τις απαιτήσεις όλων των ενδιαφερομένων μερών. Επισημαίνοντας το έλλειμμα συστημικής προσέγγισης διαχείρισης της απόδοσης της εταιρικής βιωσιμότητας από τη μία πλευρά και την περίσσεια δυναμικής των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης να καλύψουν το έλλειμμα αυτό, η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύθηκε την θεωρητική/εννοιολογική και εμπειρική συσχέτιση των δύο μεταβλητών. Ειδικότερα, με την αρχική βιβλιογραφική επισκόπηση εντοπίσθηκαν τα κύρια ερευνητικά ρεύματα και τα ευρήματά τους, ως προς τα κίνητρα, τα οφέλη, τα εμπόδια και τις επιθεωρήσεις των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης. Στη συνέχεια, διερευνήθηκε θεωρητικά και εμπειρικά η συνδυασμένη υιοθέτηση γενικών προτύπων με πρότυπα συγκεκριμένων κλάδων ή λειτουργιών. Ο μηχανισμός ολοκλήρωσης αναλύθηκε σε βάθος με τη μέθοδο της μελέτης περίπτωσης. Αναδείχθηκαν ορισμένοι κρίσιμοι παράγοντες επιτυχίας ή αποτυχίας των συστημάτων ολοκλήρωσης, όπως η δέσμευση της ανώτατης διοίκησης, η διαχείριση δεδομένων και πληροφοριών, το επίπεδο ολοκλήρωσης, οι περιορισμοί σε πόρους, οι σχέσεις των επιχειρήσεων με πελάτες, προμηθευτές, συμβούλους, κρατικούς φορείς και το περιβάλλον. Ακολούθησε η διαμόρφωση του εννοιολογικού πλαισίου, η διατύπωση της κύριας ερευνητικής υπόθεσης και η λειτουργικοποίηση των ερευνητικών μεταβλητών. Για την σε βάθος μελέτη και ανάλυση των κύριων εννοιών σχεδιάσθηκε και υλοποιήθηκε συστηματική βιβλιογραφική επισκόπηση (systematic literature review), στην οποία αξιοποιήθηκαν οι θεωρίες των ενδιαφερόμενων μερών (stakeholder theory), των πόρων (resource theory) και των θεσμών (institutional theory). Οι κύριες έννοιες είναι η εσωτερίκευση (internalization) των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης και η απόδοση της εταιρικής βιωσιμότητας (corporate sustainability performance). Η εσωτερίκευση αναλύεται καταρχήν σε δύο συνιστώσες: α) τους πόρους (στρατηγικούς, ανθρώπινους, εξωτερικούς, πληροφοριών, επίγνωσης και τις μεθόδους ολοκλήρωσης) που διατίθενται για την ενοποίηση των συστημάτων,και β) τον βαθμό ολοκλήρωσης (integration level). Η απόδοση της εταιρικής βιωσιμότητας αναλύεται με βάση τα ενδιαφερόμενα μέρη, στα οποία περιλαμβάνονται οι πελάτες, οι προμηθευτές, οι εργαζόμενοι, οι επενδυτές/μέτοχοι, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το περιβάλλον, οι κρατικοί φορείς και η κοινωνία. Σύμφωνα με την κύρια ερευνητική υπόθεση, η εσωτερίκευση των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης έχει θετική επίδραση στην απόδοση της εταιρικής βιωσιμότητας. Η εμπειρική έρευνα επιβεβαίωσε την ορθή συγκρότηση των μεταβλητών μέσω διερευνητικής (exploratory factor analysis) και επιβεβαιωτικής (confirmatory factor analysis) ανάλυσης παραγόντων. Συγκεκριμένα, αναπτύχθηκαν δύο κλίμακες μέτρησης, η μία από τις οποίες αφορά στον βαθμό στον οποίο ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης εσωτερικεύεται από τον οργανισμό ή, με άλλα λόγια, στον βαθμό στον οποίο η εμπειρία από την εφαρμογή του (χρήση πόρων και ενοποίηση διεργασιών) ενσωματώνεται στην οργανωσιακή του γνώση. Η δεύτερη κλίμακα αφορά στη μέτρηση της απόδοσης ως προς την εταιρική βιωσιμότητα. Στη συνέχεια, με τη μέθοδο της μοντελοποίησης δομικών εξισώσεων (structural equation modeling), ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε η κύρια ερευνητική υπόθεση. Η συγκεκριμένη μέθοδος είναι κατάλληλη για τον έλεγχο μοντέλων με ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο (όπως στην περίπτωση της παρούσας διδακτορικής διατριβής). Οι δύο κλίμακες μέτρησης, που προέκυψαν από το εννοιολογικό πλαίσιο και τη λειτουργικοποίηση των λανθανουσών μεταβλητών, χρησιμοποιήθηκαν για τον έλεγχο της βασικής αιτιώδους σχέσης μεταξύ της εσωτερίκευσης και της απόδοσης. Η κύρια ερευνητική υπόθεση επιβεβαιώθηκε αποδεικνύοντας την θετική επίδραση της εσωτερίκευσης του ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης ενός οργανισμού στην απόδοσή του ως προς τη βιωσιμότητα. Ειδικότερα, τα αποτελέσματα της βέλτιστης προσαρμογής υποδηλώνουν ότι ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης που επενδύει στη στρατηγική ανάπτυξη, στην ευαισθητοποίηση και αύξηση της επίγνωσης των εργαζομένων, στην διαμόρφωση και χρήση κατάλληλων εργαλείων ολοκλήρωσης, καθώς και στην ολοκλήρωση των εσωτερικών διεργασιών και των επιθεωρήσεών του επιδρά θετικά στις σχέσεις του οργανισμού με τους πελάτες, τους προμηθευτές, τους εργαζόμενους, τους επενδυτές/μετόχους, τους κρατικούς φορείς, το περιβάλλον και την κοινωνία. Το πλαίσιο αξιολόγησης της απόδοσης που στοιχειοθετήθηκε προσφέρει νέα επιχειρήματα στη συζήτηση περί απόδοσης των συστημάτων διαχείρισης. Γενικά, τα ευρήματα στη βιβλιογραφία για την απόδοση των μεμονωμένων συστημάτων διαχείρισης είναι αντικρουόμενα. Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται η συνδυασμένη επίδραση των επιμέρους συστημάτων σε μία εξίσου σύνθετης μορφής απόδοση. Επίσης, διερευνάται για πρώτη φορά με εμπειρικό τρόπο, η εσωτερίκευση των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης. Για τους μάνατζερ και τους λοιπούς επαγγελματίες που ασχολούνται με την οργάνωση και τη διοίκηση επιχειρηματικών λειτουργιών τα αποτελέσματα της παρούσας διατριβής είναι εξίσου σημαντικά. Η διάθεση πόρων για την ολοκλήρωση συστημάτων που μεμονωμένα διαχειρίζονται παραμέτρους, όπως η ποιότητα, η προστασία του περιβάλλοντος, η εξοικονόμηση ενέργειας και φυσικών πόρων, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, η εταιρική κοινωνική ευθύνη, καθώς και η απόδοση της δέουσας σημασίας στις διαδικασίες διαχείρισης και επιθεώρησης των ολοκληρωμένων συστημάτων διαχείρισης μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην επιβίωση και την ευημερία των οργανισμών. Επιπλέον, αποδεικνύεται πόσο σημαντική είναι η αλλαγή της στάσης των οργανισμών απέναντι στα συστήματα και, κυρίως, στα ολοκληρωμένα. Δεν αρκεί η γραφειοκρατική τήρηση διαδικασιών και αρχείων. Η αξιοποίηση και η μετατροπή της εμπειρίας της ολοκλήρωσης μέσω των διατιθέμενων πόρων και των κατάλληλων διαδικασιών σε οργανωσιακή γνώση είναι επιτακτική ανάγκη για την ευημερία των οργανισμών. 310 802 691 Custom practices in the Balkans: the folk drama of Lazarus Εθιμικές εκδηλώσεις στο χώρο της Βαλκανικής: το λαϊκό δρώμενο του Λαζάρου This thesis is a contribution to the study and promotion of the culture of the Balkans. It employs a horizontal comparative method, in that it deals with the Balkans, where there has been contact among cultures over history. We have employed an interdisciplinary approach, as is required by a comparative methodology, and start from the study of languages and literature, of theology, of the sociology of age, of folklore and of history. In particular, our research employs three levels or stages, namely (a) the gathering of material from archival sources and the bibliography, (b) the comparison of the material on the Orthodox communities of the Balkan peninsula and (c) on the generation of results and conclusions of the study, which offer answers to the questions we posed. During the lengthy period of Ottoman rule, the peoples of the Balkans developed intellectual and economic relations among themselves, thereby influencing each other in ways that left their mark upon their individual cultures. There exist many differences among these cultures, which arose from the different origins of these peoples, their individual character and the manner in which each of the peoples concerned expressed themselves intellectually and spiritually. Nevertheless, there is a Balkan community which displays common features in terms of its way of life, its outlook and in its various forms of material and intellectual and spiritual culture. The interbalkan spirit that was cultivated during the period of the Ottoman domination and which was strengthened by common resistance to the conqueror, rested on common intellectual foundations, that is, on Byzantine tradition, Christian faith and on Greek culture. In the Balkan peninsula, a culturally united area, as we have already noted, independently of language, governmental administration and ethnic structures, customs were enacted, whose origins lay in the distant past. Such customs, however, displayed similar ritual functions. These rituals include the Shaming and Death of Judas, the Perperouna and the tosavia. Such customs are rituals (laika drōmena), which Katerina Kakouri defines as organized, dramatized sacred spectacles, ‘ dramatized rites’ . During the winter ritual processions round villages or town neighbourhoods (‘agermoi’), children go into the streets, holding a matsouki, that is, a large, thick piece of wood, which sometimes has a phallic significance. With this they knock on doors. They use it as a poker and to protect themselves from dogs. During the spring ritual processions round villages or town neighbourhoods, they carry round baskets decorated with flowers, images of swallows, the Cross and Doll of Lazarus, among other objects. During the twelve days of Christmas, the carnival period, fancy dress is worn. Almost all of these customs are directly dependent upon the cycle of nature. Their aim is almost always to ensure by means of magic a fruitful agricultural year. The Anastenaria is an older ritual. It links the popular cult of SS. Constantine and Helena with pre-Christian traditions of sun worship, with the religious phenomenon of ecstasy and with ritual firewalking. In its oldest attested form, firewalking was performed by Greeks and Bulgarians, in the area of the village of Kosti, in eastern Rumelia, near today’s borders with Bulgaria and Turkey. Although in Bulgaria this ritual involving ecstasy disappeared after World War II, it continues to be performed in Greece, after being revived, despite the active opposition of the Church. Similar ecstatic dances, albeit lacking the element of ritual firewalking, are to be found in areas of Bulgaria, Romania and eastern Serbia. In the Balkans, the various forms of the Perperouna/Dododa display a fairly uniform appearance, without great scope for variation. Nor does the song accompanying it, which is linked to the strict functioning of the ritual, to faith and to the hopes invested in the exclusivity of rituals in imitation of rain. In the traditional culture of the peoples of the Balkans, women enjoy an important and specific role, particularly in regard to the family and magic rituals intended to increase fertility. The Day of the Midwife, whose form betrays the existence of some ancient and now unknown gynaecocracy, is a typical example of this, both in its original, sacramental form and in its more recent manifestation. The folk ritual of Lazarus, which consists of religious song and a ritual procession round the village or town neigbourhood, is influenced by the customs linked to the Saturday of Lazarus, throughout the Balkans, the eastern Mediterranean, among Greeks living in Anatolia and the Middle East, in Greece itself, Albania, Bulgaria, Romania and the Orthodox countries of the former Yugoslavia. The religious form of this song is found only in Greek-speaking areas of the Balkans. In central and northern parts of the Balkan peninsula, the section of the song derived from the Bible has disappeared now, to be replaced by songs concerning the spring and erotic matters. Στόχος της διατριβής είναι η συμβολή στη μελέτη και την ανάδειξη του λεγόμενου βαλκανικού πολιτισμού. Εφαρμόσθηκε η οριζόντια συγκριτική μέθοδος, αφού η έρευνα αφορά στο χώρο της Βαλκανικής, όπου υπήρξε ιστορική επαφή των πολιτισμών. Η προσέγγιση του θέματος είναι διεπιστημονική όπως το απαιτεί η συγκριτική μεθοδολογία, ξεκινώντας από τη Φιλολογία, τη Θεολογία, την Κοινωνιολογία των ηλικιών, τη Λαογραφία, την Ιστορία. Ειδικότερα, η ερευνητική προσπάθεια επικεντρώθηκε σε τρία επίπεδα ή στάδια: α) στη συγκέντρωση του υλικού, μέσα από αρχειακές πηγές και σχετική βιβλιογραφία, β) στη σύγκριση του υλικού, στην περίπτωση της συγκριτικής εξέτασης, στις ορθόδοξες, κυρίως χώρες της Βαλκανικής και γ) στην εξαγωγή των αποτελεσμάτων/συμπερασμάτων της μελέτης, με τα οποία δίνονται απαντήσεις στα ερωτήματα – υποθέσεις που τέθηκαν. Στη μακρόχρονη περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, οι λαοί της Βαλκανικής Χερσονήσου ανέπτυξαν σχέσεις πνευματικές και οικονομικές και άσκησαν αλληλεπιδράσεις που σφράγισαν τον πολιτισμό τους. Παρά τις πολλές διαφορές τους, που οφείλονταν στη διαφορετική καταγωγή, την ξεχωριστή φυσιογνωμία και την ιδιαίτερη πνευματική έκφραση κάθε λαού, υπάρχει μια κοινότητα βαλκανική, η οποία έχει κοινά σημεία στον τρόπο ζωής, στη νοοτροπία και σε διάφορες μορφές υλικού και πνευματικού πολιτισμού. Το διαβαλκανικό πνεύμα που καλλιεργήθηκε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας και ενισχύθηκε από την κοινή αντίσταση στον κατακτητή θεμελιώθηκε πάνω σε ένα κοινό πνευματικό υπόβαθρο: στη Βυζαντινή παράδοση, τη χριστιανική πίστη και τον ελληνικό πολιτισμό. Στον χώρο της Βαλκανικής Χερσονήσου, χώρο πολιτιστικά ενιαίο, όπως αναφέρθηκε, ανεξάρτητα από γλώσσες, κρατικές διοικήσεις και εθνοτικές διαρθρώσεις, υπάρχουν εθιμικές εκδηλώσεις, με όμοιες καταβολές, που φτάνουν μακριά στο χρόνο, αλλά και με όμοιες, περίπου τελεστικές λειτουργίες, όπως για παράδειγμα, «Η διαπόμπευση και ο θάνατος του Ιούδα», «η Περπερούνα», το «τοsαβία», κ.ά. Πολλές από τις εθιμικές εκδηλώσεις έχουν και τον χαρακτήρα του λαϊκού δρώμενου, που αποτελεί κατά την Κατερίνα Κακούρη ένα οργανωμένο ιερό θέαμα δραματοποιημένο, «δραματοποιημένη ιεροπραξία». Κατά τους αγερμούς του Χειμώνα, τα παιδιά γυρίζουν, με το «ματσούκι» στο χέρι, που, μερικές φορές, έχει και φαλλική σημασία, και χτυπούν με αυτό πόρτες, ανακατώνουν τη φωτιά και προφυλάσσονται από τα σκυλιά. Στους ανοιξιάτικους αγεμούς, περιφέρουν το ανθοστόλιστο καλάθι, ένα ομοίωμα χελιδονιού, τον Σταυρό, την «κούκλα» του Λαζάρου κ.ά. Μεταμφιέσεις γίνονται στο Δωδεκαήμερο και στο Καρναβάλι. Όλες, σχεδόν, οι εθιμικές εκδηλώσεις έχουν στενή εξάρτηση από τον φυσικό κύκλο της βλάστησης και έχουν, σχεδόν πάντα, μαγική ευετηριακή σκοπιμότητα. Τα Αναστενάρια είναι παλαιότερη εθιμική εκδήλωση, που συνδυάζει τη λαϊκή λατρεία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με την προχριστιανική ηλιολατρική λατρευτική παράδοση, το φαινόμενο της έκστασης και την τελετουργική ακαΐα. Στην παλαιότερη μαρτυρημένη μορφή της, η πυροβασία αυτή τελούνταν από Έλληνες και Βούλγαρους, στην περιοχή του χωριού Κωστή της Ανατολικής Ρωμυλίας, κοντά στα σημερινά σύνορα Βουλγαρίας και Τουρκίας, αλλά και στη Μαύρη Θάλασσα. Ενώ, όμως, στη Βουλγαρία, το εκστατικό αυτό δρώμενο εξαφανίσθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στην Ελλάδα συνεχίζει να τελείται, μετά την αναβίωσή του, παρά την έμπρακτη αντίθεση της εκκλησίας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ανάλογοι εκστατικοί χοροί, χωρίς, όμως, τελετουργική πυροβασία, συναντώνται και σε περιοχές της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της ανατολικής Σερβίας. Η μορφολογία του εθίμου της Περπερούνας/Dodola εμφανίζει, στο χώρο της Βαλκανικής, αρκετά ομοιόμορφη εικόνα, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλα περιθώρια για παραλλαγές, όπως και το τραγούδι, πράγμα που έχει σχέση με την αυστηρή λειτουργικότητα της τελετής, την πίστη ή την ελπίδα στη μαγική αποκλειστικότητα των δρωμένων της μίμησης της βροχής. Στον παραδοσιακό πολιτισμό των λαών της Βαλκανικής Χεσονήσου, οι γυναίκες έχουν αναλάβει ένα σημαντικό και ιδιαίτερο ρόλο, ιδίως ως προς την οικογένεια και ως προς τις μαγικές τελετές, που αποσκοπούν στην ενίσχυση της γονιμότητας. Η «ημέρα της μαμής» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης, όχι μόνο στην πρωταρχική και μυστηριακή μορφή, αλλά και στην νεότερη εξέλιξή της, με τη μορφή της άγνωστης, παλαιότερα, γυναικοκρατίας. Το λαϊκό δρώμενο του Λαζάρου, θρησκευτικό τραγούδι και αγερμός, παρακολουθεί τα έθιμα του Σαββάτου του Λαζάρου, στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής και της Ανατολικής Μεσογείου, στον ανατολικό ελληνισμό, τον ελλαδικό χώρο, στην Αλβανία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τις πρώην γιουγκοσλαβικές χώρες ορθόδοξης πίστης. Ο θρησκευτικός τύπος του τραγουδιού συναντάται μόνο σε ελληνόγλωσσες περιοχές της Βαλκανικής, ενώ, αντίθετα, στις κεντρικές και βόρειες ζώνες της χερσονήσου, το βιβλικό μέρος του τραγουδιού έχει χαθεί και έχει αντικατασταθεί από τραγούδια ανοιξιάτικα και ερωτικά. 311 501 521 The decision-making policy, the role of the two superpowers in Persian gulf crisis (1980-1988, 1990-1991, 2003). Η διαδικασία λήψης αποφάσεων: η ανάμειξη των δύο υπερδυνάμεων στις κρίσεις του Περσικού κόλπου (1980-1988, 1990-1991, 2003). The modern changing international system, the perpetual changes that evolve at individual, national, transnational and global level, the actions-reactions and policy directions of the main players in the international system, they cannot leave unaffected the scholars and scientific researchers in the International relations. Issues such as ensuring peace, the conduct of the war , arms control, maintaining power , service and safeguarding national interests, the hegemonic tendency of powerful players in the international system, the decision- making in foreign policy, outbreaks of conflict intertwined and are the focus of action and analysis , especially in the sector of international relations. The contribution of other disciplines such as history, philosophy, psychology, economics, geopolitical and legal sciences is very important. One issue that receives international relations study and analysis and has occupied the academic community for decades is the conflict status between states in the Middle East and particularly in the Persian Gulf region, bringing together the case studies I have chosen. The significance of my research focus on the lack of major scientific studies to crises in the Persian Gulf, from the perspective of comparative analysis. Existing academic studies remain at the simple description of events and crises in the Middle East, without a special analysis to Gulf Wars, of international relations standpoint. The aim of the research is to proof or not the coexistence among theories of structural and offensive Realism (Kenneth Waltz, John Mearsheimer), (macro - level analysis) and misperception’s theory of decision-making of Robert Jervis, (micro - level analysis), in the field of the causes of conflict between states, based on the realistic approach of Stephen Van Evera (4th Type Realism) . The assumptions of my research are based on realistic approach of Stephen Van Evera. The verification of the assumptions proves the existence or not of the above link among the theories. The methodology based on empirical control, which through the process of recording, description and observation of the events that take place, chronologically at three selected case studies, contribute significantly to enhancing the explanatory power of theories of political realism. The anarchic structure of the international system and the search of power as a great goal of states in order to ensure their survival, but also as a vehicle to promote their national interests are the two main conditions presupposed my research. The structure of the international system is not static but is effectively constant changes. The comparative analysis which carried out in the three Gulf War proved that there is an important connection of theories of political realism (Defensive and Offensive Realism) with misperception’s decision – making theory, contributing dynamically in interpretation of the causes of war between states. Major misperceptions coexisted in members of American national Security Council since period of Ronald Reagan until the era of George W. Bush, in the understanding of social - economic - political system of the countries of the Muslim and Arab world. Το σύγχρονο μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα, οι αέναες αλλαγές που εξελίσσονται σε ατομικό, κρατικό, διακρατικό και παγκόσμιο επίπεδο, οι δράσεις-αντιδράσεις και οι πολιτικές κατευθύνσεις των κυριότερων παικτών του διεθνούς συστήματος, δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστους τους μελετητές και επιστημονικούς ερευνητές του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων. Ζητήματα, όπως η διασφάλιση της ειρήνης, η διεξαγωγή του πολέμου, ο έλεγχος των εξοπλισμών, η διατήρηση της ισχύος, η εξυπηρέτηση και διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων, η ηγεμονική τάση ισχυρών παικτών του διεθνούς συστήματος, η διαδικασία λήψης αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής, οι εστίες συγκρούσεων διαπλέκονται και αποτελούν το επίκεντρο δράσης και ανάλυσης, κυρίως του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων, χωρίς όμως να αποκλείεται και η συνεισφορά άλλων επιστημών όπως της ιστορίας, της φιλοσοφίας, της ψυχολογίας, της οικονομίας, της γεωπολιτικής και της νομικής. Ένα ζήτημα που τυγχάνει διεθνολογικής μελέτης και ανάλυσης και έχει απασχολήσει την κοινότητα ακαδημαϊκών εδώ και πολλές δεκαετίες, αποτελεί και η συγκρουσιακή σχέση των κρατών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και ιδιαίτερα του Περσικού Κόλπου, στην οποία συγκεντρώνονται οι περιπτωσιολογικές μελέτες που έχω επιλέξει. Η σπουδαιότητα της έρευνάς μου έγκειται στην έλλειψη σημαντικών επιστημονικών μελετών στις Κρίσεις του Περσικού Κόλπου, από τη σκοπιά της συγκριτικής ανάλυσης. Οι υπάρχουσες ακαδημαϊκές μελέτες παραμένουν στην απλή αναφορά των γεγονότων και κρίσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερη ανάλυση στις Κρίσεις του Περσικού Κόλπου από διεθνολογικής πλευράς. Στόχος της έρευνάς είναι η απόδειξή ή όχι της συνύπαρξης των θεωριών του Δομικού και Επιθετικού Ρεαλισμού (Kenneth Waltz, John Mearsheimer), (μακρο-επίπεδο ανάλυσης), με τη θεωρία λήψης αποφάσεων περί παρανόησης του Robert Jervis, (μίκρο - επίπεδο ανάλυσης), στο πεδίο ανάλυσης των αιτιών σύγκρουσης μεταξύ των κρατών, με βάση τη ρεαλιστική προσέγγιση του Stephen Van Evera(4ος Τύπος Ρεαλισμού). Οι υποθέσεις εργασίας της διδακτορικής έρευνας πηγάζουν από τη ρεαλιστική προσέγγιση του Stephen Van Evera. Ο έλεγχος των υποθέσεων εργασίας αποδεικνύει την ύπαρξη ή όχι της παραπάνω σύνδεσης θεωριών. Η μεθοδολογία η οποία ακολουθείται είναι ο εμπειρικός έλεγχος, ο οποίος μέσα από την καταγραφή, περιγραφή και παρατήρηση των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα, κατά χρονολογική σειρά στις τρεις επιλεγόμενες περιπτωσιολογικές μελέτες, συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της ερμηνευτικής δύναμης των θεωριών του Πολιτικού Ρεαλισμού. Η άναρχη δομή του διεθνούς συστήματος και η αναζήτηση της ισχύος των κρατών για τη διασφάλιση της επιβίωσής τους, αλλά και ως μέσω για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων αποτελούν τις δύο βασικές προϋποτιθέμενες συνθήκες της έρευνας μου. Η δομή του διεθνούς συστήματος δεν είναι στατική αλλά ουσιαστικά υφίσταται συνεχείς αλλαγές. Η συγκριτική ανάλυση που πραγματοποιείται και στους Τρεις Πολέμους του Κόλπου απέδειξε ότι υπάρχει σύνδεση των θεωριών του Πολιτικού Ρεαλισμού (Δομικού και Επιθετικού Ρεαλισμού) με τη θεωρία περί παρανόησης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων των κυβερνώντων, συμβάλλοντας δυναμικά στην ερμηνεία των αιτιών πολέμου μεταξύ των κρατών. Ο 4ος Τύπος Ρεαλισμού του Stephen Van Evera επαληθεύεται πλήρως και στους Τρεις Πολέμους του Κόλπου. Σημαντικές παρανοήσεις συνυπήρχαν στο αμερικανικό επιτελείο λήψης αποφάσεων από την εποχή διακυβέρνησης του Ronald Reagan μέχρι και την εποχή του George W. Bush, όσον αφορά την κατανόηση και ερμηνεία του κοινωνικού – οικονομικού – πολιτικού συστήματος των χωρών του μουσουλμανικού και αραβικού κόσμου. 312 113 133 Συγκριτική μελέτη τεχνολογιών διαδικτυακών υπηρεσιών και αξιολόγηση της τεχνολογίας REST. Web Services have been expanded and are well established as an online solution and find great appeal. In terms of evolution and competition, there have been made efforts to create faster and more efficient services through various protocols and patterns. A basic problem in achieving this goal, is the difficulty in communication between remote parties, namely the application and the database or otherwise the Client and the Server. This paper focuses on studying the technologies that govern each part of a web service, using the advantages of REST technology. It lays the foundations for establishing a theoretical base for the creation of an efficient web services development model, and shows a corresponding example. Οι Διαδικτυακές Υπηρεσίες έχουν επεκταθεί και έχουν εδραιωθεί σαν μια κατηγορία διαδικτυακών λύσεων και βρίσκουν μεγάλη απήχηση. Στα πλαίσια της εξέλιξης και του ανταγωνισμού, έχουν γίνει και γίνονται προσπάθειες για τη δημιουργία ταχύτερων και πιο αποδοτικών υπηρεσιών μέσα από διάφορα πρωτοκολλά και μοτίβα. Βασικό πρόβλημα στην επίτευξη αυτού του σκοπού, είναι η δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των απομακρυσμένων μερών, δηλαδή της εφαρμογής και της βάσης δεδομένων ή αλλιώς του Client και του Server. Η συγκεκριμένη εργασία εστιάζει στην μελέτη των τεχνολογιών που διέπουν κάθε κομμάτι μιας διαδικτυακής υπηρεσίας, με βασικό άξονα την αξιοποίηση των προτερημάτων της τεχνολογίας REST. Θέτει τις βάσεις για τη σύσταση ενός θεωρητικού υπόβαθρου για τη δημιουργία ενός μοντέλου ανάπτυξης αποδοτικών διαδικτυακών υπηρεσιών, και παρουσιάζει μια πρακτική εφαρμογή των όσων αναφέρονται. 313 147 147 Η οργανωσιακή ταύτιση, η διαδικαστική δικαοσύνη και η ηθική ταυτότητα ως προσδιοριστικοί παράγοντες της εργασιακής δέσμευσης στις σύγχρονες ελληνικές επιχειρήσεις The present research project is based on a recording of a significant range of researches, which contribute to the formulation of the concept of employee engagement and of the determinant variables which frame it. Parallel to this recording project, a novel empirical research was carried out in Greek corporations doing business abroad. All five participating corporations currently have Human Resources Departments in effect. The objective goal of this research is the study of the determining factors which lead to employee engagement and was carried out via statistical analysis of 201 questionnaires. The main findings of the research presented here can be summarised as follows: Main findings of the survey summarized as follows: employee engagement is statistically significantly affected by organizational identity, moral identity and procedural justice. Moreover, it was found that the relationship between procedural justice and commitment is filtered out by the influence of organizational identity. Η εν λόγω ερευνητική εργασία προσανατολίστηκε στην καταγραφή σημαντικού εύρους επιστημονικών μελετών, που συμβάλλουν στην ανάλυση της έννοιας της δέσμευσης στην εργασία (employee engagement) και των προσδιοριστικών μεταβλητών που την πλαισιώνουν. Παράλληλα διεξάχθηκε εμπειρική έρευνα σε πέντε σύγχρονες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες δραστηριοποιούνται τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και διεθνώς. Και οι πέντε επιχειρήσεις που συμμετείχαν διαθέτουν οργανωμένα τμήματα Διοίκησης Ανθρωπίνου Δυναμικού. Αντικειμενικός σκοπός της έρευνας ήταν η μελέτη των προσδιοριστικών παραγόντων που οδηγούν στη δέσμευση στην εργασία, η οποία βασίστηκε στη στατιστική ανάλυση 201 ερωτηματολογίων. Κύρια ευρήματα της έρευνας ήταν τα εξής: η εργασιακή δέσμευση επηρεάζεται στατιστικά σημαντικά από την οργανωσιακή ταύτιση, την ηθική ταυτότητα και τη διαδικαστική δικαιοσύνη. Επιπλέον, βρέθηκε ότι η σχέση μεταξύ διαδικαστικής δικαιοσύνης και δέσμευσης φιλτράρεται από την επίδραση της οργανωσιακής ταύτισης. 314 199 265 Η συμβολή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, με την υποστήριξη των πανεπιστημιακών και τεχνολογικών ιδρυμάτων κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης χρέους. The aim of PhD Thesis is to propose the development of SMEs in clusters through university research. The absorption of Know-How by SMEs and its application in the real economy can bring significant results that will lead to the growth of national economy, especially during the Greek debt crisis. Also, PhD Thesis refers to the existence of an non-profit organization, which under the rules of operation of Venture Capital could play an particularly important role, as would can cover the gap between enterprise and academic field. The implementation of researcher’s proposal it implies a clear regulatory framework from Greek State, in order to bring stability. With that way the investment obstacles, like shadow economy and corruption, can be decreased. The first part of PhD Thesis was based on international scientific literature, while the second include research field. The researcher followed the exploratory method and his research in business field was quantative through systematic random sampling and data collection was performed though method of sending by e-mail structure questionnaires. In addition, the main statistical method was based on factor analysis using the statistical program SPSS 22.0. The database was the Greek Financial Directory of ICAP 2012 and the Greek Chambers. Η παρούσα διδακτορική διατριβή πραγματεύεται την πρόταση της ανάπτυξης των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων με τη μορφή συνεργατικών σχηματισμών μέσα από τη στήριξη που μπορούν να παρέχουν τα πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα της Ελλάδας. Η απορρόφηση της τεχνογνωσίας τους από τις ΜΜΕ (Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις) και η εφαρμογή της στην πραγματική οικονομία μπορεί να επιφέρει σημαντικά αποτελέσματα, που θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας, ειδικά κατά την περίοδο της ελληνικής κρίσης χρέους. Επίσης, η διατριβή αναφέρεται στην ύπαρξη ενός ενδιάμεσου, μη κερδοσκοπικού φορέα, που με τη μορφή Venture Capital θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, καθώς θα αποτελούσε το συνδετικό κρίκο μεταξύ ακαδημαϊκού και επιχειρηματικού χώρου. Η εφαρμογή της προαναφερόμενης πρότασης προϋποθέτει όμως και την ύπαρξη ενός ξεκάθαρου κανονιστικού πλαισίου από πλευράς ελληνικού κράτους, έτσι ώστε να υπάρξει σταθερότητα της αναπτυξιακής πολιτικής και να μειωθούν στο ελάχιστο τα σημερινά σημαντικά εμπόδια που ανακόπτουν την ανάπτυξη κάθε είδους επιχειρηματικής πρωτοβουλίας, όπως για παράδειγμα η απουσία ενός σταθερού φορολογικού καθεστώτος, η σκιώδης οικονομία και η διαφθορά. Το πρώτο μέρος της παρούσας διδακτορικής διατριβής στηρίχθηκε σε επιστημονική βιβλιογραφία, ελληνική και ξένη, ενώ στο δεύτερο συμπεριλήφθηκε έρευνα πεδίου. Ακολουθήθηκε η διερευνητική μέθοδος, ενώ η έρευνα στον επιχειρηματικό χώρο ήταν ποσοτική, μέσω συστηματικής δειγματοληψίας και η συλλογή στοιχείων πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο αποστολής δομημένων ερωτηματολογίων. Επίσης, η βασική στατιστική μέθοδος στηρίχτηκε στην παραγοντική ανάλυση με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS 22.0. Τη βάση δεδομένων αποτέλεσαν ο Ελληνικός Οικονομικός Οδηγός της ICAP 2012 και τα Επιμελητήρια. 315 298 291 A comparative evaluation of the electronic bond trading platforms and the development of a new platform for the greek financial market. Συγκριτική αξιολόγηση πληροφοριακών συστημάτων ηλεκτρονικής διαπραγμάτευσης ομολόγων μέσω της ανάπτυξης προτύπου συστήματος στα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας. The advancement in internet and information technology has facilitated the evolution of the e-finance, which stands for the provision of financial services and markets using electronic communication. The Internet users in Greece have been multiplied in recent years. At the same time, the number of users who utilize the Internet banking, the Internet Stock Exchange Services and the e-insurance has been increased progressively. However, Greek people are not familiar with the knowledge of the technique and the possibilities of the internet auctions and the e-bond transactions. This was the reason we first tried in this thesis to locate the globally available e-bond networks and to examine their characteristics and the services they provide so that we can then draw conclusions on the domestic market. One of the points we make is that several existing e-bond networks provide bond transactions to institutional investors but others provide transactions to individual investors. Second, we investigated the two platforms which are available for bond transactions in Greece: the Electronic Secondary Securities Market and the Completed Automated Electronic Transaction System. We have to point out that the brokers act as agents to post investor orders and individual investors cannot participate immediately and without intermediates in these two platforms. All these findings forced us to examine how we could upgrade bond transactions in Greece. So, through this doctoral thesis, we decided to build a model platform that could be used for the handling of bond transactions in Greece. Both individual and institutional investors could contact transactions in this platform. The functioning and the characteristics of this platform were based on the comparison of characteristics and operations of several e-bond networks we examined globally. Η πρόοδος της τεχνολογίας και η έλευση της πληροφορικής και του διαδικτύου έχουν επιτρέψει την εμφάνιση της Ηλεκτρονικής Χρηματοοικονομικής, δηλαδή της παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και αγορών μέσω των ηλεκτρονικών καναλιών. Οι χρήστες του Διαδικτύου στην Ελλάδα έχουν πολλαπλασιαστεί. Παράλληλα αυξήθηκε και ο αριθμός των χρηστών των διαδικτυακών τραπεζικών και χρηματιστηριακών συναλλαγών και της διαδικτυακής ασφαλιστικής. Ωστόσο, οι διαδικτυακές δημοπρασίες και οι διαδικτυακές συναλλαγές ομολόγων δεν έχουν γνωρίσει σημαντική άνθιση στην Ελλάδα. Το γεγονός αυτό μας ώθησε να προσπαθήσουμε σε αυτή τη διατριβή να εντοπίσουμε αρχικά τις διαθέσιμες πλατφόρμες συναλλαγών ομολόγων σε διεθνές επίπεδο και να αξιολογήσουμε τα χαρακτηριστικά τους και τις υπηρεσίες που παρέχουν ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια να βγάλουμε συμπεράσματα για την εγχώρια αγορά. Ένα από τα σημεία που επισημάναμε ήταν το ότι υπάρχουν αρκετές πλατφόρμες που παρέχουν διαδικτυακές συναλλαγές ομολόγων σε θεσμικούς επενδυτές και άλλες που προσφέρουν συναλλαγές και σε μεμονωμένους επενδυτές. Εν συνεχεία εξετάσαμε τις δύο υπάρχουσες πλατφόρμες παροχής συναλλαγών ομολόγων και ομολογιών στην Ελλάδα: την Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων και το Ολοκληρωμένο Αυτόματο Σύστημα Ηλεκτρονικών Συναλλαγών. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός ότι οι μεμονωμένοι επενδυτές δεν μπορούν να συμμετέχουν χωρίς διαμεσολαβητές στις δύο αυτές πλατφόρμες. Οι διαπιστώσεις αυτές μας ώθησαν να εξετάσουμε πώς θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε τις συναλλαγές ομολόγων και ομολογιών στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό αποφασίσαμε στα πλαίσια αυτής της διατριβής να δημιουργήσουμε μια πρότυπη πλατφόρμα που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη διεκπεραίωση των διαδικτυακών συναλλαγών ομολόγων στην Ελλάδα, στην οποία δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν τόσο οι μεμονωμένοι όσο και οι θεσμικοί επενδυτές. Ο τρόπος λειτουργίας της πλατφόρμας αυτής καθώς και τα χαρακτηριστικά της βασίστηκαν στη συγκριτική μελέτη των πλατφόρμων που μελετήσαμε σε διεθνές επίπεδο. 316 159 181 How special education teachers assess the needs of their students and make decisions for instructional planning in resource rooms? Πώς αξιολογούν οι εκπαιδευτικοί των τμημάτων ένταξης τους μαθητές τους και πώς λαμβάνουν αποφάσεις για τη δόμηση της διδασκαλίας; Purpose of this survey was to investigate the ways in which Primary Special Education Teachers assess Students with Special Educational Needs and how they make decisions regarding the structure of their teaching according to the data they collect during the assessment in Resource Rooms. The survey involved 30 special education teachers and data was collected through semi-structured interviews. The assessment results were remarkable, as it was found that teachers have not been completely cut off from traditional evaluation models, although important steps are being taken. In addition, the survey highlighted the deficiencies of teacher knowledge regarding the theory of multiple intelligences, learning style and cognitive functions and their importance in outlining student profiles. Finally, the difficulty of formulating operational objectives during the preparation of Individuated Educational Programs, as well as the lack of formative assessment during the teaching was impressed. Η παρούσα έρευνα διενεργήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ειδική Αγωγή, Εκπαίδευση και Αποκατάσταση» του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Σκοπός της ήταν να διερευνηθούν οι τρόποι με τους οποίους αξιολογούν οι εκπαιδευτικοί των Τμημάτων Ένταξης της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης τους μαθητές με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες και πως λαμβάνουν αποφάσεις για τη δόμηση της διδασκαλίας τους ανάλογα με τα δεδομένα που συλλέγουν κατά την αξιολόγηση. Στην έρευνα συμμετείχαν 30 εκπαιδευτικοί ειδικής αγωγής και τα δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω ημι-δομημένων συνεντεύξεων. Αξιοσημείωτα ήταν τα αποτελέσματα αναφορικά με την αξιολόγηση, καθώς διαπιστώθηκε πως οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν αποκοπεί πλήρως από τα παραδοσιακά μοντέλα αξιολόγησης παρόλο που γίνονται σημαντικά βήματα. Επίσης, στην έρευνα αποτυπώθηκαν οι ελλείψεις των γνώσεων των εκπαιδευτικών αναφορικά με την θεωρία των πολλαπλών νοημοσυνών, του μαθησιακού ύφους και των γνωστικών λειτουργιών και της σημασίας τους στην σκιαγράφηση των προφίλ των μαθητών. Τέλος, αποτυπώθηκε η δυσκολία διατύπωσης λειτουργικών στόχων κατά την σύνταξη των Εξατομικευμένων Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, καθώς και η απουσία διαμορφωτικής αξιολόγησης κατά την διάρκεια της διδασκαλίας. 317 356 387 Time series data mining: enhancementsin univariate and multivariate representations distance measures and time series similarity search Εξόρυξη γνώσης από χρονοσειρές: βελτιώσεις σε τεχνικές αναπαράστασης, μέτρησης αποστάσεων και αναζήτησης ομοιότητας σε μονομεταβλητές και πολυμεταβλητές χρονοσειρές In this dissertation, we investigate various techniques for efficiently applying Time Series Data Mining methods in very large databases. The main tasks of these methods are: clustering, classification, novelty detection, motif discovery and rule discovery. At the core of these tasks lies the concept of similarity, since most of them require searching for similar patterns. The temporal nature of data arises two special issues to be considered in the process of similarity search. The first one is the definition of an appropriate similarity measure that allows imprecise matches among time series. The second issue is the representation of time series in order to reduce the intrinsically high dimensionality present in this type of data. Our research focuses on univariate, as well as, on multivariate time series. In the first case, similarity is sought among one-dimensional time series, whereas in the latter case, similarity is sought among objects, which consist of a set of time series. There are five major contributions of this work. First, we propose a Time Series Data Mining approach in the task of control chart pattern recognition. We demonstrate the capability of Time Series Data Mining techniques in handling tasks that traditionally are approached by application-specific methods. Second, we present a novel representation for dimensionality reduction along with an appropriate measure in order to improve the quality of similarity search while retaining the required efficiency. Third, we propose a new technique that aims at accelerating one-nearest neighbour similarity search. This technique involves the application of a representation on the original time series and, subsequently, the partition of the search space into a number of clusters. Fourth, we present a novel approach in multivariate time series similarity search that includes a representation based on Principal Components Analysis and a new technique of measuring similarity among multivariate objects. Fifth, we provide an extensive literature review of multivariate time series data mining. All the proposed methods in this dissertation have been experimentally evaluated on the quality of similarity search with respect to a wide range of real-world and synthetic datasets. Στην παρούσα διατριβή, διερευνούμε διάφορες τεχνικές για την αποτελεσματική εφαρμογή μεθόδων Εξόρυξης Πληροφορίας σε Χρονοσειρές από μεγάλες βάσεις δεδομένων. Οι κύριες ενέργειες που πραγματοποιούνται με την εφαρμογή των μεθόδων αυτών είναι οι εξής: συσταδοποίηση, κατηγοριοποίηση, εντοπισμός καινοτομιών, ανακάλυψη μοτίβων και ανακάλυψη κανόνων. Όλες οι ενέργειες αυτές εμπεριέχουν την έννοια της ομοιότητας, αφού απαιτούν την αναζήτηση όμοιων προτύπων. Η χρονική διάσταση των δεδομένων ανακύπτει δύο βασικά ζητήματα τα οποία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αναζήτηση ομοιοτήτων. Το πρώτο ζήτημα είναι η επιλογή ενός κατάλληλου μέτρου ομοιότητας, το οποίο θα πρέπει να επιτρέπει τον εντοπισμό όμοιων χρονοσειρών οι οποίες δεν ταυτίζονται απαραιτήτως. Το δεύτερο ζήτημα είναι η αναπαράσταση (μετασχηματισμός) των χρονοσειρών με στόχο την μείωση της υψηλής διαστατότητάς τους, η οποία είναι σύμφυτη σε αυτές. Η παρούσα έρευνα εστιάζεται σε μονοδιάστατες και πολυδιάστατες χρονοσειρές. Στην πρώτη περίπτωση, η ομοιότητα αναζητείται σε χρονοσειρές μίας διάστασης, ενώ στην δεύτερη περίπτωση η ομοιότητα αναζητείται μεταξύ αντικειμένων κάθε ένα από τα οποία ορίζεται από ένα σύνολο μονοδιάστατων χρονοσειρών. Οι σημαντικότερες συνεισφορές της παρούσας εργασίας αναφέρονται στην συνέχεια. Πρώτον, προτείνεται μία μέθοδος Εξόρυξης Πληροφορίας σε Χρονοσειρές για την Αναγνώριση Προτύπων σε Διαγράμματα Ελέγχου. Αναδεικνύουμε την ικανότητα των μεθόδων Εξόρυξης Πληροφορίας σε Χρονοσειρές στην αντιμετώπιση προβλημάτων τα οποία παραδοσιακά προσεγγίζονται με μεθόδους των οποίων η αποτελεσματικότητα περιορίζεται κάθε φορά στην συγκεκριμένη εφαρμογή για την οποία έχει σχεδιαστεί. Δεύτερον, προτείνουμε μία πρωτότυπη αναπαράσταση μονοδιάστατων χρονοσειρών και ένα αντίστοιχο μέτρο ομοιότητας με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της αναζήτησης ομοιοτήτων διατηρώντας την απαιτούμενη αποδοτικότητα της. Η τρίτη συνεισφορά της εργασίας αυτής συνίσταται στον προσδιορισμό μίας νέας τεχνικής η οποία στοχεύει στην επιτάχυνση της διαδικασίας αναζήτησης του εγγύτερου γείτονα μίας χρονοσειράς. Η τεχνική αυτή περιλαμβάνει την αναπαράσταση των αρχικών χρονοσειρών και τον διαχωρισμό τους σε ένα πλήθος συστάδων. Τέταρτη συνεισφορά αποτελεί η παρουσίαση μίας νέας προσέγγισης στην αναζήτηση όμοιων πολυδιάστατων χρονοσειρών. Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει μία μέθοδο αναπαράστασης που βασίζεται στην τεχνική της Ανάλυσης σε Κύριες Συνιστώσες και σε μία πρωτότυπη τεχνική μέτρησης της ομοιότητας μεταξύ πολυδιάστατων αντικειμένων. Πέμπτον, η παρούσα εργασία παρέχει μία εκτεταμένη βιβλιογραφική ανασκόπηση σε μεθόδους Εξόρυξης Πληροφορίας σε Πολυδιάστατες Χρονοσειρές. Οι προτεινόμενες μέθοδοι της διατριβής αυτή έχουν αξιολογηθεί πειραματικά ως προς την ποιότητα της αναζήτησης ομοιότητας σε ένα ευρύ πλήθος πραγματικών και συνθετικών δεδομένων. 318 464 476 Comparison of compositions of methods and practices for teaching arithmetic combinations of the four arithmetic operations to students with mild learning disabilities Σύγκριση συνθέσεων μεθόδων και τεχνικών για τη διδασκαλία αριθμητικών συνδυασμών των τεσσάρων αριθμητικών πράξεων σε μαθητές με ήπιες εκπαιδευτικές ανάγκες This study examines the effect of four didactic compositions, principles, methods and teaching practices used in interventions for the conquest of arithmetic combinations (ACs) of the 4 arithmetic operations to students with learning disabilities (LD) and students with mild intellectual disabilities (MID). Total of 123 participating students (89 students with LD and 34 students with MID) were divided into a control group (CG) and three experimental groups (EGs). The intervention in CG based on the principles of effective teaching and was the basis of experimental interventions. In the 1st EG effective teaching (CG) enriched with an alternative grouping of ACs based on a common arithmetic characteristic. In the 2nd EG over the alternative grouping (1st EG) added the teaching of learning strategies for ACs. Finally, the teaching of 3rd EG beyond the above practices included the teaching of number sense as the conceptual background of ACs. Results showed that all interventions were effective in learning ACs and all groups showed significant improvement over their initial performance. In fluency and maintenance of addition and multiplication ACs the 3rd EG (with the composition of all methods and practices) has made a significant difference of groups that had the lowest performance (1st EG and CG respectively), while to the generalization of ACs encountered no significant differences. Moreover, the results showed that the teaching of number sense had a positive effect on fluency of addition and multiplication ACs, although according to some researchers the conquest of ACs of those operations requires no considerable conceptual knowledge. Furthermore, the teaching of learning strategies of ACs seems to favor the fluency of subtraction and division ACs, although no differences were expected as the two operations have conceptual and procedural similarities. Comparisons of the performance of students with LD and MID showed interesting information. As expected, students with LD outperformed students with MID. However, it appears that the instruction of strategies was more effective to students with LD than it was to students with MID, while the teaching of number sense improved the performance of students with MID and they reached comparative levels with those of students with LD. This variation among students with LD and MID may be related to the similarities and differences of cognitive and learning characteristics associated with the fluency of ACs. Common and significant factors for students of both categories of needs are the “processing speed of information”, the “knowledge of properties” and “counting skills”. Diversification appears on the “working memory”, which was the important factor for students with LD, while for students with MID was the “vocabulary”. The results are analyzed in detail to the contribution for educational research and practice for learning ACs. Η παρούσα μελέτη εξετάζει την επίδραση τεσσάρων διδακτικών συνθέσεων, αρχών, μεθόδων και πρακτικών διδασκαλίας, που χρησιμοποιήθηκαν σε παρεμβατικά προγράμματα για την κατάκτηση των αριθμητικών συνδυασμών (ΑΣ) των 4ρων αριθμητικών πράξεων από μαθητές με ειδικές μαθησιακές δυσκολίες (ΕΜΔ) και μαθητές με ήπια νοητική αναπηρία (ΗΝΑ). Οι συνολικά 123 συμμετέχοντες μαθητές (89 μαθητές με ΕΜΔ και 34 μαθητές με ΗΝΑ) κατανεμήθηκαν σε μία ομάδα ελέγχου (ΟΕ) και σε τρεις πειραματικές ομάδες (ΠΟ). Η διδασκαλία στην ΟΕ βασίστηκε στις αρχές της αποτελεσματικής διδασκαλίας και αποτέλεσε τη βάση των πειραματικών διδασκαλιών. Στην 1η ΠΟ, η αποτελεσματική διδασκαλία (ΟΕ) εμπλουτίστηκε με την εναλλακτική ομαδοποίηση των ΑΣ με βάση ένα κοινό αριθμητικό χαρακτηριστικό. Στη 2η ΠΟ έγινε σύνθεση της διδασκαλίας της 1ης ΠΟ και της διδασκαλίας στρατηγικών για την εύρεση ΑΣ. Τέλος, στην 3η ΠΟ, προστέθηκε η διδασκαλία επιλεγμένων διαστάσεων της έννοιας (αίσθησης) αριθμού στη διδασκαλία της 2ης ΠΟ. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι διδασκαλίες ήταν αποτελεσματικές ως προς την κατάκτηση των ΑΣ και όλες οι ομάδες σημείωσαν σημαντική βελτίωση σε σχέση με τις αρχικές τους επιδόσεις. Στην ευχέρεια και διατήρηση των ΑΣ πρόσθεσης και πολλαπλασιασμού η 3η ΠΟ (με τη σύνθεση όλων των μεθόδων και πρακτικών) σημείωσε σημαντική διαφορά από τις ομάδες που είχαν τις χαμηλότερες επιδόσεις (1η ΠΟ και ΟΕ αντίστοιχα), ενώ στη γενίκευση των ΑΣ δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφορές. Επιπλέον, στα αποτελέσματα φάνηκε ότι η διδασκαλία της αίσθησης αριθμού είχε θετική επίδραση στην κατάκτηση των ΑΣ πρόσθεσης και πολλαπλασιασμού, αν και σύμφωνα με την άποψη ορισμένων ερευνητών η κατάκτηση των ΑΣ αυτών των πράξεων δεν απαιτεί σημαντικές εννοιολογικές γνώσεις. Ακόμη, η διδασκαλία στρατηγικών εύρεσης ΑΣ φαίνεται να ευνοεί την ευχέρεια των ΑΣ αφαίρεσης περισσότερο από ότι την ευχέρεια των ΑΣ διαίρεσης, αν και δεν αναμενόταν διαφορές μεταξύ των δύο πράξεων, καθώς αυτές παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες. Οι συγκρίσεις των επιδόσεων των μαθητών με ΕΜΔ και με ΗΝΑ ανέδειξαν ενδιαφέροντα στοιχεία. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι μαθητές με ΕΜΔ σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από τους μαθητές με ΗΝΑ. Ωστόσο φαίνεται ότι η διδασκαλία στρατηγικών ευνόησε περισσότερο τους μαθητές με ΕΜΔ από τους μαθητές με ΗΝΑ, ενώ η προσθήκη της έννοιας αριθμού βελτίωσε την επίδοση των μαθητών με ΗΝΑ σε επίπεδα ανταγωνιστικά με αυτά των μαθητών με ΕΜΔ. Η διαφοροποίηση αυτή ίσως σχετίζεται με τις ομοιότητες και διαφορές των μαθητών με ΕΜΔ και με ΗΝΑ ως προς τα γνωστικά και μαθησιακά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με την ευχέρεια των ΑΣ. Κοινοί και σημαντικοί παράγοντες εκμάθησης των ΑΣ είναι η «ταχύτητα επεξεργασίας πληροφοριών», η «γνώση ιδιοτήτων» και οι «δεξιότητες απαρίθμησης». Διαφοροποίηση εμφανίζεται ως προς τη «μνήμη εργασίας» που είναι σημαντική μόνο για τους μαθητές με ΕΜΔ, ενώ για τους μαθητές με ΗΝΑ είναι το «λεξιλόγιο». Τα αποτελέσματα αναλύονται διεξοδικά για τη συμβολή που μπορεί να έχουν στην εκπαιδευτική έρευνα και πράξη για την κατάκτηση των ΑΣ. 319 374 362 Algorithmic processes in applied matrix theory Εφαρμογή των αλγοριθμικών διαδικασιών στην εφαρμοσμένη θεωρία μητρών In this thesis the ring of the matrix functions is being established and studied. Besides the theoretical study and research of the subject, special algorithms are being developed for the calculation of quantities that have to do with the matrix functions. It is obvious that the study and research of this thesis has to do with the square matrices, so both the transposition in matrix multiplication and the inverse matrix exist. In the introduction the group of inversible square matrices are presented with their properties. The general and specific properties of the eigenvalues and eigenvectors are presented, as well as of the norm matrix which is defined using its spectrum. Using all these, we define the Jordan form of any square matrix, since using the Jordan form we can easily calculate matrix powers. After studying all these basic meanings, the general case is presented of the n-th degree polynomial equation, for every square matrix A. Besides the theoretical study of all the possible cases, special algorithms for solving these equations are also developed. In this thesis, an algorithm for solving polynomial matrix equations was created, which does not require to find the inverse function, which was the case until today. In this algorithm, only the initial n-th degree polynomial function and its derivatives were used. Therefore, this algorithm is practically applicable in any polynomial function of a square matrix. All the probable and possible cases were implemented using the Jordan normal form of the matrix and using the algorithm, the number of the different roots of the equation, as well as their algebraic multiplicities are calculated. Then we studied the components of a matrix, in order to be able to calculate any function and any power of any square matrix. The basic properties of the components of square matrices are presented and proved. These properties were essential for this thesis. Using all these, basic subjects of Function Analysis in Matrix Functions were proved and implemented. The concept of matrix sequences is created and presented, and their properties and convergence are examined. In addition, special matrix sequences are being examined, like the arithmetic, geometric and mixed matrix sequences. Finally, recursive matrix functions of first order are created and analyzed. Στη διατριβής αυτή θεμελιώνεται και μελετάται ο δακτύλιος των συναρτήσεων μητρών. Εκτός από την θεωρητική μελέτη και έρευνα πάνω στο παραπάνω θέμα αναπτύσσονται ειδικοί αλγόριθμοι για τον υπολογισμό διαφόρων ποσοτήτων, που σχετίζονται και αφορούν τις συναρτήσεις μητρών. Είναι προφανές ότι η μελέτη και η έρευνα της διατριβής αυτής αφορά τις τετραγωνικές μήτρες, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για αντιμετάθεση στον πολλαπλασιασμό μητρών καθώς και για αντίστροφη μήτρα. Εισαγωγικά, παρουσιάζεται η ομάδα των αντιστρέψιμων τετραγωνικών μητρών με τις ιδιότητες τους. Δίνονται οι γενικές αλλά και οι ειδικές ιδιότητες των ιδιοτιμών, των ιδιοδιανυσμάτων και της νόρμας μήτρας, που ορίζεται με τη βοήθεια του φάσματος της. Με τη βοήθεια αυτών, ορίζεται η Jordan κανονική μορφή μίας οποιασδήποτε τετραγωνικής μήτρας, καθότι με τη βοήθεια της Jordan μορφής μπορούν να υπολογιστούν εύκολα δυνάμεις μητρών. Έπειτα από την μελέτη όλων των παραπάνω βασικών εννοιών παρουσιάζεται η γενική περίπτωση λύσης της n-οστού βαθμού πολυωνυμικής εξίσωσης για οποιοδήποτε τετραγωνική μήτρα A. Εκτός της θεωρητικής μελέτης όλων των δυνατών περιπτώσεων αναπτύσσονται ειδικοί αλγόριθμοι επίλυσης των εξισώσεων αυτών. Στη διατριβή αυτή σχεδιάστηκε ένας αλγόριθμος επίλυσης πολυωνυμικών εξισώσεων μητρών, ο οποίος δεν απαιτεί την εύρεση της αντίστροφης συνάρτησης, όπως γινόταν μέχρι σήμερα. Σε αυτόν τον αλγόριθμο χρησιμοποιήθηκε μόνο η αρχική ν-οστού βαθμού πολυωνυμική συνάρτηση και οι παράγωγοί της. Συνεπώς, ο αλγόριθμος αυτός είναι πρακτικά εφαρμόσιμος σε οποιαδήποτε πολυωνυμική συνάρτηση τετραγωνικής μήτρας. Όλες οι πιθανές και δυνατές περιπτώσεις υλοποιήθηκαν με τη βοήθεια της Jordan κανονικής μορφής της μήτρας και τέλος, υπολογίζονται, μέσω του αλγορίθμου, το πλήθος των διαφορετικών ριζών της εξίσωσης και οι αλγεβρικές τους πολλαπλότητες. Στη συνέχεια, θέλοντας να καταστεί εφικτός ο υπολογισμός οποιασδήποτε συνάρτησης και δύναμης οποιασδήποτε τετραγωνικής μήτρας, μελετήσαμε τις συνιστώσες μήτρας. Παρουσιάζονται και αποδεικνύονται όλες τις βασικές ιδιότητες των συνιστωσών τετραγωνικών μητρών (ιδιότητες, λήμματα, προτάσεις), που μας ήταν απαραίτητες για την ολοκλήρωση της έρευνάς μας. Με τη βοήθεια όλων των παραπάνω, συνεχίζεται η έρευνα, αποδείχθηκαν και εφαρμόστηκαν τα βασικά θέματα της Ανάλυσης Συναρτήσεων στις Συναρτήσεις Μητρών. Ορίζεται η έννοια της ακολουθίας μητρών και μελετώνται οι ιδιότητές τους καθώς και η σύγκλισή τους. Μελετώνται ειδικές ακολουθίες μητρών, όπως οι αριθμητικές, γεωμετρικές και μικτές ακολουθίες μητρών. Επίσης μελετώνται οι αναδρομικές ακολουθίες μητρών πρώτης τάξης. 320 294 317 Performance optimization of IEEE 802.11 protocol with mathematical models Βελτιστοποίηση απόδοσης του πρωτοκόλλου ΙΕΕΕ 802.11 με χρήση μαθηματικών μοντέλων The development of protocol standards and the low cost of wireless equipment increased the number of wireless network installations in public (airports, universities campuses) and private (enterprises, homes) areas all over the world. This research effort examines the IEEE 802.11 protocol that dominates wireless local area networks (WLANs). Specifically, it investigates the performance of the Distributed Coordination Function (DCF) of ΙΕΕΕ 802.11 Medium Access Control (MAC) protocol. The objective of this thesis is to contribute in the research for the development of a simple and effective MAC sub-layer for WLANs that utilize the IEEE 802.11 protocol. Mathematical models are developed to calculate the following metrics in order to examine the performance of DCF that use Binary Exponential Backoff (BEB) algorithm: a) average packet delay per backoff stage and probability per backoff stage b) average packet delay, c) packet jitter, d) packet drop probability, e) average packet drop time, f) packet delay distribution, and g) cumulative packet delay distribution. An admission control algorithm is also presented. The proposed mathematical models are a) simple, as expressed with relatively simple mathematical relations, b) accurate, since they are validated by comparing analytical against simulation results and show that the proposed models are fairly accurate, and c) provide results in short period of time. Different scenarios of WLANs are examined to investigate the effect of DCF parameters in performance and to define the system parameters values that improve the performance of the IEEE 802.11 protocol. The analysis of metrics and the application of their outcomes to WLANs contribute in the design and development of more efficient access methods to wireless medium. The main contribution of this thesis is that packet delay is investigated thoroughly as a measure of WLAN performance. Η ανάπτυξη προτύπων για τα ασύρματα τοπικά δίκτυα σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος της ασύρματης τεχνολογίας επέτρεψε την ραγδαία εξάπλωση των ασυρμάτων δικτύων σε κοινόχρηστους και σε ιδιωτικούς χώρους όπως πανεπιστήμια, πλατείες, αεροδρόμια, γραφεία επιχειρήσεων, οικίες, κλπ. Η παρούσα διατριβή μελετά το πρωτόκολλο ΙΕΕΕ 802.11 το οποίο κυριαρχεί στα ασύρματα τοπικά δίκτυα. Ειδικότερα ερευνά την απόδοση της κατανεμημένης διαδικασίας πρόσβασης DCF του υποεπιπέδου MAC του ΙΕΕΕ 802.11. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής προσπάθειας είναι η συμβολή στην έρευνα για την ανάπτυξη ενός απλού και αποτελεσματικού υποεπιπέδου πρόσβασης μέσου MAC στα ασύρματα δίκτυα που βασίζονται στο πρωτόκολλο ΙΕΕΕ 802.11. Αναπτύσσονται μαθηματικά μοντέλα για τον υπολογισμό των ακόλουθων μετρικών για την απόδοση της διαδικασίας DCF που χρησιμοποιεί τον αλγόριθμο εκθετικής οπισθοχώρησης ΒΕΒ: α) την μέση καθυστέρηση των πακέτων ανά βαθμίδα οπισθοχώρησης και την πιθανότητα ανά βαθμίδα οπισθοχώρησης, β) την μέση καθυστέρηση των πακέτων, γ) την κατανομή των καθυστερήσεων των πακέτων, δ) την αθροιστική κατανομή των καθυστερήσεων, ε) την διακύμανση των καθυστερήσεων των πακέτων και στ) την χωρητικότητα του καναλιού (μέσου) σε φωνητικές συνομιλίες. Επίσης αναπτύσσεται ένας αλγόριθμος ελέγχου εισόδου (admission control). Τα προτεινόμενα μαθηματικά μοντέλα α) υπολογίζουν τις παραπάνω μετρικές με σχετικά απλές μαθηματικές σχέσεις, β) είναι ακριβή (η ακρίβεια προσδιορίζεται μετά από σύγκριση με αποτελέσματα προσομοιώσεων) και γ) παράγουν αποτελέσματα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Αναπτύσσονται διάφορα σενάρια λειτουργίας των ασυρμάτων τοπικών δικτύων και μελετάται η επίδραση των τιμών των παραμέτρων της DCF στην απόδοση με απώτερο σκοπό τον καθορισμό βέλτιστων τιμών και συνθηκών για την βέλτιστη απόδοση του πρωτοκόλλου ΙΕΕΕ 802.11. Η ανάλυση των μετρικών και τα αποτελέσματα εφαρμογής τους στα ασύρματα δίκτυα συμβάλουν στην επιστημονική γνώση, καθώς συμβάλουν στην δημιουργία καλυτέρων μεθόδων πρόσβασης στο ασύρματο μέσο. Η πιο σημαντική συμβολή αυτής της διατριβής είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε πλήρης, συστηματική και εκτεταμένη έρευνα για τις καθυστερήσεις των πακέτων ως κριτήριο απόδοσης των ασυρμάτων δικτύων. 321 236 196 The economic, operational and social dimension of the European policy for people with special needs. Η οικονομική, λειτουργική και κοινωνική διάσταση της Ευρωπαϊκής πολιτικής για τα άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) In the present thesis, the author approaches the economical, functional and social dimension of the European policy for the protection of people with special needs, comparisons and proposals are being submitted for the enactment of a uniform social care system. The social integration and the employment of persons with special needs in the free labour market of our country, is also approached, through the procedure of occupational training within the frameworks of Community policy. This approach is dictated by the fact that one of the basic conditions for the social integration and incorporation of people with special needs is the integration into the production procedure, which cannot be achieved without a full technical education and training. The present thesis is helpful to the theoretical investigation of the subject, as well as to its practical application. It helps to the pushing forward of the problem of people with special needs in Greece and in the European Union and suggestions are made a) for the establishment of a new national legal framework for the social integration of people with special needs b) for the reinforcement of the deinstitutionalisation - abolition of asylums and c) for the establishment of a new national program for people with special needs, paying attention to the principle of equality and to the principle of fight against social exclusion. Στην παρούσα διατριβή ο συγγραφέας προσεγγίζει την οικονομική, λειτουργική και κοινωνική διάσταση της Ευρωπαϊκής πολιτικής προστασίας των ΑΜΕΑ, γίνονται συγκρίσεις και κατατίθενται προτάσεις για τη θέσπιση ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής φροντίδας. Προσεγγίζεται η κοινωνική ένταξη και απασχόληση των ατόμων με ειδικές ανάγκες στην ελεύθερη αγορά εργασίας στη χώρα μας, μέσω της διαδικασίας επαγ/κής κατάρτισης στα πλαίσια της Κοινοτικής πολιτικής. Την προσέγγιση αυτή υπαγορεύει το γεγονός ότι μια από τις βασικές προϋποθέσεις για την κοινωνική ένταξη και ενσωμάτωση των ΑΜΕΑ είναι η ένταξη στην παραγωγική διαδικασία, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς πλήρη τεχνική εκπαίδευση και κατάρτιση. Η παρούσα διατριβή αποτελεί βοήθημα τόσο για τη θεωρητική διερεύνηση του θέματος, όσο και για την πρακτική του εφαρμογή. Βοηθά στην ανάδειξη του προβλήματος των ΑΜΕΑ στην Ελλάδα και στην ΕΕ και διατυπώνονται προτάσεις α) για την καθιέρωση ενός νέου εθνικού νομικού πλαισίου για την κοινωνική ένταξη των ΑΜΕΑ β) για την ενίσχυση της αποϊδρυματοποίησης - αποασυλοποίησης και γ) για την καθιέρωση ενός νέου εθνικού προγράμματος για τα ΑΜΕΑ δίδοντας βαρύτητα στην αρχή της ισότητας και στην αρχή της καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού. 322 9 8 Space strategy of small powers. Greece - Horizon 2030 Διαστημική στρατηγική Μικρών Δυνάμεων. Ελλάδα - Ορίζοντας 2030 323 1204 1039 The economics of Greek banks' internationalization in the south East European Transition Ecconomies. Τα οικονομικά της διεθνοποίησης των Ελληνικών τραπεζών στις υπό μετάβασιν οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. The present thesis deals with the economics of Greek banks’ internationalization. More specifically, the analysis employed focuses on specific aspects of Greek banks’ expansion during the previous decade, on which little attention has been previously paid in the literature. Seven big Greek banks expanded in the transition economies of South Eastern Europe (SEE), namely Albania, Bulgaria, FYROM, Romania, and Serbia, in the above period. As a result of this expansion, all multinational Greek banks have managed to gain significant shares in the SEE banking market. The size and pattern of this expansion is explicitly illustrated in various parts of the thesis. Note that there is not available data in the form of time-series, regarding the specific period in Greek or international banking literature. Thus, to achieve such an illustration, data from various reliable banking sources had to be compiled, compared and thoroughly examined. I initially tried to shed light on the determinants of Greek banks’ expansion in SEE, in the Eclectic Paradigm nexus. Considering Greek banks’ expansion in this nexus, which contradicts to the traditional internalization theory, I also tested the extent to which Greek banks followed their home customers abroad, during the period 2000- 2007. Rejecting the “follow the customer hypothesis” for the specific period, the econometric results provide interesting findings, regarding the validity of the three sets of advantages, suggested by the Eclectic Paradigm. Regarding ownership advantages, Greek banks’ intangible assets are found to be more significant than the respective tangible ones, while location advantages exhibit the highest significance among all sets of advantages. More specifically, favorable host country economic and regulatory conditions are found to have significantly affected Greek banks’ decision to further invest in the less developed economies of SEE. Moreover, similarities between host and home governance conditions, captured in a unique way, are also proved to have been a significant factor. Lastly, the analysis, regarding internalization advantages, casts doubts on the validity of the specific set of advantages; Greek banks seem more to have followed profit opportunities in the SEE economies, rather their home customers abroad. Once the determinants of Greek banks’ expansion are examined, the impact of this expansion in host economies is captured and measured. Note that, for the needs of my analysis, 1 consider Greek banks affect the domestic economies indirectly, mainly through two alternative channels; the bank lending channel (BLC) and the resource allocation one. The role Greek banks have played in the BLC of the domestic economies, and. Therefore, in domestic credit stability, along with the contribution of Greek banks to domestic productive resource allocation, is claimed to have been the impact of Greek banks on the economic growth of the SEE. Greek credit supply and, furthermore, credit stability in the host economies, are also illustrated, through an interesting descriptive analysis. Also, the response of Greek banks to adverse host conditions and the transmission of home adverse conditions to the five transition economies are also illustrated through a panel of “crisis windows”. Note that transmission (responsiveness to) of home (host) shocks is captured, for the needs of my analysis, as a decline in credit supply, while defining either host or home shocks is of great interest. Employing a “pull - push factors” descriptive analysis, I show that Greek banks did not respond significantly to host shocks, other than monetary ones, during the period 2000 - 2009. On the other hand, regarding push factors, Greek banks seem to have transmitted negative shocks, generated back at home, during the last two years of the sample period, a fact which coincides with the global economic crisis. The above “push - pull” factors analysis, though limited to a descriptive context, provides supportive evidence of Greek banks' role in domestic credit volatility, and, therefore, in credit stability. Furthermore, the issue is re-examined econometrically in a specific context, namely the BLC. When examining the role of foreign participants in a domestic BLC, one should initially test whether there is such an active channel, operating in the region under examination. Thus, based on the existing literature, the operation of such an active channel in SEE, during the past decade, is initially explored. Given that the VAR auto recursive model employed, indicates a really active BLC, the case is whether Greek banks have buffered negative effects, transmitted through this channel, while the set of VAR models and the respective variance decomposition employed, indicate Greek banks' beneficiary role. Given that Greek banks have resisted to given constrains imposed by the monetary authorities in the economies under examination, during the period 2000-2009, Greek banks are proved to have significantly mitigated the negative effects of a tightening monetary policy. Furthermore, demand factors are taken into consideration seriously; controlling for such factors, by employing key variables capturing demand, I show it was the insufficiency of banks in host economies to provide loans, during periods of monetary tightening, that reduced credit supply, and not any potential reduced credit demand. Finally, apart from being a credit stabilizer for the five host transition economies, Greek banks have played an equally beneficiary role in the resource allocation in the domestic economies. More specifically, I examine whether Greek banks’ credit has stimulated domestic output growth, while special attention is given on whether Greek banks have helped domestic capital being better allocated. In the general “finance - growth” nexus, employing interactive terms in a fixed effects OLS econometric analysis, regression results indicate that Greek banks stimulated economic growth in SEE, via supplying credit in the region. Also, based on the literature on financial sector’s foreign direct investments (FSFDI), I provide evidence, related to positive spillovers in domestic banking sectors; competition in domestic banking systems, being intensified by Greek banks’ penetration, is positively related to output growth. Lastly, interpreting the significance of the interactive terms employed, Greek banks are claimed to have helped domestic capital be allocated towards productive processes, stimulating, therefore, domestic output growth. Note that, to the best of my knowledge, a similar analysis, dealing with the allocation of productive factors in SEE, has never been employed before. The overall contribution of the thesis lies upon the multidimensional approach of main research questions, namely the determinants of Greek banks’ expansion and their impact on the host economies of SEE. Lack of empirical research on the topic, regarding the specific region and the compilation of data on key economic variables employed is also claimed to be a contribution. Conclusively, the findings can be seriously taken into consideration by policy makers in less developed and developing economies, regarding the openness of the respective domestic financial systems. Interpreting the econometric results of the thesis may be helpful in deciding whether to encourage foreign participation or not and, furthermore, in indicating the most appropriate way to do so. More specifically, given that chapters 2 - 4 of the thesis show that domestic banking systems have benefited from foreign participation, policy makers in developing or less developed economies may encourage foreign participation as well. Also, the thesis indicates how to promote such participation. To attract foreign banking institutions, local policy makers could try to improve domestic conditions, such the ones captured by the significant explanatory variables discussed in chapter 1 of the thesis. Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τα οικονομικά της διεθνοποίησης των ελληνικών τραπεζών. Πιο συγκεκριμένα η ανάλυση εστιάζει σε πτυχές της ελληνικής τραπεζικής επέκτασης κατά την περασμένη δεκαετία για τις οποίες υπάρχει κενό στην βιβλιογραφία. Επτά ελληνικές τράπεζες επεκτάθηκαν στις από μετάβασιν οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης (Αλβανία, Βουλγαρία, FYROM, Ρουμανία και Σερβία). Ως αποτέλεσμα αυτής της επέκτασης όλες οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να αποσπάσουν σημαντικά μερίδια αγοράς στην τραπεζική αγορά των της ΝΑ Ευρώπης. Tο μέγεθος και οι μέθοδοι της ελληνικής επέκτασης σκιαγραφείται σε διάφορα μέρη της διατριβή ενώ τα στοιχεία από διάφορες πηγές έπρεπε να συνδυαστούν και να επεξεργαστούν καθώς δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μορφή «χρονοσειρών». Αρχικά, προσπάθησα να εξετάσω την αίτια της επέκτασης των ελληνικών τραπεζών στα πλαίσια της «Εκλεκτικής Θεωρίας» (η οποία ανατίθεται στην παραδοσιακή θεωρία της διεθνοποίησης). Παράλληλα, εξέτασα το βαθμό στον οποίο οι ελληνικές τράπεζες ακολούθησαν τους έλληνες μη-τραπεζικούς πελάτες τους στο εξωτερικό κατά την περίοδο 2000 - 2007. Απορρίπτοντας το παραπάνω σενάριο για την συγκεκριμένη υπό εξέταση περίοδο, τα οικονομετρικά αποτελέσματα δίδουν ενδιαφέροντα στοιχεία αναφορικά με την ισχύ και βαρύτητα τριών ομάδων πλεονεκτημάτων τα οποία υποδεικνύονται από το «Εκλεκτικό Παράδειγμα». Αναφορικά στα «πλεονεκτήματα ιδιοκτησίας», τα άϋλα κεφάλαια των ελληνικών μητρικών τραπεζών αποδείχτηκαν πιο σημαντικά από τα αντίστοιχα υλικά κεφάλαια ενώ τα «τοπικά πλεονεκτήματα» επέδειξαν την μεγαλύτερη σημαντικότητα. Πιο συγκεκριμένα, ευνοϊκές τοπικές οικονομικές και θεσμικές - πολιτικές συνθήκες επηρέασαν σημαντικά την επέκταση των ελληνικών τραπεζών να διεισδύσουν στις υπό εξέτασιν οικονομίες. Επιπλέον, ομοιότητες στις συνθήκες διακυβέρνησης μεταξύ της Ελλάδος και των βαλκανικών οικονομιών αποδείχτηκαν στατιστικώς σημαντικές. Τέλος, η ανάλυση αναφορικά στα «πλεονεκτήματα διεθνοποίησης» προκαλεί αμφιβολίες σχετικά με την ισχύ της συγκεκριμένης ομάδας πλεονεκτημάτων. Πέρα από την εξέταση των καθοριστικών παραγόντων της ελληνικής επέκτασης, στην διατριβή εξετάζεται η επίδραση της επέκτασης αυτής στις χώρες υποδοχής. Για τις ανάγκες της ανάλυσης θεωρώ πως οι ελληνικές τράπεζες επηρέασαν τις βαλκανικές οικονομίες μέσω δύο εναλλακτικών καναλιών, άμεσων αλλά και έμμεσων. Ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών στο «κανάλι τραπεζικού δανεισμού» των Βαλκανίων αλλά και η συνεισφορά τους στην παραγωγική ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών αποτελεί την συνεισφορά των ελληνικών τραπεζών στην οικονομική ανάπτυξη των Βαλκανίων. Η ελληνική πιστοδότηση στα Βαλκάνια, και κατ' επέκταση η ελληνική πιστωτική σταθερότητα, σκιαγραφείται μέσα από μία ενδιαφέρουσα περιγραφική στατιστική. Επίσης, η αντίδραση των ελληνικών τραπεζών που δραστηριοποιούνται στα Βαλκάνια σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες στις χώρες υποδοχής αλλά και η μετάδοση δυσμενών συνθηκών από την Ελλάδα προς τις χώρες υποδοχής εξετάζεται μέσα από κάποια «παράθυρα κρίσης» τα οποία κατασκευάζονται για τις ανάγκες της συγκεκριμένης ανάλυσης. Εφαρμόζοντας μία «push - pull factors" περιγραφική ανάλυση έδειξα πως οι ελληνικές τράπεζες δεν ανταποκρίθηκαν σημαντικά σε τοπικές δυσμενείς (μη νομισματικές) συνθήκες, κατά την περίοδο 2000 -2009. Αντιθέτως, αναφορικά στο άλλο σετ παραγόντων (push factors), οι ελληνικές τράπεζες μετέδωσαν σε κάποιο βαθμό κάποιες ελληνικές δυσμενείς συνθήκες, κυρίως κατά τα δύο τελευταία χρόνια της περιόδου (περίοδος η οποία συμπίπτει με την παγκόσμια οικονομική κρίση). Η παραπάνω ανάλυση είναι μόνο περιγραφική. Παρόλα αυτά όμως μας δίνει μία πρώτη ένδειξη σχετικά με τον ρόλο των ελληνικών τραπεζών στην πιστωτική επέκταση και σταθερότητα. Ωστόσο το θέμα επανεξετάζεται οικονομετρικά στα πλαίσια του «καναλιού τραπεζικού δανεισμού». Αρχικά, πριν εξεταστεί ο ρόλος των ξένων τραπεζών στο παραπάνω «κανάλι δανεισμού» θα έπρεπε να εξετάσει κανείς άν υπάρχει τέτοιο ενεργό κανάλι στις οικονομίες της ΝΑ Ευρώπης. Έτσι, βασισμένος στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, αρχικά εξέτασα την λειτουργία ενός τέτοιου καναλιού στις συγκεκριμένες βαλκανικές οικονομίες. Καθώς τα αποτελέσματα του VAR μοντέλου μου υπέδειξαν την ύπαρξη «τραπεζικού καναλιού» κατά την υπό εξέταση περίοδο, το ερώτημα πλέον είναι κατά πόσο οι ελληνικές τράπεζες περιόρισαν την μετάδοση των αρνητικών επιπτώσεων μέσα σε ένα τέτοιο κανάλι. Τα οικονομετρικά αποτελέσματα έδειξαν πως οι ελληνικές τράπεζες σε περιόδους περιοριστικής νομισματικής πολιτικής περιόρισαν την πιστοδότηση προς τις υπό μετάβαση οικονομίες σε πολύ μικρότερο βαθμό σε σχέση με τις λοιπές τράπεζες. Επιπλέον, εξετάζοντας για «παράγοντες ζήτησης» αποδείχτηκε πως η μείωση στην παροχή δανείων κατά την περίοδο 2000 - 2009 οφειλόταν αποκλειστικά στην αδυναμία των πιστωτικών ιδρυμάτων να παράσχουν δάνεια και όχι στην μειωμένη ζήτηση για δάνεια. Τέλος, πέρα από τον θετικό ρόλο τους στη πιστωτική σταθερότητα, οι ελληνικές τράπεζες συνεισέφεραν σημαντικά στην ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών στις χώρες υποδοχής. Αναλυτικότερα, εξετάστηκε ο βαθμός στον οποίο οι ελληνικές τράπεζες βοήθησαν στην αύξηση του παραγόμενου προϊόντος μέσω της αποτελεσματικής κατανομής του κεφαλαίου σε παραγωγικές διαδικασίες. Στο γενικότερο «finance - growth" πλαίσιο, τα οικονομετρικά αποτελέσματα (μέσω μιας OLS ανάλυσης με χρήση «όρων αλληλεπίδρασης») κατέδειξαν τον θετικό ρόλο της παροχής ελληνικών δανείων. Επίσης, βάσει της βιβλιογραφίας πάνω στις «Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στον Χρηματοπιστωτικό Τομέα» η ανάλυση μου εστιάζει στις εκροές» των ελληνικών τραπεζών προς τα τοπικά τραπεζικά συστήματα. Αναλυτικότερα, ο ανταγωνισμός, ο οποίος εντατικοποιήθηκε με την παρουσία των ελληνικών τραπεζών στο διάστημα 2000 - 2009, βρέθηκε να σχετίζεται στατιστικώς σημαντικά με το παραγόμενο προϊόν στις χώρες υποδοχής. Τέλος, ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα που αναφέρονται στους «όρους αλληλεπίδρασης» φαίνεται πως οι ελληνικές τράπεζες βοήθησαν στην παραγωγική ανακατανομή των τοπικών συντελεστών. Αξίζει να αναφερθεί πως παρόμοια έρευνα πάνω στον ρόλο ξένων τραπεζών στην ανακατανομή παραγωγικών συντελεστών για τις συγκεκριμένες οικονομίες δεν έχει διεξαχθεί. Η συνεισφορά της διατριβής είναι ο πολυδιάστατος τρόπος προσέγγισης των βασικών ερευνητικών της ερωτημάτων δηλαδή ποια είναι τα αίτια της ελληνικής τραπεζικής επέκτασης στις συγκεκριμένες οικονομίες και ποια η επίδραση μίας τέτοιας επέκτασης στις οικονομίες υποδοχής. Επίσης η συγκέντρωση στοιχείων και η δημιουργία μίας βάσης δεδομένων αναφορικά στη δραστηριοποίηση των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στα Βαλκάνια αποτελεί συνεισφορά. της παρούσας διατριβής. Συμπερασματικά, τα ευρήματα της διατριβής μπορούν να ληφθούν σοβαρά υπόψη από αυτούς που χαράζουν πολιτική σε αναπτυσσόμενες και λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες αναφορικά στο «άνοιγμα» των τοπικών τραπεζικών αγορών. Η ερμηνεία των οικονομετρικών αποτελεσμάτων μπορεί να φανεί χρήσιμο στην απόφαση να ενθαρρυνθεί ή όχι η εισροή ξένων πιστωτικών ιδρυμάτων σε μια οικονομία και επιπλέον στον τρόπο που θα γίνει κάτι τέτοιο. Πιο αναλυτικά, λαμβάνοντας υπόψη τα κεφάλαια 2-4, τα οποία καταδεικνύουν τον θετικό ρόλο των ξένων τραπεζών σε μετάβαση οικονομίες, οι ιθύνοντες σε τέτοιες οικονομίες θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν το άνοιγμα των τραπεζικών τους συστημάτων προς ξένες εισροές. Επίσης, η διατριβή υποδεικνύει πως θα μπορούσε να γίνει μία τέτοια ενθάρρυνση. Προκειμένου να προσελκύσουν ξένες τράπεζες, οι ιθύνοντες σε εν δυνάμει οικονομίες υποδοχής θα μπορούσαν vα προωθήσουν αλλαγές στις τοπικές συνθήκες, οικονομικές και πολιτικές, οι οποίες υποδεικνύονται από τις σχετικές μεταβλητές του κεφαλαίου 1. 324 160 140 Chaotic dynamical systems: on de-chaotification of dynamical systems and on augmenting the Generalized Lorenz Normal Form. Χαοτικά δυναμικά συστήματα: συμβολή στη μελέτη απο-χαοτικοποίησης δυναμικών συστημάτων και επαύξησης της Γενικευμένης Κανονικής Μορφής Lorenz. Chaotic dynamical systems comprise an actively developed research field, spanning quite a number of different scientific disciplines. It is only in the last few decades that we perceive a unification of techniques, theoretical and experimental treatments (regarding data acquisition, numerical computations and algorithms programming), resulting in sometimes spectacular amalgamations of hitherto seemingly disjoint areas of research, effectively giving birth to what we call today Chaos Theory. The subject of this Dissertation is to provide insight into the study of certain classes of dynamical systems, to state some of their characteristic properties, following, in principle, standard methodology, focusing on the particular properties that those systems possess. We present a new method of characterization of the qualitative behavior of systems modeled as discrete mappings, and a new, broader class of three-dimensional continuous-time dynamical systems, modeled as systems of ordinary differential equations, incorporating cubic and higher-order nonlinearities. Τα χαοτικά δυναμικά συστήματα αποτελούν πεδίο εντατικής έρευνας πολλών επιστημονικών γνωστικών περιοχών. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες κατέστη δυνατή η ενοποίηση των τεχνικών, των θεωρητικών και πρακτικών μεθόδων (σε επίπεδο λήψης πειραματικών δεδομένων και προγραμματισμού), ώστε φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους πεδία να βρουν κοινούς τόπους συνεννόησης και να γεννηθεί η Επιστήμη του Χάους. Αντικείμενο της παρούσας Διατριβής είναι η μελέτη ορισμένων κλάσεων δυναμικών συστημάτων και η καταγραφή των χαρακτηριστικών τους, ακολουθώντας κατ' αρχήν την τυποποιημένη πορεία μελέτης τους, αλλά επισημαίνοντας τα ιδιαίτερα (και μοναδικά) χαρακτηριστικά τους, όπου αυτά εντοπίζονται. Παρουσιάζεται μια νέα μέθοδος χαρακτηρισμού της ποιοτικής συμπεριφοράς συστημάτων που μοντελοποιούνται ως απεικονίσεις (mappings) και μια νέα, ευρύτερη κλάση τριδιάστατων δυναμικών συστημάτων - μοντέλα συστημάτων συνήθων διαφορικών εξισώσεων, τα οποία ενσωματώνουν κυβικές και ανώτερης τάξης μη-γραμμικότητες. 325 157 136 Υλοποίηση σε διαδίκτυο των πραγμάτων και υπολογιστική νέφους: έξυπνο θυροτηλέφωνο The Smart Entryphone is one of the modern and innovative ways to find out who is visiting in our private place when we are gone. With that way we secure and control our own home and every other part of our home we desire. Furthermore, we are going to see some information about some different technologies we exploit for the construction of this smart entryphone. We are going to find out the enormous demand for this kind of technologies by the society. This particular project is composed of one construction which we used technologies like Internet of Things and Cloud Computing supporting by the help of Raspberry pi 3 and Arduino Uno. The above technologies are of course controlled by a phone application. Last but not least, the application which is installed in the phone have been created with the help of Android Studio program. Android Studio includes all the entails of convenience and private data safety. Το Smart Entryphone είναι ένας σύγχρονος και καινοτόμος τρόπος για να γνωρίζουμε ποιος επισκέπτεται τον χώρο μας όταν λείπουμε και με αυτό τον τρόπο να ασφαλίσουμε και να ελέγξουμε την οικία μας και οποιοδήποτε άλλο προσωπικό -ιδιωτικό χώρο επιθυμούμε. Επίσης θα δούμε πληροφορίες σχετικά με διάφορες τεχνολογίες που εκμεταλλευτήκαμε για την υλοποίηση αυτού του έξυπνου θυροτηλεφώνου, ποια είναι η απήχηση τους στην σύγχρονη κοινωνία και τι δυνατότητες παρέχουν. Το συγκεκριμένο Project αποτελείται από μια κατασκευή στην οποία χρησιμοποιήθηκαν τεχνολογίες Internet of things, Cloud Computing και υλοποιήθηκαν με την υποστήριξη των Raspberry pi 3 και Arduino Uno. Οι παραπάνω τεχνολογίες ελέγχονται από μια εφαρμογή κινητού. Η εφαρμογή του κινητού αναπτύχθηκε με την βοήθεια του προγράμματος Android Studio, όπου πληρεί όλες τις προϋποθέσεις ευχρηστίας και ασφάλειας προσωπικών δεδομένων. 326 187 178 Determination, assessment and exploration of the ways to improve the electronic services quality dimensions, in transactions between companies (B2B) and between companies and consumers (B2C) Προσδιορισμός, αξιολόγηση και διερεύνηση των τρόπων βελτιστοποίησης των διαστάσεων ποιότητας ηλεκτρονικών υπηρεσιών, στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων (B2B) και μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών (B2C) The purpose of this dissertation is to determine and assess the basic quality criteria in electronic transactions B2B and B2C. Assessing e-Service Quality from the service provider's perspective is the main originality of this study, since most of the research work on this topic has been focused on quality assessment by the customer. The theoretical framework of the dissertation is a combined approach of the SERVQUAL instrument, its extended implementation in electronic services and the e-Service Quality model. According to that, e-Service Quality consists of 10 dimensions, which are grouped on the basis of the SERVQUAL dimensions and could be measured using the suggested overall electronic services quality score. Based on the salient findings of a survey conducted among 152 companies, security of transactions and prompt response of a company are considered the most important e-Service Quality dimensions. Moreover, economic growth of on-line companies and their satisfaction rate from e-business activity affect mostly the level of e-Service Quality delivered to the customer. Σκοπός αυτής της διατριβής είναι ο προσδιορισμός των βασικών κριτηρίων ποιότητας στις συναλλαγές B2B και B2C του ηλεκτρονικού εμπορίου και η αξιολόγησή τους από την πλευρά των επιχειρήσεων. Στο στοιχείο αυτό έγκειται η πρωτοτυπία του θέματος, καθώς η ερευνητική προσπάθεια του παρελθόντος επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της ποιότητας μιας υπηρεσίας από τον πελάτη. Το θεωρητικό πλαίσιο της εργασίας αποτελεί μια συνδυαστική προσέγγιση του μοντέλου παροχής υπηρεσιών SERVQUAL, της διευρυμένης του εφαρμογής στις ηλεκτρονικές υπηρεσίες και του μοντέλου e-Service Quality. Σύμφωνα με το πλαίσιο αυτό, η ποιότητα ηλεκτρονικών υπηρεσιών περιλαμβάνει 10 διαστάσεις, οι οποίες κατηγοριοποιούνται με βάση τις διαστάσεις SERVQUAL και μπορεί να μετρηθεί μέσω του προτεινόμενου βαθμού αξιολόγησης ηλεκτρονικών υπηρεσιών. Βάσει των αποτελεσμάτων έρευνας που πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 152 επιχειρήσεων, η ασφάλεια συναλλαγών και η ταχύτητα ανταπόκρισης των επιχειρήσεων αποτελούν τις σημαντικότερες διαστάσεις, ενώ η οικονομική ευρωστία και ο βαθμός ικανοποίησης από την ηλεκτρονική δραστηριότητα επηρεάζουν κυρίως το επίπεδο ποιότητας των παρεχόμενων ηλεκτρονικών υπηρεσιών μιας επιχείρησης. 327 181 207 Η αποτελεσματικότητα του θεσμού της Μαθητείας στην ελληνική Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση. Μια εμπειρική διερεύνηση σε φορείς εκπαίδευσης- κατάρτισης και επιχειρηματικότητας στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας The aim of this study was to investigate the efficiency of the apprenticeship system into the framework of the Greek Vocational Education and Training system. Therefore the opinion of executives from operators into education-training system and entrepreneurship was examined concerning the factors that contribute to the apprenticeship system’s effectiveness, while a valuation of its course was attempted to be made. The future goals and challenges that the institution of apprenticeship will face are examined, as well as the kind of motives and ways to boost its attractiveness. This is a qualitative survey, through semi-structured interviews. There were eighteen participants, nine executives from operators into education- training system and nine from entrepreneurship operators in the region of Central Macedonia. The research’s result has shown relavant efficiency of the apprenticeship system, which differs greatly among the three apprenticeship programmes in Greece. Future goals concern, among others, to quantitave and qualitative goals, while a successful approach of future challenges demands a series of changes into constitutional level and programmes implementation. Economical and non economical motives are needed in order to boost the institution’s attractiveness. Στόχο της παρούσας εργασίας αποτέλεσε η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του θεσμού της μαθητείας στην ελληνική Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση. Στο πλαίσιο αυτό εξετάστηκαν οι απόψεις στελεχών από φορείς εκπαίδευσης-κατάρτισης και επιχειρηματικότητας για τους παράγοντες που συμβάλουν στην αποτελεσματικότητα του θεσμού, ενώ επιχειρήθηκε και αποτίμηση της έως τώρα πορείας του. Παράλληλα, διερευνήθηκαν και αποτυπώθηκαν οι μελλοντικοί στόχοι του θεσμού, οι προκλήσεις που αναμένεται να αντιμετωπίσει, καθώς και είδη κινήτρων και τρόποι ενίσχυσης της ελκυστικότητάς του. Αφορά σε ποιοτική έρευνα, μέσω ημιδομημένων συνεντεύξεων, στην οποία συμμετείχαν συνολικά δεκαοκτώ άτομα και ειδικότερα εννέα στελέχη από δομές εκπαίδευσης – κατάρτισης και εννέα στελέχη από φορείς επιχειρηματικότητας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Τα αποτελέσματα της έρευνας ανέδειξαν σχετική αποτελεσματικότητα του θεσμού, η οποία ωστόσο διαφέρει σημαντικά μεταξύ των τριών παρεχόμενων προγραμμάτων μαθητείας στη χώρα μας. Οι μελλοντικοί στόχοι του θεσμού αφορούν, μεταξύ άλλων σε ποσοτικούς αλλά και ποιοτικούς στόχους, ενώ η επιτυχής αντιμετώπιση των επερχόμενων προκλήσεων απαιτεί σειρά αλλαγών σε θεσμικό επίπεδο, αλλά και σε επίπεδο εφαρμογής των προγραμμάτων. Απαιτούνται οικονομικά και μη κίνητρα τόσο σε επιχειρήσεις όσο και στους μαθητές για την ενίσχυση της ελκυστικότητας του θεσμού. 328 101 126 Ικανοποίηση πελατών και τουριστικό μάρκετινγκ: η περίπτωση της επιχείρησης Porto Carras Grand Resort. The purpose of this study is to investigate the relationship between customer satisfaction in a city hotel, with specific variables-factors. Therefore, a research model is created and questions are organized and recorded in a questionnaire, filled in by guests. For statistical processing and analysis of the questionnaire responses used the SPSS statistical software package 21. The main conclusion of this study is that the most important factor that influences the customer satisfaction is the quality of services. Following the other elements of the offered services/products, accessibility and convenience, reliability and security, and the factor that affects-correlated less is availability of services. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί η σχέση της ικανοποίησης των πελατών ενός ξενοδοχείου πόλης, με συγκεκριμένες μεταβλητές-παράγοντες. Για το λόγο αυτό δημιουργείται ένα ερευνητικό μοντέλο, εξάγονται οι κατάλληλες ερωτήσεις και οργανώνονται και καταγράφονται σε ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπληρώνεται από πελάτες του ξενοδοχείου. Για τη στατιστική επεξεργασία και ανάλυση των απαντήσεων του ερωτηματολογίου χρησιμοποιείται το στατιστικό πακέτο λογισμικού SPSS 21. Βασικό συμπέρασμα της έρευνας αυτής είναι ότι ο σημαντικότερος παράγοντας, που επηρεάζει περισσότερο την ικανοποίηση των πελατών, είναι η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών. Έπονται τα άλλα στοιχεία των προσφερόμενων υπηρεσιών/προϊόντων, η προσβασιμότητα και ευκολία, η αξιοπιστία και ασφάλεια και ο παράγοντας που επηρεάζει-συσχετίζεται λιγότερο με την ικανοποίηση είναι η διαθεσιμότητα των υπηρεσιών. 329 197 179 Theories of optimal capital structure and applications on Greek economy. Θεωρίες προσδιορισμού της κεφαλαιακής διάρθρωσης και εφαρμογές στην ελληνική οικονομία. The study analyzes the determinants of capital structure decision of Greek listed companies with a view to fill in the existing gap between influential theories of corporate leverage and empirical evidence. The first section of the research examines the results from the submission of questionnaires to the managerial executives, whereas the latter extends empirical work on corporate financing behavior and focuses on the relationship of nine quantitative factors with three different proxies of leverage. The data set is mainly composed of qualitative variables and balance sheet data of firms over a nine-year period from 1998 to 2006, excluding firms from the banking, finance, real estate and insurance sector. Both cross-sectional and non-parametric statistics are implemented to shed more light on corporate financing behavior in a way to loosen the capital structure puzzle. The results broadly support the pecking order hypothesis over the static trade-off theory and demonstrate that Greek firms prefer using internal financing as opposed to using external financing. Concluding, the study provides evidence that capital structure varies significantly across a series of firm classifications and documents empirical regularities with respect to alternative measures of debt. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εστιάζει στον τρόπο προσδιορισμού της βέλτιστης κεφαλαιακής διάρθρωσης. Η απόφαση χρηματοδότησης αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση του πλούτου των μετόχων της εταιρείας, μέσω της μεγιστοποίησης της χρηματιστηριακής αξίας της μετοχής ή εναλλακτικά μέσω της ελαχιστοποίησης του συνολικού κόστους κεφαλαίου. Το πρώτο τμήμα της έρευνας αναλύει τα αποτελέσματα από την αποστολή ερωτηματολογίων σε διευθυντικά στελέχη, ενώ το δεύτερο εξετάζει τη συσχέτιση ανάμεσα σε τρεις διαφορετικούς τρόπους μέτρησης της μόχλευσης και σε εννέα προσδιοριστικούς παράγοντες της εταιρικής κεφαλαιακής διάρθρωσης. Το δείγμα περιλαμβάνει ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα για την περίοδο από το 1998 έως και το 2006 από το σύνολο των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, εξαιρουμένων των τραπεζικών, χρηματοοικονομικών και ασφαλιστικών οργανισμών. Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την κυριαρχία της χρηματοδοτικής θεωρίας της ιεράρχησης έναντι της θεωρίας της αντιστάθμισης και καταδεικνύουν ότι οι ελληνικές εταιρείες προτιμούν την εσωτερική από την εξωτερική χρηματοδότηση. Εν κατακλείδι, ο εκάστοτε τρόπος υπολογισμού της μόχλευσης διαφοροποιεί τα εξαγόμενα συμπεράσματα και η κατηγορία δραστηριότητας των εισηγμένων εταιρειών αποτελεί βασικό προσδιοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της κεφαλαιακής δομής. 330 96 95 Διαδικτυακή εφαρμογή εύρεσης παρόμοιων εικόνων στην Java με χρήση παράλληλων και κατανεμημένων μεθόδων. World Wide Web has allowed users of personal computers and portable devices the public access to a vast number of files. Because of this variety of documents, the need of categorization and search in the existing volume of information has been arisen. In this thesis, a web application of image retrieval with Java server pages (JSP), using parallel (JOMP) and distributed (MPJ Express) technology, is described. The specific technology is analyzed into its main points, emphasizing the way that the software has been developed. Finally, performance and accuracy experimental results are provided using tables and charts. Ο Παγκόσμιος Ιστός έχει επιτρέψει την κοινοποίηση πλήθους αρχείων στους χρήστες ηλεκτρονικών υπολογιστών και φορητών συσκευών. Λόγω της ποικιλίας αυτής των εγγράφων, έχει ανακύψει η ανάγκη κατηγοριοποίησης και αναζήτησης στον υπάρχοντα όγκο πληροφορίας. Στην παρούσα εργασία, περιγράφεται μια δικτυακή εφαρμογή ανάκτησης εικόνων με σελίδες διακομιστή Java (JSP), κάνοντας χρήση παράλληλης (JOMP) και κατανεμημένης (MPJ Express) τεχνολογίας. Η συγκεκριμένη τεχνολογία αναλύεται στα κυριότερα σημεία της, δίνοντας έμφαση στον τρόπο ανάπτυξης της εφαρμογής. Τέλος, παρατίθενται πειραματικά αποτελέσματα απόδοσης και ακρίβειας με πίνακες και διαγράμματα. 331 251 279 Innovation and entrepreneurship in informatiοn technology: intentions, barriers and the critical role of education Καινοτομία και επιχειρηματικότητα στην πληροφορική και τις νέες τεχνολογίες: προθέσεις, εμπόδια και προοπτικές για την εκπαίδευση Entrepreneurial activity and self-employment is considered a major motor of innovation, economic development and prosperity. Entrepreneurial intention is a major factor for the prediction of one's involvement to entrepreneurial activity according to academic research. Intention refers to the individual's will to become self-employed, which consequently determines the possibility of actual entrepreneurial startup. Entrepreneurial intention, is extensively examined by academic research, with a growing number of articles approaching the subject both from theoretical and experimental perspectives. However, the constraints and barriers to entrepreneurship, act against one's intention, making the realization of the intentions into entrepreneurial action, difficult or even inevitable. The actual constraints faced by the entrepreneur during the startup and the development of the firm, as well as, the perceived barriers faced by the prospective entrepreneur (i.e. student want to be entrepreneurs), impede the decision to take up entrepreneurial activity. Much light has been shed upon the factors affecting the entrepreneurial intention. However, along with the minor controversies upon the significance of certain factors, there is a lack of a systematic investigation in the area of barriers to entrepreneurship. Our objectives are, to review the literature and record the barriers to entrepreneurship examined. Moreover we hope to introduce a taxonomy factors based on the contribution of each unique barrier and finally, to empirically examine the affect of these factors to the entrepreneurial intentions of the students of the department of Applied Informatics in the University of Macedonia. Η επιχειρηματική δραστηριότητα και η αυτό-απασχόληση θεωρούνται ως οι κινητήριες δυνάμεις της καινοτομίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας γενικότερα. Η Επιχειρηματική Πρόθεση είναι ο βασικός παράγοντας σε ότι αφορά την πρόβλεψη της εμπλοκής κάποιου με επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με την ακαδημαϊκή έρευνα. Η πρόθεση αποτελεί την ατομική θέληση για αυτό-απασχόληση, και συνεπώς καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την πιθανότητα ενός πραγματικού επιχειρηματικού εγχειρήματος. Η Επιχειρηματική Πρόθεση έχει εξεταστεί εκτενώς από την επιστημονική έρευνα, με έναν διαρκώς αυξανόμενο αριθμό σχετικών άρθρων που προσεγγίζουν το ζήτημα τόσο από θεωρητική όσο και από εμπειρική άποψη. Παρά ταύτα, τα εμπόδια της επιχειρηματικότητας, ενεργούν αντίθετα στις επιχειρηματικές προθέσεις, καθιστώντας την υλοποίηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, δύσκολη ή και ακατόρθωτη. Τα απτά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες στη διάρκεια της επιχειρηματικής εκκίνησης και της ανάπτυξης μιας επιχείρησης, καθώς επίσης και τα αντιληπτά εμπόδια που προσλαμβάνουν οι εν δυνάμει επιχειρηματίες (π.χ. οι φοιτητές που επιθυμούν να γίνουν επιχειρηματίες), εμποδίζουν την λήψη απόφασης ενασχόλησης με την επιχειρηματικότητα. Αρκετό φως έχει πέσει επάνω στους παράγοντες που επηρεάζουν την επιχειρηματική πρόθεση. Παρόλα αυτά, ταυτόχρονα με μικρές ή μεγάλες διαφωνίες για τη σημαντικότητα των διαφόρων παραγόντων σε ότι αφορά τις προβλέψεις, υφίσταται και μια έλλειψη συστηματικής και σε βάθος έρευνας στον τομέα των εμποδίων επιχειρηματικότητας. Στόχος μας λοιπόν είναι, πραγματοποιώντας μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, να καταγράψουμε τα εμπόδια επιχειρηματικότητας που εξετάζονται. Επιπλέον αποσκοπούμε να προτείνουμε μια ενιαία ταξινόμηση των εμποδίων αυτών λαμβάνοντας υπόψη την ομαδοποίηση τους στη βιβλιογραφία αλλά και με βάση τα εμπειρικά δεδομένα. Τέλος, επιθυμούμε να διαπιστώσουμε την επίδραση αυτών των παραγόντων στις επιχειρηματικές προθέσεις των φοιτητών του Τμήματος Εφαρμοσμένης Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. 332 319 365 Foreign direct investment in China. The current Thesis investigates the Foreign Direct Investment (FDI) in China. It aims to • explore the theoretical background of FDI • investigate the elements that determine the inflow of FDI to China • research econometrically the variables that contribute to FDI attract to China • cluster the geographical areas according to inward FDI volume • statistically explore the new clustering, the basic variables of econometric model. The research includes a literature review and a database analysis. A model has been built, comprising FDI explanatory variables established as such by theoretical and empirical studies supplemented by variables approximating specific economic, institutional, and other characteristics of China. The model is tested in its logarithmic form using appropriate econometric techniques for the period 1979 - 2007. Conclusively, the elements that contribute to inward FDI to China, according to the current Thesis, are: • China's economic constitution • An increasingly open trade • The country's accession to the WTO guarantees its world market integration and favours FDI integrated within global production and marketing networks. Finally, the clustering analysis concluded on five (5) clusters of regions for the observing years. On the 1st cluster are included the regions Beijing, Tianjin, Hebei and Liaoning (East China) as well as the regions Shanxi, Inner Mongolia, Jilin and Heilongjiang (Central China) for all years. On the 2nd cluster are included the regions Zhejiang, Fujian and Shandong (East China) for all years as well as Shanghai (East China) only for 2004. On the 3rd cluster are included Shanghai (East China) for years 2005-2007 and Jiangsu (East China) for 2004-2005. On the 4,h cluster are included Jiangsu (East China) for 2006-2007 and Guangdong (East China) for all years. On the 5,h cluster are included Guangxi and Hainan (East China) for all years as well as Chongqing, Sichuan, Guizhou, Yunnan, Tibet, Shaanxi, Gansu, Qinghai, Ningxia and Xinjiang (West China) for all years as well. Στην παρούσα διατριβή μελετήθηκαν οι Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στην Κίνα. Στόχος της διατριβής είναι: • Να μελετήσει το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονται οι ΑΞΕ. • Να ερευνήσει θεωρητικά τα στοιχεία εκείνα που συμβάλουν στην προσέλκυση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Κίνα. • Να μελετήσει οικονομετρικά τη συμπεριφορά συγκεκριμένων μεταβλητών που επεξηγούν την προσέλκυση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στην Κίνα. • Να ομαδοποιήσει τις γεωγραφικές περιοχές με βάσει τον όγκο των ΑΞΕ που δέχονται. • Να μελετήσει στατιστικά, στη νέα προκύπτουσα ομαδοποίηση, τις διαθέσιμες βασικές μεταβλητές του οικονομετρικού υποδείγματος, στο επίπεδο των επαρχιών της Κίνας. Για τις ανάγκες της διατριβής πραγματοποιήθηκε εκτενής βιβλιογραφική επισκόπηση και παράλληλα συλλέχθηκαν δευτερογενή στατιστικά στοιχεία που συνέβαλαν στην εμπειρική μελέτη. Προκειμένου δε να επιτευχθεί ο στόχος, δημιουργήθηκε οικονομετρικό μοντέλο, χρονολογικών σειρών, σε λογαριθμική μορφή για τα έτη 1979-2007. Επιπλέον πραγματοποιήθηκε ανάλυση κατά συστάδες με στόχο τη διερεύνηση της ύπαρξης ομαδοποιήσεων μεταξύ των επαρχιών της Κίνας, με κριτήριο την εισροή Άμεσων Ξένων Επενδύσεων σε αυτές. Συμπερασματικά τα στοιχεία που συμβάλλουν στην προσέλκυση των ΑΞΕ στην Κίνα, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στην εργασία, σχετίζονται με: • την οικονομική δομή της χώρας, • τις συγκεκριμένες πολιτικές φιλελευθεροποίησης και προνομίων που ακολουθεί η Κινεζική Κυβέρνηση και • την πολιτική της σε σχέση με την παγκόσμια οικονομική αρένα (είσοδος της χώρας στον ΠΟΕ). Τέλος, τα ευρήματα της ανάλυσης κατά συστάδες, έδειξαν την ύπαρξη πέντε ομάδων περιοχών για τα συγκεκριμένα έτη. Στην 1η ομάδα περιλαμβάνονται οι επαρχίες Beijing, Tianjin, Hebei και Liaoning (Ανατολική Κίνα) καθώς και οι επαρχίες Shanxi, Inner Mongolia, Jilin και Heilongjiang (Κεντρική Κίνα) για όλα τα έτη. Στη 2η ομάδα περιλαμβάνονται οι επαρχίες Zhejiang, Fujian και Shandong (Ανατολική Κίνα) για όλα τα έτη καθώς και η Shanghai (Ανατολική Κίνα) μόνο για το 2004. Στην 3η ομάδα περιλαμβάνονται η Shanghai (Ανατολική Κίνα) για τα έτη 2005-2007 και η επαρχία Jiangsu (Ανατολική Κίνα) για τα έτη 2004-2005. Στην 4η ομάδα περιλαμβάνονται η Jiangsu (Ανατολική Κίνα) για το 2006-2007 και η Guangdong (Ανατολική Κίνα) για όλα τα έτη. Τέλος, στην 5η ομάδα περιλαμβάνονται οι επαρχίες Guangxi και Hainan (Ανατολική Κίνα) για όλα τα έτη καθώς και οι επαρχίες Chongqing, Sichuan, Guizhou, Yunnan, Tibet, Shaanxi, Gansu, Qinghai, Ningxia και Xinjiang (Δυτική Κίνα) επίσης για όλα τα έτη. 333 161 152 Multicriteria decision aid using correspondence analysis Πολυκριτήρια υποστήριξη αποφάσεων με τη βοήθεια της παραγοντικής ανάλυσης των αντιστοιχιών This thesis, is referred to the contribution of correspondence analysis in the process of multicriteria decision aid. The method is applied in the table of alternatives - criteria that contains the total information of an initial set of multicriteria tables, in the form of frequency of preferences. The results of the application of the proposed method are given in the form of factorial axes and their functions. Each factorial axis construct a composed criterion and explains the ranking of alternatives according to their factors. This interpretation is based on the general principles of the theory of social choice. In case that the first factorial axis is considered substantially significant, it is used exclusively for the explanation of the total ranking of alternatives. In different case, we propose the application of the method ELECTRE Is to the total multicriteria table. The proposed methodology can be applied as a tool for problems relative to group decision making. Η διατριβή αυτή διαπραγματεύεται την συμβολή της παραγοντικής ανάλυσης των αντιστοιχιών στην πολυκριτήρια διαδικασία υποστήριξης απόφασης. Η μέθοδος εφαρμόζεται σε έναν πίνακα εναλλακτικών αποφάσεων-κριτηρίων, στον οποίο και περιέχεται σε μορφή συχνότητας της προτίμησης, η πληροφορία ενός αρχικού συνόλου πολυκριτηρίων πινάκων. Τα αποτελέσματα της εφαρμογής της μεθόδου, μας δίνονται στην μορφή των παραγοντικών αξόνων και των συναρτήσεων των παραγόντων. Κάθε παραγοντικός άξονας συνιστά ένα σύνθετο κριτήριο και ερμηνεύει την διάταξη των εναλλακτικών αποφάσεων, σύμφωνα με τους αντίστοιχους παράγοντες. Η ερμηνεία αυτή βασίζεται στις γενικότερες αρχές της θεωρίας της κοινωνικής επιλογής. Στην περίπτωση που ο πρώτος παραγοντικός άξονας κρίνεται ιδιαίτερα σημαντικός, χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την ερμηνεία της συνολικής διάταξης των εναλλακτικών αποφάσεων. Σε διαφορετική περίπτωση, προτείνεται η εφαρμογή της μεθόδου ELECTRE Is στον πολυκριτήριο πίνακα του συνόλου. Η μεθοδολογία προτείνεται ως εργαλείο για την υποστήριξη απόφασης σε αντίστοιχα προβλήματα που αφορούν σύνολα ατόμων. 334 291 367 Aspects of party systems’ changes in the third wave of democratization: exploring the anti-establishment parties in Greece and Czech Republic. Όψεις των μεταβολών του κομματικού συστήματος σε χώρες του τρίτου κύματος εκδημοκρατισμού: διερευνώντας τα αντί-κατεστημένα κόμματα στην Ελλάδα και τη Δημοκρατία της Τσεχίας This doctoral dissertation explores new party phenomena and especially the “anti-establishment” party, a new kind of party that emerged during the years of crisis and party-systems’ changes. Anti-establishment parties actively oppose current political elites, parties and political actors but they defense rigorously liberal democracy, the rule of law and democratic institutions. So, what defines anti-establishment parties, what are their main characteristics, their differences among other parties of the same party-system, how they enter into the party system and which is their left-right axis position? The comparative methodology sets the framework under which this thesis defines anti-establishment parties. More specifically it illustrates their political manifesto, their organizational structure and their placement into the political system. Additionally, it explores similarities with established parties -products of the classic cleavages- and also differences with anti-system parties -parties that try to decompose the current structure liberal democratic system-. Further, it explores the “River” party from Greece and the “ANO 2011” party from Czech Republic, which both emerged after major domestic political crisis. Conclusively, anti-establishment parties are crisis-products and their emergence is favored by party system fragmentation and high electoral variability. They incorporate political protest, by attacking the current political establishment, parties’ elites and current political personnel, but the defend liberal democracy. Despite they reject any self-placement into the left-right axis and choosing in contrary the forward-backwards distinction, their political manifesto offers political suggestions with left or right origination. Although they oppose established political parties, they show a relatively high degree of coalition potential. Their leader is a prominent figure, without past party-experience, whose previous successful professional experience is presented as an asset that guarantees political success. Στόχος της διατριβής είναι η διερεύνηση νέων κομματικών φαινομένων που αναπτύσσονται την περίοδο της κρίσης στο πλαίσιο μεταβολών των κομματικών συστημάτων, τα οποίο ορίζουμε ως «αντι-κατεστημένα κόμματα». Τα αντί-κατεστημένα κόμματα ασκούν κριτική στο υφιστάμενο «κατεστημένο», τα υπόλοιπα κόμματα και τις πολιτικές ελίτ, υπερασπίζονται όμως τη φιλελεύθερη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τους θεσμούς του. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των αντί-κατεστημένων κομμάτων, ποιες οι ομοιότητες και ποιες οι διαφορές με τα υπόλοιπα κόμματα, πως ενσωματώνονται στα κομματικά συστήματα, πως τοποθετούνται έναντι των υπολοίπων κομμάτων και ποια είναι η τοποθέτησή τους στον άξονα αριστερά-δεξιά ; Αξιοποιώντας τη συγκριτική μέθοδο επιχειρείται η θεωρητική ανάλυση των αντί-κατεστημένων κομμάτων, με έμφαση σε στοιχεία του πολιτικού τους μηνύματος, της οργανωτικής τους δομής και της τοποθέτησής τους εντός του κομματικού συστήματος. Συγκεκριμένα, επιχειρείται σε συγκριτικό επίπεδο η ανάλυση ομοιοτήτων και διαφορών σε σχέση με βασικές κατηγορίες υφιστάμενων κομμάτων, όπως τα εδραιωμένα, δηλαδή κομμάτων που βασίζονται στις κλασικές διαιρετικές τομές αλλά και η αποτύπωση των διαφορών τους με τα αντί-συστημικά, κόμματα που επιθυμούν τη διάλυση του υφιστάμενου πλαισίου της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η σύγκριση εκτείνεται με την τοποθέτηση, από τη μία πλευρά, του κόμματος «Το Ποτάμι» από την Ελλάδα και από την άλλη του «ΑΝΟ 2011» από την Τσεχία τα οποία αναδείχθηκαν κατόπιν σημαντικών μεταβολών στα κομματικά συστήματα της χώρας τους. Συμπερασματικά, τα αντί-κατεστημένα κόμματα αποτελούν προϊόντα της κρίσης, η εμφάνισή τους ευνοείται από τον κατακερματισμό του κομματικού συστήματος και την υψηλή εκλογική μεταβλητότητα, ενώ τα ίδια ενσωματώνουν τη διαμαρτυρία επιτιθέμενα στις πολιτικές ελίτ και το πολιτικό προσωπικό των υφιστάμενων κομμάτων, υπερασπιζόμενα όμως παράλληλα το οικοδόμημα της φιλελεύθερης δημοκρατίας και τους θεσμούς της. Αρνούνται την κατάταξη στον άξονα αριστερά-δεξιά, επιλέγοντας περισσότερο τη διάκριση μεταξύ «εμπρός και πίσω», ενώ στο πολιτικό τους πρόγραμμα διατηρούν προτάσεις τόσο αριστερής όσο και δεξιάς προέλευσης. Παρά τις διαφορές τους με τα εδραιωμένα κόμματα, εμφανίζονται θετικά στην προοπτική συμμαχιών, ενώ τέλος σημαντικό ρόλο στην επιτυχία τους διαδραματίζει ο ηγέτης τους, ο οποίος εμφανίζεται ως εξωτερικός παίκτης (outsider), χωρίς προηγούμενη κομματική συμμετοχή, με την προηγούμενη όμως επιτυχημένη κοινωνική και επαγγελματική του πορεία να προβάλλεται ως εχέγγυο πολιτικής επιτυχίας του κόμματος. 335 9 10 Assisted decision making in business. Case study: Lid Hellas Τεχνητή νοημοσύνη και λήψη επιχειρηματικών αποφάσεων. Μελέτη περίπτωσης: Lidl Hellas 336 362 456 The contribution of training in the target accomplishment of organisations and businesses: the role of training in the service profit chain Συμβολή της επιμόρφωσης στην επίτευξη των στόχων στους οργανισμούς και επιχειρήσεις: ο ρόλος της επιμόρφωσης στην αλυσίδα κέρδους υπηρεσιών The purpose of the present study is to develop and test a theoretical framework in order to investigate the role of training in the Service Profit Chain (SPC). The SPC is a representative model of the contemporary – multidimensional and multilevel – approach to business performance and its measurement. The proposed research framework that is developed and tested empirically in the present study gains insights form the Service Profit Chain, the soft approach to HRM and the Social Exchange Theory, which has its roots in the norm of reciprocity. The proposed research framework sheds light on i) the pre-conditions under which training policy and practice is “translated” into positive employee attitudes (job satisfaction) and behaviors (loyalty to the company), which are reflected to the quality of the offered service (value for customers) and through positive customer attitudes (customer satisfaction) and behaviors (loyalty to the company) positively affect the company’s financial results (value for the shareholders). Using predictive design, a research was conducted in the bank sector in Greece and more precisely in a bank’s branch network. Data was collected from multiple sources (employees, customers and the banks financial records). The research findings confirmed the content an the stricture of the proposed in the study framework and illuminate the role of raining in the Service Profit Chain. More precisely, the results revealed that a formal and long-term organization’s approach to training, as well as certain organizational factors (related to the provision of motives for employees’ continuous development, supervisors’ support for the training’s horizontal integration with the organizations’ compensation and career advancement policy and practice), create positive employees’ perceptions about the value the receive from training (training effectiveness). The generated for employees value results to higher levels of job satisfaction that boost employee loyalty, creating in this sense value for the organization. This value is reflected to the customers, in terms of better service quality and reciprocated to the organization through higher customer satisfaction and branch loyalty leading finally to improved financial results at the branch level creating thus value for the shareholders. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η διαμόρφωση ενός θεωρητικού πλαισίου για τη διερεύνηση του ρόλου της επιμόρφωσης στην Αλυσίδα Κέρδους Υπηρεσιών η οποία αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό υπόδειγμα της σύγχρονης - πολυδιάστατης και πολυεπίπεδης - προσέγγισης στην απόδοση των επιχειρήσεων και οργανισμών και στη μέτρηση της. Το θεωρητικό πλαίσιο που προτείνεται κι ελέγχεται εμπειρικά έχει ως θεωρητική βάση: την Αλυσίδα Κέρδους Υπηρεσιών, τη σύγχρονη "μαλακή" (soft) προσέγγιση στη Διοίκηση Ανθρωπίνων Πόρων (ΔΑΠ) και τη Θεωρία της Κοινωνικής Ανταλλαγής που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Το προτεινόμενο θεωρητικό πλαίσιο φωτίζει: ι) τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η επιμόρφωση δημιουργεί οφέλη (αξία) για τους εργαζόμενους στον Τομέα των Υπηρεσιών και ιι) τη διαδικασία (σχέσεις αλληλουχίας) //έσω της οποίας τα οφέλη (αξία) που δημιουργεί η επιμόρφωση για τους εργαζόμενους μεταφράζονται σε θετικές στάσεις (ικανοποίηση από την εργασία) και συμπεριφορές (πίστη στην επιχείρηση) οι οποίες (συμπεριφορές) αντανακλώνται στη συνέχεια στην ποιότητα της προσφερόμενης υπηρεσίας στους πελάτες (αξία για τους πελάτες) και τελικά μέσα από θετικές στάσεις (ικανοποίηση) και συμπεριφορές (πίστη στην επιχείρηση) των πελατών στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης (αξία για στους μετόχους) Για τον εμπειρικό έλεγχο και την επιβεβαίωση του προτεινόμενου στην παρούσα εργασία θεωρητικού πλαισίου σχεδιάστηκε και πραγματοποιήθηκε εμπειρική έρευνα στον τραπεζικό κλάδο στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στα υποκαταστήματα μίας τράπεζας. Ερωτηματολόγια συγκεντρώθηκαν από εργαζόμενους και πελάτες των υποκαταστημάτων, καθώς και από τις βάσεις δεδομένων της τράπεζας. Τα αποτελέσματα της στατιστικής ανάλυσης επιβεβαιώνουν το περιεχόμενο και την ανάπτυξη του προτεινόμενου θεωρητικού πλαισίου για τη διερεύνηση του ρόλου της επιμόρφωσης στην Αλυσίδα Κέρδους Υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι όταν η επιχείρηση υιοθετεί μία συστηματική και σε διαρκή βάση προσέγγιση στην επιμόρφωση και όταν υπάρχουν παρόντες οργανωσιακοί παράγοντες υποστήριξης της επιμόρφωσης (που αφορούν στα: παροχή κινήτρων για συνεχή ανάπτυξη των εργαζομένων, υποστήριξη του προϊσταμένου για την εφαρμογή των γνώσεων και δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν από την επιμόρφωση και εναρμόνιση της επιμορφωτικής πολιτικής και πρακτικής με την πολιτική και πρακτική αμοιβών κι εξέλιξης της σταδιοδρομίας των εργαζομένων) τότε οι εργαζόμενοι διαμορφώνουν θετικές αντάήψεις αναφορικά με τα οφέλη (αξία για τους εργαζόμενους) που αποκομίζουν από την επιμόρφωση (αποτελεσματικότητα επιμόρφωσης). Στη συνέχεια οι εργαζόμενοι ανταποδίδουν στην επιχείρηση (υποκατάστημα) τα οφέλη που αποκομίζουν από την επιμόρφωση με θετικές στάσεις (ικανοποίηση από την εργασία) και συμπεριφορές (πίστη στην επιχείρηση). Ακολούθως, η πίστη των εργαζομένων στην επιχείρηση (υποκατάστημα) αντανακλάται στο επίπεδο της ποιότητας της προσφερόμενης υπηρεσίας στους πελάτες (αξία για τους πελάτες) οι οποίοι ανταποδίδουν στην επιχείρηση (υποκατάστημα) το όφελος (αξία) με τη διαμόρφωση υψηλού επιπέδου ικανοποίησης τους το οποίο στί] συνέχεια επηρεάζει θετικά την πίστη των πελατών στην επιχείρηση (υποκατάστημα). Η πίστη των πελατών αντικατοπτρίζεται τελικά στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα της επιχείρησης (υποκαταστήματος) δημιουργώντας έτσι αξία για τους μετόχους. 337 196 182 The determination of a company's total value. Προσδιορισμός της συνολικής αξίας μιας επιχείρησης. The subject of this dissertation is the theoretical and practical development of the determination of a company's total value. The company's assessment, in other words the determination of its value, is required in case of a company's takeover or conglomeration. Furthermore, the company's assessment can be done in order for the partners to be informed or in case of an old partner's departure or the admittance of a new one. There are numerous techniques available for the determination of a company's value, for which an estimator determines the methodology that is the most appropriate for the conditions of the specific company. The economic past of the company can be taken into consideration for the determination of the company's future. The application of as many methods as possible should used by using organizational results not only of the company's past but also of the possible organizational future results. The limited bibliography the constantly changing conditions the necessity created due to the takeovers and conglomerations led me to choose this subject in order to; 1) review the existent bibliography 2) Locate and use the appropriate methods 3) create a computer software. Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί η θεωρητική και πρακτική ανάπτυξη του προσδιορισμού της συνολικής αξίας μιας επιχείρησης. Η αποτίμηση μιας επιχείρησης δηλ. ο προσδιορισμός της αξίας της είναι απαραίτητη, προκειμένου να γίνει η εξαγορά μιας επιχ/σης ή η συγχώνευση της με μια άλλη. Επίσης η αποτίμηση μπορεί να γίνει και με στόχο την ενημέρωση των εταίρων της επιχ/σης ή λόγω της αποχώρησης παλιού και της εισόδου νέου εταίρου. Πολυάριθμες τεχνικές είναι διαθέσιμες για να εκτιμήσουν την αξία της επιχ/σης απο τις οποίες ένας εκτιμητής καθορίζει τη μεθοδολογία που ταιριάζει καλύτερα στις συνθήκες της συγκεκριμένης επιχ/σης. Το οικονομικό παρελθόν μιας επιχ/σης μπορεί να αποτελέσει βάση για την εκτίμηση της μελλοντικής της πορείας. Θα πρέπει να γίνει εφαρμογή όσο το δυνατόν περισσότερων μεθόδων χρησιμοποιώντας οργανικά αποτελέσματα όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και πιθανολογούμενα οργανικά μελλοντικά αποτελέσματα. Η περιορισμένη βιβλιογραφία, οι συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες, η αναγκαιότητα λόγω των εξαγορών και συγχωνεύσεων με οδήγησαν στην επιλογή του θέματος αυτού με σκοπό: α) την ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας β) την εύρεση και την χρησιμοποίηση των κατάλληλων μεθόδων γ) τη δημιουργία λογισμικού. 338 397 380 The impact of immigration on the labor market and education in Greece Η επίδραση της μετανάστευσης στην αγορά εργασίας και στην εκπαίδευση στην Ελλάδα The experience of Greece as host country of immigrants lasts less than two decades. The temporary character of migration all over the world these last decades and the continuous movement of migrants living in Greece to and from their native country have provided the incentive for this thesis. We focus on the factors that determine the immigrants’ decision to remain in Greece for ever or return to their native land. We place emphasis on the existence of children and on how their behavior influences their parents’ decisions. Also we look into factors that influence the range of wages immigrants get from their full time occupation and the causes for wage differentiation according to gender and their legal status of residency. In this thesis we used data collected from the research we did all over Greece for the period of 2005-2006. The detailed econometric analysis of these data, with the Probit, Ordered Probit, Tobit right-censored, Multinomial Logistic and OLS methods, proves that almost half of the immigrants from the total immigrant population of this sample intend to stay permanently in Greece. It’s more likely for Christian immigrants who have received primary education and live with their families in Greece but lack working experience in their native country to remain in Greece for good. Even though salary from a fulltime job is not the determining factor of staying in Greece, the immigrants who aim at increasing their income have greater possibilities of staying. Furthermore, we found that, on the one hand, parents with children in primary school, who wish their sons to study in Greece and on the other hand with children that do not know the mother tongue, declare their intensions of remaining in Greece. Children with different nationalities aim at socializing with Greeks, with a different frequency rate for each nationality, whereas children of a different religion prefer the company of children of the same nationality. According to our findings the variables that incorporate human capital contribute positively to the immigrant’s wage. Part of the wage discrepancy between men and women is due to the systematic discrimination of females but also due to the low 6 paying jobs women choose mainly out of their need for employment. On the contrary, wage discrepancy between legal and illegal immigrants is due mainly to the latter’s deficient qualifications. Η εμπειρία της Ελλάδας σαν χώρα υποδοχής μεταναστών είναι μικρότερη των δυο δεκαετιών. Ο προσωρινός χαρακτήρας της μετανάστευσης των τελευταίων δεκαετιών παγκοσμίως και οι συνεχείς μετακινήσεις των μεταναστών που ζουν στην Ελλάδα, από και προς τη χώρα καταγωγής τους, έδωσαν το ερέθισμα για την παρούσα διατριβή. Επικεντρωνόμαστε στους παράγοντες που καθορίζουν την απόφαση των μεταναστών να μείνουν για πάντα στην Ελλάδα ή να επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους. Ιδιαίτερη έμφαση δίνουμε στην ύπαρξη παιδιών και πώς αυτά, με τη συμπεριφορά τους, επηρεάζουν τις αποφάσεις των γονέων τους. Επίσης, διερευνούμε τους παράγοντες που επηρεάζουν το ύψος του μισθού των μεταναστών από την κύρια απασχόληση και τις αιτίες των μισθολογικών διαφορών που παρατηρούνται με βάση το φύλο και το νομικό καθεστώς παραμονής τους. Στη διατριβή χρησιμοποιούνται στοιχεία από την επιτόπια έρευνα που διεξήγαμε πανελλαδικά κατά το διάστημα 2005-2006. Η ενδελεχής οικονομετρική ανάλυση, μέσω των μεθόδων Probit, Ordered Probit, Tobit right-censored, Multinomial Logistic και OLS, καταδεικνύει ότι σχεδόν οι μισοί μετανάστες, από το σύνολο του μεταναστευτικού πληθυσμού του δείγματός μας, σκοπεύουν να μείνουν μόνιμα στην Ελλάδα. Μεγαλύτερη πιθανότητα να μείνουν έχουν οι χριστιανοί στο θρήσκευμα, οι μετανάστες χωρίς εργασιακή εμπειρία στη χώρα καταγωγής τους, με πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που κατοικούν οικογενειακώς στην Ελλάδα. Αν και ο μισθός από την κύρια απασχόληση δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα παραμονής στην Ελλάδα, οι μετανάστες που προσδοκούν καλυτέρευση των εισοδημάτων τους έχουν περισσότερες πιθανότητες να μείνουν. Επιπλέον, βρίσκουμε πως οι γονείς μετανάστες με παιδιά ενταγμένα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, που επιθυμούν οι γιοι τους να σπουδάσουν στην Ελλάδα και με παιδιά που δεν γνωρίζουν τη μητρική τους γλώσσα, δηλώνουν πρόθεση να παραμείνουν στην Ελλάδα. Τα προσωπικά χαρακτηριστικά των γονέων μεταναστών επιδρούν στην κοινωνική ενσωμάτωση των παιδιών τους στην Ελλάδα. Τα παιδιά όλων των εθνικοτήτων, επιδιώκουν να κάνουν παρέα με Έλληνες ενώ τα παιδιά με ‘άλλο θρήσκευμα’ προτιμούν τους ομοεθνείς τους. Τα οικονομετρικά μας αποτελέσματα καταδεικνύουν ότι οι μεταβλητές που ενσωματώνουν ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλουν u952 θετικά στο ύψος του μισθού του μετανάστη. Μέρος της μισθολογικής διαφοράς μεταξύ ανδρών και γυναικών 5 οφείλεται στις χαμηλόμισθες θέσεις απασχόλησης που επιλέγουν, πολλές γυναίκες αλλά και στη συστηματική διάκριση που υπόκειται το γυναικείο φύλο. Αντιθέτως, η μισθολογική διαφορά μεταξύ νόμιμων και παράνομων μεταναστών οφείλεται, ως επί το πλείστον, στα μειωμένα προσόντα των δεύτερων. 339 355 379 Sustainable tourism development in small & medium-sized tourism enterprises (hotels-travel agencies) Αειφόρος τουριστική ανάπτυξη στις μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία-ταξιδιωτικά γραφεία) This specific doctorate thesis approaches the issue of sustainable tourism development and the attitudes of the small-medium size tourist enterprises over the specific contemporary phenomenon. Attempts to approach and explain the limited level of awareness and action of this type of enterprises in environmental protection issues. Tries to identify causes but also possible effects that the specific approach might have to the companies themselves. Also identify, the so called «strategical stakeholders», all these involved parties that could encourage actions towards the orientation of sustainable development. The findings of the research came from a wide spectrum of secondary as well as primary data of the research area. More than seventy small to medium size tourism enterprises in the geographical mountainous area of North Pindos were researched through a structured questionnaire. The basic target of the questionnaire was to identify the level of information and the general attitude and behavior of the specific enterprises over the issues of sustainable tourism development. The content analysis of the findings based on attitudes and behaviors in relevance to the sustainable development, revealed four distinct groups of companies identified each one by specific factors. The conclusions shows that in general, small to medium size tourism enterprises understand for themselves a limited role related to the implementation of the sustainable tourism development target. This is supported by the fact that: a. A poor level of information, awareness and business behavior exists over specific sustainable tourism actions. b. The general accepted view is that the demand for sustainable development many times is not compatible, even sometimes comes in conflict with the business rationale and reality, and finally c. The Greek small to medium size enterprises in line with the basic practice of the entire spectrum of business reality, follows a more reactive than proactive approach over the issues of environmental protection. This traditionally is supported by the relevant local and national laws related to the environmental protection. Based on the findings, it is suggested, for the implementation of sustainable tourism actions, a more proactive and holistic approach by the involved parties (stakeholders). Η εν λόγω διατριβή, προσεγγίζει το θέμα της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης και την στάση των μικρομεσαίων τουριστικών επιχειρήσεων απέναντι στο σύγχρονο αυτό φαινόμενο. Προσπαθεί να προσεγγίσει και να εξηγήσει την περιορισμένη ευαισθητοποίηση, αλλά και δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων αυτού του τύπου στα θέματα περιβαλλοντικής προστασίας. Επιχειρεί να εντοπίσει τις αιτίες αλλά και τις πιθανές επιπτώσεις που η συγκεκριμένη προσέγγιση μπορεί να έχει στις ίδιες τις επιχειρήσεις. Επίσης εντοπίζει τους «στρατηγικούς εταίρους», όλους αυτούς δηλ. που χαράσσουν πολιτική, αλλά και ταυτόχρονα μπορούν να ενθαρρύνουν δράσεις προς την κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης. Τα ευρήματα της έρευνας που αποτέλεσαν αναπόσπαστο τμήμα της διατριβής, προήλθαν από ένα ευρύ φάσμα δευτερογενών πηγών καθώς και από πρωτογενή έρευνα πεδίου. Περισσότερες από εβδομήντα μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή της Β. Πίνδου ερευνήθηκαν μέσα από ένα δομημένο αναλυτικό ερωτηματολόγιο. Κεντρικός στόχος του ερωτηματολόγιου ήταν να εντοπίσει το επίπεδο πληροφόρησης, καθώς και τη γενική στάση και συμπεριφορά των συγκεκριμένων επιχειρήσεων σε θέματα αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης. Η ανάλυση του περιεχομένου των ευρημάτων βασισμένη σε στάσεις και συμπεριφορές σε σχέση με την αειφόρο ανάπτυξη, αποκάλυψε τέσσερις ευδιάκριτες ομάδες επιχειρήσεων στις οποίες και συναντάμε για την κάθε μια και συγκεκριμένους προσδιοριστικούς παράγοντες. Τα συμπεράσματα συνιστούν πως γενικά οι μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται για τον εαυτό τους έναν περιορισμένο ρόλο σε σχέση με την επίτευξη του στόχου για αειφόρο τουριστική ανάπτυξη. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι: α) υπάρχει ένα ανύπαρκτο έως φτωχό επίπεδο ενημέρωσης, ευαισθητοποίησης και επιχειρηματικής δραστηριοποίησης σε σχέση με δράσεις αειφόρου τουρισμού. β) η επικρατούσα άποψη είναι ότι οι απαιτήσεις της αειφόρου ανάπτυξης πολλές φορές είναι μη συμβατές, ή ακόμη έρχονται και σε σύγκρουση με την επιχειρηματική λογική και πραγματικότητα, και τέλος γ) οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μη ξεφεύγοντας από τον κανόνα σχεδόν του συνόλου των υπολοίπων τύπων επιχειρήσεων, ακολουθούν μια περισσότερο κατασταλτική, παρά προληπτική προσέγγιση σε σχέση με τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. Αυτή, όπως πάντα παραδοσιακά, περνά μέσα από τη λογική των διοικητικών κανόνων και των πάσης φύσεως κανονιστικών αποφάσεων καθώς και των κυρώσεων που συνοδεύουν την εκάστοτε τοπική και εθνική νομοθεσία. Κάτω από το πρίσμα των ευρημάτων, συνιστάται, για την υλοποίηση δράσεων αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης, μια περισσότερο προληπτική και ολιστική προσέγγιση, από όλους αυτούς (στρατηγικοί εταίροι) που μπορούν και έχουν ρόλο προς την κατεύθυνση της αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης. 340 114 108 Tourism and underground economy the case of Greece: the case of Greece. Τουρισμός και παραοικονομία: η περίπτωση της Ελλάδας. This thesis examines the underground economy in the Greek tourist sector. It focuses on basic characteristics, determinants and consequences for the sector and the economy in general. Through a literature review the concept of underground economy is established and methods of measurement and the consequences of its growth are analysed and temporal analysis of the evolution, the characteristics, and the problems of the Greek tourist industry is also attempted. The determinants of the demand for both the registered and unregistered sectoral output are examined through an econometric investigation. Finally, the results of the econometric analysis are interpreted and policy propositions, are suggested. Η διδακτορική διατριβή διερευνά το φαινόμενο της παραοικονομίας στον Ελληνικό τουρισμό. Εξετάζονται οι παράγοντες που συνέβαλαν στο να λάβει τις σημερινές διαστάσεις και αναλύονται τα βασικά χαρακτηριστικά καθώς και οι συνέπειες. Γίνεται εισαγωγή στο θέμα της παραοικονομίας στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς εξετάζονται οι συνέπειες που έχει η υπερβολική διόγκωση της επιχειρείται μια ανάλυση της διαχρονικής εξέλιξης της Ελληνικής τουριστικής δραστηριότητας, καθώς και των βασικότερων προβλημάτων που η τελευταία αντιμετωπίζει. Διερευνώνται, σε μια οικονομετρική ανάλυση, οι προσδιοριστικοί παράγοντες, τόσο της επίσημης, αλλά κυρίως της ανεπίσημης ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών στην Ελλάδα. Τέλος, ερμηνεύονται τα οικονομετρικά υποδείγματα, εξάγονται συμπεράσματα και διατυπώνονται προτάσεις πολιτικής. 341 207 188 An activity based costing model planning in the housing credit. Σχεδιασμός μοντέλου κοστολόγησης βάσει δραστηριοτήτων στη στεγαστική πίστη. The aim of the present research is the planning of a new cost model which is based on the activity based costing in the Housing Credit. Its aim is to contribute towards the bank effectiveness in this sector. The object-oriented model of information sys-tems planning was used in conjunction with the methodology of the Activity based Costing with the result being an automated process of detection and evaluation of the cost and profitability in the Housing Credit. The basic research includes the study of the current situation in costing and the es-sential characteristics of the Activity based Costing. The methodology, which was selected, includes the detailed examination of the processes and of the cost account-ing system being used by the bank, the depiction of the structure and function of the bank in Housing Credit and the planning of the proposed new Cost Accounting Mod-el. The planning of the object-oriented model includes the entities definition, the activi-ties ordering and leveling, the creation of an activity dictionary, the identification of cost drivers, the design of UML diagrams and, finally, the creation of performance and evaluation indicators for the effectiveness of the bank and for the profitability of the customers. Ο στόχος της παρούσας έρευνας είναι ο σχεδιασμός ενός νέου κοστολογικού μοντέλου βασισμένου στη Κοστολόγηση βάσει Δραστηριοτήτων στη Στεγαστική Πίστη. Ο σκοπός του είναι να συνεισφέρει στην ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της τράπεζας στον τομέα αυτό. Για το σχεδιασμό του μοντέλου χρησιμοποιήθηκε το αντικειμενοστρεφές μοντέλο σχεδίασης πληροφοριακών συστημάτων σε συνδυασμό με τη μεθοδολογία της Κοστολόγησης βάσει Δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας εντοπισμού και αποτίμησης του κόστους και της κερδοφορίας στη Στεγαστική Πίστη. Η βασική έρευνα περιλαμβάνει τη μελέτη της τρέχουσας κατάστασης στην κοστολόγηση και τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Κοστολόγησης βάσει Δραστηριοτήτων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιλαμβάνει τη λεπτομερή εξέταση των διαδικασιών και του κοστολογικού συστήματος που χρησιμοποιεί η τράπεζα, την αποτύπωση της δομής και λειτουργίας της τράπεζας στη στεγαστική πίστη και το σχεδιασμό του προτεινόμενου νέου μοντέλου κοστολόγησης. Ο σχεδιασμός του αντικειμενοστρεφούς μοντέλου περιλαμβάνει τον καθορισμό των οντοτήτων και συσχετίσεων, την ιεράρχηση και διαστρωμάτωση των δραστηριοτήτων, τη δημιουργία λεξικού δραστηριοτήτων, τον προσδιορισμό οδηγών κόστους, το σχεδιασμό διαγραμμάτων UML και τέλος τη δημιουργία δεικτών απόδοσης και αξιολόγησης για την ανάλυση της αποτελεσματικότητας της τράπεζας και της κερδοφορίας των πελατών. 342 268 288 Environment, institutions, health and economic performance The Ph.D. thesis sheds light on three closely linked research questions, pertaining to the relationship between institutional quality and the level of economic development, the link between institutions and environmental performance, and the quantification of the economic cost of the health impact of air pollution attributable diseases. Specifically, the effect of institutions on income per capita and on carbon dioxide (CO2) emissions per capita is estimated in 44 countries in the European region during the period from 1996 to 2014, using panel data estimation techniques. Differences in the effect of institutional quality on the dependent variables among post-socialist states in Central-eastern & South-eastern Europe, the countries in the Western Balkans region and Western European states with no socialist history are examined. Further, direct and indirect effects of institutions on air pollution in the European sub-regions and in the continent as a whole are estimated. The issue of air pollution is also examined under the prism of health and welfare economics, by estimating the economic cost associated with the negative health consequences resulting from exposure to ambient and household PM2.5 air pollution and ambient ozone air pollution in the countries in the Western Balkans region (Albania, Bosnia & Herzegovina, Croatia, Montenegro, North Macedonia and Serbia) and Greece. Both the cost-of-illness (COI) and the Willingness to Pay (WTP) approach are employed. Results are examined separately for each country and in a comparative perspective. Taking into account the ongoing efforts of European integration and convergence efforts among the continent’s sub-regions, but also the risks associated with environmental degradation and climate change, policy implications are discussed. Η διατριβή εξετάζει τρία διασυνδεδεμένα ερευνητικά ερωτήματα, που αφορούν τη σχέση μεταξύ της ποιότητας των θεσμών και του επιπέδου οικονομικής ανάπτυξης, την σύνδεση ανάμεσα στους θεσμούς και την περιβαλλοντική επίδοση, καθώς και την ποσοτικοποίηση του οικονομικού κόστους από τον αντίκτυπο στην υγεία που προκύπτει από ασθένειες που αποδίδονται στην μόλυνση του αέρα. Συγκεκριμένα, εκτιμάται η επίδραση της ποιότητας των θεσμών στο κατά κεφαλήν εισόδημα και στις κατά κεφαλήν εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, σε δείγμα 44 Ευρωπαϊκών χωρών κατά το χρονικό διάστημα 1996-2014, με την χρήση μεθόδων εκτίμησης διαστρωματικών δεδομένων σε χρονοσειρές (πάνελ). Διευρύνονται διαφορές στην επίδραση των θεσμών στις εξαρτημένες μεταβλητές μεταξύ των μετα-σοσιαλιστικών χωρών της Κεντρικής-ανατολικής και Νοτιο-ανατολικής Ευρώπης, των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων και των κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Επίσης, εκτιμάται η άμεση και έμμεση επίδραση των θεσμών στην μόλυνση του αέρα στις Ευρωπαϊκές υπο-περιοχές (όπως αναφέρονται παραπάνω), αλλά και σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Το ζήτημα της μόλυνσης του αέρα μελετάται επίσης υπό το πρίσμα των οικονομικών της ευημερίας και των οικονομικών της υγείας, καθώς εκτιμάται το οικονομικό κόστος που προκύπτει από τις αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία από την έκθεση στην μόλυνση του αέρα (συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης στα λεπτά σωματίδια του περιβάλλοντος και των εσωτερικών χώρων, αλλά και της έκθεσης στο όζον της τροπόσφαιρας) στις χώρες των Δυτικών Βαλκάνιών (Αλβανία, Βοσνία – Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Σερβία) και στην Ελλάδα. Τόσο η μέθοδος cost-of-illness (COI) όσο και η μέθοδος Willingness to Pay (WTP) χρησιμοποιούνται στην εκτίμηση του κόστους. Τα αποτελέσματα εξετάζονται μεμονωμένα για κάθε χώρα αλλά και συγκριτικά. Λαμβάνοντας υπόψιν τις συνεχιζόμενες προσπάθειες στο πεδίο της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τις προσπάθειες σύγκλισης ανάμεσα στις περιφέρειες της Ευρώπης, αλλά και τους κινδύνους που εγκυμονεί η περιβαλλοντική υποβάθμιση και η κλιματική αλλαγή, θέματα/ συνέπειες πολιτικής συζητούνται. 343 380 437 Four essays on demographic economics The objective of this thesis is to probe four demographic events from an economic perspective. Specifically, we employ the Easterlin relative income hypothesis to provide some explanation on movements regarding marriage, non-marital fertility, and fertility postponement. Easterlin claims that young adults decide on several issues based on their relative affluence. By the latter, Easterlin implies that young adults compare their current (potential) economic condition to the one experienced during their childhood. Thus, the higher the affluence enjoyed in childhood, the higher their demands in young adulthood. This is, in short, the Easterlin relative income hypothesis. We retrieve data from IPUMS-CPS for the period 1981-2016 across the US for white non-Hispanics (due to data availability) to provide some evidence on the latter. Results corroborate the hypothesis. Relative income of young adults found statistically significant for all the three aforementioned demographic events. In particular, relative income is related negatively to non-marital fertility and women’s fertility postponement, but positively to marriage rates. In addition, we find that relative income behaves better than the absolute one (in size and statistical significance aspects) with respect to marriage and premarital births. Next, we examine the fertility rebound. The latter took place in late 90s early 00’s especially in the most developed countries. Conventional wisdom tests for the rebound with respect to HDI (Human Development Index) and GDP (Gross Domestic Product) per capita. We differentiate by testing the rebound in terms of labour productivity and female labour force participation, except for GPD per capita. Our analysis focuses on the turning points of two developed OECD income country groups (high and low income) that spans the period 1970-2016. The aim is to find out the factor (among labour productivity, female labour force participation, and GDP per capita) for which the turning points of the rebound (if confirmed) between the two groups, are closer, or coincide (statistically insignificant). Results show that differences in turning points are closer for labour productivity rather than GDP per capita or female labour force participation. Some thoughts on why the latter might hold are provided at the first part of the paper, based on demography, economic theory, and recent evidence. We conclude that labour productivity arises as the most important economic factor for the onset of the fertility rebound. Η παρούσα διατριβή αποβλέπει στην εξέταση τεσσάρων δημογραφικών γεγονότων υπό την προοπτική της οικονομικής επιστήμης. Ειδικότερα, επιχειρεί την διερεύνηση του σχετικού εισοδήματος του Easterlin ως προς την εξέλιξη των εξής δημογραφικών γεγονότων: του γάμου, της γεννητικότητας εκτός γάμου, και του φαινομένου της ηλικιακής μετάθεσης της γεννητικότητας εν γένει. Ο Easterlin θεωρεί ότι τα νεότερα άτομα λαμβάνουν τις αποφάσεις τους επί τη βάσει της σχετικής τους αφθονίας. Αυτό σημαίνει ότι προβαίνουν σε μία σύγκριση, μεταξύ της παρούσης (δυνάμει) κατάστασής τους, και εκείνης που βίωσαν κατά την διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας. Ως εκ τούτου, όσο υψηλότερο το επίπεδο διαβίωσής τους ως ανήλικοι, τόσο υψηλότερες οι απαιτήσεις τους στη νεότητά τους. Αυτή είναι, εν συντομία, η υπόθεση του σχετικού εισοδήματος του Easterlin. Προκειμένου να εξετάσουμε αυτήν την υπόθεση, χρησιμοποιούμε μίκρο-δεδομένα από την βάση IPUMS-CPS για την περίοδο μεταξύ 1976 και 2016. Το πεδίο της έρευνά μας είναι οι ΗΠΑ, και ειδικότερα οι λευκοί μη-ισπανοί πολίτες (λόγω προσβασιμότητας). Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν την διατυπωθείσα υπόθεση. Το σχετικό εισόδημα των ατόμων νεαρής ηλικίας προκύπτει στατιστικά σημαντικό και στα τρία προαναφερθέντα δημογραφικά γεγονότα. Πιο συγκεκριμένα, το σχετικό εισόδημα συσχετίζεται αρνητικά με τη γεννητικότητα εκτός γάμου και του φαινομένου της μετάθεσης της γεννητικότητας εν γένει, αλλά θετικά με τα ποσοστά γάμου σε αυτέ τις ηλικίες. Επιπροσθέτως, βρίσκουμε ότι το σχετικό εισόδημα προβλέπει καλύτερα τα ποσοστά γάμου και την μετάθεση της γεννητικότητας από το απόλυτο εισόδημα, τόσο ως προς το μέγεθος των συντελεστών, όσο και ως προς την στατιστική σημαντικότητα. Εν συνεχεία, εξετάζεται το φαινόμενο της ανάκαμψη της γυναικείας γονιμότητας (fertility rebound). Αυτό το φαινόμενο συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 90 με αρχές του 00 και έλαβε χώρα, κατά κύριο λόγο, στις ανεπτυγμένες χώρες. Η μέχρι τούδε έρευνα το έχει εξετάσει ως προς τον δείκτη της ανθρώπινης ανάπτυξης (HDI) και το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (GDP per capita). Στο αντίστοιχο κεφάλαιο, προσθέτουμε, επιπλέον, την παραγωγικότητα της εργασίας και τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Η εξέτασή μας αυτή καλύπτει την περίοδο από το 1970 έως το 2016 για χώρες του ΟΟΣΑ. Σχηματίζουμε δύο ομάδες χωρών (υψηλού και χαμηλού εισοδήματος). Ο στόχος είναι να ανακαλύψουμε εκείνο τον παράγοντα (μεταξύ ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, παραγωγικότητας της εργασίας, συμμετοχής των γυναικών στην εργασία) για τον οποίο τα σημεία καμπής μεταξύ των δύο ομάδων βρίσκονται εγγύτερα, ή και ταυτίζονται (στατιστικά ασήμαντα). Τα εξαχθέντα αποτελέσματα φανερώνουν ότι αυτή η απόσταση ελαχιστοποιείται για την παραγωγικότητα της εργασίας. Στο πρώτο μέρος αυτής της εργασίας, και στηριζόμενοι στην δημογραφία, την οικονομική θεωρία, και ορισμένα πρόσφατα δεδομένα, παραθέτουμε μερικές σκέψεις επί του τελικού αποτελέσματος. Καταλήγουμε ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για την εκκίνηση της ανάκαμψης της γυναικείας γονιμότητας. 344 213 191 Empirical analysis of auditor's independence in Greece Εμπειρική προσέγγιση της ανεξαρτησίας του ορκωτού ελεγκτή στον ελληνικό χώρο The objective of this research was to examine the effect of certain variables on auditor's independence. It was hypothesized that the independence of: a) Large auditing firm would be less likely to become impaired than that of smaller firm, b) auditing firms in a low competition (audit) environment would be perceived as less threatened than the independence of firms in high competition environments, c) auditor offering management advisory services (MAS) to audit clients would be perceived as more likely to become impaired than those who did not offer MAS, d) auditor who had performed the audit for a given client for more than three years would be perceived as more likely to become impaired than those who did not performs the audit for less than three years. Subjects were selected from: a) chartered accountants, b) bank commercial officers, c) financial analysts, and were asked to rate sixteen scenarios on a five point scale on the perceived risk that the independence of the audit firms depicted in the scenarios might become impaired. A repeated measures analysis of variance was used in analyzing the scenario judgments across all subject groups and within each group. The results indicated that subjects perceive all factors as a risk on auditors’ independence. Το αντικείμενο της παρούσας έρευνας ήταν να εξεταστεί η επίδραση ορισμένων παραγόντων καθώς και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις στην ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή. Συγκεκριμένα: α) το μέγεθος της ελεγκτικής εταιρίας, β) η παροχή διοικητικών και ελεγκτικών υπηρεσιών από τον ορκωτό ελεγκτή προς την ελεγχόμενη εταρία, γ) ο ανταγωνισμός μεταξύ των ελεγκτικών εταιριών, δ) ο συνολικός χρόνος παραμονής σε έτη του ορκωτού ελεγκτή στην ελεγχόμενη εταιρία. Ο συνδυασμός των τεσσάρων παραγόντων με δύο επίπεδα: μεγάλο ή μικρό μέγεθος ελεγκτικής εταιρίας, ναι ή όχι στην παροχή διοικητικών-ελεγκτικών υπηρεσιών, υψηλός ή χαμηλός ανταγωνισμός λιγότερα ή περισσότερα από τρία έτη παραμονής του ορκωτού ελεγκτή. Δημιουργήθηκαν δεκαέξι (16) ερωτήσεις-σενάρια. Τα άτομα του δείγματος: α) ορκωτοί ελεγκτές, β) τραπεζικά στελέχη, γ) χρηματιστές, καλούνταν να βαθμολογήσουν σε μια κλίμακα από το ένα έως το πέντε εάν το κάθε υπό εξέταση σενάριο δημιουργούσε κίνδυνο απώλειας της ανεξαρτησίας του ορκωτού ελεγκτή. Η μέθοδος που εφαρμόστηκε ήταν η ανάλυση της διακύμανσης και έλαβε χώρα τόσο συνολικά όσο και ανά ερευνητική ομάδα. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την διεξαχθήσα έρευνα έδειξαν ότι και οι τέσσερις παράγοντες επιδρούν στην ανεξαρτησία του ορκωτού ελεγκτή. 345 452 470 Machine learning in sonification of expressive gesture with the use of stochastic models Η μηχανική μάθηση στην ηχοποίηση εκφραστικής χειρονομίας με τη χρήση στοχαστικών μοντέλων A wider scope of this thesis is to investigate the gestural know-how of a musician and specifically of a pianist, which includes not only the acquisition of theoretical knowledge but also that of practical skills. Emphasis is given, in this thesis, in the expressive gesture and its variations. The gesture recognition is accomplished by using machine-learning algorithms and motion capture technologies. According to the literature review, several research approaches have been conducted aiming not only at the recognition of the performed gesture but also at the sonification of the gesture. However, a weakness that emerges is that the existing methodologies fail to take into account expressive variations that may occur during the performance of the incoming gesture with respect to the template gesture. This results in the recognition not being correct throughout the performance of the expressive gesture and in overlaps occurring between the different classes of classification. As a consequence, the sonification of the expressive gesture is not fluid and immediate. For this purpose, the proposed thesis presents a novel methodology which aims at a) the stochastic modeling, b) the gesture recognition and c) the sonification of the expressive gesture of the user, taking into account possible variations that may occur during the performance of the expressive gesture. This is achieved with the development of the Expert Operational Model, through which the confidence bounds are extracted. The added value of the Expert Operational Model, and thus of the confidence bounds, is that, during the recognition, the system prevents numerical errors that may occur due to variations, made either intentionally or not, and which may also be regarded as expressive elements of the performance of the gesture. The recognition of the expressive gesture is implemented by using machine-learning algorithms and specifically the Particle Filter algorithm. In addition, sound synthesis methods are applied to gesture sonification, providing the user the ability to resynthesize and manipulate the sound continuously and in real-time. The evaluation of the proposed methodology in comparison with established techniques and machine-learning algorithms, shows higher percentages of recognition, accuracy and similarity between the produced sound and the original. Another observation is that the quality of the produced and resynthesized sound in real-time, directly depends on the quality of the recognition of the expressive gesture. The better the performance of the incoming expressive gesture, the better, more fluid and without oscillations is the recognition of the expressive gesture. Hence, the re-synthesis of the sound is better and more fluid. Finally, the positive results of the evaluation, along with the proposed theoretical framework, confirm the efficient use of the confidence bounds in the recognition and sonification of the expressive gesture. Ευρύτερο αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί η διερεύνηση της χειρονομιακής τεχνογνωσίας του μουσικού και συγκεκριμένα του πιανίστα, η οποία περιλαμβάνει την απόκτηση όχι μόνο θεωρητικών γνώσεων αλλά και πρακτικών δεξιοτήτων. Στη συγκεκριμένη διατριβή, έμφαση δίνεται κυρίως στην εκφραστική χειρονομία και στις διακυμάνσεις της. Η αναγνώριση της χειρονομίας επιτυγχάνεται με τη χρήση αλγορίθμων μηχανικής μάθησης και τεχνολογιών αναγνώρισης της κίνησης. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφική επισκόπηση, αρκετές έρευνες που έχουν διεξαχθεί στοχεύουν όχι μόνο στην αναγνώριση της χειρονομίας που εκτελείται από το χρήστη αλλά και στην ηχοποίηση αυτής. Μια αδυναμία όμως που αναδύεται, έγκειται στο ότι οι υπάρχουσες μεθοδολογίες αδυνατούν να λάβουν υπόψη τους πιθανές εκφραστικές διακυμάνσεις και μεταβολές που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εισερχόμενης χειρονομίας του χρήστη σε σχέση με τη χειρονομία πρότυπο του ειδικού. Αυτό έχει ως συνέπεια η αναγνώριση να μην είναι σωστή καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της εκφραστικής χειρονομίας και να υπάρχουν αλληλοεπικαλύψεις ανάμεσα στις διαφορετικές κλάσεις της ταξινόμησης, με αποτέλεσμα να μην είναι ομαλή και συνεχόμενη και η ηχοποίηση της εκφραστικής χειρονομίας. Για το λόγο αυτό, η παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζει μια πρωτότυπη μεθοδολογία που αποσκοπεί α) στη στοχαστική μοντελοποίηση, β) στην αναγνώριση και γ) στην ηχοποίηση της εκφραστικής χειρονομίας του χρήστη, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές μεταβολές και διακυμάνσεις που μπορεί να συμβούν κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της εκφραστικής χειρονομίας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη δημιουργία και την ανάπτυξη του Λειτουργικού Μοντέλου του Ειδικού, μέσω του οποίου υπολογίζονται τα όρια εμπιστοσύνης. Η προστιθέμενη αξία του Λειτουργικού Μοντέλου του Ειδικού και κατ’ επέκταση των ορίων εμπιστοσύνης, είναι ότι κατά τη διάρκεια της αναγνώρισης, το σύστημα αποτρέπει αριθμητικά σφάλματα που μπορεί να συμβούν λόγω μεταβολών και διακυμάνσεων, που γίνονται είτε εσκεμμένα είτε όχι, και τα οποία μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως εκφραστικά στοιχεία της εκτέλεσης της χειρονομίας. Η αναγνώριση της εκφραστικής χειρονομίας υλοποιείται με τη χρήση αλγορίθμων μηχανικής μάθησης και συγκεκριμένα του αλγορίθμου Φίλτρο Σωματιδίων. Επιπρόσθετα για την ηχοποίηση της εκφραστικής χειρονομίας εφαρμόζονται μέθοδοι σύνθεσης ήχου, παρέχοντας στο χρήστη τη δυνατότητα επανασύνθεσης και χειρισμού του ήχου συνεχόμενα και σε πραγματικό χρόνο. Η αξιολόγηση της μεθοδολογίας μέσω της συγκριτικής μελέτης με άλλους αλγορίθμους γνωστούς στη βιβλιογραφία, έδειξε υψηλότερα ποσοστά αναγνώρισης, ακρίβειας και ομοιότητας ανάμεσα στον παραγόμενο και στον πρωτότυπο ήχο. Παρατηρήθηκε επίσης ότι η ποιότητα του παραγόμενου ήχου που επανασυντίθεται σε πραγματικό χρόνο από τα χειρονομιακά δεδομένα του χρήστη, εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα αναγνώρισης των εκφραστικών χειρονομιών. Δηλαδή, όσο καλύτερη είναι η εκτέλεση της εισερχόμενης εκφραστικής χειρονομίας, τόσο καλύτερη, ομαλότερη και χωρίς ταλαντώσεις είναι η αναγνώριση της εκφραστικής χειρονομίας και άρα τόσο καλύτερη και ομαλότερη είναι και η επανασύνθεση του ήχου. Τέλος, τα θετικά αποτελέσματα της αξιολόγησης, σε συνδυασμό με το προτεινόμενο θεωρητικό πλαίσιο, επιβεβαιώνουν ότι είναι αποδοτική η χρήση των ορίων εμπιστοσύνης κατά την αναγνώριση και την ηχοποίηση της εκφραστικής χειρονομίας. 346 245 259 Crisis management: the strategic role of HR department in dealing with crisis Διαχείριση κρίσεων: ο στρατηγικός ρόλος της διοίκησης ανθρωπίνων πόρων στην αντιμετώπιση τους The Thesis deals with the field of organizational crisis management. It specializes in the strategic role that the HR Department can undertake as a main member of an organization’s Crisis Management Team. The extensive literature review reveals the lack of studies and in-depth analysis of the strategic role that the HR Department may contribute under the threat of a crisis. In addition, it is noted that this gap concerns both the scientific fields of Crisis Management and HR Management. Filling this gap, alongside with some additional goals, was set as the main purpose of this dissertation. Based on the current bibliography and the thorough analysis of real case studies of organizations that experienced critical events and the methods followed (successful or not) in managing them, the new role of the HR Department, in terms of crisis management, is proposed and analyzed. Furthermore, within the purpose of measuring and studying the case of the Greek organizations in terms of their familiarization with the field of Organizational Crisis Management, as well as the role that their HR Department already holds, a research model was conceptualized based on the existing literature review. After collecting, analyzing and processing the data, the research hypotheses are tested, and the final findings are formed. Therefore, the examination and evaluation of the findings of the research takes place as well as the comparison between the Greek reality and the international standards. Η διατριβή πραγματεύεται το πεδίο της Διαχείρισης Οργανωσιακών Κρίσεων. Επικεντρώνεται στον στρατηγικό ρόλο που δύναται να διαδραματίσει το τμήμα Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων ως κύριο μέλος της Ομάδας Διαχείρισης Κρίσεων ενός οργανισμού. Διαμέσου της εκτενούς βιβλιογραφικής ανασκόπησης, διαφαίνεται η έλλειψη μελετών και διεξοδικής ανάλυσης όσον αφορά τον καθοριστικό ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει το τμήμα Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων, υπό την απειλή μιας κρίσης. Επιπρόσθετα, παρατηρείται πως η εν λόγω έλλειψη αφορά και τα δυο επιστημονικά πεδία, της Διαχείρισης Κρίσεων και της Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων. Η κάλυψη αυτού του κενού, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων πρόσθετων στόχων, τέθηκε ευθύς εξαρχής ως ο κύριος σκοπός της παρούσας διατριβής. Βάσει της βιβλιογραφίας και της ενδελεχούς μελέτης πραγματικών περιπτώσεων οργανισμών που ήρθαν αντιμέτωποι με κρίσιμα γεγονότα, καθώς και με τον τρόπο (επιτυχημένο ή όχι) που τα αντιμετώπισαν, προτείνεται διεξοδικά ο νέος ρόλος που καλείται να αναλάβει το τμήμα Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων ενός οργανισμού στη διάρκεια μιας κρίσης. Επιπρόσθετα, προκειμένου να μετρηθεί και να μελετηθεί η περίπτωση των ελληνικών επιχειρήσεων όσον αφορά τον βαθμό εξοικείωσής τους με το πεδίο της Διαχείρισης Οργανωσιακών Κρίσεων, καθώς και τον ρόλο που ήδη διαδραματίζει το τμήμα Διοίκησης Ανθρωπίνων Πόρων των εκάστοτε επιχειρήσεων, προσδιορίζεται ένα ερευνητικό μοντέλο, βασισμένο στην αξιοποίηση της υφιστάμενης βιβλιογραφίας γύρω από το υπό εξέταση θέμα. Μετά την συλλογή, ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων, πραγματοποιείται ο έλεγχος των ερευνητικών υποθέσεων και διαμορφώνονται τα τελικά αποτελέσματα. Ακολούθως, λαμβάνει χώρα η εξέταση και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, καθώς και η σύγκριση της ελληνικής πραγματικότητας με τα διεθνή πρότυπα. 347 283 297 Οι σύγχρονες προκλήσεις της εξαγωγικής επέκτασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η 4η βιομηχανική επανάσταση In recent decades more and more SMEs have been turning their attention to internationalization, while the internet and technological progress are the driving forces behind the increase in their competitiveness in international markets. The year 2011 marks the beginning of the 4th Industrial Revolution (Industry 4.0) in Hanover, leading to a radical change in the global industrial environment with the introduction of new technologies. The present thesis attempts to analyze the 4th Industrial Revolution as a contemporary challenge for the international expansion of SMEs. In the first chapter, the thesis provides a thorough analysis of the concept of an SME, introducing its definition and specific characteristics. This first section concludes with the dominant role that SMEs play in the economies of EU countries and particularly in the Greek economy. In the third chapter, the concept of export expansion for SMEs is developed though presentation of the incentives, advantages and disadvantages of export activity. This part also emphasizes the obstacles that SMEs face when choosing the path of exports and identifies their classification methods. The fourth chapter presents the Industry 4.0 by explaining its meaning and vision as well as by identifying the main tools that it consists of. The study investigates comprehensively the digital maturity of the EU SMEs, cites the results of relevant surveys and identifies the obstacles to the application of emerging technologies that slow it down. Moreover, the chapter describes in detail the correlation between Industry 4.0 and the international expansion of SMEs according to relevant studies that focused their interest on this specific research field. Concluding the analysis, based on the relevant literature, the main conclusions about Industry 4.0 as a contemporary challenge of internationalization of SMEs are presented. Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότερες ΜμΕ έχουν στρέψει το ενδιαφέρον τους ως προς τη διεθνοποίησή τους, με το διαδίκτυο και την τεχνολογική εξέλιξη να συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους στις διεθνείς αγορές. Το 2011 κηρύσσεται η έναρξη της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης στο Αννόβερο, οδηγώντας τα τελευταία χρόνια σε ριζική αλλαγή του βιομηχανικού περιβάλλοντος εισάγοντας νέες τεχνολογίες. Στην παρούσα εργασία γίνεται μία προσπάθεια ανάλυσης της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης ως σύγχρονη πρόκληση για την εξαγωγική επέκταση των ΜμΕ. Αρχικά, εξετάζεται η έννοια της Μικρομεσαίας Επιχείρησης (ΜμΕ), ορίζοντάς την και παραθέτοντας τα ειδικά χαρακτηριστικά που διαθέτει. Στη συνέχεια, προσδιορίζεται ο κυρίαρχος ρόλος που παίζουν στις οικονομίες των κρατών της ΕΕ και μεμονωμένα στην ελληνική οικονομία. Παράλληλα αναπτύσσεται η έννοια της εξαγωγικής επέκτασης για τις ΜμΕ εντοπίζοντας τα κίνητρα, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της εξαγωγικής δραστηριότητας. Επιπρόσθετα, γίνεται εστίαση στα εμπόδια που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ΜμΕ επιλέγοντας το μονοπάτι των εξαγωγών, ορίζοντάς τα και εντοπίζοντας τις μεθόδους ταξινόμησής τους. Εν συνεχεία, στο Κεφάλαιο 4 παρουσιάζεται η 4η Βιομηχανική Επανάσταση επεξηγώντας την έννοια και το όραμά της εντοπίζοντας τα κύρια εργαλεία που την αποτελούν. Ερευνάται η ψηφιακή ωριμότητα των ΜμΕ της ΕΕ, παραθέτοντας τα αποτελέσματα αντίστοιχων ερευνών, ενώ μετέπειτα επισημαίνονται τα εμπόδια εφαρμογής των αναδυόμενων τεχνολογιών που επιβραδύνουν την άμεση υιοθέτησή τους από τις ΜμΕ μετατρέποντάς το σε μεγάλη πρόκληση για αυτές και σημαντικό παράγοντα για τη μελλοντική τους επιβίωση. Στη συνέχεια, εντοπίζεται η σχέση της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης με την εξαγωγική επέκταση των ΜμΕ παρουσιάζοντας έρευνες οι οποίες εστίασαν το ενδιαφέρον τους στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο. Ολοκληρώνοντας την ανάλυση, βάση της σχετικής βιβλιογραφίας, παραθέτονται τα βασικά συμπεράσματα σχετικά με την 4η Βιομηχανική Επανάσταση ως σύγχρονη πρόκληση διεθνοποίησης των ΜμΕ καθώς και οι προτάσεις. 348 222 215 Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων: η περίπτωση της Ελληνικής Αστυνομίας. The objective of this project is the analysis of the concept of control – as it has been enhanced and renamed, following practices of modern public management, in «appraisal». The attention focuses on the broader public sector and the Greek Police. Starting with a brief history, the concept of evaluation is analyzed and various definitions offered by the literature are given. Additionally the attention focuses to the potential benefits that appraisal brings and the difficulties arising during its implementation. Then, the project refers to the relevant legislation - shown up over the years – while its tools, carriers and its objects are presented. Finally, proposals for the optimization of the appraisal procedure are presented in the light of relevant literature. More specifically, the criteria which are necessary for the achievement of good evaluation and the mistakes that should be avoided according to the literature are determined. The fact that there is a transitional phase regarding the implementation of legislation through which many problems occur is emphasized. Proposal of this paper is that the assessment should not be limited to the context of the person in charge and that combinations of both operators and methods of assessment, based on the literature, should be used. Finally further study of the evaluation results of the Police personnel is proposed, after their participation in continuing training. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση της έννοιας του ελέγχου - όπως αυτός έχει εμπλουτιστεί και μετονομαστεί, ακολουθώντας πρακτικές του σύγχρονου δημόσιου μάνατζμεντ, σε «αξιολόγηση». Εστιάζεται η προσοχή στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα και στην Ελληνική Αστυνομία. Με αφετηρία μία σύντομη ιστορική αναδρομή, αναλύεται η έννοια της αξιολόγησης και δίνονται διάφοροι ορισμοί που προσφέρονται από τη σχετική βιβλιογραφία. Επιπρόσθετα δίνεται έμφαση στα ενδεχόμενα οφέλη που επιφέρει καθώς και τις δυσκολίες που εμφανίζονται κατά την εφαρμογή της. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στη νομοθεσία από την οποία διέπεται - στο πέρασμα των ετών - και παρουσιάζονται τα εργαλεία της, οι φορείς και τα αντικείμενά της. Τέλος, παρουσιάζονται προτάσεις για την βελτιστοποίησή της, με γνώμονα τη σχετική βιβλιογραφία. Πιο συγκεκριμένα, καθορίζονται τα κριτήρια που είναι απαραίτητα για την επίτευξη της ορθής αξιολόγησης, αλλά και τα λάθη που πρέπει να αποφεύγονται με βάση τη βιβλιογραφία. Τονίζεται το γεγονός ότι διανύεται μια μεταβατική φάση εφαρμογής των νομοθετημάτων και παρουσιάζονται πολλά προβλήματα κατά την διάρκεια της. Πρόταση της παρούσας εργασίας είναι να ξεφύγει η αξιολόγηση από την μονόπλευρη διάσταση του προϊσταμένου και να χρησιμοποιηθούν συνδυασμοί τόσο ως προς τους φορείς όσο και τις μεθόδους. Τέλος προτείνεται η μελέτη των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των Αστυνομικών, μετά τη συμμετοχή σε προγράμματα συνεχιζόμενης κατάρτισης. 349 407 428 The public debt: the case of Greece (theory, statistical data & sustainability)" Το δημόσιο χρέος: η περίπτωση της Ελλάδος (θεωρία, στατιστικά δεδομένα & βιωσιμότητα) Against the backdrop of the Greek Public Debt Crisis, the topic of my dissertation is "The Theory of Public Debt". It will examine the theory of Public Debt, the conditions for its Sustainability and focus on the case of the Greek Sovereign Debt. This paper consists of three Chapters - Thematic Pillars. Chapter One gives some introductory details and some definitions of Government Deficits and Government Debt in general. Specifically, once the Definitions of Budget Deficits and their distinctions are given, the ways in which the Deficits are financed and the consequences of high deficits are examined in theory. Then, the definition of Public Debt, its distinction between Internal and External is given, and its evolution is studied on a theoretical level while the concept of a country's budgetary burden is introduced. Chapter Two provides some empirical evidence for the evolution of government debt in Greece. In more detail, on the one hand, there is a reference to the evolution of government debt and the fiscal deficit over the past 50 years, and on the other hand, a comparison of Greece with EU countries on the Excessive Deficit and Debt crisis. Next, we analyze the way in which public debt is financed in Greece, the public sector assets and the concept of net debt, while the chapter closes with the factors that affect the size of the government deficits and public debt in Greece. The Third and final Chapter introduces the Theoretical Basis of Public Debt and introduces the concept of its Sustainability. In particular, the various ways of financing the fiscal deficits are first examined algebraically through the development of a model, then the Twin Deficit Theory, that is the theory of the interaction between the financial balance and the current account balance, is established, while Robert Barro's Theory of Ricardian Equivalence is formulated and studied. Next, the factors of government debt fluctuation are listed and the debt dynamics are then analyzed through the Government Dynamic Income Limitation. In the context of government debt dynamics, Sargent and Wallace's Unpleasant Monetary Arithmetic (1981) is founded. Following is the Theory of Formation and Stabilization of Public Debt under Specific Deficits and Growth Rates as well as the Mathematical Basis of Public Debt through two models, one in continuous and the other in discrete time. Finally, some models and some Sustainability Indicators of Government Debt are listed. Στις ημέρες μας, ένα από τα πιο πολυσυζητημένα και κυρίαρχα θέματα στη χώρα μας, την Ελλάδα, είναι η κρίση του Δημοσίου Χρέους. Με αφορμή αυτό το γεγονός και εξαιτίας του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός μου για τη Δημόσια Οικονομική και τη Μακροοικονομική Θεωρία, σκέφτηκα πως θα ήταν εύλογο το θέμα της Διπλωματικής μου εργασίας να είναι ΄΄Η Θεωρία του Δημοσίου Χρέους΄΄. Συνεπώς, η παρούσα εργασία αφορά τη Θεωρία του Δημοσίου Χρέους, τη Βιωσιμότητά του και ορισμένα Στατιστικά Στοιχεία όσον αφορά την Ελλάδα. Η παρούσα εργασία απαρτίζεται από τρία Κεφάλαια – Θεματικούς Άξονες. Στο Πρώτο Κεφάλαιο δίνονται κάποια εισαγωγικά στοιχεία και κάποιοι ορισμοί για τα Δημοσιονομικά Ελλείμματα και το Δημόσιο Χρέος εν γένει. Πιο συγκεκριμένα, αφού δοθούν οι ορισμοί για το Δημοσιονομικό Έλλειμμα και οι διακρίσεις του, εξετάζονται θεωρητικά οι τρόποι χρηματοδότησης των Δημοσιονομικών Ελλειμμάτων & οι συνέπειες των υψηλών Ελλειμμάτων. Ακολούθως, δίνεται ο ορισμός του Δημοσίου Χρέους, η διάκρισή του σε Εσωτερικό και Εξωτερικό και μελετάται η εξέλιξή του σε θεωρητικό επίπεδο ενώ εισάγεται και η έννοια του Δημοσιονομικού Βάρους μιας χώρας. Στο Δεύτερο Κεφάλαιο δίνονται κάποια Εμπειρικά Στοιχεία για την Εξέλιξη του Δημοσίου Χρέους στην Ελλάδα. Αναλυτικότερα, αφενός γίνεται αναφορά στην διαχρονική εξέλιξη του Δημοσίου Χρέους και του Δημοσιονομικού Ελλείμματος, αφετέρου γίνεται μία σύγκριση της Ελλάδος με χώρες της Ε.Ε. αναφορικά με την κρίση υπερβολικού Ελλείμματος και Χρέους. Έπειτα, αναλύεται ο τρόπος χρηματοδότησης του Δημοσίου Χρέους στην Ελλάδα, το ενεργητικό του Δημοσίου Τομέα και η έννοια του Καθαρού Χρέους ενώ το κεφάλαιο κλείνει με τους παράγοντες που επηρεάζουν το μέγεθος των Δημοσιονομικών Ελλειμμάτων και του Δημοσίου Χρέους στην Ελλάδα. Στο Τρίτο και τελευταίο Κεφάλαιο γίνεται η Θεωρητική Θεμελίωση του Δημοσίου Χρέους και εισάγεται η έννοια της Βιωσιμότητάς του. Πιο συγκεκριμένα, αρχικά εξετάζονται αλγεβρικώς οι διάφοροι τρόποι χρηματοδότησης των Δημοσιονομικών Ελλειμμάτων μέσα από την ανάπτυξη ενός υποδείγματος, έπειτα θεμελιώνεται η Θεωρία των Διδύμων Ελλειμμάτων, ήτοι η θεωρία αλληλεπίδρασης μεταξύ ισοζυγίου δημοσιονομικού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ενώ διατυπώνεται και μελετάται ακολούθως το Θεώρημα της Ρικαρδιανής Ισοδυναμίας του Robert Barro. Εν συνεχεία, παρατίθενται οι παράγοντες μεταβολής του Δημοσίου Χρέους ενώ αναλύεται έπειτα η Δυναμική του Δημοσίου Χρέους δια του Δυναμικού Εισοδηματικού Περιορισμού της Κυβερνήσεως. Στα πλαίσια της Δυναμικής του Δημοσίου Χρέους θεμελιώνεται και η Δυσάρεστη Μονεταριστική Αριθμητική των Sargent & Wallace. Ακολουθεί η Θεωρία περί Διαμόρφωσης και Σταθεροποίησης του Δημοσίου Χρέους υπό συγκεκριμένων ελλειμμάτων και ρυθμών μεγεθύνσεως καθώς και η μαθηματική θεμελίωση του Δημοσίου Χρέους μέσα από δύο υποδείγματα, το ένα σε συνεχή και το άλλο σε διακριτό χρόνο. Τέλος, παρατίθενται ορισμένα υποδείγματα και κάποιοι Δείκτες Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους. 350 265 295 Η διερεύνηση της αυτό-αποτελεσματικότητας, του άγχους και της επαγγελματικής εξουθένωσης των εκπαιδευτικών ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ). Students with Autism Spectrum Disorder (ASD) exhibit unique characteristics that pose challenges for teachers (Foster,1980). The responsibility for teaching students with Autism Spectrum Disorder (ASD) may lead them to a reduced sense of self efficacy and increased levels of stress and burnout (Jennett et al., 2003). Research studies revealed that teachers who feel competent are not at risk for job stress and burnout (Schwarzer & Hallum, 2008). In other words, teachers with high sense of self-efficacy would experience less job stress, which in turn would prevent them from burnout, especially in the field of special education (Jennett et al., 2003) The purpose of the current study is to explore perceived self- efficacy , stress and burnout among teachers of individuals with Autism Spectrum Disorder (ASD) and the relationship between them. In order to achieve this goal the opinions of 157 teachers of individuals with Autism Spectrum Disorder (ASD) of primary and secondary schools were collected via questionnaires. The results showed that teachers of individuals with Autism Spectrum Disorder (ASD) had a moderate to high sense of self- efficacy and experienced moderate levels of stress and burnout. In addition the results showed that there is a significant relationship between self-efficacy and the three dimensions of burnout, suggesting that teachers with higher levels of self- efficacy are less likely to experience the feelings of burnout. ASSET scores were significantly correlated with scores on only two of the four ITS subscales. The data also resulted on statistically significant differences on the gender, age, occupational status, training and years of experience on ASSET and the subscales of other questionnaires. Τα άτομα με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θέτουν προκλήσεις στους εκπαιδευτικούς (Foster,1980). Η ευθύνη για τη διδασκαλία των παιδιών αυτών μπορεί να οδηγήσει τους εκπαιδευτικούς των μαθητών με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) σε χαμηλή αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας και σε υψηλά επίπεδα άγχους και επαγγελματικής εξουθένωσης (Jennett et al., 2003). Έρευνες, μάλιστα, δείχνουν πως οι εκπαιδευτικοί που πιστεύουν στις ικανότητες τους αναφέρουν χαμηλότερα επίπεδα άγχους και επαγγελματικής εξουθένωσης (Schwarzer & Hallum, 2008). Με άλλα λόγια, οι εκπαιδευτικοί με υψηλή αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας μπορεί να βιώσουν λιγότερο επαγγελματικό άγχος το οποίο με τη σειρά του μπορεί να αποτελέσει προστατευτικό παράγοντα για την επαγγελματική εξουθένωση, ιδιαίτερα στο χώρο της ειδικής αγωγής (Jennett et al., 2003). Σκοπός της παρούσης έρευνας είναι να διερευνήσει την αυτό-αποτελεσματικότητα, το άγχος και την επαγγελματική εξουθένωση των εκπαιδευτικών ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) και τις μεταξύ τους σχέσεις. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού συλλέχθηκαν μέσω ερωτηματολογίου οι απόψεις 157 εκπαιδευτικών ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα αποτελέσματα έδειξαν πως οι εκπαιδευτικοί ατόμων με Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ΔΑΦ) έχουν σχετικά υψηλή αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας και βιώνουν μέτρια επίπεδα άγχους και επαγγελματικής εξουθένωσης. Επίσης τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπάρχει μια σημαντική σχέση ανάμεσα στην αυτό-αποτελεσματικότητα και στις τρεις διαστάσεις της επαγγελματικής εξουθένωσης υποδηλώνοντας πως οι εκπαιδευτικοί με υψηλά επίπεδα αυτό-αποτελεσματικότητας είναι λιγότερο πιθανό να βιώσουν αισθήματα επαγγελματικής εξουθένωσης. Επιπλέον, τα σκορ της κλίμακας της αυτό-αποτελεσματικότητας (ASSET) συσχετίστηκαν με τα σκορ μόνο των δυο υποκλίμακων από τις συνολικά τέσσερις της κλίμακας του άγχους (ITS). Επιπλέον βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς το φύλο, την ηλικία, το εργασιακό καθεστώς, την επιμόρφωση και την εμπειρία στην ASSET και τις υποκλίμακες των άλλων ερωτηματολογίων. 351 327 342 Determination of shareholder value creation based on economic and accounting profit in the context of Value based Management: critical review and empirical research on Greek listed commercial banks. Προσδιορισμός της αξίας που δημιουργείται για τους μετόχους με βάση το οικονομικό και λογιστικό κέρδος στα πλαίσια του συστήματος διοίκησης με βάση την αξία: κριτική επισκόπηση και εμπειρική διερεύνηση στις εισηγμένες ελληνικές εμπορικές τράπεζες. The main objective of the present thesis is to empirically examine the ability of various widely used economic and accounting metrics in explaining shareholder value creation in Greek banking sector, and namely in Greek commercial banks listed in ASE. Besides, the correlations between shareholder value and some of the most important financial ratios which determine bank profitability (liquidity, leverage, assets' quality) are studied. Both economic and accounting profits can be used in the decision making process when applying Value Based Management, which aims to align management targets with shareholders' interests. The study covers the period from 1997 to 2008, while the analysis was carried out in two subsamples, before and after the adoption of international accounting standards by Greek commercial banks. A number of univariate linear regressions in the panel data sets are carried out. Fixed effects were added in cross sections and/or time periods. Non parametric analysis was also conducted. The outcomes of the empirical research showed that market value added is explained in a statistical significant relationship by economic value added more than by accounting profits, indicating the predominance of economic profit regardless the accounting principles and standards applied. On the other hand, accounting profits were significantly more correlated with stock returns, but this outcome was not confirmed in the non-normality analysis. The adjustments made in Net Operating Profit after Taxes and Capital Invested in order to capture characteristics of banking firms did not improve the correlation between EVA and shareholder value creation and showed that Greek banks can use Residual Income instead of applying adjustments in EVA. Finally, the market found to be interested in liquidity or loans' quality but the correlation between shareholder value and these variables was not very high. The empirical study is complemented with a thorough critical review of the relevant bibliography. Πρωταρχικός στόχος της διατριβής είναι η εμπειρική διερεύνηση της ικανότητας των ευρέως χρησιμοποιούμενων μέτρων οικονομικού και λογιστικού κέρδους στην ερμηνεία της αξίας που δημιουργείται για τους μετόχους των ελληνικών τραπεζών εισηγμένων στο ελληνικό χρηματιστήριο. Επιπρόσθετα εξετάζονται ως προς τη συσχέτιση τους με τη μετοχική αξία η ρευστότητα, η χρηματοοικονομική μόχλευση και η ποιότητα του ενεργητικού, χρηματοοικονομικοί δείκτες οι οποίοι αποτελούν παράγοντες προσδιοριστικούς της τραπεζικής κερδοφορίας. Όλα τα εξεταζόμενα μέτρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία στη λήψη αποφάσεων κατά την εφαρμογή της Διοίκησης με βάση την Αξία, η οποία στοχεύει να ευθυγραμμίσει τους στόχους της διοίκησης με τα συμφέροντα των μετόχων. Το εξεταζόμενο δείγμα διασπάται σε δύο υποσύνολα, για την περίοδο πριν και μετά από την υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τις ελληνικές τράπεζες. Πραγματοποιήθηκαν γραμμικές παλινδρομήσεις σε μονομεταβλητά υποδείγματα, με δομή δεδομένων υπό μορφή πίνακα. Στα υποδείγματα προστέθηκαν σταθερές επιδράσεις στις μονάδες και/ή στις χρονικές περιόδους. Ακολούθησε μη παραμετρική στατιστική ανάλυση. Από τα αποτελέσματα της οικονομετρικής ανάλυσης διαπιστώθηκε ότι η αγοραία προστιθέμενη αξία, το καταλληλότερο μέτρο μετοχικής αξίας, ερμηνεύεται στατιστικά σημαντικά περισσότερο από την οικονομική προστιθέμενη αξία, καθ' όλη την περίοδο έρευνας, ανεξάρτητα από τα εφαρμοζόμενα λογιστικά πρότυπα, καθώς αποτυπώνει το οικονομικό κέρδος, απαλλαγμένο από λογιστικές παραποιήσεις. Αντιθέτως, το λογιστικό κέρδος εμφανίζεται να υπερτερεί του οικονομικού κέρδους στην επεξήγηση των μεταβολών της αξίας των μετόχων των τραπεζών όταν αυτή εκφράζεται με τη χρηματιστηριακή απόδοση, χωρίς να επιβεβαιώνεται όμως το αποτέλεσμα αυτό υπό συνθήκες μη κανονικότητας. Επιπλέον, οι προσαρμογές στο μέγεθος του επενδυμένου κεφαλαίου και των λειτουργικών κερδών, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για να ανταποκρίνεται η οικονομική προστιθέμενη αξία στις τραπεζικές επιχειρήσεις, δεν ενίσχυσαν την επεξηγηματική της δύναμη, καθιστώντας το Υπολειμματικό Εισόδημα καταλληλότερο μέτρο. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι η ρευστότητα και η ποιότητα του ενεργητικού ενδιαφέρουν μεν αλλά σε μικρότερο βαθμό την αγορά συγκριτικά με το οικονομικό κέρδος. Η εμπειρική μελέτη συμπληρώνεται με την κριτική ανασκόπηση της υπάρχουσας σχετικής βιβλιογραφίας. 352 276 291 The reported effectiveness of teacher-constructed videos as a complementary edcationla tool for violin students' practice at home and parental supervisin of practice Η αποτελεσματικότητα των βιντεοσκοπημένων μαθημάτων που κατασκεύασε η δασκάλα βιολιού/ερευνήτρια, ως συμπληρωματικό διδακτικό εργαλείο στη διαδικασία μελέτης του βιολιού από τους μαθητές και στην επίβλεψη της μελέτης από τους γονείς τους. In her effort to assist her student’s violin study at home, the teacher/researcher of the present study constructed her own videotaped violin lessons where she demonstrated the same basic elements that were taught in her private violin lessons and provided these videos to her student’s parents. The aim of the present study is to investigate the effectiveness of these videos as a complimentary educational tool for eleven violin students’ practice at home and parental supervision of practice. Students who participated in the study were not the same age; they also did not study the violin for the same amount of time and were at different levels of violin study. The findings of the present study are based only on their parent’s accounts and on the answers, they gave in two questionnaires (pre-test and post-test) and on the interview, they gave at the end of the study. Findings indicated that videos were considered a very useful tool for the parents because they helped them remember how to guide their child’s violin study the right way. Also, videos seemed to mostly benefit children who had been studying the violin for one year compared to those who had violin lessons for eight months or less. It became clear that some of the basic factors which affected video effectiveness pertained to parental involvement, student’s age and level in violin and the video’s structure. Further investigation is necessary in order to clarify how such a tool can have an impact on students who learn to play a musical instrument. Στην προσπάθεια της να βοηθήσει τους μαθητές της στο βιολί η μουσικό - παιδαγωγός/ερευνήτρια της παρούσας εργασίας κατασκεύασε τα δικά της βιντεοσκοπημένα μαθήματα στα οποία επιδεικνύει τα ίδια βασικά στοιχεία που διδάσκονταν στα ατομικά μαθήματα βιολιού της και παρείχε τα βίντεο αυτά στους γονείς των μαθητών της. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι να διερευνηθεί η αποτελεσματικότητα των βίντεο αυτών ως συμπληρωματικό εκπαιδευτικό εργαλείο για την μελέτη έντεκα μαθητών βιολιού στο σπίτι και για την επίβλεψη της μελέτης από τους γονείς τους. Οι μαθητές που συμμετείχαν στην μελέτη δεν είχαν την ίδια ηλικία. Επιπλέον, διέφερε η διάρκεια μελέτης τους στο σπίτι όπως επίσης και το επίπεδο που βρίσκονταν στο βιολί. Τα ευρήματα της εργασίας βασίζονταν μόνο στις περιγραφές των ίδιων των γονιών και στα όσα απάντησαν στα ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν (pre test, post test) και στη συνέντευξη που έδωσαν στο τέλος της μελέτης. Τα ευρήματα έδειξαν ότι τα βίντεο αποτέλεσαν ένα πολύ χρήσιμο υλικό για τους γονείς καθώς τους βοήθησαν να θυμηθούν πως να καθοδηγούν την μελέτη του παιδιού τους στο βιολί στο σπίτι. Επιπλέον, φάνηκε πως τα βίντεο ήταν περισσότερο ωφέλιμα για τους μαθητές που παρακολούθησαν μαθήματα βιολιού για ένα χρόνο απ’ ότι τους μαθητές που έκαναν βιολί οκτώ μήνες ή και λιγότερο. Ήταν ξεκάθαρο πως κάποιοι απ’ τους βασικούς λόγους που επηρέασαν την αποτελεσματικότητα των βίντεο σχετίζονταν με την εμπλοκή των γονέων, την ηλικία των μαθητών, το επίπεδο τους στο βιολί αλλά και με την μορφή των βίντεο. Επιπλέον διερεύνηση είναι απαραίτητη προκειμένου να διευκρινιστεί ποια μπορεί να είναι η επίδραση ενός τέτοιο εργαλείου στην εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου. 353 278 252 Applied cryptographs as typical method and model for security in electronic transactions Η εφαρμοσμένη κρυπτογραφία ως τυπική μέθοδος και μοντέλο για την ασφάλεια των ηλεκτρονικών συναλλαγών This doctoral (phd) thesis initially examines the changes that take place in the modern economic environment and its transformation in digital - electronic form. In sequence, it is presented the way transactions (electronic) are effected and similarly the payments (electronic) that constitute the backbone of e-business. Finally, it brought in the surface that without the creation and support of suitable mechanism of payments, any effort for transition to the modern enterprising environment will not be crowned by success, but opposite it will constitute a bad effigy. Moving forward, it is realised that without the essential level of trust it is not able to exist any commercial transaction. The feeling of trust, constitute the most vital piece of commercial nature. The persons deal between them, or no, in the base of reciprocal trust, without this involves essentially trust with no terms and conditions. Trust however can be consolidated and backed through the suitable security mechanisms and services. And here is recommended the use of cryptography as the formal method and model for the security of electronic transactions. Firstly, it is attributed and described the significances of security and risk that includes every and each enterprising environment. Also, it is analyzed the reasoning of an economic plan for the application of satisfactory level of security, that would satisfy at least the criterion of investment to expected output. Terminally, the mechanisms of cryptography are evaluated if they are able to convert the problem of security in more complex and difficult and in this respect impossible for each contrary to place under contestation and not functional an electronic enterprising environment. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αρχικά εξετάζει τις αλλαγές που συντελούνται στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον και το μετασχηματισμό του σε ψηφιακό - ηλεκτρονικό. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται ο τρόπος διενέργειας των συναλλαγών (ηλεκτρονικών) και ιδίως των πληρωμών (ηλεκτρονικών) που αποτελούν την ραχοκοκαλιά του (e)-επιχειρείν. Τελικά, προδίδεται ότι δίχως την δημιουργία και υποστήριξη του κατάλληλου μηχανισμού πληρωμών, οποιαδήποτε προσπάθεια μετάβασης στο σύγχρονο επιχειρηματικό περιβάλλον δεν θα στεφθεί από επιτυχία, αλλά απεναντίας θα αποτελεί ένα κάκιστο ομοίωμα. Στη συνέχεια, διαπιστώνεται ότι δίχως το απαραίτητο επίπεδο εμπιστοσύνης δεν δύναται να υπάρξει καμία εμπορική συναλλαγή. Το αίσθημα εμπιστοσύνης αποτελεί το ζωτικότερο κομμάτι της εμπορικής φύσης. Οι άνθρωποι συναλλάσσονται μεταξύ τους, ή όχι, στη βάση της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, χωρίς αυτό να συνεπάγεται απαραίτητα εμπιστοσύνη δίχως όρους και προϋποθέσεις. Η εμπιστοσύνη όμως μπορεί να εμπεδωθεί και να εδραιωθεί μέσα από τους κατάλληλους μηχανισμούς και υπηρεσίες ασφάλειας. Και εδώ συνίσταται η χρήση της κρυπτογραφίας ως τυπικής μεθόδου και μοντέλου για την ασφάλεια των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Αρχικά όμως αποδίδονται και περιγράφονται οι έννοιες της ασφάλειας και του κινδύνου που ενέχει κάθε επιχειρηματικό περιβάλλον. Επίσης αναλύεται ο συλλογισμός ενός οικονομικού πλάνου για την εφαρμογή ενός ικανοποιητικού επιπέδου ασφάλειας που να ικανοποιεί τουλάχιστον το κριτήριο επένδυσης προς αναμενόμενη απόδοση. Καταληκτικά, αξιολογούνται οι μηχανισμοί της κρυπτογραφίας που δύνανται να μετασχηματίσουν το πρόβλημα της ασφάλειας σε πιο σύνθετο, περίπλοκο και δύσκολο και εν προκειμένω "αδύνατο" για τον κάθε επίβουλο να θέσει υπό αμφισβήτηση και να καταστήσει μη λειτουργικό ένα ηλεκτρονικό επιχειρηματικό περιβάλλον. 354 419 369 Semantically enhanced interfaces for browsing the World Wide Web Σημασιολογικά εμπλουτισμένες διεπαφές πλοήγησης στον Παγκόσμιο Ιστό Browsing in the World Wide Web (WWW) for disabled users poses a series of problems. This thesis presents the idea of Browsing Shortcuts (BS) as a way of dealing with those problems. In particular, it specializes in the problems that Visually Impaired (VI) people confront when browsing the WWW. After a thorough analysis of the problems of VI users, it is obvious that the main cause for them is that today web pages carry a great deal of visual meta-information for sighted users, which is not communicated to VI users. BSs is a mechanism that compensates disabled users for the information they lose while browsing. For VI users in particular, BS allow them to recognize easily content areas and functional elements of web pages. In addition, BSs also provide users with the necessary functionality to transfer them quickly to the each of the elements in order to use them appropriately. The technological framework supporting the implementation of the BSs idea is based on Semantic Web (SW) technologies. This way the implementation of BSs ensures its extensibility, scalability and independence from the current web content production community. The implementation of BS is supported by a community of people that are motivated to participate (eg. family, friends), and are separated into groups with specific roles. The evaluation process, through experiments, led to specific conclusions about the application of BSs. VI users using the BSs made less effort and read quicker the web pages compared to the browsing without the BSs. The latter, also led to the increase of web page visits during an information seeking process and in the increase of information read by the users during it. Combining these findings with the fact that users read web pages more carefully when using the BSs, than without them, and the change of strategy during their browsing within web pages, we understand that apart from the quantity of information, the quality of the information retrieved is also increased. In addition, two more versions of the BSs idea were also examined in order to find whether they can improve even more the browsing with BSs. The results from the respective experiments show that, in order for Spatially Enriched BSs to be used effectively users need a bigger familiarization period with the spatial information. On the contrary, this is not the case with the use of Adaptive BSs which adapt the BSs list according to users’ needs and seem to perform with quite positive results. Η πλοήγηση στον Παγκόσμιο Ιστό (ΠΙ) για Άτομα με Αναπηρίες (ΑμεΑ) παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Η παρούσα διατριβή παρουσιάζει την ιδέα των Συντομεύσεων Πλοήγησης (ΣΠ) σαν ένα τρόπο αντιμετώπισης κάποιων από τα προβλήματα αυτά. Εξειδικεύει μάλιστα στα προβλήματα των Χρηστών με Απώλεια Όρασης (ΧμεΑΟ) κατά την πλοήγησή τους στον ΠΙ στη διάρκεια εργασιών αναζήτησης. Όπως διαπιστώνεται, βασικό αίτιο για τα προβλήματα των ΧμεΑΟ είναι η αδυναμία μεταφοράς της οπτικής μεταπληροφορίας που μεταφέρουν οι ιστοσελίδες, λόγω της σχεδίασής τους, στους βλέποντες χρήστες. Οι ΣΠ είναι ένας μηχανισμός «αποζημίωσης» των ΑμεΑ για την πληροφορία που χάνουν κατά την πλοήγηση τους. Για τους ΧμεΑΟ συγκεκριμένα, δίνουν τη δυνατότητα να γνωρίζουν ότι η εκάστοτε ιστοσελίδα περιέχει συγκεκριμένες περιοχές περιεχομένου και λειτουργικά στοιχεία. Παράλληλα, παρέχουν και την απαραίτητη λειτουργικότητα ώστε ο χρήστης να μπορεί να μεταβεί γρήγορα και εύκολα στα συγκεκριμένα στοιχεία και να τα αξιοποιήσει ανάλογα. Το τεχνολογικό πλαίσιο που στηρίζει την υλοποίηση των ΣΠ βασίζεται στον Σημασιολογικό Ιστό (ΣΙ) εξασφαλίζοντας έτσι την επεκτασιμότητα και ανεξαρτησία της υλοποίησης από την κοινότητα των ανθρώπων που παράγουν σήμερα το περιεχόμενο του ΠΙ. Στηρίζει έτσι την υλοποίηση της ιδέας σε μία νέα κοινότητα ατόμων με κατάλληλα κίνητρα (πχ. συγγενών, φίλων) που αποτελείται από ομάδες με διακριτούς ρόλους. Από τις αξιολογήσεις, μέσα από κατάλληλα πειράματα, προέκυψαν συγκεκριμένα συμπεράσματα. Οι ΧμεΑΟ με τις ΣΠ κατέβαλαν λιγότερο κόπο και διάβαζαν πιο γρήγορα κάθε σελίδα από ότι χωρίς τη χρήση αυτών. Αυτό οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των επισκεπτόμενων σελίδων κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αναζήτησης άρα και στην αύξηση της ποσότητας πληροφορίας που ανακτούσαν από τη διαδικασία. Συνδυάζοντας τα παραπάνω με την πιο προσεκτική ανάγνωση των σελίδων που παρατηρήθηκε με τις ΣΠ και την αλλαγή στρατηγικής κατά την πλοήγηση των χρηστών μέσα στις ιστοσελίδες, καταλαβαίνουμε πως εκτός της ποσότητας βελτιώθηκε και η ποιότητα της πληροφορίας που έλαβαν κατά την αναζήτηση με τις ΣΠ. Επιπλέον μελετήθηκαν και δύο ακόμα εκδοχές των ΣΠ. Από τα αποτελέσματα των αντίστοιχων πειραμάτων, παρατηρούμε πως για την αποδοτική χρήση της χωρικής πληροφορίας των Χωρικά Εμπλουτισμένων ΣΠ (ΧΕΣΠ) χρειάζεται περισσότερος χρόνος εξοικείωσης με αυτήν. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητο σε συστήματα που προσαρμόζουν τις ΣΠ όπως οι Προσαρμοστικές ΣΠ (ΠΣΠ) που φαίνεται να αποδίδουν με πολύ θετικά αποτελέσματα άμεσα. 355 358 357 The legal protection of economic behavior data from their unlawfull electronic processing: comparative study of the legal regulation in Greece and France. Η έννομη προστασία των δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς από την αθέμιτη ηλεκτρονική επεξεργασία τους: συγκριτική μελέτη της νομικής ρύθμισης σε Ελλάδα και Γαλλία. The use of Information and Communication Technology (ICT) simplified the flow of any kind of information. The dissemination of personal information or otherwise of personal data has been a key tool for the development of EU policy strategy, the organization of public administration, the business planning, the creation and the operation of information systems. The implementation of the EU Directive 95/46 / EC came to fill legislative gaps in the personal data protection level, taking into account the risks of individual’s privacy violation through the interception of personal data and the limitation of informational autonomy. This study records the legal protection of personal financial data in the digital environment through the relevant legislation and case law in Greece and France, on the basis of the different pace of the use of information technology and implementation of the EU directive. The thesis is divided into two parts. The first section explains the basic concepts and makes necessary distinctions, examines data’s dissemination in e-business environment and e-government environment, analyzes the data processing for the provision of electronic banking services "TIRESIAS SA" and of the French banking system and closes with a detailed reference to the environment and information security systems that contain data of financial nature. The second part of the thesis presents the personal data legal protection as well as the specific laws in Greek and French law, the object, the scope and the concepts of Greek and French law, the concept of consent, the principles of personal data processing, the data interconnection and their transfer to third countries, the data subject’s rights, the National Data Protection Authorities, the sanctions, as well as the personal data legal protection in the Greek and French law through the provisions of the Constitution, the Civil and Criminal code and finally the personal data legal protection in international law. The conclusion of the study emphasizes the reciprocal relationship of law and technology and the need for vigilance not only for the personal data controller but also for the data subject itself. Η χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) διευκόλυνε τη ροή της κάθε είδους πληροφορίας.Η διάδοση των προσωπικών πληροφοριών ή άλλως των προσωπικών δεδομένων αποτέλεσε βασικό εργαλείο για τη χάραξη στρατηγικής πολιτικής της Ε.Ε., την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, τον επιχειρησιακό σχεδιασμό, τη δημιουργία και τη λειτουργία πληροφοριακών συστημάτων. Η ψήφιση της κοινοτικής Οδηγίας 95/46/ΕΚ ήρθε να καλύψει τα νομοθετικά κενά σε επίπεδο προστασίας προσωπικών δεδομένων, λαμβάνοντας υπόψη τους κινδύνους προσβολής του ιδιωτικού βίου του ατόμου μέσω της υποκλοπής των προσωπικών του δεδομένων και του περιορισμού της πληροφοριακής του αυτονομίας. Η παρούσα μελέτη καταγράφει την έννομη προστασία των προσωπικών δεδομένων οικονομικής συμπεριφοράς στο ψηφιακό περιβάλλον μέσω της σχετικής νομοθεσίας και νομολογίας στην Ελλάδα και τη Γαλλία, με κριτήριο το διαφορετικό ρυθμό χρήσης της πληροφορικής και ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας στις δύο χώρες. Η παρούσα διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος επεξηγούνται οι βασικές έννοιες και γίνονται οι απαραίτητες διακρίσεις, εξετάζεται η επεξεργασία των δεδομένων σε περιβάλλον ηλεκτρονικού εμπορίου και σε περιβάλλον ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, αναλύεται η επεξεργασία των δεδομένων στο πλαίσιο παροχής ηλεκτρονικών τραπεζικών υπηρεσιών από την «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε.» αλλά και από το γαλλικό τραπεζικό σύστημα και γίνεται εκτενής αναφορά στο περιβάλλον ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων που περιέχουν δεδομένα οικονομικής φύσεως. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής παρουσιάζεται η νομική προστασία προσωπικών δεδομένων και οι ειδικοί νόμοι στο ελληνικό και στο γαλλικό δίκαιο, το αντικείμενο, το πεδίο εφαρμογής και οι βασικές έννοιες του ελληνικού και του γαλλικού νόμου, η έννοια της συγκατάθεσης, οι αρχές επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, η διασύνδεση των αρχείων και η διασυνοριακή ροή δεδομένων, τα δικαιώματα των υποκειμένων, οι αρμόδιες Αρχές προστασίας προσωπικών δεδομένων, οι προβλεπόμενες κυρώσεις, η νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων στο ελληνικό και στο γαλλικό δίκαιο μέσω των διατάξεων του Συντάγματος, του Αστικού και του Ποινικού Κώδικα και τέλος η νομική προστασία των προσωπικών δεδομένων στο διεθνές δίκαιο. Σαν συμπέρασμα της μελέτης τονίζεται η αμφίδρομη σχέση δικαίου και τεχνολογίας καθώς και η ανάγκη επαγρύπνησης όχι μόνο του υπευθύνου επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων αλλά και του ίδιου του υποκειμένου των δεδομένων. 356 16 16 The prοcessing οf first sight reading in pianists. A questiοnaire survey in pianο students and teachers. Η λειτουργία της εκ πρώτης όψεως ανάγνωσης στους πιανίστες. Έρευνα ερωτηματολογίου σε καθηγητές και σπουδαστές πιάνου. 357 274 255 Inflation differentials in European monetary union: a theoretical and empirical approach. Διαφορικοί πληθωρισμοί στην Ευρωζώνη: μια θεωρητική και εμπειρική προσεγγιση. This PhD thesis studies and contributes to the literature regarding the causes and the consequences of inflation differentials in the European Monetary Union. In the first chapter of the thesis it is provided evidence about the phenomenon of inflation differentials in the euro area since 1999 and also there is an extensive review about the structure of the currency union, the strategies of the monetary authority and its objectives. In the second chapter, the causes of inflation differentials are empirically estimated. In the third chapter, I discuss whether the inflation process in Portugal, Ireland, Greece and Spain - countries that after the launch of the euro experienced national inflation rates above the weighted average of the union - has different time series properties from the EMU average and the possible implications of inflation differentials for the EMU and the national governments of member- countries are explained. The next chapter is dealing with the issue of one monetary policy but many different fiscal policies in EMU and the free - riding incentives that appear in the context of a monetary union and what are the implications for the inflation rates in the union. It is discussed with detail the implications of the Fiscal Theory of Price Level and the empirical plausibility of this theory in EMU. In chapter five, I use a Dynamic Stochastic General Equilibrium Model (DSGE) with fiscal authority to examine the implications of fiscal policy shocks, among others, on inflation differentials of a small open economy in a monetary union. The last chapter reviews the results of the thesis and concludes. Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετάει και συμβάλλει στη βιβλιογραφία που αναφέρεται στα αίτια και τις συνέπειες των διαφορικών πληθωρισμών στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ). Στο πρώτο κεφάλαιο της διατριβής μελετούμε τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του φαινομένου στην ευρωζώνη από το 1999 κι έπειτα. Επίσης γίνεται μία λεπτομερής επισκόπηση της δομής της νομισματικής ένωσης, των στρατηγικών της νομισματικής αρχής καθώς και των στόχων. Στο δεύτερο κεφάλαιο εκτιμώνται εμπειρικά τα αίτια των διαφορικών πληθωρισμών. Στο τρίτο κεφάλαιο, μελετάται το ερώτημα αν η πληθωριστική διαδικασία της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας – χώρες οι οποίες μετά την υιοθέτηση του ευρώ είχανε ρυθμούς πληθωρισμού πάνω από το σταθμισμένο μέσο όρο της ένωσης – έχει διαφορετικές χρονολογικές ιδιότητες από το μέσο όρο της ΟΝΕ και διερευνάται ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις στην ίδια την ένωση καθώς και στις πολιτικές που ακολουθούνται από τις εθνικές κυβερνήσεις των κρατών – μελών. Στο επόμενο κεφάλαιο μελετάμε ποιες είναι οι συνέπειες σε μια νομισματική ένωση όπου συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές δημοσιονομικές αρχές. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην εμπειρική επαλήθευση της Δημοσιονομικής Θεωρίας του Επιπέδου Τιμών (Fiscal Theory of Price Level) για την περίπτωση της ΟΝΕ. Στο πέμπτο κεφάλαιο χρησιμοποιώντας ένα Δυναμικό Στοχαστικό Υπόδειγμα Γενικής Ισορροπίας (Dynamic Stochastic General Equilibrium Model) με δημοσιονομική αρχή προσπαθούμε να δούμε ποιες είναι οι επιπτώσεις των δημοσιονομικών διαταραχών, ανάμεσα σε άλλα, στους διαφορικούς πληθωρισμούς μιας μικρής ανοιχτής οικονομίας στα πλαίσια μίας νομισματικής ένωσης. Στο τελευταίο κεφάλαιο γίνεται μία σύντομη επισκόπηση των αποτελεσμάτων της διατριβής και δίδονται κάποια γενικά συμπεράσματα. 358 177 174 Investigation of the role of Greece’s business environment in the development and internationalization of startup companies. Διερεύνηση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος της Ελλάδας για την εξέλιξη και διεθνοποίηση των νεοφυών εταιριών. Startup companies are the most commonly discussed concept in the business world. In Greece startups are still developing. This thesis focuses on the success factors of these companies and investigates them by using a questionnaire. In the first part of the thesis concepts are presented like entrepreneur, entrepreneurship, intrapreneurship, startup companies, lean startup companies and Born Global Firms. The thesis continuous with the research and its findings. The research constitutes of four parts, the Demographics, the Company’s info, the Success factors and the Internationalization/Export part. Further, the success factors are being evaluated by different groups, the startup and older companies group, the groups according the size of the companies and the groups according the export percentage of the companies. The data of the questionnaire were analyzed using the SPSS program. Specifically, the investigation of the data was conducted by using mostly Frequency Tables and Crosstabulation Tables. The analysis of the results concludes to the most important success factors in all groups. Οι νεοφυείς εταιρίες είναι ένα πολυσυζητημένο θέμα στον κόσμο των επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα οι νεοφυείς εταιρίες (startups) ακόμα αναπτύσσονται. Αυτή η διπλωματική επικεντρώνεται στους παράγοντες επιτυχίας των εταιριών αυτών και ερευνά αυτούς τους παράγοντες χρησιμοποιώντας ένα ερωτηματολόγιο. Στο πρώτο μέρος της διπλωματικής παρουσιάζονται έννοιες όπως επιχειρηματίας, επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικότητα μέσα στην εταιρία (intrapreneurship), νεοφυείς επιχειρήσεις, λιτή επιχειρηματική εκκίνηση (lean startups) και εταιρίες γεννημένες διεθνείς (Born Global Firms). Η διπλωματική συνεχίζει με την έρευνα και τα ευρήματα της. Η έρευνα αποτελείται από τέσσερα μέρη, τα Γενικά Στοιχεία, Στοιχεία Εταιρίας, Παράγοντες Επιτυχίας και Διεθνείς/Εξαγωγικό μέρος. Επιπλέον, οι παράγοντες επιτυχίας αξιολογούνται από διαφορετικές ομάδες, από τις νεοφυείς και τις παλαιότερες εταιρίες, από τις ομάδες ανάλογα το μέγεθος των εταιριών και από τις ομάδες ανάλογα τα ποσοστά των εξαγωγών. Τα δεδομένα από το ερωτηματολόγια αναλύονται χρησιμοποιώντας το SPSS πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, η έρευνα διενεργείται χρησιμοποιώντας κατά βάση Frequency Tables και Crosstabulation Tables. Η ανάλυση της έρευνας καταλήγει στους πιο σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας σε όλες τις ομάδες. 359 308 341 Organizational crisis management. Organizational proneness to service harm crises degree estimation model: the case of the greek hotel businesses. Διοίκηση οργανωσιακών κρίσεων. Μοντέλο εκτίμησης της οργανωσιακής επιρρέπειας προς κρίση εξαιτίας της παροχής επιβλαβών υπηρεσιών: η περίπτωση των ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. The thesis deals with the subject of organizational crises, and particularly with the factors of the internal organizational environment that affect the Organizational Proneness Profile (OPP) towards potential crises due to the provision of harmful services to the organization's customers, and more specifically to hotel businesses' customers. The extensive literature review revealed the lack of research studies in this field, reinforcing the need of the thesis. Its main purpose is the identification and the determination of the internal organizational factors that affect the OPP towards a potential service harm crisis. The methodological steps that were conducted for the attainment of this purpose, are the following: a) the concentration, the elaboration and the development of the existing relative research literature, b) the development of a proposed theoretical model with the internal organizational factors that possibly affect the OPP towards potential crises, c) the model parameterization and the research of relations among its variables, d) the conduct of primary empirical research in order to collect the necessary data for the model's statistical testing, e) the formulation of results and managerial implications as an outcome of this research effort. The extensive literature review led to the identification of six internal organizational factors that affect the OPP. These factors are leadership, strategy, human resources, resources and partnerships, and the service's nature. The elaboration and analysis of the data that were collected through primary empirical research among Greek hotels managers, confirmed that all the six internal organizational factors affect importantly the OPP towards potential service harm crises, supporting by this way the developed theoretical model. The thesis is completed by the presentation of a set of useful, substantial and practicable suggestions for the managers of services organizations, related with the preparation towards potential crises. Η διατριβή ασχολείται με το θέμα της διαχείρισης των οργανωσιακών κρίσεων, και ειδικότερα με τους παράγοντες εκείνους του εσωτερικού περιβάλλοντος ενός οργανισμού, οι οποίοι επηρεάζουν το Οργανωσιακό Προφίλ Επιρρέπειας (ΟΠΕ) προς κρίση εξαιτίας της παροχής επιβλαβών υπηρεσιών προς τους πελάτες του οργανισμού, και πιο συγκεκριμένα μιας ξενοδοχειακής επιχείρησης. Η εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση ανέδειξε την έλλειψη μελετών σε σχέση με το θέμα ενισχύοντας τη σκοπιμότητα εκπόνησης της. Βασικός σκοπός της διατριβής είναι η αναγνώριση και ο καθορισμός των παραγόντων του εσωτερικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν το οργανωσιακό προφίλ επιρρέπειας (ΟΠΕ) προς μια ενδεχόμενη κρίση εξαιτίας της παροχής επιβλαβών υπηρεσιών. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, υλοποιήθηκαν τα ακόλουθα μεθοδολογικά βήματα: α) η συγκέντρωση, η επεξεργασία και η αξιοποίηση όλης της υφιστάμενης σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας, β) η δημιουργία ενός θεωρητικού μοντέλου των παραγόντων του εσωτερικού περιβάλλοντος, που είναι πιθανό να επηρεάζουν το οργανωσιακό προφίλ επιρρέπειας ενός οργανισμού προς κρίση, γ) η παραμετροποίηση του μοντέλου και η διερεύνηση της ύπαρξης σχέσεων μεταξύ των μεταβλητών του, δ) Η διεξαγωγή εμπειρικής έρευνας με σκοπό τη συγκέντρωση πρωτογενών στοιχείων προκειμένου για το στατιστικό έλεγχο του μοντέλου, και ε) Η διατύπωση μιας σειράς συμπερασμάτων και διοικητικών προτάσεων που απορρέουν από την ερευνητική προσπάθεια. Η εκτενής βιβλιογραφική ανασκόπηση οδήγησε στην αναγνώριση έξι (6) πιθανών παραγόντων του εσωτερικού περιβάλλοντος που επηρεάζουν το ΟΠΕ. Οι παράγοντες αυτοί είναι η ηγεσία, η στρατηγική, το ανθρώπινο δυναμικό, οι πόροι & συνεργασίες, οι διεργασίες και η φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας. Η ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν έπειτα από τη διεξαγωγή πρωτογενούς έρευνας στα στελέχη των ελληνικών ξενοδοχείων επιβεβαίωσε ότι, και οι έξι παράγοντες που εντοπίστηκαν, επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το οργανωσιακό προφίλ επιρρέπειας προς κρίση εξαιτίας της παροχής επιβλαβών υπηρεσιών, τεκμηριώνοντας έτσι το προτεινόμενο θεωρητικό μοντέλο. Η διατριβή ολοκληρώνεται με την παρουσίαση μιας σειράς από χρήσιμες, ουσιαστικές, και εφαρμόσιμες διοικητικές προτάσεις απευθυνόμενες κυρίως προς τα ηγετικά στελέχη των οργανισμών, σε σχέση με την προετοιμασία των οργανισμών απέναντι σε ενδεχόμενες κρίσεις. 360 81 99 Εξαγωγή υπηρεσιών: λόγοι, στόχοι και οφέλη: η περίπτωση των τραπεζών. In order to survive the intense competition of the modern globalized markets, enterprises have to expand their activities beyond the national borders. The aim of this dissertation is: i) to investigate the reasons for a financial institution to export its services, ii) discover the objectives behind the export behavior and iii) draw the benefits of the exporting practice both for the company and third parties. For this reason data from the international literature are recruited and two case studies are presented. Οι ανάγκες της σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης αγοράς επιτάσσουν την επέκταση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων εκτός των εθνικών συνόρων των χωρών δραστηριοποίησής τους. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι: α) να διερευνήσει τους λόγους που οδηγούν ένα πιστωτικό ίδρυμα να εξάγει τις υπηρεσίες του, β) να ανακαλύψει τους στόχους που κρύβονται πίσω από την εξαγωγική συμπεριφορά και γ) να καταλήξει στα οφέλη του όλου εγχειρήματος, τόσο για την ίδια την επιχείρηση, όσο και για τρίτα μέρη. Για το λόγο αυτό επιστρατεύονται στοιχεία από τη διεθνή βιβλιογραφία και χρησιμοποιούνται δύο μελέτες περιπτώσεων. 361 187 191 Israeli foreign policy and Cyprus: 1946-1960 Η εξωτερική πολιτική του Ισραήλ και η Κύπρος: 1946-1960 The present dissertation examines the foreign policy of Israel vis-à-vis the Cyprus Question from the year 1946 up until the proclamation of the Republic of Cyprus, in August 1960. Mainly based upon the internal correspondence of the Israel Ministry of Foreign Affairs, the dissertation presents international and regional aspects affecting Israel’s stance and vote at the United Nations about the Cyprus issue, as well as during the transition period (1959-1960) which resulted in the establishment of diplomatic ties between the State of Israel and the Republic of Cyprus. Through the examined Israeli diplomatic reports we understand basic pillars of the Israeli Realpolitik in its making, within a Cold War framework and in a region which, at that time, both the US and the USSR, did not exercise direct intervention. The way Israel was facing the Cyprus issue and its several aspects highlights the foreign policy of a small state, which is getting adjusted to the priorities of several regional and international players of that time, as well as the various practical mechanisms applied by the then recently established Israeli diplomatic service. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να σκιαγραφήσει ποια στάση τήρησε η ισραηλινή εξωτερική πολιτική ως προς τα τεκταινόμενα στην Κύπρο, από το έτος 1946 έως και την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Αύγουστο του 1960. Ειδικότερα, με βάση την υπηρεσιακή αλληλογραφία του ισραηλινού Υπουργείου Εξωτερικών, εξετάζονται οι εκάστοτε διεθνείς και περιφερειακοί παράγοντες που επηρέασαν την ψήφο του Ισραήλ στον ΟΗΕ για το Κυπριακό κατά την ως άνω χρονική περίοδο, και αργότερα τη σύσταση διπλωματικών σχέσεων με το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος. Παράλληλα, μέσα από τις ισραηλινές διπλωματικές αναφορές και εκτιμήσεις, αναδεικνύονται βασικά χαρακτηριστικά της υπό διαμόρφωση τότε ισραηλινής Realpolitik στα πλαίσια ενός ψυχροπολεμικού περιφερειακού περιβάλλοντος, από το οποίο ωστόσο απουσίαζε η άμεση παρέμβαση των δύο Υπερδυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. Ο τρόπος με τον οποίον το Ισραήλ αντιμετώπισε το Κυπριακό πρόβλημα στις διάφορες φάσεις του και ως προς τις ποικίλες εκφάνσεις του, αφ’ ενός καταδεικνύει πώς ένα μικρό κράτος εναρμονίζει τις επιδιώξεις του με εκείνες των ισχυρότερων περιφερειακών παικτών, αφ’ ετέρου εκθέτει τα μέσα, τα κριτήρια και την καθαυτή διαδικασία λήψεως αποφάσεων εκ μέρους της, νεοσύστατης τότε, ισραηλινής διπλωματικής υπηρεσίας. 362 354 348 Εφαρμογή κανόνων διαχειριστικής επάρκειας σε φορέα πρόνοιας, μια μορφή εσωτερικού ελέγχου. The present thesis entitled "Implementation of Administrative Rule Competence In a Welfare Organization, a Form of Internal Audit" was conducted for a Master's degree of the graduate program "Strategic Administrative Accounting and Financial Administration" in the Accounting and Finance department, of the University of Macedonia. Its aim is to present the rules required to follow an organization that is supervised by the Ministry of Health and Social Welfare to denote sufficiency, therefore to be certified with the title of Administrative Competence in order to be eligible for the implementation of projects under the National Strategic Reference Framework NSRF 2007-2013. The grouping and standardization of these standards is presented in the prototype of ELOT 1429 "Administrative competence of organizations for the implementation of projects of public character" and in the case of this thesis in the comprehensive guide ELOT 1431-3 "Implementation Guide ELOT 1429 for organizations implementing particular actions by own means' To comprehend the commonalities governing the audit and the implementation of management competence a reference is made to the internal control and its necessity as well as in specific characteristics of the internal auditors and a brief reference to external audit by the auditors. Then, a brief reference to the Hellenic Standardization Organization (ELOT) and its relationship to international standards. A general explanation of the content of the ELOT 1429 follows. Some models of internal forms are featured required to be completed by organizations that implement the System of Administrative Competence as well as some models submitted to the Ministry of Health and Social Welfare during the implementation phase of the projects through the NSRF. The ultimate objective of a firm that has an internal audit department is to comply with the proper implementation of the objectives of the administration through its function and the strengthening of the validity of the financial statements. A similar result seeks to ensure the application of the rules of Administrative Competence since it covers issues of administration, transparency in provisions, review of the objectives and continuous improvement of the services provided, by forging the reliability and validity of the actions of the organization to the Greek public. Η παρούσα διπλωματική με τίτλο «Εφαρμογή Κανόνων Διαχειριστικής Επάρκειας Σε Φορέα Πρόνοιας Μια Μορφή Εσωτερικού Ελέγχου» εκπονήθηκε για την απόκτηση μεταπτυχιακού διπλώματος στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος « Στρατηγική Διοικητική Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διοίκηση» του τμήματος Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Σκοπός της είναι να παρουσιάσει τους κανόνες που καλείται να ακολουθήσει ένας φορέας που εποπτεύεται από το Υπουργείο Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης για να χαρακτηρίζεται επαρκής δηλαδή να πιστοποιείται με τίτλο Διαχειριστικής Επάρκειας ώστε να μπορεί να είναι δικαιούχος για την υλοποίηση έργων στα πλαίσια του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς ΕΣΠΑ 2007-2013. Η ομαδοποίηση των κανόνων αυτών και η τυποποίηση τους παρουσιάζεται στο πρότυπο του ΕΛΟΤ 1429 «Διαχειριστική επάρκεια οργανισμών για την υλοποίηση έργων δημοσίου χαρακτήρα» και για την περίπτωση την οποία διαπραγματεύεται η εν λόγω διπλωματική στον αναλυτικό οδηγό ΕΛΟΤ 1431-3 «Οδηγός εφαρμογής του ΕΛΟΤ 1429 για οργανισμούς υλοποίησης συγκεκριμένων δράσεων με ίδια μέσα» Για να γίνουν κατανοητά τα κοινά σημεία που διέπουν τον εσωτερικό έλεγχο και την εφαρμογή της διαχειριστικής επάρκειας γίνεται αναφορά στον εσωτερικό έλεγχο και την αναγκαιότητα του καθώς και στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εσωτερικών ελεγκτών και μια σύντομη αναφορά στον εξωτερικό έλεγχο από τους ορκωτούς ελεγκτές. Στη συνέχεια γίνεται σύντομη αναφορά στον Ελληνικό Οργανισμό Τυποποίησης (ΕΛΟΤ) και την σχέση του με τα διεθνή πρότυπα τυποποίησης. Ακολουθεί η ελεύθερη απόδοση του περιεχομένου του προτύπου ΕΛΟΤ 1429. Επιπλέον παρουσιάζονται ορισμένα υποδείγματα εσωτερικών εντύπων που καλούνται να συμπληρώνουν οι φορείς που εφαρμόζουν Σύστημα Διαχειριστικής Επάρκειας καθώς και ορισμένα υποδείγματα που υποβάλλονται προς το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης κατά την φάση της υλοποίησης έργων μέσω ΕΣΠΑ . Απώτερος στόχος μια επιχείρησης που διαθέτει τμήμα εσωτερικού ελέγχου είναι η συμμόρφωση προς την ορθή εφαρμογή των στόχων της διοίκησης μέσα από την λειτουργία του και η ενίσχυση της εγκυρότητας των οικονομικών καταστάσεων. Κάτι ανάλογο επιδιώκει να διασφαλίσει η εφαρμογή των κανόνων της Διαχειριστικής Επάρκειας δεδομένου ότι καλύπτει θέματα διοίκησης, διαφάνειας των προμηθειών, ανασκόπησης των στόχων και συνεχούς βελτίωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, σφυρηλατώντας την αξιοπιστία και την εγκυρότητα των δράσεων του φορέα έναντι του ελληνικού δημοσίου. 363 589 477 The harmonization between Greek accounting standards with I.A.S/I.F.R.S.: the case of reporting and earnings management in listed companies. Η εναρμόνιση των ελληνικών λογιστικών προτύπων (Ε.Λ.Π.) με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π.): περίπτωση της παρουσίασης και χειραγώγησης των κερδών των εισηγμένων επιχειρήσεων. The present thesis examines issues relating to the mandatory adoption of International Financial Reporting Standards (IFRS) by all companies listed on the Athens Stock Exchange (ASE), during 2005. In particular, examines the effect of the transition from one accounting system (Greek) to another (IAS / IFRS), as a result of differences arising during the preparation of the first financial statements in 2005. We introduce three levels of analysis through the examination, firstly, the degree of harmonization or dis- harmonization after the companies' compliance with the mandatory disclosures, such as those that are proposed by the IAS / IFRS in the first year of implementation. Secondly, if there is an improvement in the consistency of the relative value after the adoption of the reconciliation of the financial statements as required by International Accounting Standard 1 (IAS 1) and the transferring of those information to the investors, facilitating the determination of fair value in the process of valuation. Thirdly, if there was an improvement, as a principle, in the predictability degree of corporate earnings from the financial analysts and then if it has correspondingly reduced the number of errors during the process of forecasting. All the above three levels of analysis could be incorporated into a unique research model, however, it was believed to be a more appropriate choice to develop three different research designs, assuming that the results would be more specific in their presentation, while providing the ability to isolate factors that may be more effective in the research process. Furthermore, concerning the development of the literature review, which did not provide a comparative analysis only between the Greek accounting system related to the IAS / IFRS, but in accounting systems of eighteen other countries around the world as well, making it a track of direct reference. According to these realizations, the above analysis indicates the following results. Regarding the first level of analysis, it is shown that the disclosure quality is significantly increased under the IFRS/IAS adoption as the statistical and economical analysis of annual reports brings out, with an average level of compliance around to 90%. We also put forward the view that harmony should reflect properly the different circumstances in which firms operate toward maturity and normalization. At the second level of the analysis it is shown a significant effect on both book value of firms and net profit, with significant changes in the relative value of accounting information between 2004 and 2005. More specifically, we find that total assets and book value of equity as well as variability of book value and net income are significantly higher under IAS than Greek GAAP. In addition, we find that book value (net income) consists a greater (lesser) valuation role under IAS than under Greek GAAP. Finally, we found that as long as the IAS adjustments to book value are generally value relevant, the adjustments to net income are generally value irrelevant. Finally, at the third level of analysis, the results suggest a significant improvement in forecasting corporate earnings, while reducing errors made by financial analysts, after the adoption of IAS / IFRS in 2005. Based on the results of the above analysis, we conclude that the present study contributes to the literature and in the implementation of future policies by enforcement frameworks. Simultaneously, new areas for future research are proposed, on methods and ways of measuring accounting figures in relation to mandatory disclosures as required by IAS / IFRS. Η παρούσα διατριβή εξετάζει θέματα που αφορούν στην υποχρεωτική υιοθέτηση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) από το σύνολο των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α), κατά το 2005. Ειδικότερα, εξετάστηκε η επίδραση της μετάβασης από το ένα λογιστικό σύστημα (Ελληνικό) στο άλλο (ΔΛΠ / ΔΠΧΠ), ως αποτέλεσμα των διαφορών που προέκυψαν κατά τη σύνταξη των πρώτων οικονομικών καταστάσεων το 2005. Εν συνεχεία χρησιμοποιήθηκαν τρία επίπεδα ανάλυσης εξετάζοντας, πρώτον, το βαθμό εναρμόνισης ή υπό-εναρμόνισης μετά την συμμόρφωση των επιχειρήσεων με τις υποχρεωτικές γνωστοποιήσεις, όπως αυτές προτείνονται από τα ΔΛΠ / ΔΠΧΠ, κατά το πρώτο έτος εφαρμογής. Δεύτερον, αν έχει βελτιωθεί η συνάφεια της σχετικής αξίας, μετά τη συμφιλίωση των οικονομικών καταστάσεων, όπως απαιτείται από το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 1 (ΔΛΠ 1) και διοχετεύονται οι αντίστοιχες πληροφορίες προς του επενδυτές, διευκολύνοντας τον καθορισμό της δίκαιης αξίας κατά τη διαδικασία της αποτίμησης. Τρίτον, αν έχει βελτιωθεί καταρχήν ο βαθμός προβλεψιμότητας των κερδών των επιχειρήσεων από του χρηματοοικονομικούς αναλυτές και εν συνεχεία αν έχει μειωθεί αντίστοιχα ο αριθμός των λαθών κατά τη διαδικασία των προβλέψεων. Και τα τρία επίπεδα ανάλυσης θα μπορούσαν να ενσωματωθούν σε ένα ερευνητικό υπόδειγμα, θεωρήθηκε όμως καταλληλότερη η επιλογή ανάπτυξης τριών διαφορετικών ερευνητικών υποδειγμάτων, θεωρώντας ότι τα αποτελέσματα θα ήταν ποιο ξεκάθαρα κατά την παρουσίαση τους, παρέχοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα να απομονώσουμε παράγοντες που πιθανόν να επηρέαζαν την εξέλιξη της έρευνας. Επιπλέον, κατά την ανάπτυξη της βιβλιογραφικής επισκόπησης δεν παρέχουμε την συγκριτική ανάλυση μόνο του ελληνικού λογιστικού συστήματος σε σχέση με τα ΔΛΠ / ΔΠΧΠ, αλλά και λογιστικά συστήματα δεκαοχτώ άλλων χωρών ανά τον κόσμο, καθιστώντας το ένα κομμάτι άμεσης αναφοράς. Από την ανάλυση όλων των παραπάνω προέκυψαν τα ακόλουθα. Όσον αφορά στο πρώτο επίπεδο της έρευνας διαπιστώθηκε σημαντικός βαθμός επίδρασης στις οικονομικές καταστάσεις, μετά την υιοθέτηση των ΔΛΠ / ΔΠΧΠ. Ο βαθμός εναρμόνισης των δημοσιευμένων καταστάσεων, σε συγκεκριμένους τομείς γνωστοποιήσεων ανήλθε στο 100% (αριθμός δημοσιευμένων οικονομικών καταστάσεων) με το μέσο όρο συμμόρφωσης περίπου στο 90%. Κατά το δεύτερο επίπεδο της ανάλυσης διαπιστώθηκε σημαντική επίδραση τόσο στην λογιστική αξία των επιχειρήσεων όσο και στα καθαρά κέρδη, με σημαντικές μεταβολές στη σχετική αξία των λογιστικών πληροφοριών μεταξύ 2004 και 2005. Ταυτόσημα αποτελέσματα καταγράφηκαν και κατά τον έλεγχο της οριακής συνάφειας της σχετικής αξίας. Τέλος στο τρίτο επίπεδο τα αποτελέσματα υποδηλώνουν σημαντική βελτίωση των προβλέψεων των κερδών με ταυτόχρονη μείωση των λαθών, από τους χρηματοοικονομικούς αναλυτές, μετά την υιοθέτηση των ΔΛΓ1 / ΔΠΧΓΊ κατά το 2005. Βασιζόμενοι στα αποτελέσματα της παραπάνω ανάλυσης, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η παρούσα διατριβή συνεισφέρει στη σχετική βιβλιογραφία και στην εφαρμογή μελλοντικών πολιτικών από τα όργανα επιβολής των πλαισίων. Ταυτόχρονα, προτείνει νέα πεδία μελλοντικής έρευνας, όσον αφορά τις μεθόδους και τους τρόπους επιμέτρησης λογιστικών μεγεθών σε συνάρτηση με τις υποχρεωτικές γνωστοποιήσεις όπως αυτές επιβάλλονται από τα ΔΑΠ / ΔΠΧΓΊ. 364 140 157 Quantitative analysis of the system prices-wages-unemployment in the economies of the countries-members of the European Union. Ποσοτική ανάλυση του συστήματος τιμών-μισθών-ανεργίας των οικονομιών των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. An investigation is conducted, of the dynamic, qualitative and quantitative interaction of the variables of the prices, wages, and unemployment in the economies of the countries-members of the European union, by estimating a structural model which refers to the system of the relations of these variables, for each country-member. The estimation of the model’s equations was performed using the method 2SLS, the time period used extends from 1960 up to 1997 and the econometric package Microfit 3.11 was used. As exogenous variables of this model are used the productivity and demand. Finally, the investigation of the sensitivity to economic policies was made with the help of the dynamically simulated model and the calculation of the dynamic multipliers was made using the TSP 4.2 package. Γίνεται μια διερεύνηση της δυναμικής, ποιοτικής και ποσοτικής αλληλεπίδρασης των μεταβλητών των τιμών, των μισθών και της ανεργίας των οικονομιών των χωρών μελών της ευρωπαϊκής ένωσης, με την κατάστρωση και εκτίμηση υποδείγματος που αναφέρεται στο σύστημα των σχέσεων των μεταβλητών αυτών για κάθε μία χώρα-μέλος. Οι εκτιμήσεις των εξισώσεων του υποδείγματος έγιναν με τη μέθοδο των ελάχιστων τετραγώνων σε δύο στάδια, το χρονικό δείγμα εκτείνεται από το1960 μέχρι το1997 και χρησιμοποιήθηκε το οικονομετρικό πακέτο Microfit 3.11. Ως εξωγενείς μεταβλητές στο διαρθρωτικό αυτό υπόδειγμα χρησιμοποιούνται η παραγωγικότητα και η ζήτηση. Τέλος, μετριέται ποσοτικά η ένταση με την οποία αντιδρά το σύστημα τιμών-μισθών-ανεργίας σε οικονομικές πολιτικές για κάθε μία χώρα μέλος. Αυτό γίνεται με τη δυναμική προσομοίωση του εκτιμώμενου υποδείγματος και τον υπολογισμό των δυναμικών πολλαπλασιαστών των ενδογενών μεταβλητών σε διαταράξεις των εξωγενών μεταβλητών του συστήματος για τη λύση του προσομοιωμένου υποδείγματος χρησιμοποιήθηκε το πακέτο TSP 4.2 365 587 589 The contribution of defence expenditure on the economic growth of the Balkan Countries. Η συμβολή των αμυντικών δαπανών στην οικονομική μεγέθυνση των χωρών της Βαλκανικής. The phd thesis is related to a short run dynamic business cycles model, setting as a primary target investigation of the affection 1st of the dynamic equilibrium values of the real income, the gross private investments and the effective capital and 2nd of the dynamic characteristics of the diachronic evolution of these macroeconomic magnitudes, by the diachronic increase of the military spending of the home economy by a constant growth rate set on behalf of the Government. The model’s structural form consists of 13 equations via which it was developed a second order dynamic system of difference equations with constant coefficients. The accruing from the performed analysis theoretical results have as follows: First, the equilibrium values of both the system’s endogenous variables, that is of real income and gross private investments, and that of effective capital, are functions of time and their magnitudes are affected by the arithmetic values of the model’s parameters. Second, the growth rates of real income and gross private investments will converge diachronically to the highest in value magnitude among the growth rates of military and non - military spending. Third, the dynamic characteristics of the diachronic evolution of real income, gross private investment and effective capital are affected by the Government’s decisions concerning the definition of the size of the physical capital’s depreciation coefficient. Fourth, In the case where for reasons of national security the home Government sets the magnitude of the growth rate of the home military spending equal to that of a foreign country, this action gives to the foreign Government the ability to affect the home dynamic equilibrium values of real income and gross private investments, through changes in the size of the foreign growth rate of military spending. The home Government could fully counteract this possibility through changes in the home magnitudes of the depreciation rate of the physical capital and the growth rate of non - military spending, the magnitudes of which could be determined using the derived reactions functions. In the context of the performed empirical analysis, it was attempted to investigate statistically the affection of the growth rates of real income and gross private investments by the growth rates of the military and non - military spending of a country. Covering the time period from 1989 to 2011 and after making use of yearly statistical data, it was investigated statistically the affection of the growth rates of real income and gross private investments in the case of five Balkan countries and more specifically of (a) Albania, (b) Bulgaria, (c) Greece, (d) Romania and (e) Turkey. The econometric methodologies that were used in order to estimate the derived stochastic equations, were that of Ordinary Least Squares (0./..S.) and Cointegration (Coint.). The derived conclusions after making use of the O.L.S. method were that in the case of Albania, Bulgaria and Romania, the growth rates of the countries’ military and non - military spending equally affect their economic growth. In the case of Greece the same conclusion is derived at the 1% significance level. The use of the cointegration method leads to the conclusion that in the case of Turkey, the country’s economic growth is affected by the growth rate of its military spending. In the case of Greece the growth rates of the country’s military and non - military spending both affect its economic growth. It has to be noted that the thesis’ theoretical conclusions were confirmed after the performance of a simulation analysis. Στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής αναπτύχθηκε ένα βραχυχρόνιο υπόδειγμα επιχειρηματικών κύκλων με πρωταρχικό στόχο τη διερεύνηση του επηρεασμού 1ον των δυναμικών τιμών ισορροπίας του πραγματικού εισοδήματος (Yt), των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων και του ενεργούς κεφαλαίου και 2ον των δυναμικών χαρακτηριστικών της διαχρονικής εξέλιξης των εν λόγω μακροοικονομικών μεγεθών, από την αύξηση των αμυντικών δαπανών της εγχώριας οικονομίας με ένα διαχρονικά σταθερό και καθοριζόμενο από την Κυβέρνηση ρυθμό. Η διαρθρωτική μορφή του υποδείγματος περιλαμβάνει συνολικά 13 εξισώσεις βάσει των οποίων εξειδικεύτηκε ένα σύστημα εξισώσεων διαφορών δεύτερης τάξης με σταθερούς συντελεστές από την επίλυση του οποίου προέκυψαν τα ακόλουθα βασικά συμπεράσματα: Πρώτον, οι τιμές ισορροπίας τόσο των ενδογενών μεταβλητών του συστήματος, δηλαδή του πραγματικού εισοδήματος και των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων, όσο και εκείνης του ενεργούς κεφαλαίου, αποτελούν συναρτήσεις του χρόνου και το μέγεθος τους επηρεάζεται από τις αριθμητικές τιμές του συνόλου των παραμέτρων του υποδείγματος. Δεύτερον, οι ρυθμοί μεταβολής του πραγματικού εισοδήματος, των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων και του ενεργούς κεφαλαίου θα συγκλίνουν με το πέρασμα του χρόνου προς τον μεγαλύτερο σε μέγεθος μεταξύ των ρυθμών μεγέθυνσης των αμυντικών και μη αμυντικών δαπανών. Τρ τον, τα δυναμικά χαρακτηριστικά της διαχρονικής εξέλιξης του πραγματικού εισοδήματος, των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων και κατ’ επέκταση του ενεργούς κεφαλαίου, επηρεάζονται από τις αποφάσεις της Κυβέρνησης αναφορικά με τον ορισμό του ύψους του ποσοστού αποσβέσεως του φυσικού κεφαλαίου. Τέταρτον, στην περίπτωση που για λόγους εθνικής ασφάλειας η εγχώρια Κυβέρνηση ταυτίζει το ύψος του ρυθμού μεγέθυνσης των αμυντικών της δαπανών (ym) με εκείνον της αλλοδαπής, παρέχεται η δυνατότητα στην Κυβέρνηση της αλλοδαπής να επηρεάζει τις δυναμικές τιμές ισορροπίας Υρ & Ιρ της εγχώριας οικονομίας μέσα από μεταβολές του συντελεστή γ . που η ίδια ελέγχει. Η εγχώρια Κυβέρνηση θα μπορούσε να εξουδετερώσει πλήρως αυτή την ευχέρεια της Κυβέρνησης της αλλοδαπής, ορίζοντας την ποσοστιαία μεταβολή του ποσοστού απόσβεσης του φυσικού κεφαλαίου (δ) και του ρυθμού μεγέθυνσης των μη αμυντικών δαπανών (ym), βάσει των δύο συναρτήσεων αντίδρασης που εξειδικεύτηκαν. Στα πλαίσια της εμπειρικής ανάλυσης που πραγματοποιήθηκε, επιχειρήθηκε να διερευνηθεί στατιστικά ο επηρεασμός των ρυθμών μεγέθυνσης του ονομαστικού Α.Ε.Π. και των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων, εκ μέρους των ρυθμών μεγέθυνσης των αμυντικών και μη αμυντικών δαπανών μίας χώρας. Καλύπτοντας την χρονική περίοδο 1989 ~ 2011 και κάνοντας χρήση ετήσιων στατιστικών δεδομένων, διερευνήθηκε εμπειρικά ο επηρεασμός των ρυθμών μεγέθυνσης του ονομαστικού Α.Ε.Π. και των ακαθάριστων ιδιωτικών επενδύσεων πέντε χωρών της Βαλκανικής, και πιο συγκεκριμένα (α) της Αλβανίας, (β) της Βουλγαρίας, (γ) της Ελλάδας, (δ) της Ρουμανίας και (ε) της Τουρκίας, από τους ρυθμούς μεγέθυνσης των αμυντικών και μη αμυντικών δαπανών των εν λόγω χωρών. Οι οικονομετρικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση των στοχαστικών εξισώσεων, και στα πλαίσια των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι στατιστικοί έλεγχοι, ήταν αυτές των ελάχιστων τετραγώνων (O.L.S.) και της συνολοκλήρωσης (Coint). Η χρήση της μεθόδου των ελάχιστων τετραγώνων μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση της Αλβανίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, οι ρυθμοί μεγέθυνσης τόσο των αμυντικών όσο και των μη αμυντικών δαπανών των χωρών επηρεάζουν την οικονομική τους μεγέθυνση. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και στην περίπτωση της Ελλάδας αλλά μόνο σε επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας a = 1%. Η χρήση της μεθόδου της συνολοκλήρωσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην περίπτωση της Τουρκίας, η οικονομική μεγέθυνση της χώρας επηρεάζεται από το ρυθμό μεγέθυνσης των αμυντικών δαπανών της. Στην περίπτωση της Ελλάδας αντιθέτως, οι ρυθμοί μεγέθυνσης τόσο των αμυντικών όσο και των μη αμυντικών δαπανών επηρεάζουν από κοινού την οικονομική μεγέθυνση της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συμπεράσματα της θεωρητικής ανάλυσης επιβεβαιώθηκαν με την πραγματοποίηση μίας ανάλυσης προσομοίωσης. 366 338 323 Exploring Digital Inequality in Greece with the use of structural equations models Διερεύνηση της ψηφιακής ανισότητας στην Ελλάδα με τη χρήση υποδειγμάτων διαρθρωτικών εξισώσεων This dissertation is the first research effort in Greece, to explore the impact of the socio-economic inequality in the process of appropriation of the Internet. This new research object is defined as Digital Inequality, and it can be examined in various stages (Internet access, digital skills, Internet use). The main research objectives of the dissertation are: i) to investigate the impact of the most important factors of digital exclusion (educational level, income, occupational status, age and gender) on each stage of the Digital Inequality and ii) to investigate the interactions between Digital Inequality stages. The research objectives have been explored with the use of structural equation modeling (SEM). The research used micro-data from the national sample survey on the use of Information and Communication Technologies by the Greek households and individuals. This survey was conducted by the Greek Statistical Authority in 2015, in a representative sample of the Greek population (n = 2808). According to the results, the existing social inequalities in Greece can be further enhanced by Internet use. People with higher cultural (educational level) and economic (income) resources, as well as people who are younger in age, prefer to use Internet activities (information, e-commerce and education) that enhance their economic and cultural capital. The functional model which is adopted in the dissertation has proven to be particularly useful, since the results confirm that Digital Inequality can be studied in Greece as a complex social phenomenon examined in distinct and related stages. The econometric approach of the dissertation contributes to the empirical research, since it assesses the direct and indirect impact of the most important digital exclusion factors in each stage of the Digital Inequality. The main conclusion of the dissertation, is that the improvement of the digital skills of the Greek population may mitigate the impact of socio-economic inequalities in Internet use. Based on the results, we propose policy actions which focus on the Digital Inequality stages in which each social group lags behind. Η παρούσα διατριβή αποτελεί την πρώτη ερευνητική προσπάθεια στην Ελλάδα, για τη διερεύνηση της επίδρασης της κοινωνικό-οικονομικής ανισότητας στη διαδικασία αποδοχής της τεχνολογίας, και πιο συγκεκριμένα του διαδικτύου. Το νέο αυτό ερευνητικό αντικείμενο ορίζεται ως Ψηφιακή Ανισότητα, και μπορεί να διερευνηθεί σε διάφορα στάδια (πρόσβαση στο διαδίκτυο, ψηφιακές δεξιότητες, χρήση του διαδικτύου). Οι κύριοι ερευνητικοί στόχοι της διατριβής είναι η διερεύνηση της επίδρασης των κυριότερων παραγόντων ψηφιακού αποκλεισμού (εκπαιδευτικό επίπεδο, εισόδημα, επαγγελματική κατάσταση, ηλικία και φύλο) σε κάθε στάδιο της Ψηφιακής Ανισότητας, καθώς και η διερεύνηση της επίδρασης μεταξύ των επιμέρους σταδίων της Ψηφιακής Ανισότητας. Η διατριβή υιοθετεί τη μεθοδολογική προσέγγιση των υποδειγμάτων διαρθρωτικών εξισώσεων που ενσωματώνουν ποιοτικές μεταβλητές. Η σχετική εμπειρική διερεύνηση διενεργείται στη βάση μικροδεδομένων του έτους 2015 της ΕΛΣΤΑΤ, που ελήφθησαν από την ετήσια πανελλαδική έρευνα χρήσης των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών στα νοικοκυριά (n=2808). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες στην Ελλάδα μπορεί να ενισχυθούν περαιτέρω από τη χρήση του διαδικτύου, αφού τα άτομα με περισσότερους πολιτισμικούς (εκπαιδευτικό επίπεδο) και οικονομικούς (εισόδημα) πόρους, καθώς και οι νεότεροι σε ηλικία, προτιμούν τις διαδικτυακές δραστηριότητες (πληροφόρηση, ηλεκτρονικές συναλλαγές και εκπαίδευση) που επαυξάνουν το οικονομικό και πολιτισμικό τους κεφάλαιο. Το λειτουργικό υπόδειγμα της διατριβής έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιμο, αφού τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι η Ψηφιακή Ανισότητα μπορεί να μελετηθεί στην Ελλάδα ως ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο που ορίζεται σε ξεχωριστά στάδια τα οποία συνδέονται μεταξύ τους. Η οικονομετρική προσέγγιση της έρευνας συμβάλλει στην εμπειρική μεθοδολογία, αφού εκτιμάει όχι μόνο την άμεση αλλά και την έμμεση επίδραση των κυριότερων παραγόντων ψηφιακού αποκλεισμού στα επιμέρους στάδια της Ψηφιακής Ανισότητας. Βασικό συμπέρασμα της διατριβής είναι ότι η βελτίωση του επιπέδου των ψηφιακών δεξιοτήτων του γενικού πληθυσμού μπορεί να εξομαλύνει την επίδραση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων στη χρήση του διαδικτύου. Στη διατριβή προτείνονται σύμφωνα με τα αποτελέσματα, δράσεις πολιτικής που εστιάζουν στα στάδια της Ψηφιακής Ανισότητας στα οποία υστερεί η κάθε κοινωνική ομάδα. 367 207 198 Demetriοs Lialios (1869-1940): biography, catalogue of works, edition and recording of six pieces for violin and piano Δημήτρης Λιάλιος (1869-1940): βιογραφία, κατάλογος έργων, επιμελημένη έκδοση και ηχογράφηση έξι έργων για βιολί και πιάνο This dissertation describes the work and life of the composer Dimitris Lialios (1869-1940), who is the first modern Greek composer from the greek mainland to write a symphony (Mitternachts Traum) and big symphonic compositions for choir and orchestra (Missa pro Defunctis) and to cultivate various types of chamber music (4 string quartets and piano trio). He lived and worked in Patras, Athens and Munich. This dissertation is a historical/musicological study, based mainly on primary sources. In addition, it includes a musical performance part. It focuses on the composer’s works for violin and piano, which are numerous, virtuosic and richly complex. The first part of the dissertation presents the composer’s life in five different periods. The second part includes the complete catalogue of his compositions. The next part is the critical edition of the following pieces for violin and piano: Illusion, Mein Leid, Ballade no. 1, Ballade no. 2, Tanzballade no. 1 “Smyrna”, Sonata in A minor. The last part is performance oriented and includes a recording of the pieces for violin and piano mentioned above. The appendix that follows includes a timeline of the composer’s artistic activity during his lifetime. Η διατριβή αυτή παρουσιάζει το έργο και τη ζωή του συνθέτη Δημήτρη Λιάλιου (1869-1940) του οποίου η συμβολή στη νεοελληνική σύνθεση είναι εξαιρετικά σημαντική. Είναι ο πρώτος νεοέλληνας συνθέτης της ηπειρωτικής Ελλάδας που έγραψε συμφωνικό έργο (Όνειρο μεσονυκτίου), μεγάλο χορωδιακό ορχηστρικό έργο (Missa pro Defunctis) και καλλιέργησε συστηματικά τα είδη της μουσικής δωματίου (4 κουαρτέτα εγχόρδων και τρίο με πιάνο). Έζησε και δημιούργησε στην Πάτρα, την Αθήνα και το Μόναχο. Η διατριβή αποτελεί μια ιστορικομουσικολογική μελέτη και βασίζεται κυρίως σε πρωτογενείς πηγές. Επιπλέον περιλαμβάνει ένα εκτελεστικό μέρος. Επικεντρώνεται στο βιολιστικό έργο του συνθέτη, το οποίο είναι μεγάλο και δεξιοτεχνικό. Στο πρώτο μέρος περιγράφεται η ζωή του συνθέτη χωρισμένη σε πέντε περιόδους. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τον πλήρη και αναλυτικό κατάλογο των έργων του. Το τρίτο μέρος περιέχει την επιμελημένη έκδοση των έξι παρακάτω έργων για βιολί και πιάνο: Illusion, Mein Leid, Ballade no. 1, Ballade no. 2, Tanzballade no. 1 «Smyrna», Σονάτα σε Λα ελάσσονα, ενώ στο τέταρτο μέρος ακολουθεί η ηχογράφηση αυτών των έργων. Στο παράρτημα παρατίθεται το χρονολόγιο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας του συνθέτη, με πολλά στοιχεία από τις πρωτογενείς πηγές. 368 269 276 Dante as source of inspiration for Franz Liszt: "Dante Symphony" and its pianistic transcriptions Ο Δάντης πηγή δημιουργίας για τον Φραντς Λιστ: η "Συμφωνία του Δάντη" και οι πιανιστικές μεταγραφές της The subject of this thesis is Franz Liszt’s Dante Symphony –a not very popular composition of the composer– inspired by Dante’s Divine Comedy. This poem has been the most famous of all centuries, capturing the fantasy of many artists from the Medieval era until today. Paintings, sculptures, music compositions, literary critics, translations in all languages, novels, cinema films, cartoons have been inspired by Dante’s Divine Comedy. The thesis includes the complete harmonic and motivic analysis of the Dante Symphony as well as the comparative study of its six pianistic transcriptions by Liszt for two pianos, Theophil Forchhammer for solo piano, Arthur Hahn for piano – four hands, Αugust Stradal for solo piano, Carl Tausig for solo piano and János Végh for two pianos – eight hands, works that are revealed and presented for the first time. Liszt’s “avant-garde” ideas for the presentation of his orchestral work along with the diorama of G.B. Genelli’s paintings were never realized by him. From the analysis of the Dante Symphony come out the innovations, the symbolism of the piece and its direct relation to Dante’s poetry. The pianistic transcriptions of this symphony are just a sample of the tendency that characterizes the ninenteenth century: the piano was the means for the dissemination of earlier and contemporary (at Liszt’s times) composers’orchestral works. Moreover, Liszt’s influence on his students is revealed through their transcriptions of Dante Symphony for one or two pianos, there is a particular emphasis on C. Tausig’s pianistic transcription manuscript which was unknown to the scholars until today. Αντικείμενο της παρούσας έρευνας είναι η Συμφωνία του Δάντη του Φραντς Λιστ –ένα όχι ιδιαίτερα δημοφιλές έργο του συνθέτη– εμπνευσμένη από τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Η Θεία Κωμωδία υπήρξε και συνεχίζει να είναι ένα διαχρονικό ποιητικό έργο που από το Μεσαίωνα έως σήμερα δε σταμάτησε να τροφοδοτεί την φαντασία των καλλιτεχνών, η απήχησή της δε, είναι εμφανής σε όλα τα είδη της Τέχνης: πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, μουσικές συνθέσεις, κριτικές λογοτεχνών, μεταφράσεις σε όλες τις γλώσσες, μυθιστορήματα, κινηματογραφικές ταινίες και κινούμενα σχέδια. Αναλύεται αρμονικά και μοτιβικά ολόκληρη η Συμφωνία του Δάντη και γίνεται συγκριτική μελέτη των έξι πιανιστικών μεταγραφών της από τους: Λιστ για δύο πιάνα, Theophil Forchhammer για σόλο πιάνο, Arthur Hahn για πιάνο – τέσσερα χέρια, Αugust Stradal για σόλο πιάνο, Carl Tausig για σόλο πιάνο και János Végh για δύο πιάνα – οχτώ χέρια που αναδεικνύονται εδώ για πρώτη φορά. Οι πρωτοποριακές ιδέες του Λιστ σχετικά με την παρουσίαση του ορχηστρικού του έργου με την προβολή των πινάκων του G.B. Genelli δεν υλοποιήθηκαν ποτέ από τον ίδιο το συνθέτη. Από τη μελέτη της συμφωνίας προκύπτουν η άμεση σχέση της με τη Θεία Κωμωδία, οι καινοτομίες και οι συμβολισμοί της. Οι πιανιστικές μεταγραφές της συμφωνίας αποτελούν ένα δείγμα της τάσης που χαρακτηρίζει το 19ο αι.: το πιάνο λειτούργησε ως μέσο διάδοσης των ορχηστρικών έργων προγενέστερων και συγχρόνων συνθετών του Λιστ. Η επιρροή του συνθέτη είναι εμφανής στους μαθητές του που μετέγραψαν για ένα ή δύο πιάνα τη Συμφωνία του Δάντη ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη χειρόγραφη πιανιστική μεταγραφή του C. Tausig που μέχρι τώρα ήταν άγνωστη στους μελετητές. 369 9 9 Competitiveness. economic freedom, business environment & growth in Serbia Ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικό περιβάλλον, οικονομική ελευθερία & ανάπτυξη στη Σερβία 370 360 453 Three essays on vertical relations and vertcal integration Τρία δοκίμια με θέμα τις κάθετες σχέσεις και την κάθετη ολοκλήρωση The present thesis consists of three independent essays that study vertical relations and vertical integration. Vertical relations are ubiquitous in real-world markets, as the vast majority of goods are produced in several stages of the so-called vertical production chain, from raw materials, to intermediate goods, to final products. The purpose of this thesis is to examine the classic anti-trust issues of price discrimination (Chapter 1) and horizontal mergers (Chapter 2) within the context of vertically related markets, and investigate the behavior of vertically integrated firms with respect to their contractual interaction with other vertically separated firms (Chapter 3). The aforementioned issues are studied within an Industrial Organization framework using game theoretic tools. In the first essay (Chapter 1), we study the welfare effects of input price discrimination when an upstream supplier that secretly contracts with two cost-asymmetric downstream firms undertakes R&D investments. We show that a ban on input price discrimination may increase or decrease R&D investments depending on the degree of downstream cost-asymmetry. Nevertheless, we find that welfare always decreases after the ban. Consequently, contrary to the common presumption, banning discrimination reduces welfare even when its effect on R&D levels is positive. In the second essay (Chapter 2), we study upstream horizontal mergers when one of the merging parties is vertically integrated. Under upstream cost symmetry and observable contracting, we demonstrate that such type of mergers always harm consumers. Under observable contracting but upstream asymmetric costs, we show that overall consumer surplus may increase post-merger even though input prices increase and some consumers are worse off. Under upstream cost symmetry but unobservable contracting, we find that consumers may be better off post-merger even in the absence of exogenous efficiency gains. In the third essay (Chapter 3), we consider a vertically integrated firm that sells input to, and competes against a downstream rival. We demonstrate that, when the integrated firm chooses its input quantity, it accommodates downstream rival’s sales despite downstream competition being of the Cournot type. Upstream price-setting leaves no room for accommodating behavior implying that for a vertically integrated input monopolist setting input price or input quantity makes crucial difference. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από τρία ανεξάρτητα δοκίμια που μελετούν θέματα σχετικά με κάθετες σχέσεις και κάθετη ολοκλήρωση. Οι κάθετες σχέσεις είναι πανταχού παρούσες στις αγορές του πραγματικού κόσμου, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία των αγαθών παράγονται σε διάφορα στάδια της επονομαζόμενης κάθετης αλυσίδας παραγωγής, από πρώτες ύλες σε ενδιάμεσα προϊόντα και τέλος σε τελικά προϊόντα. Σκοπός της διατριβής είναι να εξετάσει τα κλασσικά αντιμονοπωλιακά ζητήματα της διάκρισης τιμών (Κεφάλαιο 1) και των οριζόντιων συγχωνεύσεων (Κεφάλαιο 2) μέσα στο πλαίσιο κάθετα σχετιζόμενων αγορών, και να εξετάσει τη συμπεριφορά κάθετα ολοκληρωμένων επιχειρήσεων σχετικά με τη αλληλεπίδραση τους με άλλες κάθετα μη ολοκληρωμένες επιχειρήσεις (Κεφάλαιο 3). Η επιστημονική μεθοδολογία της έρευνας στηρίζεται στα εργαλεία της θεωρίας παιγνίων όπως αυτά εφαρμόζονται στον κλάδο της Βιομηχανικής Οργάνωσης. Στο πρώτο δοκίμιο (κεφάλαιο 1), μελετάμε τις επιπτώσεις που έχει στην ευημερία μια διάκριση τιμών εισροής, όταν ο προμηθευτής αυτής της εισροής, ο οποίος συνάπτει κρυφά συμβάσεις με δύο μη συμμετρικούς λιανοπωλητές, αναλαμβάνει επενδύσεις έρευνας & ανάπτυξης (Ε&Α). Δείχνουμε ότι η απαγόρευση της πολιτικής διάκρισης τιμών ενδέχεται να αυξήσει ή να μειώσει τις επενδύσεις Ε&Α ανάλογα με το βαθμό της ασυμμετρίας του κόστους των λιανοπωλητών. Παρ 'όλα αυτά, διαπιστώνουμε ότι η ευημερία μειώνεται πάντα μετά την απαγόρευση. Κατά συνέπεια, σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη, η απαγόρευση διάκρισης τιμών μειώνει την ευημερία ακόμη και όταν η επίδρασή της στα επίπεδα Ε&Α είναι θετική. Στο δεύτερο δοκίμιο (Κεφάλαιο 2), μελετάμε οριζόντιες συγχωνεύσεις που πραγματοποιούνται στο «ανώτερο» τμήμα μιας κάθετα σχετιζόμενης αγοράς και ένα από τα συγχωνευόμενα μέρη είναι κάθετα ολοκληρωμένο. Με συμμετρικά κόστη και όταν οι όροι των συμβάσεων μεταξύ επιχειρήσεων είναι παρατηρήσιμοι από όλους τους συμμετέχοντες, δείχνουμε ότι οι εν λόγω συγχωνεύσεις πάντοτε βλάπτουν τους καταναλωτές. Με παρατηρήσιμους τους όρους των συμβάσεων αλλά ασύμμετρα κόστη, δείχνουμε ότι το συνολικό πλεόνασμα των καταναλωτών μπορεί να αυξηθεί μετά τη συγχώνευση, παρόλο που οι τιμές των εισροών αυξάνονται και ορισμένοι καταναλωτές βλάπτονται. Με συμμετρικά κόστη αλλά όταν οι όροι των συμβάσεων μεταξύ επιχειρήσεων δεν είναι παρατηρήσιμοι, διαπιστώνουμε ότι οι καταναλωτές μπορεί να είναι καλύτερα μετά τη συγχώνευση, ακόμη και όταν δεν υπάρχουν εξωγενείς βελτιώσεις αποτελεσματικότητας. Στο τρίτο δοκίμιο (κεφάλαιο 3), θεωρούμε μια κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση που πωλεί μια εισροή αλλά και ανταγωνίζεται μια επιχείρηση στο «κατώτερο» τμήμα της αγοράς. Δείχνουμε ότι, όταν η κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση επιλέγει την ποσότητα της εισροής, επιτρέπει στον ανταγωνιστή της να αυξήσει τις πωλήσεις του τελικού του προϊόντος, παρόλο που ο ανταγωνισμός στο «κατώτερο» τμήμα της αγοράς είναι τύπου Cournot. Τέτοια συμπεριφορά δεν ισχύει στην περίπτωση που η κάθετα ολοκληρωμένη επιχείρηση θέτει την τιμή της εισροής, γεγονός που υποδηλώνει ότι για έναν κάθετα-ολοκληρωμένο μονοπωλητή έχει μεγάλη σημασία αν καθορίζει την τιμή ή την ποσότητα της εισροής που παράγει. 371 136 103 Development and implementation of exterior point simplex type algorithms for network optimization problems Ανάπτυξη και υλοποίηση αλγορίθμων εξωτερικών σημείων τύπου simplex για προβλήματα δικτυακής βελτιστοποίησης This PhD Thesis consists mainly of three parts. The first and primal part presents for the first time a new exterior point Simplex algorithm for the solution of the Minimum Cost Network Flow Problem. More precisely, we present the pseudocde, illustrative examples of an optimal or unbounded problem, as also the mathematical proofs of correctness. The second part describes an implementation in the Fortran 95/2003 programming language and also shows an indicative computational behavior of the proposed algorithm. All the necessary data structures which have been used, as also the software and hardware infrastructure are analytically discussed. Finally, in the third part a new software for the solution of problems belonging to various categories of Network Optimization, mainly for educational purposes, is shown. Η παρούσα διατριβή αποτελείται από τρεις άξονες. Πρώτον και κυριότερο παρουσιάζει αναλυτικά για πρώτη φορά έναν νέο πρωτεύοντα αλγόριθμο εξωτερικών σημείων για την επίλυση Προβλημάτων Ροής Ελαχίστου Κόστους. Πιο συγκεκριμένα, παρουσιάζεται ο ψευδοκώδικας, γραφικά παραδείγματα για βέλτιστα, ή και απεριόριστα, προβλήματα καθώς και οι μαθηματικές αποδείξεις ορθότητας. Δεύτερον, περιγράφει μια υλοποίηση σε γλώσσα Fortran 95/2003 και δείχνει μια ενδεικτική υπολογιστική συμπεριφορά του προτεινόμενου αλγόριθμου. Αναφέρονται εμπεριστατωμένα όλες οι δομές που χρησιμοποιηθήκαν και φυσικά το υπολογιστικό περιβάλλον υλοποίησης. Τέλος, παρουσιάζεται και ένα ολοκληρωμένο πακέτο επίλυσης προβλημάτων Δικτυακής Βελτιστοποίησης, κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς. 372 200 203 Βιωματική Συνεχιζόμενη Εκπαίδευση και Κατάρτιση στον Πρωτογενή Τομέα και ο ρόλος της στην Απασχόληση: Το παράδειγμα των συμμετεχόντων σε προγράμματα της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής The present survey aimed at assessing the contribution of the continuing education and training on the agricultural section to the increase of employment rates αs well as the evaluation of the general benefit trainees gain from the experiential learning. The collection of data was based on a questionnaire which was distributed to 200 former participants in the programs of the American Farm School. For the results of the survey, methods of descriptive and deductive statistics were used. The parametric t-test was used for independent samples and Pearson’s non-parametric χ^2 for the correlation analysis. The results showed that there is a relationship between continuing education and employment since people who participated in the programs were employed in a related profession. What is more, the results confirmed the hypothesis that the experiential method of learning contributes to finding employment due to the fact that active participation and collaborative techniques contribute to the complete training of the participants. As far as the field of adult education is concerned, the present survey aspires to play a role in engaging more people of the agricultural section in the educational programs, improving the teaching methods incorporated in these programs and linking them to the labour market. Η παρούσα έρευνα αποσκοπούσε στον έλεγχο της συμβολής της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης του πρωτογενούς τομέα στην απασχόληση και στην αποτίμηση των γενικότερων ωφελειών που αποκομίζουν οι εκπαιδευόμενοι/ες από τον βιωματικό τρόπο μάθησης. Για τη συλλογή δεδομένων κατασκευάστηκε ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπληρώθηκε από 200 πρώην συμμετέχοντες/ουσες στα προγράμματα της Αμερικανικής Γεωργικής Σχολής. Για την αποτύπωση των αποτελεσμάτων της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν μέθοδοι της περιγραφικής και της επαγωγικής στατιστικής. Χρησιμοποιήθηκε ο παραμετρικός έλεγχος t για ανεξάρτητα δείγματα και ο μη παραμετρικός έλεγχος χ2 του Pearson για την ύπαρξη σχέσεων ποιοτικών μεταβλητών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και της απασχόλησης, αφού αρκετά άτομα που παρακολούθησαν προγράμματα απασχολήθηκαν σε κάποιο αντίστοιχο επάγγελμα. Επιπρόσθετα, επιβεβαίωσαν την υπόθεση ότι ο βιωματικός τρόπος μάθησης συμβάλλει στην εύρεση εργασίας, καθώς η ενεργητική συμμετοχή στα μαθήματα και οι υπόλοιπες βιωματικές και συμμετοχικές τεχνικές συνεισφέρουν στην πληρέστερη κατάρτιση των συμμετεχόντων. Η συμβολή της παρούσας έρευνας στο πεδίο της εκπαίδευσης ενηλίκων αφορά στην προσέλκυση των ατόμων του πρωτογενούς τομέα στα προγράμματα εκπαίδευσης, στη βελτίωση των μεθόδων διδασκαλίας σε αυτά και στη σύνδεσή τους με την αγορά εργασίας. 373 517 495 Strategy of planning and Implementation of a mass diplomacy system for the Hellenic Politeia (Republic) Στρατηγική σχεδιασμού και εφαρμογής συστήματος μαζικής διπλωματίας για την Ελληνική Πολιτεία This dissertation is the first research effort on the design of a Strategy of Planning and Implementation of a Mass Diplomacy System for the Hellenic Politeia (Republic). Applied informatics and the capabilities it offers through the mixture of its technologies have allowed greater access to external and internal audiences who are called upon to accept or reject a particular message. The main research objectives of the dissertation are to examine how the new technologies and the political and economic practices that result from them, affect the protection of the national interests of the Hellenic Republic; and how electronic foreign policy, with its various acquired attributes, may create a system of mass diplomacy for the Hellenic Republic. The research also examines the importance of non-governmental players, whether they are organizations, businesses or financial formations, loose political coalitions, pressure groups with a common theme, and the indirect or direct influence they have on a country's governance, due to the technological tools they use. It also examines the influence of technological-information tools, which is often disproportionate to their size and can be utilised by the state institutions or act against them as per case. We are also developing new cases of research, conforming to the above, used to create and control possible behavioral patterns of Hellenic citizens. According to the research, and after examining various case studies and conducting statistical research through a structural equations model about the Greek crisis, mass diplomacy is now a precious and important tool for a political player to develop his foreign policy and to promote his message and his positions;while at the same time dampening the influence of foreign, external actors in his own internal audience. Through the hypotheses examined, concurrently with the statistical study of how the Hellenic citizen behaves towards the external and internal messages he receives and how they influence his decisions, basic conclusions were reached that can contribute to the creation of a strategy for the confrontation of a full spectrum information warfare against the republic. The main conclusions of the dissertation are that national interests mutate and require the use of tools of a different texture, of "soft" power, to protect the "hard" national interests necessary for the operation and sovereignty of the Hellenic Republic. The capability of direct access to external audiences for the promotion of national positions and interests as well as the possibility of direct and interactive contact between the Hellenic Republic and the Ηellenes is necessary; at the same time contributing to the creation of an integrated system of mass diplomacy in a context where a non-governmental political actor becomes more important because of the ability to set the operational stage. Information cannot exist in isolation. It has consequences, and it predisposes a framework of behavior and action. The creation of "influence models" of the Hellenic population that describe the relationship between the transmitted message and the final behavior of individuals, is a necessary action for national defense and the protection of the population and of any concept of democracy. Η παρούσα διατριβή αποτελεί την πρώτη ερευνητική προσπάθεια σχετικά με την κατάστρωση στρατηγικής σχεδιασμού και εφαρμογής συστήματος Μαζικής Διπλωματίας για την Ελληνική Πολιτεία. Η εφαρμοσμένη πληροφορική και οι δυνατότητες που προσφέρει μέσω του μείγματος των τεχνολογιών που διαθέτει, έχουν επιτρέψει την μεγαλύτερη πρόσβαση σε εξωτερικά και εσωτερικά ακροατήρια που καλούνται να αποδεχθούν ή να απορρίψουν ένα συγκεκριμένο μήνυμα. Οι κύριοι ερευνητικοί στόχοι της διατριβής είναι να εξετάσει με ποιον τρόπο οι νέες τεχνολογίες και οι πολιτικές και οικονομικές πρακτικές που άγονται από αυτές επηρεάζουν την προστασία των εθνικών συμφερόντων του Ελληνικού κράτους και πώς η ηλεκτρονική εξωτερική πολιτική με τα διάφορα επίκτητα χαρακτηριστικά που της αποδίδονται μπορεί να συντελέσει στην δημιουργία συστήματος μαζικής διπλωματίας για την Ελληνική πολιτεία. Επίσης εξετάζεται η σημασία των μη-κυβερνητικών παικτών, είτε αυτοί είναι οργανώσεις, επιχειρηματικοί ή οικονομικοί σχηματισμοί, χαλαροί πολιτικοί συνδυασμοί, ομάδες πίεσης με κοινή θεματολογία, στον έμμεσο η άμεσο επηρεασμό της διακυβέρνησης μιας χώρας, λόγω των τεχνολογικών εργαλείων που χρησιμοποιούν. Ακόμη, εξετάζεται η επιρροή των τεχνολογικών-πληροφοριακών εργαλείων, που είναι πολλές φορές δυσανάλογη του μεγέθους τους και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα πολιτειακά όργανα ή να δράσει εναντίον τους κατά το δοκούν. Στην παρούσα έρευνα αναπτύσσονται επίσης νέες υποθέσεις έρευνες , σύμμορφες προς τις προαναφερόμενες, που χρησιμοποιούνται για την δημιουργία και έλεγχο πιθανών μοντέλων συμπεριφοράς των Ελλήνων πολιτών. Σύμφωνα με την έρευνα και αφότου εξετάσθηκαν διάφορες μελέτες περιπτώσεων και έγινε στατιστική έρευνα μέσω υποδείγματος δομικών εξισώσεων σχετικά με την Ελληνική κρίση, η μαζική διπλωματία πλέον αποτελεί πολύτιμο και σημαντικό εργαλείο στο να καταστρώσει ένας πολιτικός παίκτης την εξωτερική του πολιτική και να προάγει το μήνυμα του και τις θέσεις του, ενώ παράλληλα αμβλύνει την επιρροή ξένων,εξωτερικών παραγόντων στο δικό του εσωτερικό ακροατήριο. Η διατριβή μέσω των υποθέσεων που εξετάστηκαν, αλλά και με την στατιστική μελέτη του πώς συμπεριφέρεται ο Έλληνας πολίτης στα εξωτερικά και εσωτερικά μηνύματα και πώς αυτά επηρεάζουν τις αποφάσεις του, κατέληξε σε βασικά συμπεράσματα που μπορούν να συμβάλλουν στην δημιουργία στρατηγικής για την αντιμετώπιση του πληροφοριακού πολέμου πλήρους φάσματος που εξασκείται κατά της χώρας. Βασικά συμπεράσματα της διατριβής είναι ότι τα εθνικά συμφέροντα μεταλλάσσονται και απαιτούν και την χρήση εργαλείων διαφορετικής υφής, "μαλακής" ισχύος, ώστε να προστατευθούν τα "σκληρά" εθνικά συμφέροντα, τα απαραίτητα στην λειτουργία και κυριαρχία της Ελληνικής Πολιτείας. Επίσης, η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης σε εξωτερικά ακροατήρια για την προώθηση εθνικών θέσεων και συμφερόντων καθώς και η δυνατότητα άμεσης και διαδραστικής επαφή μεταξύ της Ελληνικής Πολιτείας και των Ελλήνων, είναι αναγκαία και συνάμα συντελεί στην δημιουργία ολοκληρωμένου συστήματος μαζικής διπλωματίας σε ένα πλαίσιο όπου ο μη-κυβερνητικός πολιτικός ηθοποιός αποκτά μεγαλύτερη σημασία λόγω της δυνατότητας που έχει να ορίσει την σκηνή του. Η πληροφορία δεν μπορεί να υπάρξει σε απομόνωση. Έχει συνέπειες, και προδιαθέτει πλαίσιο συμπεριφοράς και ενεργειών. Η δημιουργία "μοντέλων επηρεασμού" του ελληνικού πληθυσμού που περιγράφουν την σχέση μεταξύ του μεταδιδόμενου μηνύματος και της τελικής συμπεριφοράς των ατόμων είναι απαραίτητη ενέργεια για την εθνική άμυνα και την προστασία του πληθυσμού και της όποιας έννοιας δημοκρατίας 374 433 465 Quality management in e-commerce: Determining the impact of e-commerce quality on customers’ perceived risk, satisfaction, value, and loyalty Διαχείριση ποιότητας στο ηλεκτρονικό εμπόριο: διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των επιμέρους διαστάσεων της ποιότητας και της ικανοποίησης, της αντιληπτής αξίας, του αντιληπτού κινδύνου και της πελατειακής πιστότητας Evaluating the quality of e-commerce services is of particular research interest, although there is no clear consensus among researchers about the individual dimensions they form it, with the respective theoretical models proposing from 3 to 22 dimensions, which often overlap. In this way, the aim of this doctoral thesis is to explore the dimensions of quality in e-commerce in Greece and to examine the relationships that develop between it and satisfaction, perceived value, perceived risk and loyalty. For the purpose of the survey, a specific questionnaire was completed by 304 Greek consumers, whose data were then processed using descriptive and dedactive statistical methods. According to the research results, quality was found to be positively and statistically significant correlated with perceived value, satisfaction, and loyalty, and negatively with perceived risk, thus revealing a two-way relationship between it and the other variables through correlation analysis. At the same time, by applying linear regressions it was found that quality positively affects perceived value, satisfaction and loyalty, and negatively perceived risk, a finding that confirms a proactive relationship of quality towards the other variables. In addition, it was found that satisfaction and perceived value have a positive effect on loyalty, with this relationship being so strong that it is not affected by the mediating role of perceived risk, as found by path analysis. Overall, it was documented that high levels of quality lead to a high degree of satisfaction and perceived value, mitigating perceived risk and positively influencing the adoption of desired consumer behaviors as reflected in customer loyalty. In particular, the findings support the validity of a theoretical and research framework that highlights ease of use, design, responsiveness, personalization and security as key dimensions of quality in e-commerce in Greece. In addition, the proactive and the two-way statistically significant relationship that emerged between quality and the variables under consideration (satisfaction, perceived value, loyalty, perceived risk) clarifies its direction and power. In addition, the fact that the positive effect of satisfaction and perceived value on loyalty is not mediated by perceived risk confirms the need to focus on the quality of e-commerce as a precursor variable of its upgrading, although risk is negatively affected both by satisfaction and perceived value. Particularly important is the focus on the individual dimensions of quality on behalf of businesses, as well as their combined and holistic management in an effective way, taking into account that inadequate coverage of customer expectations even in one of them may result in low levels of perceived quality. Η αξιολόγηση της ποιότητας των υπηρεσιών του ηλεκτρονικού εμπορίου αποτελεί ένα ζήτημα ιδιαίτερου ερευνητικού ενδιαφέροντος, αν και δεν υπάρχει σαφής συναίνεση μεταξύ των ερευνητών σχετικά με τις επιμέρους διαστάσεις που διαμορφώνουν, με τα αντίστοιχα θεωρητικά μοντέλα να προτείνουν από 3 μέχρι και 22 διαστάσεις, οι οποίες συχνά επικαλύπτονται. Υπό αυτό το πρίσμα, σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η διερεύνηση των διαστάσεων της ποιότητας στο ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα και η εξέταση των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ αυτής και της ικανοποίησης, της αντιληπτής αξίας, του αντιληπτού κινδύνου και της πιστότητας. Για την εφαρμογή της έρευνας κατασκευάστηκε ειδικό ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από 304 Έλληνες καταναλωτές, τα δεδομένα του οποίου ακολούθως επεξεργάστηκαν με μεθόδους περιγραφικής και επαγωγικής στατιστικής. Σύμφωνα με τα ερευνητικά αποτελέσματα, διαπιστώθηκε ότι η ποιότητα συνολικά έχει θετική και στατιστικά σημαντική συσχέτιση με την αντιληπτή αξία, την ικανοποίηση και την πιστότητα, και αρνητική με τον αντιληπτό κίνδυνο, αναδεικνύοντας έτσι μία αμφίδρομη σχέση μεταξύ αυτής και των υπολοίπων μεταβλητών μέσω των ελέγχων συσχετίσεων. Παράλληλα, με την εφαρμογή των γραμμικών παλινδρομήσεων βρέθηκε ότι η ποιότητα επηρεάζει θετικά την αντιληπτή αξία, την ικανοποίηση και την πιστότητα, και αρνητικά τον αντιληπτό κίνδυνο, εύρημα που επιβεβαιώνει μια πρόδρομη σχέση της ποιότητας με κατεύθυνση προς τις άλλες μεταβλητές. Επιπλέον, βρέθηκε ότι η ικανοποίηση και η αντιληπτή αξία επηρεάζουν θετικά την πιστότητα, με τη σχέση αυτή μάλιστα να αναδεικνύεται τόσο ισχυρή που δεν επηρεάζεται από το διαμεσολαβητικό ρόλο του αντιληπτού κινδύνου, όπως διαπιστώθηκε από την ανάλυση μονοπατιού. Συνολικά, τεκμηριώθηκε ότι υψηλά επίπεδα ποιότητας οδηγούν σε υψηλό βαθμό ικανοποίησης και αντιληπτής αξίας, μετριάζοντας τον αντιληπτό κίνδυνο και επιδρώντας θετικά στην υιοθέτηση επιθυμητών καταναλωτικών συμπεριφορών, όπως αυτές αντανακλούνται στην πελατειακή πιστότητα. Συγκεκριμένα, τα ευρήματα συνηγορούν στην ισχύ ενός θεωρητικού και ερευνητικού πλαισίου που αναδεικνύει ως βασικές διαστάσεις της ποιότητας στο ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα την ευκολία χρήσης, τη σχεδίαση, την ανταποκρισιμότητα, την εξατομίκευση και την ασφάλεια. Επιπλέον, η πρόδρομη και παράλληλα αμφίδρομη στατιστικά σημαντική σχέση που αναδείχθηκε μεταξύ της ποιότητας και των υπό εξέταση μεταβλητών (ικανοποίηση, αντιληπτή αξία, πιστότητα, αντιληπτός κίνδυνος) αποσαφηνίζει την κατεύθυνση και την ισχύ αυτής. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η θετική επίδραση της ικανοποίησης και της αντιληπτής αξίας στην πιστότητα δεν διαμεσολαβείται από τον αντιληπτό κίνδυνο επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα εστίασης στην ποιότητα του ηλεκτρονικού εμπορίου ως πρόδρομη μεταβλητή της αναβάθμισής του, παρόλο που ο κίνδυνος επηρεάζεται αρνητικά τόσο από την ικανοποίηση όσο και από την αντιληπτή αξία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η εστίαση στις επιμέρους διαστάσεις της ποιότητας από την πλευρά των επιχειρήσεων, καθώς και η συνδυαστική και ολιστική διαχείρισή τους με αποτελεσματικό τρόπο, καθώς η ανεπαρκής κάλυψη των προσδοκιών των πελατών έστω και σε μία εξ αυτών μπορεί να συνεπάγεται χαμηλά επίπεδα αντιληπτής ποιότητας. 375 230 271 Απόψεις γονέων και μαθητών από τη συμμετοχή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία εκμάθησης βιολιού: με τη μέθοδο Suzuki και με τη συμβατική διδασκαλία: πιλοτική έρευνα The purpose of this research was to investigate the opinions of students and their parents, that study violin in Greece following the Suzuki method or the conventional method, in relation to their experience through their learning procedure. More specifically, they were explored: a) parents’ opinions on how their children experience violin learning b) parents’ assessment on how violin learning has influenced the musical and personal growth of their children c) parents’ perception on their role in their children’s violin learning procedure, their experiences and their expectations. Sample consisted of 27 parents of children between 4 and 8 years old and it originated from institutions of musical activities in Thessaloniki. Two groups were formed, 17 parents of Suzuki method and 10 of conventional method. The research tool that was used, consisted of a printed questionnaire, composed by the researcher, containing both open and closed-format questions. The results that derived from the parents’ replies concern: a) the importance of the parent’s role in the learning procedure of the child, b) the significance of parents’ proper informing and training, c) the benefits of violin learning for child's development, either with Suzuki or conventional method d) the specific characteristics of the methods that have a positive effect on the children e) the importance of the teacher-child relationship. The ultimate aim was to propose, through the research's findings, suggestions for the improvement of violin’s teaching. Η παρούσα μελέτη είχε στόχο να διερευνήσει τις απόψεις των γονέων και των μαθητών που διδάσκονται μαθήματα βιολιού στην Ελλάδα μέσα από τη μέθοδο Suzuki ή τη συμβατική διδασκαλία, σχετικά με την εμπειρία τους μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία. Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν: α) οι απόψεις των γονέων για το πώς βιώνουν τα παιδιά τους την εκμάθηση του βιολιού β) η εκτίμηση των γονέων για το πώς η εκμάθηση βιολιού έχει επηρεάσει τη μουσική και προσωπική ανάπτυξη των παιδιών τους και γ) οι αντιλήψεις των γονέων για το ρόλο τους στην διαδικασία εκμάθησης βιολιού από τα παιδιά τους, οι εμπειρίες και οι προσδοκίες τους. Το δείγμα αποτέλεσαν 27 γονείς παιδιών από 4 έως 8 χρονών και προέρχονταν από χώρους μουσικής δραστηριότητας της Θεσσαλονίκης. Διαμορφώθηκαν δύο ομάδες, 17 γονείς της μεθόδου Suzuki και 10 της συμβατικής διδασκαλίας. Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε ήταν γραπτό ερωτηματολόγιο, το οποίο δημιουργήθηκε από την ερευνήτρια και περιελάμβανε ερωτήσεις κλειστού και ανοιχτού τύπου. Τα συμπεράσματα που προέκυψαν μέσα από τις αποκρίσεις των γονέων αφορούν: α) στη σημαντικότητα του ρόλου του γονέα στη μαθησιακή διαδικασία του παιδιού του, β) τη βαρύτητα που έχει η σωστή ενημέρωση κι εκπαίδευσή του, γ) στα οφέλη της εκμάθησης του βιολιού για την ανάπτυξη του παιδιού, είτε με τη μέθοδο Suzuki είτε με τη συμβατική μέθοδο, δ) στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μεθόδων που επιδρούν θετικά και ε) στη σημαντικότητα της σχέσης δασκάλου-παιδιού. Απώτερος σκοπός ήταν μέσα από τα ευρήματα της έρευνας να γίνουν προτάσεις για τη βελτίωση της διδασκαλίας του βιολιού. 376 370 353 The impact of inspections and penalties on the reduction of occupational accidents Επίδραση των ελέγχων και των κυρώσεων στη μείωση των εργατικών ατυχημάτων A number of issues regarding health and safety and especially occupational accidents are examined in this dissertation thesis. Each answer gives rise to new questions. The first of these questions consider the adequacy of the market to deal with occupational accidents. The theory of compensating wage differentials constitutes an attempt to convert the issue of occupational health and safety into a question which can be dealt with exclusively by the labour market, through the risk-wage trade-off. The argument is criticized given that the operation of market forces is impeded by information deficiencies concerning risks and that rationality of employees and employers is bounded. The matters of freedom of contract, of collective bargaining and that of unemployment are also considered. The conclusion drawn is that the operation of market forces is inadequate to cope with the health and safety problems and accordingly there is scope for the state intervention. The obstacles encountered when one litigates in order to receive compensation for an occupational injury or disease are also examined. These obstacles are related with the financial capabilities of companies and workers, the legal procedure and the retardation in adjudicating, as well as the uncertainty which is innate in litigation. Therefore, the necessity of having a special legislation enforced by an inspecting mechanism arises. The thesis also explicates the advantages a civil service labour inspectorate offers and the impossibility of substituting a private company for such a civil service. The thesis examines the impact of health and safety inspections on companies in the areas of Thessaloniki and Kilkis between 2001 and 2004. The explanatory power of the enforcement model of specific deterrence is evaluated using data on serious injuries and penalties imposed. A unique plant-level dataset is employed and models with panel data are used. The logit fixed effects model is found to be the most appropriate. The conclusion is that certain forms of penalties have an impact on the reduction of workplace accidents, but further research is necessary, especially on the inspections without penalties. Finally, this thesis deals with the complaints regarding occupational health and safety, it seems that filing complaints does not imply finding the most dangerous workplaces. Η διατριβή αυτή προσπαθεί να απαντήσει σε ορισμένα ερωτήματα που τίθενται για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και ειδικότερα τα εργατικά ατυχήματα. Η απάντηση στο κάθε ερώτημα γίνεται αφορμή για να προχωρήσει κανείς σε νέα ερωτήματα και νέες απαντήσεις. Το πρώτο από τα ερωτήματα αυτά αφορά τη δυνατότητα της αγοράς εργασίας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των εργατικών ατυχημάτων. Η «θεωρία του διαφορικού μισθού αποζημίωσης», αποτελεί μια προσπάθεια μετατροπής των ζητημάτων υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων σε θέμα που αντιμετωπίζεται αποκλειστικά από την αγορά εργασίας, μέσω μιας σχέσης ανταλλαγής επικινδυνότητας - αποδοχών. Η εξέταση όμως της λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς δείχνει την ελλιπή πληροφόρηση για τους κινδύνους και την περιορισμένη ορθολογικότητα των εργαζομένων και των εργοδοτών. Γίνεται επίσης αναφορά στα θέματα της «ελευθερίας των συμβάσεων», ως συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ανεργίας. Το συμπέρασμα είναι ότι οι μηχανισμοί της αγοράς δεν είναι επαρκείς για την αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας και ασφάλειας και υπάρχει περιθώριο για παρέμβαση της πολιτείας. Στη διατριβή αναλύονται επίσης τα εμπόδια που συναντά η δικαστική διεκδίκηση αποζημιώσεων για τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες, εμπόδια που σχετίζονται με τις οικονομικές δυνατότητες επιχειρήσεων και εργαζομένων, τη δικονομία και τη χρονική καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης, καθώς και την αβεβαιότητα που είναι εγγενής στη δικαστική διαμάχη. Προκύπτει έτσι η αναγκαιότητα ύπαρξης ενός ειδικού νομοθετικού πλαισίου που θα εφαρμόζεται από κάποιον ελεγκτικό μηχανισμό. Ακολουθεί η έκθεση των πλεονεκτημάτων μιας δημόσιας υπηρεσίας επιθεώρησης εργασίας και της αδυναμίας υποκατάστασης της υπηρεσίας αυτής από μια ιδιωτική επιχείρηση. Εξετάζεται επίσης η επίδραση των επιθεωρήσεων που έγιναν σε επιχειρήσεις της Θεσσαλονίκης και του Κιλκίς από το 2001 έως και το 2004. Η ερμηνευτική ισχύς του μοντέλου της ειδικής αποτροπής αξιολογείται με τη χρήση δεδομένων για τα σοβαρά ατυχήματα και τις κυρώσεις. Χρησιμοποιούνται δεδομένα που αφορούν μεμονωμένες επιχειρήσεις και δοκιμάζονται υποδείγματα που αποτελούν συνδυασμό διαστρωματικών στοιχείων με χρονολογικές σειρές. Το συμπέρασμα είναι ότι κάποια είδη κυρώσεων οδηγούν σε μείωση των εργατικών ατυχημάτων. Τέλος, στη διατριβή εξετάζονται οι καταγγελίες που γίνονται για θέματα υγείας και ασφάλειας και οι οποίες δεν φαίνεται να υποδεικνύουν τους πιο επικίνδυνους εργασιακούς χώρους. 377 197 180 Applications and consequences from ICT use in international economic and political relations: electronic economic globalization and electronic democratic governance Εφαρμογές και επιπτώσεις των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών στις διεθνείς οικονομικές και πολιτικές σχέσεις: ηλεκτρονική οικονομική παγκοσμιοποίηση και ηλεκτρονική δημοκρατική διακυβέρνηση The end of the Cold War resulted in the predominance of liberalism and the emergence of the Society of Information from the wide use of Technologies of Information and Communications (I.C.T.). In the beginning of 21st century, International Relations as the academic field that researches and analyzes the inter-country relations, are characterized by the unification of national economies and the use of I.C.T. in the spectrum of social, financial, political and military processes and activities. The present thesis investigated the application and the implementation of I.C.T. in the international economic relations as the foundation stone of the economic globalisation (unification of national economies). From the analysis resulted that the states, in order to compete in the global economic environment, incorporate the I.C.T. as a factor of force and growth. Moreover, and due to the increasing use and incorporation of I.C.T. in the government and the public sector, the digitalization of the political-democratic processes has been analyzed. Complete or partial digitalization of the political processes as well as the way each state governs results in the globalisation of politics. Το τέλος του ψυχρού πολέμου είχε ως αποτέλεσμα την επικράτηση του φιλελευθερισμού και την ευρεία χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ). Στις αρχές του 21ου αιώνα, οι Διεθνείς Σχέσεις ως ακαδημαϊκό πεδίο που ερευνά και αναλύει τις διακρατικές σχέσεις, χαρακτηρίζονται από την ενοποίηση των εθνικών οικονομιών και τη χρήση των ΤΠΕ σε όλο το φάσμα των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών διαδικασιών και δραστηριοτήτων. Στα πλαίσια της παρούσας διατριβής ερευνήθηκε η χρήση και η εφαρμογή των ΤΠΕ στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις ως θεμέλιος λίθος της οικονομικής παγκοσμιοποίησης (ενοποίηση των εθνικών οικονομιών). Από την ανάλυση προέκυψε ότι τα κράτη, προκειμένου να ανταποκριθούν στο συνεχή οικονομικό ανταγωνισμό, ενσωματώνουν τις ΤΠΕ ως συντελεστή ισχύος και ανάπτυξης. Επιπλέον, αναλύθηκε η ψηφιοποίηση (digitalization) των πολιτικών – δημοκρατικών διαδικασιών ως αποτέλεσμα της ενσωμάτωσης και της αυξανόμενης χρήσης των ΤΠΕ στο εσωτερικό των κρατών. Η πλήρης ή μερική ψηφιοποίηση των πολιτικών διαδικασιών και του τρόπου διακυβέρνησης των κρατών έχει ως αποτέλεσμα την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής. 378 481 520 Supply chain management practices in the Greek healthcare sector: impact of financial performance and role of ERP systems Πρακτικές διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας στο χώρο της υγείας στην Ελλάδα: επίδραση στη χρηματοοικονομική απόδοση και ρόλος των συστημάτων ERP Competitive pressures and severe cuts in public healthcare spending force healthcare organizations worldwide to reconsider their business strategies and management practices. In this important industry sector, managers are seeking to lower costs while maintaining a high level of service quality - two goals that are perceived as contradictory by many healthcare professionals. Supply chain management (SCM) is regarded as having an important impact on reducing operating costs and improving cost performance. Therefore, it seems that researching and analyzing SCM in the healthcare industry is a promising and fruitful area of research that can have major practical consequences. Motivated by this background, a review of existing literature was performed, which highlighted the fact that the healthcare sector is clearly lagging behind compared to other industries regarding the deployment of SCM practices (SCMP) and identified areas that have not been adequately researched within the healthcare SCM context. Seeking to contribute towards filling this gap, the present thesis’ objective was to research and offer insights on the adoption of SCMP in the supply chains of healthcare delivery settings. The methodology followed incorporated qualitative as well as quantitative research methods and was rolled out using a two-phased approach. As part of the first phase two case studies were performed in major Greek public hospitals with the goals of (1) gaining insights on hospital SCM operations, (2) adapting SCM related practices suggested by literature and business studies to the healthcare context, (3) implementing these best practices and examine related barriers and facilitators of their adoption, and (4) measuring their impact on the hospitals’ performance. The results of these case studies indicated that substantial operational performance improvements can be achieved through the application of SCM best practices in hospitals, suggesting that this line of research can significantly contribute towards reaching a major goal of healthcare executives, namely to deliver effective care at a lower cost. Building upon these case study findings, the second phase followed a generalized approach entailing the conceptualization of a framework in order to investigate overall SCMP adoption in hospital supply chains and their impact. For this purpose, the present thesis (1) drew on operations management and technology adoption literature, (2) identified applicable SCMP based on a holistic approach, (3) investigated the facilitating role of Enterprise Resource Planning (ERP) systems, (4) delineated the key factors influencing SCMP adoption in healthcare facilities, and (5) examined their impact on hospital cost performance. Using SEM, the research model was tested with survey data collected from 103 Greek public hospitals. The results of the study indicated that technological readiness, organizational readiness, perceived benefits and hospital size have significant influence on the extent of SCMP adoption in hospital supply chains. The evidenced positive link of SCMP adoption to hospital cost performance implies greater urgency for hospitals to fully exploit these practices. Ο ολοένα αυξανόμενος ανταγωνισμός μεταξύ παρόχων υπηρεσιών υγείας και η ανάγκη για τη συγκράτηση και τον περιορισμό των εξόδων για υπηρεσίες υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο ωθεί τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς που δραστηριοποιούνται σε αυτό το χώρο να επανακαθορίσουν τις επιχειρησιακές τους στρατηγικές. Στο νευραλγικό αυτό τομέα το ζητούμενο είναι η μείωση του λειτουργικού κόστους με την παράλληλη διασφάλιση της υψηλής ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών, δύο στόχων που εκλαμβάνονται ως αντικρουόμενοι από πολλούς επαγγελματίες του χώρου της υγείας. Η διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας αποτελεί ένα γνωστικό αντικείμενο με πεδία εφαρμογής που μπορούν να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο στην επίτευξη των παραπάνω. Συνεπώς, η διερεύνηση και ανάλυση σχετικών πρακτικών αποτελεί ένα πολλά υποσχόμενο πεδίο έρευνας ειδικά για το χώρο της υγείας και μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά συμπεράσματα και διαπιστώσεις με πρακτικές προεκτάσεις. Με βάση τα παραπάνω, η παρούσα διατριβή εξέτασε αρχικά την υπάρχουσα βιβλιογραφία σχετικά με την υιοθέτηση πρακτικών διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας στο χώρο της υγείας, αναδεικνύοντας τη σχετική έλλειψη ερευνητικών εργασιών συγκριτικά με άλλους τομείς. Έχοντας ως στόχο τη διερεύνηση της υιοθέτησης σχετικών πρακτικών και την αποτίμηση της επίδρασης αυτών σε δείκτες οικονομικής απόδοσης των νοσοκοεμίων, ακολουθήθηκε μια μεθοδολογία που περιελάμβανε τόσο ποιοτικές όσο και ποσοτικές μεθόδους. Στα πλαίσια της ποιοτικής διερεύνησης πραγματοποιήθηκαν δύο μελέτες περίπτωσης σε δύο ελληνικά δημόσια νοσοκομεία με στόχο (1) την απόκτηση γνώσεων σχετικά με τις λειτουργίες της εφοδιαστικής αλυσίδας σε νοσοκομεία, (2) την προσαρμογή των σχετικών πρακτικών στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του χώρου της υγείας, (3) την υλοποίηση τέτοιων πρακτικών εξετάζοντας πιθανά εμπόδια και πιθανούς καταλύτες για την υιοθέτησή τους, και (4) τη μέτρηση τις επίδρασης των πρακτικών αυτών σε οικονομικά μεγέθη των νοσοκομείων. Τα αποτέλεσματα των μελετών περίπτωσης παρείχαν θετικές ενδείξεις ως προς τη συνεισφορά της υιοθέτησης πρακτικών διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσίδας στη βελτίωση των λειτουργικών επιδόσεων των νοσοκομείων και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση του ερευνητικού μοντέλου για το σκέλος της ποσοτικής έρευνας της διατριβής. Στα πλαίσια αυτά (1) αξιοποιήθηκαν θεωρίες και προηγούμενες έρευνες γύρω από την υιοθέτηση σύγχρονων τεχνολογιών, (2) εντοπίστηκαν σχετικές πρακτικές διαχείρισης τηε εφοδιαστικής αλυσίδας ακολουθώντας μια ολιστική προσέγγιση, (3) αναλύθηκε ο σχετικός ρόλος των Συστημάτων Επιχειρησιακών Πόρων (ERP Systems), (4) αξιολογήθηκαν οι κύριες παράμετροι που επηρεάζουν την υιοθέτηση σχετικών πρακτικών στην εφοδιαστική αλυσίδα των νοσοκομείων, και (5) εξετάστηκε η επίδρασή τους σε οικονομικούς δείκτες των νοσοκομείων. Κάνοντας χρήση της μεθολογίας των δομικών μοντέλων εξισώσεσων - Structural Equation Modeling (SEM), το ερευνητικό μοντέλο εξετάσθηκε με τη βοήθεια δεδομένων που συγκεντρώθηκαν μέσω ερωτηματολογίων από 103 δημόσια νοσοκομεία της Ελλάδας. Η ανάλυση των δεδομένων της ποσοτικής έρευνας έδειξε ότι η τεχνολογική ετοιμότητα καθώς και η οργανωτική ετοιμότητα των νοσοκομείων, τα προσδωκόμενα οφέλη και το μέγεθος των νοσοκομείων έχουν σημαντική επίδραση στην έκταση της υιοθέτησης πρακτικών διαχείρισης της εφοδιαστικής αλυσιδας στα νοσοκομεία. Τα δεδομένα της έρευνας κατέδειξαν επίσης τη θετική συσχέτιση της υιοθέτησης σχετικών πρακτικών με δείκτες που μετρούν την οικονομική αποτελεσματικότητα των νοσοκομείων. Κατ’ αυτό τον τρόπο συνιστούν την εφαρμογή των πρακτικών αυτών ως μέσο για την επίτευξη ενός βασικού στόχου των νοσοκομείων, που έγκειται στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών υγείας με μειωμένο λειτουργικό κόστος. 379 658 730 ICT innovation hub, Technological innovation hub StUpEco: start-up entrepreneurial ecosystem framework and implementation in Greece, www.innovationhub.gr ICT innovation hub, Κόμβος τεχνολογικής καινοτομίας StUpEco: μοντέλο δικτύωσης του οικοσυστήματος των νεοφυών επιχειρήσεων και εφαρμογή πλατφόρμας για την Ελλάδα, www.innovationhub.gr Supporting of start-ups is a major issue for the economic and social development of modern societies (Audretsch, 2007; Acs and Szerb, 2007; Calvino et al., 2015). Start-ups contribute to regional development by encouraging innovation, accelerating institutional and structural changes, enhancing productivity and introducing new products and services on the market. Nowadays, promoting and encouraging start-up entrepreneurship is even more important considering the impact of the recent economic crisis. (Fritsch, 2008). Sustainability of start-ups is a measure that is affected by many variables associated with the motivation of the entrepreneur itself and the broader conditions of the entrepreneurial ecosystem, that includes the entities involved in the quadruple helix model: Academia, Business, Government, Society (Motoyama and Knowlton, 2016). The actions and interconnections of these actors determine the path and sustainability of start-up companies. The quadruple helix model and its variants (Carayannis & Campbell, 2006) have been widely used as a regulatory framework for researchers to interact with key factors in innovation ecosystems, since the quadruple helix model explores innovation as a combined impact of business, government, academia and civil society relations, emphasizing on cooperative processes and networking between various stakeholders and interest groups. Previous surveys highlight several factors that affect the success of a start-up business (Chorev and Anderson, 2006; Geibel and Manickam, 2016; Kakati, 2003; Chang, 2004). Based on the literature review regarding academic databases, the factors affecting the sustainability of start-ups can be summarized to the following determinants: Education and Research, Human Capital, Finance & Funding, Government, Business Support & Connectedness. At the same time, various conceptual frameworks have been proposed that identify the factors of the entrepreneurial ecosystems that affect economic development (Aspen Network of Development Entrepreneurs, 2013). Based on the literature review, the StUpEco framework is proposed, including the facilitators for the sustainability of start-ups. (StUpEco Framework A quadruple helix approach on enabling factors of a Start-Up ecosystem) The proposed conceptual framework (StUpEco) has been tested exploring the perceptions of Greek start-uppers with a questionnaire among 302 Greek start-ups. Based on the results of the statistical analysis, support from other organizations and government interventions affect positively the innovation of a start-up. The government interventions variable also appears to be a positive determinant for the use of cutting-edge technology in start-ups. In addition, support from government improves the cooperation of start-ups with other organizations. In this respect, the institutional empowering of the start-up ecosystem by upgrading the synergetic framework between individual interest groups, including universities, public sector, research centers and other entities, is a vital parameter for the development and promotion of innovative entrepreneurship in Greece. Despite the so far individual efforts of organizations to establish a business framework for the start-up ecosystem in Greece, there has been no comprehensive result of interconnection and communication, as well as the development of a dynamic model for the management of all stakeholders involved in the ecosystem of start-ups in Greece. Therefore, the networking of the institutions of the ecosystem, which is also the main research area of this dissertation, is carried out by mapping the entities involved in the Greek start-up ecosystem and finally by implementing the proposed StUpEco framework into a networking platform. The platform www.innovationhub.gr has been developed, using the Drupal 7 open source Content Management Framework. The 692 involved entities that have emerged from the mapping of the ecosystem are presented, based on a classification according the quadruple helix model and the success factors’ dimensions they belong to, namely Education & Research, Human Capital, Funding, Support and Government Interventions. Through the proposed platform that acts as a professional social network for start-uppers, users can communicate and connect with each other, receive information, search for collaborations and promote their activities. In addition, further collaborative tools are available to facilitate connectedness between research community, business world, public sector and civil society within the framework of an ecosystem of start-up companies in Greece. Η υποστήριξη των νεοφυών επιχειρήσεων αποτελεί μείζονος σημασίας ζήτημα για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των σύγχρονων κοινωνιών (Audretsch, 2007, Acs and Szerb, 2007, Calvino et al., 2015). Οι νεοφυείς επιχειρήσεις συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, μέσω της ενθάρρυνσης της καινοτομίας, της επιτάχυνσης των θεσμικών και δομικών αλλαγών, της ενίσχυσης της παραγωγικότητας και της εισαγωγής νέων προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά (Fritsch, 2008). Η βιωσιμότητα των νεοφυών επιχειρήσεων είναι ένα μέτρο που επηρεάζεται από πολλές μεταβλητές που συνδέονται με το κίνητρο του ίδιου του επιχειρηματία αλλά και τις ευρύτερες οικονομικές, πολιτιστικές και κοινωνικές συνθήκες. Για να επιτευχθεί και να υποστηριχθεί η νεοφυής επιχειρηματικότητα και η οικονομία της γνώσης πρέπει οι εμπλεκόμενοι να λειτουργούν σε ένα περιβάλλον αλληλοσύνδεσης και συνεργασίας στα πλαίσια του τετραπλού έλικα: Οι επιχειρήσεις, το κράτος, οι εκπαιδευτικοί φορείς αλλά και η ίδια η κοινωνία των πολιτών (Motoyama and Knowlton, 2016). Αυτές οι εμπλεκόμενες οντότητες, οι ενέργειες και οι αλληλεπιδράσεις των οποίων καθορίζουν την επιτυχία των νεοφυών επιχειρήσεων, συνθέτουν το οικοσύστημα της νεοφυούς επιχειρηματικότητας. Το μοντέλο του τετραπλού έλικα και οι παραλλαγές του (Carayannis & Campbell, 2006), έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως ως ένα κανονιστικό πλαίσιο των ερευνητών για την αλληλεπίδραση μεταξύ των βασικών παραγόντων σε συστήματα καινοτομίας, αφού το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης του τετραπλού έλικα, διερευνά την καινοτομία ως συνδυασμένη επίδραση των σχέσεων μεταξύ επιχειρήσεων, κυβέρνησης, ακαδημαϊκής κοινότητας και κοινωνίας των πολιτών, δίνοντας έμφαση στις συνεργατικές διαδικασίες και στη δικτύωση μεταξύ διαφόρων ενδιαφερομένων και ομάδων συμφερόντων. Επιπλέον προηγούμενες έρευνες υπογραμμίζουν διάφορους παράγοντες του οικοσυστήματος που επηρεάζουν την επιτυχία μιας νεοφυούς επιχείρησης (Chorev and Anderson, 2006, Geibel and Manickam, 2016, Kakati, 2003, Chang, 2004). Βάσει εκτενούς βιβλιογραφικής ανασκόπησης σε ακαδημαϊκές βάσεις δεδομένων, εντοπίστηκαν παράγοντες που σχετίζονται με διαστάσεις που αφορούν στην έρευνα & εκπαίδευση, στο ανθρώπινο δυναμικό, στη χρηματοδότηση, στην υποστήριξη από τρίτους και στο θεσμικό πλαίσιο. Ταυτόχρονα, έχουν προταθεί διάφορα εννοιολογικά πλαίσια τα οποία προσδιορίζουν τους παράγοντες των οικοσυστημάτων επιχειρηματικότητας που επηρεάζουν την οικονομική ανάπτυξη (Aspen Network of Development Entrepreneurs, 2013). Βάσει της βιβλιογραφικής ανασκόπησης προτείνεται στα πλαίσια της διδακτορικής διατριβής το πλαίσιο StUpEco που περιλαμβάνει τις καθοριστικές οντότητες και παράγοντες του οικοσυστήματος που συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη των νεοφυών επιχειρήσεων (StUpEco Framework: Παράγοντες ενεργοποίησης των οικοσυστημάτων νεοφυών επιχειρήσεων βάσει του μοντέλου του τετραπλού έλικα) Το προτεινόμενο StUpEco μοντέλο δικτύωσης του οικοσυστήματος των νεοφυών επιχειρήσεων ελέγχεται σύμφωνα με τις απόψεις 302 Ελλήνων start-uppers μέσω δομημένου ερευνητικού εργαλείου. Εξετάζοντας τους παράγοντες με το προτεινόμενο μοντέλο για τα οικοσυστήματα νεοφυούς επιχειρηματικότητας με τη μέθοδο της λογιστικής παλινδρόμησης, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η στήριξη και οι μεταβλητές που σχετίζονται με τις κυβερνήσεις και το θεσμικό πλαίσιο, επηρεάζουν θετικά τον παράγοντα της καινοτομίας. Η μεταβλητή του θεσμικού πλαίσιου φαίνεται επίσης να είναι θετικός καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη της υψηλής τεχνολογίας. Επιπλέον, η υποστήριξη από κυβερνητικούς φορείς, βελτιώνει τη συνεργασία και τη διασύνδεση των νεοφυών επιχειρήσεων με άλλους οργανισμούς. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι σαφές πως η θεσμική ισχυροποίηση του οικοσυστήματος των startups συνιστά μία μεταβλητή ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη και προώθηση της νεοφυούς επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα, υπό την έννοια της αναβάθμισης του πλαισίου συνέργειας μεταξύ των επιμέρους ομάδων ενδιαφέροντος, συμπεριλαμβανομένων πανεπιστημίων, εταιριών, δημόσιου τομέα, ερευνητικών κέντρων και λοιπών δομών. Παρά τις μεμονωμένες προσπάθειες φορέων και οργανώσεων για τη ανάπτυξη ενός πλαισίου λειτουργίας νεοφυών επιχειρήσεων, ως τώρα δεν υπάρχει μία ολοκληρωμένη προσπάθεια διασύνδεσης και επικοινωνίας, καθώς και η ανάπτυξη ενός δυναμικού μοντέλου για τη διαχείριση όλων των εμπλεκόμενων οντοτήτων για το οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η δικτύωση των θεσμικών φορέων του οικοσυστήματος των νεοφυών επιχειρήσεων, η οποία αποτελεί και το βασικό ερευνητικό άξονα της παρούσας διατριβής, πραγματοποιείται μέσω της χαρτογράφησης των εμπλεκόμενων οντοτήτων στην Ελλάδα και της υλοποίησης του προτεινόμενου μοντέλου StUpEco στη διαδικτυακή πλατφόρμα www.innovationhub.gr με χρήση του συστήματος διαχείρισης περιεχομένου ανοιχτού κώδικου Drupal 7, όπου παρουσιάζονται οι 692 εμπλεκόμενες οντότητες που προέκυψαν από τη χαρτογράφηση, δημιουργώντας μία ταξινόμηση βάσει της επιρροής τους στις πέντε βασικές διαστάσεις των παραγόντων επιτυχίας που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Μέσω της προτεινόμενης πλατφόρμας που λειτουργεί ως ένα επαγγελματικό κοινωνικό δίκτυο, οι χρήστες μπορούν να επικοινωνούν και να δικτυώνονται μεταξύ τους, να λαμβάνουν ενημέρωση, να αναζητούν συνεργασίες και να προβάλουν τις δραστηριότητες τους. Επιπλέον, στο www.innovationhub.gr παρέχονται εργαλεία που διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ ερευνητικής κοινότητας, επιχειρησιακού κόσμου, κρατικών φορέων και κοινωνίας των πολιτών, στα πλαίσια του οικοσυστήματος της νεοφυούς επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. 380 240 244 Competitiveness models, optimization and automation using enterprises networking Μοντέλα ανταγωνιστικότητας, βελτιστοποίησης και αυτοματισμού μέσω δικτύωσης επιχειρήσεων Over the last decades, innovative techniques are being developed and applied on the manufacturing processes. Today small businesses face increased and fierce competition as a result to the markets globalization and the changes to the socio-political international scene. Therefore the question that naturally arises is how small businesses can become optimistic again, by increasing productivity and adding flexibility to the production process, safeguarding their feasibility by continually improving their market competitiveness. The response to the question above comes in the form of the Industrial Informatics theory. A substantiated use of the industrial informatics process focuses in the delivery of competitive advantages over competition. The design of such a system though, has to be customized to accommodate the different needs for the respective business and therefore a single solution package cannot be offered. The Doctoral Thesis describes a model that can be applied to small businesses for the design and implementation of such an Industrial Informatics model. The methodology used for the models' development utilizes the presentation of a complex formula that becomes visualized of the co-dependent variables. The model analyses the complete spectrum of the business operations and processes, examines the co-dependencies and the co-relations, and finally creates the flow network of the businesses sub-processes. Conclusively, the model is presented in the form of a case study comparing the Steel Manufacturing Networks of Kozani and Volos, and suggests new competitive business schemes. Τις τελευταίες δεκαετίες ολοένα και με μεγαλύτερο ρυθμό αναπτύσσονται και εφαρμόζονται νέες καινοτόμες τεχνολογίες στην παραγωγή. Οι ραγδαίες εξελίξεις σε συνδυασμό με τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που οδηγούν στην παγκοσμιοποίηση της αγοράς έχει σαν αποτέλεσμα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν έναν σκληρό ανταγωνισμό. Το ερώτημα λοιπόν που γεννάται είναι το πώς οι ΜΜΕ μπορούν να δημιουργήσουν νέες προοπτικές λειτουργίας και να οδηγηθούν στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ευελιξίας της παραγωγής, εξασφαλίζοντας βιωσιμότητα μέσα από την συνεχή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τους. Την απάντηση έρχεται να δώσει η τεχνολογία της βιομηχανικής πληροφορικής. Μια τεκμηριωμένη χρήση της βιομηχανικής πληροφορικής εστιάζεται στη δημιουργία πλεονεκτημάτων έναντι του ανταγωνισμού. Ο σχεδιασμός όμως, ενός συστήματος βιομηχανικής πληροφορικής εξαρτάται από την ίδια την επιχείρηση και γι' αυτό το λόγο δεν προσφέρεται τυποποιημένο, αλλά πάντοτε εξειδικευμένο στις απαιτήσεις της επιχείρησης. Στην παρούσα εργασία αναπτύσσεται ένα μοντέλο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τις ΜΜΕ για τον σχεδιασμό καν την ένταξη της τεχνολογίας βιομηχανικής πληροφορικής στην εκάστοτε επιχείρηση. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στην ανάπτυξη του μοντέλου είναι μια μέθοδος, η οποία χρησιμοποιεί την οπτικοποιημένη παράσταση πολύπλοκων φαινομένων και σχέσεων που απεικονίζονται σε αλληλοεξαρτώμενες μεταβλητές. Το μοντέλο αναλύει μεθοδικά τις λειτουργίες των τμημάτων της επιχείρησης με όλες τις αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις, με στόχο τη δημιουργία διασυνδεδεμένης δομής όλων των επιμέρους δραστηριοτήτων της επιχείρησης. Τέλος, παρουσιάζεται η εφαρμογή του μοντέλου σε παραγωγική μονάδα του Δικτύου Μεταλλοκατασκευών Κοζάνης και Βόλου στα πλαίσια δημιουργίας νέων μορφών ανταγωνιστικών σχημάτων των επιχειρήσεων. 381 500 468 Software protection and patent law in the innovation technology industry and smart buildings Προστασία λογισμικού και δίκαιο ευρεσιτεχνίας στη βιομηχανία της τεχνολογικής καινοτομίας και έξυπνα κτίρια We are moving through the era of technological innovation, artificial intelligence, Industry 4.0, as it is called. The integration of smart technology into all sectors of society is a reality and a mean to facilitate and simplify everyday life. In this information technology industry, the development of new technology achievements influences and inspires the business world, serves and contributes to the progress of society. This rapidly evolving technological advancement needs a legal framework in order to obtain social and commercial status. Patent Law is the legal science and patent is the legal tool that adds value to intangible assets and therefore technology scientists are motivated to ensure their invention with a patent and also dominant technology enterprises are competing for the development of a strong patent portfolio. This doctoral thesis deals with the legal frame that Patent Law provides for an inventor to grant a European patent or an international one. In addition, for the first time in Greece, combining the fields of Intellectual Property Law and technological innovation, in this thesis, a survey is conducted using a questionnaire that was distributed in 2019, to graduated students of technology institutes in Greece. The purpose of the survey is to clarify the knowhow of students as for the legal aspects of technology. Regarding the results of the survey, it is vital to apply measures in education, for the next generation technical inventors to have the knowhow of utilizing their intellectual asset in their own free will. Further, this thesis introduces and presents smart technology and its application in society, by directly exploiting the Internet of Energy (IoE) and the Internet of Things technology (IoT) into distributed energy systems, with the aim to achieve energy efficiency, to avoid energy wasting, and improve environmental conditions. In addition, this thesis refers to European’s Union legislation for the gradually transformation of the building potential of all European Member States into smart buildings. The thesis presents the development of a smart building template that manages the performance of all technical systems through IoT technology, with the view of achieving energy efficiency. Furthermore, in order to improve the certification of existing buildings, as for energy performance, an automated remote control method is proposed, supported by cloud interface. This method minimizes time consuming procedures and stores, on a cloud platform, the energy performance of each building, for the purpose of drawing conclusions and applying measures. Eventually, this thesis intends to contribute to the state of the art by informing technological scientists on how to cope with innovation in industry of technology, by introducing a smart building template for the construction of smart buildings according to the Energy Efficient Directive and by developing a smart method for managing and monitoring the technical elements of a building, which will also serve in the inspection of buildings as for energy efficiency. Accordingly, the protection of the environment will strengthen, carbon emissions will reduce and cities will improve sustainability. Κινούμαστε στην εποχή της τεχνολογικής καινοτομίας, της τεχνητής νοημοσύνης, της βιομηχανίας 4.0, όπως λέγεται. Η ενσωμάτωση έξυπνης τεχνολογίας σε όλους του κοινωνικούς τομείς είναι πραγματικότητα και μέσο απλοποίησης της καθημερινότητας. Η ανάπτυξη τεχνολογικών επιτευγμάτων εμπνέει τον Επιχειρηματικό κόσμο, εξυπηρετεί και συνεισφέρει στην πρόοδο της κοινωνίας. Αυτή η ταχύτατη ανάπτυξη της τεχνολογίας χρειάζεται ένα νομικό πλαίσιο, ώστε να ενσωματωθεί στην κοινωνία και να κατοχυρώσει την εμπορευματοποίηση της. Το Δίκαιο της Ευρεσιτεχνίας είναι η νομική επιστήμη και τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας τα νομικά μέσα που προσθέτουν αξία στα άυλα περιουσιακά στοιχεία και για αυτό οι τεχνολόγοι επιστήμονες κινητοποιούνται να εξασφαλίσουν την εφεύρεση τους με ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ενώ και οι κυρίαρχες τεχνολογικές επιχειρήσεις ανταγωνίζονται για την ανάπτυξη ενός ισχυρού χαρτοφυλακίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Η παρούσα διατριβή παραθέτει το νομικό πλαίσιο του Δικαίου Ευρεσιτεχνίας, με βάση το οποίο ο εφευρέτης μπορεί να εκδώσει ένα Ευρωπαϊκό ή ένα Διεθνές δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Επιπρόσθετα, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, συνδυάζοντας τα πεδία της Διανοητικής Ιδιοκτησίας και τεχνολογικής καινοτομίας, διεξήχθηκε μια έρευνα χρησιμοποιώντας ερωτηματολόγιο που διανεμήθηκε το 2019, σε τελειόφοιτους φοιτητές τεχνολογικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Σκοπός της έρευνας είναι η διαπίστωση της τεχνογνωσίας των φοιτητών ως προς τη νομική πλευρά της τεχνολογίας. Λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα της, είναι ζωτικής σημασίας η εφαρμογή μέτρων στην εκπαίδευση για την κατάρτιση των νέων τεχνολόγων επιστημόνων, ως προς τη διαχείριση μιας καινοτομίας τους, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση τους. Επιπλέον, αυτή η διατριβή, εισάγει και παρουσιάζει έξυπνη τεχνολογία και την εφαρμογή αυτής στην κοινωνία, αξιοποιώντας το διαδίκτυο της Ενέργειας και το διαδίκτυο των πραγμάτων σε κατανεμημένα ενεργειακά συστήματα, με σκοπό την εξοικονόμηση ενέργειας και τη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών. Επιπρόσθετα, αυτή η διατριβή αναφέρεται στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη σταδιακή μεταμόρφωση του κτιριακού δυναμικού όλης της Ευρώπης σε έξυπνα κτίρια. Η διατριβή παρουσιάζει την ανάπτυξη ενός πρότυπου έξυπνου κτιρίου το οποίο διαχειρίζεται όλα τα τεχνικά συστήματα αυτού, μέσω της τεχνολογίας του διαδικτύου των πραγμάτων, κατά ενεργειακά αποδοτικό τρόπο. Παράλληλα για τη βελτίωση της έκδοσης ενεργειακών πιστοποιητικών σε υφιστάμενα κτίρια, αναπτύσσεται μια αυτοματοποιημένη και απομακρυσμένη μέθοδος, που στηρίζεται σε τεχνολογία νέφους. Αυτή η μέθοδος μειώνει τις χρονοβόρες διαδικασίες έκδοσης ενεργειακού πιστοποιητικού και αποθηκεύει σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα την ενεργειακή απόδοση κάθε κτιρίου, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα και να προταθούν μέτρα ενεργειακής αποδοτικότητας. Τελικά, η συνεισφορά της διατριβής έγκειται στην πληροφόρηση των επιστημόνων της τεχνολογίας ως προς τη διαχείριση μιας καινοτομίας στη βιομηχανία της τεχνολογίας, έγκειται στην ανάπτυξη ενός πρότυπου έξυπνου συστήματος για την κατασκευή έξυπνων κτιρίων, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία Ενεργειακής Απόδοσης, και έγκειται στην ανάπτυξη μιας έξυπνης μεθόδου για τη διαχείριση και παρακολούθηση των τεχνικών συστημάτων υφιστάμενων κτιρίων, η οποία εξυπηρετεί και την ενεργειακή επιθεώρηση κτιρίων. Κατά αυτό τον τρόπο ενισχύεται η προστασία του περιβάλλοντος, οι ανθρακούχες εκπομπές μειώνονται και επιτυγχάνεται η βιωσιμότητα των πόλεων. 382 197 219 Load balancing for Internet services over Software Defined Networks Εξισορρόπηση φορτίου Διαδικτυακών υπηρεσιών στα ευφυή προγραμματιζόμενα δίκτυα Load balancing on computer networks is a technique used to share data traffic or task load on multiple network links or servers. In Software Defined Networks (SDNs), by separating the control plane from the data plane, more control over a network is achieved through programming, so difficult network optimization problems (such as load balancing) can be easily managed, by using properly designed centralized mechanisms. This thesis aims to optimize the way of sharing data traffic using load balancing techniques, utilizing SDN technology. The background of the thesis includes the theoretical study of SDN and the basic methods of load balancing. We present our proposal, a load balancing scheme that is based on network traffic and available server computing resources, taking into account the type of applications that are running. In the experimental approach we simulate an SDN environment using the Mininet simulator and the Floodlight SDN controller in order to study and evaluate load balancing algorithms. Finally, we performed an extensive comparative evaluation of the performance of two algorithms (simple round robin and an algorithm based on network traffic statistics) with our proposal, resulting in additional improvement suggestions. Η εξισορρόπηση φορτίου στα δίκτυα υπολογιστών είναι μια τεχνική που χρησιμοποιείται για το διαμοιρασμό της κυκλοφορίας δεδομένων ή του φορτίου εργασίας σε πολλαπλούς δικτυακούς συνδέσμους (links) ή διακομιστές. Στα ευφυή προγραμματιζόμενα δίκτυα (ΕΠΔ), με την αποσύνδεση του επιπέδου ελέγχου από το επίπεδο δεδομένων επιτυγχάνεται μεγαλύτερος έλεγχος ενός δικτύου μέσω του προγραμματισμού, έτσι δύσκολα προβλήματα που αφορούν την βελτιστοποίηση της απόδοσης των δικτύων (όπως η εξισορρόπηση φορτίου) γίνονται εύκολα διαχειρίσιμα, με σωστά σχεδιασμένους κεντροποιημένους (centralized) μηχανισμούς. Η διπλωματική εργασία στοχεύει στη βελτίωση του τρόπου διαμοιρασμού της κυκλοφορίας δεδομένων με τη χρήση τεχνικών εξισορρόπησης φορτίου, αξιοποιώντας την τεχνολογία των ευφυών προγραμματιζόμενων δικτύων. Το υπόβαθρο της εργασίας περιλαμβάνει τη θεωρητική μελέτη των ευφυών προγραμματιζόμενων δικτύων και των βασικότερων μεθόδων εξισορρόπησης φορτίου. Στη συνέχεια, προτείνουμε μια δική μας μέθοδο εξισορρόπησης φορτίου, η οποία βασίζεται στη δικτυακή κίνηση αλλά και στους διαθέσιμους υπολογιστικούς πόρους των διακομιστών, λαμβάνοντας υπόψη το είδος των εφαρμογών που εκτελούνται. Στην πειραματική προσέγγιση της εργασίας προσομοιώσαμε περιβάλλον ΕΠΔ με τη βοήθεια του εξομοιωτή Mininet και το δικτυακό ελεγκτή Floodlight, με σκοπό τη μελέτη και την αξιολόγηση μηχανισμών εξισορρόπησης φορτίου. Τέλος, πραγματοποιήσαμε εκτεταμένη συγκριτική αξιολόγηση της απόδοσης δύο αλγορίθμων (του αλγόριθμου κυκλικής επιλογής και του αλγόριθμου που βασίζεται σε στατιστικά της δικτυακής κίνησης) με τη δική μας πρόταση, καταλήγοντας σε επιπρόσθετες προτάσεις βελτίωσης. 383 790 727 Research on the prospects of economic growth of Central and South – Eastern European countries through the analysis of capital formation and accumulation Διερεύνηση των προοπτικών οικονομικής μεγέθυνσης των χωρών της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης μέσω της ανάλυσης του τρόπου σχηματισμού και συσσώρευσης του κεφαλαίου 1989 is a landmark year for the global economy, because it is the year when the former socialist European countries started a long – term effort to move to the capitalist mode of production, in line with modern western capitalism. This development has been the result of the collapse of the central planning process and the necessary structural changes at the economic, political and social level, which these countries have chosen to promote in their new course towards the emergence of the free market economy as the new dominant social and economic formation. This whole process of transition to the productive relations of the market economy was something complex and unprecedented in history. Nevertheless, the new phenomenon also proves that historical reality creates its own original problems, not necessarily following predetermined rules and plans. For that reason, using the appropriate methodological tools and taking into account the influences of the international economic environment, this PhD dissertation will examine the structure, form and content of this process of transition and try to highlight the dynamic character of the changes in the geographical area of Central and South – Eastern Europe. For the purposes of the dissertation, it is useful to specify that the area under consideration should include, as a whole, twelve countries, in particular the four Central European countries (Hungary, Poland, Slovakia, Czech Republic) and eight from South – Eastern Europe (Albania, Bosnia – Herzegovina, Bulgaria, Croatia, FYROM, Romania, Serbia, Slovenia). We considered it beneficial, the dissertation to be composed of three chapters. In the first chapter, we try to interpret the transition from central planning to the free market economy and to determine what exactly the “transition” is. We present and analyze the basic steps in the evolution of the whole transition process as well as the reform programs that have been implemented during the transition process. Then, on the basis of the current theoretical debate, we elaborate on the two basic approaches to the transition progress, namely the approach of an abrupt transition as well as that of a gradual transition, and we conclude the first chapter with a presentation of the impact of the transition at the economic and social level. In the second chapter, we mainly focus on examining and interpreting the new international economic relations of the Central and South – Eastern European countries in transition and the changes in their external orientation that are taking place in the context of globalization as well as the way they affect the whole process of transition to the market economy. In order to make it possible to interpret this new orientation in the external relations of all transition countries, among other things, it is also necessary to take a brief look at the historical period of the Council for Economic Mutual Assistance, which in the modern literature is often referred to under the term “COMECON”. In the last part of the second chapter, we analyze the contribution and the role of the EU and other international organizations in the evolution of the transition process, in general, and in the implementation of a specific reform agenda, in particular. In the third chapter, we record the evolution over time of the trend of key macroeconomic indicators in the twelve Central and South – Eastern European economies under review, throughout the transition process, using the necessary tables,. In particular, we look at the rate of change in Gross Domestic Product (GDP), unemployment, inflation, the fiscal balance, the external debt, the current account balance and the trade balance, on the basis of the available data. We also interpret the changes that have taken place in the primary, secondary and tertiary sector of the production as well as the changes in the sectorial composition of foreign trade during the transition process. In addition, we present theoretical data and analyze a series of economic variables, such as foreign direct investments, the accumulation of physical capital, the total public expenditure, technology, the trade balance, etc. These are, of course, essential determinants. Economic theory creates the expectation that all those factors may be significantly related, positively or negatively, to the level of economic growth. Subsequently, building on the existing theory and the World Bank’s indicators, we develop an econometric model of economic growth for all the economies of Central and South – Eastern Europe under review. Based on the results, we empirically assess the impact of some of these specific economic variables and the extent at which they are related to the prospect of growth. In conclusion, in the last part, we present and analyze the general conclusions of the PhD dissertation. Το 1989 αποτελεί έτος - ορόσημο για την παγκόσμια οικονομία, γιατί ξεκινά για τις πρώην σοσιαλιστικές ευρωπαϊκές χώρες μια μακροχρόνια προσπάθεια μετάβασης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, σύμφωνα με τα πρότυπα του σύγχρονου δυτικού καπιταλισμού. Η συγκεκριμένη εξέλιξη υπήρξε απόρροια της κατάρρευσης του εγχειρήματος του κεντρικού σχεδιασμού και των αναγκαίων δομικών αλλαγών σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, που επέλεξαν να προωθήσουν οι χώρες αυτές, σε αυτή τη νέα τους πορεία με τελικό προορισμό την ανάδειξη της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς ως το νέο κυρίαρχο κοινωνικό και οικονομικό σχηματισμό. Ολόκληρη αυτή η μεταβατική διαδικασία προς τις παραγωγικές σχέσεις της οικονομίας της αγοράς αποτέλεσε κάτι πρωτόγνωρο και σύνθετο στα ιστορικά χρονικά. Όμως, το νέο φαινόμενο αποδεικνύει και αυτό ότι η ιστορική πραγματικότητα δημιουργεί τους δικούς της προβληματισμούς, μη ακολουθώντας αναγκαστικά κανόνες και σχέδια. Για το σκοπό αυτό, η παρούσα διδακτορική διατριβή, χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία και λαμβάνοντας υπ’ όψη της τις επιρροές του διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος, θα εξετάσει τη δομή, τη μορφή και το περιεχόμενο αυτής της μεταβατικής διαδικασίας και θα προσπαθήσει να αναδείξει το δυναμικό χαρακτήρα των συντελούμενων αλλαγών στη γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης. Για τις ανάγκες της διατριβής στη συνέχεια, κρίνεται χρήσιμο, να προσδιορίσουμε, ότι η υπό εξέταση περιοχή θα πρέπει να περιλαμβάνει, στο σύνολό της, δώδεκα χώρες και συγκεκριμένα τις τέσσερεις της Κεντρικής Ευρώπης (Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία) και οχτώ από την ΝΑ Ευρώπη (Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Κροατία, ΠΓΔΜ, Ρουμανία, Σερβία, Σλοβενία). Επίσης, κρίνουμε ως ωφέλιμο, η διατριβή να απαρτίζεται από τρία κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τη διαδικασία μετάβασης από τον κεντρικό σχεδιασμό προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς και να προσδιορίσουμε τι ακριβώς είναι η «μετάβαση». Παρουσιάζουμε και αναλύουμε τα βασικά βήματα τη πορείας εξέλιξης της όλης μεταβατικής διαδικασίας καθώς και τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα, τα οποία εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκειά της. Εν συνεχεία, με βάση την επικρατούσα θεωρητική συζήτηση, αναπτύσσουμε τις δύο βασικές προσεγγίσεις της μεταβατικής διαδικασίας, δηλαδή τη προσέγγιση της απότομης μετάβασης καθώς και αυτής της σταδιακής ή βαθμιαίας μετάβασης, και κλείνουμε το πρώτο κεφάλαιο με παρουσίαση των επιπτώσεων της μετάβασης σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Στο δεύτερο κεφάλαιο, επικεντρωνόμαστε, κυρίως, στην εξέταση και ερμηνεία των νέων διεθνών οικονομικών σχέσεων των υπό μετάβαση χωρών της Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης και τις αλλαγές σε σχέση με τον εξωτερικό προσανατολισμό τους, που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, και πως αυτές επιδρούν σε ολόκληρη τη διαδικασία μετάβασης προς την οικονομία της αγοράς. Για να γίνει κατορθωτό να ερμηνεύσουμε αυτόν τον νέο προσανατολισμό στις εξωτερικές σχέσεις όλων των υπό μετάβαση χωρών, εκτός των άλλων, κρίνεται αναγκαία και μια σύντομη αναδρομή στην ιστορική περίοδο του συμβουλίου οικονομικής αλληλοβοήθειας, το οποίο συχνά παρουσιάζεται, στη σύγχρονη βιβλιογραφία, με τον όρο “KOMEKON”. Στο τελευταίο μέρος του δεύτερου κεφαλαίου αναλύουμε τη συνδρομή και το ρόλο της ΕΕ και των λοιπών Διεθνών Οργανισμών, γενικά, στην εξέλιξη της μεταβατικής διαδικασίας και ειδικότερα στην εφαρμογή συγκεκριμένου προγράμματος μεταρρυθμίσεων. Στο τρίτο κεφάλαιο καταγράφουμε, με τη χρήση των απαραίτητων πινάκων, τη διαχρονική εξέλιξη στη τάση βασικών μακροοικονομικών δεικτών στις δώδεκα υπό εξέταση οικονομίες της Κεντρικής και Νοτιοανατολική Ευρώπης σε όλη τη διάρκεια της μεταβατικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, εξετάζουμε το ρυθμό μεταβολής του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), της ανεργίας, του πληθωρισμού, του δημοσιονομικού αποτελέσματος, του εξωτερικού χρέους, του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και του εμπορικού ισοζυγίου. Επίσης, ερμηνεύουμε τις αλλαγές, που συντελούνται στον πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή τομέα της παραγωγικής δραστηριότητας καθώς και τις αλλαγές στην κλαδική σύνθεση του εξωτερικού εμπορίου κατά τη διάρκεια της μεταβατικής διαδικασίας. Επιπροσθέτως, παρουσιάζουμε θεωρητικά στοιχεία και αναλύουμε μια σειρά από οικονομικές μεταβλητές, όπως είναι π.χ. οι άμεσες ξένες επενδύσεις, η συσσώρευση του φυσικού κεφαλαίου, η δημόσια συνολική δαπάνη, η τεχνολογία, το εμπορικό ισοζύγιο, κλπ. Πρόκειται, φυσικά, για ουσιαστικούς προσδιοριστικούς παράγοντες, για τους οποίους η οικονομική θεωρία δημιουργεί αρκετές προσδοκίες ότι δύναται να σχετίζονται, σε σημαντικό βαθμό, θετικά ή αρνητικά με το επίπεδο οικονομικής μεγέθυνσης. Στη συνέχεια στηριζόμενοι στην υπάρχουσα θεωρία και στους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, αναπτύσσουμε ένα μαθηματικό υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης για όλες τις υπό εξέταση οικονομίες της Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης. Βάσει αποτελεσμάτων εκτιμούμε εμπειρικά την επίδραση και το βαθμό που ορισμένες από αυτές τις συγκεκριμένες οικονομικές μεταβλητές σχετίζονται με την προοπτική οικονομικής μεγέθυνσης. Εν κατακλείδι, στο τελευταίο μέρος, παρουσιάζουμε και αναλύουμε τα γενικά συμπεράσματα της διδακτορικής διατριβής. 384 144 172 Reverse logistics and information systems: modeling of processes and implementing in the sector of mobile phones in Greece. Αντίστροφη εφοδιαστική αλυσίδα και ευέλικτα πληροφοριακά συστήματα: μοντελοποίηση διαδικασιών και εφαρμογή στον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα. This thesis with the title “Reverse Logistics and Information Systems: Modeling of processes and Implementing in the sector of Mobile phones in Greece” aims to create a holistic model of Reverse Logistics, which includes information technologies and information systems, as well as terms of system performance, and performance indicators for RL. The thesis focuses on the practical application of reverse logistics practices, through the proposed model in the mobile phone industry. The thesis consists of two parts, the first part includes the presentation of the literature review on which the conceptual framework of the model is built. The second part focuses on the quantitative and qualitative survey of model parameters, in the mobile phone in order to examine how companies in the industry implement reverse supply. Η διδακτορική διατριβή με τίτλο: Αντίστροφη Εφοδιαστική Αλυσίδα και Ευέλικτα Πληροφοριακά Συστήματα: Μοντελοποίηση Διαδικασιών και Εφαρμογή στον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας στην Ελλάδα στόχο έχει τη δημιουργία ενός ολιστικού μοντέλου εφαρμογής Reverse Logistics ενσωματώνοντας στοιχεία των τεχνολογιών και πληροφοριακών συστημάτων που χρησιμοποιούνται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καλύτερη απόδοση του συστήματος, και την παράμετρο της ποιότητας και των δεικτών απόδοσης συστήματος RL. Η διατριβή εστιάζει στην εφαρμογή πρακτικών αντίστροφης εφοδιαστικής και του προτεινόμενου μοντέλου στον κλάδο της κινητής τηλεφωνίας, στον οποίο πραγματοποιήθηκε και πρωτογενής έρευνα. Η διατριβή αποτελείται από δύο μέρη, όπου στο πρώτο μέρος περιλαμβάνεται η παρουσίαση του ευρύτερου θεωρητικού πλαισίου και εννοιών πάνω στις οποίες δομείται το μοντέλο που προτείνεται. Το δεύτερο μέρος εστιάζει στην ποσοτική και ποιοτική έρευνα των παραμέτρων του μοντέλου, στον κλάδο των κινητών τηλεφώνων ώστε να εξεταστεί πως οι εταιρείες του κλάδου εφαρμόζουν την αντίστροφη εφοδιαστική αλυσίδα ώστε να γίνουν και οι αντίστοιχες προτάσεις αξιοποίησης του μοντέλου. 385 281 313 Internet advertising and marketing: measuring the effectiveness of corporate advertising web sites Η διαδικτυακή διαφήμιση στα πλαίσια του μάρκετινγκ: μέτρηση αποτελεσματικότητας εταιρικών διαφημιστικών ιστοσελίδων The measurement of advertising effectiveness has been a diachronic marketing problem that aims at evaluating the extent of the fulfilment of specific advertising goals and objectives set by a company. The development of theoretical conceptual models is an important research approach of the academic community that focuses on analyzing advertising value into specific communication effects (indicators) and recognizing qualitative factors that produce, contribute and influence these effects. In case of corporate advertising web sites, this approach led to the development of a new theoretical framework that takes under consideration the unique characteristics of the medium and the active role of the consumers during the exposure to this form of advertising. The aim of this doctoral thesis is the development of a complete, theoretical model of measuring the effectiveness of corporate advertising web sites and its empirical application. Specifically, the proposed model includes factors-criteria of pre-developed models based on literature review and new criteria which are the result of a redefinition of the operation and execution of the advertising form under examination. The results of the primary research conducted in order to validate the criteria of the proposed model, provided an insight to the participants’ perceptions, requirements and trends regarding the use of corporate advertising web sites. In addition, the results contributed significantly to the identification of the relations and correspondences between the advertising effects’ indicators and the qualitative factors-criteria of the proposed model. In conclusion, the empirical application of the proposed model led to specific modifications and improvements of its origin form. The ultimate purpose of future research is the development of a multi-criterion model with weighted effectiveness criteria. Αποτελεί γενική παραδοχή των ανθρώπων της διαφήμισης ότι οι εταιρικές διαφημιστικές ιστοσελίδες αποτελούν μια από τις πιο ολοκληρωμένες μορφές διαφήμισης, καθώς εφαρμόζουν στην πληρέστερή του μορφή το σύστημα επικοινωνίας στα πλαίσια της στρατηγικής προβολής των επιχειρήσεων. Στις μέρες μας, αποτελούν σημαντικά εργαλεία προβολής και προώθησης εταιρικών προϊόντων, ενσωματώνοντας λειτουργίες σχεσιακού μάρκετινγκ, με σκοπό τη δημιουργία θετικής εικόνας για τις επιχειρήσεις και τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες τους. Η μέτρηση αποτελεσματικότητας διαφήμισης αποτελεί διαχρονικό πρόβλημα μάρκετινγκ που αποσκοπεί στον έλεγχο και στην εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των διαφημιστικών στόχων που έχει θέσει η επιχείρηση. Η μοντελοποίηση διαφημιστικής αποτελεσματικότητας αποτελεί μια από τις ερευνητικές προσεγγίσεις των ακαδημαϊκών της διαφήμισης, με την οποία επιχειρείται η αποσύνθεση της «αξίας» της διαφήμισης σε διαστάσεις και δείκτες και η αναγνώριση των παραγόντων που επηρεάζουν και καθορίζουν τα επίπεδα των συγκεκριμένων δεικτών. Στην περίπτωση των εταιρικών διαφημιστικών ιστοσελίδων, η ανάπτυξη μοντέλων μέτρησης αποτελεσματικότητας οδήγησε στη διαμόρφωση ενός νέου θεωρητικού πλαισίου λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μέσου και τις αυξημένες απαιτήσεις του κοινού του Διαδικτύου. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι η ανάπτυξη ενός θεωρητικού, ολοκληρωμένου μοντέλου μέτρησης αποτελεσματικότητας εταιρικών ιστοσελίδων διαφήμισης και η ερευνητική εφαρμογή του. Ειδικότερα, το προτεινόμενο μοντέλο μελετά και αξιολογεί παράγοντες-κριτήρια προϋπαρχόντων ερευνητικών προσπαθειών για την ανάπτυξη σχετικών μοντέλων, και αναγνωρίζει επιπρόσθετους παράγοντες-κριτήρια, επαναπροσδιορίζοντας τη λειτουργία της συγκεκριμένης διαφημιστικής μονάδας. Τα ευρήματα της εφαρμογής του προτεινόμενου μοντέλου με την πραγματοποίηση πρωτογενούς έρευνας, καταγράφουν τις τάσεις και τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων και επιβεβαιώνουν την υιοθέτηση των χρησιμοποιούμενων κριτηρίων του μοντέλου. Επιπλέον, συμβάλλουν σημαντικά στον προσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των κριτηρίων και των δεικτών αποτελεσματικότητας του μοντέλου. Τέλος, η ερευνητική εφαρμογή του μοντέλου θα οδηγήσει σε τροποποιήσεις και βελτιώσεις της αρχικής μορφής του, με κύριο στόχο την ενσωμάτωση βαρύτητας και στάθμισης των κριτηρίων και την ανάπτυξη ενός πολυκριτηρίου μοντέλου μέτρησης αποτελεσματικότητας, που θα αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής έρευνας. 386 513 569 Independent living of individuals with intellectual disability: a combined study of the opinions of parents, educational staff and individuals with intellectual disability, in Greece. Η ανεξάρτητη διαβίωση των ατόμων με νοητική αναπηρία: μια συνδυαστική μελέτη των απόψεων των γονέων, του εκπαιδευτικού προσωπικού και των νέων με νοητική αναπηρία στην Ελλάδα. The study of independent living (IL) of individuals with disabilities during the last decade focuses both on the scientific field of education and social sciences. The conceptual framework that formed around the concept of independent living, led to practices that support the idea where independent living must be an option for individuals with disabilities. The concept of independent living acquires a universal character and leads to construct a holistic model, where the individual is the main element of the environment which lives and develops in. An individual with disability is not, anymore, only just a member of its family, but is a member to a community and all its manifestations (school, community, family, neighborhood). Specifically for individuals with intellectual disability (ID) the goal is to find those elements that will help to develop and implement integrated independent living programs in the community. The focus of this dissertation is the main concept of independent living and independent living skills for individual with intellectual disability. The aim is to find the elements that will lead to effective educational independent living programs. The subject was approached both in theoretical level, what programs exist and whether these are operational and effective, and in practical level, what is happening international and in Greece. The purpose of this dissertation is to study the opinions of parents, educators and individuals with intellectual disability for independent living of the latter. The ultimate goal is to construct a Questionnaire for the opinions of individuals with intellectual disability, a Questionnaire for the opninions of Parents and a Questionnaire about the opinions of Educators for IL of Individuals with intellectual disability. The sample consists of 124 individuals with mild and moderate intellectual disability, aged 13 years and over, 124 parents of individual with intellectual disability and 193 educators. The research tool was divided into five parts in order to explore the views of the three sub groups more effectively. The parts are the following: (a) meaning / characterisitcs of IL (b) factors affecting IL (c) limitations of IL (d) IL skills and (e) frame of IL. An analysis of the results shows that the concept of independent living revolves around the theme of the house, have the individual his/her own home, and around the subject of the individual with ID to make decision about his/her everyday life. Also, support systems, family and community, influence the IL individuals with ID and the opportunities that they give or not give both support systems, determine whether IL will happen or not. Important deficit detected in IL skills that individuals with ID should have in order to live on their own. Knowledge of safety rules and selfcare are the primary skills an individual with ID should perform. Finally, independent apartments in the city are the ones preferred by individuals themselves in order to live independently, while parents and educators prefer a more controlled environment under the supervision of an official body (eg school, clubs). Η μελέτη της ανεξάρτητης διαβίωσης των ατόμων με αναπηρία βρίσκεται τις τελευταίες δεκαετίες στο επίκεντρο του ερευνητικού ενδιαφέροντος τόσο στο γνωστικό πεδίο της εκπαίδευσης όσο και των κοινωνικών επιστημών. Το εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο διαμορφώθηκε γύρω από την έννοια, οδήγησε στη διαμόρφωση των πρακτικών που ακολουθούνται προκειμένου η ανεξάρτητη διαβίωση να αποτελέσει επιλογή για τα άτομα με αναπηρία. Η έννοια της ανεξάρτητης διαβίωσης αποκτά έναν καθολικό χαρακτήρα και οδηγεί στη δόμηση ενός ολιστικού μοντέλου, όπου το άτομο βρίσκεται στο επίκεντρο του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται. Το άτομο με αναπηρία δεν αποτελεί, πλέον, κομμάτι μόνο μιας οικογένειας, αλλά μιας ολόκληρης κοινότητας και όλων των εκφάνσεών της (σχολείο, κοινότητα, οικογένεια, γειτονιά). Συγκεκριμένα για τα άτομα με νοητική αναπηρία στόχος είναι να βρεθούν τα συστατικά στοιχεία που θα βοηθήσουν ώστε να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν ολοκληρωμένα προγράμματα ανεξάρτητης διαβίωσης, μέσα στην κοινότητα που το κάθε άτομο έχει ζήσει την έως τώρα ζωή του. Στο επίκεντρο της παρούσας διδακτορικής διατριβής βρίσκεται η έννοια της ανεξάρτητης διαβίωσης και οι δεξιότητες ανεξάρτητης διαβίωσης των ατόμων με νοητική αναπηρία. Στόχος είναι να βρεθούν τα συστατικά στοιχεία που θα οδηγήσουν σε αποτελεσματικά προγράμματα εκπαίδευσης στην ανεξάρτητη διαβίωση. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία προσεγγίστηκε τόσο σε θεωρητικό επίπεδο, τι ισχύει διεθνώς, ποια προγράμματα υπάρχουν και κατά πόσο αυτά είναι λειτουργικά και αποτελεσματικά, όσο και σε πρακτικό επίπεδο, τι συμβαίνει διεθνώς και στην Ελλάδα. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να μελετηθούν οι απόψεις των γονέων, του εκπαιδευτικού προσωπικού και των ατόμων με νοητική αναπηρία για την ανεξάρτητη διαβίωση των τελευταίων. Τελικός στόχος είναι μέσα από την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων να κατασκευαστεί ένα Ερωτηματολόγιο για τις απόψεις των Ατόμων με Νοητική Αναπηρία, ένα Ερωτηματολόγιο για τις απόψεις των Γονέων και ένα Ερωτηματολόγιο για τις απόψεις του Εκπαιδευτικού Προσωπικού για την ΑΔ των Ατόμων με ΝΑ. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 124 άτομα με ήπια και μέτρια νοητική αναπηρία, ηλικίας 13 ετών και άνω, 124 γονείς ατόμων με νοητική αναπηρία και 193 άτομα εκπαιδευτικό προσωπικό. Το ερευνητικό εργαλείο χωρίστηκε σε πέντε μέρη για την αποτελεσματικότερη διερεύνηση των απόψεων. Οι ενότητες που περιλαμβάνει είναι οι εξής: (α) έννοια/ χαρακτηριστικά ΑΔ, (β) παράγοντες που επηρεάζουν την ΑΔ, (γ) περιορισμοί της ΑΔ, (δ) δεξιότητες ΑΔ και (ε) πλαίσιο ΑΔ. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας προκύπτει ότι η έννοια της ανεξάρτητης διαβίωσης περιστρέφεται γύρω από το θέμα του σπιτιού, το να έχει το άτομο ένα δικό του σπίτι, και γύρω από το θέμα του να αποφασίζει το άτομα με ΝΑ για το πώς θα δράσει στην καθημερινότητά του. Επίσης, τα συστήματα υποστήριξης, η οικογένεια και η κοινότητα επηρεάζουν την ΑΔ των ατόμων με ΝΑ και οι ευκαιρίες που δίνουν ή δε δίνουν αντίστοιχα και τα δύο αυτά συστήματα υποστήριξης καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό αν θα συμβεί η ΑΔ ή όχι. Σημαντικό έλλειμα εντοπίζεται στις δεξιότητες ΑΔ που θα έπρεπε να έχουν τα άτομα με ΝΑ προκειμένου να ζήσουν μόνα τους. Η γνώση των κανόνων ασφαλείας και η αυτοεξυπηρέτηση είναι οι πρωταρχικές δεξιότητες που θα έπρεπε να κατέχει ένα άτομο με ΝΑ. Τέλος, τα ανεξάρτητα διαμερίσματα μέσα στην πόλη είναι αυτά που προτιμώνται από τα ίδια τα άτομα για να ζήσουν ανεξάρτητα, ενώ οι γονείς και το εκπαιδευτικό προσωπικό προτιμούν ένα περισσότερο ελεγχόμενο περιβάλλον, υπό την επίβλεψη κάποιου επίσημου φορέα (π.χ. σχολείο, σύλλογοι). 387 167 183 Topics in economics from game theory, general equilibrium and macroeconomics Θέματα στα οικονομικά από τη θεωρία παιγνίων, τη θεωρία γενικών ισορροπιών και τα μακροοικονομικά The purpose of this dissertation is to prove that: (1) For any integer n≥2, there exist no Borel measurable necessary and sufficient conditions on n lower semicontinuous payoff functions defining a non-cooperative n-person game in strategic form or a Bayesian n-person game, which can assert the existence of Nash equilibria or of Bayesian Nash equilibria respectively. (2) For any integer n 2, there exists no algorithm which decides for each partially computable non-cooperative n-person game whether it has a Nash equilibrium or not. (3) There exist no Borel measurable necessary and sufficient conditions on private ownership economies and exchange economies with preference relations represented by lower semicontinuous utility functions, which can assert the existence of competitive equilibria. (4) There exist no Borel measurable necessary and sufficient conditions on deterministic discrete infinite horizon macroeconomic models with lower semicontinuous one-period return functions and compact-valued continuous constraint correspondences, which can assert the existence of optimal plans starting at some point. Σκοπός αυτής της διατριβής είναι να αποδείξει ότι: (1) για κάθε ακέραιο n≥2, δεν υπάρχουν μετρητές κατά Borel αναγκαίες και ικανές συνθήκες επί ή κάτω ημισυνεχών συναρτήσεων απόδοσης που ορίζουν ένα παίγνιο n ατόμων χωρίς συνεργασίες σε στρατηγική μορφή ή ένα παίγνιο του Bayes n ατόμων, οι οποίες μπορούν να βεβαιώσουν την ύπαρξη ισορροπιών Nash ή ισορροπιών Nash του Bayes αντιστοίχως. (2) Για κάθε ακέραιο n≥2, δεν υπάρχει αλγόριθμος που αποφασίζει κατά πόσον ένα μερικώς υπολογίσιμο παίγνιο n ατόμων έχει ή όχι ισορροπία Nash. (3) Δεν υπάρχουν μετρητές κατά Borel αναγκαίες και ικανές συνθήκες επί των οικονομιών ιδιωτικής ιδιοκτησίας και των οικονομιών ανταλλαγής με σχέσεις προτίμησης που αναπαρίστανται από κάτω ημισυνεχείς συναρτήσεις ωφέλειας, οι οποίες μπορούν να βεβαιώσουν την ύπαρξη ανταγωνιστικών ισορροπιών. (4) Δεν υπάρχουν μετρητές κατά Borel αναγκαίες και ικανές συνθήκες επί απείρου ορίζοντα διακριτών ντετερμινιστικών μακροοικονομικών μοντέλων με κάτω ημισυνεχείς συναρτήσεις επιστροφών μιας περιόδου και με συνεχείς και με συμπαγείς τιμές αντιστοιχιών περιορισμών, οι οποίες μπορούν να βεβαιώσουν την ύπαρξη βέλτιστων πλάνων που αρχίζουν από κάποιο σημείο. 388 184 196 Gesture recognition technologies valorisation in know-how management: sensorimotor feedback as gamification mecanism Αξιοποίηση τεχνολογιών αναγνώρισης χειρονομιών στη διαχείριση κινητικών δεξιοτήτων: αισθητηριοκινητική ανάδραση ως μηχανισμός παιχνιδοποίησης This Phd study presents a prototype methodological framework for the valorization of gesture recognition technologies in the field of know-how management focusing of the learning of expert gestures. Motion capture and recognition technologies are used together with machine learning (Hidden Markov Models, Dynamic Time Warping) for the recording, the analysis and modeling of gestures that is confirmed by machine's ability to recognize the gestures. For the valorization of these technologies in know-how management, the “in-person” transmission and the relations and interactions between the expert/master and the apprentice are studied. Based on the conclusions from this study a learning system is proposed, comparing apprentice's gesture with expert's model and identifying the differences concerning hands' distance. This system them guides the learner in the performance of the gesture providing a sensorimotor feedback. It activates his vision and hearing, reinforces his motivation and supports self-trainings.The analysis of learners' performance with and without the use of the system revealed the potential and the positive contribution that this system could have in the learning of expert gestures. Η παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζει ένα πρωτότυπο μεθοδολογικό πλαίσιο για την αξιοποίηση της τεχνολογίας αναγνώρισης χειρονομιών στον τομέα της διαχείρισης μίας δεξιοτεχνίας εστιάζοντας στην κινητική δεξιότητα και στην εκμάθηση δεξιοτεχνικών χειρονομιών. Ετσι οι τεχνολογίες σύλληψης κινήσεων, εκπαίδευσης μηχανής και αναγνώρισης χειρονομιών (Κρυφά Μαρκοβιανά Μοντέλα και Δυναμική Περιτύλιξη Χρόνου) χρησιμοποιούνται για την καταγραφή, ανάλυση και μοντελοποίηση των χειρονομιών η οποία επικυρώνεται από την ικανότητα της μηχανής να τις αναγνωρίσει. Για την αξιοποίηση αυτών των τεχνολογιών στη μετάδοση της γνώσης μελετάται η «δια ζώσης» μάθηση, οι αρχές που διέπουν τη σχέση και την αλληλεπίδραση δασκάλου/μαθητή. Με βάση τα συμπεράσματα που προκύπτουν από αυτήν την μελέτη προτείνεται ένα σύστημα εκπαιδευτικού χαρακτήρα, το οποίο συγκρίνει τη χειρονομία του μαθητή με τη χειρονομία μοντέλο του δασκάλου, και εντοπίζοντας τις διαφορές ως προς τις αποστάσεις των χεριών τους, παρέχει αισθητηριοκινητική ανάδραση στον μαθητή. Ενεργοποιεί την όραση και την ακοή του, τον καθοδηγεί, ενισχύει το κίνητρό του και υποστηρίζει έτσι την αυτοεξάσκηση. Η ανάλυση της επίδοσης των μαθητών με και χωρίς τη χρήση του συστήματος ανέδειξε το δυναμικό και τη θετική συμβολή που μπορεί να έχει στην μάθηση κινητικών δεξιοτήτων. 389 196 218 Ο ρώσος διπλωμάτης Νικολαϊ Πάβλοβιτς Ιγκνάτιεβ: ιδεολογικές καταβολές και ιστοριογραφικό περιεχόμενο στα απομνημονεύματά του για την περίοδο 1875-1878. The Russian diplomat N. P. Ignatiev spent most of his career in the employment of the Russian foreign service. He focused on rebuilding the Russian international presence and influence in the Balkans during the second half of the 19th century and most particularly until the end of the Russo-Turkish War, 1877-78. The crowning accomplishment of his efforts was the Treaty of San Stefano. Concerning his years in the diplomatic corps (he was the Russian Ambassador in Constantinople) during the critical years of the Eastern Question (1875-1877) up until the convening of the Counsil of Berlin, Ignatiev kept extensive notes and memoirs where he presented, discussed and evaluated important events of the period. His writings reflect, emphasize and clarify the sociopolitical and ideological conflicts and opinions in his own country, the priorities of official Russian foreign policy, and aspects of the international diplomatic treatment of the Eastern Question. The personal involvement of the writer of The Notes in the events narrated and the wealth of information and actual data (letters, official documents etc) as well as the delicate political balances maintained in the Balkans make these documents useful whenever international conflicts in Southeastern Europe threaten to escalate. Ο ρώσος διπλωμάτης Ν. Π. Ιγκνάτιεβ αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας του στην υπηρεσία της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της διεθνούς παρουσίας και της επιρροής της Ρωσίας στο χώρο της Βαλκανικής κατά το β’ μισό του 19ου αι. έως και τη λήξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου 1877-78. Επιστέγασμα των προσπαθειών του υπήρξε η σύναψη της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου. Σχετικά με τη θητεία του στο διπλωματικό σώμα (πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη) από την περίοδο όξυνσης του Ανατολικού Ζητήματος (1875-77) έως και τη σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου ο Ιγκνάτιεβ άφησε εκτεταμένες Σημειώσεις αναμνήσεων (απομνημονεύματα), όπου παρουσιάζονται, σχολιάζονται και αποτιμώνται τα γεγονότα της περιόδου εκείνης μέσα από την προσωπική ματιά του, απηχούνται κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, και απόψεις στη χώρα του την εποχή εκείνη, αναδεικνύονται οι προτεραιότητες της επίσημης εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας, φωτίζονται όψεις της διεθνούς διπλωματικής διαχείρισης του Ανατολικού Ζητήματος κ.λπ. Η προσωπική εμπλοκή του συντάκτη των Σημειώσεων αυτών στα τεκταινόμενα και ο εμπλουτισμός της αφήγησης με άφθονο τεκμηριωτικό υλικό (επιστολές, επίσημες αναφορές κ.ά.) και οι επισφαλείς διαχρονικά ισορροπίες στο χώρο της Βαλκανικής επαναφέρ ουν τα κείμενα αυτά στην επικαιρότητα κάθε φορά που οι διεθνείς αντιπαλότητες στο χώρο της ΝΑ Ευρώπης εγκυμονούν ανατροπές και συγκρουσιακές περιστάσεις. 390 363 364 Ο ρόλος και η συμβολή του ηγέτη - εκπαιδευτικού στη διαμόρφωση ηθικής συνείδησης Modern reality is characterized by intense contradictions. Today, human being is called upon to balance controversial concepts and hazy limits of good and evil, shaping a personal system of values. At the same time, a personal value system called for conforming to socially shaped value system, which aims to satisfy both cultural (national) and multicultural (global) perceptions and beliefs. There is an urgent need of defining the content of the concept "ethics", which modern man is called upon to develop. Within the wider social transformation, it is worth adding the following questions: how does the moral social component transform? How does the education system contribute to this transformation and, above all, which is the role of the teacher/educator throughout this process of transformation? This research project attempts to record teachers΄ perceptions as far as their role in the moral education of their students. The leading role of teachers and the importance they attach to the moral development of young people has been identified. At the same time, the research emphasizes on the lack of a framework for the development of moral education. Additionally, it points out that there is a connection between the personality of the individual teacher and the kind of leadership he/she choose to exercise. Qualitative research was applied for the realization of the research process. The research tools of participatory observation and interview along with the questionnaire were used in order to alleviate the possibility of subjectivity which is part of participatory observation method, enhancing in that way the objectivity of its results. Moral education has emerged as a predominant purpose of educational work through the experience, practice and perceptions of teachers and educators. The leading role is highlighted as a key factor for the content of moral education in the classroom, with any limitations or even the dangers that this entails. As a result, our research contributes to the following conclusions: Firstly, moral leadership is revealed as an endogenous element of education and its goals. Secondly, the exertion of moral leadership, within the context of a model with elements of transformational leadership, it is able to transform the education system, even though it is characterized by centralization and stiffness. Η σύγχρονη πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις. Ο άνθρωπος σήμερα καλείται να «ισορροπήσει» μεταξύ αμφιλεγόμενων εννοιών και δυσδιάκριτων ορίων του καλού και του κακού, διαμορφώνοντας ένα προσωπικό σύστημα αξιών. Το προσωπικό αξιακό σύστημα καλείται, ταυτόχρονα, να εναρμονιστεί με το κοινωνικά διαμορφωμένο αξιακό σύστημα, το οποίο στοχεύει στην ικανοποίηση τόσο πολιτισμικών (ή εθνικών) όσο και πολυπολιτισμικών (ή καθολικών) αντιλήψεων και πεποιθήσεων. Επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη καθορισμού και προσδιορισμού του περιεχομένου της έννοιας της «ηθικής», την οποία καλείται να αναπτύξει ο σύγχρονος άνθρωπος. Μέσα στα πλαίσια του ευρύτερου κοινωνικού μετασχηματισμού, αξίζει να προσθέσουμε τα εξής ερωτήματα: πώς μετασχηματίζεται η ηθική κοινωνική συνιστώσα; Πώς συμβάλλει σε αυτόν τον μετασχηματισμό το εκπαιδευτικό σύστημα και, κυρίως, ποιος ο ρόλος του εκπαιδευτικού σε αυτή τη μετασχηματιστική διεργασία; Με την παρούσα ερευνητική εργασία επιχειρούμε την καταγραφή των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών σχετικά με τον ρόλο τους στην ηθική διαπαιδαγώγηση των μαθητών. Διαπιστώνουμε τον ηγετικό ρόλο των εκπαιδευτικών και τη σπουδαιότητα που αυτοί προσδίδουν στην ηθική ανάπτυξη των νέων. Επισημαίνουμε, ταυτόχρονα, την ανυπαρξία πλαισίου ανάπτυξης της ηθικής αγωγής και καταγράφουμε τη σύνδεσή της με την προσωπικότητα του/της εκάστοτε εκπαιδευτικού και τη μορφή της ηγεσίας που αυτός/η επιλέγει να ασκήσει. Για την υλοποίηση της ερευνητικής διαδικασίας αξιοποιήθηκε η ποιοτική έρευνα με τα ερευνητικά εργαλεία της συμμετοχικής παρατήρησης και της συνέντευξη, καθώς επίσης, επικουρικά, και το ερωτηματολόγιο ως ερευνητικό εργαλείου ποσοτικής έρευνας, προκειμένου να αρθεί το μειονέκτημα της υποκειμενικότητας που εμπεριέχεται στη μέθοδο της συμμετοχικής παρατήρησης και να ενισχυθεί η αντικειμενικότητα των αποτελεσμάτων της. Η έρευνά μας καθιστά την ηθική διαπαιδαγώγηση κυρίαρχο σκοπό του εκπαιδευτικού έργου μέσα από την εμπειρία, τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των εκπαιδευτικών. Η ηγετική μορφή του/της εκπαιδευτικού αναδεικνύεται ως ο κύριος παράγοντας καθορισμού του περιεχομένου της ηθικής διαπαιδαγώγησης στη σχολική τάξη, με όποιους περιορισμού ή και κινδύνους αυτό συνεπάγεται. Κατά συνέπεια, η έρευνά μας συμβάλλει στην ανάδειξη των εξής συμπερασμάτων: α) Η ηθική ηγεσία αποκαλύπτεται ως ένα ενδογενές στοιχείο της εκπαίδευσης και των σκοπών αυτής και β) η άσκηση της ηθικής ηγεσίας υπό την προοπτική ενός μοντέλου με στοιχεία μετασχηματιστικής ηγεσίας δύναται κατ΄ αρχήν να μετασχηματίσει την εκπαίδευση παρά τον συγκεντρωτισμό και τη δυσκαμψία που τη διακρίνει. 391 472 451 Historical and cultural elements in the Holy Mountain of Athos and the broader area: the activity of monks and laity during the Macedonian Struggle and the Balkan Wars. Ιστορικά και πολιτιστικά στοιχεία στο Άγιο Όρος και την ευρύτερη περιοχή: η δράση μοναχών και λαϊκών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και τους Βαλκανικούς πολέμους. The events that took place during the second half of the 19th century until the first decades of the 20th century in Mount Athos and in the broader region of Halkidiki and are related to the contribution of the monks of Mount Athos to the national struggle are almost unknown to this day. Because of this gap, this study contributes to the revival of the historical memory of this region, highlighting primary archival material of the Archives of the monastic State of the Holy Mountain of Athos created during the period 1870-1913. This material relates to the important events that have marked the history of Macedonia until its liberation, such as the Greek-Russian competition in Mount Athos, the Macedonian Struggle and the Balkan Wars. With the emergence of this primary archival material a major document collection organized both chronologically and thematically is now created. At the same time, the general situation in Mount Athos and Halkidiki is also described, through the discussion of issues that arose –such as the Kelliotiko («of the Cells»), the Georgian and that of Onomatolatres– and the presentation of the activities of Greek chieftains before and during the Macedonian Struggle. In this work is further described the great interest of the monks who lived in the monasteries and their dependencies (Cells, Scetea, Metochia, Kalyves etc.) in education, book publishing, and support of villages, churches, associations and individuals of the wider area. From these archives and documents emerges also a great deal of information on the move of military forces, relations of Greek and Slavic monks, battles, arrests, transport of war material etc. Extensive reference is made as well to the monument stock of Mount Athos (architecture, iconography, marble carving, copper carving, wood carving, photography, metalwork, embroidery, Byzantine music, chanting) and to the patriotic associations of Athens showing keen interest in the goings-on in Mount Athos. Particularly mentioned is the Central Macedonian Association of Brothers Gerogiannis who led the action and provided equipment and munitions to Captain Giaglis, the Macedonian fighter from Halkidiki, and his heroic corps; likewise other important associations acted in favor of the Hellenism of Macedonia. Extensive reference is also made to the Athonian personalitie which contributed with their studies -but oftentimes with their personal participation as well- to the Struggle (like Kourilas, Ktenas, Gedeon, Chrysostom Lavriotis, Metaxakis, Vlachos, Alexander Lavriotis, Smyrnakis etc.) and to other personalities hailing from Thessaloniki and Halkidiki (Peonidis, Katounis, Chaideftos, Aggelakis etc.). Finally, the thesis concludes with the events of the liberation of the Holy Mountain by the Greek Navy on 2 November 1912 and what happened after that, with the efforts of the Russian factor for its internationalization, which however was unsuccessful. Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αι. μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι. στο Άγιο Όρος και στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής και σχετίζονται με την προσφορά των μοναχών του Αγίου Όρους στους εθνικούς Αγώνες είναι σχεδόν άγνωστα έως τις μέρες μας. Εξαιτίας αυτού του κενού, η παρούσα μελέτη συμβάλλει στην αναβίωση της ιστορικής μνήμης για την εν λόγω περιοχή, αναδεικνύοντας πρωτογενές αρχειακό υλικό των Αρχείων της Αγιώνυμης Πολιτείας του Άθω που συντάχθηκε κατά την περίοδο (1870-1913). Το υλικό αυτό σχετίζεται με τα σημαντικά γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της Μακεδονίας έως την απελευθέρωσή της, όπως είναι ο Ελληνορωσικός ανταγωνισμός στο Άγιο Όρος, ο Μακεδονικός Αγώνας και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Με την ανάδειξη του πρωτογενούς αυτού αρχειακού υλικού δημιουργείται μια Τράπεζα εγγράφων που παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά και θεματική κατάταξη. Παράλληλα, περιγράφεται η επικρατούσα κατάσταση στο Άγιον Όρος και στη Χαλκιδική, μέσω της ανάπτυξης των ζητημάτων που ανεφύησαν - όπως το Κελλιώτικο, το Γεωργιανό και το ζήτημα των Ονο¬ματολατρών -, αλλά και της δράσης Ελλήνων οπλαρχηγών πριν αλλά και κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα. Επίσης, καταγράφεται το αμέριστο ενδιαφέρον των μοναχών που διέμεναν στις Μονές και στα εξαρτήματά τους (Κελλιά, Σκήτες, Μετόχια, Καλύβες κλπ.), για την παιδεία, την έκδοση βιβλίων, και την ενίσχυση χωρίων, εκκλη¬σιών, συλλόγων και φυσικών προσώπων της ευρύτερης περιοχής. Ακόμη από τα εν λόγω αρχεία, αναδεικνύονται εκ των εγγράφων τους πληροφορίες για κινήσεις στρατιωτικών σωμάτων, σχέσεις Ελλήνων και Σλάβων μοναχών, συμπλοκές, συλλήψεις, διακίνηση πολεμικού υλικού κλπ. Εκτενής αναφορά γίνεται και για το μνημειακό απόθεμα του Αγίου Όρους (αρχιτεκτονική, αγιογραφία, μαρμαροτεχνία, χαλκογραφία, ξυλογλυπτική, φωτογραφία, μεταλλοτεχνία, κεντητική, βυζαντινή μουσική, ψαλτική) και για τους πατριωτικούς συλλόγους των Αθηνών που έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα στο Άγιον Όρος. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τον Κεντρικό Μακεδονικό Σύλλογο των Αδερφών Γερογιάννη που καθοδηγούσε τη δράση και προσέφερε εξοπλισμό και πολεμοφόδια στον Χαλκιδικιώτη Μακεδονομάχο Καπετάν Γιαγλή, και το ηρωικό Σώμα του, χωρίς τούτο να μειώνει την προσφορά και των άλλων αξιόλογων Συλλόγων που δρούσαν υπέρ των Ελληνισμού της Μακεδονίας. Εκτενής επιπλέον αναφορά γίνεται και στις Αθωνικές προσωπικότητες που συνέβαλλαν με τις μελέτες τους, αλλά πολλάκις και με την αυτοπρόσωπη συμμετοχή τους υπέρ του Αγώνα (όπως Κουρίλας, Κτενάς, Γεδεών, Χρυσόστομος Λαυριώτης, Μεταξάκης, Βλάχος, Αλέξανδρος Λαυριώτης, Σμυρνάκης κ.ά.), όπως και άλλες προσωπικότητες με καταγωγή τη Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική (Παιονίδης, Κατούνης, Χαϊδευτός, Αγγελάκης κ.ά.). Τέλος η διατριβή καταλήγει με τα γεγονότα της απελευθέρωσης του Αγίου Όρους από το Ελληνικό Ναυτικό την 2α Νοεμβρίου 1912 και τα όσα συνέβησαν μετά από αυτήν, με την προσπάθεια του ρωσικού παράγοντα για τη διεθνοποίησή του, η οποία ωστόσο κατέστη ανεπιτυχής. 392 310 391 Η συμβολή του θεσμού του Μέντορα στην επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών: διερεύνηση των απόψεων εκπαιδευτικών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης του Ν. Θεσσαλονίκης. Newly appointed teachers, especially those in their first years of teaching, often encounter a ‘reality shock’ as they transfer from a relatively sheltered pre-service teacher education program to a novel situation where they have to be personally accountable for their professional work. Since the 1980s, school-based mentoring has come to play an increasingly prominent role in supporting the initial preparation, induction and early professional development of teachers in many parts of the world. From 2000, induction has been obligatory for all newly appointed teachers in Greek primary schools during their first year. Induction is carried out in the 16 Regional Further Educational Centres (PEK). In 2010 the Ministry of Education, Lifelong Learning and Religious Affairs with the Law Ν.3848/19.05.2010 implemented ‘mentor teacher for newly appointed teacher’ as support structure for beginning teachers in the early stages of their career. In addition the Ministry of Education conducted a public consultation, which aimed "to develop further the dialogue and also the formation of future mentoring programs , particularly in relation to qualifications, conditions, tasks, duration and general content of mentor-mentee relationship”. However at present there are still no formal mentoring programs in Greece. This study explores primary school teachers’ perceptions on induction with mentoring as one of the possible support structures. The data are based on semi-structured interviews with twenty primary school teachers from the Prefecture of Thessaloniki. A thematic content analysis revealed that primary school teachers identify a range of potential benefits for beginning teachers’ and mentors’ professional development under mentors’ support. The findings suggest that for successful mentoring more attention needs to be given to three main areas: a) selection of the mentor b) qualifications of mentor and mentor training, c) structure and content of mentoring programs, including incentives for mentors and the possible role of mentor as assessor. Furthermore, some implications for policy-makers and for future research, are considered. Οι νεοδιοριζόμενοι εκπαιδευτικοί, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της διδασκαλίας τους, αντιμετωπίζουν συχνά μια «σοκαριστική πραγματικότητα» κατά τη μετάβασή τους από ένα σχετικά προστατευμένο περιβάλλον - αυτό της προϋπηρεσιακής κατάρτισης των εκπαιδευτικών - σε μια νέα κατάσταση όπου θα πρέπει να είναι προσωπικά υπεύθυνοι για την επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Από τη δεκαετία του 1980, Προγράμματα Συμβουλευτικής Καθοδήγησης (mentoring) με βάση το σχολείο κατέχουν έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της προετοιμασίας, της εισαγωγικής επιμόρφωσης και των πρώτων σταδίων της επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών σε πολλά μέρη του κόσμου. Από το 2000, η εισαγωγική επιμόρφωση είναι υποχρεωτική για όλους τους νεοδιοριζόμενους εκπαιδευτικούς στα ελληνικά σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους τους στην εκπαίδευση. Την ευθύνη για την Εισαγωγική Επιμόρφωση έχουν τα 16 Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα (ΠΕΚ). Το 2010 το Υπουργείο Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων με το Ν.3848/19.05.2010 προχώρησε στην εισαγωγή του “θεσμού του Μέντορα νεοδιοριζόμενου εκπαιδευτικού” ως μία από τις δομές στήριξης για τους εκπαιδευτικούς στα πρώτα στάδια της σταδιοδρομίας τους. Επιπλέον, το Υπουργείο Παιδείας προέβη σε δημόσια διαβούλευση, η οποία ως στόχο της είχε «να αναπτύξει περαιτέρω το διάλογο και τη διαμόρφωση των μελλοντικών Προγραμμάτων Καθοδήγησης(mentoring), ιδίως σε σχέση με τα προσόντα των μεντόρων, τις προϋποθέσεις, τα καθήκοντα, τη διάρκεια και το περιεχόμενο της σχέσης μέντορα-καθοδηγούμενου». Ωστόσο μέχρι και σήμερα δεν υπάρχουν ακόμα επίσημα Προγράμματα Καθοδήγησης στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη έρευνα διερευνά τις αντιλήψεις των δασκάλων σχετικά με τα Προγράμματα Καθοδήγησης(mentoring) ως μία από τις πιθανές δομές υποστήριξης των νεοδιοριζόμενων εκπαιδευτικών. Τα στοιχεία βασίζονται σε ημι-δομημένες συνεντεύξεις με είκοσι δασκάλους δημοτικών σχολείων του Νομού Θεσσαλονίκης. Η θεματική ανάλυση περιεχομένου των συνεντεύξεων έδειξε ότι οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης προσδιορίζουν στο πλαίσιο αυτών των προγραμμάτων στήριξης μια σειρά από πιθανά οφέλη για την επαγγελματική ανάπτυξη τόσο των καθοδηγούμενων εκπαιδευτικών όσο και για τους μέντορες. Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι για την επιτυχή καθοδήγηση περισσότερη προσοχή πρέπει να δοθεί σε τρεις βασικούς τομείς: α) στην επιλογή του μέντορα β) στα προσόντα και την εκπαίδευση των μεντόρων, και γ) στη δομή και στο περιεχόμενο των προγραμμάτων καθοδήγησης, συμπεριλαμβανομένων των κινήτρων για τους μέντορες και τον πιθανό ρόλο του μέντορα ως αξιολογητή. Επιπλέον, η συγκεκριμένη εργασία περιλαμβάνει κάποιες προτάσεις για τους φορείς χάραξης πολιτικής και για μελλοντική έρευνα. 393 610 704 Η χρήση του Factoring από τις ελληνικές επιχειρήσεις και η προώθηση του από το δίκτυο των ελληνικών τραπεζών. This doctoral thesis studies two main issues regarding factoring as a modern financial tool. On the one hand it investigates the way factoring is promoted through Hellenic bank branch networks, and on the other hand it attempts to determine how factoring is treated by companies that already use it as a means of financing, managing and insuring their accounts receivables. Primary data has been obtained through the use of structured questionnaires in order to examine specific hypotheses involving both the promotion of factoring, demand and operation of companies that already use factoring. During the first phase of the study, research questions relating to whether factors such as level of education, field of study and work experience affect the preferential promotion of factoring, by bank employees, compared to other banking products are examined. Further analysis and discussion concerns the size of banks and the existence of a subsidiary or bank division that promotes factoring, while the existence of incentives and whether factoring is included in the annual budget are also investigated. Furthermore, through examining certain hypotheses it is concluded that the size of the bank, the branch type, the level of academic training and work experience are not related to the preferential promotion of factoring compared to other banking products. By contrast, strong correlation has been found between incentives for sales (bonus) and budgeting which affects positively the preferential promotion of factoring. The second part of this study attempts to establish relationships between certain factors such as company size, legal form, age and export activity, with the different functions of factoring (finance, management-collection and insurance of accounts receivables). Results show that company size plays a role in the use of factoring for liquidity reasons, management and security. Regarding the use of factoring reasons for Management / Cost statistically significant differences between micro enterprises (up to €2m) in relation to small businesses (€2m-€10m), medium firms (€10m-€50m) and large (€50 +m) have been found. Regarding business size, liquidity and management/costs are the main reasons for choosing factoring by very small businesses while the issue of security/collateral concerns more medium-sized businesses. As far as legal form is concerned it was observed that management/cost is the prime reason for choosing factoring by sole proprietorships and partnerships, compared to S.As and limited companies. However, no firm conclusions were derived in connection with the use of factoring for insurance and liquidity reasons and the legal form of business. Moreover it was observed that older firms tend to disagree on the choice of factoring due to lack of access to other funding sources. This makes sense since companies that have long presence in the market have already developed important relationships with other financial institutions. Companies with strong export activity agree that the choice of factoring is due to security/collateral reasons, compared to firms with non-export or mild export activity. Finally, firm size, age and legal status variables were examined as to whether they affect the preferential choice of factoring over other finance products. It was observed that as the size of the company grows factoring shifts downwards in preference as the main form of financing. Similar results were found with respect to age of companies using factoring. It was observed that, as a company grows and matures in the business environment within which it operates, factoring shifts downwards in preference, as the main form of financing. This may be due to the difficulty of start-ups to access money markets, which makes factoring an accessible, alternative financing choice. On the other hand, once a company is established in the market, its main financial needs are covered by traditional bank credit lines and factoring becomes an alternative source of funding. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με δύο κύρια ζητήματα που αφορούν το factoring ως σύγχρονο χρηματοοικονομικό εργαλείο. Πιο συγκεκριμένα τον τρόπο προώθησης του factoring από το δίκτυο των ελληνικών τραπεζών, καθώς και τον τρόπο αντιμετώπισης του από τις επιχειρήσεις που το χρησιμοποιούν ως μέσο χρηματοδότησης, διαχείρισης και ασφάλισης των απαιτήσεων τους. Μέσα από τη δημιουργία δομημένων ερωτηματολογίων επιτυγχάνεται η πρωτογενής συλλογή στοιχείων με σκοπό την εξέταση συγκεκριμένων υποθέσεων που αφορούν τόσο στην προώθηση του factoring, όσο και στη ζήτηση και λειτουργία του από επιχειρήσεις που ήδη το χρησιμοποιούν. Κατά την πρώτη φάση της μελέτης, δίνονται απαντήσεις σε ερευνητικά ερωτήματα τα οποία αφορούν στο κατά πόσο παράγοντες όπως το εκπαιδευτικό επίπεδο, το αντικείμενο σπουδών και η εργασιακή εμπειρία επηρεάζουν την προνομιακή προώθηση του factoring, από υπαλλήλους των Τραπεζών, σε σχέση με άλλα τραπεζικά προϊόντα. Επιπλέον ανάλυση και εξέταση αφορά στο μέγεθος των Τραπεζών, καθώς και στην ύπαρξη θυγατρικής ή διεύθυνσης ως μονάδα προώθησης του factoring, ενώ αντίστοιχη εξέταση αφορά στην ύπαρξη κινήτρων και στοχοθέτησης από την πλευρά των Τραπεζών. Πιο συγκεκριμένα εξετάστηκαν υποθέσεις, από τις οποίες συμπεραίνεται ότι το μέγεθος της Τράπεζας, ο τύπος του καταστήματος, το επίπεδο ακαδημαϊκής εκπαίδευσης και η εργασιακή εμπειρία δεν σχετίζονται με την προνομιακή προώθηση του factoring σε σχέση με άλλα τραπεζικά προϊόντα. Αντιθέτως, βρέθηκε δυνατή συσχέτιση μεταξύ των κινήτρων για πώληση (bonus) καθώς και στοχοθέτησης από την πλευρά των Διοικήσεων των Τραπεζών η οποία επηρεάζει θετικά την προνομιακή προώθηση του factoring. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής διερευνήθηκε κατά πόσο οι λειτουργίες του factoring (χρηματοδότηση, διαχείριση-είσπραξη και ασφάλεια), που αποτελούν και τους κύριους λόγους χρήσης του factoring, σχετίζονται με το μέγεθος, την νομική μορφή, την ηλικία και τον εξαγωγικό προσανατολισμό των επιχείρησεων που το χρησιμοποιούν. Τα αποτελέσματα μας έδειξαν ότι το μέγεθος της επιχείρησης παίζει ρόλο ως προς την χρήση του factoring για λόγους ρευστότητας, διαχείρισης και ασφάλειας. Όσον αφορά τη χρήση του factoring για λόγους Διαχείρισης/Κόστους βρέθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των πολύ μικρών επιχειρήσεων (έως 2 εκ) σε σχέση με τις μικρές επιχειρήσεις (2εκ-10 εκ), μεσαίες επιχειρήσεις (10εκ-50 εκ) και τις μεγάλες (50+ εκ). Σχετικά με το μέγεθος των επιχειρήσεων παρατηρήθηκε ότι, η ρευστότητα και η διαχείριση/κόστος αποτελούν κύριους λόγους για την επιλογή του factoring από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ενώ, το θέμα ασφάλειας/εξασφαλίσεων απασχολεί περισσότερο τις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις. Όσον αφορά τη νομική μορφή παρατηρήθηκε ότι η διαχείριση/κόστος αποτελούν κύριο λόγο για την επιλογή του factoring από τις ατομικές επιχειρήσεις και τις ΟΕ & ΕΕ, σε σχέση με τις ΑΕ-ΕΠΕ. Αντίθετα, δεν εξάχθηκαν ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με τη χρήση του factoring για λόγους ασφάλειας και ρευστότητας όσον αφορά τη νομική μορφή των επιχειρήσεων. Σχετικά με την ηλικία των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν factoring, παρατηρήθηκε ότι οι περισσότερο ηλικιωμένες επιχειρήσεις τείνουν να διαφωνούν ως προς την επιλογή του factoring λόγω μη πρόσβασης σε άλλες πηγές χρηματοδότησης. Το γεγονός αυτό έχει νόημα καθώς πρόκειται για επιχειρήσεις οι οποίες έχουν πολυετή παρουσία στην αγορά και έχουν αναπτύξει σημαντικές σχέσεις και με άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι έντονα εξαγωγικές επιχειρήσεις συμφωνούν στο γεγονός ότι επιλέγουν το factoring περισσότερο για λόγους ασφάλειας/εξασφαλίσεων σε σχέση με τις μη εξαγωγικές επιχειρήσεις και τις ήπια εξαγωγικές επιχειρήσεις. Οι τελευταίες εμφανίζονται να τηρούν μια πιο ουδέτερη στάση ως προς την χρήση του factoring για λόγους διασφάλισης έναντι πιθανών πτωχεύσεων ή ελέγχου της φερεγγυότητας μελλοντικών πελατών καθώς και της μη παροχής εμπράγματων εξασφαλίσεων. Τέλος εξετάστηκε κατά πόσο το μέγεθος, η ηλικία και η νομική μορφή επηρεάζουν την προνομιακή επιλογή του factoring έναντι άλλων προϊόντων χρηματοδότησης. Παρατηρήθηκε ότι, όσο το μέγεθος της επιχείρησης μεγαλώνει τόσο το factoring μετατοπίζεται προς τα κάτω στην κλίμακα επιλογής των επιχειρήσεων, ως κύρια μορφή χρηματοδότησης. Αντίστοιχα αποτελέσματα βρέθηκαν αναφορικά με την ηλικία των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν factoring. Παρατηρήθηκε δηλαδή, ότι όσο μεγαλώνει η επιχείρηση και ωριμάζει στο περιβάλλον που δραστηριοποιείται, τόσο το factoring μετατοπίζεται προς τα κάτω στην κλίμακα επιλογής των επιχειρήσεων, ως η κύρια μορφή χρηματοδότησης. Αυτό μπορεί να οφείλεται στη δυσκολία των νεοσύστατων επιχειρήσεων στην πρόσβαση σε αγορές χρήματος, όπου πλέον το factoring αποτελεί τη μοναδική επιλογή χρηματοδότησής τους. Παρατηρήθηκε ότι, όταν μια επιχείρηση εγκαθιδρύεται στην αγορά και ωριμάζει, τότε το factoring αποτελεί μια εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης καθώς οι κύριες ανάγκες καλύπτονται από τραπεζικές πιστοδοτήσεις. 394 254 246 The corporate governance strategy and its importance of financial decision making: the case of the Greek bank Η στρατηγική της εταιρικής διακυβέρνησης και η σπουδαιότητα της στην λήψη χρηματοοικονομικών αποφάσεων: η περίπτωση των ελληνικών τραπεζών The implementation of the best corporate governance practices constitutes strategic advantage for the corporations, which focus on long term economic benefits. Alongside, these practices protect the interests of shareholders, stakeholders and the society's in general. In this respect, the recent financial crisis showed the importance of the sensible management of shareholders' capital and all the other investors from the senior executives of the corporations and especially from those of the financial institutions. This dissertation focuses on the implementation of corporate governance in the Greek banking sector, recognizing the importance of corporate governance in the formation of a positive investment climate and the primary role that banks play in the economy's support and development. The purpose of this research is to detect and analyze the most important factors that were influenced by the implementation of the corporate governance and to offer suggestions for improvements of the effectiveness of the corporate governance's structure For the purpose of this study in depth and face to face interviews with 12 Greek banks members of Boards of Directors and top executives were carried out. The findings indicate that there are significant differences between the theoretical rules of corporate governance and its implementation from the management of the Greek banks. Also, they confirm the necessity of the adjustment of the current institutional framework, concerning the particular characteristics of the-Greek banking sector, and the improvements in their structure as well as their implementation processes. Η εφαρμογή σωστών πρακτικών εταιρικής διακυβέρνησης αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις που στοχεύουν σε μακροπρόθεσμα οικονομικά οφέλη και παράλληλα προστατεύουν τόσο τα ενδιαφέροντα των μετόχων όσο και των άλλων ενδιαφερομένων αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Υπό την έννοια αυτή, η πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση ανέδειξε με τον καλύτερο τρόπο το ζήτημα της μη συνετής διαχείρισης των κεφαλαίων των μετόχων αλλά και των άλλων επενδυτών από τα ανώτατα διοικητικά στελέχη των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα αυτά των χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων. Η παρούσα διατριβή εστιάζει στο θέμα της εφαρμογής της εταιρικής διακυβέρνησης στο χώρο των Ελληνικών τραπεζών, αναγνωρίζοντας τόσο την σημασία της εταιρικής διακυβέρνησης στην διαμόρφωση θετικού επενδυτικού κλίματος όσο και τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραματίζουν οι τράπεζες στην στήριξη και την ανάπτυξη της οικονομίας. Ο σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να εντοπίσει και να αναλύσει τους σημαντικότερους παράγοντες που επηρεάζονται από την εφαρμογή της εταιρικής διακυβέρνησης και να προτείνει τρόπους βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των δομών της. Για την πραγματοποίηση της έρευνας έγιναν 12 σε βάθος συνεντεύξεις με ισάριθμα μέλη Διοικητικών Συμβουλίων και ανώτατα διοικητικά στελέχη Ελληνικών τραπεζών. Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των θεωρητικών κανόνων της εταιρικής διακυβέρνησης και της πρακτικής εφαρμογής τους από τις διοικήσεις των Ελληνικών τραπεζών. Παράλληλα υποστηρίζουν, τόσο την αναγκαιότητα προσαρμογής του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου στις ιδιαιτερότητες του Ελληνικού τραπεζικού τομέα, όσο και την βελτίωση των δομών και των διαδικασιών εφαρμογής της εταιρικής διακυβέρνησης. 395 79 106 Η πρόσληψη των αιρέσεων ως λογοτεχνικό μοτίβο από την Εικονομαχία έως και τους Βογόμιλους: παραγωγή ορθοδόξων κειμένων στη Βυζαντινή και ετεροδόξων κειμένων στην Παλαιοσλαβική γραμματεία Main issue of the thesis entitled: Reception of heresies as a literary motif from Iconoclasm to Bogomils. Production of orthodox texts in Byzantine and heterodox in Old Church Slavonic literature, is the interpretative analysis and reception of the Medieval Greek, Slavonic and in this case Latin sources to highlight the contrast of the image of “other”. Seeking common ground, identical expressions identify the route of the term "Heresies" and semantic approach to literary, political and ideological point of view. Κεντρικό θεματικό άξονα της διατριβής με τίτλο: Η πρόσληψη των αιρέσεων ως λογοτεχνικό μοτίβο από την Εικονομαχία έως και τους Βογόμιλους: Παραγωγή ορθοδόξων κειμένων στη Βυζαντινή και ετεροδόξων κειμένων στην Παλαιοσλαβική Γραμματεία», αποτελεί η διακειμενική προσέγγιση και πρόσληψη μεσαιωνικών ελληνικών, παλιοσλαβικών και στην περίπτωση αυτή και των λατινικών πηγών με στόχο την ανάδειξη της σκιαγράφησης της εικόνας του «άλλου». Αναζητώντας κοινούς τόπους, ταυτόσημες εκφράσεις εντοπίζουμε τη διαδρομή της έννοιας «αίρεση» και τη σημασιολογική της προσέγγιση σε λογοτεχνικό, πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. 396 145 164 Software security at early stages of software lifecycle Ασφάλεια λογισμικού σε πρώιμα στάδια του κύκλου ζωής του The constantly increasing number of attacks based on software vulnerabilities had as a consequence that the new area of software security got high importance for everybody involved in information systems security. Moreover, it became clear that there is a need to include security at the earliest stages of the software lifecycle possible. In order to introduce security at the design phase security patterns have been proposed. In the present thesis a qualitative analysis of security patterns based on guiding principles related to software security, software holes and categories of attacks. Addition-ally, a fuzzy risk analysis methodology is proposed in order to compute the risk of an object oriented design. Finally, a methodology to automatically move from requirements including misuse cases to object oriented UML (Unified Modeling Language) designs evaluated for risk and required development effort is studied. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός επιθέσεων που βασίζονται σε ευπάθειες (vulnerabilities) στο λογισμικό, είχε ως αποτέλεσμα ο καινούριος κλάδος της ασφάλειας λογισμικού (software security) να αποκτήσει μεγάλη σημασία για όσους ασχολούνται με την ασφάλεια πληροφοριακών συστημάτων. Επιπλέον, έγινε ξεκάθαρη η ανάγκη της εισαγωγής της ασφάλειας σε όσο το δυνατόν πιο πρώιμα στάδια του κύκλου ζωής λογισμικού. Για την εισαγωγή της ασφάλειας στη φάση της σχεδίασης προτάθηκαν τα λεγόμενα πρότυπα ασφάλειας (security patterns). Στην παρούσα εργασία γίνεται μια ποιοτική αξιολόγηση των προτύπων ασφάλειας ως προς κριτήρια που σχετίζονται με ορισμένες κατευθυντήριες αρχές σχετικές με την ασφάλεια λογισμικού, οπές λογισμικού και κατηγορίες επιθέσεων. Επιπλέον, αναλύεται μια μεθοδολογία ασαφούς ανάλυσης κινδύνου (fuzzy risk analysis) για τον υπολογισμό του κινδύνου (risk) ενός αντικειμενοστρεφούς σχεδίου UML (Unified Modeling Language). Τέλος μελετάται μια μεθοδολογία αυτόματης μετάβασης από απαιτήσεις που περιέχουν περιπτώσεις κακής χρήσης (misuse cases) σε αντικειμενοστρεφή σχέδια που αξιολογούνται ως προς τον κίνδυνο και την απαιτούμενη προσπάθεια για την ανάπτυξή τους. 397 151 193 Σχεδίαση, ανάπτυξη και διαχείριση ηλεκτρονικού καταστήματος άμεσης παράδοσης προϊόντων με υποστήριξη συστάσεων: αξιοποίηση της τεχνολογίας Ajax. The e-commerce penetration these days and the economic crisis have turned an important part of consumers to online shopping. The reduced cost of acquisition and the ability to choose from a huge product tank are the main benefits for both the consumer and the merchant. In the context of this thesis an online fast food store was implemented in order to improve the customer experience and usability of the page. An important tool to achieve these objectives is the Ajax technology. Quick changes only of the relevant information and not loading the whole page, updates on the availability of products, tracking customer orders, automated assignments to employees, are elements that contribute gaining a comparative advantage over the older design practices of online shops. Moreover recommendations to customers were implemented based on the recorded profile and orders’ history in the recent past. The Apache Mahout library was used to export user-based recommendations. Η διείσδυση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε όλο και περισσότερα είδη εμπορικών συναλλαγών τα τελευταία χρόνια, αλλά και η οικονομική κρίση, έχουν στρέψει ένα σημαντικό κομμάτι καταναλωτών στις αγορές μέσω διαδικτύου. Το μειωμένο κόστος απόκτησης και η δυνατότητα επιλογής από μια τεράστια δεξαμενή προϊόντων είναι τα κυριότερα οφέλη τόσο για τον καταναλωτή, όσο και για τον έμπορο. Στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής εργασίας υλοποιήθηκε ένα ηλεκτρονικό κατάστημα γρήγορης εστίασης (fast food) με σκοπό την βελτίωση της εμπειρίας πελάτη και της χρηστικότητας της σελίδας. Σημαντικό εργαλείο για την επίτευξη αυτών των σκοπών είναι η τεχνολογία Ajax. Σύντομες αλλαγές μόνο της επίμαχης πληροφορίας και όχι φόρτωση ολόκληρης της σελίδας, ενημερώσεις για την διαθεσιμότητα των προϊόντων και για την πορεία της παραγγελίας του πελάτη, αυτοματοποιημένες αναθέσεις εργασιών στους υπαλλήλους, είναι στοιχεία που συμβάλλουν στην απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος έναντι παλαιότερων πρακτικών σχεδίασης των ηλεκτρονικών καταστημάτων. Επιπλέον υλοποιήθηκε η δημιουργία συστάσεων προς τους πελάτες βάσει τόσο του καταγεγραμμένου προφίλ τους, όσο και του ιστορικού παραγγελιών τους κατά το πρόσφατο χρονικό διάστημα. Χρησιμοποιήθηκε η βιβλιοθήκη μηχανικής μάθησης Apache Mahout για την εξαγωγή συστάσεων βασισμένων-σε-χρήστη. 398 33 32 Occupy populism: social movements of the great precession in comparative perspective. Occupy τον λαϊκισμό: κοινωνικά κινήματα της μεγάλης ύφεσης σε συγκριτική μελέτη. The thesis performs a comparative analysis of Great Recession movements, arguing that they were part of a great populist cycle of mobilization. Η διατριβή αναλύει συγκριτικά τα κινήματα της Μεγάλη Κρίσης για να καταλήξει ότι αυτά αποτέλεσαν έκφανση ενός γενικότερου λαϊκιστικού κύκλου κινητοποίησης. 399 82 101 Ελληνικά αστικά κέντρα σε πολεμική προπαρασκευή και δοκιμασία, Απρίλιος 1939-Απρίλιος 1941 The subject of the dissertation is the air test and the struggle of the civilian population that took place between April 1939 and April 1941, with the research process focusing on cities of special importance for the Greek-Italian confrontation, such as Athens, Piraeus, Thessaloniki, Patras, Ioannina, Corfu, Larissa and Volos. In essence, it is an attempt to bring to the surface the "forgotten" effort of the air strikes so far and to assess its contribution to the turbulent period of emergency conditions. Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η αεροπορική δοκιμασία και ο αγώνας του άμαχου πληθυσμού που έλαβαν χώρα στο διάστημα από τον Απρίλιο του 1939 έως τον Απρίλιο του 1941, με την ερευνητική διαδικασία να εστιάζει σε πόλεις ξεχωριστής σημασίας για την ελληνοϊταλική αναμέτρηση, όπως ήταν η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, τα Ιωάννινα, η Κέρκυρα, η Λάρισα και ο Βόλος. Ουσιαστικά, είναι μία απόπειρα, για να έρθει στην επιφάνεια η «λησμονημένη» ως τώρα προσπάθεια των αερόπληκτων μετόπισθεν και να αξιολογηθεί η συνδρομή της στην ταραγμένη περίοδο των έκτακτων συνθηκών. 400 324 343 Dynamic instability and the interplay between macroeconomic and financial spheres Δυναμική αστάθεια και αλληλεξαρτήσεις μεταξύ μακροοικονομικής και χρηματοοικονομικής σφαίρας The global financial crisis of 2007/08 and its severe impact on the performance of national economies that lead to the Great Recession, revisited the need to integrate the financial and credit disturbances into macroeconomic thinking. This dissertation contributes to the research agenda of macro-financial feedback mechanisms by modeling and quantifying the complex interactions that take place between these spheres. Therefore, the following chapters lie in the intersection between macroeconomics and finance, and cover the themes of heterogeneity, uncertainty and nonlinear dynamics in macro-financial systems. The first chapter provides an overview of the relationship between macroeconomy and finance by documenting traditional and alternative channels of transmission, discussing the role of expectations into this relationship and presenting relevant methodological strategies. We then proceed with the description of novel concepts and ideas developed in complexity science that could be useful in portraying this intricate linkage. In the second chapter, a toolkit of interdisciplinary computational techniques is presented. We attempt to describe how the different methodologies can be utilized in a unified framework and examine their performance in simulated series. In the third chapter, we develop two discrete dynamical models representing macro-financial interactions. In this line, a detailed simulation experiment is designed to analyze their properties, characterize the behaviors of instability, irregularity and dependence, and explore their features under different exogenous perturbations. In the last chapter, these theoretical models are employed to study the co-evolution of prices and economic activity with financial variables in a real dataset for the US economy and discuss relevant economic implications. In this respect, the present thesis takes on an endogenous view on the origins of aggregate economic phenomena by employing an out-of-the-box computational strategy that embraces methodologies from distinct disciplines, which harmonically contribute to a holistic and yet an esoteric interpretation of the interactions among key economic variables. Our approach can be related with the growing literature on macro-financial measures of uncertainty. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/08 καθώς και ο σοβαρός αντίκτυπός της στην επίδοση των εθνικών οικονομιών που οδήγησε στη Μεγάλη Ύφεση, επιβεβαίωσε την ανάγκη αναβάθμισης του ρόλου των χρηματοπιστωτικών διαταραχών στη μακροοικονομική σκέψη. Η παρούσα διατριβή συνεισφέρει στην ερευνητική ατζέντα των μακρο-χρηματοοικονομικών μηχανισμών ανατροφοδότησης, ποσοτικοποιώντας και μοντελοποιώντας τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα μεταξύ αυτών των δύο σφαιρών. Συνεπώς, τα κεφάλαια που ακολουθούν εστιάζουν στην τομή μεταξύ μακροοικονομίας και χρηματοοικονομικής και καλύπτουν τις έννοιες της ετερογένειας, της αβεβαιότητας και των μη-γραμμικών δυναμικών στα μακρο-χρηματοοικονομικά συστήματα. Το πρώτο κεφάλαιο περιλαμβάνει μια ολοκληρωμένη επισκόπηση της σχέσης μεταξύ μακροοικονομίας και χρηματοοικονομικής, παραθέτοντας τα παραδοσιακά και τα εναλλακτικά κανάλια μετάδοσης, αναλύοντας το ρόλο των προσδοκιών και παρουσιάζοντας σχετικές μεθοδολογικές στρατηγικές. Έπειτα, ακολουθεί η περιγραφή καινοτόμων εννοιών που αναπτύχθηκαν από την επιστήμη της πολυπλοκότητας και οι οποίες είναι ικανές να συνεισφέρουν σημαντικά στην αποτύπωση αυτής της πολυδιάστατης συνδεσιμότητας. Το δεύτερο κεφάλαιο, εμπεριέχει την εργαλειοθήκη των διεπιστημονικών τεχνικών και δίνεται έμφαση στον τρόπο με τον οποίο οι διαφορετικές αυτές μεθοδολογίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ένα ενοποιημένο πλαίσιο, ενώ εξετάζεται η αποδοτικότητά τους σε προσομοιωμένα δεδομένα. Στο τρίτο κεφάλαιο, αναπτύσσονται δυο δυναμικά μοντέλα, σε διακριτό χρόνο, για την ερμηνεία των μακρο-χρηματοοικονομικών αλληλεπιδράσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, δομείται μια πλήρης προσομοιωτική μελέτη στην οποία αναλύονται οι ιδιότητες των συστημάτων, εξετάζονται δυναμικές συμπεριφορές όπως αυτές της αστάθειας, της αταξίας και της εξάρτησης, και γίνεται διερεύνηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους κάτω από διαφορετικές εξωγενείς διαταραχές. Στο τελευταίο κεφάλαιο, χρησιμοποιούνται τα ανωτέρω θεωρητικά μοντέλα για τη μελέτη της συν-εξέλιξης των τιμών και της οικονομικής δραστηριότητας με χρηματοοικονομικές μεταβλητές στη βάση πραγματικών δεδομένων της Αμερικανικής οικονομίας και σχολιάζονται οι προκύπτουσες οικονομικές επιπτώσεις. Ως εκ τούτου, η παρούσα διδακτορική διατριβή υιοθετεί μια ενδογενή προσέγγιση σχετικά με την προέλευση των αθροιστικών οικονομικών φαινομένων, βασιζόμενη σε μια μη-συμβατική υπολογιστική στρατηγική η οποία αξιοποιεί μεθοδολογίες από διαφορετικούς επιστημονικούς τομείς. Προτείνεται έτσι μια ολιστική και συνάμα ενδογενή ερμηνεία των αλληλεπιδράσεων μεταξύ σημαντικών οικονομικών μεταβλητών που εδράζει στον αναπτυσσόμενο κλάδο της βιβλιογραφίας ο οποίος επικεντρώνεται στην επίδραση της αβεβαιότητας στη μακρο-χρηματοοικονομική. 401 133 127 Ανάγκες εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ηλικίας άνω των 50, για Συμβουλευτική και Επαγγελματικό Προσανατολισμό. The aim of this assignment is to investigate the needs for career counselling and career advising of secondary teachers, aged above 50, in the former prefecture of Serres, through personal interviews. For data collection and elaboration it was used the tool of interview and specifically the semi-structured interview-according to qualitative method - and the research took place between February and March 2012. The survey showed that the teachers’ needs, in this age -group, for career counselling and career advising are not a speculative hypothesis ∙ on the contrary, it’s a reality with particular dimensions. The teachers, who participated in the survey, demonstrated these needs, revealing, simultaneously, the gap in the guidance, particularly in ages above to 50. Keywords : Guidance, Career Counselling, needs, needs assessment, professional development, teacher, adult above 50, secondary education. Η παρούσα εργασία διερευνά τις ανάγκες Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού των εκπαιδευτικών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ηλικίας άνω των πενήντα, σε Σχολεία του νομού Σερρών, μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις . Για τη συλλογή και την επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συνέντευξης -στα πλαίσια της ποιοτικής έρευνας-, και πιο συγκεκριμένα, της ημιδομημένης. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου – Μαρτίου 2012. Η έρευνα έδειξε ότι οι ανάγκες των εκπαιδευτικών αυτής της ηλικιακής ομάδας σε θέματα Συμβουλευτικής και Επαγγελματικού Προσανατολισμού δεν είναι μια θεωρητική ερευνητική υπόθεση, αλλά μια πραγματικότητα, με συγκεκριμένες διαστάσεις. Οι συμμετέχοντες στην έρευνα επισήμαναν τις ανάγκες αυτές, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και το έλλειμμα στη Συμβουλευτική για τους ανθρώπους με ηλικία άνω των 50. 402 378 425 Video Based Learning Analytics - Using open source tools and open Internet resources for building interactive video based learning environments that support learning Ανάλυση δεδομένων από τη χρήση εκπαιδευτικών βίντεο - Δημιουργία περιβάλλοντος διαδραστικών εκπαιδευτικών βίντεο με εργαλεία ανοιχτού λογισμικού και ανοιχτών διαδικτυακών πηγών που υποστηρίζει την ανάλυση δεδομένων χρήσης The focus of this thesis is on Video Based Learning Analytics as well as on interactive video based learning environments that support learning analytics. Learning analytics on video based learning is a research area at the intersection of learning analytics & educational data mining and video based learning. Video based learning analytics mainly focuses in making sense of learners’ viewing behaviors while watching educational videos under various educational settings. The approach followed in this task is data-driven and is carried out using visualizations, statistical analysis and data mining methods. In the first part of the thesis we introduce a framework for recording, monitoring and analyzing video usage behaviors. This framework consists of a data capturing mechanism, a suitable database model for storing the activity data, as well as a set of metrics and visualizations that aid the process of monitoring and analyzing learner activity. Moreover, the framework takes into account that today's videos can also contain various interactive features. The framework was used under certain educational settings in two case studies and insights were obtained from the harvested activity data using the visualizations and metrics of the framework together with further data processing and analysis carried out using statistical and data mining methods. During the research conducted for this thesis there were noteworthy trends taking place in the field of interactive videos as a number of online platforms that allow educators to add various interactive features to educational videos made their appearance. An attempt was made to follow these trends and to explore ways of developing interactive video based learning environments that would maintain the principles of the framework presented in the first part of the thesis. More specifically, in the second part of the thesis we introduce a roadmap for building interactive video based learning environments that support learning analytics using open source technologies and open Internet resources. Environments that were build using the principles of the roadmap were used in three different case studies and insights were obtained from the use. Again, the insights were obtained using the visualizations and metrics of the analytics framework as well as statistical and data mining methods. H εστίαση αυτής της διατριβής είναι στην ανάλυση δεδομένων και εξόρυξη γνώσης από εκπαιδευτικά βίντεο καθώς και στην δημιουργία διαδραστικών περιβαλλόντων βιντεο-μάθησης που ενσωματώνουν δυνατότητες ανάλυσης δεδομένων. Η ανάλυση δεδομένων και συμπεριφορών από τη χρήση εκπαιδευτικών βίντεο είναι ένας χώρος έρευνας στη τομή των ερευνητικών πεδίων της ανάλυσης δεδομένων \& εξόρυξης γνώσης από εκπαιδευτικά περιβάλλοντα και της μάθησης με την χρήση εκπαιδευτικών βίντεο. Η ανάλυση δεδομένων που προέρχονται από την χρήση εκπαιδευτικών βίντεο έχει ως στόχο την κατανόηση των συμπεριφορών των εκπαιδευόμενων που παρακολουθούν εκπαιδευτικά βίντεο κάτω από διάφορες εκπαιδευτικές συνθήκες. Η προσέγγιση που ακολουθείται για την κατανόηση των συμπεριφορών αυτών βασίζεται στην ανάλυση δεδομένων με την χρήση στατιστικών μεθόδων, μεθόδων εξόρυξης γνώσης και οπτικοποιήσεων. Στο πρώτο μέρος της διατριβής παρουσιάζεται ένα πλαίσιο (framework) για την καταγραφή, την παρακολούθηση και την ανάλυση των συμπεριφορών εκπαιδευομένων που κάνουν χρήση εκπαιδευτικών βίντεο. Το πλαίσιο αυτό αποτελείται από έναν μηχανισμό σύλληψης δεδομένων παρακολούθησης και αλληλεπίδρασης, ένα κατάλληλο μοντέλο βάσης δεδομένων για την αποθήκευση των δεδομένων αυτών, καθώς και μια σειρά από οπτικοποιήσεις και δείκτες μέτρησης της δραστηριότητας των εκπαιδευομένων. Το πλαίσιο λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι τα βίντεο σήμερα μπορεί να έχουν διαδραστικά χαρακτηριστικά. Το πλαίσιο χρησιμοποιήθηκε κάτω από συγκεκριμένες εκπαιδευτικές συνθήκες σε δύο μελέτες περίπτωσης και εξάχθηκαν συμπεράσματα γύρω από τις συμπεριφορές των εκπαιδευομένων χρησιμοποιώντας τις οπτικοποιήσεις και τους δείκτες μέτρησης δραστηριότητας του πλαισίου καθώς και μεθόδους επεξεργασίας δεδομένων, στατιστικής ανάλυσης και εξόρυξης γνώσης. Κατά τη διάρκεια της έρευνας που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της διατριβής υπήρχαν αξιοσημείωτες τάσεις που λάμβαναν χώρα στον τομέα των διαδραστικών βίντεο καθώς μια σειρά από διαδικτυακές πλατφόρμες που επιτρέπουν στους εκπαιδευτικούς να προσθέτουν διάφορες διαδραστικές δυνατότητες σε εκπαιδευτικά βίντεο έκαναν την εμφάνισή τους. Στην διατριβή γίνεται μια προσπάθεια να ληφθούν υπόψη οι τάσεις αυτές και να διερευνηθούν τρόποι για την ανάπτυξη διαδραστικών περιβαλλόντων βιντεο-μάθησης τα οποία ενσωματώνουν τις βασικές αρχές του πλαισίου ανάλυσης δεδομένων που παρουσιάζεται στο πρώτο μέρος της διατριβής. Πιο συγκεκριμένα στο δεύτερο μέρος αυτής της διατριβής παρουσιάζουμε έναν οδικό χάρτη για τη δημιουργία διαδραστικών περιβαλλόντων βιντεο-μάθησης, που υποστηρίζουν την ανάλυση δεδομένων παρακολούθησης-αλληλεπίδρασης, με την χρήση τεχνολογιών ανοιχτού λογισμικού και ανοιχτών διαδικτυακών πηγών. Περιβάλλοντα που δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας τις αρχές του οδικού χάρτη χρησιμοποιήθηκαν σε τρεις διαφορετικές μελέτες περίπτωσης και εξάχθηκαν συμπεράσματα γύρω από τις συμπεριφορές των εκπαιδευομένων. Για την ανάλυση των συμπεριφορών χρησιμοποιήθηκαν και πάλι τα εργαλεία του πλαισίου (οπτικοποιήσεις και δείκτες μέτρησης δραστηριότητας) μαζί με στατιστικές μεθόδους και μεθόδους εξόρυξης γνώσης. 403 207 207 Τραγουδώντας χωρίς λόγια: Γλώσσα και ταυτότητα στο Μεσημέρι Έδεσσας. This research focuses, primarily, on the identification processes of the villagers who live in Mesimeri, a village next to the city of Edessa in Northern Greece. More specifically, it will focus on the political dimensions of linguistic and embodied performance. Further, it will concentrate on the social circumstances and cultural practices in which both language and dance are forms of social action and are perceived as ways of presenting individual and / or collective identity categories. It also examines the activities of the “Aristotelis”, the village's Cultural Association as well as the discourses that it produces regarding the village and the subjectivities of the people of Mesimeri, their language and their cultural practices. Language can be a determining factor in the construction of the identities of the subjects. My aim is to understand the relationship between the ways locals perceive the dominant national narratives and the ways they perform the linguistic and other cultural practices. Through the lens of reflexivity, the methodology of this ethnographic research focuses on the positionality - my position as a native anthropologist in the field - but also on the modalities that feelings and sensations, through the lens of the “intimate-foreigner”and native anthropologist, contribute in the ways the anthropological knowledge is produced. Η παρούσα έρευνα διερευνά ζητήματα ταυτότητας στη περιοχή της Μακεδονίας και πιο συγκεκριμένα στο χωριό Μεσημέρι Έδεσσας. Πιο ειδικά, θα εστιάσει στις πολιτικές διαστάσεις της γλωσσικής και ενσώματης επιτέλεσης και θα επικεντρωθεί στις κοινωνικές περιστάσεις και τις πολιτισμικές πρακτικές, κατά τις οποίες, τόσο η γλώσσα, όσο και ο χορός, αποτελούν μορφές κοινωνικής δράσης και προσλαμβάνονται ως στοιχεία ατομικής και/ή συλλογικής ταυτότητας. Ακόμη, διερευνά τις δραστηριότητες του πολιτιστικού συλλόγου «Αριστοτέλη» και τους λόγους που παράγει ως ένα θεσμικό όργανο για το ίδιο το χωριό καθώς και για τη γλώσσα και τις ενσώματες πολιτισμικές πρακτικές. Η γλώσσα αποτελεί έναν καθοριστικό παράγοντα στους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζονται οι υποκειμενικότητες των ανθρώπων του Μεσημερίου. Ο στόχος της παρούσας εθνογραφικής μελέτης είναι να αναδειχθούν οι τρόποι με τους οποίους οι Μεσημεριώτες που αυτοπροσδιορίζονται ως «εντόπιοι» κατανοούν το κυρίαρχο ελληνικό εθνικό αφήγημα αλλά και πως αυτοί διαφαίνονται μέσα από την ενσώματη δράση και την επιτελεστικότητα. Μέσα από μια αναστοχαστική διαδικασία η μεθοδολογία της έρευνας μου εστιάζει στη θέση (positionality) που είχα ως γηγενής ανθρωπολόγος στο πεδίο, και τους τρόπους με τους οποίους τα συναισθήματα και οι αισθήσεις μέσα από τη θέαση της «οικείας ξένης» και «εντόπιας» ανθρωπολόγου, συμβάλλουν στην παραγωγή της ανθρωπολογικής γνώσης. 404 18 16 The book of music reading : a modern approach to the teaching of rhythm and melody v. 1 Το βιβλίο της μουσικής ανάγνωσης : μια σύγχρονη προσέγγιση στη διδασκαλία ρυθμού και μελωδίας τ. 1 405 353 345 Three essays on the behavior of Real Estate and Stock markets: with applications to Hong-Kong markets using nonlinear based approaches Τρία δοκίμια σχετικά με τη συμπεριφορά της αγοράς ακινήτων και των χρηματιστηριακών αγορών: εφαρμογές στο Χονγκ Κονγκ χρησιμοποιώντας μη γραμμικές προσεγγίσεις The main goal of this research is to detect the behavior of the stock exchange and housing market indices of Hong Kong and to assess the complex changes during times of rapid economical mutations, through 3 fundamentally different approaches. We present the multifractal nature of the financial markets based on scaling exponents and the singularity spectrum analysis, and we scrutinize in Hong Kong’s stock exchange indices. Furthermore, we will apply both Multifractal Detrended Fluctuation Analysis (MFDFA) and Multifractal Detrended Moving Average (MFDMA) methods to assess both multifractality of each period chosen, and also the connection of the foreshock and aftershock periods. In the case of MFDFA, the HSI for the 2007 and 1994 crisis show the highest level of multifractality, while in the MFDMA method, the findings support that the 1997 crisis and the property market crisis present the highest multifractality level. We also report in our findings that the results from MFDFA and MFDMA could not be used interchangeably. What is more, this research aims to study Hong Kong Real Estate market from two more perspectives. We will provide entropic measurements and efficiency tests of the housing market of Hong Kong, by analyzing the housing market in terms of size and region in order to understand the effects of the sub prime loan crisis in the country. One of the most important findings is the Kowloon area that seemed not impacted by the crisis. Lastly, with the temporal evolution of the indices, we identify periods where the underlying dynamical structure of the market was impacted by certain events like the SARS epidemic and the imposition of Special Stamp Duty on housing. As far as the last perspective is concerned, we would like to show causality patterns between local housing markets and, how causality changes over time, especially during 2007 Great Recession. We used a part of Thermal Optimal Path (TOP), and Granger causality. Our findings confirm the above conclusions and suggest that Kowloon still provides a different reaction to the financial crisis. Ο σκοπός αυτής της έρευνας είναι να κατανοήσει τη συμπεριφορά της χρηματιστηριακής αγοράς και της αγοράς ακινήτων του Χονγκ Κονγκ, και να εξετάσει τις πολύπλοκες αλλαγές κατά τη διάρκεια σημαντικών οικονομικών μεταβολών, μέσω τριών διαφορετικών προσεγγίσεων. Παρουσιάζουμε τη πολυμορφοκλασματική φύση των χρηματοοικονομικών αγορών με βάση τα scaling exponents και την ανάλυση του singularity spectrum, και μελετούμε τους χρηματιστηριακούς δείκτες του Χονγκ Κονγκ. Επιπλέον εφαρμόζουμε δύο μεθόδους, την πολυμορφοκλασματική ανάλυση διακυμάνσεων μετά την απομάκρυνση των τάσεων (MFDFA) και την πολυμορφοκλασματική ανάλυση κινητού μέσου όρου μετά την απομάκρυνση των τάσεων (MFDMA) για να αξιολογήσουμε την ύπαρξη πολυμορφοκλασματικότητας στις περιόδους υπό ανάλυση, αλλά και τη σύνδεση των περιόδων πριν και μετά την κρίση. Στην περίπτωση της MFDFA, ο χρηματιστηριακός δείκτης του Χονγκ Κονγκ για το 2007 και το 1994 παρουσιάζει τη μεγαλύτερη πολυμορφοκλασματικότητα, ενώ στην MFDMA τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο χρηματιστηριακός δείκτης του Χονγκ Κονγκ για την κρίση του 1997 και αυτός της ακίνητης περιουσίας για το 2007 παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη πολυμορφοκλασματικότητα. Τα αποτελέσματα των δύο μεθόδων παρουσιάζουν κάποιες διαφορές. Επιπλέον μελετάμε την αγορά του Χονγκ Κονγκ και παρουσιάζουμε μετρήσεις στατιστικής εντροπίας και τεστ αποτελεσματικότητας, αναλύοντας την αγορά ακινήτων του Χονγκ Κονγκ με βάση το μέγεθος και την περιοχή στην οποία βρίσκεται το ακίνητο, έτσι ώστε να αντιληφθούμε τις επιπτώσεις από την κρίση στις ΗΠΑ το 2007. Το πιο σημαντικό εύρημα είναι η ιδιαίτερη αντίδραση της περιοχής Kowloon που δείχνει ανεπηρέαστη από την κρίση. Ακόμη, με τη μέθοδο των κυλιόμενων παραθύρων και της εντροπίας κατα Shannon και Tsallis-q καταγράφονται και τα γεγονότα που επηρέασαν τους δείκτες, όπως την επιδημία άτυπης πνευμονίας του 2003, και την επιβολή ειδικού στεγαστικού φόρου το 2012. Στο τελευταίο δοκίμιο της διατριβής θέλουμε να αναλύσουμε τη χρονική εξέλιξη της σχέσης αίτιου-αιτιατού κυρίως κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2007. Χρησιμοποιήσαμε ένα τμήμα της μεθόδου που ονομάζεται “βέλτιστη θερμική πορεία”, και τη μέθοδο αιτιότητας κατά Granger. Τα αποτελέσματα συμφωνουν με την προηγούμενη ανάλυση και υποστηρίζουν την ιδιαίτερη αντίδραση της περιοχής Kowloon στην κρίση. 406 172 146 New technologies in education with application in the domain of microprocessors - microcontrollers Νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση με εφαρμογή στη θεματική ενότητα Μικροϋπολογιστές - Μικροελεγκτές This project is focused on web based adapted educational systems. The research interest is centered on the semantic web and ontologies, looking forward the development of new methods and standards of educational material. The goal of the project is concerned with the achievement of higher quality adaptation and inference, reusability, interoperability and common use. The current work presents a new approach of an integrated electronic educational material which provides the possibility of authoring and presentation of an ontology based educational course using topic maps. The design methodology is student centered, providing the certainty that the designing of the electronic information resources is driven from the student needs and not from the technology. The educational system incorporates a conceptual domain, a repository of educational information resources, visualisation of the course, adaptation and personalisation. It supports the topic map ISO standard, providing the necessity of reusability, common use and exchange of educational material in conjunction with higher quality adaptation and inference. Η παρούσα διατριβή εστιάζεται στα διαδικτυακά προσαρμοστικά εκπαιδευτικά συστήματα. Το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο σημασιολογικό διαδίκτυο και τις οντολογίες για την ανάπτυξη νέων μεθόδων και προτύπων εκπαιδευτικού υλικού. Σκοπός είναι η επίτευξη καλύτερης προσαρμογής, ευχρηστίας, επαναχρησιμοποίησης και διαλειτουργικότητας. Στην διατριβή παρουσιάζεται μια προσέγγιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικής εκπαίδευσης που παρέχει την δυνατότητα συγγραφής και παρουσίασης μιας οντολογιοστρεφούς σειράς μαθημάτων, με βάση τους θεματικούς χάρτες. Ακολουθώντας μια μεθοδολογία σχεδιασμού με επίκεντρο τον φοιτητή, παρέχεται η βεβαιότητα ότι η σχεδίαση των ηλεκτρονικών πληροφορικών πηγών καθοδηγείται από τις ανάγκες των φοιτητών και όχι της τεχνολογίας. Το σύστημα περιλαμβάνει εννοιολογικό γνωστικό αντικείμενο, τράπεζα εκπαιδευτικών πληροφορικών πηγών, απεικόνιση της σειράς μαθημάτων, προσαρμογή και εξατομίκευση. Υποστηρίζει την ανεγνωρισμένη τυποποίηση με τους θεματικούς χάρτες, δίνοντας την δυνατότητα για επαναχρησιμοποίηση, κοινή χρήση και ανταλλαγή εκπαιδευτικού υλικού με αυξημένες δυνατότητες προσαρμοστικότητας και συμπερασματολογίας. 407 701 742 The Impact of management accounting practices, cost accounting systems and accounting information systems on firm's performance: empirical research on Greek hotel industry Η επίδραση των πρακτικών διοικητικής λογιστικής, των κοστολογικών συστημάτων και των λογιστικών πληροφοριακών συστημάτων στην απόδοση των επιχειρήσεων: εμπειρική έρευνα στις ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις The hotel industry is a dynamic and competitive business environment, where managers continuously seek for the appropriate information on planning, controlling, performance evaluation and decision making. To this end, contemporary Management Accounting Practices as well as sophisticated and functional Costing Systems, that are able to provide accurate and timeless information, may create a competitive advantage for firms and result in better firm performance. At the same time, the effectiveness of Accounting Information Systems, in terms of users’ satisfaction, contributes to the facilitation of the implementation and the use of Management Accounting Systems. The aim of this thesis is to explore the complex relationship among Management Accounting, Cost Accounting and Information Technology, examining the effect of the use of contemporary Management Accounting Practices, the sophistication of Costing Systems and the effectiveness of Accounting Information Systems, and also of their synergy on the performance of Greek hotels. Moreover, it examines the factors which affect the level of use of contemporary Management Accounting Practices, the level of Costing Systems sophistication and the level of users’ satisfaction of Accounting Information Systems. To this quest, other important topics regarding the scientific fields of Management and Cost Accounting that have emerged are being explored. The theoretical background where the development of the research questions and hypotheses, and their linkage with the research results were based, consists of the Diffusion of Innovation theory, the Contingency theory, the Upper Echelons theory, the Information Systems Success Model and the Dynamic Capabilities framework. The empirical research was conducted using a structured questionnaire among three‐star, four-star and five-star Greek hotels, while a random sampling method was applied for the data collection. The research results suggest that the use of traditional Management Accounting Practices excels to the use of contemporary practices among Greek hotels. In addition, financial ratios, budgeting for controlling costs, product / service profitability analysis and budgeting for planning operations proved to be the practices with the highest level of use. Last, product differentiation strategy, organic structure and seasonality have a significant impact on the level of use of contemporary Management Accounting Practices. The research findings confirm the uniqueness of hotel enterprises’ cost structure, which includes a high proportion of fixed and indirect costs. Moreover, hotels are using cost information to act on service pricing, cost reduction and budgeting. Regarding the factors that affect the level of Costing Systems sophistication, firm’s size, cost structure, importance of cost information for decision making and information technology integration prove to have a significant impact. Examining the factors that affect the effectiveness of Accounting Information Systems in Greek hotels, the results suggest that system quality, information quality, system use, service quality, firm’s size, years of system use, information technology integration and organic structure have a positive impact on the level of users’ satisfaction. On the contrary, the statistical analysis proves that education of users has a negative impact on the level of users’ satisfaction. In order to explore the interaction effect of the use of contemporary Management Accounting Practices, the sophistication of Costing Systems and the effectiveness of Accounting Information Systems on the firm performance of Greek hotels, a hierarchical multiple regression analysis was applied using interaction terms. The results of the analysis suggest that hotels can improve their performance, if they obtain a broad scope information derived from the use of contemporary Management Accounting Practices combined with high quality cost information from the implementation of sophisticated and functional Costing Systems, under conditions of high level users’ satisfaction of Accounting Information Systems. The research results of this thesis contribute to the literature, but also have practical implications. Combining theories and research models, they contribute to the configuration of theoretical and research approaches in the specific scientific fields, aiming at the further evolution of scientific research, and fulfil the research gaps. Finally, they provide a useful guide for practitioners to understand the context in which the implementation and the use of contemporary and sophisticated Management Accounting Systems is facilitated, the ways that the effectiveness of Accounting Information Systems is achieved and the manner that a competitive advantage is created resulting in better firm performance. Σε ένα δυναμικό και ανταγωνιστικό επιχειρησιακό περιβάλλον, όπως είναι ο ξενοδοχειακός κλάδος, τα διοικητικά στελέχη επιζητούν την κατάλληλη πληροφορία για το σχεδιασμό, τον έλεγχο, την αξιολόγηση της απόδοσης και τη λήψη αποφάσεων. Οι σύγχρονες Πρακτικές Διοικητικής Λογιστικής και τα πολύπλοκα και λειτουργικά Κοστολογικά Συστήματα, παρέχοντας ακριβή και άμεση πληροφορία, δύνανται να δημιουργήσουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και να αποφέρουν τη βελτίωση της επιχειρησιακής απόδοσης. Ταυτόχρονα, η αποτελεσματικότητα των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων, σε όρους ικανοποίησης των χρηστών, συμβάλλει στην υποστήριξη της εφαρμογής και της χρήσης των Διοικητικών Λογιστικών Συστημάτων. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στη διερεύνηση της σύνθετης σχέσης της Διοικητικής Λογιστικής, της Κοστολόγησης και της Πληροφοριακής Τεχνολογίας, εξετάζοντας την επίδραση της χρήσης των σύγχρονων Πρακτικών Διοικητικής Λογιστικής, της πολυπλοκότητας των Κοστολογικών Συστημάτων και της αποτελεσματικότητας των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων αλλά και της συνέργειάς τους στην απόδοση των Ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Επίσης, εξετάζει τους παράγοντες που επιδρούν στο βαθμό χρήσης των σύγχρονων Πρακτικών Διοικητικής Λογιστικής, στο βαθμό πολυπλοκότητας των Κοστολογικών Συστημάτων και στο βαθμό ικανοποίησης των χρηστών των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων, όπως επίσης και άλλα θεμελιώδη ερευνητικά ερωτήματα που έχουν αναδειχθεί στα γνωστικά πεδία της Διοικητικής Λογιστικής και της Κοστολόγησης. Ως θεωρητική βάση για την ανάπτυξη των ερευνητικών ερωτημάτων και ερευνητικών υποθέσεων και τη διασύνδεσή τους με τα ερευνητικά αποτελέσματα, η διατριβή χρησιμοποιεί τη θεωρία της Διάδοσης της Καινοτομίας, την Ενδεχομενική θεωρία, τη θεωρία των “Ανώτερων Κλιμακίων”, το Μοντέλο Επιτυχίας των Πληροφοριακών Συστημάτων και το πλαίσιο των Δυναμικών Ικανοτήτων. Η έρευνα διενεργήθηκε με τη χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε Ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις που ανήκουν στην κατηγορία των τριών, τεσσάρων και πέντε αστέρων, ενώ για τη συλλογή των δεδομένων εφαρμόσθηκε η απλή τυχαία δειγματοληψία. Τα αποτελέσματα της έρευνας τεκμηριώνουν ότι η χρήση των παραδοσιακών Πρακτικών Διοικητικής Λογιστικής υπερτερεί έναντι της χρήσης των σύγχρονων πρακτικών στις Ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Οι χρηματοοικονομικοί δείκτες, οι προϋπολογισμοί για τον έλεγχο του κόστους, η ανάλυση κερδοφορίας ανά προϊόν / υπηρεσία, η πλήρης κοστολόγηση και οι προϋπολογισμοί για το σχεδιασμό λειτουργιών παρουσιάζουν τους υψηλότερους βαθμούς χρήσης. Επιπροσθέτως, η στρατηγική διαφοροποίησης υπηρεσιών, η οργανική δομή και η εποχικότητα αποτελούν τους προβλεπτικούς παράγοντες του βαθμού χρήσης των σύγχρονων Πρακτικών Διοικητικής Λογιστικής. Τα ερευνητικά ευρήματα επιβεβαιώνουν την ιδιαιτερότητα της κοστολογικής δομής των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλά σταθερά και έμμεσα κόστη. Επίσης, οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν σε σημαντικό βαθμό την κοστολογική πληροφορία με απώτερο σκοπό την τιμολόγηση των υπηρεσιών, τη μείωση του κόστους και την κατάρτιση των προϋπολογισμών τους. Αναφορικά με τους παράγοντες που επηρεάζουν το βαθμό πολυπλοκότητας των Κοστολογικών Συστημάτων, το μέγεθος της επιχείρησης, η κοστολογική δομή, η σημαντικότητα της κοστολογικής πληροφορίας στη λήψη αποφάσεων και η ολοκληρωμένη πληροφοριακή τεχνολογία παρουσιάζουν σημαντική επίδραση. Εξετάζοντας τους παράγοντες που επιδρούν στην αποτελεσματικότητα των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων στις Ελληνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, διαπιστώθηκε ότι η ποιότητα του συστήματος, η ποιότητα της πληροφορίας, η ποιότητα της υπηρεσίας, η χρήση του συστήματος, το μέγεθος της επιχείρησης, τα έτη λειτουργίας του συστήματος, η ολοκληρωμένη πληροφοριακή τεχνολογία και η οργανική δομή λειτουργούν θετικά στο βαθμό ικανοποίησης των χρηστών. Αντιθέτως, η στατιστική ανάλυση αποδεικνύει ότι η εκπαίδευση των χρηστών έχει αρνητική επίδραση στο βαθμό ικανοποίησης των χρηστών. Για τη διερεύνηση της αλληλεπίδρασης της χρήσης των σύγχρονων Πρακτικών Διοικητικής Λογιστικής, της πολυπλοκότητας των Κοστολογικών Συστημάτων και της αποτελεσματικότητας των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων στην απόδοση των Ελληνικών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εφαρμόσθηκε ιεραρχική πολλαπλή παλινδρόμηση με τη χρήση όρων αλληλεπίδρασης. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης αποδεικνύουν ότι οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις καθίστανται ικανές να βελτιώσουν την απόδοσή τους, αποκτώντας ευρέως πεδίου πληροφορία από τη χρήση των σύγχρονων Πρακτικών Διοικητικής Λογιστικής σε συνδυασμό με υψηλής ποιότητας κοστολογική πληροφορία από την εφαρμογή πολύπλοκων και λειτουργικών Κοστολογικών Συστημάτων, υπό συνθήκες υψηλού βαθμού ικανοποίησης των χρηστών των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων. Τα ερευνητικά αποτελέσματα της διατριβής δεν περιορίζονται στη συνεισφορά τους σε ερευνητικό επίπεδο αλλά επεκτείνονται και σε πρακτικό. Μέσα από το συνδυασμό θεωριών και ερευνητικών μοντέλων, συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων θεωρητικών και ερευνητικών προσεγγίσεων στα προαναφερθέντα γνωστικά αντικείμενα, επιτρέποντας να εξελιχθεί περαιτέρω η επιστημονική έρευνα ενώ παράλληλα καλύπτουν τα ερευνητικά κενά. Τέλος, αποτελούν ένα χρήσιμο οδηγό για τους επαγγελματίες του κλάδου ώστε να γίνουν κατανοητές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες η εφαρμογή και η χρήση των σύγχρονων και πολύπλοκων Διοικητικών Λογιστικών Συστημάτων διευκολύνεται, τα μέσα με τα οποία μπορεί να επιτευχθεί η αποτελεσματικότητα των Λογιστικών Πληροφοριακών Συστημάτων και ο τρόπος με τον οποίον μπορεί να δημιουργηθεί ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα συντελώντας στην αύξηση της απόδοσης της επιχείρησής τους. 408 467 470 Fun and positive experiences in the workplace: effects on job burnout, need for recovery and job engagement Διασκέδαση και θετικές εμπειρίες στον εργασιακό χώρο: επιδράσεις στην επαγγελματική εξουθένωση, την ανάγκη για ανάρρωση από την εργασία και την εργασιακή δέσμευση The overall aim of this PhD thesis is to demonstrate how the phenomenon of fun is crucial to better understanding work life. The first study was a meta-synthesis of the literature were workplace fun was conceptualized as a job resource and integrated into the Job Demands and Resources Model. Overall, the synthesis revealed that there was a significant gap in the literature with regard to qualitative research exploring the meaning of fun as a workplace phenomenon. The second study was qualitative one with data collected via individual interviews with the goal to understand fun in the workplace as a psychological phenomenon, to list activities that are considered fun, and to explore concepts related to fun. For the third study fun was explored in the hospital environment. Two focus groups were conducted with medical residents who worked in public hospitals of north Greece in order to reveal how someone can have fun while working in a hospital, to understand the attitudes towards having fun and to get an insight to the obstacles related to it. The fourth study used also a qualitative approach aiming at exploring positive relationships in the school, revealing how teachers can have fun while working and understanding whether fun based relationships can enhance collaboration. The participants were teachers who worked in public primary schools. The fifth study was a cross-sectional study and employed individuals participated by filling in a questionnaire. The aim of this study was two-fold; to explore and validate a more comprehensive taxonomy of workplace fun, and secondly to examine the role of fun in relation to key organizational outcomes; burnout, engagement, need for recovery from work, turnover intentions and chronic social stressors. Also, the roles of benevolent leadership, freedom of speech and trust were examined. In terms of the first aim, nine fun related variables were identified; playful fun, fun events, fun special events, management support for fun, gossip, personal freedoms, organized fun, pure organic fun, and socializing fun. These nine workplace fun factors were categorized in three clusters of fun types; (1) fun climate consisting of the dimensions (a) management support for fun and (b) personal freedoms, (2) managed fun consisting of the dimensions (c) fun events and (d) special fun events, and (3) organic fun consisting of (e) organized fun, (f) socializing fun, (g) pure organic fun, (h) playful fun, and (i) gossip. Management support for fun emerged as the most important predictor of outcomes as it correlated with and predicted all the variables of this study in accordance to the hypotheses. All categories of workplace fun functioned as a job resource confirming its enhancing role, and its buffering effects were suggested by the results of this study confirming its protective role. Ο γενικός στόχος της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να δείξει τον τρόπο με τον οποίο το φαινόμενο της διασκέδασης είναι ζωτικής σημασίας για την καλύτερη κατανόηση της επαγγελματικής ζωής. Η παρούσα διατριβή χωρίζεται σε πέντε μελέτες. Η πρώτη μελέτη ήταν μια μετα-σύνθεση της βιβλιογραφίας όπου η διασκέδαση στο χώρο εργασίας θεωρήθηκε πόρος εργασίας και ενσωματώθηκε στο Μοντέλο Απαιτήσεων και Πόρων Εργασίας. Συνολικά, η σύνθεση αποκάλυψε ότι υπήρχε ένα σημαντικό κενό στη βιβλιογραφία όσον αφορά την έρευνα που διερευνά το νόημα της διασκέδασης ως φαινόμενο του χώρου εργασίας. H δεύτερη μελέτη ήταν ποιοτική με χρήση ατομικών συνεντεύξεων με στόχο να κατανοηθεί η διασκέδαση στο χώρο εργασίας ως ψυχολογικό φαινόμενο, να μελετηθούν οι δραστηριότητες που θεωρούνται διασκεδαστικές και να διερευνηθούν έννοιες που σχετίζονται με τη διασκέδαση. Στην τρίτη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν ομάδες εστίασης για να διερευνηθεί η διασκέδαση στο νοσοκομείο. Δύο ομάδες εστίασης πραγματοποιήθηκαν με ειδικευόμενους με στόχο να αναδειχθεί το πώς μπορεί κάποιος να διασκεδάσει ενώ εργάζεται σε νοσοκομείο, να γίνει κατανοητή η στάση απέναντι στη διασκέδαση και να αποκτηθεί μια εικόνα για τα εμπόδια που συνδέονται με το φαινόμενο. Η τέταρτη μελέτη χρησιμοποίησε επίσης μια ποιοτική προσέγγιση μέσω συνεντεύξεων με στόχο να διερευνηθούν οι θετικές σχέσεις στο σχολείο ως εργασιακό περιβάλλον, να αναδειχθεί το πώς οι εκπαιδευτικοί μπορούν να διασκεδάσουν και να γίνει κατανοητό εάν οι διασκεδαστικές σχέσεις μπορούν να ενισχύσουν τη συνεργασία. Οι συμμετέχοντες ήταν εκπαιδευτικοί που εργάζονταν σε δημόσια δημοτικά σχολεία. Η πέμπτη μελέτη ήταν μια συγχρονική μελέτη στην οποία συμμετείχαν εργαζόμενοι συμπληρώνοντας ένα ερωτηματολόγιο. Ο σκοπός της μελέτης ήταν διπλός. Να διερευνήσει και να επικυρώσει μια πιο ολοκληρωμένη ταξινόμηση των τύπων διασκέδασης στο χώρο εργασίας και, δεύτερον, να εξετάσει το ρόλο της διασκέδασης στο χώρο εργασίας σε βασικά οργανωτικά αποτελέσματα: την επαγγελματική εξουθένωση, την εργασιακή δέσμευση, την ανάγκη για ανάρρωση από την εργασία, την πρόθεση παραίτησης και τους χρόνιους κοινωνικούς στρεσσογόνους παράγοντες. Επίσης, ο ρόλος της καλοπροαίρετης ηγεσίας, της ελευθερίας λόγου και της εμπιστοσύνης μελετήθηκαν. Σχετικά με τον πρώτο στόχο εντοπίστηκαν εννέα μεταβλητές: διασκεδαστικές εκδηλώσεις, διασκεδαστικές ειδικές εκδηλώσεις, υποστήριξη για διασκέδαση από τη διοίκηση, κουτσομπολιό, προσωπικές ελευθερίες, παιγνιώδης διασκέδαση, οργανωμένη διασκέδαση, καθαρή οργανική διασκέδαση και κοινωνική διασκέδαση. Αυτοί οι εννέα παράγοντες διασκέδασης στο χώρο εργασίας κατηγοριοποιήθηκαν σε τρεις κατηγορίες διασκέδασης: (1) διασκεδαστικό κλίμα [υποστήριξη για διασκέδαση από τη διοίκηση και προσωπικές ελευθερίες], (2) διαχειριζόμενη διασκέδαση [διασκεδαστικά εκδηλώσεις και διασκεδαστικές ειδικές εκδηλώσεις] και (3) οργανική διασκέδαση [οργανωμένη διασκέδαση, κοινωνική διασκέδαση, καθαρή οργανική διασκέδαση, παιγνιώδης διασκέδαση και κουτσομπολιό]. Η υποστήριξη για τη διασκέδαση από τη διοίκηση αναδείχθηκε ως ο σημαντικότερος προβλεπτικός παράγοντας των αποτελεσμάτων καθώς προέβλεψε όλες τις μεταβλητές αυτής της μελέτης επιβεβαιώνοντας τις υποθέσεις. Όλοι οι τύποι διασκέδασης λειτούργησαν ως πόροι εργασίας επιβεβαιώνοντας τον επαυξητικό της ρόλο και οι ρυθμιστικές τους επιδράσεις επιβεβαίωσαν τον προστατευτικό ρόλο της. 409 211 249 Διερεύνηση του κλίματος ασφάλειας του ασθενή, πριν και κατά τη διάρκεια της κρίσης: η μελέτη περίπτωσης ελληνικού δημοσίου νοσοκομείου Safety culture relates to the views of health professionals regarding the security conditions in the hospital in which they work, together with the initiatives taken in this hospital, in order to ensure patient safety. Patient safety is a very important dimension of quality of health services and it is inextricably linked to both the effectiveness of the unit and the outcome of patient health. The present study aimed to investigate the safety culture prevailing in a public hospital in Greece and compare the results with those before the crisis. To conduct the research, it was used quantitative research and the research tool Hospital Survey on Patient Safety Culture, which was translated in Greek language by Aletra and Kakalas. The survey involved 112 health professionals working from 10 years and above in the hospital that the survey was conducted, so they can cite their views on the security culture, before and after the crisis. The results showed that some aspects of safety culture were negatively impacted by the measures taken to tackle the economic crisis, resulting that safety culture was higher before the crisis. It also became clear that the administration of the unit tested must take appropriate measures and those initiatives which will contribute to improving all the safety culture dimensions. Η κουλτούρα ασφαλείας αφορά στις απόψεις των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με τις συνθήκες ασφαλείας που επικρατούν μέσα στη μονάδα στην οποία εργάζονται καθώς με τις πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται μέσα σε αυτή ώστε να εξασφαλιστεί η ασφάλεια των ασθενών. Η ασφάλεια των ασθενών, είναι πολύ σημαντική διάσταση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας και συνδέεται άρρηκτα τόσο με την αποτελεσματικότητα της μονάδας όσο και με την έκβαση της υγείας των ασθενών. Η παρούσα εργασία προσπάθησε να διερευνήσει την κουλτούρα ασφαλείας που επικρατεί σε ένα Δημόσιο Νοσοκομείο της Ελλάδας και να συγκρίνει τα αποτελέσματα με τα αντίστοιχα πριν από την κρίση. Για τη διενέργεια της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική έρευνα και το ερευνητικό εργαλείο Hospital Survey on Patient Safety Culture, το οποίο μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα από τους Αλετρά και Κάκαλου. Στην έρευνα συμμετείχαν 112 επαγγελματίες υγείας που εργάζονται από 10 χρόνια και πάνω στο υπό μελέτη νοσοκομείο, ώστε να μπορούν να παραθέσουν τις απόψεις τους, σχετικά με την κουλτούρα ασφαλείας, πριν και μετά την κρίση. Από τα αποτελέσματα προέκυψε, ότι κάποιες διαστάσεις της κουλτούρας ασφαλείας επηρεάστηκαν αρνητικά από τα μέτρα που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα η κουλτούρα ασφαλείας να ήταν υψηλότερη πριν από την κρίση. Επίσης, έγινε σαφές, ότι η διοίκηση της μονάδας που εξετάστηκε οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα και εκείνες τις πρωτοβουλίες που θα συμβάλουν στη βελτίωση όλων των διαστάσεων της κουλτούρας ασφαλείας. 410 482 474 Theatre games as a mean of reinforcement of self-perception and self-esteem as regards students with typical mental development and students with special needs. Η θεατρική αγωγή (το θεατρικό παιχνίδι) ως μέσο ενίσχυσης της αυτοαντίληψης και της αυτοεκτίμησης ατόμων τυπικής ανάπτυξης και ατόμων με ειδικές ανάγκες. The main aim of this study is to research if a specially designed programme of Theatre Games would reinforce self-perception and self-esteem as regards students with typical mental development (aged 10 to 12) and students with mental retardation (aged 16-23). Particularly if the parameters of students’ self-perception: school capacity, athletic capacity, relations with people of the same age, physical appearance, conduct-behaviour and students’ self-esteem would be influenced by the intervention programme. Another research question was if teachers’ estimations would concur with the parents’, the students’ and the psychologist’s estimations. Furthermore, if the change of self-perception and self-esteem , through the programme of Theatre Games, would be influenced by the students’ individual differences: gender, mental development, place of residence, school of attendance. The programme of theatrical intervention included 12 meetings-workshops with Theatre Games. The questionnaire which was used for the estimation of self-perception and self-esteem (at the beginning and at the end of the programme) was “PATEM II” by Makri-Mpotsari (Greek edition of the questionaire by Harter) . During the programme Phil Jones Scale was used for the observation of the students’ participation in the Theatre Games. In the pilot study 40 students with typical mental development and 14 students with mental retardation participated. In the empirical research 230 students with typical mental development and 16 students with mental retardation participated. Four months after the end of the programme a check for the duration of the results took place and 33 students with typical mental development and 16 students with mental retardation participated. In the control groups 75 students with typical mental development and 16 students with mental retardation participated and between the first and the second estimation the time was the same but there was no theatrical intervention. As regards students with typical mental development, school capacity, relations with people of the same age, conduct-behaviour and students’ self-esteem are influenced positively. Teachers’, parents’, students’ estimations concur with each other. For these four variables the check for the duration show that the result of the positive influence does not have duration if the Theatre Games are not repeated. For the variable of the athletic capacity and the physical appearance only students see positive influence and especially for the physical appearance, they see a result with duration. Notable is that the results are independent from the class, the school, the place of residence, the gender. As regards students with mental retardation, the results show that relations with students of the same age, physical appearance, conduct-behaviour and self-esteem are influenced positively. For the first two variables the result has duration. For the other two if Theatre Games are not repeated, the result does not have duration. The variables of the school capacity and the athletic capacity are not influenced by Theatre Games. Ο κύριος στόχος αυτής της διατριβής είναι να διερευνήσει αν ένα ειδικά σχεδιασμένο πρόγραμμα Θεατρικής Αγωγής (Θεατρικού Παιχνιδιού) θα ενίσχυε την αυτοαντίληψη και την αυτοεκτίμηση ατόμων τυπικής ανάπτυξης ( 10-12 χρόνων) και ατόμων με νοητική καθυστέρηση (16-23 χρόνων). Ειδικότερα αν οι παράμετροι της αυτοαντίληψης: σχολική ικανότητα, αθλητική ικανότητα, σχέσεις με συνομηλίκους, φυσική εμφάνιση, διαγωγή- συμπεριφορά και η αυτοεκτίμηση των μαθητών θα επηρεάζονταν σημαντικά από το πρόγραμμα της παρέμβασης. Επιμέρους ερωτήματα ήταν αν οι εκτιμήσεις των εκπαιδευτικών συνέπιπταν με τις εκτιμήσεις των γονέων, των μαθητών και του ψυχολόγου και αν η μεταβολή της αυτοαντίληψης και της αυτοεκτίμησης μέσω του προγράμματος θα επηρεάζονταν από τις ατομικές διαφορές των μαθητών : φύλο, νοητική ανάπτυξη, τόπος διαμονής, σχολείο φοίτησης. Το πρόγραμμα της θεατρικής παρέμβασης περιελάμβανε 12 συναντήσεις-εργαστήρια με Θεατρικό Παιχνίδι. Το ερευνητικό εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για την μέτρηση της αυτοαντίληψης και της αυτοεκτίμησης στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος ήταν το ΠΑΤΕΜ ΙΙ της Μακρή-Μπότσαρη (ελληνική έκδοση του αντίστοιχου ερωτηματολογίου της Harter). Στην διάρκεια του προγράμματος έγινε παρατήρηση και καταγραφές όσον αφορά την δραματική εμπλοκή με την κλίμακα του Phil Jones. Στην πιλοτική έρευνα συμμετείχαν 40 μαθητές τυπικής ανάπτυξης και 14 μαθητές με ειδικές ανάγκες. Στην εμπειρική έρευνα συμμετείχαν 230 μαθητές τυπικής ανάπτυξης και 16 μαθητές με ειδικές ανάγκες. Έγινε μέτρηση για την διάρκεια 4 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος και συμμετείχαν 33 μαθητές τυπικής ανάπτυξης και 16 μαθητές με ειδικές ανάγκες. Στις ομάδες ελέγχου, όπου ανάμεσα στις μετρήσεις μεσολάβησε το ίδιο χρονικό διάστημα με τις πειραματικές ομάδες αλλά δεν εφαρμόστηκε πρόγραμμα θεατρικής παρέμβασης) συμμετείχαν 75 μαθητές τυπικής ανάπτυξης και 16 μαθητές με ειδικές ανάγκες. Όσον αφορά την τυπική ανάπτυξη τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η σχολική ικανότητα, οι σχέσεις με τους συνομηλίκους, η διαγωγή-συμπεριφορά και η αυτοεκτίμηση δέχονται θετική επίδραση. Στο αποτέλεσμα συμφωνούν και οι τρεις ομάδες ερωτηθέντων (μαθητές, δάσκαλοι γονείς).Για τις 4 αυτές μεταβλητές ο έλεγχος διάρκειας δείχνει ότι το αποτέλεσμα της θετικής επίδρασης δεν έχει διάρκεια αν η ενασχόληση με το Θεατρικό Παιχνίδι δεν επαναλαμβάνεται. Για τις μεταβλητές της αθλητικής ικανότητας και της φυσικής εμφάνισης μόνο οι μαθητές βλέπουν θετική επίδραση και μάλιστα για την περίπτωση της φυσικής εμφάνισης με αποτέλεσμα που διαρκεί. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα αποτελέσματα είναι ανεξάρτητα από την τάξη, το είδος του σχολείου, τον τόπο διαμονής και το φύλο του μαθητή. Όσον αφορά τα άτομα με ειδικές ανάγκες τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι σχέσεις με τους συνομηλίκους, η φυσική εμφάνιση , η διαγωγή-συμπεριφορά και η αυτοεκτίμηση δέχονται θετική επίδραση. Για τις δύο πρώτες μεταβλητές το αποτέλεσμα έχει διάρκεια ενώ για τις δύο ακόλουθες φαίνεται ότι αν η ενασχόληση με το Θεατρικό Παιχνίδι δεν είναι συνεχής, το αποτέλεσμα φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Οι μεταβλητές της σχολικής ικανότητας και της αθλητικής ικανότητας δεν επηρεάζονται από την Θεατρική Αγωγή. 411 214 248 Θεμελιώδης κλαδική ανάλυση των εισηγμένων επιχειρήσεων της ελληνικής αγοράς. This paper has been prepared during the period of my postgraduate MBA program of University of Macedonia in 2012 - 2013, under the supervision of Dr. Noulas Athanasios. The purpose of this paper was to conduct sectoral fundamental analysis of the Greek stock market. The available data were taken by a Greek finance web portal (capital.gr) for the years 2005 until 2011. The data were collected, processed with the use of Microsoft Excel 2013 and presented with the use of dashboards, for the sake of uniformity and intuitive sectoral presentation. After creating the initial database, I have made the sectoral financial analysis and created a final statistical table, which includes the temporal averages of the Greek stock market sectors, which in turn helped me ranking the various sectors. With the use of fundamental financial ratios the ranking of the sectors is as follows: first, tourism and leisure, second, oil and gas industry, third, food and drinks industry and fourth, commercial enterprises. An interesting outcome of the paper is that the final ranking of the sectors is in alliance with the proposed sectors of competitive advantage by McKinsey, for future success and prosperity. These sectors not only have succeeded financially through the years of this paper but also have great potentials for future investment interest. Η εργασία αυτή εκπονήθηκε το διάστημα 2012 – 2013 στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος στη Διοίκηση Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με επιβλέποντα καθηγητή τον Δρ. Νούλα Αθανάσιο, με σκοπό τη θεμελιώδη ανάλυση των κλάδων του ελληνικού χρηματιστηρίου. Τα διαθέσιμα στοιχεία για τη χρηματοοικονομική ανάλυση των εταιρειών αντλήθηκαν από την ηλεκτρονική σελίδα του capital.gr για τα έτη 2005 έως 2011. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν με τη χρήση του Microsoft Excel 2013, και παρουσιάστηκαν με τη χρήση προτύπων, που κατασκεύασα στο excel, για λόγους ομοιογένειας και εύληπτης κλαδικής παρουσίασης. Δημιουργώντας αυτήν τη βάση δεδομένων προχώρησα στη χρηματοοικονομική ανάλυση των κλάδων και δημιούργησα έναν τελικό στατιστικό πίνακα, στον οποίο περιλαμβάνονται οι διαχρονικοί μέσοι όροι των κλάδων του χρηματιστηρίου, γεγονός που μου επέτρεψε την τελική κατάταξη και βαθμολόγηση των κλάδων. Από την ανάλυση προέκυψαν ότι με βάση τη χρήση αριθμοδεικτών οι κλάδοι με την καλύτερη βαθμολόγηση είναι οι εξής: πρώτος ο κλάδος τουρισμού και αναψυχής, δεύτερος ο κλάδος πετρελαίου και αερίου, τρίτος ο κλάδος τροφίμων και ποτών και τέταρτος ο κλάδος του εμπορίου. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η εργασία μου αν και ξεκίνησε με διαφορετική αφετηρία, την κλαδική δηλαδή θεμελιώδη ανάλυση, έφτασε στην ανάδειξη των ίδιων κλάδων, που συμπεριλαμβάνει η McKinsey για τους κλάδους, οι οποίοι έχουν δυνητικά τις μεγαλύτερες πιθανότητες για μελλοντική επιτυχία, όπως επίσης είναι οι κλάδοι με το μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον, στους οποίους πρέπει να στραφούν οι προσπάθειες και οι πόροι για τη δημιουργία προστιθέμενης αξίας και οικονομικής ανάπτυξης. 412 19 20 Intelligence and U.S grand strategy. The role of C.I.A from the beginning of Cold War to Church committee, 1947-1975 Πληροφόρηση και Υψηλή Στρατηγική των Η.Π.Α. Ο ρόλος της CIA από την έναρξη του ψυχρού πολέμου μέχρι την ChurchCommittee 1947-1975 413 303 216 Defence expenditure and economic growth: a causality analysis for Greece, Turkey and Cyprus. Αμυντικές δαπάνες και οικονομική ανάπτυξη: μία εμπειρική έρευνα για την Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο. This research is a study of the nature and importance of possible links between the dynamics time series of military expenditure and that of the social system in Greece, Turkey and Cyprus. Capturing the impact of military spending on economic growth in developing countries has been an elusive problem for defence economists and has not been fully investigated by development economists. In the past years, a number of studies have attempted to analyse this relationship between defence spending and economic growth. Monistic explanation of growth cannot be presented by none economic research. The effects of many variables overlap to create a favourable texture for economic growth and expansion. Defence expenditures are maybe a basic leaven but it can only have an effect if it is supported by a combination of special political, economic and social circumstances. The aim in our research is to investigate the importance of the possible links that may exist between the structural dynamics of defence expenditure and that of the socio-economic system (economics, demography, etc.) for Greece, Turkey and Cyprus. We try to analyse the causal relations between these two systems and the logical outcome of such research will be the determining of a causality relation, if such exists, between the two systems for the three countries. The empirical results suggested that economic growth is not caused by military expenditure for Greece but is caused by the education expenditure. Also capital expenditures have an essential role for the education expenditure. For Turkey the defence expenditures are not caused by the economic growth but cause the capital expenditure. Economic growth and education expenditures have a mutual causal relationship. Finally the empirical results for Cyprus suggested that economic growth causes defence expenditure but is caused by education expenditure. Η εργασία αυτή αποτελεί μελέτη της φύσης και της σπουδαιότητας των πιθανών σχέσεων μεταξύ μιας δυναμικής χρονικής σειράς, όπως είναι οι στρατιωτικές δαπάνες και ορισμένων οικονομικών και κοινωνικών μεταβλητών, όπως η οικονομική ανάπτυξη, οι δαπάνες για εκπαίδευση καθώς και οι κεφαλαιουχικές δαπάνες. Οι στρατιωτικές δαπάνες είναι ένα σημαντικό στοιχείο, που μπορεί να έχει επίδραση μόνο αν υποστηρίζεται από ένα συνδυασμό ειδικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών περιστάσεων. Λαμβάνοντας υπόψη την κοινωνικοοικονομική δραστηριότητα και την πολιτική κατάσταση που συνδέουν τις τρεις χώρες, προσπαθούμε να αναλύσουμε τις αιτιατές σχέσεις ανάμεσα στο επίπεδο της οικονομικής ανάπτυξης, τις στρατιωτικές δαπάνες, τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, και τις δαπάνες για εκπαίδευση. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν επηρεάζεται από τις στρατιωτικές δαπάνες για την Ελλάδα αλλά επηρεάζεται από τις δαπάνες για την εκπαίδευση. Επίσης οι κεφαλαιουχικές δαπάνες διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο για τις δαπάνες για την εκπαίδευση. Για την Τουρκία οι αμυντικές δαπάνες δεν επηρεάζονται από την οικονομική ανάπτυξη αλλά επηρεάζουν τις κεφαλαιουχικές δαπάνες. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη επηρεάζει και επηρεάζεται από τις δαπάνες για την εκπαίδευση. Τέλος για την Κύπρο τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η οικονομική ανάπτυξη επηρεάζει τις αμυντικές δαπάνες αλλά επηρεάζεται από τις δαπάνες για την εκπαίδευση. 414 175 167 Econometric evaluation of active labor market policies in Greece Οικονομετρικές μέθοδοι αξιολόγησης ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης στην Ελλάδα Most countries implement a wide range of active labor market policies, among which training is the most common, in order to combat with high and persistent unemployment. Impact assessment of training programs has become a rigorous exercise, involving highly sophisticated statistical and econometric methods. Greece implements a very large number of training programs, which adsorb a large amount of public spending and involve several thousands of people; however no assessment of the impacts of these programs has appeared thus far in the literature. In the present study, a quasi-experimental study is conducted, in order to assess the impact of training programs on the probability of the unemployed to find a regular job. Utilizing a variant of the Heckit procedure, namely a binary response model with sample selection, the average treatment effects for the whole sample of the treated and various subgroups is estimated. The findings suggest that training raises the probability of finding a regular job, although by a different magnitude for different groups of people. Οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν ένα ευρύ φάσμα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, ανάμεσα στις οποίες η πιο συχνή είναι η επαγγελματική κατάρτιση, με σκοπό να καταπολεμήσουν την υψηλή και επίμονη ανεργία. Ο προσδιορισμός των αποτελεσμάτων των προγραμμάτων κατάρτισης έχει πλέον γίνει μια αυστηρά επιστημονική εργασία, που περιλαμβάνει τη χρήση εξαιρετικά περίπλοκων στατιστικών και οικονομετρικών τεχνικών. Στην Ελλάδα εφαρμόζονται πολλά προγράμματα κατάρτισης, που αφορούν μεγάλα ποσά δημόσιας δαπάνης και στα οποία εμπλέκονται χιλιάδες άνθρωποι. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν έχει εμφανιστεί στη βιβλιογραφία κάποια επιστημονική αξιολόγηση αυτών των προγραμμάτων. Στην παρούσα εργασία διενεργείται, με οιονεί πειραματικές μεθόδους, μια αξιολόγηση των προγραμμάτων κατάρτισης, με σκοπό την εκτίμηση της πιθανότητας των ανέργων να ενταχθούν σε κανονική απασχόληση. Με τη χρήση μιας παραλλαγής της μεθόδου Heckit, εκτιμήθηκε το μέσο αποτέλεσμα «θεραπείας» για ολόκληρο το δείγμα, καθώς επίσης και για διάφορες υπο-ομάδες. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η συμμετοχή σε προγράμματα κατάρτισης αυξάνει γενικά την πιθανότητα ένταξης στην απασχόληση, ωστόσο υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις για διάφορες υπο-ομάδες του πληθυσμού. 415 446 482 Από το συγκεντρωτικό χαρακτήρα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος στη σχολική αυτονομία : απόψεις και θέσεις Διευθυντών/-ντριών Δημοτικών Σχολείων της Δυτικής Θεσσαλονίκης In this paper we investigated the Principals’ views of Primary Schools in Western Thessaloniki on the issue of School Autonomy. It attempted to identify distortions and obstacles to the centralized system of education administration as they have experienced during their term of office. The research sought their views on the decentralization of education in the last thirty-five years, the attitude of international organizations on the need to adopt the autonomous model of administration of Education, the fields of school autonomy, the decision-making bodies, the implications of the school autonomy at pedagogical, organizational and economic level, the potential benefits and contingent risks and their proposals for a roadmap towards school autonomy. Finally, an attempt was made to outline the profile of the Leader of the Autonomous School and to define his / her new role in the School Autonomy Statute. The method best suited to this research was the quality method, with unstructured interviews of 13 Principals of Primary Schools. Data analysis was done using the Thematic Analysis method. The results of the research highlight the belief that the Greek educational system is centralized, with bureaucracy, hierarchical structure, exclusion from decision-making and under-financing. Participants in the survey expressed their desire to move to a more decentralized education system, which would have central control though, greater freedom in curriculum development and increased participation of schools in financial man-agement. They oppose to parental involvement in school administration, school choice by parents, involvement of municipalities in any way, but do not disagree with the financial contribution of parents, local government and local community. They strive competition and classify schools, they despise any commercialization and entry of individuals into Education, are concerned about the risk of intensifying social inequalities, taking into account the social context of the era with the rise of intolerant, xenophobic and racist rhetoric. Because of these phenomena, they are concerned both with the time and the duration of the transition period, as well as with those involved in this process, whether natural persons or institutions. Finally, they consider that despite the fact that the leader of the autonomous school will be assigned new tasks, the role and the features that it has to do is not very different from that of the current school head. Most would have been redeployed to the autonomous school, although they would have liked to meet certain conditions. In conclusion, the respondents focus on the positive effects of autonomy, mainly on pedagogical issues, agree with some form of accountability that does not only take into account the learning outcomes, they find it difficult to realize the course they autonomy can take and they feel they can minimize with their contribution negative impacts. Στην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε η διερεύνηση των απόψεων Διευθυντών και Διευθυντριών Δημοτικών Σχολείων της Δυτικής Θεσσαλονίκης στο θέμα της Σχολικής Αυτονομίας. Αποπειράθηκε να εντοπίσει στρεβλώσεις και εμπόδια που προκαλεί στο έργο τους το συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης της εκπαίδευσης, όπως τα έχουν βιώσει κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Αναζήτησε τις απόψεις τους σχετικά με την αποκεντρωτική πορεία της εκπαίδευσης την τελευταία τριακονταπενταετία, τη στάση των διεθνών οργανισμών ως προς την ανάγκη υιοθέτησης του αυτόνομου μοντέλου διοίκησης της Εκπαίδευσης, τα πεδία εφαρμογής της σχολικής αυτονομίας, τα όργανα λήψης αποφάσεων, τις επιπτώσεις της σχολικής αυτονομίας σε παιδαγωγικό, οργανωτικό και οικονομικό επίπεδο, τα δυνητικά οφέλη και τους πιθανούς κινδύνους καθώς και τις προτάσεις τους για έναν οδικό χάρτη προς τη σχολική αυτονομία. Τέλος έγινε προσπάθεια σκιαγράφησης του προφίλ του/της Διευθυντή/-ντριας του αυτόνομου σχολείου και καθορισμού του νέου του/της ρόλου στο καθεστώς της σχολικής αυτονομίας. Η μέθοδος που προκρίθηκε ως καταλληλότερη για τη συγκεκριμένη έρευνα ήταν η ποιοτική μέθοδος, με μη δομημένες συνεντεύξεις 13 διευθυντών/-ντριών Δημοτικών Σχολείων. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη μέθοδο της Θεματικής Ανάλυσης. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν την πεποίθηση ότι το ελληνικό εκ-παιδευτικό σύστημα είναι συγκεντρωτικό με κύρια χαρακτηριστικά την γραφειοκρατία, την ιεραρχική δομή, τον αποκλεισμό από τη λήψη αποφάσεων και την υποχρηματοδότηση. Οι συμμετέχοντες/-ουσες στην έρευνα εκδήλωσαν την επιθυμία τους για την μετάβαση σε ένα πιο αποκεντρωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο θα υπάρχει κεντρικός έλεγχος, μεγαλύτερη ελευθερία στη διαμόρφωση αναλυτικών προγραμμάτων και ενίσχυση της συμμετοχής των σχολείων στην οικονομική διαχείριση. Αντιδρούν στη συμμετοχή των γονέων στη διοίκηση των σχολείων, στην επιλογή σχολείου από τους γονείς, στην με οποιονδήποτε τρόπο εμπλοκή των Δήμων, αλλά δεν διαφωνούν με την οικονομική συνεισφορά γονέων, τοπικής αυτοδιοίκησης και τοπικής κοινωνίας. Στηλιτεύουν τον ανταγωνισμό και την κατηγοριοποίηση σχολείων, απεύχονται κάθε εμπορευματοποίηση και είσοδο ιδιωτών στην Εκπαίδευση, ανησυχούν για τον κίνδυνο έντασης των κοινωνικών ανισοτήτων, αναλογιζόμενοι και το κοινωνικό συγκείμενο της εποχής, με την έξαρση μισαλλόδοξων απόψεων και της ξενοφοβικής και ρατσιστικής ρητορικής. Εξαιτίας αυτών των φαινομένων προβληματίζονται τόσο για τον χρόνο και τη διάρκεια της περιόδου μετάβασης, όσο και για τους φορείς που θα κληθούν να συμμετέχουν στη διαδικασία αυτή, είτε πρόκειται για φυσικά πρόσωπα, είτε για θεσμικά όργανα. Τέλος, θεωρούν πως παρά το γεγονός ότι ο ηγέτης του αυτόνομου σχολείου θα επιφορτιστεί με νέα καθήκοντα, ο ρόλος και τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει δεν διαφέρουν πολύ από αυτά του/της διευθυντή/-ντριας του σημερινού σχολείου. Οι περισσότεροι/-ες θα διεκδικούσαν εκ νέου θέση ευθύνης στο αυτόνομο σχολείο, αν και θα επιθυμούσαν να τηρηθούν κάποιες προϋποθέσεις. Συμπερασματικά, οι ερωτώμενοι/-ες εστιάζουν στα θετικά αποτελέσματα της αυτονομίας, κυρίως στα παιδαγωγικά ζητήματα, συμφωνούν με κάποια μορφή λογοδοσίας που δε θα λαμβάνει υπόψη μόνο τα μαθησιακά αποτελέσματα, δυσκολεύονται να συνειδητοποιήσουν την πορεία που μπορεί να λάβει και θεωρούν ότι μπορούν να ελαχιστοποιήσουν με το έργο τους την πιθανότητα αρνητικών επιπτώσεων. 416 256 265 The securisation of migration in Greece The thesis is engaging with migration in Greece and its socio-political construction as a security threat on the theoretical basis of constructivism. Its goal is to answer if migration has been securitised in Greece and which are the mechanisms that contribute to that. Also, which are the criteria that need to be used for answering these questions. The basic question does not focus on whether migrants and refugees pose a real or an imagined threat for Greece and the EU. It is of major importance for this PhD thesis that the creation of a relation between migration and security implies a specific way of organising the socio-political relations, through which forms of governmentality and methods of perception for the ‘Other’ are portrayed. For answering these research questions, approaches of two major schools of Critical Security Studies are used. The focus lies within discourse analysis and analysis of the practices, which are expressed either through laws, public policies or governmental policies. This PhD thesis contributes to a research gap and enriches the bibliography on the subject matter of securitisation of migration in Greece between 2000-2014. Also, it constitutes a useful contribution on the subject of migration in Greece during this period. It sheds light on the constructive effect of speech acts and practices within a multileveled analysis of securitisation. Finally, it uses the EU and the Europeanisation process as an important framework, in order to better understand the changes within migration policy and Greek society in general throughout the particular period. Η παρούσα διδακτορική διατριβή ασχολείται με την μετανάστευση στον ελλαδικό χώρο και την κοινωνικοπολιτική κατασκευή της ως κίνδυνο ασφάλειας με βάση τις παραδοχές του κονστρουκτιβισμού. Στοχεύει να απαντήσει στα ερωτήματα αν έχει ασφαλειοποιηθεί η μετανάστευση στην Ελλάδα, ποιοι είναι εκείνοι οι μηχανισμοί που συντελούν σε αυτό και ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να οδηγηθούμε σε απαντήσεις. Το βασικό ερώτημα δηλαδή δεν έχει να κάνει με το αν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες αποτελούν έναν αληθινό ή ένα φαντασιακό κίνδυνο για την Ελλάδα και για την ΕΕ. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διατριβή είναι το γεγονός ότι η δημιουργία συνάρτησης μετανάστευσης και ασφάλειας συνεπάγεται έναν συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης των κοινωνικοπολιτικών σχέσεων, μέσα από τον οποίο φανερώνονται μορφές κυβερνητικότητας και μέθοδοι πρόσληψης και αντιμετώπισης του «Άλλου». Για την απάντηση των ερευνητικών ερωτημάτων χρησιμοποιούνται συνδυαστικά παραδοχές δύο κυρίαρχων σχολών των Κριτικών Σπουδών Ασφάλειας. Εστιάζουμε στην ανάλυση του λόγου και των πρακτικών, είτε αυτές εκφράζονται μέσω νομοθεσίας ή δημόσιας πολιτικής και κυβερνητικών τεχνικών, μέρος των οποίων προκύπτει από την συμμετοχή της Ελλάδας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η μελέτη έρχεται να καλύψει το ερευνητικό κενό και να εμπλουτίσει την εργογραφία πάνω στην ασφαλειοποίηση της μετανάστευσης στην Ελλάδα μεταξύ της περιόδου 2000-2014. Επίσης, αποτελεί χρήσιμη συμβολή στην εργογραφία επί του μεταναστευτικού ζητήματος στην Ελλάδα συνολικά σε αυτήν την περίοδο. Ρίχνει φως στην εποικοδομητική επίδραση των λόγων και των πράξεων σε μια ιστορικοποιημένη και πολυεπίπεδη ανάλυση της ασφαλειοποίησης. Επιπλέον, θέτει ως καθοριστικό πλαίσιο ανάλυσης την ΕΕ και τη διαδικασία εξευρωπαϊσμού για την βαθύτερη κατανόηση των αλλαγών στη μεταναστευτική πολιτική και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία στην εξεταζόμενη περίοδο. 417 201 195 Small States in regional conflicts: the cases of Kuwait and Cyprus Μικρά κράτη σε περιφερειακές συγκρούσεις: οι περιπτώσεις του Κουβέιτ και της Κύπρου Small states in International Relations theory is a topic that has been examined thoroughly especially in the 21st century. This thesis sets out to investigate small states that are in regional conflicts, not only in the frame of the small states literature, but also with the tools for analysis provided by Neoclassical Realism. It aspires to explain the significance of regional conflicts for the international system since such conflicts can be internationalized by drawing in great powers. Taking as a constant that small states operate in their regional system and strive for their survival, this thesis, by setting under scrutiny the cases of Kuwait and the Republic of Cyprus, will pinpoint aspects of small states’ survival strategies in two different types of international system; a bipolar and a multipolar. Through these lenses the study will highlight on the one hand, the impact of the international system on the strategy formation of a small state in conflict, and on the other, strategies to survive. Hence, it appeals to answer the central question, how a small state can draw, borrow and retain the strength of a great power to secure its survival. Στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων το θέμα των μικρών κρατών έχει εξεταστεί διεξοδικά, ειδικά στον 21ο αιώνα. Η παρούσα διατριβή αποσκοπεί στην εξέταση των μικρών κρατών εμπλεκομένων σε περιφερειακές συγκρούσεις. Τούτο θα επιτευχθεί διττώς: μέσω των υπαρχόντων μελετών επί των μικρών κρατών, αλλά και με τη βοήθεια του Νεοκλασικού Ρεαλισμού. Στη μελέτη αυτή αναδεικνύεται η σημασία των περιφερειακών συγκρούσεων για το διεθνές σύστημα, καθώς αυτές οι συγκρούσεις δύνανται να διεθνοποιηθούν λόγω των μεγάλων δυνάμεων που συχνά εμπλέκονται σε περιφερειακή σύγκρουση. Λαμβάνοντας ως σταθερά ότι τα μικρά κράτη λειτουργούν στο περιφερειακό τους σύστημα και αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, η παρούσα, διά της εξέτασης των περιπτώσεων του Κουβέιτ και της Κυπριακής Δημοκρατίας, μελετά στρατηγικές επιβίωσης των μικρών κρατών σε διπολικό και σε πολυπολικό σύστημα. Έτσι, επισημαίνεται αφενός, ο αντίκτυπος του διεθνούς συστήματος στη διαμόρφωση στρατηγικής ενός μικρού κράτους ευρισκομένου σε σύγκρουση και, αφετέρου, θα αναδεικνύονται στρατηγικές επιβίωσης. Τούτων δοθέντων, αποβλέπει στο να απαντήσει επαρκώς στο κεντρικό ερώτημα, πώς ένα μικρό κράτος μπορεί να προσελκύσει μία μεγάλη δύναμη, να δανειστεί και να διατηρήσει στην κατοχή του το φορτίο ισχύος της μεγάλης δύναμης για να επιβιώσει. 418 275 184 Anglo-American policy in Greece (1946-50): a study on the politics of fear, manipulation and the origins of the Cold War. Αγγλο-αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα (1946-50): μια μελέτη για την πολιτική του φόβου, της χειραγώγησης και την προέλευση του Ψυχρού Πολέμου. While trying to understand and explain the origins and dynamics of Anglo-American foreign policy in the pre and early years of the Cold War. the role that perception played in the design and implementation of foreign policy became a central focus. From this point came the realization of a general lack of emphasis and research into the ways in which the British government managed to convince the United States government to assume support for worldwide British strategic objectives. How this support was achieved is the central theme of this dissertation. This work attempts to provide a new analysis of the role that the British played in the dramatic shift in American foreign policy from 1946 to 1950. To achieve this shift (which also included support of British strategic interests in the Eastern Mediterranean) this dissertation argues that the British used Greece, first as a way to draw the United States further into European affairs, and then as a way to anchor the United States in Europe, achieving a guarantee of security of the Eastern Mediterranean and of Western Europe. To support these hypotheses, this work uses mainly the British and American documents relating to Greece from 1946 to 1950 in an attempt to clearly explain how these nations made and implemented policy towards Greece during this crucial period in history. In so doing it also tries to explain how American foreign policy in general changed from its pre-war focus on non-intervention, to the American foreign policy to which the world has become accustomed since 1950. Η διατριβή επιχειρεί να παρουσιάσει μια νέα ανάλυση του ρόλου που έπαιξαν οι Βρετανοί στην αλλαγή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το 1946 μέχρι το 1950. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν την κρίση στην Ελλάδα την δεκαετία του 1940, αρχικά προκείμενου να επιτύχουν την περαιτέρω εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, και στη συνέχεια, για να εδραιωθεί η παρουσία τους στην Ευρώπη, διασφαλίζοντας την ασφάλεια των συμφερόντων τους στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Δυτική Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας και αντιπαραβάλλοντας δημοσιευμένες και αδημοσίευτες βρετανικές και αμερικανικές πηγές που αναφέρονται στην Ελλάδα (1940-1950), η διατριβή εξετάζει πως η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες καθόρισαν και εφάρμοσαν την πολιτική τους στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης για την ελληνική ιστορία περίοδο. Με τον τρόπο αυτό, η διατριβή προσπαθεί, επίσης, να εξηγήσει πώς η αμερικανική εξωτερική πολιτική εν γένει άλλαξε από την προπολεμική προσήλωση στον μη επεμβατισμό στην αμερικανική εξωτερική πολιτική που ασκήθηκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. 419 226 234 Το Διαδίκτυο των Πραγμάτων στον τομέα του εμπορίου: έξυπνο καρότσι αγορών με χρήση RFID This thesis presents the idea of a smart shopping cart that will be applied to any retail store. To this end, we have studied the “Internet of Things” area as well as different hardware and software technologies which compose it. Smart shopping cart gathers several advantages over similar approaches to this issue. The combination of Radio Frequency Identification and ZigBee, provides an improved shopping system, eliminating the problems that beset the existing, outdated system. The smart shopping cart provides a graphical user-friendly interface in order to promote effectively the shopping service. The results of implementation of the graphical environment appear to be encouraging in view of the effectiveness of the system to provide simplicity and ease of shopping. By using RFID tags, the various products placed on the cart are automatically detected and the related information is displayed on the screen. At the same time, weight sensor acts as a safety net for products identification. The cart contains BeagleBone Black microcontroller – on which all the hardware modules are attached – and interacts with the central server. The bill, which the customer keeps up in real time, is constantly calculated and the final charge is computed at the exit points where it is payed automatically. Purchases are made easily and quickly, which improves both the efficiency of the store and the buying experience of the customer. Στην παρούσα διπλωματική εργασία παρουσιάζεται η ιδέα ενός έξυπνου καροτσιού αγορών, που θα εφαρμοστεί σε κάθε κατάστημα λιανικής. Για την επίτευξή του μελετήθηκε ο χώρος του Διαδικτύου των Πραγμάτων και των διαφορετικών τεχνολογιών υλικού και λογισμικού που τον απαρτίζουν, συγκεντρώνοντας περισσότερα πλεονεκτήματα έναντι παρόμοιων προσεγγίσεων στο θέμα. Με τον συνδυασμό της Ταυτοποίησης μέσω Ραδιοσυχνοτήτων και της ασύρματης επικοινωνίας ZigBee, παρέχεται ένα βελτιωμένο σύστημα αγορών, το οποίο εξαλείφει τα προβλήματα που ταλανίζουν το υπάρχον, ξεπερασμένο πλέον, σύστημα. Το έξυπνο καρότσι αγορών παρέχει ένα, φιλικό προς τον καταναλωτή, γραφικό περιβάλλον χρήστη, με σκοπό την αποτελεσματική προώθηση της υπηρεσίας αγορών. Τα αποτελέσματα της υλοποίησης του γραφικού περιβάλλοντος δείχνουν ενθαρρυντικά ως προς την ορθότητα του συστήματος αυτού και την παροχή απλότητας και ευκολίας στις αγορές. Με τη χρήση ετικετών RFID ανιχνεύονται αυτόματα τα διάφορα προϊόντα που τοποθετούνται στο καρότσι και οι σχετικές πληροφορίες εμφανίζονται στην οθόνη. Ταυτόχρονα, ο αισθητήρας βάρους λειτουργεί ως δικλείδα ασφαλείας για την ταυτοποίηση των προϊόντων. Το καρότσι περιέχει τον μικροελεγκτή BeagleBone Black – πάνω στον οποίο προσαρτώνται όλες οι μονάδες υλικού – και αλληλεπιδρά με τον κεντρικό διακομιστή. Εκεί υπολογίζεται ο λογαριασμός, τον οποίο παρακολουθεί ο καταναλωτής σε πραγματικό χρόνο ενώ η τελική χρέωση γίνεται στα σημεία εξόδου, όπου και πραγματοποιείται αυτόματη πληρωμή. Οι αγορές διεκπεραιώνονται εύκολα και γρήγορα, βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητα του καταστήματος και την εμπειρία αγοράς του καταναλωτή. 420 200 169 Theoretical and empirical analysis of barriers to entry in technologically dynamic European sectors. Θεωρητική και εμπειρική ανάλυση των εμποδίων εισόδου σε τεχνολογικά δυναμικούς Ευρωπαϊκούς κλάδους. The present study concerns barriers to the entry of new competitors in technologically dynamic European industrial sectors. The analysis commences with the historical development of the entry barrier theory in the framework of modern economics and an explanation of their role in market function and competition. Next it focuses on the issue of defining barriers to entry in order to point out the most practical definition from the various ones that have been proposed in the literature. Following is a critical appraisal of a large number of structural characteristics and strategic choices that have been proposed as barriers. For each one of them there is a description, an analytical explanation of its sources, a critical evaluation of its impact as a barrier and a reference to the relative empirical studies. Next is the analysis of barriers to entry from the European Competition Policy point of view. The final part of the study is an empirical assessment of the height of entry barriers in a technologically dynamic sector, the European pharmaceutical industry. The results of the study show the presence of high barriers to entry in the sector. Η παρούσα μελέτη αφορά τα εμπόδια εισόδου νέων ανταγωνιστών σε τεχνολογικά δυναμικούς ευρωπαϊκούς βιομηχανικούς κλάδους. Η ανάλυση ξεκινά με την ιστορική εξέλιξη της θεωρίας των εμποδίων στην σύγχρονη οικονομική θεωρία και την εξήγηση του ρόλου τους στην λειτουργία των αγορών και τον ανταγωνισμό. Έπειτα καταπιάνεται με το θέμα του ορισμού των εμποδίων εισόδου με σκοπό να αναδειχθεί ο πιο πρακτικός ορισμός από τους πολλούς που έχουν προταθεί στην βιβλιογραφία. Ακολουθεί η κριτική εξέταση ενός μεγάλου αριθμού δομικών χαρακτηριστικών και στρατηγικών επιλογών που έχουν προταθεί ως εμπόδια. Κάθε ένα από αυτά περιγράφεται, αναφέρονται αναλυτικά οι πηγές του, αποτιμάται κριτικά ο ρόλος του ως εμπόδιο και εξετάζονται οι σχετικές εμπειρικές μελέτες. Στην συνέχεια ακολουθεί η ανάλυση των εμποδίων από την πλευρά της ευρωπαϊκής πολιτικής ανταγωνισμού. Το τελευταίο μέρος της εργασίας αποτελείται από μια εμπειρική μέτρηση του ύψους των εμποδίων για έναν ευρωπαϊκό τεχνολογικά δυναμικό κλάδο, την ευρωπαϊκή φαρμακευτική βιομηχανία. Τα αποτελέσματα δείχνουν την ύπαρξη σημαντικών εμποδίων εισόδου στον κλάδο. 421 100 113 Measuring and managing performance and risk in new public management: the case of greek pubic sector Τα συστήματα μέτρησης και διαχείρισης της απόδοσης και του κινδύνου στο νέο δημόσιο μάνατζμεντ: η περίπτωση του ελληνικού δημόσιου τομέα This research evaluates the application and the results of the P.A.R.M.M. (model of performance and risk measurement) in the Hellenic Public Administration based on a reliable and valid questionnaire. The questionnaires analyzed using advanced statistical tools indicate that the use of the proposed PA.R.M.M. brings long-term benefits to the management of the public organizations, to the strategic planning and control of performance and risks, in particular the operational and financial risks around them. The findings from the data analysis are discussed in more detail. Η παρούσα έρευνα αποτιμά την εφαρμογή και τα αποτελέσματα του μοντέλου P.A.R.M.M. (μοντέλο μέτρησης απόδοσης και κινδύνου) στην Ελληνική Δημόσια Διοίκηση κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης, στηριζόμενη σε ένα αξιόπιστο και έγκυρο ερωτηματολόγιο. Οι απαντήσεις που συγκεντρώθηκαν και αναλύθηκαν με τη χρήση προηγμένων στατιστικών εργαλείων, δείχνουν ότι η χρήση του προτεινόμενου μοντέλου PA.R.M.M. συγκεντρώνει μακροπρόθεσμα οφέλη για την διοίκηση του δημόσιου οργανισμού, στην προσπάθεια στρατηγικού σχεδιασμού και ελέγχου της απόδοσης και των κινδύνων, ειδικότερα των λειτουργικών και του οικονομικών, που τον περιβάλλουν. Τα συμπεράσματα από την ανάλυση των δεδομένων, συζητούνται πιο διεξοδικά. 422 373 352 Educational technology. Adaptive SCORM compliant web-based environment with the use of learning styles for distance education: application in the Object Oriented Programming Instruction Εκπαιδευτική τεχνολογία. Προσαρμοστικό διαδικτυακό περιβάλλον συμβατό με το πρότυπο SCORM με χρήση μαθητύπων για εξ’ αποστάσεως εκπαίδευση: εφαρμογή στη διδασκαλία του Αντικειμενοστραφούς Προγραμματισμού The main thesis objective is the design of a model, which, on the one hand, exploits learning objects and on the other, makes user modeling and the appropriate adaptation of the educational process possible, depending on the user's particular characteristics, so as to improve the learning outcome. Furthermore, in order to achieve interoperability and reusability of the educational content, a framework that utilizes SCORM specifications and focuses on the adaptation of the educational content according to user learning style, is proposed. More specifically, this thesis initially investigates the exploitation methods of AEHSs' adaptive technologies, the possible adoption of the technological standard SCORM, as well as its consequential restrictions. Based on the review outcomes, it proposes a model for AEHSs and LMSs technologies upgrade, through the use of SCORM learning objects (SCOs) and the exploitation of SCORM API. The application of the proposed model, led to the design of an AEHS, called Proper. Furthermore this thesis proposes a framework for the development of courses that are adapted to user learning style, exploiting the functionality of SCORM API. Following, through pilot courses, it attempts to study and evaluate ProPer application in the teaching of object oriented programming using Java. The benefits produced by the thesis result from the proposed model, which exploits SCORM learning objects and enables the personalized learner support. Furthermore, the AEHS that was designed and developed, called ProPer, incorporates technologies from both AEHSs and LMSs, while successfully adopting the SCORM standard, which from its nature places restrictions related to adaptivity. In addition, a framework for user modeling as well as the adaptive presentation of educational content based on SCORM API, is proposed. Consequently, the combination of all the above into a single system provides more efficient and qualitative distance education, since according to the evaluation results it helps students to learn not only easier but also faster through the individualized learning process that the proposed system provides. Even more so, the adoption of SCORM standard facilitates teachers to easily access, reuse, maintain and upgrade educational content, which likewise leads to the faster and easier development of qualitative electronic courses. Το ζητούμενο της διατριβής αυτής είναι η σχεδίαση ενός μοντέλου στο πλαίσιο των μαθησιακών αντικειμένων, με βάση το οποίο θα είναι εφικτή μοντελοποίηση του εκπαιδευόμενου και η παροχή προσαρμοσμένης υποστήριξης, έτσι ώστε να βελτιωθεί η εκπαιδευτική διαδικασία. Επιπρόσθετα προκειμένου να επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα και η επαναχρησιμοποίηση του εκπαιδευτικού υλικού, προτείνεται ένα πλαίσιο υιοθέτησης και αξιοποίησης των προδιαγραφών του SCORM. Συγκεκριμένα, η διατριβή αυτή αρχικά διερευνά τις μεθόδους αξιοποίησης των προσαρμοστικών τεχνολογιών, εξετάζει την υιοθέτηση του προτύπου SCORM ενώ στη συνέχεια προτείνει ένα μοντέλο αναβάθμισης των παρεχόμενων λειτουργιών των Προσαρμοστικών Εκπαιδευτικών Συστημάτων Υπερμέσων (ΠΕΣΥ) και των Συστημάτων Διαχείρισης Μάθησης (ΣΔΜ), μέσω της χρήσης μαθησιακών αντικειμένων του προτύπου SCORM. Η εφαρμογή του προτεινόμενου μοντέλου οδήγησε στην σχεδίαση και ανάπτυξη ενός ΠΕΣΥ με την ονομασία ProPer. Επιπρόσθετα προτείνει ένα πλαίσιο ανάπτυξης μαθημάτων που προσαρμόζονται στον μαθήτυπο του εκπαιδευόμενου, αξιοποιώντας τις προδιαγραφές του προτύπου SCORM, και αναπτύσσει ανάλογο εκπαιδευτικό υλικό. Ακολούθως, μέσα από πιλοτικά μαθήματα, επιχειρεί να αξιολογήσει και να μελετήσει τον τρόπο εφαρμογής του ProPer στή διδασκαλία του αντικειμενοστραφούς προγραμματισμού με την Java. Τα παραγόμενα οφέλη της διατριβής προκύπτουν από το γεγονός ότι σχεδιάστηκε και προτείνεται ένα μοντέλο στο πλαίσιο των μαθησιακών αντικειμένων του SCORM, με βάση το οποίο θα είναι εφικτή η εξ ατομικευμένη υποστήριξη του εκπαιδευόμενου. Επιπρόσθετα αναπτύχθηκε το ProPer, το οποίο ενσωματώνει τεχνολογίες από τα ΠΕΣΥ και τα ΣΔΜ ενώ παράλληλα υιοθετεί με επιτυχία το πρότυπο SCORM, το οποίο από τη φύση του θέτει περιορισμούς σχετικούς με τις λειτουργίες που αναφέρονται στη προσαρμοστικότητα. Επίσης προτείνεται ένα πλαίσιο μοντελοποίησης του εκπαιδευόμενου και παροχής προσαρμοστικής παρουσίασης που βασίζεται στο SCORM API. Άρα ο συνδυασμός όλων των παραπάνω σε ένα σύστημα, παρέχει ποιοτικότερη και αποδοτικότερη εξ' αποστάσεως εκπαίδευση καθώς σύμφωνα και με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, η εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται ευκολότερη και ταχύτερη για τους εκπαιδευόμενος, μέσω της εξ' ατομικευμένης μάθησης, ενώ η υιοθέτηση του προτύπου SCORM είναι σε θέση να διευκολύνει τους εκπαιδευτικούς στην εύρεση, επαναχρησιμοποίηση, και ενημέρωση του εκπαιδευτικού υλικού, με αποτέλεσμα την ταχύτερη και ευκολότερη ανάπτυξη ποιοτικότερων ηλεκτρονικών μαθημάτων. 423 167 179 The impact of the EU's social and economic cohesion policies on member states: the Greek case: institutional and financial aspects of Europeanization of Greek municipalities Οι επιπτώσεις των πολιτικών κοινωνικής και οικονομικής συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα κράτη μέλη: η περίπτωση της Ελλάδας: θεσμικές και χρηματοδοτικές όψεις του εξευρωπαϊσμού ελληνικών ΟΤΑ 1ου βαθμού The thesis deals with the impact of the EU’s regional policy implementation on the Greek municipalities. Four Greek municipalities were selected (Ioannina, Kozani, Lamia, Tripoli) so as to explore aspects like financial and administrative reform and political leadership. Through quantitative and qualitative research methods the study comes up to argue that the Europeanization process in Greek municipalities is divided into “financial” and “institutional”. The general empirical finding is that the implementation of EU’s regional policy has affected the first level of local governance in Greece significantly. Nevertheless, the above concluded remark applies under significant constraints. The financial Europeanization depends on the development of the institutional Europeanization. In general, Greek municipalities have shown difficulties in the institutional organization and planning. This fact affects negatively the absorption of funds and the potential enhancement of the multi-level governance and local governance, as well in Greece. Η παρούσα διατριβή μελετά την επίδραση της υλοποίησης της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής στους ελληνικούς ΟΤΑ 1ου βαθμού. Επιλέχθηκαν τέσσερις δημοτικές αρχές στην Ελλάδα (Δήμος Ιωαννιτών, Κοζάνης, Λαμιέων και Τριπόλεως) και μελετήθηκαν σε θέματα χρηματοδότησης, διοικητικής διάρθρωσης και πολιτικής ηγεσίας. Μέσω ποσοτικών και ποιοτικών μετρήσεων διακρίνεται ο εξευρωπαϊσμός σε «χρηματοδοτικό» και «θεσμικό». Το γενικό εμπειρικό εύρημα της διατριβής είναι ότι η υλοποίηση της περιφερειακής πολιτικής της ΕΕ στην Ελλάδα έχει διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο θεσμικά και χρηματοδοτικά στη λειτουργία των ΟΤΑ 1ου βαθμού. Παρ’ όλα αυτά, το παραπάνω γενικό συμπέρασμα ισχύει εντός πλαισίου συγκεκριμένων περιορισμών ως προς τη χρηματοδοτική και θεσμική επίδραση. Ο «χρηματοδοτικός» εξευρωπαϊσμός τους εξαρτάται από το επίπεδο του «θεσμικού» τους εξευρωπαϊσμού. Οι ελληνικοί πρωτοβάθμιοι ΟΤΑ επιδεικνύουν αγκυλώσεις σε θέματα «θεσμικής» οργάνωσης και σχεδιασμού, επηρεάζοντας αρνητικά την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, γεγονός που επιδρά επίσης αρνητικά και στην προοπτική ενίσχυσης των εννοιών της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και της τοπικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα. 424 282 293 Empirical research of the effect of research and development expenses in the market value of the greek listed companies in the Athens stock exchange. Εμπειρική διερεύνηση της επίδρασης των εξόδων έρευνας και ανάπτυξης στην αξία των εισηγμένων επιχειρήσεων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) In recent years, international developments have highlighted the interconnected functioning of the global economy among countries. Turbulence that led to crises and recovery, made it necessary to full disclosure of the source of wealth business. In the modern economy, the main comparative advantage of each company, provides the intangible property to which shareholders and investors should obtain full knowledge, for it and the business, must obey international standards for recording and disclosure of property in order to be shared and comparable recording this. This thesis focuses on the research and development costs and effort evaluating the criteria based on which investors assess the value of any business. For this purpose it was collected items from the Athens Stock Exchange (Ase), for the period covering after the mandatory adoption of international accounting standards by the greek listed companies until 2012. With the help of models of Sougiannis (1994) and Bushee (1998), attempting the examination and analysis of the importance of information contained in research and development costs and if this information is helpful to investors, as based on previous investigations (Baber et al., 1991, 1994, Bushee Sougiannis, 1998, Hall, 2006, Oriani & Anagnostopoulou & Levis, 2008, Karjalainen, 2008, Cincera & Ravet, 2010, Duqi & Torluccio 2011). The thesis examines, taking account of the Greek economic crisis, whether and to what extent, the realization costs of research and development, has a positive impact on their value as assessed by the market. The results are directly comparable with previous projects in other European countries, but also in non-European countries (USA, Australia). Τα τελευταία χρόνια, οι διεθνείς εξελίξεις κατέδειξαν την αλληλένδετη λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας μεταξύ των χωρών. Αναταράξεις που οδήγησαν σε κρίσεις υφέσεις και επανακάμψεις, κατέστησαν απαραίτητη την πλήρη αποκάλυψη της πηγής του πλούτου των επιχειρήσεων. Στην σύγχρονη οικονομία, το βασικότερο συγκριτικό πλεονέκτημα της κάθε επιχείρησης, το παρέχει η άυλη περιουσία της, για την οποία οι μέτοχοι και οι επενδυτές πρέπει να αποκτούν πλήρη γνώση, για αυτό και η επιχείρηση, πρέπει να υπακούει σε διεθνείς κανόνες καταγραφής και αποκάλυψης της περιουσίας προκειμένου να είναι κοινή και συγκρίσιμη η καταγραφή αυτήν. Η παρούσα διατριβή, επικεντρώνεται στα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης και στην προσπάθεια αξιολόγησης των κριτηρίων με βάση τα οποία, οι επενδυτές αξιολογούν την αξία της κάθε επιχείρησης. Για τον σκοπό αυτόν συλλέχθηκαν στοιχεία από το Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), για την περίοδο που καλύπτει μετά την υποχρεωτική υιοθέτηση των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων από τις ελληνικές εταιρίες (2005) και μέχρι το 2012. Με την βοήθεια των υποδειγμάτων των Sougiannis (1994) και Bushee (1998), γίνεται προσπάθεια εξέτασης και ανάλυσης της σημασίας της πληροφόρησης που περιέχεται στα έξοδα έρευνας και ανάπτυξης και εάν αυτή η πληροφόρηση είναι χρήσιμη για τους επενδυτές, όπως συνέβη και με βάση προηγούμενες έρευνες (Baber et al., 1991, Sougiannis, 1994, Bushee, 1998, Hall & Oriani, 2006, Anagnostopoulou & Levis, 2008, Karjalainen, 2008, Cincera & Ravet, 2010, Duqi & Torluccio 2011). Η διατριβή εξετάζει, λαμβάνοντας υπόψη και την ελληνική οικονομική κρίση, εάν και κατά πόσο, η πραγματοποίηση εξόδων που αφορούν έρευνα για ανάπτυξη, έχει θετικό αντίκτυπο στην αξία τους όπως αυτή αξιολογείται από την αγορά. Τα αποτελέσματα, είναι άμεσα συγκρίσιμα με προηγούμενες έρευνες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και σε χώρες εκτός Ευρώπης (ΗΠΑ, Αυστραλία). 425 273 315 Η επίδραση της αυθεντικής ηγεσίας στην εργασιακή απόδοση των εκπαιδευτικών και ο διαμεσολαβητικός ρόλος της ψυχολογικής ενδυνάμωσης Authentic leadership has been related with increased job satisfaction, positive emotions, high job performance and human well-being. The study of authentic leadership is of great interest in modern educational environments which face new challenges and high-level competition. Under the current, multifactorial circumstances, psychologically empowered teachers who demonstrate behaviors above and beyond their in-role duties, play an important role in the schools’ effectiveness. This study aims to explore the degree of authentic leadership implementation in the Greek public schools of secondary and primary education, and to determine the relationship of authentic leadership with teachers’ psychological empowerment and their efficiency at work. Also, the study aims to examine the mediating role of teachers’ psychological empowerment on the relation between authentic leadership and extra-role behavior. A quantitative method is used with a questionnaire applied in a sample of 314 teachers. The results show that authentic leadership is implemented in the Greek public schools. Also, a positive relationship is found between teachers’ perception of authentic leadership, teachers’ psychological empowerment and extra-role behavior. Self-awareness of the principal is the dimension of authentic leadership that seems to influence most the demonstration of teachers’ extra-role behavior. In addition, the study supports that teachers are psychologically empowered by the authentic leader mainly in the dimension of impact, that is the perception that with their effort they have influence on what happens at school. An important finding of the study is that psychological empowerment acts as a mediator between teachers’ perception of authentic leadership and extra-role behavior. Finally, statistically significant differences are observed in the correlations between the basic concepts of the study relatively to the type of school (elementary, gymnasium, lyceum). Η αυθεντική ηγεσία έχει συσχετιστεί με αυξημένη εργασιακή ικανοποίηση, θετικά συναισθήματα, υψηλή εργασιακή απόδοση και ευημερία του ανθρώπινου δυναμικού. Η μελέτη της εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε εκπαιδευτικά περιβάλλοντα τα οποία στη σύγχρονη εποχή αντιμετωπίζουν νέες προκλήσεις και έντονο ανταγωνισμό. Στις σύγχρονες πολύπλοκες συνθήκες, οι ψυχολογικά ενδυναμωμένοι εκπαιδευτικοί οι οποίοι εκδηλώνουν συμπεριφορές που ξεπερνούν τα εντός ρόλου καθήκοντά τους, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα του σχολείου. Η παρούσα εργασία στοχεύει να διερευνήσει τον βαθμό εφαρμογής αυθεντικής ηγεσίας στα ελληνικά δημόσια σχολεία δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και να προσδιορίσει τη σχέση της αυθεντικής ηγεσίας με την ψυχολογική ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και την εργασιακή τους απόδοση. Επιπλέον, η εργασία επιδιώκει να διερευνήσει την ύπαρξη διαμεσολαβητικού ρόλου της ψυχολογικής ενδυνάμωσης στην επίδραση της εφαρμοζόμενης αυθεντικής ηγεσίας από τον διευθυντή του σχολείου στην εκδήλωση εκτός ρόλου εργασιακής απόδοσης από τους εκπαιδευτικούς. Για την πραγματοποίηση της έρευνας χρησιμοποιείται η ποσοτική μέθοδος με τη χρήση ερωτηματολογίου σε δείγμα 314 εκπαιδευτικών. Με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας ανιχνεύεται εφαρμογή αυθεντικής ηγεσίας στα ελληνικά δημόσια σχολεία. Εμφανίζεται επίσης θετική συσχέτιση μεταξύ της αντιλαμβανόμενης από τους εκπαιδευτικούς αυθεντικής ηγεσίας, της ψυχολογικής ενδυνάμωσής τους και της εκτός ρόλου εργασιακής τους απόδοσης. Το χαρακτηριστικό της αυθεντικής ηγεσίας που φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο την εκδήλωση εκτός ρόλου συμπεριφορών από τους εκπαιδευτικούς είναι η αυτεπίγνωση του διευθυντή. Από την έρευνα επίσης υποστηρίζεται ότι οι εκπαιδευτικοί ενδυναμώνονται ψυχολογικά από τον αυθεντικό ηγέτη τους κυρίως στη διάσταση της επίδρασης, της αίσθησης δηλαδή, ότι με την προσπάθειά τους μπορούν να επηρεάσουν αυτά που συμβαίνουν στο σχολείο. Σημαντικό εύρημα της εργασίας είναι ότι η ψυχολογική ενδυνάμωση δρα διαμεσολαβητικά μεταξύ της αντιλαμβανόμενης από τους εκπαιδευτικούς αυθεντικής ηγεσίας και της εκτός ρόλου εργασιακής τους απόδοσης. Τέλος, παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές στις συσχετίσεις μεταξύ των βασικών εννοιών της παρούσας εργασίας αναφορικά με τη βαθμίδα του σχολείου (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο). 426 450 457 The role of work incentives and the effect of psychological characteristics on lifelong learning of primary and secondary school teachers Ο ρόλος των κινήτρων εργασίας και η επίδραση ψυχολογικών χαρακτηριστικών στη δια βίου μάθηση των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης The aim of this dissertation is to investigate the form of work motivation, psychological characteristics and their relation to the lifelong learning of primary and secondary education teachers. It also investigates the reasons for participation in the reforming process. Thus, in the context of this dissertation, extensive secondary research was initially carried out to clarify concepts such as professional development of teachers, motivation at work as well as other psychological factors such as anxiety, depression, self-esteem and personality. Next, a primary survey was conducted among primary and secondary education teachers across the Greek territory in the form of a questionnaire exploring the perceptions of respondents concerning their training (effectiveness, training needs and motivation for participation to training courses), satisfaction of three psychological needs (autonomy, competence, interpersonal relationships) in their work and the form of work motivation. As noted above, anxiety, depression, personality types, self-esteem and work engagement are also investigated. Altogether, 556 questionnaires were completed. The interview method was used and data analysis was conducted using the content analysis method. The main methods of analysis used were the questionnaire reliability analysis, comparison analysis, correlation analysis, regression analysis, and confirmatory factor analysis of any neatly accepted model. According to the research results, the overall satisfaction of the three psychological needs affects the autonomy motivation of teachers to work and this in turn influences both the perceptions of the effectiveness of the training and the motivation for participation in the training process, the most important reason being that of professional development. The motivation for participation is also influenced by the teachers' previous perceptions about the effectiveness of training in professional development and their career development, as well as the form of motivation in their work and the satisfaction of the three psychological needs in the workplace and in particular of autonomy, since the sense of autonomy is related directly to autonomy motivation. It has also been found that: a) autonomous or intrinsic motivation at work influences several of the factors under investigation, affecting both the motivation to participate in training, the perceptions of the effectiveness of the training and the satisfaction of the three psychological needs; b) the work engagement is a predictive factor both for the satisfaction of the three needs and the self-determination of the teachers, and it is positively correlated with all forms of autonomous motivation as well. Α positive correlation was found between the factor of extroversion and the satisfaction of the three psychological needs, self-esteem and self-determination of teachers in the workplace and negative correlation with depression. Conscientiousness is positively correlated with self-esteem, self-determination and work engagement. Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση της μορφής παρακίνησης στην εργασία και ψυχολογικών χαρακτηριστικών και η σχέση τους με τη δια βίου μάθηση των εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και τους λόγους συμμετοχής στην επιμορφωτική διαδικασία. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διατριβής πραγματοποιήθηκε αρχικά δευτερογενής έρευνα, ώστε να αποσαφηνιστούν έννοιες όπως επαγγελματική ανάπτυξη εκπαιδευτικών, παρακίνηση στην εργασία και άλλοι ψυχολογικοί παράγοντες όπως άγχος, κατάθλιψη, αυτοεκτίμηση και προσωπικότητα. Στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε πρωτογενής έρευνα στους εκπαιδευτικούς Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ανά την ελληνική επικράτεια με τη μορφή ερωτηματολογίου που διερευνούσε τις αντιλήψεις των ερωτώμενων για την επιμόρφωσή τους (αποτελεσματικότητα, επιμορφωτικές ανάγκες και λόγους συμμετοχής), την ικανοποίηση των τριών ψυχολογικών αναγκών (αυτονομία, επάρκεια και διαπροσωπικές σχέσεις) στην εργασία τους και τη μορφή παρακίνησης στην εργασία. Επίσης, διερευνούσε, όπως προαναφέρθηκε, το άγχος, την κατάθλιψη, τους τύπους προσωπικότητας, την αυτοεκτίμηση και τον βαθμό εμπλοκής στην εργασία. Συνολικά, 556 ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συνέντευξης, όπου η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη μέθοδο ανάλυσης περιεχομένου. Οι κυριότερες μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η ανάλυση αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου, ο έλεγχος συγκρίσεων, η ανάλυση συσχετίσεων, η ανάλυση παλινδρόμησης και η επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση τυχόν ευρέσεως αποδεκτού μοντέλου. Σύμφωνα με τα ερευνητικά αποτελέσματα, η συνολική ικανοποίηση των τριών ψυχολογικών αναγκών επηρεάζει την αυτόνομη παρακίνηση των εκπαιδευτικών στην εργασία και αυτή με τη σειρά της επηρεάζει τόσο τις αντιλήψεις για την αποτελεσματικότητα της επιμόρφωσης όσο και το συνολικό κίνητρο συμμετοχής στην επιμορφωτική διαδικασία. Από τα τρία είδη κινήτρων συμμετοχής στην επιμόρφωση, επηρεάζει περισσότερο το κίνητρο της επαγγελματικής ανάπτυξης. Το κίνητρο συμμετοχής επηρεάζεται τόσο από τις πρότερες αντιλήψεις που έχουν οι εκπαιδευτικοί για την αποτελεσματικότητα της επιμόρφωσης στην επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξή τους, όσο και από τη μορφή παρακίνησης στην εργασία τους και την ικανοποίηση των τριών ψυχολογικών αναγκών στο χώρο εργασίας και ειδικότερα της αυτονομίας αφού η αίσθηση αυτονομίας είναι αυτή που σχετίζεται άμεσα με την αυτόνομη παρακίνηση. Βρέθηκε ότι: α) η αυτόνομη ή εσωτερική παρακίνηση στην εργασία συσχετίζεται με αρκετούς από τους υπό διερεύνηση παράγοντες, επηρεάζοντας τόσο το κίνητρο συμμετοχής στην επιμόρφωση και τις αντιλήψεις για την αποτελεσματικότητα της επιμόρφωσης όσο και την ικανοποίηση των τριών ψυχολογικών αναγκών, β) ο παράγοντας της εμπλοκής στην εργασία αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα τόσο για την ικανοποίηση των τριών αναγκών, όσο και τον αυτοπροσδιορισμό των εκπαιδευτικών, ενώ συσχετίζεται θετικά με όλες τις μορφές της αυτόνομης παρακίνησης καθώς και με την ίδια. Επίσης, βρέθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ του παράγοντα της εξωστρέφειας και της ικανοποίησης των τριών αναγκών, της αυτοεκτίμησης και του αυτοπροσδιορισμού των εκπαιδευτικών στον χώρο εργασίας τους και αρνητική συσχέτιση με την κατάθλιψη, ενώ η ευσυνειδησία συσχετίζεται θετικά με την αυτοεκτίμηση, τον αυτοπροσδιορισμό και την εσωτερική παρακίνηση ιδιαίτερα. 427 658 614 The employment of information and communications technologies' specialities in the enterprises Η απασχόληση των ειδικοτήτων τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών στις επιχειρήσεις πληροφορικής The employment of human resources specialized in information and communications technologies (ICT) and the effects of enterprise characteristics on their employment constitute research fields, which have been studied very scarcely in the international bibliography. This doctoral thesis focuses on these fields by examining issues related to the employment of educational system’s outflows in the ICT labour market and the corresponding effects of enterprise profile characteristics. The problem has been tackled by introducing a research model, which consists of three successive stages. In each stage a different data collection technique is applied. The first stage consists of an extensive quantitative analysis of the higher education offered at undergraduate and postgraduate level. The main emphasis is given in the specializations offered by the existing Greek ICT departments and in the potential education outflows to the labour market. The second stage is a preparatory research determining the contents of the three main occupation parameters of enterprises and individuals specialized in ICT. A methodology based on corporate collection is introduced and applied. The third stage is a national survey, which has been addressed to all ICT enterprises residing in Greece. A structured questionnaire is used as research tool. Survey’s accomplishment yielded 343 filled and valid questionnaires (response rate 30.2%, which is considered as satisfactory for the deduction of credible conclusions). The issues examined are related to human resource management, to the ICT professions and specialization sectors, to the employment of the main specialities and to the degree of enterprise satisfaction for their professional performance. The impact of enterprise profile characteristics on the practices and attitudes adopted for all the above employment issues are examined through the statistical testing of 10 research hypotheses. The statistical techniques used are the Χ2 test, the analysis of variance (ANOVA), the Spearman’s correlation coefficients and the principal component analysis with Varimax rotation. Data analysis led to findings and conclusions for all the research fields of the thesis. As far as the higher education offered by the Universities and the Technological Educational Institutions is concerned, the recent rapid growth of the ICT departments led to large, for Greek standards, annual numbers of enrolled new students and consequently graduates. This issue, in relation to the similarity of courses offered should be examined thoroughly by the state. The postgraduate programmes have been developed beyond any anticipation, mirroring the augmentative needs for specialized personnel. Regarding the ICT labour market it is ascertained that it constitutes a competitive and demanding work battle, having developed its own attitudes in management and employment of its human resources. The practices and attitudes adopted are largely differentiated by the enterprise size (number of employees) and in a smaller degree by the enterprise location and the geographical range of their activities. On the contrary the effects of the enterprise vocational directions are very small and those of their age (year of foundation) null. The uniform and nearly universal employers’ satisfaction by the professional performance of the ICT graduates in their needs is a clear sign of the skills gab lowering in the sector.The labour market’s representatives report fairly optimistic for the ICT sector and even more for the prospects of their enterprise. They also lay down a dire need for specialization of the ICT employees in order to improve their professional prospects. Considering as main selection criteria of an ICT profession its spread in the labour market and the degree of difficulty enterprises face in employing corresponding specialized personnel, particular professions are suggested to the young professionals as the relatively better choices. The findings of this thesis and the conclusions drawn can become useful for the decision makers (public and private bodies as well as persons) and for the potential and young professionals who seek for a fruitful career. Finally some future research attempts are suggested, which will contribute to the investigation of more aspects of this important and complex problem; the specialized work force’s employment. Η απασχόληση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού του κλάδου των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και οι επιδράσεις που ασκούν σε αυτήν τα χαρακτηριστικά του προφίλ των επιχειρήσεων αποτελούν ερευνητικά πεδία, τα οποία έχουν διερευνηθεί ελάχιστα στη βιβλιογραφία. Η διδακτορική αυτή διατριβή εστιάζει το ενδιαφέρον της σε αυτά τα πεδία, εξετάζοντας ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται άμεσα με την απασχόληση των εκροών του εκπαιδευτικού συστήματος στην αγορά εργασίας των ΤΠΕ και τις αντίστοιχες επιδράσεις των χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων. Για την προσέγγιση του προβλήματος χρησιμοποιείται ένα μοντέλο διερεύνησης τριών διαδοχικών σταδίων, σε καθένα από τα οποία εφαρμόζεται διαφορετική τεχνική συλλογής δεδομένων. Το πρώτο στάδιο συνίσταται από την εκτενή ποσοτική έρευνα της ανώτατης εκπαίδευσης στις ΤΠΕ - σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο - δίνοντας έμφαση στις προσφερόμενες ειδικότητες και στο ανθρώπινο δυναμικό που ‘αποδίδεται’ στην αγορά εργασίας. Το δεύτερο στάδιο αποτελεί προπαρασκευαστική έρευνα, κατά την οποία προσδιορίζεται η σύσταση των παραμέτρων απασχόλησης των εταιρειών και των ατόμων που δραστηριοποιούνται στις ΤΠΕ, εφαρμόζοντας μία μεθοδολογία που στηρίζεται στη συλλογική επιλογή. Το τρίτο στάδιο αποτελεί εθνική έρευνα πεδίου που απευθύνθηκε προς τις επιχειρήσεις ΤΠΕ, χρησιμοποιώντας ως ερευνητικό εργαλείο ένα δομημένο ερωτηματολόγιο. Η υλοποίησή της απέφερε 343 έγκυρα ερωτηματολόγια (ποσοστό απόκρισης 30,2%). Τα πεδία που διερευνώνται είναι η διοίκηση των ανθρώπινων πόρων, οι τομείς εξειδίκευσης και τα επαγγέλματα του κλάδου, η απασχόληση των ειδικοτήτων ΤΠΕ καθώς και η ανταπόκρισή τους στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Παράλληλα εξετάζονται, μέσω του στατιστικού ελέγχου 10 ερευνητικών υποθέσεων, οι επιδράσεις των χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων στις πρακτικές και στις στάσεις που υιοθετούνται στα κύρια ζητήματα της απασχόλησης των ειδικοτήτων ΤΠΕ. Οι στατιστικές τεχνικές ανάλυσης που χρησιμοποιούνται είναι ο έλεγχος Χ2, ο έλεγχος ανάλυσης της διασποράς, οι συντελεστές συσχέτισης του Spearman και η ανάλυση σε κύριες συνιστώσες. Από την ανάλυση των δεδομένων συνάγονται διαπιστώσεις και συμπεράσματα για τα όλα τα ερευνητικά πεδία που εξετάζει η διατριβή. Όσον αφορά στην παρεχόμενη ανώτατη εκπαίδευση, η πρόσφατη ραγδαία αύξηση του αριθμού των τμημάτων ΤΠΕ οδήγησε σε μεγάλους, για τα ελληνικά δεδομένα, ετήσιους αριθμούς εισακτέων και κατά συνέπεια αποφοίτων. Το ζήτημα αυτό, σε συνδυασμό με την ομοιομορφία των παρεχόμενων γνώσεων, θα πρέπει να εξετασθεί με προσοχή από την πολιτεία. Τα προσφερόμενα προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών έχουν αναπτυχθεί πέρα από κάθε πρόβλεψη, αντικατοπτρίζοντας τις αυξημένες ανάγκες εξειδίκευσης του ανθρώπινου δυναμικού. Διαπιστώνεται ότι η αγορά εργασίας του κλάδου των ΤΠΕ αποτελεί έναν ανταγωνιστικό και απαιτητικό εργασιακό στίβο, έχοντας αναπτύξει τις δικές της στάσεις στη διοίκηση και απασχόληση του ανθρώπινου δυναμικού της. Οι πρακτικές και οι στάσεις που υιοθετούνται, διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος των επιχειρήσεων και σε μικρότερο από την έδρα και τη γεωγραφική εμβέλεια δραστηριοποίησής τους. Αντίθετα, οι επιδράσεις της ηλικίας των εταιρειών είναι μηδενικές, ενώ αυτές των επαγγελματικών κατευθύνσεών τους πολύ μικρές. Η ομοιόμορφη και σχεδόν καθολική ικανοποίηση των εργοδοτών από την ανταπόκριση των πτυχιούχων ΤΠΕ στις απαιτήσεις τους αποτελεί ένδειξη της μείωσης του χάσματος δεξιοτήτων στον κλάδο. Οι εκπρόσωποι της αγοράς εργασίας παρουσιάζονται αρκετά αισιόδοξοι για τον κλάδο των ΤΠΕ και ακόμη περισσότερο για τις προοπτικές της επιχείρησης, στην οποία απασχολούνται. Κατατίθεται επίσης η αδήριτη ανάγκη εξειδίκευσης των εργαζομένων, προκειμένου να βελτιώσουν τις επαγγελματικές τους προοπτικές. Θεωρώντας ως κριτήρια επιλογής ενός επαγγέλματος ΤΠΕ το βαθμό διασποράς του στην αγορά εργασίας και τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το βαθμό δυσκολίας εξεύρεσης για πρόσληψη αντίστοιχου προσωπικού προτείνονται συγκεκριμένα επαγγέλματα ως οι συγκριτικά καλύτερες επιλογές για τους νέους επαγγελματίες. Τα αποτελέσματα και τα συμπεράσματα της διατριβής μπορούν να αποβούν χρήσιμα στους φορείς που λαμβάνουν αποφάσεις και στους δυνητικούς και νέους επαγγελματίες του κλάδου που αναζητούν μία γόνιμη επαγγελματική σταδιοδρομία. Προτείνονται, τέλος, ορισμένα μελλοντικά ερευνητικά εγχειρήματα που πιστεύεται ότι θα συμβάλλουν στη διερεύνηση περισσότερων διαστάσεων του σημαντικού και πολυσύνθετου θέματος της απασχόλησης. 428 424 410 The role of the 4PL provider in the supply chain system: the pre-selection process of potential logistics service providers (freight forwarders and 3PL) based on the level of intra-firm incorporatin of Total Quality Management. Ο ρόλος του 4PL στο σύστημα της εφοδιαστικής αλυσίδας: προ-επιλογή δυνητικών παροχών υπηρεσιών Logistics (διαμεταφορείς και 3PL) βάσει του βαθμού ενδο-επιχειρησιακής ενσωμάτωσης της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας. The pluralism of entities that exist and operate in the supply chain constantly increases the complexity within the field. Aim of the Logistics Service Providers (LSPs) is the provision of one-stop-shop services. Consequently, the relevant entities focus on the constant enrichment of the provided services, making the distinction among them indiscernible. This situation highlights the contribution of the 4PL provider as the integrator, manager and coordinator of each provider, as its task is to form the appropriate network of partner, in order to respond to the expectations of the logistics users. This can be facilitated on the grounds that a structured and systematic partner selection process exists. Research efforts focus on the determination of the criteria for partner selection, without distinguishing between the criteria that are used in the phase of pre¬selection and those that are used in the phase of final partner selection. The majority of researches suggest subjective criteria for the partner selection process, while no method has been suggested regarding the grouping of the pre-selection criteria. Therefore, the dissertation aims at (a) suggesting a framework for the pre-selection process, based on subjective criteria, and (b) assessing the appropriateness of the proposed method, its capability to provide useful insights to the 4PL providers, in respect to the pre-selection and management of potential partners. More specifically, the dissertation suggests the adoption of the Total Quality Management philosophy by the 4PL providers, as a method for the partner pre-selection phase, utilizing the internationally recognized European Quality Excellence Model (EFQM). Furthermore, the appropriateness of the proposed process is assessed based on the level of intra-firm incorporation of the EFQM criteria, so that the sorting/segmentation of the LPSs is realized, so that it provides useful insights regarding the culture and attitude of the potential partners towards quality. The contribution of the dissertation refers to (a) the exploration of the up to date, for our country, phenomenon of the 4PL providers that gradually enter the field of logistics, aiming to undertake the role of the supply chain integrator, (b) the registration of the structural elements of collaboration in the supply chain, emphasizing on the partner selection process, and also to (c) the segmentation of the LSPs that operate in the Greek market according to the different logistics entities, the provided services, as well as the level of intra-firm incorporation of Total Quality Management. Ο πλουραλισμός των οντοτήτων που ενυπάρχουν και δραστηριοποιούνται στην εφοδιαστική αλυσίδα συντελούν στη διαρκή αύξηση της πολυπλοκότητας του κλάδου. Απώτερος στόχος των επιμέρους παροχών υπηρεσιών logistics (ΠΥΙ_) αποτελεί η παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω οντότητες εστιάζουν στη διαρκή διεύρυνση των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθιστώντας δυσδιάκριτη τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των διαφορετικών παροχών υπηρεσιών logistics. Ως εκ τούτου, αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος του παρόχου 4PL υπηρεσιών για την ενοποίηση, διαχείριση και συντονισμό των επιμέρους παροχών. Ο πάροχος 4PL υπηρεσιών καλείται να διαμορφώσει το κατάλληλο δίκτυο συνεργατών ώστε να ανταποκριθεί με συνέπεια στις προσδοκίες των πελατών του. Αυτό προϋποθέτει τη θεσμοθέτηση μίας δομημένης και συστηματικής διαδικασίας επιλογής συνεργατών. Οι διαχρονικές ερευνητικές προσπάθειες εστιάζουν στον καθορισμό των κριτηρίων επιλογής συνεργατών, χωρίς να γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ εκείνων που χρησιμοποιούνται στη φάση της προ-επιλογής και τελικής επιλογής συνεργατών. Η πλειοψηφία των ερευνητών προτείνει υποκειμενικά κριτήρια για την επιλογή των συνεργατών, ενώ δεν έχει προταθεί κάποια μέθοδος αναφορικά με την ομαδοποίηση των κριτηρίων προ-επιλογής. Κατά συνέπεια, η πρωτοτυπία και ταυτόχρονα ο βασικός σκοπός της διατριβής είναι (α) να προτείνει μία διαδικασία προ-επιλογής συνεργατών, η οποία να διακρίνεται για την αντικειμενικότητα των κριτηρίων που θα χρησιμοποιεί και (β) να ελέγξει την καταλληλότητα της, τη δυνατότητα της να αποτελέσει για τους 4PL ένα εργαλείο για την προ-επιλογή και διαχείριση των δυνητικών συνεργατών τους. Ειδικότερα, η παρούσα διατριβή προτείνει την υιοθέτηση της φιλοσοφίας της Διοίκησης Ολικής -Ποιότητας (ΔΟΠ) από τους 4PL παρόχους ως μεθόδου προ-επιλογής δυνητικών συνεργατών, με την αξιοποίηση του διεθνώς αναγνωρισμένου Ευρωπαϊκού Μοντέλου Επιχειρηματικής Αριστείας (EFQM). Στη συνέχεια, η καταλληλότητα της προτεινόμενης διαδικασίας ελέγχεται με την αξιοποίηση του βαθμού ενσωμάτωσης (από τους ΠΥΙ_) των κριτηρίων του EFQM, ώστε να καταλήξει η διαδικασία προ-επιλογής στη διαλογή/ τμηματοποίηση των ΠΥΙ_, με τρόπο ώστε να παρέχει σημαντικά στοιχεία αναφορικά με την κουλτούρα και τη στάση τους απέναντι στην ποιότητα. Η συμβολή της παρούσας διατριβής μπορεί αναφέρεται (α) στη διερεύνηση του επίκαιρου, για τη χώρα μας, φαινομένου της δραστηριοποίησης 4PL εταιριών, οι οποίες εισάγονται σταδιακά στον κλάδο των logistics, επιδιώκοντας να διαδραματίσουν το ρόλο του ενοποιητή της εφοδιαστικής αλυσίδας, (β) στην αποτύπωση των δομικών στοιχείων της συνεργασίας στην εφοδιαστική αλυσίδα, δίνοντας έμφαση στη διαδικασία επιλογής συνεργατών, αλλά και (Υ) στη χαρτογράφηση της ελληνικής αγοράς των ΠΥΙ_ αναφορικά με τις διαφορετικές οντότητες, τις παρεχόμενες υπηρεσίες καθώς και το βαθμό ενδο-επιχειρησιακής ενσωμάτωσης της ΔΟΠ. 429 324 351 Strategic management of change: the role of emotional & cognitive attitutes towards readiness to change nad their effect to the firms' financial results. Στρατηγικό μάνατζμεντ αλλαγής: ο ρόλος των συναισθηματικών & γνωστικών στάσεων ως προς την ετοιμότητα για αλλαγή και η επίδρασή τους στα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα των επιχειρήσεων. Innate nature characteristic, change has always preoccupied people. Nowadays, changes entail more vagueness, insecurity, complexity, frequency and intensity. In addition, in recent researches, skepticism has been expressed for the differentiation of innate characteristics of change, frame, structure and content. Therefore, In a business environment where the only certainty is the uncertainty, the organizational and individual readiness to change can be an important source of competitive advantage. Within this context, the main purpose of the present thesis is the creation, application, examination and evaluation of an individual readiness to change and tolerance of ambiguity/uncertainty model, in order for the efficiency of organizational members to be improved in relation to the multiple changes they experience in their working environment. The sector of Information and Communications Technology as well as the Bank sector were chosen for examination due to their importance for the Greek economy and the high change rate they endure. Respectively, senior executives were chosen to participate in the research, due to their key role during organizational change. In more details, are examined senior executives' emotional dimensions towards change (pleasure-arousal-dominance), their level of job satisfaction, the degree of their organizational commitment, the level of control they believe to exert in the evolving evolutions (locus of control), the factors influencing their personal involvement (importance-interest), the level of their emotional intelligence and their cultural values. Moreover, it is examined the relationship between senior executives' and tolerance of ambiguity/uncertainty and the aforementioned factors as well as, the financial efficiency of their organizations (in terms of profitability and efficiency). The thesis is completed with a series of proposals and policies, based on the research findings, aiming at enforcing the efficiency of ITC and Bank sectors' senior executives, in respect to the ambiguity, uncertainty and complexity of changes they face in the environment their organizations are active. Η αλλαγή είναι ένα έμφυτο χαρακτηριστικό της φύσης που απασχολεί τον άνθρωπο από την αρχή της ύπαρξης του. Στις μέρες μας όμως, οι αλλαγές εσωκλείουν εντονότερη ασάφεια, αβεβαιότητα, πολυπλοκότητα, συχνότητα και ένταση. Επιπλέον, πρόσφατες έρευνες επιδεικνύουν σημαντικό προβληματισμό για τη διαφοροποίηση των εγγενών χαρακτηριστικών της αλλαγής, του πλαισίου, της δομής και του περιεχομένου της. Κατά συνέπεια, σε ένα επιχειρησιακό περιβάλλον όπου η μόνη βεβαιότητα είναι η αβεβαιότητα, η οργανωσιακή και ατομική ετοιμότητα για αλλαγή μπορούν να αποτελέσουν μια σημαντική πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, κύριος σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η δημιουργία, εφαρμογή και αξιολόγηση ενός μοντέλου ανοχής της ασάφειας/αβεβαιότητας, προκειμένου να μπορέσει να ενισχυθεί η απόδοση των οργανωσιακών μελών σε σχέση με τις πολύπλοκες αλλαγές που βιώνουν στο εργασιακό τους περιβάλλον. Επιλέχτηκαν να εξεταστούν ο κλάδος των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) και ο Τραπεζικός κλάδος εξαιτίας της σημαντικότητας τους για την ελληνική οικονομία και του υψηλού ρυθμού αλλαγής που βιώνουν. Αντίστοιχα, επιλέχτηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα τα διευθυντικά στελέχη, εξαιτίας του κομβικού τους ρόλου κατά την οργανωσιακή αλλαγή. Πιο αναλυτικό, εξετάζονται οι συναισθηματικές διαστάσεις των διευθυντικών στελεχών ως προς την αλλαγή {pleasure-arousal-dominance), το επίπεδο της εργασιακής τους ικανοποίησης (Job satisfaction), ο βαθμός της οργανωσιακής τους δέσμευσης (commitment), ο βαθμός ελέγχου που πιστεύουν ότι ασκούν στις αναδυόμενες εξελίξεις (locus of control), οι παράγοντες που επηρεάζουν την προσωπική τους εμπλοκή (importance-interest), το επίπεδο της συναισθηματικής τους νοημοσύνης (emotional intelligence) και οι πολιτισμικές τους αξίες (cultural values). Ακολούθως, διερευνάται η σχέση της ανοχής της ασάφειας/αβεβαιότητας (tolerance of ambiguity/uncertainty) των διευθυντικών στελεχών με τους προαναφερόμενους παράγοντες και η σχέση της με τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις των οργανισμών τους (σε όρους κερδοφορίας και αποδοτικότητας). Η διδακτορική διατριβή ολοκληρώνεται με μια σειρά προτάσεων και πολιτικών οι οποίες βασίζονται στα αποτελέσματα της έρευνας και αποσκοπούν στην ενίσχυση της απόδοσης των διευθυντικών στελεχών του κλάδου των ΤΠΕ και του Τραπεζικού κλάδου, αναφορικά με την ασάφεια, την αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα των αλλαγών που αντιμετωπίζουν στο περιβάλλον δραστηριοποίησης των οργανισμών τους. 430 728 771 The relationship between psychological belonging, student performance and orginisational culture in greek primary education. Η σχέση ανάμεσα στο ψυχολογικό ανήκειν, την απόδοση των μαθητών και την οργανωσιακή κουλτούρα στην Ελληνική Πρωτοβάθμια Εκαπίδευση The present PhD thesis focuses on examining the relationship between psychological belonging, student performance and organisational culture in Greek Primary Education. In a globalised society with Greece facing the consequences of the economic crisis it is of crucial importance to reveal if and how feelings of 'belonging’ and ‘inclusion’ are connected with the way that school children experience school. Underperformance and specific aspects of disruptive behaviour in schools are strongly connected with feelings of ‘belonging’ that young students experience. The thesis will address the following core questions; how do young people experience school and what are young people learning at school (beyond the academic curriculum)? The literature review, both of institutional texts and relative studies revealed that there is another kind of learning occurring in schools; young people are not only learning the curriculum in the classroom but they are also learning from the organizational process they are experiencing in the whole school since this organisational process is also part of the pedagogy of schooling. The school is an organisation; indeed it is the first organization we have a formal relationship with and remains so during the most formative years of our life. In fact the classroom is itself a mini-organisation in which motivation, communication and relationships apply. In this context, a multi-level research and interpretive approach was adopted in attempting to analyze the organizational process young people experience in order to develop our understanding of how it affects their well-being and school identity. There were four research methods used: a meta-synthesis of the literature, interviews with school teachers, self- report questionnaires from both students and teachers and analyses of children’s drawings. Based on the research data used, it was revealed that the content of the curriculum is not the only thing people learn at school but they also learn from the organisational processes they experience. The interviews of Primary and Secondary teachers verified this reality as the memories of almost all of the teachers as adults related to the process they experienced and not the content they learnt. In fact the teachers stated that the organisational experiences they had in school taught them a lot more than the curriculum and this particular experience had more of an impact on them than the content. Moreover, all of the four research methods that were used, revealed that school is where people learn how organisations and their processes actually work, how to belong to, and form protective groups, how to lead, how to deal with authority, what motivates people and how people control people. Furthermore young students learn what social status means in an organization, which are ‘acceptable ’ and ‘unacceptable' kinds of behavior, which are the models of success and failure and how inclusion and exclusion are used to project values as well as what roles they should take in a school, and what kind of student is valued and not valued. Most importantly of all, the understanding of organizational behavioral norms and the sense the learner’s role, and value, in the organizational life of the school offer safety, security and a place in the organisation for all children. All in all, the most important parameter, which emerged through the findings of the research, is that it is about time that we view the school, as a learning community by recognizing that participation, success, inclusivity and collaboration are important values and ideals that are molded from many different sources. The implications of this thesis are that we need to take a broader look at what schools actually ‘do An engaging curriculum that fosters a symbiotic integration of head, heart, and hands has the potential to go beyond ‘teaching / learning’ initiatives. The difference though, is that in this new school the young learners will be able to grasp all these opportunities so as to become actively involved in the process of learning, exploring, discussing, designing, reflecting and refining. By extending education beyond the classroom and into the community, through innovation, teacher training, cultural development, and collaboration with all the members of the school community, the type of education offered in the 21st-century can and will support a collaborative learning environment which in turn will respond to the ongoing societal challenges. Finally, such an approach represents an integrated response to the tangle knot that is school. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στην εξέταση της σχέσης μεταξύ του ψυχολογικού ανήκειν, τις επιδόσεις των μαθητών και της οργανωσιακής κουλτούρας στην ελληνική Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία με την Ελλάδα να αντιμετωπίζει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης, είναι ζωτικής σημασίας να διερευνηθεί εάν και κατά πόσο τα συναισθήματα του «ανήκειν» και της «ένταξης» συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο οι μαθητές βιώνουν το σχολείο. Οι χαμηλές επιδόσεις και συγκεκριμένες πτυχές ανάρμοστης συμπεριφοράς στα σχολεία είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τα συναισθήματα του «ανήκειν» στη σχολική κοινότητα. Η διατριβή θα ασχοληθεί με τα ακόλουθα ερωτήματα: Πώς οι νέοι μαθητές βιώνουν τη σχολική εμπειρία και τι είναι αυτό που οι νέοι άνθρωποι μαθαίνουν στο σχολείο (πέρα από το ακαδημαϊκό πρόγραμμα σπουδών); Η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, τόσο των θεσμικών κειμένων όσο και των σχετικών μελετών έδειξαν ότι υπάρχει ένα άλλο είδος της μάθησης που συμβαίνουν στα σχολεία. Οι νέοι μαθαίνουν όχι μόνο από το πρόγραμμα σπουδών στην τάξη, αλλά επίσης από την οργανωσιακή διαδικασία που βιώνουν σε όλο το σχολείο δεδομένου ότι αυτή η οργανωσιακή διαδικασία είναι επίσης μέρος της παιδαγωγικής της σχολικής εκπαίδευσης. Το σχολείο είναι ένας οργανισμός. Πράγματι είναι ο πρώτος οργανισμός με τον οποίο έχουμε μια επίσημη σχέση και παραμένει έτσι κατά τη διάρκεια όλων των χρόνων της ζωής μας. Στην πραγματικότητα, η τάξη είναι η ίδια ένας μικρο-οργανισμός μέσα στον οποίο αναπτύσσονται κίνητρα, επικοινωνία και σχέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, μια πολυεπίπεδη έρευνα και μία ερμηνευτική προσέγγιση υιοθετήθηκε στην προσπάθεια να αναλύσει την οργανωσιακή διαδικασία που οι νέοι μαθητές βιώνουν προκειμένου να αναπτύξει την κατανόησή μας για το πώς επηρεάζει την ευημερία και τη σχολική τους ταυτότητα. Τέσσερις ερευνητικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν: μία μετα-σύνθεση της βιβλιογραφίας, συνεντεύξεις με εκπαιδευτικούς του σχολείου, ερωτηματολόγια σε μαθητές και στους εκπαιδευτικούς τους και αναλύσεις ζωγραφιών από τους μαθητές. Με βάση τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στην έρευνα, διαπιστώθηκε ότι το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών δεν είναι το μόνο πράγμα που οι άνθρωποι μαθαίνουν στο σχολείο, αλλά επίσης μαθαίνουν από τις οργανωσιακές διαδικασίες που βιώνουν. Οι συνεντεύξεις σε εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης επαλήθευσαν αυτή την πραγματικότητα, καθώς οι μνήμες από το σύνολο σχεδόν των εκπαιδευτικών ως ενηλίκων, σχετίζονται με τη διαδικασία που βίωσαν και όχι το περιεχόμενο που έμαθαν. Στην πραγματικότητα, οι εκπαιδευτικοί δήλωσαν ότι οι οργανωσιακές εμπειρίες που είχαν στο σχολείο τους δίδαξαν πολλά περισσότερα από το πρόγραμμα σπουδών και η συγκεκριμένη εμπειρία είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο σε αυτούς από το περιεχόμενο. Επιπλέον, το σύνολο των τεσσάρων ερευνητικών μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν, αποκάλυψε ότι το σχολείο είναι ο χώρος όπου οι άνθρωποι να μάθουν πως οι οργανώσεις και οι διαδικασίες τους λειτουργούν πραγματικά, πώς να ανήκουν, και να σχηματίσουν προστατευτικές ομάδες, πώς να καθοδηγούν, πώς να ασκούν εξουσία, τι είναι αυτό που παρακινεί τους ανθρώπους και πώς οι άνθρωποι ελέγχουν τους ανθρώπους. Επιπλέον, οι μαθητές μαθαίνουν τι σημαίνει κοινωνική θέση σε έναν οργανισμό, ποια είναι «αποδεκτά» και «μη αποδεκτά» είδη συμπεριφοράς, ποια είναι τα μοντέλα της επιτυχίας και της αποτυχίας καθώς και τι ρόλο θα έπρεπε να έχουν σε ένα σχολείο, και τι είδους μαθητής εκτιμάται ή όχι. Το πιο σημαντικό απ 'όλα όμως είναι η κατανόηση των οργανωσιακών κανόνων συμπεριφοράς και η έννοια του ρόλου του μαθητή στην οργανωσιακή ζωή του σχολείου καθώς και η ασφάλεια και η θέση στο σχολείο ως οργανισμό για όλα τα παιδιά. Συνολικά, η πιο σημαντική παράμετρος, η οποία προέκυψε μέσα από τα ευρήματα της έρευνας, είναι ότι πρέπει το σχολείο να αποτελέσει μια μαθησιακή κοινότητα αναγνωρίζοντας ότι η συμμετοχή, η επιτυχία, και η συνεργασία είναι σημαντικές αξίες και ιδανικά που προέρχονται από πολλές διαφορετικές πηγές. Οι επιπτώσεις αυτής της διατριβής επικεντρώνονται στο ότι πρέπει να ρίξουμε μια πιο ευρύτερη ματιά στο τι πραγματικά μπορούμε να «κάνουμε» και να βιώσουμε μέσα στη σχολική κοινότητα.. Ένα ελκυστικό πρόγραμμα σπουδών που προωθεί μια συμβιωτική ολοκλήρωση της νόησης και της καρδιάς έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει νέες πρωτοβουλίες «διδασκαλίας/ μάθησης». Η διαφορά όμως, είναι ότι σε αυτό το νέο σχολείο οι νέοι μαθητές θα είναι σε θέση να κατανοήσουν όλες αυτές τις ευκαιρίες, έτσι ώστε να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία της μάθησης, την εξερεύνηση, τη συζήτηση και το σχεδιασμό. Με την επέκταση της εκπαίδευσης πέρα από την τάξη και στην κοινότητα, μέσω της καινοτομίας, της κατάρτισης των εκπαιδευτικών, την πολιτιστική ανάπτυξη και τη συνεργασία με όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας, το είδος της εκπαίδευσης που προσφέρεται στον 21ο αιώνα μπορεί και θα υποστηρίξει ένα συνεργατικό περιβάλλον μάθησης που με τη σειρά του Οα ανταποκριθεί στις τρέχουσες κοινωνικές προκλήσεις. Τέλος, μια τέτοια προσέγγιση αποτελεί μια ολοκληρωμένη απάντηση στον οργανισμό που λέγεται σχολείο. 431 276 379 Προσδιοριστικοί παράγοντες επιχειρηματικής επίδοσης: εμπειρική διερεύνηση των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξίων Αθηνών εταιριών This paper aims to identify the factors and the way they affect firm performance. Firm performance is a wide and multidimensional concept. The study focuses on its financial dimension, namely the profitability. Return on Assets (ROA) as the ratio of earnings before tax to total assets is used to measure profitability. Determinants of firm profitability are considered firm size, leverage, liquidity, investment and sales growth. For the purpose of the empirical research, a sample of 665 panel observations is used, which consists of 133 listed on the Athens Stock Exchange firms for a five-year period, 2014-2018. The data are secondary and have been extracted from the officially published financial statements of the firms. The econometric techniques applied are: (a) the ordinary least squares method (OLS), (b) the Kao Residual Cointegration Test, and (c) the more robust Quantile Regression Technique. The results show that three of the five variables – Size (+), Leverage (-), and Investment (+) - are statistically significant, both with the OLS and the Quantile Regression technique. When the sample is grouped into sectors (Consumer: 32 companies, Heavy Industry: 20 companies, Industrial: 38 companies, Service: 31 companies, Tech: 12 companies), the results partially differ. In all five sectors, Size (+) and Leverage (-) remain statistically significant, while Investment (+) appears to affect profitability in only three of the five sectors - Consumer, Industrial and Service. Sales growth does not affect profitability. As far as Liquidity is concerned, the results are ambiguous (+ / -). The Cointegration Test confirms the existence of a long-term relationship between the variables. The findings of the research are consistent with those of other empirical studies and the economic theory. Η αξιολόγηση της επιχειρηματικής επίδοσης, ο εντοπισμός των πηγών της διακύμανσή της και οι τρόποι βελτίωσής είναι απαραίτητα για την βιωσιμότητα τόσο της ίδιας της επιχείρησης όσο και της οικονομίας συνολικά. Η εργασία επιδιώκει να προσδιορίσει τους παράγοντες και τον τρόπο που αυτοί επηρεάζουν την επιχειρηματική επίδοση. Καθώς η επίδοση αποτελείευρεία και πολυδιάστατη έννοια, για τις ανάγκες της εργασίας, χρησιμοποιείται ο λογιστικός δείκτης της Απόδοσης του Συνόλου του Ενεργητικού (ROA) ως μέτρο της κερδοφορίας, κατ’ επέκταση της χρηματοοικονομικής απόδοσης και εν γένει της επιχειρηματικής επίδοσης. Ως προσδιοριστικοί παράγοντες της κερδοφορίας εξετάζονται μικροοικονομικοί παράγοντες του εσωτερικού περιβάλλοντος της επιχείρησης και συγκεκριμένα το μέγεθος, η μόχλευση, η ρευστότητα, οι επενδύσεις και η μεγέθυνση των πωλήσεων. Για τις ανάγκες της εμπειρικής έρευνας χρησιμοποιείται δείγμα 665 panelπαρατηρήσεων, το οποίο συνθέτουν 133 εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) εταιρίες κατά τη διάρκεια της περιόδου 2014-2018. Τα δεδομένα είναι δευτερογενή και έχουν εξαχθεί από τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εταιριών που βρίσκονται επίσημα δημοσιευμένες στη βάση δεδομένων του ΧΑΑ. Οι οικονομετρικές τεχνικές που εφαρμόζονται είναι: (α) η Μέθοδος Ελαχίστων Τετραγώνων (OLS), (β) o Έλεγχος Συνολοκλήρωσης (KaoResidualCointegrationTest) και (γ) η Τεταρτημοριακή Παλινδρόμηση (QuantileRegression). Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι τρεις από τις πέντε ερμηνευτικές μεταβλητές- μέγεθος, μόχλευση και επενδύσεις- είναι στατιστικά σημαντικές, τόσο με τη μέθοδο OLS, όσο και με την QuantileRegression.Το μέγεθος και οι επενδύσεις επηρεάζουν θετικά και η μόχλευση αρνητικά την κερδοφορία, το οποίο συνάδει με την οικονομική θεωρία. Όταν το δείγμα ομαδοποιείται σε κλάδους (Consumer: 32 εταιρίες, HeavyIndustry: 20 εταιρίες, Industrial: 38 εταιρίες, Service: 31 εταιρίες, Tech: 12 εταιρίες), τα αποτελέσματα διαφοροποιούνται μερικώς. Και στους πέντε κλάδους το μέγεθος (+) και η μόχλευση (-)παραμένουν στατιστικά σημαντικοί παράγοντες, ενώ οι επενδύσεις (+) φαίνεται να επιδρούν στην κερδοφορία μόνο στους τρεις από τους πέντε κλάδους -Consumer, Industrial, Service. Η μεγέθυνση των πωλήσεων δεν φαίνεται να επηρεάζει την κερδοφορία, ούτε όταν το δείγμα εξετάζεται συνολικά, ούτε όταν χωρίζεται σε κλάδους. Όσον αφορά τη ρευστότητα, τα αποτελέσματα είναι διφορούμενα τόσο ως προς το εάν επιδρά ή όχι στην κερδοφορία όσο και ως προς το είδος της επίδρασης (+/ -). Οι έλεγχοι συνολοκλήρωσης που πραγματοποιούνται έρχονται να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ των μεταβλητών. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι συνεπή με τα αποτελέσματα άλλων εμπειρικών ερευνών. 432 203 191 The intercultural approach to education of students at the faculties of primary education Η διαπολιτισμική προσέγγιση στην εκπαίδευση των φοιτητών των ΠΤΔΕ The research interest of this thesis focuses on exploring the attitudes and perceptions of future teachers on intercultural curricula, as in a short time they will be asked to teach in a well-established multicultural school environment. With the new conditions that are created in schools in the recent years, there are now different problems and needs. Our aim is both to record students' needs at the end of their undergraduate studies, at the Departments of Primary Education, and to express opinions and proposals of the teachers themselves as far as it concerns the organization and content of the curricula with a multicultural perspective. The necessity of our work is also documented by the limited number of systematic research efforts that refer to all the teaching faculties and graduates of these departments. The methodological approach included the use of a questionnaire for final year students and of an interview for teachers specialized in the subjects of intercultural education. Qualitative and quantitative approaches were both used and combined together, for safer conclusions to be drawn. The independent use of both methods does not preclude the combination and joint analysis of the findings. Το ερευνητικό ενδιαφέρον της παρούσας διατριβής εστιάζεται στη διερεύνηση των στάσεων και των αντιλήψεων των μελλοντικών δασκάλων σχετικά με το διαπολιτισμικό περιεχόμενο των σπουδών τους, καθώς σε σύντομο χρόνο θα κληθούν να διδάξουν σε ένα παγιωμένο πολυπολιτισμικό σχολικό περιβάλλον. Με τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στα σχολεία τα τελευταία χρόνια, δημιουργούνται διαφορετικά προβλήματα και ανάγκες. Στοχεύουμε τόσο στην καταγραφή των αναγκών των φοιτητών που βρίσκονται στο τέλος των προπτυχιακών τους σπουδών, στα ΓΙΤΔΕ, όσο και στη διατύπωση απόψεων και προτάσεων των ιδίων και των διδασκόντων τους για την οργάνωση και το περιεχόμενο προγραμμάτων σπουδών με διαπολιτισμική προοπτική. Η αναγκαιότητα της εργασίας μας τεκμηριώνεται και από τον περιορισμένο αριθμό συστηματικών ερευνητικών προσπαθειών που να αναφέρονται στο σύνολο των παιδαγωγικών σχολών και στους τελειοφοίτους των τμημάτων αυτών. Η μεθοδολογική προσέγγιση περιελάμβανε τη χρήση του ερωτηματολογίου για τους τεταρτοετείς φοιτητές και τη συνέντευξη για τους διδάσκοντες τα γνωστικά αντικείμενα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Χρησιμοποιήθηκε παράλληλα και σε συνδυασμό η ποιοτική και η ποσοτική προσέγγιση για να έχουμε ασφαλέστερα συμπεράσματα. Η ανεξάρτητη χρήση των δύο μεθόδων δεν απαγορεύει το συνδυασμό και την από κοινού ανάλυση των ευρημάτων. 433 226 255 Scheduling algorithms for high-speed relays Αλγόριθμοι χρονοδρομολόγησης για δρομολογητές υψηλών επιδόσεων This dissertation deals with the design of scheduling algorithms for high-speed switches. The analysis focuses on the Input-Queue Cell-Switch architecture, which is the most promising in terms of scalability for speed and number of router ports. After describing the main problems in the design of such devices and the critical role that the scheduling algorithm plays, it is proven that the scheduling problem is a problem of finding a matching in a bipartite graph. Also, the main tools of the analysis, simulations and stochastic modelling, are presented. So far, the algorithms in the area were either simple in their implementation, but with poor results, or too complex with better performance. The dissertation presents a series of new algorithms based on the study scheme that, while being less complex, they maintain very high performance levels. The main ideas used were the observation of previous matchings, randomization, observation of arrivals and parallel processing. In today's Internet, data comes in the form of variable sized packets, while the switch would have better performance if fixed sized cells were to be used. The dissertation proposes the use of scheduling algorithms for cell- switches, with some modifications, in packet-switches. It is proven that these algorithms, although they are designed for cell-switches, operate without problems as far as throughput and delay are concerned in a packet-switching environment. Η διατριβή ασχολείται με τον σχεδιασμό αλγορίθμων χρονοδρομολόγησης για δρομολογητές υψηλών ταχυτήτων. Η ανάλυση επικεντρώνεται στην αρχιτεκτονική ουρών εισόδου, η οποία χαρακτηρίζεται ως η πιο ελπιδοφόρα σε ό,τι αφορά την επεκτασιμότητα σε ταχύτητα και αριθμό θυρών. Στη συνέχεια, περιγράφονται τα κύρια προβλήματα στον σχεδιασμό δρομολογητών υψηλών επιδόσεων, αποδεικνύεται ο καίριος ρόλος του αλγορίθμου χρονοδρομολόγησης στον τομέα αυτό και ότι το πρόβλημα της χρονοδρομολόγησης είναι ένα πρόβλημα εύρεσης μιας αντιστοίχισης. Ακόμη, παρουσιάζονται τα εργαλεία της ανάλυσης, δηλαδή οι προσομοιώσεις και η στοχαστική μοντελοποίηση, μέσω των οποίων εκτιμήθηκαν οι αποδόσεις των αλγορίθμων. Μέχρι τώρα, οι αλγόριθμοι που υπήρχαν στη βιβλιογραφία ήταν είτε πολύ απλοί στην εφαρμογή τους και με χαμηλές επιδόσεις, είτε πολύ περίπλοκοι με υψηλές επιδόσεις. Η διατριβή προτείνει την εφαρμογή μιας σειράς νέων αλγορίθμων στο χώρο, οι οποίοι βασίζονται στη διαδικασία εκμάθησης και παρουσιάζουν πολύ καλές αποδόσεις και σχετικά μικρή πολυπλοκότητα στην εφαρμογή τους. Οι κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η διατήρηση των προηγούμενων επιλογών των αλγορίθμων, η τυχαιοποίηση, η παρακολούθηση των νέων αφίξεων στο σύστημα και η παράλληλη επεξεργασία. Σχεδόν πάντα, οι πληροφορίες σε ένα δρομολογητή υψηλών ταχυτήτων έρχονται σε μορφή πακέτων μεταβλητού μεγέθους, ενώ το εσωτερικό της συσκευής λειτουργεί καλύτερα όταν οι αφίξεις γίνονται με κελλιά σταθερού μήκους. Η διατριβή προτείνει την χρήση αλγορίθμων χρονοδρομολόγησης για κελλιά, με κάποιες τροποποιήσεις, σε δρομολογητές πακέτων. Αποδεικνύεται ότι οι αλγόριθμοι, παρ' ότι σχεδιάστηκαν για συσκευές κελλιών, λειτουργούν χωρίς μεγάλα προβλήματα και έχουν καλές επιδόσεις σε ό,τι αφορά τη ρυθμοαπόδοση και την καθυστέρηση ακόμα και σε περιβάλλον αφίξεων πακέτων μεταβλητού μήκους. 434 113 109 Solutions for route choice problems in air transport networks - algorithmic approach. Επίλυση προβλημάτων επιλογής διαδρομών σε αεροπορικά δίκτυα - αλγοριθμική προσέγγιση. This thesis is concerned with the problem of creation of alternative routes in air transport networks, when a number of additive and/or minmax criteria is posed. By using terms from graph theory, the air transport network is modeled as multigraph with time depended structure. Criteria of different types are defined and ordered lexicographically, according to their importance. Two original algorithms are developed for the minmax path problem. Three original algorithms are developed for the lexicographical optional path problem. These algorithms are tested in random graphs. The most efficient of these algorithms is embedded in an application where real data are used. Στην εργασία αυτή αντιμετωπίζεται το πρόβλημα δημιουργίας εναλλακτικών διαδρομών σε αεροπορικά δίκτυα, όταν τίθεται ένας αριθμός από αθροιστικά και minmax κριτήρια. Χρησιμοποιώντας όρους από τη θεωρία γραφημάτων μοντελοποιείται το αεροπορικό δίκτυο ως πολλαπλό γράφημα που μεταβάλλεται χρονικά. Ορίζονται επίσης κριτήρια διαφορετικών τύπων, τα οποία κατατάσσονται λεξικογραφικώς ανάλογα με τη σημαντικότητά τους. Παράγονται δύο πρωτότυποι αλγόριθμοι για την εύρεση του μονοπατιού με το ελάχιστο-μέγιστο βάρος ακμής. Παράγονται τρεις πρωτότυποι αλγόριθμοι για την εύρεση του λεξικογραφικώς βέλτιστου μονοπατιού για πολλά κριτήρια. Οι αλγόριθμοι ελέγχονται σε τυχαία γραφήματα και προκύπτει ο αποδοτικότερος. Ο αλγόριθμος αυτός συμπεριλαμβάνεται σε μία εφαρμογή με πραγματικά δεδομένα. 435 256 232 Enterprise management and software risk prediction based on security metrics. Επιχειρησιακή διαχείριση και πρόβλεψη επικινδυνότητας λογισμικού. This thesis focuses on the holistic management of the challenges and risks modern enterprises face. Specifically, we present and analyze the approach "Governance, Risk and Compliance" and the role of audit as a tool to improve the approach. Furthermore, the requirements for constant updates on new risk factors, such as additions or changes to corporate assets and information about new vulnerabilities and threats combined with the complexity of information security systems, motivated us to research on security metrics that allow for automated and isomorphic analysis of the security content. In the context of security metrics and due to the increasing interest in measuring vulnerability severity, we highlight the corresponding qualitative, quantitative and hybrid methods. Moreover, in an attempt to improve user confidence in software, we present software development models that aim to maximize software maturity. In parallel, software quality standards are presented and we study the behaviour of software versions to conclude when each version is at its best form. Last but not least, emphasis is given in software risk prediction as means to protect information security infrastructures. For this purpose, we present the first of its kind, risk prediction methodology on the basis of vulnerability prediction. Specifically, a variety of stochastic methods and SCAP (Security Content Automation Protocol) specifications are utilized to predict trends in vulnerabilities, threats and damages. In this context, we initiate a new terminology, zero-day risk, to estimate future risks in a real-time basis, maximizing in this way available resources and controls. Η παρούσα διατριβή εστιάζει στην ολιστική διαχείριση των προκλήσεων και κινδύνων που αντιμετωπίζει η σύγχρονη επιχείρηση. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται και αναλύεται η προσέγγιση «Διακυβέρνηση, Επικινδυνότητα και Συμμόρφωση» καθώς και ο ρόλος της ελεγκτικής ως εργαλείο βελτίωσης της προσέγγισης. Επιπλέον, η απαίτηση για συνεχή ενημέρωση σχετικά με νέους παράγοντες επικινδυνότητας, δηλαδή προσθήκες ή αλλαγές στα εταιρικά περιουσιακά στοιχεία αλλά και ενημέρωση για νέες ευπάθειες και απειλές σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα της ασφάλειας των πληροφοριακών συστημάτων (Π.Σ.), ώθησαν στην μελέτη μετρικών ασφάλειας που επιτρέπουν την αυτοματοποιημένη και ισομορφική ανάλυση περιεχόμενου ασφάλειας. Στο πλαίσιο των μετρικών ασφάλειας και λόγω του αυξανόμενου ενδιαφέροντος στη μέτρηση σπουδαιότητας των ευπαθειών, αναδεικνύονται οι αντίστοιχες ποιοτικές, ποσοτικές και υβριδικές μέθοδοι. Στη συνέχεια και στην προσπάθεια βελτίωσης της εμπιστοσύνης στο λογισμικό, παρουσιάζονται μοντέλα ανάπτυξης λογισμικού που στόχο έχουν τη μεγιστοποίηση της ωριμότητας λογισμικού. Παράλληλα γίνεται αναφορά στα πρότυπα ποιότητας λογισμικού και παρατίθεται πρωτότυπη μελέτη ανάλυσης συμπεριφοράς εκδόσεων λογισμικού με στόχο την ανάδειξη βέλτιστης χρήσης. Στο τέλος δίνεται έμφαση στην πρόβλεψη επικινδυνότητας λογισμικού με στόχο την προστασία των πληροφοριακών υποδομών. Για τον σκοπό αυτό, παρουσιάζεται αναλυτικά η, πρώτη στο είδος της, μεθοδολογία πρόβλεψης επικινδυνότητας στη βάση της πρόβλεψης ευπαθειών. Συγκεκριμένα, εφαρμόζονται μία ποικιλία από στοχαστικές μέθοδοι και αυτοματοποιημένες προδιαγραφές ασφάλειας SCAP (Security Content Automation Protocol) με στόχο την πρόβλεψη τάσεων ευπαθειών, απειλών και κινδύνων σε πραγματικό χρόνο και προς όφελος της βέλτιστης διαχείρισης πηγών και αντιμέτρων. 436 447 456 Educational leaders' competences in primary education in Greece and their correlation to personality traits. Ικανότητες απόδοσης των ηγετών εκπαίδευσης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα και συσχέτισή τους με χαρακτηρολογικές παραμέτρους. Currently, there has been an intense interest worldwide in whether school leaders have sufficient leadership skills so as to meet the challenges of the constantly changing environment. The competences of primary education school principals and assistant principals are of crucial importance, particularly because of the modern role these people have to play. What is examined in the present study is the level of competences that principals and assistant principals of primary education schools of Thessaloniki perceive for themselves regarding common administrative responsibilities they face during a school year in the context of their role. At the same time, an attempt to detect any possible influences of some specific factors – personality traits that may initially affect these perceptions and, consequently, the effective performance of their administrative role is made. A total of 412 people – administrative staff of the prefecture of Thessaloniki, that is 261 principals and 151 assistant principals responded adequately to this particular research, completing the instruments provided sufficiently and in such a way that they could be used to analyse and draw conclusions concerning the research questions raised. The findings of this study showed that the overall average of the perceived level of competence of primary education school principals is better than the one concerning the assistant principals. In addition, the total average perceived level of competence of the experienced administrative staff differs from that of the inexperienced. Then, based on the findings of the research, what was found is that there is a correlation, although in most cases weak, between the perceptions of the administrative staff of primary education schools and most of the personality traits that were investigated. Therefore, it becomes apparent that the findings of this study regarding both competences individually and their relation with some specific personality traits should be taken into serious account, so that seminars – training programs for the administrative staff of primary education can be prepared, aiming initially at increasing the level of their competence while, at the same time, reducing as much as possible anxiety either as a state or a trait, neuroticism, the need for acceptance and lie, as well as to increase the tendency for extroversion, due to the fact that this research indicated all the above relate more or less to the competence level of the administrative staff of primary education schools. As far as the personality traits of psychotism and perfectionism are concerned, it is not necessary to deal further with them, since this research did not reveal any correlation between these traits and the competence level of the administrative staff of primary schools in our country. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει διεθνώς έντονο ενδιαφέρον για το αν οι σχολικοί ηγέτες διαθέτουν επαρκείς ηγετικές ικανότητες, έτσι ώστε να μπορέσουν να ικανοποιηθούν οι προκλήσεις του συνεχώς μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος. Η επάρκεια – ικανότητες απόδοσης των διευθυντών και των υποδιευθυντών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι πρωταρχικής σημασίας, κυρίως λόγω του σύγχρονου ρόλου που οφείλουν να διαδραματίσουν. Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται το επίπεδο επάρκειας – ικανοτήτων απόδοσης που αντιλαμβάνονται ότι έχουν για τους εαυτούς τους οι διευθυντές και οι υποδιευθυντές των σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης του νομού Θεσσαλονίκης σε ό,τι αφορά τις κοινές διοικητικές ευθύνες που αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς στα πλαίσια του διοικητικού τους ρόλου. Ταυτόχρονα, γίνεται απόπειρα ανίχνευσης της πιθανής επίδρασης κάποιων συγκεκριμένων παραγόντων – χαρακτηριστικών της προσωπικότητάς τους που μπορεί να επηρεάζουν αρχικά τις αντιλήψεις αυτές και, κατά συνέπεια, την αποτελεσματική άσκηση του διοικητικού ρόλου τους. Ένα σύνολο 412 διευθυντικών στελεχών του νομού Θεσσαλονίκης, δηλαδή 261 διευθυντών και 151 υποδιευθυντών, ανταποκρίθηκε πλήρως στη συγκεκριμένη έρευνα,συμπληρώνοντας τα εργαλεία που δόθηκαν επαρκώς και με τέτοιον τρόπο, ώστε να μπορούν αυτά να χρησιμοποιηθούν για την ανάλυση και την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τα ερευνητικά ερωτήματα που τέθηκαν. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας κατέδειξαν ότι ο συνολικός μέσος όρος της αντιληπτής ικανότητας απόδοσης των διευθυντών σχολείων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι καλύτερος από τον αντίστοιχο των υποδιευθυντών. Επιπρόσθετα, ο συνολικός μέσος όρος της αντιληπτής ικανότητας απόδοσης των έμπειρων διευθυντικών στελεχών διαφέρει από τον αντίστοιχο των μη έμπειρων – αρχαρίων. Στη συνέχεια, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας διαπιστώθηκε ότι υπάρχει συσχέτιση, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ασθενής, μεταξύ των αντιλήψεων των διευθυντικών στελεχών των σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και των περισσοτέρων εκ των χαρακτηρολογικών παραμέτρων που ερευνήθηκαν. Συνεπώς, γίνεται εμφανές ότι απαιτείται να ληφθούν σοβαρά υπόψη τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας που αφορούν τόσο τις ικανότητες απόδοσης μεμονωμένα, όσο και τη σχέση τους με κάποιους συγκεκριμένους χαρακτηρολογικούς παράγοντες, ώστε να προετοιμαστούν σεμινάρια – προγράμματα κατάρτισης για τα διευθυντικά στελέχη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με στόχο αρχικά να αυξηθεί ο βαθμός επάρκειας – ικανοτήτων απόδοσής τους, ενώ παράλληλα να μειωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο το άγχος ως χαρακτηρολογική παράμετρος και ως τρέχουσα συναισθηματική κατάσταση, ο νευρωτισμός, η ανάγκη για αποδοχή και το ψεύδος, καθώς επίσης και να αυξηθεί η τάση για εξωστρέφειά τους, με το δεδομένο ότι η παρούσα έρευνα απέδειξε ότι όλα τα παραπάνω συσχετίζονται σε μικρό ή μεγάλο βαθμό με τις ικανότητες απόδοσης των διευθυντικών στελεχών σχολικών μονάδων πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σε ό,τι αφορά τις παραμέτρους του ψυχωτισμού και της τελειοθηρίας, δεν κρίνεται απαραίτητο να ληφθεί γι’ αυτές κάποια πρόσθετη μέριμνα, αφού η έρευνα αυτή δεν έδειξε να συσχετίζονται οι συγκεκριμένοι παράμετροι με τις ικανότητες απόδοσης των διευθυντικών στελεχών δημοτικών σχολείων της χώρας μας. 437 209 216 Αξιολόγηση και εργαλεία αξιολόγησης στη μουσικοθεραπεία. Τυποποίηση ή όχι; Nowadays, there is a rich international literature on music therapy associated with a variety of topics. However, with regard to the subject of the assessment, a similar volume of research and theoretical studies has not been presented. The purpose of this thesis is to gather and organize information on assessment and assessment systems in music therapy, to inform about the availability of valid and reliable assessment tools, and to study the importance and the consensus of using standardized music therapy assessment tools. Finally, its purpose is to investigate the existence of theoretical or research references on this subject in Greek bibliography. The methodology of literature review is based on the search of material through electronic databases (PubMed, PsychINFO, ERIC, Scopus (Elsevier-Science Direct), Global ETD (NDLTD), Research Gate), valid academic journals and music therapy websites, digital libraries and directories, and in-depth manual control of a plethora of articles and bibliographic references. Data collection and analysis identified a significant gap in the Greek literature and highlighted the major issue of the applicability of the combination of qualitative assessment methods (descriptive qualitative analysis) and quantitative methods (use of quantitative measuring instruments). Further research is needed to cover the field as the subject is broad and is still at an early research stage. Στις μέρες μας υπάρχει πλούσια διεθνής βιβλιογραφία στο χώρο της μουσικοθεραπείας η οποία σχετίζεται με ποικίλα θέματα. Ωστόσο σχετικά με το αντικείμενο της αξιολόγησης δεν έχει να παρουσιάσει ανάλογο όγκο ερευνών και θεωρητικών μελετών. Ο σκοπός αυτής της εργασίας είναι να συγκεντρώσει και να οργανώσει πληροφορίες σχετικά με την αξιολόγηση και τα συστήματα αξιολόγησης στη μουσικοθεραπεία, να ενημερώσει για την ύπαρξη έγκυρων και αξιόπιστων εργαλείων αξιολόγησης, καθώς και να μελετήσει τη σημασία και τις επικρατούσες απόψεις περί της χρήσης τυποποιημένων εργαλείων αξιολόγησης στη μουσικοθεραπεία. Τέλος, σκοπός της είναι να διερευνήσει την ύπαρξη θεωρητικών ή ερευνητικών αναφορών σχετικά με το συγκεκριμένο αντικείμενο στην ελληνική βιβλιογραφία. Η μεθοδολογία της βιβλιογραφικής αναφοράς βασίζεται στην αναζήτηση υλικού μέσα από ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων (PubMed, PsychINFO, ERIC, Scopus (Elsevier-Science Direct), Global ETD (NDLTD), Research Gate), έγκυρα ακαδημαϊκά περιοδικά και ιστοσελίδες για τη μουσικοθεραπεία, ψηφιακές βιβλιοθήκες και καταλόγους, και εμπεριστατωμένο χειροκίνητο έλεγχο πληθώρας αρθρογραφικών και βιβλιογραφικών αναφορών. Η συγκέντρωση και ανάλυση των δεδομένων εντόπισε σημαντική έλλειψη στην ελληνική βιβλιογραφία, ενώ ανέδειξε το μείζων θέμα της εφαρμοσιμότητας του συνδυασμού των ποιοτικών μεθόδων αξιολόγησης (περιγραφικές ποιοτικές αναλύσεις) με αυτών των ποσοτικών (χρήση οργάνων ποσοτικών μετρήσεων). Περαιτέρω έρευνες κρίνονται απαραίτητες για να καλυφθεί το πεδίο, καθώς το αντικείμενο είναι ευρύ και ερευνητικά βρίσκεται ακόμα σε αρχικό στάδιο. 438 277 286 Η συμβολή του Εκπαιδευτικού Δράματος στην επαγγελματική, προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα. The main purpose of this empirical qualitative study was to examine the perceptions of secondary teachers on the contribution of Educational Drama in their professional, personal and social development. The qualitative material was gathered firstly, in a focus group, where several key issues emerged and the main axes were clarified, axes on which the pilot interview guide was based; secondly, in focused in-depth interviews of teachers who met Educational Drama as lifelong learners and have adopted it as a teaching method in practice. The findings showed that most participants believe that Educational Drama has been decisive for their professional, personal and social development since the day they experienced it, regarding it as an important method in their teaching practice, as an essential tool in achieving the teaching objectives, as an innovative, holistic, experiential, educational, artistic, and interdisciplinary approach suitable for all levels of formal education, including teacher training and adult education. They also assert that their involvement with Educational Drama reinforced their belief in the necessity of lifelong learning, strengthened both their role as educators and their professional identity, helped them develop skills, cooperation and effective interaction in and out of school environment, contributed to self-awareness and social awakening, and finally, benefited them as personalities in general. Following the constructivist frame of the social construction of learning, consistent with the latest theories of situated and authentic learning, as well as those of change and communication, Educational Drama is being proposed by the participants to be introduced as a method of approaching the curriculum at all levels in formal education, contributing to a human-centered school, open to the 21st century society, a place for learning, development, and creativity. Βασικός σκοπός αυτής της εμπειρικής ποιοτικής έρευνας ήταν να μελετήσει τις αντιλήψεις εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σχετικά με τη συμβολή του Εκπαιδευτικού Δράματος στην επαγγελματική, προσωπική και κοινωνική τους ανάπτυξη. Το ποιοτικό υλικό συγκεντρώθηκε αρχικά με ομάδα εστίασης, όπου αναδύθηκαν αρκετά σημαντικά θέματα και διευκρινίστηκαν οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους διαμορφώθηκε ο πιλοτικός οδηγός συνέντευξης και στη συνέχεια, με εστιασμένες συνεντεύξεις σε βάθος, εκπαιδευτικών που γνώρισαν το Εκπαιδευτικό Δράμα ως μαθητευόμενοι και το έχουν υιοθετήσει ως διδακτική μέθοδο στην πράξη. Τα ευρήματα έδειξαν ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες θεωρούν το Εκπαιδευτικό Δράμα καθοριστικό για την επαγγελματική, προσωπική και κοινωνική ανάπτυξη που βίωσαν από τότε που το γνώρισαν, χαρακτηρίζοντάς το σημαντικό εργαλείο στη διδακτική τους πρακτική, ουσιαστικό βοήθημα στην επίτευξη των στόχων της διδασκαλίας, μία μέθοδο καινοτόμα, ολιστική, βιωματική, παιδαγωγική, καλλιτεχνική, διεπιστημονική, μια προσέγγιση κατάλληλη για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης εκπαιδευτών και εκπαίδευσης ενηλίκων. Θεωρούν ότι η ενασχόλησή τους με το Εκπαιδευτικό Δράμα ενίσχυσε την πίστη τους στην αναγκαιότητα της διά βίου μάθησης, ενδυνάμωσε το ρόλο τους ως εκπαιδευτικών, ισχυροποίησε την επαγγελματική τους ταυτότητα, τους βοήθησε να αναπτύξουν δεξιότητες, συνεργασίες και ουσιαστική αλληλεπίδραση μέσα και έξω από το σχολικό χώρο, συνέβαλε στην αυτογνωσία τους, στη γενικότερη ωφέλειά τους ως προσωπικοτήτων και στην κοινωνική τους αφύπνιση. Υπακούοντας στο κονστρουκτιβιστικό πλαίσιο κοινωνικής κατασκευής της μάθησης, σύμφωνο προς τις σύγχρονες θεωρίες εγκαθιδρυμένης γνώσης, αυθεντικής μάθησης, αλλαγής και επικοινωνίας, το Εκπαιδευτικό Δράμα προτείνεται από τους συμμετέχοντες να εισαχθεί ως μέθοδος προσέγγισης του Αναλυτικού Προγράμματος στην τυπική εκπαίδευση όλων των βαθμίδων, με στόχο να συμβάλει στη δημιουργία ενός ανθρωπιστικού σχολείου, ανοικτού στην κοινωνία του 21ου αιώνα, ένα χώρο μάθησης, ανάπτυξης, δημιουργίας. 439 483 521 Supporting learners’ capacity for autonomous decisions using learning analytics Υποστήριξη των δυνατοτήτων των εκπαιδευόμενων για λήψη αυτόνομων αποφάσεων με χρήση αναλυτικών δεδομένων μάθησης This dissertation aims at supporting autonomous learning decisions using learning analytics and at introducing a model that holistically assesses the development of autonomous learning capacity. The work presented in this thesis was conducted with five overarching research objectives in mind. These objectives were: a) to deeper understand the underlying factors that justify learners’ actions in self-assessment, from an interactions analysis perspective, b) to develop coherent learner models in run-time, using the previously identified factors, in order to deliver timely personalized learning experience, c) to design and deliver task-related metacognitive help to the learners, in order to foster their autonomous decision making, d) to allow learners to practice autonomous control and assess the effect of the autonomous decisions on learning performance, and e) to explore autonomous capacity development within collaborative, group-learning conditions. This dissertation is the first attempt to employ learning analytics to understand, interpret and model the parameters related to autonomous learning capacity development. The relevant literature presents a gap in this thematic area. This thesis explores three learning analytics-enhanced approaches of guiding and supporting learners’ autonomous capacity development: (a) as controlled selection of learning tasks guided by the adaptive online learning environment, allowing the learners to practise self-regulated learning strategies in self-assessment conditions, (b) as on-demand task-related analytics visualizations targeting at enhancing learners’ autonomous metacognitive help-seeking and data-driven sense-making in online self-assessment conditions, and (c) as game-theoretic group-recommendations to motivate learners’ autonomous decision-making in collaborative learning conditions. Taken together, these three approaches provide a comprehensive and holistic view of how the online learning environment can assist learners to develop their capacity for autonomous learning. The analytics used in this thesis were extracted using different data mining techniques and cover a wide range of parameters that are associated with the learners’ behavioural, motivational and cognitive states. The overall contribution of this PhD study involves: 1) It employs learning analytics for the identification of the most informative factors that sufficiently and accurately explain performance and achievement behavior in self-assessment contexts (with multiple-choice learning tasks), in a meaningful manner, and the construction and evaluation of the respective holistic conceptual model. A corresponding model did not exist in the relevant literature; 2) The development of coherent learner models using the abovementioned factors, and enhanced with temporal dynamics for granting current-awareness, by adopting an adaptive data-stream classification approach; 3) For the first time in the literature, it develops and uses learning analytics to measure autonomous interactions during adaptive and fixed self-assessment processes of knowledge to support autonomous learning capacity development. The application of Game Theory for decision-making and guiding group recommendations is considered original, as well. Finally, the introduction of an analytics-driven model for assessing autonomous learning capacity development in online self-assessment conditions, based on self-regulated learning perceptions and learning analytics that practically record the self-regulated learning interactions is an innovative contribution that opens a new research area. Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής αφορά στην υποστήριξη των αυτόνομων αποφάσεων μάθησης με τη χρήση αναλυτικών δεδομένων μάθησης, καθώς και στην ανάπτυξη ενός μοντέλου που ολιστικά αξιολογεί την ανάπτυξη των ικανοτήτων αυτόνομης μάθησης. Πέντε ερευνητικοί στόχοι τέθηκαν και διερευνήθηκαν μέσα από τα αντίστοιχα ερευνητικά ερωτήματα. Οι στόχοι αυτοί ήταν οι εξής: 1) η ερμηνεία της μαθησιακής επίδοσης και η κατανόηση των παραγόντων στους οποίους οφείλεται, μέσα από μια οπτική ανάλυσης των πραγματικών αλληλεπιδράσεων, 2) η ανάπτυξη δυναμικών μοντέλων εκπαιδευόμενων σε πραγματικό χρόνο και βασισμένων σε αναλυτικά δεδομένα μάθησης, για την έγκαιρη εξατομικευμένη υποστήριξή τους, 3) η σχεδίαση και παροχή μεταγνωστικής βοήθειας ως οπτικοποιημένα αναλυτικά δεδομένα μάθησης, με σκοπό την προώθηση της αυτόνομης μάθησης, 4) η δυνατότητα εξάσκησης του αυτόνομου ελέγχου σε περιβάλλοντα που επιτρέπουν τις αυτόνομες επιλογές και η αξιολόγηση της επίδρασης των επιλογών των εκπαιδευόμενων στην τελική μαθησιακή τους επίδοση, και 5) η διερεύνηση των αυτόνομων αποφάσεων σε συνθήκες συνεργατικής μάθησης. Η παρούσα διατριβή αποτελεί την πρώτη προσπάθεια εφαρμογής των αναλυτικών δεδομένων μάθησης για την κατανόηση, ερμηνεία και μοντελοποίηση των παραμέτρων που σχετίζονται με την ανάπτυξη δεξιοτήτων μαθησιακής αυτονομίας. Η σχετική βιβλιογραφία παρουσιάζει κενό στην θεματική αυτή περιοχή. Για την υλοποίηση της έρευνας σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε μια σειρά από εμπειρικές μελέτες και πειραματικές μετρήσεις στις οποίες αναπτύχθηκαν αναλυτικά δεδομένα μάθησης για την υποστήριξη της αυτόνομης μάθησης από τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις: (α) ως κατ’ απαίτηση αναζήτηση μεταγνωστικής βοήθειας ως οπτικοποιημένα αναλυτικά δεδομένα μάθησης, (β) ως (ημι-)αυτόνομη επιλογή και έλεγχος της προσαρμοσμένης διαδικασίας γνωστικής αυτό-αξιολόγησης, και (γ) ως παιγνιοθεωρητικές ομαδικές συστάσεις εκπαιδευτικών πηγών σε συνθήκες συνεργατικής μάθησης. Λαμβάνοντας υπόψη και τις τρεις αυτές προσεγγίσεις, η διατριβή παρέχει μια ολιστική θεώρηση του πώς τα τεχνολογικά υποβοηθούμενα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα μπορούν να υποστηρίξουν τους εκπαιδευόμενους στην ανάπτυξη μαθησιακής αυτονομίας. Τα αναλυτικά δεδομένα μάθησης αντλούνται με πολλές διαφορετικές τεχνικές και μεθόδους εξόρυξης γνώσης, και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα παραμέτρων που σχετίζονται με τη συμπεριφορά, τα κίνητρα και το γνωσιακό επίπεδο των εκπαιδευόμενων. Η συνολική συνεισφορά της παρούσας διατριβής συνοψίζεται ως εξής: 1. Αξιοποιεί τα αναλυτικά δεδομένα μάθησης, και με γνώμονα αυτά, προτείνει και αξιολογεί ένα ολιστικό μοντέλο για την ερμηνεία της μαθησιακής επίδοσης σε διαδικασίες συνοπτικής αυτό-αξιολόγησης της μάθησης με ερωτήσεις-ασκήσεις πολλαπλής επιλογής. Αντίστοιχο μοντέλο δεν υπήρχε στη σχετική βιβλιογραφία, 2. Προτείνει και αξιολογεί δυναμικά και συνεκτικά μοντέλα εκπαιδευόμενων που βασίζονται σε αναλυτικά δεδομένα μάθησης, και ενσωματώνει στα μοντέλα αυτά μια διάσταση χρονικής δυναμικής (temporal dynamics) προκειμένου να διασφαλιστεί η «επίγνωση επί του παρόντος (current-awareness)» υιοθετώντας την προσαρμοστική κατηγοριοποίηση των δυναμικών ροών δεδομένων για τη μοντελοποίηση των εκπαιδευόμενων, 3. Για πρώτη φορά στη βιβλιογραφία αναπτύσσει και χρησιμοποιεί τα αναλυτικά δεδομένα μάθησης για τη μέτρηση των αυτόνομων αλληλεπιδράσεων κατά τη διάρκεια προσαρμοστικών και σταθερών διαδικασιών αυτό-αξιολόγησης της γνώσης, με στόχο να υποστηρίξει τη ανάπτυξη δεξιοτήτων μαθησιακής αυτονομίας. Επίσης, πρωτότυπη κρίνεται η εφαρμογή της Θεωρίας Παιγνίων για τη λήψη αποφάσεων και την καθοδήγηση των ομαδικών συστάσεων. Τέλος, η πρόταση ενός ολιστικού μοντέλου αξιολόγησης της ανάπτυξης της ικανότητας για αυτόνομη μάθηση, βασισμένου σε αντιλήψεις για την αυτορρύθμιση και σε αναλυτικά δεδομένα μάθησης που πρακτικά καταγράφουν την αυτορρύθμιση, αποτελεί καινοτομία που «ανοίγει» μια ολόκληρη ερευνητική περιοχή. 440 274 322 A Markov-based decision support model for tax evasion in Greece. Μαρκοβιανό μοντέλο στήριξης αποφάσεων για τη φοροδιαφυγή στην Ελλάδα. This thesis proposes a Markov-based decision support model which captures the behaviour of a typical firm in Greece, vis-a-vis tax evasion. To maximize its long-term wealth, the firm has two options at its disposal. First, it can manipulate the percentage of its profits that it will disclose (and consequently be taxed on). Second, there is a type of optional tax amnesty that may be offered to the firm by the Greek government. This option, termed “closure”, allows the firm to pay a lump-sum tax, based on its gross income or stated profits, in exchange for eliminating the possibility of an audit against the firm's past income declarations. We describe a dynamical system, aimed at predicting the actions of the average Greek firm, and at evaluating tax policies before they are implemented. The basic model evolves through several iterations, some computationally challenging, depending on the firm's attitude towards risk and the availability of closure. The model proposed in this thesis represents an innovative step towards bridging the gap between classical macroeconomic and game-theoretic approaches on the subject. It takes into consideration the sequential nature of the firm's decisions regarding tax evasion, together with its attitude towards risk, and allows us to: i) analyze the effectiveness of the closure option, ii) show that in the current environment a rational enterprise has no incentive to disclose its profits, iii) identify ``virtuous'' combinations of tax parameters which lead to full disclosure of profits and iv) estimate a firm's risk-aversion. Our analysis can be used to evaluate the effectiveness of various taxation schemes, potentially benefiting both firms and government. Η παρούσα διατριβή αναπτύσσει ένα Μαρκοβιανό μοντέλο στήριξης αποφάσεων το οποίο προσομοιώνει τη συμπεριφορά μιας τυπικής ελληνικής εταιρίας ως προς τη φοροδιαφυγή. Προκειμένου η εταιρία να μεγιστοποιήσει μακροχρόνια το όφελος, έχει στη διάθεσή της δύο επιλογές. Αρχικά, μπορεί να αλλοιώσει το ποσοστό των κερδών που θα δηλώσει (και συνεπώς θα φορολογηθεί βασιζόμενη σε αυτό). Δεύτερον, υπάρχει μια μορφή προαιρετικής φορολογικής αμνηστίας που μπορεί να παραχωρηθεί στην εταιρία από την ελληνική κυβέρνηση. Η επιλογή αυτή, η οποία ονομάζεται περαίωση, επιτρέπει την εταιρία να πληρώσει ένα ποσό, το οποίο βασίζεται είτε στο κύκλο εργασιών της εταιρίας, είτε στο δηλωθέν κέρδος της, με αντάλλαγμα την εξάλειψη της πιθανότητας ελέγχου παρελθουσών χρήσεων της επιχείρησης. Περιγράφεται ένα δυναμικό σύστημα, το οποίο στοχεύει στη πρόβλεψη των ενεργειών μιας μέσης ελληνικής εταιρίας, και επίσης στην αξιολόγησης φορολογικής πολιτικής προ εφαρμογής τους. Το βασικό μοντέλο εξελίσσεται μέσω μιας σειράς επαναλήψεων, κάποιες από τις οποίες είναι υπολογιστικά, εξαιρετικά πολύπλοκες, και εξαρτώνται από τη θέση της εκάστοτε επιχείρησης απέναντι στο κίνδυνο αλλά και από τη διαθεσιμότητα της περαίωσης. Το μοντέλο που προτείνεται στη παρούσα διατριβή, αποτελεί ένα πρώτο καινοτόμο βήμα προς τη γεφύρωση της απόστασης μεταξύ των κλασσικών μακροοικονομικών προσεγγίσεων και αυτών που βασίζονται στη θεωρία παιγνίων. Το μοντέλο ενσωματώνει τη χρονικά συνεχόμενη φύση των αποφάσεων που σχετίζονται με το ύψος της φοροδιαφυγής, τη θέση της επιχείρησης ως προς τον κίνδυνο και καθιστά εφικτό: α) την ανάλυση της αποτελεσματικότητας της περαίωσης, β) την ανάδειξη του προβλήματος στην Ελλάδα, ότι κάτω από τις παρούσες συνθήκες μια τυπική επιχείρηση δεν έχει κανένα κίνητρο να συμπεριφερθεί φορολογικά ειλικρινώς, γ) τον εντοπισμό συνδυασμών παραμέτρων του φορολογικού συστήματος που οδηγούν την εταιρία να δηλώνει το πλήρες εύρος των πραγματικών της κερδών προς φορολόγηση, και δ) την εκτίμηση του επιπέδου αποστροφής κινδύνου. Η παρούσα ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα διαφορετικών φορολογικών μειγμάτων τα οποία μπορούν να ωφελήσουν τόσο ο κράτος όσο και τον επιχειρηματικό κόσμο. 441 154 172 Flexibility and part-time work in Greece: opportunities and challenges for business organisations and women's employment Ευελιξία και μερική απασχόληση στην Ελλάδα: προκλήσεις και προοπτικές για τις επιχειρήσεις και τη γυναικεία απασχόληση Labour market flexibility is regarded as a controversial issue. An important body of literature questions whether flexible work arrangements facilitate work-life balance and argues that organisations exploit employees with the intention of trimming short-run costs. In this thesis, in order to paint a clear picture of work flexibility we adopt the neo-classical economic theory of labour market segmentation and explore flexible work arrangements from the employees' point of view, in both the secondary and the primary Greek labour market. The overall objective of this thesis is twofold. First to explore the work motivation (extrinsic and intrinsic rewards) and job attitudes (job satisfaction and organisational commitment) of part–time and full–time employees, in the Greek retail sector, with special attention to female employees. Second, to explore the perceptions and attitudes of Greek employees in the primary labour market flexible work arrangements. Η ευελιξία στην αγορά εργασίας θεωρείται ένα εξαιρετικά αμφιλεγόμενο ζήτημα. Σημαντικό μέρος της βιβλιογραφίας θέτει υπό αμφισβήτηση τη θέση ότι η ευελιξία των όρων απασχόλησης υποστήριζα την εξισορρόπηση μεταξύ της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής των εργαζομένων και παράθετα ως κύριο κίνητρο εισαγωγής της εργασιακής ευελιξίας τη συμπίεση του κόστους εργασίας. Η παρούσα διατριβή υιοθετώντας τη νεοκλασική οικονομική θεωρία της κατάτμησης της αγοράς εργασίας επιδίωκα να διερευνήσει τις αντιλήψεις των εργαζομένων ως προς τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης τόσο στη «δευτερεύουσα» όσο και στην «πρωτεύουσα» ελληνική αγορά εργασίας. Συνεπώς ο ερευνητικός σκοπός είναι διπλός. Πρώτον, να διερευνήσουμε και να συγκρίνουμε τη διαδικασία υποκίνησης (εξωτερικές και εσωτερικές ανταμοιβές) καθώς και τις εργασιακές αντιλήψεις (ικανοποίηση με την εργασία και οργανωσιακή δέσμευση) των εργαζομένων μερικής και πλήρους απασχόλησης στον κλάδο του λιανικού εμπορίου, δίνοντας έμφαση στη γυναικεία εργασία. Δεύτερον, να διερευνήσουμε πως αντιλαμβάνονται την ευελιξία στην αγορά εργασίας οι εργαζόμενοι σε υψηλόβαθμες θέσεις, με υψηλότερες αποδοχές και υψηλότερη εξασφάλιση της απασχόλησης. 442 234 207 Knowledge managment in Greek financial institutions: knowledge managment in the Greek banking sector Η διοίκηση-διαχείριση γνώσης στα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα The banking sector is one of the working sectors that are characterized as highly knowledge intensive since the expertise of the first line employee differentiates the financial service that is being offered. This thesis approaches the topic of knowledge management initially at a theoretical basis though literature review in the work of writers and researchers that study the various parameters of knowledge management from different points of view. Subsequently it ''illuminates'' the human centric depth of knowledge management by highlighting the factors that have an influence on personnel's attitude towards the policies that are being applied by the managers of each financial institution in every stage of the organisational knowledge’s life cycle. Under the axis of vision of the successive stages of knowledge life cycle, we interview the managerial officers of the six largest, in branch-network banks in the Greek territory, and we address questions to 176 employees of the 14 largest Greek banks through questionnaire. After describing today's reality of knowledge management in the Greek banking sector, we perform statistical analysis of the sampling data with the use of the statics that applications SPSS (15.0) and Eviews (4.1). Though chi-square tests and regression analysis we conduct our hypothesis tests and we arrive to the conclusion that there exists a series of variables that affect the personnel's attitude towards knowledge management. Ο τραπεζικός κλάδος αποτελεί έναν από τους εργασιακούς κλάδους που χαρακτηρίζεται ως υψηλής εντάσεως γνώσης, καθώς αυτό που διαφοροποιεί την προσφερόμενη χρηματοοικονομική υπηρεσία είναι η αρτιότητα γνώσης του υπαλλήλου πρώτης γραμμής. Η παρούσα διατριβή προσεγγίζει το θέμα της διαχείρισης γνώσης αρχικά θεωρητικά κάνοντας ανασκόπηση στο έργο συγγραφέων και ερευνητών που μελετούν πολύπλευρα διάφορες παραμέτρους της. Στη συνέχεια “ρίχνει φώς” στην ανθρωποκεντρική πτυχή της διαχείρισης της γνώσης αναδεικνύοντας τους παράγοντες που επηρεάζουν τη στάση του προσωπικού απέναντι στις πολιτικές που εφαρμόζονται από τη διοίκηση της κάθε τράπεζας σε κάθε στάδιο του κύκλου ζωής της οργανωσιακής γνώσης. Κάτω από τον άξονα που καθόριζαν τα διαδοχικά στάδια του κύκλου ζωής απευθύνουμε ερωτήσεις τόσο σε διοικητικά στελέχη των έξι μεγαλυτέρων, από άποψη δικτύου τραπεζών, στον ελληνικό χώρο μέσω συνέντευξης όσο και σε 176 υπαλλήλους μέσω δημοσκόπησης των 14 μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών. Μετά την περιγραφή της σημερινής πραγματικότητας της διαχείρισης γνώσης στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο πραγματοποιούμε στατιστική ανάλυση των στοιχείων της δειγματοληψίας με τη χρήση των στατιστικών εφαρμογών SPSS (15.0) και Eviews (4.1). Μέσα από τους ελέγχους των υποθέσεων της διατριβής με x2 ελέγχους και ανάλυση παλινδρομήσεων καταλήγουμε στην διαπίστωση πως υπάρχει μια σειρά παραγόντων που επηρεάζουν τη στάση του προσωπικού απέναντι στη διαχείριση γνώσης. 443 369 373 Algorithms and strategies for source selection and results merging (collection fusion algorithms) in distributed retrieval systems Αλγόριθμοι και στρατηγικές επιλογής πηγών πληροφοριών και σύνθεσης αποτελεσμάτων (collection fusion algorithms) σε κατανεμημένα συστήματα αναζήτησης πληροφοριών General purpose search engines, such as Google and Yahoo!, provide an easy mechanism for users to discover information on the Web. Despite their obvious advantages, they have a number of significant limitations, because they cannot reach or analyze a significant part of the information that is available. Distributed Information Retrieval systems, employing collection fusion algorithms, offer a solution to the above problem, by allowing users to submit queries to multiple information sources simultaneously through a single interface, offering a much wider coverage of the available information. This thesis deals with two of the main issues of designing and implementing efficient and effective Distributed Information Retrieval systems: source selection and results merging. The former deals with the ability of the system to select the most appropriate information sources to delegate the user query and the latter aims to produce the best possible final document list by merging to individual retrieved documents lists from the selected sources. The new algorithms that are presented in this thesis are designed to function effectively in settings where information sources provide no cooperation at all, thus making them applicable in the widest possible set of environments and domains. The source selection algorithm that is put forth provides a novel modeling of information sources as regions in a space created by the documents that they contain. It provides a full theoretical framework for addressing the source selection problem, while at the same time effectively captures real-world observations and widely accepted notions in Information Retrieval. Extensive experiments demonstrate that it is able to obtain a performance that is at least as good as other state-of-the-art approaches and more often better. The novel result merging algorithms that are presented arc based on the supposition that search engines return only ranked lists of documents, without relevance scores, a scenario which is standard practice in current retrieval systems. They are both able to address the lack of information very effectively, demonstrating significant performance gains over other state-of-the-art approaches. Additionally, the second algorithm unites the two general directions that the results merging problem has been approached in research, combining their advantages while minimizing their drawbacks. Οι γενικές μηχανές αναζήτησης, όπως η Google και η Yahoo!, παρέχουν ένα εύκολο μηχανισμό για τους χρήστες τους για να βρίσκουν πληροφορίες στο Διαδίκτυο. Πέραν των φανερών πλεονεκτημάτων τους όμως, έχουν ένα σημαντικό αριθμό περιορισμών, επειδή δεν μπορούν να προσεγγίσουν και να αναλύσουν ένα σημαντικό μέρος της πληροφορίας που είναι διαθέσιμη. Τα Κατανεμημένα Συστήματα Αναζήτησης Πληροφοριών, κάνοντας χρήση αλγορίθμων συγχώνευσης συλλογών, παρέχουν μία λύση στο παραπάνω πρόβλημα, επιτρέποντας στους χρήστες τους να υποβάλλουν ερωτήματα συγχρόνως σε πολλαπλές πηγές πληροφόρησης, παρέχοντας μία πολύ μεγαλύτερη κάλυψη της διαθέσιμης πληροφορίας. Αυτή η διατριβή ασχολείται με δύο από τα βασικά προβλήματα που αφορούν στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση αποτελεσματικών και αποδοτικών Κατανεμημένων Συστημάτων Αναζήτησης Πληροφοριών: την επιλογή πηγών και την σύνθεση αποτελεσμάτων. Το πρώτο πρόβλημα ασχολείται με την ικανότητα του συστήματος να επιλέγει τις πιο κατάλληλες πηγές πληροφόρησης για να μεταβιβάσει το ερώτημα του χρήστη και το δεύτερο αποβλέπει στο να παράξει την καλύτερη δυνατή τελική λίστα κειμένων μέσω της σύνθεσης των επιμέρους ανακτημένων κειμένων από τις επιλεγμένες πηγές. Οι νέοι αλγόριθμοι που παρουσιάζονται σε αυτή τη διατριβή έχουν σχεδιαστεί ώστε να λειτουργούν αποτελεσματικά σε περιβάλλοντα όπου οι πηγές δεν παρέχουν καμία συνεργασία, με αποτέλεσμα να είναι εφαρμόσιμη στο μεγαλύτερο δυνατό σύνολο περιβαλλόντων και συνθηκών. Ο αλγόριθμος επιλογής πηγών που προάγεται παρέχει έναν καινοτόμο τρόπο μοντελοποίησης των πηγών ως περιοχές σε ένα χώρο που παράγεται από τα κείμενα τα οποία περιέχουν. Διατυπώνει ένα πλήρες θεωρητικό πλαίσιο επίλυσης του προβλήματος της επιλογής πηγών, ενώ παράλληλα αποτελεσματικά συλλαμβάνει πειραματικές παρατηρήσεις και γενικά αποδεκτές αντιλήψεις του τομέα της Ανάκτησης Πληροφοριών. Εκτεταμένα πειράματα επιδεικνύουν ότι είναι ικανός να διασφαλίσει απόδοση που είναι τουλάχιστον τόσο καλή όσο άλλες μεθοδολογίες αιχμής και συχνότερα καλύτερη. Οι νέοι αλγόριθμοι σύνθεσης αποτελεσμάτων που παρουσιάζονται είναι βασισμένη στην υπόθεση ότι οι μηχανές αναζήτησης επιστρέφουν μονάχα κατατάξεις κειμένων, χωρίς σκορ σχετικότητας, ένα σενάριο που είναι σύνηθες πρακτική σε σύγχρονα συστήματα ανάκτησης πληροφοριών. Και οι δύο επιλύουν το πρόβλημα της έλλειψης πληροφόρησης πολύ αποτελεσματικά, επιδεικνύοντας σημαντικά οφέλη στην απόδοση συγκρίσει με άλλους αλγορίθμους αιχμής. Επιπροσθέτως, ο δεύτερος αλγόριθμος ενοποιεί τις δύο γενικές κατευθύνσεις από τις οποίες έχει προσεγγιστεί το πρόβλημα στην έρευνα, συνδυάζοντας τα πλεονεκτήματα τους, ενώ συγχρόνως ελαχιστοποιώντας τα μειονεκτήματα τους. 444 185 177 IRT-based evaluation of learning material in e-learning systems Αξιολόγηση πολυμεσικού μαθησιακού υλικού με εφαρμογή της θεωρίας απόκρισης ερωτήματος (IRT) σε συστήματα ηλεκτρονικής μάθησης The scope of this thesis is to provide a methodological and architectural framework which embeds in a Learning Management System (LMS) a user-friendly analysis tool based in Item Response Theory (IRT) in order to maintain a high level of quality in the self-assessment tests and help test developers decide whether a test item can be reused as is, should be revised before reuse or should be taken out of the active stem pool. Additionally, it introduces a comprehensible way to present IRT analysis results without delving into unnecessary details. Instead of memorizing numerous commands and scenarios from technical manuals, test developers can easily detect problematic questions from the familiar user interface of a LMS. Finally, this thesis uses introduces four quality indices as a means to evaluate the accuracy of the IRT analysis and provide test developers with a success rate of detecting potentially flawed items, thus proving that when used appropriately by a LMS, IRT can improve the assessment quality, increase the efficiency of the testing process, and provide in-depth descriptions of item and test properties. Βασικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη ενός μεθοδολογικού και αρχιτεκτονικού πλαισίου για την ενσωμάτωση ενός εργαλείου ανάλυσης βασισμένου στη Θεωρία Απόκρισης Ερωτήματος (Item Response Theory - IRT) σε ένα σύστημα ηλεκτρονικής μάθησης, αποσκοπώντας στη διασφάλιση της υψηλής ποιότητας των τεστ αυτοαξιολόγησης και την αποτελεσματική επαναχρησιμοποίηση των καταλληλότερων από τις ερωτήσεις τους. Συγκεκριμένα, περιγράφεται μια εύχρηστη μεθοδολογία ερμηνείας και αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της ανάλυσης IRT από τον εκάστοτε δημιουργό πολυμεσικού μαθησιακού υλικού, ανεξαρτήτως του επιπέδου γνώσεων στατιστικής που κατέχει. Η μεθοδολογία αυτή εφαρμόζεται στο αναβαθμισμένο σύστημα ηλεκτρονικής μάθησης και δοκιμάζεται με επιτυχία σε πραγματικές συνθήκες, αναδεικνύοντας προβληματικές ερωτήσεις η αφαίρεση των οποίων βελτίωνε; το εκάστοτε τεστ. Με σκοπό την εκτίμηση αξιοπιστίας των προαναφερθέντων αποτελεσμάτων, ορίζονται τέσσερις στατιστικοί δείκτες εκτίμησης ποιότητας που υπολογίζονται σε πλήθος συνδυασμών μεγέθους τεστ, κατανομής ικανοτήτων και αριθμού εξεταζομένων. Οι προκύπτουσες τιμές είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, καθώς αποδεικνύουν ότι η προτεινόμενη μεθοδολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά ακόμα και σε συνθήκες ακαδημαϊκών μαθημάτων με μικρό δείγμα εξεταζομένων. 445 325 335 Human resource development as a prerequisite for companies in order to build competitive advantage. Η ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού προϋπόθεση για την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στις επιχειρήσεις. Thorough secondary research was conducted in the context of the present Phd thesis in order for the notion of Human Resource Development to be clarified and for relevant, up to date views, which exist in the literature, to be delineated. These views were focusing on the outcomes of developmental activities and the Human Resource Development methods being used by the companies. Then, primary research took place in 19 companies operating in the banking and the pharmaceutical sectors in Greece, combining two research methods: a) interviews conducted with the professionals being responsible for Human Resource Development and b) questionnaire being completed by 596 employees in total. The part of the research that was implemented through interviews intended to map the general context associated with the implementation of Human Resource Development activities. Data were analyzed using some of the steps of content analysis, after their adjustment to the survey’s specifics needs. The other part of the research aimed at exploring employees' perceptions about the results of the developmental activities and the extent to which they affect the learning transfer. In addition, emphasis was placed on the factors that influence developmental activities’ effectiveness, job satisfaction and employees’ commitment. The main methods that were used for the data analysis were reliability analysis, comparison analysis and effect size indicators estimation, correlation analysis and regression analysis. According to the research findings, company’s support for learning is the key factor that affects positively not only employees’ perceptions about the benefits they receive through participation in developmental activities but also their job satisfaction; the latter influences the most employees’ commitment. In addition, participants of the survey believe that Human Resource Development contributes the most to outcomes related to job performance, which in turn affect to the highest degree overall activities’ effectiveness. However, the results of developmental activities, which refer to internal rewards, are those affecting the most learning transfer. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής πραγματοποιήθηκε αρχικά διεξοδική δευτερογενής έρευνα, ώστε να αποσαφηνιστεί εννοιολογικά η έννοια της Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, να εντοπιστούν οι σύγχρονες απόψεις για τα αποτελέσματα των σχετικών δράσεων και να σκιαγραφηθούν οι αναπτυξιακές μέθοδοι που εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε πρωτογενής έρευνα σε 19 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τραπεζικό και τον φαρμακευτικό κλάδο στην Ελλάδα, συνδυάζοντας δύο ερευνητικές μεθόδους: τη συνέντευξη με τους επαγγελματίες που φέρουν την ευθύνη για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού και το ερωτηματολόγιο που συμπληρώθηκε από 596 εργαζόμενους. Το σκέλος της έρευνας, που υλοποιήθηκε μέσω συνέντευξης, στόχευε στη χαρτογράφηση του ευρύτερου πλαισίου υλοποίησης των αναπτυξιακών δράσεων. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη χρήση ορισμένων βημάτων της ανάλυσης περιεχομένου, αφού πρώτα αυτά προσαρμόστηκαν στις ανάγκες της παρούσας έρευνας. Το άλλο ερευνητικό σκέλος αποσκοπούσε στη διερεύνηση των αντιλήψεων των εργαζόμενων για τα αποτελέσματα των δράσεων ανάπτυξης και τον βαθμό στον οποίο αυτές επηρεάζουν τη μεταβίβαση της μάθησης. Επιπλέον, έμφαση δόθηκε στους παράγοντες που ασκούν επίδραση στην αποτελεσματικότητα των αναπτυξιακών δράσεων αλλά και σ’ εκείνους που επηρεάζουν την ικανοποίησή τους από την εργασία και την αφοσίωσή τους στην επιχείρηση. Οι κυριότερες μέθοδοι ανάλυσης που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η ανάλυση αξιοπιστίας του ερωτηματολογίου, ο έλεγχος συγκρίσεων και ο υπολογισμός του δείκτη μεγέθους επίδρασης, η ανάλυση συσχετίσεων και η ανάλυση παλινδρόμησης. Σύμφωνα με τα ερευνητικά αποτελέσματα η υποστήριξη για μάθηση από την επιχείρηση αναδεικνύεται ο κυριότερος παράγοντας που επηρεάζει τις αντιλήψεις των εργαζόμενων για τα οφέλη που αποκομίζουν από τις αναπτυξιακές δράσεις αλλά και την εργασιακή τους ικανοποίηση. Η τελευταία ασκεί με τη σειρά της τη μεγαλύτερη θετική επίδραση στην αφοσίωσή τους στην επιχείρηση. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι θεωρούν ότι οι δράσεις Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού στις οποίες λαμβάνουν μέρος συμβάλλουν κυρίως σε αποτελέσματα που σχετίζονται με τον τρόπο εκτέλεσης της εργασίας τους, τα οποία διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα των σχετικών δράσεων. Ωστόσο, οι εσωτερικές ανταμοιβές των αναπτυξιακών δράσεων είναι αυτές που επηρεάζουν περισσότερο, επίσης θετικά, τη μεταβίβαση της μάθησης. 446 157 155 Foreign direct investment, internationalisation, economic development and competitiveness: the case of Greece Ξένες άμεσες επενδύσεις, διεθνοποίηση, οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα: η περίπτωση της Ελλάδας The main aim of the dissertation is to gain an in-depth understanding of the mechanisms leading firms to invest abroad. The key research questions are: a) what are the reasons and b) the consequences of firms' internationalisation. In this context the dissertation focuses on the impacts of outward FDI on the economies of the investing countries, an issue of great relevance to the Greek case. Thus, a number of sub-questions regarding the nature, the extent, the mode, as well as the impacts to the efficiency of Greek firms investing abroad, is examined. Furthermore, and in addition, a number of questions of macroeconomic nature are examined. In order to reply to all questions, an elaborate research methodology was designed and implemented, which was based on primary, as well as secondary data with regards to the econometric methodology, we relied on VEC models and panel data analysis. Η διατριβή επιχειρεί να κατανοήσει τους παράγοντες που κινητοποιούν τις διαδικασίες επέκτασης των επιχειρήσεων στο εξωτερικό. Τα βασικά ερωτήματα που διαμορφώνονται είναι: α) τα βασικά αίτια και β) οι συνέπειες της διεθνοποίησης των επιχειρήσεων. Σε αυτά τα πλαίσια, η διατριβή επικεντρώνεται στη μελέτη των επιπτώσεων των εξερχόμενων Ξένων Άμεσων Επενδύσεων στις οικονομίες προέλευσής τους, που αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική περίπτωση. Έτσι διατυπώνεται και επιχειρείται να απαντηθεί ένας μεγάλος αριθμός υποερωτημάτων που αφορούν την μορφή, την έκταση, τον τρόπο εκδήλωσης, αλλά και τις επιπτώσεις στην αποδοτικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων από την επέκτασή τους στο εξωτερικό. Επιπλέον, εξετάζεται ένας αριθμός ερωτημάτων στο επίπεδο της συνολικής οικονομίας. Προκειμένου να απαντηθούν όλα τα ερωτήματα σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε μια πολύ σύνθετη ερευνητική μεθοδολογία, η οποία βασίστηκε τόσο σε πρωτογενή όσο και δευτερογενή στοιχεία. Όσον αφορά την οικονομετρική μεθοδολογία χρησιμοποιήθηκε ανάλυση υποδειγμάτων VEC, αλλά και panel δεδομένων. 447 492 516 Environmental sustainability in supply chains: evidence from the construction industry in the UK and Greece Περιβαλλοντική βιωσιμότητα στις αλυσίδες εφοδιασμού: στοιχεία από τον κατασκευαστικό κλάδο στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ελλάδα Climate change, which has intensified over time, and its effects on humanity and the planet, have forced the governments of many countries to react in response to intense criticism from various socio-political actors, and to scrutinise and act on the problem. The academic community could not be absent from this move either, which, through thorough and coordinated research, is making every effort to reduce and mitigate the effects of this change. The main cause of climate change lies in the activities of companies that make the greatest contribution to the greenhouse effect. This thesis examines various factors that are relevant to the subject and strives to help confront the phenomenon. In the light of two theories, the Triple Bottom Line and Institutional Theory, examines the views of construction industry practitioners on the actions of their companies towards environmental sustainability practices. The reason for selecting the construction industry is due to its identification as the most polluting industry. To better understand the details and peculiarities of the industry, the level of coverage by the existing academic literature focusing on the UK construction industry was explored. The systematic review has shown that research so far, focuses mainly on energy issues of building installations and building materials and much less on issues related to the supply chain of companies. Based on the results of the systematic review and the bibliography of the green supply chain contributors, the author proceeded to conduct qualitative research to gather in-depth information on how businesses in the UK and Greece think and act. The interviews with 27 experts in the field have highlighted that the institutional pressures exerted on companies are classified as regulatory pressures, customer requirements, stakeholder pressures, external image or reputation, and competition pressures. These external pressures create internal responses to the adoption of sustainable environmental practices. According to the perceptions of the research participants, the key contributors to this direction are executive management support, financial factors, environmental management systems and the use of software in carbon footprint measurement, as well as education and training of organisation employees. The research completed with the case study of a Greek small-to-medium-sized construction company, where the use of a decision support system initially assessed the carbon footprint of the company and then investigated the feasibility of reducing it through interventions in the production process and its supply chain. This research provides a theoretical and practical contribution. The theoretical contribution is twofold. Initially, through the theoretical model it develops based on the institutional pressures on business, aiming at adopting sustainable environmental practices on their behalf. The second contribution is in the philosophical (phenomenological constructivism) and methodological (mixed purposive sampling) approach of the research, used for the first time in this research area. The practical contribution of the study is the highlighting of the intra-organisational factors that lead to the adoption of sustainable practices in the construction sector. Η κλιματική αλλαγή που εντείνεται με την πάροδο του χρόνου και οι επιδράσεις αυτής στην ανθρωπότητα και τον πλανήτη, ανάγκασαν τις κυβερνήσεις πολλών χωρών να αντιδράσουν κατόπιν της έντονης κριτικής διαφόρων κοινωνικο-πολιτικών φορέων και να ενσκήψουν πάνω στο πρόβλημα. Από την κίνηση αυτή δε θα μπορούσε να απουσιάσει και η ακαδημαική κοινότητα, η οποία με ενδελεχή και συντονισμένη έρευνα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να μειώσει και να περιορίσει τις επιδράσεις αυτής της κλιματικής αλλαγής. Η κύρια αιτία της εντοπίζεται στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων που συμβάλουν τα μέγιστα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου. Η παρούσα διατριβή εξετάζει διάφoρους παράγοντες που άπτονται του θέματος και καταβάλει προσπάθεια ώστε να συνδράμει στην αντιμετώπιση του φαινομένου. Υπό το πρίσμα δύο θεωριών, Triple Bottom Line και Institutional Theory, εξετάζει τις απόψεις επαγγελματιών του κατασκευαστικού κλάδου ως προς τις ενέργειες των εταιρειών τους για να συμβάλουν σε πρακτικές περιβαλλοντικής βιωσιμότητας. Ο λόγος που επιλέχθηκε ο κατασκευαστικός κλάδος είναι διότι ο κλάδος αυτός χαρακτηρίζεται ως ο πλέον ρυπογόνος. Για την καλύτερη κατανόηση των λεπτομερειών και ιδιαιτεροτήτων του κλάδου, διερευνήθηκε το επίπεδο κάλυψης του θέματος από την υπάρχουσα ακαδημαική βιβλιογραφία που εστιάζει στον κατασκευαστικό κλάδο της Μεγάλης Βρετανίας. Η συστηματική ανάσκοπηση κατέδειξε ότι μέχρι σήμερα η ακαδημαική έρευνα εστιάζει κυρίως σε ενεργειακά θέματα των κτιριακών εγκαταστάσεων και οικοδομικών υλικών και πολύ λιγότερο σε θέματα που αφορούν στην εφοδιαστική αλυσίδα των εταιρειών. Βασιζόμενος στα αποτελέσματα της συστηματικής ανασκόπησης αλλά και στη γενικότερη βιβλιογραφία των συντελεστών πράσινων εφοδιαστικών αλυσίδων, ο συγγραφέας προχώρησε στη διενέργεια ποιοτικής έρευνας ώστε να συλλέξει εις βάθος πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται και ενεργούν οι επιχειρήσεις στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ελλάδα. Οι συνεντεύξεις με εικοσιεπτά ειδικούς του χώρου, ανέδειξαν ότι οι θεσμικές πιέσεις που ασκούνται στις επιχειρήσεις κατηγοριοποιούνται ως ρυθμιστικές πιέσεις, απαιτήσεις των πελατών, πιέσεις ενδιαφερομένων μερών, εξωτερική εικόνα ή φήμη της εταιρείας και τέλος, οι πιέσεις από τον ανταγωνισμό. Οι εξωτερικές αυτές πιέσεις δημιουργούν εσωτερικές αντιδράσεις για την υιοθέτηση βιώσιμων περιβαλλοντικών πρακτικών. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, οι βασικοί παράγοντες που συμβάλουν προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η υποστήριξη της ανώτατης διοίκησης, οικομικοί παράγοντες, τα συστήματα περιβαλλοντικής διαχείρισης και η χρήση λογισμικού στην μέτρηση αποτυπώματος άνθρακα, καθώς και εκπαίδευση και κατάρτιση του προσωπικού των επιχειρήσεων. Η έρευνα ολοκληρώθηκε με τη μελέτη περίπτωσης μίας ελληνικής μικρομεσαίας κατασκευαστικής εταιρείας, όπου με την χρήση ενός συστήματος υποστήριξης λήψης αποφάσεων, διερευνήθηκε αρχικά η μέτρηση αποτυπώματος άνθρακα της εταιρείας και κατόπιν η εφικτότητα μείωσής του μέσω παρεμβάσεων στην παραγωγική διαδικασία αλλά και στην εφοδιαστική της αλυσίδα. Η παρούσα έρευνα παρέχει θεωρητική και πρακτική συνεισφορά. Η θεωρητική συμβολή είναι διτή. Αρχικά μέσω του θεωρητικού μοντέλου που αναπτύσει βασιζόμενο στις θεσμικές πιέσεις που ασκούνται στις επιχειρήσεις, στοχεύοντας στην υιοθέτηση βιώσιμων περιβαλλοντικών πρακτικών εκ μέρους των. Η δεύτερη συνεισφορά είναι στο χώρο της φιλοσοφικής (phenomenological constructivism) και μεθοδολογικής προσέγγισης (mixed purposive sampling) της έρευνας που χρησιμοποιείται για πρώτη φορά συνδιαστικά στο συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο. Η πρακτική συνεισφορά της έρευνας είναι η ανάδειξη των ενδο-επιχειρησιακών παραγόντων που οδηγούν στην υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών, στο χώρο του κατασκευαστικού κλάδου. 448 233 213 Democratization in the Middle East The purpose of this study is to elucidate the factors behind the level of (non-) democratization in the Middle East and the prevalence of authoritarian regimes. The current thesis wishes to break with the democratization theories emphasizing the exceptional nature of the region. The thesis will try to examine the applicability of democratization theories for the Middle East with modernization theory, orientalism and transitology being among the most discussed. The thesis will argue that the above theories fail to explain the absence of political transformation in the Middle East because they exclude the determinant role being played by the Great Powers in general in every wave of a transition to democracy. Its main argument stretches that the support that the Great Powers, whose political strategies shift with the structure of the international order, grant to particular domestic actors shapes the balance of power among the latter and therefore their incentive and capacity to sustain a democratic regime. It will discuss the external context as a determinant variable of democratization and it will seek how the foreign policy of the Great Powers affected the political transformation of the Middle East from the colonization era until today giving particular importance to the role being played by the USA. In this way the thesis emphasizes the interdependency between internal and external factors in the process of democratization in the Middle East. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να εντοπίσει τους παράγοντες που επηρεάζουν τον εκδημοκρατισμό στη Μέση Ανατολή και να ερμηνεύσει την επικράτηση αυταρχικών δομών εξουσίας στα κράτη της περιοχής. Στόχος της διατριβής είναι να αποδομηθούν οι θεωρίες εκδημοκρατισμού που επικεντρώνουν την ανάλυση τους στην «ξεχωριστή» φύση της περιοχής. Η διατριβή αποτελεί μια προσπάθεια ελέγχου των επικρατέστερων θεωριών εκδημοκρατισμού της Μέσης Ανατολής, μεταξύ αυτών της θεωρίας κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης, των πολιτισμικά προσανατολισμένων ερμηνειών και της μεταβασιολογίας. Η θέση της διατριβής είναι ότι οι παραπάνω θεωρίες αδυνατούν να ερμηνεύσουν το έλλειμμα δημοκρατίας στη Μέση Ανατολή, διότι αγνοείται ο καθοριστικός ρόλος που διαδραματίζουν οι Μεγάλες Δυνάμεις σε κάθε στάδιο μετάβασης στη δημοκρατία. Βασική θέση αποτελεί ότι η υποστήριξη των Μεγάλων Δυνάμεων-των οποίων οι πολιτικές στρατηγικές μεταβάλλονται αναλόγως της δομής του διεθνούς συστήματος-προς τους εσωτερικούς δρώντες επηρεάζει την ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό των κρατών και, επομένως, την βούληση των ηγετικών ελίτ να διαμορφώσουν και να διατηρήσουν ένα δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Για την παρούσα διατριβή το διεθνές πλαίσιο αποτελεί καθοριστική μεταβλητή για τον εκδημοκρατισμό των κρατών και διερευνάται η επίδραση της εξωτερικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή από την εποχή της αποικιοκρατίας έως σήμερα με έμφαση στο ρόλο των ΗΠΑ. Το συγκεκριμένο πλαίσιο ανάλυσης επικεντρώνεται στην αλληλεξάρτηση εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων για την διαδικασία εκδημοκρατισμού στη Μέση Ανατολή. 449 366 398 Development and evaluation of a prototype web XBRL-enabled financial platform for the generation and presentation of financial statements according to IFRS. Ανάπτυξη και αξιολόγηση ενός διαδικτυακού χρηματοοικονομικού υποδείγματος για την προετοιμασία και παρουσίαση των οικονομικών καταστάσεων εισηγμένων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο, σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. The development and adoption of IAS/IFRS is one of the greatest events of the last decades in the field of accounting and generally in the history of financial reporting. The main objective of IAS/IFRS is to provide a common qualitative basis for accounting purposes, in an effort to promote greater transparency and comparability of financial reporting across the world. However, the success of IAS/IFRS depends on how financial information flows inside the company and in which format is represented to outside users. Therefore, the accounting information systems and the web financial applications should meet the qualitative criteria of IAS/IFRS. Thus, it is necessary to introduce new advanced technologies that will be able to electronically describe the new "business language" and solve any problems derived from the adoption of IAS/IFRS. XBRL is a technology, which is especially designed to support and promote the new “business language”, IAS/IFRS. Many countries around the world make use of online XBRL financial platforms to provide better, reliable, efficient, accurate, transparent and low-cost financial information. However, similar online financial platforms have not developed in Greece. The purpose of this doctoral thesis is to identify the reasons for non-implementation of the technology by examining the internal and external environment of Greek companies. Through the examination of the Greek business environment, potential reasons for non-adoption of the technology were identified, which consisted the basis for the development of a prototype web XBRL financial model for future implementation in the Athens Stock Exchange. After the development of the prototype model, an empirical research was conducted to examine the use and acceptance of XBRL from the listed companies on the Athens Stock Exchange. The results indicated that the prototype web XBRL financial model is a very useful tool for the qualitative representation of financial information in accordance with IAS/IFRS. Through the theoretical and empirical approach of this doctoral thesis, the production and presentation of high quality accounting data is aspired, through the prospective adoption of XBRL by the Greek companies and the implementation of a sophisticated web financial reporting model by the Greek capital market. Η ανάπτυξη και υιοθέτηση των Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών στο χώρο της Λογιστικής και γενικότερα στην ιστορία της Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης. Βασικός στόχος των Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. είναι να παρέχουν μια κοινή λογιστική βάση υψηλής ποιότητας εξασφαλίζοντας έτσι μεγαλύτερη διαφάνεια και συγκρισιμότητα των οικονομικών καταστάσεων σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, η επιτυχία των Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο διακινείται η χρηματοοικονομική πληροφόρηση στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον των επιχειρήσεων. Επομένως, οι χρηματοοικονομικές πληροφορίες που παρέχονται από τα πληροφοριακά συστήματα και κατ’ επέκταση από τις διαδικτυακές εφαρμογές χρηματοοικονομικής πληροφόρησης πρέπει να πληρούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που διέπουν τα Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. Γι’ αυτόν το λόγο, κρίνεται αναγκαία η εισαγωγή νέων πιο εξελιγμένων τεχνολογιών, οι οποίες θα μπορούν να απεικονίσουν τη νέα «γλώσσα των επιχειρήσεων» αλλά και να αντιμετωπίσουν προβλήματα που δημιουργούνται από την εφαρμογή της. Η XBRL είναι μια τεχνολογία ειδικά σχεδιασμένη για να υποστηρίξει και να προωθήσει τη νέα «γλώσσα των επιχειρήσεων», τα Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. Πολλές χώρες ανά τον κόσμο χρησιμοποιούν την XBRL μέσα από διαδικτυακές χρηματοοικονομικές πλατφόρμες στοχεύοντας σε μια καλύτερη, αξιόπιστη, αποτελεσματική, ακριβή, διαφανή και χαμηλού κόστους χρηματοοικονομική πληροφόρηση. Ωστόσο, παρόμοιες διαδικτυακές χρηματοοικονομικές πλατφόρμες δεν έχουν γνωρίσει σημαντική άνθιση στην Ελλάδα. Επομένως, σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι να εντοπίσει τους λόγους μη εφαρμογής της τεχνολογίας, εξετάζοντας το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον των ελληνικών επιχειρήσεων. Μέσα από την εξέταση του περιβάλλοντος των ελληνικών επιχειρήσεων εντοπίστηκαν πιθανοί λόγοι μη υιοθέτησης της τεχνολογίας, οι οποίοι και αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη ενός πρωτότυπου πληροφοριακού συστήματος διαδικτυακής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία XBRL, το οποίο και προτάθηκε για μελλοντική εφαρμογή από το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Έπειτα από την ανάπτυξη του πρωτότυπου πληροφοριακού συστήματος, πραγματοποιήθηκε εμπειρική έρευνα για τη χρήση και αποδοχή της XBRL μέσα από την αξιολόγηση του πρωτότυπου πληροφοριακού συστήματος από εισηγμένες εταιρίες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών. Τα ευρήματα της εμπειρικής έρευνας έδειξαν ότι το πρωτότυπο πληροφοριακό σύστημα διαδικτυακής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο και εύχρηστο εργαλείο για την ποιοτική απεικόνιση των χρηματοοικονομικών πληροφοριών, σύμφωνα με τα Δ.Λ.Π./Δ.Π.Χ.Π. Μέσω της θεωρητικής και εμπειρικής προσέγγισης της παρούσας διδακτορικής διατριβής φιλοδοξείτε η παραγωγή και παρουσίαση ποιοτικότερων λογιστικών δεδομένων, μέσα από τη μελλοντική υιοθέτηση της XBRL από τις ελληνικές επιχειρήσεις και την εφαρμογή ενός εξελιγμένου μοντέλου διαδικτυακής χρηματοοικονομικής πληροφόρησης από το ελληνικό χρηματιστήριο. 450 246 295 Πώληση προσωπικών δεδομένων: το νομικό πλαίσιο και η φύση των συμβάσεων πώλησης από το υποκείμενο υπό το πρίσμα του ΓΚΠΔ The herein master thesis ventures to approach the nature of personal data and of the rights that arise in relation to them, in the current idiosyncratic data driven ecosystem, where, amongst others, personal data are de facto traded, and aims to examine the compatibility of these trading practices with the current European legal system and the core of constitutional provisions, which safeguard human value. The methodological pillar harnessed towards this goal consists in tracing similarities and drawing analogies between neophyte commodities, as these regarding digital personal data, and the traditional goods, protected by rule of law. The ultimate target is to outline the status of consenting personal data subjects in the digital socio-economic field, by depicting the legal and economic interrelation between the subject and their personal data under the light of civil law dogma. The objective of the herein argumentation specifically focuses on the thought that GDPR could be perceived as a legal system both personal and property oriented; in this framework, the analysis below aims to normatively conceptualize “consent” under the scope of the civil law doctrines regarding dispositive legal transactions, by affording simultaneously due respect to the European personal data legal system (GDPR) and to fundamental constitutional provisions. The aiming point of this approach is to trigger a collective consciousness that leads to a more empowered status of personal data subjects during the stage of decision making process with respect to granting or not granting “consent” under the light of private autonomy principle. Η παρούσα εργασία επιχειρεί να προσεγγίσει τα προσωπικά δεδομένα και τα απορρέοντα από αυτά δικαιώματα μέσα σε ένα σύγχρονο ψηφιακά διαμορφούμενο οικοσύστημα, που δομείται στη λειτουργία και χρήση των δεδομένων, όπου τα προσωπικά δεδομένα καθίστανται de facto αντικείμενο συναλλαγής, και στοχεύει στη διερεύνηση της συμβατότητας αυτής της συναλλακτικής πρακτικής με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και τον πυρήνα των συνταγματικών αρχών που διαφυλάττουν την ανθρώπινη αξία. Ο μεθοδολογικός πυλώνας που χρησιμοποιείται προς αυτόν τον σκοπό περιλαμβάνει τον εντοπισμό ομοιοτήτων και την ανάσυρση αναλογιών μεταξύ νεοφυών αγαθών, όπως τα ψηφιακά προσωπικά δεδομένα και των παραδοσιακών αγαθών, που προστατεύονται από την έννομη τάξη. Ο απώτερος σκοπός της εργασίας είναι η σκιαγράφηση της θέσης του συγκατατιθέμενου υποκειμένου στο ψηφιακό κοινωνικό-οικονομικό πεδίο, με την περιγραφική αποτύπωση των στοιχείων που απαρτίζουν την νομική και οικονομική σχέση μεταξύ του υποκείμενου και των προσωπικών του δεδομένων υπό το πρίσμα του αστικού δόγματος. Τα επιχειρήματα που διαλαμβάνονται στο παρόν πόνημα εστιάζουν κυρίως στη σκέψη ότι ο ΓΚΠΔ μπορεί να εκληφθεί ως νομοθέτημα με διττή υπόσταση, προσωπικής και περιουσιακής υφής• στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, η ανάλυση που ακολουθεί, επιχειρεί την κανονιστική πρόσληψη της «συγκατάθεσης» τόσο υπό το πρίσμα των αρχών του αστικού δόγματος, που αφορούν τις απαλλοτριωτικές δικαιοπραξίες, όσο και υπό το φως της ευρωπαϊκής νομοθεσίας (ΓΚΠΔ) για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και των συναφών θεμελιωδών συνταγματικών προβλέψεων. Ο κύριος σκοπός αυτής της προσέγγισης έγκειται στη συλλογική εμπέδωση της θέσης του υποκειμένου ως ενδυναμωμένου και ενεργώς μετέχοντος μέλους, κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με την παροχή ή μη «συγκατάθεσης» ως έκφανση ενός φάσματος διακριτικής ευχέρειας του υποκειμένου που de lege ferenda απολαμβάνει σύμφωνα προς την αρχή του σεβασμού της ιδιωτικής του αυτονομίας. 451 80 79 Estimation methods for regression models for ordered categorial data. Διαδικασίες εκτίμησης για παλινδρομικά μοντέλα με κατά κατηγορίες διατεταγμένα δεδομένα. The estimation methods of parameters of ordered categorical data regression models are discussed. The methods of maximum-likehood, the minimum chi-square and weighted least square. The numerical values for maximum-likehood estimators are determined by the NEWTON-RAPHSON and FISHER-SCORING methods. For the later a new procedure is proposed Properties of estimators for the cumulative logistic model. At least with the use of computer a simulation was made to discover the best estimation method. Τρείς μέθοδοι εκτίμησης των παραμέτρων παίνδρομικών μοντέλων για κατά κατηγορίες διατεταγμένα δεδομένα εξετάζονται. Η μέθοδος της μεγιστοπιθοφάνειας, των ελάχιστων τετραγώνων και των σταθμικών ελάχτιστων τετραγώνων. Οι αριθμητικές τιμές της μεγιστοπιθοφάνειας υπολογίζονται με τη μέθοδο NEWTON-RAPHSON και FISHER-SCORING. Για την τελευταία προτείνεται μια καινούρια διαδικασία. Δίνονται οι στατιστικές ελέγχου για το αθροιστικό λογιστικό μοντέλο. Τέλος με τη χρήση υπολογιστού γίνεται προσομοίωση για να ευρεθεί ποια είναι η καλύτερη μέθοδος υπολογισμού. 452 286 280 Defence economics of Greece and Turkey and the relations between the two states: a theoretical approach in political realism and strategy in international relations Τα οικονομικά της άμυνας Ελλάδας-Τουρκίας και οι μεταξύ των κρατών σχέσεις: μια θεωρητική προσέγγιση στον πολιτικό ρεαλισμό και στη στρατηγική των διεθνών σχέσεων The main and basic purpose of the dissertation is to examine three hypotheses, which originate from the basic axioms of the political realism paradigm. Partial purposes are: a)to present a critical thesis concerning the political realism paradigm, and the fundamental notions of the paradigm (power, anarchy, state sovereignty, and national interest), b)to demonstrate the relations of economy, defence (arming) and politics, c)to define the economic power and to outline the arms race between the states, d)to describe the term strategy and to show out what this term contain in the case of states. The entire dissertation is separated in three working groups, which are interconnected and coherent. Each one consists a thematic unite based on the following corresponding scientific fields: defence economics, strategy in international relations and the paradigms in international relations emphasizing on the political realism. Those hypotheses are examined within a case study about the Greek-Turkish relations. The use of the data (of quantitative and qualitative character) of the case study has as purpose to ascertain the validity of the hypotheses. The bibliography, which has been used, covers the entire scope of the scientific fields of the dissertation, as well as the Greek-Turkish relations. The dissertation concludes that the states remain the main actors in the international system, but their action is defined in any case by the system structure. Power is the mean for the redemption of the national interest; whither national interest for a state is not only survival but expansion as well. Concluding the dissertation proves that there are offensive and reversionary states in the international system. Κύριος και βασικός σκοπός της διατριβής είναι η εξέταση τριών υποθέσεων εργασίας που πηγάζουν από τα βασικά αξιώματα της θεώρησης του πολιτικού ρεαλισμού. Επιμέρους στόχοι είναι: α)να παρουσιαστεί μια κριτική θέση στη θεώρηση του πολιτικού ρεαλισμού, αλλά και στις βασικές έννοιες της θεώρησης (ισχύς, αναρχία, κρατική κυριαρχία, εθνικό συμφέρον), β)να καταδειχθεί η σχέση της οικονομίας με την άμυνα (εξοπλισμοί) και την πολιτική, γ)να οριστεί η οικονομική ισχύς και να σκιαγραφηθεί ο εξοπλιστικός ανταγωνισμός των κρατών δ)να περιγραφεί ο όρος στρατηγική και να καταδειχθεί τι αυτός περιλαμβάνει στην περίπτωση του κράτους. Η όλη διατριβή χωρίζεται σε ομάδες εργασίας με μεταξύ τους συνέχεια και συνοχή. Η κάθε μία από αυτές αποτελεί και μία θεματική ενότητα που στηρίζεται στα αντίστοιχα γνωστικά πεδία, αυτά των οικονομικών της άμυνας, της στρατηγικής των διεθνών σχέσεων και στις θεωρήσεις των διεθνών σχέσεων με έμφαση στον πολιτικό ρεαλισμό. Για τον έλεγχο των υποθέσεων εργασίας χρησιμοποιείται μία περιπτωσιολογική μελέτη που αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η χρήση των στοιχειών (ποσοτικού και ποιοτικού χαρακτήρα) της περιπτωσιολογική μελέτης σκοπό έχει να εξακριβώσει την ισχύ ή μη των υποθέσεων εργασίας. Η βιβλιογραφία που χρησιμοποιείται καλύπτει όλο το εύρος των γνωστικών πεδίων της διατριβής, καθώς και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η εργασία συμπεραίνει ότι τα κράτη παραμένουν οι κυρίαρχοι δρώντες στο διεθνές σύστημα, αλλά η δράσή τους καθορίζεται από την δομή του συστήματος. Η ισχύς είναι το μέσο για την εκπλήρωση του εθνικού συμφέροντος, όπου εθνικό συμφέρον για ένα κράτος δεν είναι μόνο η επιβίωση αλλά και η επέκταση. Δηλαδή, η εργασία αποδεικνύει ότι υπάρχουν επιθετικά και αναθεωρητικά κράτη στο διεθνές σύστημα. 453 346 398 Το πλαίσιο της ποιότητας και του Brand name για την ανάπτυξη ανταγωνιστικής στρατηγικής σε τουριστικούς προορισμούς: η περίπτωση της Χαλκιδικής Destination competitiveness is one of the critical issues in contemporary tourist market. Many studies have indicated that tourists and their needs are the driving force that affects competition and competitiveness of tourism destinations. Nowadays destinations are competing with an emphasis on the quality of tourism/vacation experience they offer. Knowing the long-term benefits generated by the high satisfaction of tourists, destination management organizations adopt holistic philosophies to implement marketing strategies. One of the most important strategic tools of Destination Marketing, is branding. The image of a destination, the tourists awareness and the perceived quality of a destination, are the main components of branding strategy that tourist destinations employ, to determine the extroversion of a destination and it’s ability to communicate the desired message. These elements strongly influence, both the intentions of tourists and their perceptions of competitiveness. The purpose of this thesis is to examine the effects of quality of tourism experience and destination branding on tourists’ perceptions of destination competitiveness Through empirical research we attempt to identify the factors that shape the perceptions of tourists of what they believe a competitive destination is. The structural equation model examines five research questions through nine research hypotheses. The sample population of this survey consists of 147 graduate students from the University of Macedonia that took at least one leisure trip in the past, at the tourism destination in the district of Halkidiki. The results showed that quality of tourist experience and destination branding have direct and positive impact on tourists’ perception of destination competitiveness. Furthermore it appeared that the level of tourist satisfaction affects the perceived destination competitiveness. Consequently, the results showed that both the quality of tourism experience and the destination branding have an indirect effect on tourists’ perception of destination competitiveness through the level of overall satisfaction. Finally it appeared that destination image and perceived quality as components of the destination branding have a positive effect in different time phases of the quality of tourist experience. Furthermore, based on the research findings the study provides theoretical and managerial implications as well as suggestions for future studies. Η ανταγωνιστικότητα των προορισμών αποτελεί καίριο στοιχείο στη σύγχρονη τουριστική αγορά. Πολλές μελέτες τονίζουν ότι οι τουρίστες και οι ανάγκες τους αποτελούν την κινητήρια δύναμη που επηρεάζει τον ανταγωνισμό και την ανταγωνιστικότητα των τουριστικών προορισμών. Πλέον οι τουριστικοί προορισμοί ανταγωνίζονται δίνοντας έμφαση στην ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας που προσφέρουν. Γνωρίζοντας τα μακροχρόνια οφέλη που δημιουργούνται από την υψηλή ικανοποίηση των τουριστών, οι φορείς διαχείρισης των προορισμών υιοθετούν ολιστικές φιλοσοφίες στις στρατηγικές Μάρκετινγκ που υλοποιούν. Ένα από τα πιο σημαντικά στρατηγικά εργαλεία του Μάρκετινγκ των προορισμών, αποτελεί ο σχεδιασμός και η διαχείριση της εμπορικής ταυτότητας (branding). Η εικόνα ενός προορισμού, η επίγνωση των τουριστών για αυτόν και η αντιλαμβανόμενη ποιότητα του προορισμού, ως συστατικά στοιχεία της στρατηγικής branding που εφαρμόζει ένας τουριστικός προορισμός, καθορίζουν την εξωστρέφειά του, την ικανότητα του να επικοινωνεί τα μηνύματα που επιθυμεί και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τόσο τις προθέσεις των τουριστών όσο και τις αντιλήψεις τους για την ανταγωνιστικότητά του. Σκοπός τις διπλωματικής εργασίας είναι να εξετάσει τις επιδράσεις της ποιότητας της τουριστικής εμπειρίας και του branding των προορισμών στις αντιλήψεις των τουριστών για την ανταγωνιστικότητά του. Μέσα από έρευνα που έγινε με δομημένο ερωτηματολόγιο, έγινε προσπάθεια να εντοπιστούν οι παράγοντές που διαμορφώνουν τις αντιλήψεις των τουριστών για το τι σημαίνει ανταγωνιστικός προορισμός. Το μοντέλο δομικών εξισώσεων που προτείνεται εξετάζει πέντε ερευνητικά ερωτήματα μέσα από εννέα ερευνητικές υποθέσεις. Το δείγμα του πληθυσμού της έρευνας αφορούσε 147 μεταπτυχιακούς φοιτητές του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, οι οποίοι στον παρελθόν έχουν κάνει διακοπές στον τουριστικό προορισμό της Χαλκιδικής. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας και το branding του προορισμού επιδρούν άμεσα κα θετικά στην αντίληψη των τουριστών για την ανταγωνιστικότητα του προορισμού. Επιπλέον φάνηκε ότι το επίπεδο ικανοποίησης των τουριστών από τις διακοπές σ΄έναν προορισμό επηρεάζει την αντιλαμβανόμενη ανταγωνιστικότητα του. Κατά συνέπεια τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τόσο η ποιότητα της τουριστικής εμπειρίας όσο και το branding του προορισμού έχουν έμμεση επίδραση στην αντίληψη των τουριστών για την ανταγωνιστικότητα του προορισμού, μέσω του επιπέδου της συνολικής ικανοποίησης. Τέλος φάνηκε ότι η εικόνα ενός προορισμού και η αντιλαμβανόμενη ποιότητά του, ως συστατικά στοιχεία του branding των προορισμών επιδρούν θετικά στις διαφορετικές χρονολογικές φάσεις της ποιότητας της τουριστικής εμπειρίας. Επιπλέον, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας προτείνονται θεωρητικές και πρακτικές εφαρμογές καθώς και προτάσεις για μελλοντικές έρευνες. 454 297 284 Η χρήση του λογισμικού κοινωνικής δικτύωσης στη δια βίου μάθηση. In the present text/survey is presented the manner with which the modern social networking software applications can be used effectively as educational tools in lifelong learning. For this cause happens a segregation of the social structures in which any individual can acquire knowledge or even information with the use of this software applications in “dyads”, “groups”, “sets”, and “networks”. Each one of these categories holds specific characteristics related with the way in which these individuals who constitute them, can learn through the web and by using some social networking software applications. Afterwards is attempted a classification of these software applications under the prism of the previously mentioned four forms of social structure. In this way each social networking software, is proposed to be selected as an educational tool depending in which of these four referred categories are being included. In the interviews that will be presented further, it arises that in Greek reality the choice of software applications, those which are being selected for tutorial aims doesn’t happen on the base of social structure, in which is addressed the tutorial condition, but on the base of other factors such as the facility in usage, the cost and the publicity of the selected software. The present survey proposes that the effective use of social networking software applications starts from the correct software selection that will be used for the educational/tutorial target or objective, a selection that should indeed be supported on the social structure that every learner has. The sort of social structure, as it was mentioned is being analyzed and investigated under the sight of four basic axes which seem to have a special value, usage and application in the way with which the individuals learn via web and moreover through the software applications of social networking. Στον παρόν κείμενο γίνεται παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο τα σύγχρονα λογισμικά κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά ως εκπαιδευτικά εργαλεία στη δια βίου μάθηση. Για το σκοπό αυτό γίνεται ένας διαχωρισμός των κοινωνικών δομών μέσα στις οποίες κάποιο άτομο μπορεί να αποκτήσει μία γνώση ή πληροφορία με τη χρήση των λογισμικών αυτών σε “δυάδες”, “ομάδες”, “κατηγορίες μάθησης”, και “δίκτυα”. Κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα που τις αποτελούν μπορούν να μάθουν μέσω του ιστού και χρησιμοποιώντας κάποιο λογισμικό κοινωνικής δικτύωσης. Στη συνέχεια επιχειρείται μία κατηγοριοποίηση των λογισμικών αυτών με βασικό άξονά της τις προαναφερόμενες τέσσερεις μορφές κοινωνικής δομής. Με αυτόν τον τρόπο κάθε λογισμικό κοινωνικής δικτύωσης προτείνεται να επιλεχθεί ως εκπαιδευτικό εργαλείο ανάλογα με το σε ποια από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες εντάσσεται. Στις συνεντεύξεις που θα παρουσιαστούν φαίνεται ότι σε ελλαδικό επίπεδο η επιλογή των λογισμικών για μαθησιακούς σκοπούς δεν γίνεται βάσει της κοινωνικής δομής στην οποία απευθύνεται η μαθησιακή περίσταση, αλλά βάση επιμέρους παραγόντων όπως η ευκολία της χρήσης, το κόστος και η δημοφιλότητα του λογισμικού. Η παρούσα εργασία προτείνει ότι η αποτελεσματική χρήση των λογισμικών κοινωνικής δικτύωσης ξεκινάει από τη σωστή επιλογή του λογισμικού που θα χρησιμοποιηθεί για τον εκπαιδευτικό / μαθησιακό σκοπό ή στόχο, η οποία με τη σειρά της πρέπει να στηρίζεται στον είδος της κοινωνικής δομής των εκπαιδευομένων στους οποίους απευθύνεται. Το είδος της κοινωνικής δομής, όπως ειπώθηκε αναλύεται και εξετάζεται σε τέσσερεις βασικούς άξονες οι οποίοι φαίνεται ότι έχουν ιδιαίτερη αξία, χρήση και εφαρμογή στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα μαθαίνουν μέσω του ιστού και κατ επέκταση μέσω των λογισμικών κοινωνικής δικτύωσης. 455 530 541 Between two 'homelands': Greek and Russian linguistic competence as identity and immigration determinants among young Pontic Greeks from the Former Soviet Union. Ανάμεσα σε δύο 'πατρίδες': ελληνομάθεια και ρωσομάθεια ως στοιχεία ταυτότητας και μεταναστευτικών επιλογών Ελληνοποντίων νέων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. This thesis adopts the perspective of social anthropology, studies the behavior, the social activities and the value choices of a particular age group, 16 to 30 years old, of "immigrants" from the former Soviet Union with special reference to the field of "sociality", i.e. social actions. The field research took place in the region of Thessaloniki and in some smaller towns in northern Greece, such as Fiorina, Giannitsa, Edessa and Veria (2 years) in addition to the region of Tbilisi (Georgia). The focus of the survey were y oung interlocutors from the former Soviet Union between 16 and 30 years old, who immigrated to Greece at a younger age, either alone or accompanied by a family member or as a part of the whole nuclear family, having lived until then in one of the Republics of the former Soviet Union, mainly in Georgia. The study focuses on a range of issues concerning the relationship of respondents to Greece, Russia and the former Soviet Republic of their origin, as reflected in their daily practices. Such practices include conversations, either with Pontic-Greeks from the FSU or local Greek residents in the course of their daily lives, including work places, study places, places of entertainment. It also includes such value identifications as the music they choose to listen to, the movies and the TV channels they choose to watch, etc. Using personal interviews, open discussions, focus groups and other methods of participatory research, I tried to uncover the relationship of young Pontic-Greeks immigrants with their past and how they experience it today. Moreover, the research tried to conceptualise and operationalise the notion of 'russianness', and 'russian-mindedness', as well as their ideas about living between two homelands, Greece and the former Soviet Republics of their origin, and especially Russia. One of the main conclusions of this research is that the young Pontic-Greeks "returning" immigrants, 16-30 years old, wish to return back to Russia and not back to the former Soviet Republic from which they originate. The reasons that lead to this decision are a) racism, rejection and exclusion experienced in Greece, b) the financial problems and the prospect of unemployment, c) the life narratives as transmitted by their parents' generation, which involve a high level of idealization of their lives under the soviet regime, a similar degree of idealization is evident in the representation of Greece as a historical homeland during the soviet regime, d) the maintenance and re-invention of a Soviet model of life after their settlement in Greece, e) their love for the Russian language and the Russian culture in general, which has been transmitted to them through the experiences of their parents, f) pursue an education in a Russian-speaking environment and, g) the need to move to a familiar environment, yet away from the parental home. For all the above reasons, the solution of return to Russia seems preferable to them. However, the return to their country of origin (Georgia) is not considered an option, since the prospects there for a better future are worse than those here (Greece). Η παρούσα διατριβή υιοθετεί τη σκοπιά της κοινωνικής ανθρωπολογίας, μελετά τις συμπεριφορές, κοινωνικές δράσεις και αξιακές επιλογές μίας συγκεκριμένης ηλικιακής ομάδας «μεταναστών» από την πρώην Σοβιετική Ένωση 16 έως 30 ετών και αναφέρεται στο πεδίο του «κοινωνικού», δηλαδή των κοινωνικών δράσεων. Πρόκειται για μια έρευνα στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης αλλά και σε ορισμένες μικρότερες πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, όπως είναι η Φλώρινα, τα Γιαννιτσά, η Έδεσσα και η Βέροια (2 χρόνια) καθώς επίσης και στην ευρύτερη περιοχή της Τιφλίδας στη Γεωργία. Η συγκεκριμένη έρευνα αναζήτησε νεαρούς συνομιλητές από την πρώην Σοβιετική Ένωση 16 έως 30 ετών, οι οποίοι μετανάστευσαν σε μικρότερη ηλικία στην Ελλάδα είτε μόνοι τους, είτε με κάποιο μέλος της οικογένειας τους, είτε και με όλη την πυρηνική τους οικογένεια, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής τους διαβιούσαν σε μία από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κυρίως όμως στη Γεωργία. Η μελέτη εστιάζει σε μια σειρά από ζητήματα που άπτονται της σχέσης των συνομιλητών μου με την Ελλάδα, τη Ρωσία αλλά και την πρώην σοβιετική Δημοκρατία προέλευσης τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στις καθημερινές τους πρακτικές, στη συνομιλία τους με άλλους ανθρώπους είτε πρόκειται για άλλους Ελληνοπόντιους από την πρώην Σοβιετική Ένωση είτε πρόκειται για ντόπιους Έλληνες κατοίκους, στην καθημερινότητα τους, στους τόπους εργασίας τους, στους τόπους εκπαίδευσης, στα μέρη όπου διασκεδάζουν και συνηθίζουν να συχνάζουν, στη μουσική που επιλέγουν να ακούσουν, στις ταινίες και στα τηλεοπτικά κανάλια που επιλέγουν να παρακολουθήσουν και σε πολλούς άλλους τομείς. Μέσα από προσωπικές συνεντεύξεις, ανοιχτές συζητήσεις καθώς επίσης και μέσα από τις μεθόδους της επιτόπιας και συμμετοχικής έρευνας έγινε μια προσπάθεια για να αποκαλυφθεί η σχέση των νεαρών Ελληνοποντίων μεταναστών με το παρελθόν τους και ο τρόπος με τον οποίον το βιώνουν σήμερα. Μελετήθηκε το στοιχείο της ρωσικότητας τους, της ρωσοφροσύνης τους και ο τρόπος με τον οποίο ζούνε ανάμεσα σε δύο πατρίδες, την Ελλάδα και τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες προέλευσης τους και κυρίως τη Ρωσία. Οι νεαροί Ελληνοπόντιοι «παλιννοστούντες» μετανάστες, 16-30 ετών, επιθυμούν να επιστρέψουν πίσω στη Ρωσία και όχι στην πρώην σοβιετική Δημοκρατία από την οποία προέρχονται. Οι λόγοι που τους οδηγούν σε αυτή την απόφαση είναι α) ο ρατσισμός, η απόρριψη και ο αποκλεισμός που βιώνουν στην Ελλάδα, β) τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν καθώς και η προοπτική της ανεργίας, γ) η περιγραφή της ζωής εκεί από τους γονείς τους, η οποία μπορεί να την εξιδανικεύει στα αυτιά τους (το ίδιο συνέβαινε και με την εικόνα της Ελλάδας όλα τα χρόνια που ζούσαν υπό το σοβιετικό καθεστώς), δ) η μεταφορά ενός σοβιετικού μοντέλου ζωής μέσα στο σπίτι τους στην Ελλάδα, ε) η αγάπη τους για την ρώσικη γλώσσα και εκπαίδευση γενικότερα (η οποία έχει μεταφερθεί σε αυτούς μέσα από τις εμπειρίες των γονιών τους), στ) για σπουδές, ζ) η ανάγκη τους να βρεθούν σε οικείο περιβάλλον μακριά όμως από τους γονείς τους. Για όλους τους παραπάνω λόγους, μπορεί τώρα πια αυτή η «λύση» να μοιάζει ιδανική για πολλούς από αυτούς. Αντιθέτως, η επιστροφή στη χώρα προέλευσης τους δεν υπάρχει ούτε καν στο πίσω μέρος του μυαλού τους, καθώς η κατάσταση που επικρατεί εκεί δεν είναι καλή και δεν μπορεί να τους προσφέρει όλα όσα ονειρεύονται, ένα καλύτερο μέλλον. 456 184 248 Παράλληλες και κατανεμημένες υλοποιήσεις για την προσεγγιστική αναζήτηση αλφαριθμητικών This thesis focuses on the problem of string searching. It consists of finding all occurrences of a given pattern in a large text. The problem can be generalized by allowing differences between the pattern and the text. This problem is called approximate string searching. Recent years have witnessed a dramatic increase in interest in approximate string searching problem, especially within the rapidly growing communities of computational biology and information retrieval. The goal of the thesis is to develop searching techniques by area of the parallel and distributed processing so that to speed up the searching on large textbases. Therefore, we present implementations of the approximate string searching algorithms onto two distributed architectures general purpose such as the cluster of homogeneous workstations and the cluster. Furthermore, we present implementations of compationally intensive algorithms for the approximate string searching problem onto architectures special purpose such as array processors. Finally, we present a flexible programmable array processors architecture, suitable for efficient execution of a class of string searching algorithms. The results of our research demonstrated that the proposed techniques and implementations can be handle large textbases efficiently. Σε αυτή τη διατριβή εξετάζει το πρόβλημα αναζήτησης αλφαριθμητικών που μπορεί να οριστεί γενικά ως η εύρεση των εμφανίσεων ενός προτύπου (pattern) σε μια μεγαλύτερη σε μέγεθος ακολουθία χαρακτήρων, η οποία λέγεται κείμενο (text). To παραπάνω πρόβλημα μπορεί να γενικευτεί ώστε να επιτρέπονται να υπάρχει πεπερασμένος αριθμός από διαφορές ή σφάλματα ανάμεσα στο πρότυπο και στο κείμενο. Αυτό λέγεται προσεγγιστική αναζήτηση αλφαριθμητικών (approximate string searching). Στα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον στο πρόβλημα της προσεγγιστικής αναζήτησης αλφαριθμητικών που προήλθε από τη ραγδαία ανάπτυξη των πεδίων της υπολογιστικής μοριακής βιολογίας (computational molecular biology) και της ανάκτησης πληροφοριών (information retrieval) στο διαδίκτυο. Ο στόχος της διατριβής είναι να αναπτύξουμε τεχνικές αναζήτησης από το χώρο της παράλληλης και κατανεμημένης επεξεργασίας (parallel and distributed processing) ώστε να επιταχύνουμε την αναζήτηση σε μεγάλο όγκο κειμένων, όπως αυτά που εμφανίζονται στον παγκόσμιο ιστό. Συνεπώς, παρουσιάζουμε υλοποιήσεις αλγορίθμων απλής και προσεγγιστικής αναζήτησης αλφαριθμητικών σε δύο κατανεμημένες αρχιτεκτονικές γενικού σκοπού, όπως η συστοιχία από ομοιογενείς σταθμούς εργασίας (cluster of workstations) ή η συστοιχία από ετερογενείς σταθμούς εργασίας (cluster of heterogeneous workstations). Επίσης, παρουσιάζουμε υλοποιήσεις των απαιτητικών αλγορίθμων για τα προβλήματα απλής και προσεγγιστικής αναζήτησης αλφαριθμητικών σε αρχιτεκτονικές ειδικού σκοπού όπως οι διατάξεις επεξεργαστών (processor arrays). Τέλος, παρουσιάζουμε μια ευέλικτη προγραμματιζόμενη αρχιτεκτονική που υλοποιεί όλους τους αλγόριθμους απλής και προσεγγιστικής αναζήτησης αλφαριθμητικών. Τα αποτελέσματα της παραπάνω έρευνας έδειξαν ότι οι τεχνικές και οι υλοποιήσεις που παρουσιάζουμε σε αυτήν τη διατριβή μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα μεγάλο όγκο κειμένων αποτελεσματικά. 457 240 262 Αποτίμηση της αξίας της εισηγμένης εταιρείας στο χρηματιστήριο «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ Α.Ε.» The major purpose of this work is the presentation of the method and methodology followed during the process of evaluating business entities. Before proceeding to the analysis, the conceptual and the approach of the term “valuation process”, both the value of a business and its determinants are conceptually explained. This analysis is carried out in the first chapter of the literature review of this thesis. In the second chapter, the concept of valuation as well as its importance are presented. In addition, the areas highlighted in the process of evaluating a business unit are mentioned. Furthermore, an analysis of the valuation methods most commonly used in the business world, as well as the ways in which they are calculated and their impacts, including their advantages and disadvantages on the value of the business being studied, are made. Afterwards, the evaluation of HELLENIC PETROLEUM S.A. is carried out. (ELPE S.A.). In the first part of the presentation of the company some basic historical financial figures are presented, something that will help in the valuation process and will give a first picture of its course and its market position. Finally, this thesis concludes with not only a justification for the selection and use of the methods used in the evaluation of the above-mentioned company, but also with the reasons involved and played the main role for using and applying alternative methods and with a presentation and comparison of valuations of oil companies. Απώτερος σκοπός της εν λόγω εργασίας είναι η παρουσίαση του τρόπου και της εν γένει μεθοδολογίας και των ακολουθούμενων σταδίων κατά την διάρκεια της διαδικασίας της αποτίμησης των επιχειρηματικών οντοτήτων. Προτού όμως προβούμε στην ανάλυση και την εννοιολογική και σημασιολογική προσέγγιση του όρου της αποτίμησης, επεξηγείται εννοιολογικά η αξία μίας επιχείρησης, καθώς επίσης και οι προσδιοριστικοί παράγοντες αυτής. Πρόκειται για μία ανάλυση η οποία διενεργείται στα πλαίσια του πρώτου κεφαλαίου της βιβλιογραφικής ανασκόπησης της παρούσας διπλωματικής εργασίας. Επί του δευτέρου κεφαλαίου αυτής, παρουσιάζεται η έννοια της αποτίμησης καθώς επίσης και η σπουδαιότητα αυτής. Επιπροσθέτως, αναφέρονται τα πεδία επί των οποίων δίνεται έμφαση στα πλαίσια της επιτέλεσης της διαδικασίας ης αποτίμησης μιας επιχειρηματικής μονάδας. Στην συνέχεια, πραγματοποιείται μία ανάλυση των μεθόδων αποτίμησης που χρησιμοποιούνται συχνότερα στον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς επίσης και των τρόπων υπολογισμών αλλά και των επιπτώσεών τους, συμπεριλαμβανομένων των πλεονεκτικών και μειονεκτικών στοιχείων τους επί της αξία της εκάστοτε μελετώμενης επιχείρησης. Εν συνεχεία, πραγματοποιείται η αποτίμηση της εταιρείας ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ Α.Ε. (ΕΛΠΕ). Στο πρώτο μέρος της παρουσίασης της εταιρείας παρουσιάζονται κάποια βασικά ιστορικά οικονομικά μεγέθη της, τα οποία θα βοηθήσουν στην διαδικασία της αποτίμησης και θα δώσουν μία πρώτη εικόνα για την πορεία και την θέση της στην αγορά. Εν τέλει, η παρούσα διπλωματική εργασία ολοκληρώνεται με την αιτιολόγηση της επιλογής και χρήσης των μεθόδων που εφαρμόστηκαν στην αποτίμηση της ανωτέρω αναφερόμενης εταιρείας, αλλά και των λόγων που παρεμβλήθηκαν και αποτέλεσαν την αιτία χρησιμοποίησης και εφαρμογής εναλλακτικών μεθόδων, καθώς και με την παρουσίαση και σύγκριση των αποτιμήσεων εταιρειών ίδιου κλάδου. 458 69 99 Εξαγωγική Στρατηγική Μάρκετινγκ για την Εταιρία «Παπαμιχαήλ Τσίπουρο Θεσσαλία»- Export Marketing Strategy for “Papamichail Tsipouro Thessaly” Modern marketing strategies form a coherent and integrated communication plan that utilizes alternative channels and media aiming to maximizing their impact on consumer behavior. The purpose of the present thesis is the development of alternative marketing plans of the company Papamichail Tsipouro of Thessaly regarding the export of its products in international markets, focusing on the individual strategies of advertising, personal selling, public relations, marketing and social media marketing Οι σύγχρονες στρατηγικές μάρκετινγκ αποτελούν ένα συνεκτικό και ολοκληρωμένο σχέδιο επικοινωνίας που αξιοποιεί τα εναλλακτικά κανάλια και μέσα επικοινωνίας με απώτερο στόχο τη μεγιστοποίηση του αντίκτυπού τους στην καταναλωτική συμπεριφορά. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάπτυξη εναλλακτικών σχεδίων μάρκετινγκ της εταιρίας Παπαμιχαήλ Τσίπουρο Θεσσαλίας αναφορικά με την εξαγωγή των προϊόντων της σε διεθνείς αγορές, εστιάζοντας στις επιμέρους στρατηγικές της διαφήμισης, των προσωπικών πωλήσεων, των δημοσίων σχέσεων, της προώθησης πωλήσεων και του μάρκετινγκ με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media marketing). 459 120 128 Success factors for distance education programmes based on new technologies Παράγοντες επιτυχίας προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με νέες τεχνολογίες The present thesis aims to identify the main factors that contribute to the success of distance education programmes based on the results of literature review and the quantitative research that took place on the students of the greek open university. The sample of the research consists of 340 students of distance education programmes. The method that was used to gather data was the constructed questionnaire. The findings of the research summarize that in order for the distance education students to succeed in their studies there is need to have adequate knowledge of how to use ICTs. Moreover the role of the teacher is very important and should not be underestimated. Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να διερευνήσει τους παράγοντες εκείνους που συντελούν στην επιτυχία των προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης με βάση τα αποτελέσματα της βιβλιογραφικής ανασκόπησης και της ποσοτικής έρευνας που διενεργήθηκε σε σπουδαστές των προγραμμάτων του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Το δείγμα της έρευνας αποτελείται από 340 ερωτηθέντες οι οποίοι είναι ενήλικοι σπουδαστές και η μέθοδος συλλογής δεδομένων ήταν το δομημένο ερωτηματολόγιο. Ως συμπεράσματα της έρευνας προέκυψαν ότι οι μαθητές προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης για να πετύχουν στις σπουδές τους πρέπει να έχουν ικανοποιητικές γνώσεις στη χρήση των νέων τεχνολογιών ενώ οι υπηρεσίες του προγράμματος πρέπει να είναι όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένες και εύχρηστες. Ο ρόλος του διδάσκοντα σε τέτοια προγράμματα είναι πολύ σημαντικός και δεν υποβαθμίζεται. 460 208 204 Η εφαρμογή της οπτογενετικής στην έρευνα των αγχωδών διαταραχών Optogenetics is a technique that uses genetic and optical methods. Over the last few years, there has been an increasing interest in the use of optogenetics in the research of mental disorders. This paper constitutes a bibliographic examination of the use of optogenetics in the research of anxiety disorders. Initially, this essay will report the methods of optogenetics, the tools used, and the procedures that accompany it. In the second part, the thesis will focus on anxiety disorders and, especially, on their categorization, their symptomatology and the causes of their occurrence. In the third chapter, studies and research findings will be presented, where methods of optogenetics are applied to neuronal circuits associated with anxiety and fear. Finally, in the concluding chapter of the paper, restrictions and thoughts on the future use of optogenetics will be addressed. This work is expected to highlight the use of optogenetics in the research of anxiety disorders, primarily, through the presentation of the way, in which optogenetics is used in this field, and, also, through the exposition of findings, that have, already, revealed hidden aspects of the neurobiological basis of fear and anxiety. Additionally, it aims to link the fields of optogenetics and psychopathology, in the light of the interdisciplinarity, which characterizes neuroscience. Η οπτογενετική είναι μια τεχνική, που χρησιμοποιεί γενετικές και οπτικές μεθόδους. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένα διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη χρήση της οπτογενετικής, στην έρευνα των ψυχικών διαταραχών. Αυτή η εργασία αποτελεί μια βιβλιογραφική ανασκόπηση της χρήσης της οπτογενετικής, στην έρευνα των αγχωδών διαταραχών. Αρχικά, θα αναφερθούν οι μέθοδοι της οπτογενετικής, τα εργαλεία, που χρησιμοποιούνται, και οι διαδικασίες που τη συνοδεύουν. Στο δεύτερο μέρος, η εργασία θα εστιάσει στις αγχώδεις διαταραχές και -κυρίως- στην κατηγοριοποίησή τους, στη συμπτωματολογία και στα αίτια εμφάνισής τους. Στο τρίτο μέρος, θα παρουσιαστούν μελέτες και ευρήματα από έρευνες, όπου μέθοδοι της οπτογενετικής εφαρμόζονται σε νευρωνικά κυκλώματα, που συνδέονται με το άγχος και το φόβο. Τέλος, στον επίλογο, θα αναφερθούν περιορισμοί και σκέψεις για τη μελλοντική χρήση της οπτογενετικής. Η εργασία αναμένεται να αναδείξει τη χρήση της οπτογενετικής στην έρευνα των αγχωδών διαταραχών, κυρίως, μέσω της παρουσίασης του τρόπου, με τον οποίο η οπτογενετική χρησιμοποιείται στο εν λόγω πεδίο αλλά και μέσω της παρουσίασης ευρημάτων, που έχουν ήδη φανερώσει κρυφές πτυχές για τη νευροβιολογική βάση της λειτουργίας του φόβου και του άγχους. Επίσης, αποσκοπεί στη σύνδεση των πεδίων της οπτογενετικής και της ψυχοπαθολογίας, υπό το πρίσμα της διεπιστημονικότητας στις νευροεπιστήμες. 461 174 179 Burnout: the role of HR bundles, job demands & job resources. The following research investigates the relationship between HR bundles (empowerment-enhancing bundles, motivation-enhancing bundles, skill-enhancing bundles), job demands and job resources and the final effect that all of these factors have on the feelings of burnout (emotional exhaustion and disengagement) that are experienced by the employees working in the service sector. A total of seventy employees who work for companies located in the countries of Greece and Cyprus participated in this study. The results of this study suggest that: (1) The HR practices used by these companies don’t have a negative effect on the emotional exhaustion experienced by employees, but instead they increase its growth. (2) The job resources provided don’t have any significant connection to job demands, while in contrast to the existing literature, they are positively related to disengagement. (3) Consisting to the literature, job demands are positively related to emotional exhaustion. (4) Finally, emotional exhaustion and disengagement were found having a positive relationship, in consistence with the results of previous studies. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνηθούν οι σχέσεις μεταξύ των ομάδων των πρακτικών ανθρώπινου δυναμικού (ομάδες βελτιστοποίησης ενδυνάμωσης, ομάδες βελτιστοποίησης κινήτρων, ομάδες βελτιστοποίησης ικανοτήτων), των εργασιακών απαιτήσεων και των εργασιακών πόρων, καθώς και να διερευνηθεί το πώς εν τέλει επηρεάζουν τη συναισθηματική εξάντληση που βιώνουν οι εργαζόμενοι και την αποδέσμευσή τους από την εργασία, στον τομέα των υπηρεσιών. Στην έρευνα συμμετείχαν συνολικά εβδομήντα εργαζόμενοι, που δραστηριοποιούνται σε επιχειρήσεις της Ελλάδας και της Κύπρου. Τα αποτελέσματα της έρευνας υποστηρίζουν ότι: (1) Οι πρακτικές που χρησιμοποιούνται από το HR των εργαζομένων δεν επιδρούν αρνητικά στην συναισθηματική εξάντληση των εργαζομένων, αλλά αντίθετα βοηθούν στην αύξησή της. (2) Οι εργασιακοί πόροι που παρέχονται στους εργαζόμενους δεν σχετίζονται σημαντικά με τις εργασιακές απαιτήσεις, ενώ παράλληλα σε αντίθεση με την βιβλιογραφία, φαίνεται να έχουν στατιστικά σημαντική θετική σχέση με την αποδέσμευση των εργαζομένων από την εργασία τους. (3) Οι εργασιακές απαιτήσεις σχετίζονται αρνητικά με την συναισθηματική εξάντληση, όπως προβλέπει η υπάρχουσα βιβλιογραφία. (4) Τέλος, η συναισθηματική εξάντληση και η αποδέσμευση από την εργασία σχετίζονται μεταξύ τους θετικά, συμφωνώντας με τα ευρήματα προηγούμενων ερευνών. 462 469 456 The investigation of resilience of greek genaral and special primary education teachers: protective and risk factors and resilience strategies in Greece of the economic crisis Η διερεύνηση της ψυχικής ανθεκτικότητας των ελλήνων εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας γενικής και ειδικής εκπαίδευσης: παράγοντες προστασίας και κινδύνου και στρατηγικές ενίσχυσης στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης Resilience in the field of education has emerged as an important area of research, especially in countries where high resignation rates have been observed in the teaching profession. Internationally, there are numerous studies that evaluate the levels of, and the risk and protective factors of teachers’ resilience, with the relevant instruments varying in the number and the kind of protective factors they tap. By contrast, the Greek literature is rather limited and most of the studies focus on children and adolescents’ resilience. Only recently did studies shift their focus on the protective factors that affect the resilience levels in teachers. The purpose of the present study was to investigate the resilience of Greek general and special education teachers and to highlight the risk and protection factors in Greece during the financial crisis period. For the purpose of the main study, two separate studies were conducted. Study 1 was quantitative and aimed at: a) highlighting the most important protective and risk factors of resilience, b) investigating resilience in relation to the demographic and service characteristics of the teachers, and, c) at exploring the role of resilience in the relationship of self-efficacy with burnout and stress. A total of 636 Greek primary general and special education teachers participated in the study. The Multidimensional Teacher Resilience Scale (Mansfield & Wosnitza, 2015), Teachers’ Sense of Efficacy Scale (Tchannen-Moran & Woolfolk Hoy, 2001), Maslach Burnout Inventory (Maslach & Jackson, 1986) and Perceived Stress Scale (Cohen, Kamarck, & Mermelstein, 1983) were used to collect the data. The results highlighted the protective and risk factors of resilience based on the scales used. It has also been found that resilience mediates in the relationship of self-efficacy with burnout and stress. Study 2 was qualitative and aimed at a) investigating the protective factors of resilience in detail, b) highlighting the strategies that teachers use to strengthen their resilience and, finally, c) investigating whether and in what way social and economic changes which have occurred in the country in recent years have highlighted new risk factors and/or have influenced the teaching profession. In Study 2 participants included 26 teachers who had taken part in Research 1. The results highlighted different dimensions that can function as protective factors. In addition, there were identified risk factors of resilience that are not mentioned in the international literature and are related to the Greek social and economic context. Finally, social support, individual effort and acceptance of the situation were found to be the basic strategies that teachers use to strengthen their resilience. The findings of this study highlight the important role of resilience in designing programs and interventions to reduce the levels of burnout and stress in teachers. Η ψυχική ανθεκτικότητα (ΨΑ) των εκπαιδευτικών έχει αναδυθεί ως ένα σημαντικό πεδίο έρευνας, ιδιαίτερα στις χώρες που παρατηρούνται υψηλά ποσοστά παραίτησης από το επάγγελμα. Στη διεθνή βιβλιογραφία εντοπίζονται πολλές μελέτες για την αξιολόγηση των επιπέδων της ψυχικής ανθεκτικότητας, καθώς και των παραγόντων κινδύνου και προστασίας. Αντίθετα, η ελληνική βιβλιογραφία είναι μάλλον περιορισμένη, με την πλειονότητα των ερευνών να επικεντρώνονται στην διερεύνηση της ΨΑ των παιδιών και των εφήβων. Μόνο πρόσφατα το ενδιαφέρον των ερευνητών εστίασε στην μελέτη της ΨΑ των εκπαιδευτικών. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της ΨΑ των Ελλήνων εκπαιδευτικών γενικής και ειδικής αγωγής και η ανάδειξη των παραγόντων κινδύνου και προστασίας στην Ελλάδα που διανύει περίοδο οικονομικής κρίσης. Για τις ανάγκες του σκοπού της έρευνας διεξήχθησαν δύο επιμέρους έρευνες. Η Έρευνα 1 ήταν ποσοτική και είχε στόχους: α) την ανάδειξη των σημαντικότερων παραγόντων κινδύνου και προστασίας της ΨΑ, β) τη διερεύνηση της ΨΑ σε σχέση με τα δημογραφικά και υπηρεσιακά χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών, και, γ) την διερεύνηση του ρόλου της ΨΑ στη σχέση της αυτοαποτελεσματικότητας με την επαγγελματική εξουθένωση και το στρες. Στην έρευνα συμμετείχαν 636 εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας γενικής και ειδικής αγωγής, οι οποίοι εξετάστηκαν με την Πολυδιάστατη Κλίμακα Ψυχικής Ανθεκτικότητας Εκπαιδευτικών (Mansfield & Wosnitza, 2015), την Κλίμακα Αυτό-αποτελεσματικότητας των Εκπαιδευτικών (Tchannen-Moran & Woolfolk Hoy, 2001), την Κλίμακα Επαγγελματικής Εξουθένωσης της Μaslach (Maslach & Jackson, 1986) και την Κλίμακα Αντιληπτού Στρες (Cohen, Kamarck, & Mermelstein, 1983). Τα αποτελέσματα ανέδειξαν τους παράγοντες προστασίας και κινδύνου της ΨΑ με βάση τις κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η ΨΑ διαμεσολαβεί στη σχέση της αυτοαποτελεσματικότητας με την επαγγελματική εξουθένωση και το στρες. Η Έρευνα 2 που ακολούθησε ήταν ποιοτική και είχε ως στόχο την διερεύνηση των επιμέρους προστατευτικών παραγόντων της ΨΑ, την ανάδειξη των στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί για την ενίσχυση της ΨΑ τους και τέλος, τη διερεύνηση του εάν και με ποιον τρόπο οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια έχουν αναδείξει νέους παράγοντες κινδύνου ή/και έχουν επηρεάσει το επάγγελμα του εκπαιδευτικού. Στην Έρευνα 2 συμμετείχαν 26 εκπαιδευτικοί που είχαν λάβει μέρος στην Έρευνα 1. Τα αποτελέσματα ανέδειξαν επιμέρους διαστάσεις που μπορούν να λειτουργήσουν ως προστατευτικοί παράγοντες της ΨΑ. Επιπρόσθετα, εντοπίστηκαν οι παράγοντες κινδύνου της ΨΑ που δεν αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία και σχετίζονται με το ελληνικό κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο. Τέλος, η κοινωνική υποστήριξη, η ατομική προσπάθεια και ο συμβιβασμός/αποδοχή της κατάστασης βρέθηκαν να αποτελούν τις βασικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι εκπαιδευτικοί για την ενδυνάμωση της ΨΑ τους. Τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων και παρεμβάσεων για την ενδυνάμωση της ΨΑ των εκπαιδευτικών. 463 244 266 Σχέση συναισθηματικής νοημοσύνης και τρόπων διαχείρισης συγκρούσεων από τους/τις διευθυντές/ριες στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση : η επίδραση του φύλου Conflicts are an integral part of school life and a significant aspect of social interaction in all organizations. They can occur in the school in various forms and can have beneficial or detrimental effect on its functioning and effectiveness. It can be constructive if a person knows how to manage it well. Emotions in workplace are a major contributor to organizational behavior. Principals’ emotional intelligence affects the way they manage relationships and the way they manage conflicts. The present research attempts to demonstrate the relationship between the emotional intelligence of primary school principals and the ways conflict is managed in a school community. The four dimensions of emotional intelligence of school principals and the five ways to manage a conflict were examined. The gender impact on emotional intelligence and ways of conflict management was also examined. Data collection was achieved through anonymous questionnaire, for the emotional intelligence, the Wong & Law Emotional Intelligence Scale (WLEIS, Wong & Law, 2002) and for the ways of managing conflict, the Rahim Organizational Conflict Inventory-II, Form B (Rahim, 1983). The research sample was 99 primary school principals from the prefecture of Thessaloniki. The results of the research show that the principals posses high emotional intelligence which is positively related to the cooperative way of managing conflict. The emotional intelligence of principals is not affected by gender but a gender differentiation is noted in conflict management; female school principals choose Integrating and Compromising style more often than male principals. Οι συγκρούσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής ζωής και σημαντική πτυχή της κοινωνικής αλληλεπίδρασης σε όλους τους οργανισμούς. Μπορούν να εκδηλώνονται στη σχολική μονάδα με διάφορες μορφές και να επιδρούν ωφέλιμα ή καταστροφικά στη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά της. Είναι λειτουργικές όταν το άτομο γνωρίζει τον τρόπο για να τις διαχειριστεί. Βασικός παράγοντας της οργανωσιακής συμπεριφοράς είναι τα συναισθήματα. Η συναισθηματική νοημοσύνη των διευθυντών/ριών επηρεάζει τον τρόπο διαχείρισης των σχέσεων και των συγκρούσεων. Με την παρούσα έρευνα επιχειρήθηκε να καταδειχθεί η σχέση της συναισθηματικής νοημοσύνης των διευθυντών/ντριών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και των τρόπων διαχείρισης των συγκρούσεων σε μια σχολική μονάδα. Εξετάσθηκαν οι τέσσερις διαστάσεις της συναισθηματικής νοημοσύνης διευθυντών/ριών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, με τους πέντε τρόπους διαχείρισης μιας σύγκρουσης. Εξετάστηκε επίσης η επίδραση του φύλου στη συναισθηματική νοημοσύνη και στους τρόπους διαχείρισης των συγκρούσεων. Η συλλογή των δεδομένων έγινε μέσω ανώνυμου ερωτηματολογίου.. για τη συναισθηματική νοημοσύνη έγινε χρήση της κλίμακας του Wong & Law Emotional Intelligence Scale (WLEIS, Wong & Law, 2002 ) και για τους τρόπους διαχείρισης των συγκρούσεων του Rahim Organizational Conflict Inventory-II, Form B (Rahim, 1983). Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 99 διευθυντές/ριες δημοτικών σχολείων του νομού Θεσσαλονίκης. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως οι διευθυντές/ντριες διαθέτουν υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη η οποία σχετίζεται θετικά με τον συνεργατικό τρόπο διευθέτησης μιας σύγκρουσης. Η συναισθηματική νοημοσύνη των διευθυντών/ντριών δε διαφοροποιείται ως προς το φύλο, ενώ εμφανίζεται μια έμφυλη διαφοροποίηση στην επιλογή του τρόπου διευθέτησης των συγκρούσεων. oι διευθύντριες επιλέγουν πιο συχνά τη Συνεργασία και τον Συμβιβασμό, από τους άντρες διευθυντές. 464 322 339 The impact of RFID technology on privacy and their treatment at legal and technological level Οι επιπτώσεις της τεχνολογίας RFID στην ιδιωτικότητα και η αντιμετώπισή τους σε νομικό και τεχνολογικό επίπεδο Nowadays, the latest technology of electronic identification is the RFID technology. Its use has become highly attractive and it is being used to many applications because its advantages significantly facilitate a wide range of activities in many areas. But apart from advantages, its use also introduces a number of security and privacy issues for citizens of great concern. It has been observed that there have been legislative initiatives at international level related to the privacy protection from the implementation of the RFID technology, but not in Greece. The aim of the thesis is to propose the creation of a Greek regulatory framework regulating the use of the RFID technology based on the protection of the data that are collected and used in systems using this technology but will not prevent exploiting its advantages and its further development. The thesis is divided into four parts. At the first part emphasis is given to the RFID technology presenting its components, the most important risks to privacy resulting from its use, the main types of attacks against the technology and the existing privacy measures. At the second part the technology’s legal regulation is presented examining the application of the EU law with regard to the processing of personal data, the steps towards creating a framework for the safe implementation of the RFID systems and the proposed framework (PIA). At the third part the RFID applications are presented and comparative study of the legislative initiatives at the European Union and the United States of America is carried out related to 1) the implantation of RFID chips on the human body, 2) the use of RFID technology in electronic passports and 3) the use of RFID technology in retail. Finally, at the fourth part, proposals are made for the creation of a Greek regulatory framework regulating the use of the RFID technology. Η πλέον σύγχρονη τεχνολογία αυτόματης αναγνώρισης και ηλεκτρονικής ταυτοποίησης είναι η τεχνολογία RFID. Η χρήση της έχει γίνει ιδιαίτερα ελκυστική και χρησιμοποιείται σε πληθώρα εφαρμογών, διότι με τις ιδιότητές της διευκολύνει σημαντικά μια σειρά από δραστηριότητες σε πολλούς τομείς. Πέρα όπως από πλεονεκτήματα, η χρήση της παρουσιάζει και αρκετά προβλήματα ασφαλείας και ιδιωτικότητας πολιτών τα οποία προκαλούν έντονο προβληματισμό. Έχει παρατηρηθεί πως σε διεθνές επίπεδο έχουν αναληφθεί σχετικές νομοθετικές πρωτοβουλίες για την προστασία της ιδιωτικότητας από την εφαρμογή της τεχνολογίας RFID, όχι όμως και στον ελληνικό χώρο. Σκοπός της παρούσας διατριβής είναι να προταθεί η δημιουργία ενός ελληνικού νομοθετικού πλαισίου ρυθμιστικού της χρήσης της τεχνολογίας RFID, με βασικές αρχές οι οποίες θα αποβλέπουν στο σεβασμό και στην προστασία των δεδομένων που συγκεντρώνονται και χρησιμοποιούνται στα συστήματα που χρησιμοποιούν την εν λόγω τεχνολογία, αλλά δεν θα παρεμποδίζουν την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων της και την περαιτέρω εξέλιξή της. Η διατριβή χωρίζεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος της διατριβής δίνεται βαρύτητα στην τεχνολογία RFID, παρουσιάζονται αναλυτικά τα συστατικά της μέρη, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι στην ιδιωτικότητα που προκύπτουν από τη χρήση της τεχνολογίας, οι βασικοί τύποι επιθέσεων κατά της τεχνολογίας και τα υπάρχοντα μέτρα προστασίας της ιδιωτικότητας. Στο δεύτερο μέρος μελετάται η νομική ρύθμιση της τεχνολογίας εξετάζοντας την εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ στην επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, τα βήματα προς τη δημιουργία ενός πλαισίου για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων όσον αφορά εφαρμογές συστημάτων RFID στον ευρωπαϊκό χώρο και το προτεινόμενο αυτό πλαίσιο (PIA). Στο τρίτο μέρος ερευνώνται οι εφαρμογές της τεχνολογίας RFID πραγματοποιώντας συγκριτική επισκόπηση νομοθετικών πρωτοβουλιών σε ΕΕ και ΗΠΑ σχετικά με τρεις χαρακτηριστικούς τομείς εφαρμογής της τεχνολογίας RFID που αφορούν α) την εμφύτευση RFID ετικέτας στο ανθρώπινο σώμα, β) τη χρήση της τεχνολογίας RFID στα ηλεκτρονικά διαβατήρια και γ) τη χρήση της τεχνολογίας RFID στον τομέα του λιανικού εμπορίου. Ολοκληρώνοντας στο τέταρτο μέρος παρουσιάζονται συγκεντρωτικά οι προτάσεις για ειδική ρύθμιση της χρήσης της τεχνολογίας RFID στην ελληνική έννομη τάξη. 465 321 334 Οι επιδράσεις των έμφυλων στερεοτύπων στους καταναλωτές κατά την παρακολούθηση μιας διαφήμισης The purpose of this thesis is to explore how the use of gender stereotypes in advertising can influence consumers about their attitudes towards advertising, product and brand, as well as the emotions they evoke. Initially, a review was made of the articles so far on gender stereotypes in advertising and the research hypotheses were formulated. Then, a survey was conducted using three (3) questionnaires created on the Google forms platform, where in each there was a different version of the same ad that presented the man and woman of the ad at different heights. The sample size was 126 people (60 men and 66 women). The results of the three questionnaires were collected and organized using Microsoft Excel. Then, the SPSS statistical program was used for data analysis. In SPSS, the reliability analysis of the questionnaire scales was performed using the Cronbach's coefficient and the multivariate analysis of variance, also known as MANOVA (Multivariate analysis of variance) was used. The results of the study showed that the use of gender stereotypes in the representations of both sexes in advertising can take into account several variables such as the height at which both sexes are presented in advertising, the gender of the viewer, the level of masculine or feminine culture they have, the intimacy they have with the advertisement, the brand and the advertised product, as well as their previous evaluation, can bring about a variety of different results. Limitations in the present study were the small sample size, the geographical limitation of the sample only in Greece, the rather targeted research on ads depicting both sexes in a higher or lower position in the advertisement, the fact that age and educational level of consumers was not taken into account, and the low participation in the survey of respondents aged between 45 - 54 years. Proposals for future research presuppose the conduct of similar research without the existence of the above limitations. O σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο η χρήση των έμφυλων στερεοτύπων στην διαφήμιση, μπορεί να επηρεάσει τους καταναλωτές σχετικά με την στάση τους απέναντι στη διαφήμιση, το προϊόν και τη μάρκα, καθώς και τα συναισθήματα που τους προκαλούν. Αρχικά πραγματοποιήθηκε επισκόπηση της μέχρι τώρα αρθρογραφίας σχετικά με τα έμφυλα στερεότυπα στην διαφήμιση και διαμορφώθηκαν οι ερευνητικές υποθέσεις. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε έρευνα με τη χρήση τριών(3) ερωτηματολογίων που δημιουργήθηκαν στην πλατφόρμα Google forms, όπου στο καθένα υπήρχε διαφορετική εκδοχή της ίδιας διαφήμισης που παρουσίαζε τον άνδρα και την γυναίκα της διαφήμισης σε διαφορετικό ύψος. Το δείγμα ήταν μεγέθους 126 ατόμων (60 άνδρες και 66 γυναίκες). Τα αποτελέσματα των τριών ερωτηματολογίων συγκεντρώθηκαν και οργανώθηκαν με τη χρήση του Microsoft Excel. Στη συνέχεια για την ανάλυση των δεδομένων έγινε χρήση του στατιστικού προγράμματος SPSS. Στο SPSS πραγματοποιήθηκε ανάλυση αξιοπιστίας των κλιμάκων του ερωτηματολογίου με την χρήση του συντελεστή α του Cronbach και έγινε χρήση της πολυμεταβλητής ανάλυσης διακύμανσης, γνωστή και ως MANOVA (Multivariate analysis of variance). Τα αποτελέσματα της μελέτης απέδειξαν ότι η χρήση έμφυλων στερεοτύπων στις απεικονίσεις των δύο φύλων στην διαφήμιση μπορεί λαμβάνοντας υπόψιν αρκετές μεταβλητές όπως το ύψος στο οποίο παρουσιάζονται τα δύο φύλα στη διαφήμιση, το φύλο του θεατή, το πόσο αρρενωπή ή θηλυκή κουλτούρα έχει, η οικειότητα που έχει με την διαφήμιση, την μάρκα και το διαφημιζόμενο προϊόν καθώς και η προηγούμενη αξιολόγηση τους, μπορεί να επιφέρει τελικά μια ποικιλία διαφορετικών αποτελεσμάτων. Περιορισμοί στην παρούσα έρευνα ήταν το μικρό μέγεθος του δείγματος, ο γεωγραφικός περιορισμός του δείγματος μονάχα στην Ελλάδα, η αρκετά στοχευμένη έρευνα σχετικά με τις διαφημίσεις που απεικονίζουν τα δύο φύλα σε ψηλότερη ή χαμηλότερη θέση στο χώρο, το ότι δεν λήφθηκε υπόψιν η ηλικία και το μορφωτικό επίπεδο των καταναλωτών και η χαμηλή συμμετοχή στην έρευνα, των ερωτηθέντων με ηλικία μεταξύ 45 – 54 ετών. Προτάσεις για μελλοντική έρευνα προϋποθέτουν την πραγματοποίηση παρόμοιων ερευνών χωρίς την ύπαρξη των παραπάνω περιορισμών. 466 367 397 Η διδασκαλία χαρακτηριστικών και χρήσης των γραναζιών, μέσα από βιωματικές δραστηριότητες. The present paper will present the theoretical part of a systematic bibliographic review, focusing on the teaching of the characteristics and use of gears through experiential activities. In educational programs aimed at children, experimental programs with gears and straps using spools and forks are implemented. Students and students, on the other hand, are taught the characteristics and use of tools to solve the challenges associated with the tools, working as a team within specific time frames. Proper guidance and training are needed to upgrade existing methods to complete the current work of robots in education, something that parents are now looking for. The purpose of this thesis is to present a proposal for teaching the concept of gear through experiential activities and for this reason a properly designed research was carried out at the 8th High School of Volos, during the school year 2019-2020 and after the end of the school program. Lego's EV3-Mindstorms robot, which is an easily programmable robot, can be programmed to perform specific actions through an appropriate program development environment. In the following teaching intervention a reference is made to the concept of the gear, its uses and their combination in arrays, depending on the desired purpose. The design and teaching of the courses was implemented using the online platform: www.graasp.eu, an Exploratory Learning Area (NLM) for the creation of digital learning scenarios that include instructions and applications used by students. The programmable robot was deployed in three different combinations (Basic robot, robot gear up and robot gear down), according to worksheets as designed through Graasp. The pre - post test method was used to compare the conceptual change in students' knowledge of the cogs and to investigate if there was a statistically significant difference between the pre and post test. Next, the concept and environment of the use of the process are presented, while the literature related to the application of robotics to the teaching of processes in education is explored. The following describes the objectives and methodology of the research and presents the activities, together with observations and photographic material from the teaching process. Finally, useful statistical conclusions can be drawn from the statistical analysis of interview material and other material. Στην παρούσα εργασία θα παρουσιαστεί το θεωρητικό μέρος μιας συστηματικής βιβλιογραφικής ανασκόπησης, με αντικείμενο την διδασκαλία των χαρακτηριστικών και της χρήσης των γραναζιών, μέσα από τις δραστηριότητες εκπαιδευτικής ρομποτικής. Στα εκπαιδευτικά προγράμματα, που απευθύνονται σε παιδιά, υλοποιούνται πειραματικά προγράμματα με γρανάζια και ιμάντες που χρησιμοποιούν καρούλια και περόνες. Οι μαθητές και σπουδαστές από την άλλη πλευρά, διδάσκονται τα χαρακτηριστικά και την χρήση των εργαλείων για να λύσουν τις προκλήσεις, που σχετίζονται με τα εργαλεία, δουλεύοντας ως ομάδα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια. Απαιτείται σωστή καθοδήγηση και εκπαιδευτική αναβάθμιση των υφιστάμενων μεθόδων, για να ολοκληρωθεί η σημερινή δράση των ρομπότ στον χώρο της εκπαίδευσης, κάτι που αναζητούν σήμερα πλέον και οι γονείς. Η εργασία αυτή έχει σαν σκοπό να παρουσιάσει μια πρόταση διδασκαλίας της έννοιας του γραναζιού μέσα από την εκπαιδευτική ρομποτική και για το λόγο αυτό πραγματοποιήθηκε κατάλληλα σχεδιασμένη έρευνα στο 8ο Γυμνάσιο Βόλου, κατά το σχολικό έτος 2019-2020 και μετά από το τέλος του σχολικού προγράμματος. Για την πραγματοποίηση αυτής της πειραματικής έρευνας χρησιμοποιήθηκε το ρομπότ EV3-Mindstorms της Lego, το οποίο είναι ένα εύκολα προγραμματιζόμενο ρομπότ, που μέσα από κατάλληλο περιβάλλον ανάπτυξης προγραμμάτων μπορεί να προγραμματιστεί ώστε να εκτελεί συγκεκριμένες ενέργειες. Στη διδακτική παρέμβαση που ακολουθήθηκε γίνεται μια αναφορά στην έννοια του γραναζιού, τις χρήσεις του και στον συνδυασμό αυτών σε συστοιχίες, ανάλογα με τον επιθυμητό στόχο. Η σχεδίαση και η διδασκαλία των μαθημάτων υλοποιήθηκε με τη χρήση της ηλεκτρονικής πλατφόρμας: www.graasp.eu, έναν Χώρο Διερευνητικής Μάθησης (ΧΔΜ) για τη δημιουργία ψηφιακών εκπαιδευτικών σεναρίων που περιλαμβάνει οδηγίες και εφαρμογές που χρησιμοποιούνται από τους μαθητές. Το προγραμματιζόμενο ρομπότ αξιοποιήθηκε σε τρεις διαφορετικούς συνδυασμούς (Basic robot, robot gear up και robot gear down), σύμφωνα με φύλλα εργασίας όπως αυτά έχουν σχεδιαστεί μέσα από ΧΔΜ (Graasp). Για τη σύγκριση της εννοιολογικής αλλαγής στη γνώση των μαθητών/τριών σχετικά με τα γρανάζια χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος pre – post test και διερευνήθηκε αν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στο πριν και στο μετά. Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η έννοια και το περιβάλλον χρήσης της διαδικασίας, ενώ ερευνάται η βιβλιογραφία που σχετίζεται με την εφαρμογή της ρομποτικής στη διδασκαλία των διαδικασιών στην εκπαίδευση. Ακολουθεί η περιγραφή των στόχων και της μεθοδολογίας της έρευνας και παρουσιάζονται οι δραστηριότητες, συνοδευόμενες από παρατηρήσεις και φωτογραφικό υλικό από την πορεία της διδασκαλίας. Τέλος, μέσα από την στατιστική ανάλυση, το υλικό των συνεντεύξεων και υπόλοιπου υλικού, εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα. 467 576 718 Contingent valuation method in healthcare: an empirical approach Εμπειρική μελέτη της μεθόδου της ενδεχόμενης αποτίμησης στον τομέα της υγείας Within the framework of economic evaluation of healthcare interventions, Contingent Valuation Method constitutes a technique used in order to elicit values related to people’s preferences, such as the maximum willingness-to-pay (WTP) for an intervention, and assign a monetary value to Quality-Adjusted Life-Years (QALYs), setting a cost-effectiveness threshold for accepting or rejecting interventions in a healthcare system. The present doctoral thesis aims at: a) developing, assessing and implementing a research tool for defining, using the Contingent Valuation Method, the monetary value attributed to a QALY (WTP per QALY) by Greek citizens, and examining determining factors and motives that might affect it, b) eliciting the WTP per QALY estimate for the general Greek population, c) investigating the impact of a number of determining factors on WTP per QALY and WTP probability, and d) examining the impact of motives on WTP per QALY and unwillingness to pay for a health improvement. The research tool (questionnaire) developed consisted of four parts: a) current health state assessment using the EuroQoL-5D-3L tool, b) WTP elicitation using the iterative bidding technique, followed by assessment of participants’ motives through pre-defined statements, c) assessment of WTP per QALY determining factors, and d) collection of information regarding participants’ demographic characteristics. WTP per QALY was estimated as the ratio of the annual stated WTP over utility improvement from individual’s current health to perfect health. Multiple linear regression and logistic regression were conducted to assess the effect of demographic characteristics on WTP per QALY and WTP probability, respectively. ANOVA, chi-square test, Kruskal-Wallis H and Mann-Whitney U tests were employed to investigate the relationships of motives and other determinants in question with WTP per QALY and WTP probability. Prior to main research, a pilot test was conducted in order to assess the reliability of the research tool using the test-retest approach. Intraclass-correlation coefficients (ICCs) revealed a reliable research tool with respect to WTP elicitation (ICC>0.6) and the pre-defined statements assessing participants’ motives (ICC>0.8) and WTP per QALY determining factors (ICC>0.8). A random sample, representative of the general Greek population with respect to gender, age and geographical region of residence, was employed in the main research (N=1,342). Computer-Assissted Telepohone-Interview (CATI) method was adopted to ensure random sampling. Analysis revealed that the general Greek population is willing to pay on average €26.280 for a QALY. Regarding the determining factors assessed, income, access to healthcare services funded by the state or compulsory social security, experience with severe disease and exercise frequency affected WTP per QALY positively. Moreover, professional and marital status had, also, an impact on WTP per QALY. With respect to motives, analysis showed that individuals strongly considering inability to cover basic household needs or tax claims as motives guiding the size of their WTP for a health improvement, reported lower WTP per QALY values compared to those not viewing these aspects as motives. For individuals not willing to pay for a health improvement, their negative attitude was primarily explained by their inability to pay for the examined treatment and their belief that treatment cost should be covered by sick funds or the government, instead of them. Finally, educational level, household income and age were proven to be predictors of willingness-to-pay probability for a health improvement. In conclusion, the present thesis contributes to the understanding of willingness-to-pay for a QALY, in the context of Greek economic evaluations and reimbursement decision-making, by eliciting its estimate and clarifying the determining factors and motives influencing it. Στο πλαίσιο της οικονομικής αξιολόγησης ιατρικών παρεμβάσεων, η Μέθοδος Ενδεχόμενης Αποτίμησης στοχεύει στην αποτίμηση των προτιμήσεων των ατόμων, μέσω της εκτίμησης της μέγιστης προθυμίας πληρωμής (Willingness-to-Pay, WTP) για μια παρέμβαση και της εκχώρησης χρηματικής αξίας σε ποιοτικά σταθμισμένα έτη ζωής (Quality-Adjusted Life-Years, QALYs), ορίζοντας, έτσι, ένα «κατώφλι» κόστους-αποτελεσματικότητας (cost-effectiveness threshold), το οποίο μπορεί δυνητικά να χρησιμοποιηθεί για την αποδοχή ή απόρριψη παρεμβάσεων σε ένα υγειονομικό σύστημα.Αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής έρευνας είναι: α) η ανάπτυξη, αξιολόγηση και εφαρμογή ενός ερευνητικού εργαλείου, το οποίο εκτιμά τη χρηματική αξία που αποδίδεται από τους Έλληνες πολίτες σε ένα QALY (προθυμία πληρωμής για ένα ποιοτικά σταθμισμένο έτος ζωής, WTP per QALY), με βάση τη Mέθοδο Eνδεχόμενης Aποτίμησης, και εξετάζει τους καθοριστικούς παράγοντες και τα κίνητρα συμπεριφοράς που την επηρεάζουν, β) ο υπολογισμός της WTP per QALY για τον γενικό ελληνικό πληθυσμό, γ) η διερεύνηση της επίδρασης των υπό εξέταση καθοριστικών παραγόντων στο μέγεθος της WTP per QALY και στην πρόθεση καθαυτή πληρωμής, και δ) η διερεύνηση των κινήτρων ως προς την απροθυμία πληρωμής και το μέγεθος της δηλούμενης προθυμίας πληρωμής για μια βελτίωση στην κατάσταση της υγείας. Το ερευνητικό εργαλείο (ερωτηματολόγιο) που διαμορφώθηκε αποτελούνταν από τέσσερις ενότητες: α) αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης της υγείας με το εργαλείο EuroQoL-5D-3L, β) διερεύνηση της προθυμίας πληρωμής, με την υιοθέτηση της τεχνικής της επαναληπτικής υποβολής προσφορών, και των κινήτρων συμπεριφοράς, με τη χρήση προδιατυπωμένων φράσεων, γ) εξέταση καθοριστικών παραγόντων που επηρεάζουν την WTP per QALY, και δ) συλλογή δημογραφικών χαρακτηριστικών συμμετεχόντων. Η WTP per QALY υπολογίστηκε ως ο λόγος της ετήσιας δηλούμενης προθυμίας πληρωμής προς τη βελτίωση χρησιμότητας ενός ατόμου από την τρέχουσα κατάσταση της υγείας του σε απόλυτη υγεία. Η διερεύνηση της επίδρασης των δημογραφικών χαρακτηριστικών στο μέγεθος της WTP per QALY και στην πρόθεση ενός ατόμου να πληρώσει για την υποθετική θεραπεία έγινε με τη χρήση πολλαπλής γραμμικής και λογιστικής παλινδρόμησης, αντίστοιχα. Η διερεύνηση των σχέσεων των κινήτρων και των υπόλοιπων καθοριστικών παραγόντων με το μέγεθος της WTP per QALY ή την πρόθεση πληρωμής έγινε με ανάλυση διασποράς (ANOVA) και στατιστικούς ελέγχους, όπως οι χ2, Kruskal-Wallis H, Mann-Whitney U. Πριν τη βασική έρευνα διενεργήθηκε πιλοτική μελέτη ελέγχου της αξιοπιστίας του ερευνητικού εργαλείου μέσω της μεθόδου ελέγχου-επανελέγχου (test-retest). Οι ενδοταξιακοί συντελεστές (intraclass-correlation coefficients, ICCs) συνηγορούν υπέρ της αξιοπιστίας του εργαλείου για την αποτίμηση της προθυμίας πληρωμής, (ICC>0,6) και τις επιμέρους φράσεις που εξετάζουν τα κίνητρα των συμμετεχόντων (ICC>0,8) και τους καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την WTP per QALY (ICC>0,8). Στη βασική έρευνα συμμετείχε δείγμα τυχαίο και αντιπροσωπευτικό του γενικού ελληνικού πληθυσμού ως προς το φύλο, την ηλικία, και τη γεωγραφική περιφέρεια κατοικίας (Ν=1.342). Η συλλογή του δείγματος έγινε με τη χρήση της μεθόδου CATI (Computer-Assisted Telephone Interview). Από τα αποτελέσματα της βασικής έρευνας, προέκυψε ότι ο γενικός ελληνικός πληθυσμός είναι πρόθυμος να πληρώσει κατά μέσο όρο €26.280 για ένα QALY. Ως προς τους καθοριστικούς παράγοντες, διαπιστώθηκε πως το εισόδημα, η δυνατότητα πρόσβασης σε χρηματοδοτούμενες από το κράτος ή την υποχρεωτική ασφάλιση υγειονομικές δομές, η εμπειρία με κάποια σοβαρή ασθένεια και η συχνότητα άσκησης αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες που επηρεάζουν θετικά το μέγεθος της WTP per QALY. Επίσης, η επαγγελματική και οικογενειακή κατάσταση ενός ατόμου φάνηκε να επηρεάζει το μέγεθος της WTP per QALY. Ως προς τα κίνητρα συμπεριφοράς, η ανάλυση έδειξε πως τα άτομα που θεωρούν την αδυναμία να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες ή τις φορολογικές υποχρεώσεις του νοικοκυριού τους ως ισχυρά κίνητρα που καθοδηγούν το μέγεθος της προθυμίας πληρωμής για μια βελτίωση στην υγεία τους, δήλωσαν χαμηλότερη WTP per QALY σε σύγκριση με όσους δεν θεωρούν τα παραπάνω ως κίνητρα. Για τους μη πρόθυμους να πληρώσουν, η αδυναμία τους να καλύψουν το κόστος της υποθετικής θεραπείας και η θεώρηση πως το κόστος αυτό πρέπει να καλυφθεί από το κράτος ή τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αποτέλεσαν τις κύριες αιτίες της αρνητικής τους στάσης απέναντι στην προθυμία πληρωμής για μια βελτίωση στην κατάσταση της υγείας τους. Τέλος, το επίπεδο εκπαίδευσης, το οικογενειακό εισόδημα και η ηλικία αποδείχθηκαν παράγοντες πρόβλεψης της πρόθεσης κάποιου να πληρώσει για μια βελτίωση στην κατάσταση της υγείας του. Εν κατακλείδι, η παρούσα διδακτορική διατριβή συμβάλει στην κατανόηση της προθυμίας πληρωμής για ένα ποιοτικά σταθμισμένο έτος ζωής στο πλαίσιο των ελληνικών οικονομικών αξιολογήσεων και της λήψης αποφάσεων αποζημίωσης παρεμβάσεων, εκτιμώντας το ύψος αυτής και αποσαφηνίζοντας τους καθοριστικούς παράγοντες και τα κίνητρα που την επηρεάζουν. 468 167 180 Δημιουργία μοντέλου γνώσης με την χρήση εργαλείων του data mining του Weka The goal of this thesis is to examine how a knowledge model can be created, using data mining tools. The process followed in this thesis starts be defining basic terms about knowledge management and information systems. Data mining is a research field that uses a plethora of data analysis tools for discovering patterns and relations in data. These patterns may be uses for decision making and forecasting. For creating a specialized knowledge model we will use WEKA, a software for data analysis and classification and we will use four different techniques in data sets available at UC Irvine Machine Learning Repository (archive.ics.uci.edu/ml/). The classification algorithms that will be analyzed and used are the following: neural networks (Μultilayer Perceptron), Decision Trees (J48), SMO, Κ nearest neighbors (IBK). We will use data sets of different nature: classification of a plant, wine quality classification and car quality classification. We will analyze the effectiveness of each technique per data set and we will present detailed and aggregated diagrams depicting algorithm efficiency. Ο σκοπός αυτής της διπλωματικής εργασίας είναι να εξετάσουμε πως μπορεί να δημιουργηθεί ένα μοντέλο γνώσης, με την βοήθεια εργαλείων εξόρυξης δεδομένων. Η διαδικασία που ακολουθείται ξεκινά με την προσέγγιση βασικών εννοιών της διαχείρισης της γνώσης καθώς και των πληροφοριακών συστημάτων. Η εξόρυξη δεδομένων είναι ένας επιστημονικός χώρος που χρησιμοποιεί πληθώρα εργαλείων ανάλυσης δεδομένων για να ανακαλύψει πρότυπα και σχέσεις σε δεδομένα που θα μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν για να κάνουν έγκυρες προβλέψεις ή για τη λήψη αποφάσεων. Για την δημιουργία του εξειδικευμένου μοντέλου γνώσης θα χρησιμοποιηθεί το λογισμικό WEKA και θα δοκιμαστούν τέσσερεις διαφορετικές τεχνικές σε σύνολα δεδομένων από το UC Irvine Machine Learning Repository (archive.ics.uci.edu/ml/). Οι αλγόριθμοι κατάταξης που θα αναλυθούν και θα δοκιμαστούν είναι οι εξής: Νευρωνικά δίκτυα (Μultilayer Perceptron), Δέντρα αποφάσεων (J48), SMO, Κ πλησιέστεροι γείτονες (IBK). Συνοπτικά, χρησιμοποιούνται σύνολα δεδομένων διαφορετικής φύσης: για κατηγοριοποίηση είδους φυτού, ποιότητας κρασιού, κατηγοριοποίησης ποιότητας αυτοκινήτου. Γίνεται ανάλυση της απόδοσης της κάθε τεχνικής ανά σύνολο δεδομένων (data set) και παρουσιάζονται αναλυτικά και συγκεντρωτικά διαγράμματα με την απόδοση των αλγορίθμων. 469 237 193 The use of information systems in marketing decision making: theoretical and empirical approach. Η χρήση των συστημάτων της πληροφορικής στη λήψη αποφάσεων μάρκετινγκ: θεωρητική και εμπειρική προσέγγιση. The development of the computer science and of the information systems provide new dimensions to the marketing function. The systematical research of the possibilities and of the use of these systems in marketing decision making is the objective of this thesis. Information systems, decision support systems and expert systems are analysed through a framework of factors which affect the marketing decision making. A survey of the current status of the above systems in marketing was carried out in the industrial firms of N. Greece in order to investigate the extent and the level of use of information systems in marketing, the prerequisites and barriers, which restrict their acceptance into marketing is used in hierarchical order of significance for the congregation and management of information, for reports, for the automation of transaction processing forecasting and for building and use of models based on decision support systems. A Prereference for marketing activities related to structured and semistructured problems was also found out. The acceptance and use of information systems in marketing influenced by the individual characteristics and the decision style of the marketing managers, the kind of the problems, the organizational structure of the firm, and the competition, the improvement of the quality of the decisions based on the availability of timely information is the main outcoming result of the use of information technology in marketing. Η ανάπτυξη της πληροφορικής παρέχει νέες δυνατότητες στη λειτουργία του μάρκετινγκ. Η συστηματική διερεύνηση των δυνατοτήτων αυτών και της εφαρμογής των συστημάτων της πληροφορικής κατά τη λήψη αποφάσεων μάρκετινγκ αποτελεί το γενικότερο στόχο της διατριβής αυτής. Συγκεκριμένα εξετάζονται οι τύποι των συστημάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μέσα από ένα πλαίσιο βασικών επιδρώντων παραγόντων κατά τη λήψη αποφάσεων μάρκετινγκ. Με βάση τα συλλεχθέντα στοιχεία από πρωτογενή εμπειρική έρευνα στις βιομηχανίες της Β. Ελλάδας διερευνώνται : ο βαθμός διείσδυσης και χρήσης των συστημάτων πληροφορικής στο μάρκετινγκ, οι επιδρώντες παράγοντες για την αποδοχή και χρήση τους, οι προϋποθέσεις και οι ανασταλτικοί παράγοντες εφαρμογής τους, τέλος δε η αποτελεσματικότητα και τα οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση τους. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας η πληροφορική εφαρμόζεται στο μάρκετινγκ στις περισσότερες επιχειρήσεις με ιεράρχηση σπουδαιότητας για τη συγκέντρωση και διαχείριση πληροφοριών, τη χρήση τακτικών αναφορών, την αυτοματοποίηση τυποποιημένων συναλλαγών, την πραγματοποίηση προβλέψεων και την ανάπτυξη και χρήση μοντέλων βάσει συστημάτων στήριξης αποφάσεων. Διαπιστώνεται ακόμη μια προτίμηση της χρήσης των συστημάτων της πληροφορικής σε δραστηριότητες που αναφέρονται σε δομημένα και ημιδομημένα προβλήματα του μάρκετινγκ. 470 329 306 Exploration of mergers and acquiaitions of Greek firms with the application of statistical methods. Διερεύνηση των συγχωνεύσεων και εξαγορών επιχειρήσεων στην Ελλάδα με την εφαρμογή στατιστικών μεθόδων. This study presents and explores the activities of mergers and acquisitions (M&As) of Greek firms. Despite the fact that there is a particularly extensive literature on M&As in Anglo-American capital markets, in Greece, as in many other countries worldwide, there are not many researches and studies on M&As. For this reason, this thesis is especially important as it explores the status of Greek M&As activities from financial, accounting and organizational perspective. Through a theoretical exploration, this study proceeds to an analysis of several conceptions of M&As, reports an extensive historical review on this subject worldwide, and presents the motives for M&As. Also, it introduces a critical literature review of the most important studies on M&As diachronically, concerning to their final result from an economic perspective, and implies briefly the most important reasons of organizational failure of M&As actions. Furthermore, this study refers to the ways of prevention at M&As actions, examining the influence of these actions on business performance. Last, this study reports the ways of corporate transactions of firms in Greece, according to the related Greek laws, and proposes the restructuring of them in specific parts of them. Through an empirical research, from the other part, this thesis explores the present situation of Greek M&As transactions during the last years. Firstly, with the results that was received from a questionnaire, which was sent to all listed firms of the Athens Stock Exchange. Secondly, through the conclusions that were revealed from a list of several research questions and interviews to Greek listed firms that have performed international M&As transactions. Also, with the examination of the operating performance of Greek involved listed firms at M&As actions with financial ratios. Last, through an analysis of the statistical combination of these previous stated results. Finally, the concluding remarks and the theoretical as well as empirical applications of this research are cited at the last part of this thesis. Η παρούσα μελέτη παρουσιάζει και διερευνά τις δραστηριότητες Συγχωνεύσεων και Εξαγορών (Σ&Ε) επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια ιδιαίτερα εκτενής βιβλιογραφία σε Σ&Ε επιχειρήσεων στις αγγλοαμερικανικές κεφαλαιαγορές, για την Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, δεν υπήρξαν πολυάριθμες έρευνες και μελέτες για Σ&Ε. Για το λόγο αυτό, η παρούσα διατριβή είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς διερευνά την υλοποίηση δραστηριοτήτων Σ&Ε ελληνικών επιχειρήσεων από χρηματοοικονομική, λογιστική και οργανωσιακή θεώρηση. Μέσω μιας θεωρητικής διερεύνησης, η παρούσα διατριβή πραγματοποιεί μια ανάλυση διάφορων εννοιών των Σ&Ε, καταγράφει μια εκτενής ιστορική αναδρομή πάνω σε αυτό το θέμα παγκοσμίως και παρουσιάζει τα κίνητρα για Σ&Ε. Επίσης, παραθέτει μια κριτική βιβλιογραφική επισκόπηση των σημαντικότερων μελετών σε Σ&Ε διαχρονικά, αναφορικά με το τελικό αποτέλεσμα τους από οικονομική θεώρηση και αναπτύσσει επιγραμματικά τους σημαντικότερους λόγους οργανωσιακής αποτυχίας των πράξεων Σ&Ε. Παράλληλα, η παρούσα μελέτη παραθέτει τους τρόπους αποφυγής πράξεων Σ&Ε, εξετάζοντας την επίδραση τέτοιων ενεργειών στην επιχειρησιακή επίδοση. Τέλος, η παρούσα μελέτη περιγράφει τους μετασχηματισμούς εταιρικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τους σχετικούς ελληνικούς νόμους και προτείνει την ανασύνταξη τους σε συγκεκριμένα τμήματα αυτών. Μέσω μιας εμπειρικής έρευνας, από την άλλη πλευρά, η παρούσα διατριβή διερευνά την παρούσα κατάσταση των ελληνικών πράξεων Σ&Ε κατά τα τελευταία έτη. Πρωτίστως, με τα αποτελέσματα που προέκυψαν από ένα ερωτηματολόγιο που αποστάλθηκε σε όλες τις εισηγμένες επιχειρήσεις στην κύρια αγορά του Χ.Α. Έπειτα, μέσω των συμπερασμάτων που αναδείχθηκαν με τη χρήση ενός καταλόγου ερευνητικών ερωτημάτων και συνεντεύξεων σε ελληνικές επιχειρήσεις που έκαναν πράξεις διεθνών Σ&Ε. Επίσης, με την εξέταση της επιχειρησιακής επίδοσης των εμπλεκόμενων ελληνικών επιχειρήσεων σε πράξεις Σ&Ε, με αριθμοδείκτες. Τέλος, μέσω ανάλυσης του στατιστικού συνδυασμού των εν λόγω προαναφερθέντων αποτελεσμάτων. Τέλος, τα συμπερασματικά σχόλια και οι θεωρητικές όπως και εμπειρικές εφαρμογές της παρούσας έρευνας παρατίθενται στο τελευταίο μέρος της παρούσας διατριβής. 471 231 209 Governance enterprize architecture--GEA--for reengineering public administration Επιχειρησιακή αρχιτεκτονική διακυβέρνησης--ΕΑΔ--για τον ανασχεδιασμό της δημόσιας διοίκησης Although Public Administrations (PAs) are considered the heaviest service industry, they are far from satisfying their constituents as they usually operate in an ineffective way. In our analysis of contemporary PAs, we identify a serious structural deficit that leads to this malfunction. This is a “dual integration deficit” with regards to (a) the internal communication of the PA system (b) the communications of the overall PA system with its external environment. This deficit causes in PA service provision. We analyze in depth the existing process and propose a new modus operandi. During the analysis of this system, we gradually built a set of generic models. We have called this set Governance Enterprise Architecture (GEA). GEA is a top-level, generic (and thus reusable) enterprise architecture for the overall governance domain. GEA has deliberately remained technology neutral. GEA derived with multi-disciplinary influence and insights. It identifies two governance mega-processes, (a) Public Policy Formulation, (b) Service Provision. We use PA theory and a challenging metaphor to model these areas: we model the Society-Governance interaction as a discourse. Departing from this, we employ concepts from Speech Act Theory (SAT) to identify important elements and functions of the governance system. Moreover, we present some experiences in using GEA to apply Semantic Web and Semantic Web Services technologies. We think that these technologies provide a great potential for developing eGovernment applications. Η Δημόσια Διοίκηση θεωρείται διεθνώς η μεγαλύτερη βιομηχανία παροχής υπηρεσιών, μια βιομηχανία όμως που απέχει από το να ικανοποιεί την πελατεία της (πολίτες/επιχειρήσεις), καθώς συχνά λειτουργεί με αναποτελεσματικό τρόπο. Στην ανάλυσή μας εντοπίζουμε δομικά προβλήματα που οδηγούν τις Δημόσιες Διοικήσεις σε δυσλειτουργία. Αυτά τα προβλήματα οδηγούν σε "διπλό έλλειμμα ολοκλήρωσης" που σχετίζεται με τις (α) εσωτερικές (β) εξωτερικές επικοινωνίες της Δημόσιας Διοίκησης. Αναλύουμε σε βάθος την διαδικασία παροχής δημοσίων υπηρεσιών και προτείνουμε έναν νέο τρόπο εκτέλεσής της. Κατά την ανάλυση του συστήματος σταδιακά αναπτύσσουμε ένα σύνολο γενικευμένων (generic) μοντέλων που αναπαριστούν τον τρόπο λειτουργίας της. Ονομάζουμε αυτό το σύνολο Επιχειρησιακή Αρχιτεκτονική Διακυβέρνησης (ΕΑΔ). Η ΕΑΔ είναι μια γενικευμένη (και άρα επαναχρησιμοποιήσιμη) Επιχειρησιακή Αρχιτεκτονική για το συνολικό πεδίο της διακυβέρνησης. Οι περιγραφές της ΕΑΔ σκόπιμα έχουν μείνει ουδέτερες όσον αφορά πιθανές τεχνολογίες υλοποίησης. Η ΕΑΔ προέκυψε με πολυ-πειθαρχικές επιρροές. Εντοπίζει δύο μεγα-διαδικασίες: την "Διαμόρφωση Δημόσιας Πολιτικής" και την "Παροχή Υπηρεσιών". Χρησιμοποιούμε θεωρία Δημόσιας Διοίκησης και μια ενδιαφέρουσα μεταφορά: προσεγγίζουμε την διεπαφή Κοινωνίας-ΔΔ ως ένα διάλογο και χρησιμοποιούμε έννοιες από Speech Act Theory (SAT) για να μοντελοποιήσουμε στοιχεία και λειτουργίες του συστήματος διακυβέρνησης. Επιπλέον, παρουσιάζουμε εμπειρίες από τη χρήση της ΕΑΔ σε πιλοτικές υλοποιήσεις με εφαρμογή τεχνολογιών Σημασιολογικού Ιστού και Υπηρεσιών Σημασιολογικού Ιστού. 472 371 329 Personalized recommendation of educational resources exploiting reputation of metadata and ontologies Εξατομικευμένη σύσταση πολυμεσικών εκπαιδευτικών πόρων με αξιοποίηση μεταδεδομένων φήμης και οντολογιών Nowadays, every aspect of human activity infiltrated by web technologies. The e-Learning area was deeply affected from these technologies i) in educational material delivering and ii) in providing interactive learning, energizing multiple mechanisms in human brain towards knowledge acquisition. The effective usage of the huge volume of information transmitted over the web, though, needs innovative and 'smart' techniques in selecting the most appropriate educational document which facilitates the e-tutor to automatically create a personalized learning path and the e-learner to learn quickly and effectively. According to the current practices that admit the individuality and different characteristics of the personality of the a learner, the method for the effective learning process, is the personalized document selection. Towards the creation of such mechanisms we 1) describe the model of an LMS using semantic web technologies that provide a flexible and extendable description of the engaged entities of the system. Specifically, we introduce i) F-Logic in representing the conceptual schema of the model along with its rules, ii) ontologies in describing the learner's profile and the learning material, so that to provide meaning to the relationships among these entities and to organize the material, and iii)metadata, which moreover is described using educational standards -providing further interoperability in software development, 2) we design the architecture and the framework of the LMS which applies reputation and recommendation methods, (widely adopted by e-commerce systems) and 3) we propose. and implement a java-based hybrid algorithm for the selection of educational material combining collaborative filtering and outcomes of pedagogical theories based on learning styles. The system that results from these technologies confronts the creation of a learning path as a matching method of the ontology instances, aligning the properties of the learner and the reputation metadata for learning objects. Finally, 4) we propose a learning strategy that applies the whole conception. Ultimate target of this effort is to set the foundation of an e-Learning system that handles a number of parameters from the learner's profit, is flexible and open to the innovative contribution and evolution of several research fields, and achieves better education, improved scientific and professional profile for the learners in a continuously competitive international working environment. Η διείσδυση του διαδικτύου σε κάθε μορφή των δραστηριοτήτων επηρέασε σημαντικά και το χώρο του e-Learning 1) στη διανομή του εκπαιδευτικού υλικού, 2) στην παροχή πλούσιας και διαδραστικής μάθησης που ενεργοποιεί πολλαπλούς μηχανισμούς του εγκεφάλου στην απόκτηση γνώση. Για να χρησιμοποιηθεί αποδοτικά ο όγκος της πληροφορίας αυτής στο e-Learning θα πρέπει να εφαρμοστούν νέες τεχνικές στην επιλογή των καταλληλότερων από τα διαθέσιμα έγγραφα με έναν τρόπο που θα βοηθά τον η-εκπαιδευόμενο να μάθει γρήγορα και αποτελεσματικά και τον ηλεκτρονικό εκπαιδευτή να δημιουργεί αυτοματοποιημένα εξατομικευμένα μονοπάτια μάθησης. Η εξατομίκευση στην επιλογή υλικού αποτελεί σύμφωνα με τις τρέχουσες εκπαιδευτικές πρακτικές που αποδέχονται την ιδιαιτερότητα και την ατομικότητα του καθενός, την μέθοδο για μια αποτελεσματική μαθησιακή διαδικασία. Προς την δημιουργία αποτελεσματικής μάθησης 1) περιγράφουμε το μοντέλο ενός LMS χρησιμοποιώντας σημασιολογικές τεχνολογίες που παρέχουν ευελιξία και επεκτασιμότητα στην περιγραφή των εννοιών. Συγκεκριμένα: i) F-Logic στην αναπαράσταση του εννοιολογικού μοντέλου και των κανόνων λειτουργίας του, ii) οντολογίες στην περιγραφή του εκπαιδευομένου και του εκπαιδευτικού αντικειμένου, που παρέχουν νόημα στις συσχετίσεις των εννοιών και οργάνωση στην πληροφορία, iii) μεταδεδομένα, που επιπλέον αποδίδονται με εκπαιδευτικά πρότυπα τα οποία παρέχουν διαλειτουργικότητα σε εφαρμογές υλοποίησης, 2) σχεδιάζουμε την αρχιτεκτονική και το πλαίσιο λειτουργίας του LMS που εφαρμόζει μεθόδους φήμης και σύστασης, (μέχρι τώρα αποδοτικά χρησιμοποιούμενες στα συστήματα ηλεκτρονικού εμπορίου) και 3) προτείνουμε και υλοποιούμε σε Java έναν υβριδικό αλγόριθμο εξατομικευμένης επιλογής εκπαιδευτικών υλικού συνδυάζοντας μεθόδους συνεργατικού φιλτραρίσματος και αποτελέσματα παιδαγωγικών ερευνών που απορρέουν από τη θεωρία των στυλ μάθησης. Το τελικό σύστημα αντιμετωπίζει τη δημιουργία ενός εξατομικευμένου μονοπατιού μάθησης σαν ταίριασμα στιγμιότυπων των οντολογιών, αξιοποιώντας ιδιότητες του προφίλ του εκπαιδευόμενου και μεταδεδομένα περιγραφής και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών αντικειμένων. Τέλος, 4) προτείνουμε μια μαθησιακή στρατηγική που εφαρμόζει την παραπάνω σύλληψη. Απώτερος σκοπός της προσπάθειας είναι η θεμελίωση ενός συστήματος που διαχειρίζεται πλήθος παραμέτρων, ευέλικτου και ανοιχτού στην καινοτόμο συνεισφορά και εξελίξεις διαφόρων ερευνητικών πεδίων, επιτυγχάνοντας καλύτερη μόρφωση, βελτιωμένο επιστημονικό και επαγγελματικό προφίλ σε ένα αυξανόμενης ανταγωνιστικότητας επαγγελματικό περιβάλλον. 473 200 192 Democracy and corruption in Russia Democracy and corruption in Russia are the two issues that have occupied the present work. An attempt has been made to illustrate the above concepts with various economic indicators, which are cited in world literature and come from reliable sources, such as international financial and non-governmental organizations and financial journals. A broad bibliographic review of democracy and corruption has taken place in the world in general, and in Russia in particular. The indicators used to "measure" corruption and democracy were analyzed, as well as the GDP per capita that is perceived to reflect the standard of living of citizens, which many scholars consider to affect the situation in a country. We referred to the linear regression method and SPSS program, which used to analyze the indicators assessing corruption and democracy, for the period 1996-2018. In addition, a comparative assessment of the state of democracy and corruption in Russia was conducted with other countries, based on the results of the indicators from 1996 to 2018. Finally, we came to conclusions on how corruption and democracy are linked in general, but also in Russia in particular, and we suggested policies as well as issues for further research. Η δημοκρατία και διαφθορά στη Ρωσία είναι τα δύο θέματα που απασχόλησαν την παρούσα εργασία. Έγινε μία προσπάθεια να απεικονισθούν οι παραπάνω έννοιες με διάφορους οικονομικούς δείκτες, οι οποίοι αναφέρονται στην παγκόσμια βιβλιογραφία και προέρχονται από έγκυρες πηγές, όπως διεθνείς οικονομικοί και μη κυβερνητικοί οργανισμοί αλλά και οικονομικά περιοδικά. Πραγματοποιήθηκε μία ευρεία βιβλιογραφική ανασκόπηση όσον αφορά τη δημοκρατία και τη διαφθορά γενικά στον κόσμο, αλλά και ειδικά στη Ρωσία. Αναλύθηκαν οι δείκτες που χρησιμοποιήθηκαν για τη μέτρηση της διαφθοράς και της δημοκρατίας, καθώς και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ που θεωρείται ότι απεικονίζει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, το οποίο κατά πολλούς μελετητές επηρεάζει την κατάσταση σε μία χώρα. Αναφερθήκαμε στη μέθοδο της γραμμικής παλινδρόμησης και στο πρόγραμμα SPSS, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την ανάλυση των δεικτών που αξιολογούν τη διαφθορά και τη δημοκρατία, για τη χρονική περίοδο 1996-2018. Επιπρόσθετα, πραγματοποιήθηκε συγκριτική αξιολόγηση της κατάστασης της δημοκρατίας και διαφθοράς στη Ρωσία με άλλες χώρες, βάση των αποτελεσμάτων των δεικτών από το 1996 έως το 2018. Τέλος, καταλήξαμε σε συμπεράσματα για το πως συνδέονται η διαφθορά και η δημοκρατία γενικά, αλλά και ειδικά στη Ρωσία και προτείναμε πολιτικές καθώς και θέματα για περαιτέρω έρευνα. 474 589 591 Intelligent systems on semantic web. Traditional World Wide Web is human-centric, that is, information is available in human readable format. In older web sites information is static, usually in HTML, and is updated only when their owners devote time to edit it manually. On the other hand, modern sites have their content being dynamically pumped by databases and, although they exhibit some form of structure, the information is again targeting the human visitor of the web page. This gap aims to fill cover the semantic web, not by replacing the traditional web but by harmonically coexisting with it. Information in semantic web is in an absolutely structured format, aiming at its interpretation and editing by intelligent systems (without this to preclude its automated appearance in human-readable format). This thesis focuses on the use of intelligent systems in semantic web, giving emphasis in intelligent calendar applications. Its contribution is three-fold: Semantic representation of the information; its exploitation in specific application domains; and, finally, creating semantically annotated information from simple web pages. Initially, we have designed and proposed ontologies for semantically representing information that concerns daily human activities, in order to be exploited by intelligent calendar applications. Although we started the design of the ontologies having the already deployed intelligent calendar application SELFPLANNER in mind, the ontologies were developed fairly general so as to be usable in other similar systems as well. Furthermore, new concepts and use cases were added (e.g., meetings), that were not supported by the particular application. Finally, we have developed a library, named ONTPLANNER, to convert ontological descriptions of activities described with the proposed ontologies to Java objects, so as to directly insert them into an intelligent calendar application. This library has been integrated in the latest version of SELFPLANNER. Next, we have developed from the grounds a new intelligent system, aiming at the ontological description of educational objects, such as a university class. The new system, called COURSR, possesses descriptions of educational objects about their temporal aspects and requirements with a fine-grained level of detail. The system is able to connect with the student’s calendars, as well as with SELFPLANNER, to schedule simultaneously all of his activities, including educational, professional and personal ones. COURSR supports a new ontology about the structure and temporal aspects of educational objects. An interesting innovative feature concerns the use of natural (English) language to describe periodicity and constraints over their activities, with the underlying grammar and the parser having been developed from the grounds for this thesis. COURSR was evaluated with real users (teachers and students) with very promising results. Finally, within this thesis we have tried to extract semantic descriptions of activities from text in unknown pages. First we focused on information for educational objects, using university sites as the information source. However, the fine-grained level of information we were looking for was very complex and in most cases not available. Thus, for intelligent systems like COURSR we propose their adoption from large educational institutions and their feeding with educational object descriptions. As a simpler use case, we examined the extraction of semantically annotated information concerning activities related to attending a scientific conference, like submitting a research paper, sending the camera ready version of it, preparing the presentation and, of course, going to the conference and attending it. We have developed a system, called FUZZYEXTRACTOR, that, by reading the unknown web page of a conference, extracts all the critical dates and created ontological descriptions of the related activities in a form ready to insert to the user’s intelligent calendar application. Ο παραδοσιακός παγκόσμιος ιστός (world wide web) χαρακτηρίζεται από τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό του, δηλαδή, η πληροφορία βρίσκεται σε μορφή κατανοητή από τον άνθρωπο. Στους παλαιότερους ιστοτόπους η πληροφορία είναι στατική, συνήθως σε μορφή HTML, και σπάνια ενημερώνεται παρά μόνο όταν ο κάτοχος της ιστοσελίδας διαθέσει χρόνο για να την επεξεργαστεί χειρωνακτικά. Αλλά και οι πλέον σύγχρονες ιστοσελίδες, το περιεχόμενο των οποίων δημιουργείται δυναμικά αντλώντας στοιχεία από βάσεις δεδομένων, μολονότι παρουσιάζουν κάποια υποτυπώδη δομή, η τελική πληροφορία και πάλι στοχεύει στην κατανόησή της από τον άνθρωπο επισκέπτη της ιστοσελίδας. Το κενό αυτό έρχεται να καλύψει ο σημασιολογικός ιστός, στοχεύοντας όχι να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό ιστό αλλά να συνυπάρξει αρμονικά μαζί του. Τα δεδομένα στον σημασιολογικό ιστό βρίσκονται σε μορφή απολύτως δομημένη, στοχεύοντας έτσι στην εύκολη κατανόησή τους και επεξεργασία από ευφυή συστήματα (χωρίς αυτό να αποκλείει ωστόσο την αυτοματοποιημένη εμφάνισή τους και σε μορφή κατανοητή από άνθρωπο). Η παρούσα διατριβή επικεντρώνεται στη χρήση των ευφυών συστημάτων στον σημασιολογικό ιστό, δίνοντας έμφαση σε εφαρμογές ευφυών ηλεκτρονικών ημερολογίων. Η συνεισφορά της κινείται σε τρεις τομείς: Στη σημασιολογική αναπαράσταση της πληροφορίας, στη χρήση της σε συγκεκριμένα πεδία εφαρμογής και, τέλος, στη δυνατότητα δημιουργίας τέτοιας πληροφορίας από άγνωστες ιστοσελίδες. Αρχικά σχεδιάστηκαν και προτάθηκαν οντολογίες για τη σημασιολογική αναπαράσταση δεδομένων που αφορούν καθημερινές δραστηριότητες ενός χρήστη, με σκοπό τη χρήση τους σε εφαρμογές ευφυών ηλεκτρονικών ημερολογίων. Μολονότι η σχεδίαση έγινε έχοντας υπόψη μια συγκεκριμένη εφαρμογή ευφυούς ημερολογίου, ειδικότερα το σύστημα SelfPlanner, εντούτοις αυτή διατηρήθηκε όσο το δυνατόν πιο γενική, ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από άλλα αντίστοιχα ευφυή συστήματα, ενώ προστέθηκαν έννοιες και περιπτώσεις χρήσης (π.χ., συναντήσεις) που δεν υποστηρίζονται από τη συγκεκριμένη εφαρμογή. Επιπρόσθετα, αναπτύχθηκε στα πλαίσια της εφαρμογής μια βιβλιοθήκη, με όνομα OntPlanner, για τη μετατροπή της οντολογικής περιγραφής της πληροφορίας σε αντικείμενα Java, ώστε να είναι δυνατή η άμεση εισαγωγή των οντολογικών περιγραφών των καθημερινών δραστηριοτήτων στο σύστημα ευφυούς ημερολογίου. Η βιβλιοθήκη αυτή ενσωματώθηκε στην πλέον πρόσφατη έκδοση του συστήματος SelfPlanner. Στη συνέχεια, αναπτύχθηκε εξολοκλήρου ένα νέο σύστημα, το οποίο στοχεύει στην οντολογική περιγραφή εκπαιδευτικών αντικειμένων, όπως π.χ. ένα εξαμηνιαίο πανεπιστημιακό μάθημα. Το σύστημα Coursr κατέχει περιγραφές εκπαιδευτικών αντικειμένων σε μεγάλο βαθμό λεπτομέρειας όσον αφορά την εσωτερική τους δομή και τις χρονικές τους απαιτήσεις. Έχοντας πρόσβαση στα ημερολόγια του χρήστη, αλλά και στην εφαρμογή ευφυούς ημερολογίου SelfPlanner, είναι σε θέση να χρονοπρογραμματίσει ταυτόχρονα όλες τις δραστηριότητες του χρήστη, εκπαιδευτικές, επαγγελματικές και προσωπικές. Το σύστημα Coursr υποστηρίζει μια επιπλέον οντολογία για την περιγραφή των εκπαιδευτικών αντικειμένων. Ενδιαφέρουσα πρωτοτυπία του συστήματος είναι η χρήση φυσικής (αγγλικής) γλώσσας για την εισαγωγή χρονικών περιγραφών και περιορισμών αναφορικά με τα εκπαιδευτικά αντικείμενα, με τη σχετική γραμματική αλλά και το πρόγραμμα συντακτικής ανάλυσης να έχουν αναπτυχθεί εξαρχής για τις ανάγκες της διατριβής. Το σύστημα Coursr αξιολογήθηκε από σημαντικό αριθμό τελικών χρηστών με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Τέλος, στα πλαίσια της διατριβής έγινε προσπάθεια να εξαχθούν σημασιολογικές περιγραφές δραστηριοτήτων από απλό κείμενο σε άγνωστες ιστοσελίδες. Διερευνήθηκε η περίπτωση των μαθημάτων των παραδοσιακών πανεπιστημίων, όπου όμως διαπιστώθηκε πως η διαθέσιμη πληροφορία αφενός είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη, αφετέρου στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι διαθέσιμη. Κατά συνέπεια, για ευφυή συστήματα σαν το Coursr, προτείνεται η υιοθέτησή τους από μεγάλους εκπαιδευτικούς οργανισμούς και η τροφοδότησή τους με περιγραφές εκπαιδευτικών αντικειμένων. Ως πιο απλή περίπτωση εξετάστηκε η εξαγωγή σημασιολογικής περιγραφής δραστηριοτήτων που αφορούν επιστημονικά συνέδρια, όπως υποβολή ερευνητικής εργασίας, αναθεώρηση της εργασίας, προετοιμασία της παρουσίασης και τέλος παρακολούθηση του συνεδρίου. Αναπτύχθηκε λογισμικό, με όνομα FuzzyExtractor, το οποίο, διαβάζοντας την ιστοσελίδα ενός συνεδρίου, ανακαλύπτει τις κρίσιμες ημερομηνίες και δημιουργεί οντολογικές περιγραφές δραστηριοτήτων σχετικών με το συνέδριο, οι οποίες θα μπορούσαν να εισαχθούν στο ευφυές ηλεκτρονικό ημερολόγιο του χρήστη. 475 228 219 Συγκριτική αξιολόγηση μεθόδων αποτίμησης αξίας : η περίπτωση της FIBRAN Δ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ Α.Ε. Nowadays, FIBRAN is a group of companies operating in the field of insulation materials. Established in Thessaloniki in 1977, with a manufacturing character, it was twenty years later that it took the lead in the field of industrial production. FIBRAN is activated on various insulation materials, such as rock wool and extruded polystyrene, under the distinctive names FIBRANgeo and FIBRANxps respectively. It owns production units and subsidiaries in Greece and Europe. The company is not listed on the Stock Exchange and maintains a family business profile. This paper deals with the strategic and financial analysis of the parent company, as well as the valuation of its share capital, which has not previously been the subject of research. A review of the relevant literature, a presentation of the relevant theory and various models will also be conducted. Not only a strategic but also a financial analysis of the company via the use of indexes will follow. The valuation process will be completed by using the cash flow discount method, its results will be commented on, and further research will be suggested. Finally, will be presented the results of a questionnaire on "Business Value Evaluation". The information of the theoretical framework will be extracted from scientifically valid bibliography, while the information regarding the company from published and audited financial statements conducted by auditors. References to the literature will be included. Η FIBRAN αποτελεί σήμερα έναν όμιλο εταιρειών στον τομέα τον μονωτικών υλικών. Με αφετηρία τη Θεσσαλονίκη, το 1974, και κατασκευαστικό χαρακτήρα, έφτασε είκοσι χρόνια αργότερα, να πρωταγωνιστεί στον τομέα της βιομηχανικής παραγωγής. Δραστηριοποιείται σε μονωτικά υλικά κάθε κατηγορίας, όπως πετροβάμβακα και εξηλασμένη πολυστερίνη, με τις διακριτές ονομασίες FIBRANgeo και FIBRANxps αντίστοιχα. Διαθέτει μονάδες παραγωγής σε Ελλάδα και Ευρώπη, όπου και υπάρχουν θυγατρικές του ομίλου. Η εταιρεία δεν είναι εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και διατηρεί το προφίλ της οικογενειακής επιχείρησης. Με την παρούσα εργασία επιχειρείται η στρατηγική και χρηματοοικονομική ανάλυση της μητρικής εταιρείας, καθώς και η αποτίμηση της αξίας της μετοχής της, κάτι που δεν έχει αποτελέσει προηγουμένως θέμα έρευνας. Επίσης, θα πραγματοποιηθεί ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφία, παρουσίαση της σχετικής θεωρίας και των διαφόρων υποδειγμάτων. Θα ακολουθήσει ανάλυση της εταιρίας, αρχικά στρατηγικής, αλλά και χρηματοοικονομικής, με τη χρήση αριθμοδεικτών. Στη συνέχεια, θα περατωθεί διαδικασία αποτίμησης με τη μέθοδο της προεξόφλησης των ταμειακών ροών. Επιπλέον, θα σχολιαστούν τα αποτελέσματα της και θα προταθούν αντικείμενα περαιτέρω έρευνας. Τέλος, θα παρατεθούν αποτελέσματα ερωτηματολογίου με θέμα «Αποτίμηση Αξίας Επιχείρησης». Η άντληση των πληροφοριών του θεωρητικού πλαισίου θα γίνει από επιστημονικά έγκυρη βιβλιογραφία και της εταιρείας από τις δημοσιευμένες και ελεγμένες από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές οικονομικές καταστάσεις. Θα συμπεριληφθούν σχετικές παραπομπές στη βιβλιογραφία. 476 218 219 Μετατρέποντας τις υπηρεσίες σε ελκυστικότερο προϊον: η περίπτωση των ελληνικών νοσοκομειακών υπηρεσιών. The present research project is based on a recording of a significant range of researches, describing the six most important factors currently available in Greek public hospitals. These six factors have been identified through a research known as Delphi Method, involving 14 experts from the public hospitals in Greece. Simultaneously, empirical research was carried out using the so called Conjoint analysis that is considered to be at the present one of the most modern Marketing tools. The questionnaire consisted of 8 different scenarios and 5 demographic questions. The objective goal of the research is the hierarchy of the six factors and the contribution of their values to the formation of a more attractive Greek public hospital. The study was based on a statistical analysis of 270 questionnaires. The main findings of the survey were the following: The most important factor in the selection decision was the Hospital physical environment, second was the Staff attitude, Third was the Waiting Time, Fourth Hospital cleanliness, Fifth the Levels of education and experience of the Staff, and sixth was Medical Staffing. The correlation of the tool with the research question was 99.7%. The internal value utilities scores of the factors were also determined in order to be placed in the final equation that will help to the configuration of the optimal product. Η συγκεκριμένη ερευνητική εργασία βασίστηκε σε σημαντικό πλήθος επιστημονικών μελετών, που περιγράφουν τους έξι σημαντικότερους παράγοντες που προσφέρονται αυτή τη στιγμή στα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία. Οι έξι αυτοί παράγοντες καθορίστηκαν μέσα από προέρευνα, γνωστή ως Delphi Method, στην οποία συμμετείχαν 14 ειδικοί από δημόσια νοσοκομεία που καλύπτουν όλη την γεωγραφία της Ελλάδας. Παράλληλα, διεξήχθη εμπειρική έρευνα χρησιμοποιώντας το εργαλείο της Conjoint analysis που θεωρείται στις μέρες μας ένα από τα πιο σύγχρονα εργαλεία Marketing. Το ερωτηματολόγιο αποτελούνταν από 8 διαφορετικά σενάρια και από 5 ερωτήσεις δημογραφικών στοιχείων. Αντικειμενικός σκοπός της έρευνας ήταν να καθοριστεί η ιεράρχηση των έξι παραγόντων και η συνεισφορά των αξιών τους στη διαμόρφωση ενός ελκυστικότερου ελληνικού δημόσιου νοσοκομείου. Η μελέτη βασίστηκε σε στατιστική ανάλυση 270 ερωτηματολογίων. Κύρια ευρήματα της έρευνας ήταν τα εξής: Σημαντικότερος παράγοντας στην απόφαση επιλογής ήταν οι Κτιριακές εγκαταστάσεις, δεύτερος η Συμπεριφορά προσωπικού, τρίτος ο Χρόνος αναμονής, τέταρτος η Καθαριότητα, πέμπτος η Γνώση και Εμπειρία του προσωπικού και έκτος η Επάρκεια προσωπικού. Η συσχέτιση του εργαλείου με το ερευνητικό ερώτημα αποδόθηκε με ποσοστό 99,7%. Καθορίστηκαν επίσης και οι τιμές συνεισφοράς των εσωτερικών αξιών με σκοπό την τοποθέτηση τους στην τελική εξίσωση, ώστε να είναι αντιληπτές οι μεταβολές που μπορεί να επιφέρουν με την εναλλαγή τους στη διαμόρφωση του βέλτιστου προϊόντος. 477 144 144 Abstract: The research focuses on people who are in leadership and administration positions in higher education. It is those who have the debt, the duty and the power to make decisions that concern the sensitive core of education, that is to say, research and the promotion of knowledge and science. How academic leaders work and act in the particular field of higher education is itself an interesting topic for study and research. In the phenomenon of ethical leadership it is examined through phenomenological inquiry: a) the description of the current condition in Higher Education and the problems that arise, and b) the strategic suggestions of leaders through their lived experiences. Finally, based on the results of the research and phenomenological analysis, we propose a new model of ethical leadership that it is outlined by the following pillars: meritocracy, consistency, responsibility, transparency, accountability and democracy. Η παρούσα έρευνα εστιάζει στους ανθρώπους που αναλαμβάνουν θέσεις ηγεσίας και διοίκησης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Είναι αυτοί που έχουν το χρέος, το καθήκον αλλά και τη δύναμη να λαμβάνουν αποφάσεις, οι οποίες αφορούν στον ευαίσθητο πυρήνα της εκπαίδευσης, δηλαδή στην εκπόνηση ερευνών και την προαγωγή της γνώσης και της επιστήμης. Το πώς λειτουργούν και πράττουν οι ακαδημαϊκοί ηγέτες στον ιδιόμορφο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί από μόνο του ένα ενδιαφέρον θέμα για μελέτη και διερεύνηση. Στο φαινόμενο της ηθικής ηγεσίας εξετάζεται μέσω της φαινομενολογικής διερεύνησης: α) η περιγραφή της μέχρι τώρα κατάστασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και τα προβλήματα που προκύπτουν και β) οι στρατηγικές προτάσεις των ηγετών μέσω των βιωματικών εμπειριών τους. Τέλος, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας και την φαινομενολογική ανάλυση προτείνεται ένα νέο μοντέλο ηθικής ηγεσίας που περιγράφετε από τους εξής θεμελιακούς πυλώνες: αξιοκρατία, συνέπεια, ανάληψη ευθύνης, διαφάνεια, λογοδοσία και δημοκρατία. 478 219 209 Housing Crisis and the Banking System The purpose of this paper is to present the recent global financial crisis and its connection with the real estate market. In the first part, through a literature review, the importance of the real estate market for economic development is examined. In addition, reference is made to the global housing market and key macroeconomic factors, such as GDP, inflation, employment, lending and interest rates, and their significant interaction. In addition, a theoretical analysis is performed to the US crisis, its causes and effects on the domestic economy and the spread of the crisis to European countries such as Ireland, Spain, Portugal and Italy. The first part concludes with a review of the Greek housing market in the light of the global financial crisis. In the second part of the work, an empirical analysis is carried out for the Greek housing market. A vector error correction model (VECM) examines the long-run relationship between the Housing Price Index and the other macroeconomic variables. We are also trying to answer the question whether there was a "bubble" in the Greek real estate market. Using the "Impulse Response" and "Variance Decomposition" functions, through dynamic analysis, conclusions are drawn about the relationship between the variables and solutions are proposed for the reheating of the Greek real estate market. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση των εξελίξεων της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και την σύνδεση της με την αγορά ακινήτων. Στο πρώτο μέρος της εργασίας, μέσω βιβλιογραφικής ανασκόπησης εξετάζεται η σημαντικότητα της κτηματαγοράς για την οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, γίνεται μια αναφορά στην παγκόσμια αγορά κατοικίας και τους βασικούς μακροοικονομικούς παράγοντες, όπως το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός, η απασχόληση, ο δανεισμός και τα επιτόκια, καθώς και η σημαντική αλληλεπίδραση αυτών. Στην συνέχεια γίνεται ανάλυση της κρίσης των ΗΠΑ, τα αίτια και οι επιπτώσεις που είχε στην εγχώρια οικονομία καθώς και η εξάπλωση της κρίσης σε χώρες της Ευρώπης όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ιταλία. Το πρώτο μέρος ολοκληρώνεται με μία ανασκόπηση της ελληνικής αγοράς κατοικίας υπό το πρίσμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Στο δεύτερο μέρος της εργασίας πραγματοποιείται εμπειρική ανάλυση για την ελληνική αγορά κατοικίας. Μέσω ενός διανυσματικού μοντέλου διόρθωσης σφάλματος (VECM) εξετάζεται η μακροχρόνια σχέση μεταξύ του Δείκτη τιμών Κατοικιών και των υπόλοιπων βασικών μακροοικονομικών μεταβλητών που εξετάσθηκαν στο πρώτο μέρος. Επίσης, προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα του αν τελικά υπήρξε «φούσκα» στην ελληνική αγορά ακινήτων. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία “Impulse Response” και “Variance Decomposition”, μέσω δυναμικής ανάλυσης, εξάγονται συμπεράσματα για τη σχέση μεταξύ των μεταβλητών και προτείνονται λύσεις για την αναθέρμανση της ελληνικής κτηματαγοράς. 479 179 217 Μελέτη και ανάπτυξη διαδικτυακής εφαρμογής: υποστήριξη και αξιοποίηση χαρακτηριστικών κοινωνικής δικτύωσης και περιεχομένου παραγόμενο από τον χρήστη. The transition of the web from web 1.0 to web 2.0 in the early 2000 paved the way to the creation of a plethora of new applications hitherto unknown by users. Aiming direct interaction between user and application the internet passed from the stage of simple reading content to the phase of interactive communication. This paper discusses the development of a Web 2.0 application. It is a blog application developed with the programming language PHP. The database for this content management system is SQL and the DBMS used is MySQL server. There are also pieces of code written in Javascript. Below there is a detailed description of the implementation of the application and documentation through UML diagrams. Furthermore we discuss how social media widgets have become a significant new element for web 2.0 applications and how they enrich user interaction. Additional tools for the completion of this thesis was the Zend Studio IDE and Enterprise Architect UML diagrams design software. The development of the code happened using MAMP locally on a personal computer, while the application runs at www.oneshot.gr. Η μετάβαση του παγκόσμιου ιστού από τη μορφή Web 1.0 σε Web 2.0 στις αρχές της δεκαετίας του 2000 άνοιξε το δρόμο για τη δημιουργία μιας πληθώρας νέων εφαρμογών πρωτόγνωρων μέχρι τότε από τους χρήστες του διαδικτύου. Με κύριο στόχο την άμεση αλληλεπίδραση χρήστη και εφαρμογής το διαδίκτυο πέρασε από τη φάση της απλής ανάγνωσης στην φάση της διαδραστικής επικοινωνίας. Η συγκεκριμένη εργασία πραγματεύεται την ανάπτυξη μιας εφαρμογής Web 2.0. Πρόκειται για μία εφαρμογή blog που αναπτύχθηκε με τη γλώσσα προγραμματισμού PHP. Η βάση δεδομένων για το συγκεκριμένο content management system είναι SQL και το DBMS που χρησιμοποιήθηκε είναι ο MySQL server. Επίσης υπάρχουν σημεία κώδικα που χρησιμοποιήθηκε η γλώσσα Javascript. Παρακάτω γίνεται αναλυτική περιγραφή της υλοποίησης της εφαρμογής καθώς και τεκμηρίωση μέσω διαγραμμάτων UML. Επίσης με στοιχεία εξηγείται η επιλογή εργαλείων κοινωνικής δικτύωσης (social media widgets) που χρησιμοποιήθηκαν για να εμπλουτίσουν την εμπειρία των χρηστών κατά την περιήγησή τους στην συγκεκριμένη εφαρμογή. Πρόσθετα εργαλεία για την αποπεράτωση της εργασίας ήταν το IDE Zend Studio και το λογισμικό σχεδιασμού διαγραμμάτων UML Enterprise Architect. Η ανάπτυξη του κώδικα έγινε τοπικά με τη χρήση του MAMP που επιτρέπει την δημιουργία εικονικού εξυπηρετητή σε προσωπικό υπολογιστή, ενώ η εφαρμογή τρέχει στη διεύθυνση www.oneshot.gr. 480 426 437 The Stability Pact for Southeastern Europe 1999-2008: the post -Cold War International experience on cooperation and organization in the Balkans. Σύμφωνο σταθερότητας για τη ΝΑ Ευρώπη 1999-2008: η διεθνής εμπειρία συνεργασίας και οργάνωσης για τα Βαλκάνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. The thesis focuses on the special institutional characteristics and the role of the Stability Pact for Southeastern Europe, as well as on its work, for stabilizing post-conflict SEE during 1999-2008, by approaching the SP as a unique construct of international law and international institutions. The SP is framed within the political and institutional post-Cold War environment, as well as the within the broader process of regional and European integration. The theoretical perspective on which the thesis is based is that of pluralism, with evident elements of constructivism. Given that there has been no such analysis or approach of the SP in the past, research was based on primary resources and it included original documents of international treaties and agreements, decisions and declarations, as well as interviews with key people involved in the Stability Pact. The thesis includes an introduction, six chapters, conclusions and annexes. Chapter 1 explores various structures of international organization, focusing on international and the establishment of norms and principles, by approaching the SP as an original institution which introduced international norms to Southeast Europe. Chapter 2 discusses the post-Cold War framework of institutional structures in Europe, focusing on issues related with intervention and preventive diplomacy, and an emphasis on the role of the Organization for Security and Cooperation in Europe (OSCE). Chapter 3 provides and analysis of the particular historic and political conditions leading to the establishment of the Stability Pact for SEE as a part of the EU’s and Euro-Atlantic community’s enlargement strategy. Chapter 4 offers a detailed overview of the constituent documents of the SP and its functions, while Chapter 5 presents the broader structure of regional cooperation and organization in SEE, which the SP added to. Chapter 6 is focused on the innovative nature of the SP in terms of its legal characteristics, offering an analysis as an international organization and discussing its unique legal features, as well as its methods and modus operandi. The conclusions of the thesis discuss the effect of the work of SP on integration on the state level, a regional level and on a European level. Finally, the work of the SP is evaluated as an experience on which the international community may build further, through formalizing cooperation of already existing development mechanisms (eg the UN network and the World Bank), under the auspices of a permanent institution to promote stability and prevent crises using the comprehensive model introduced by the Stability Pact for SEE. Η διδακτορική διατριβή επικεντρώνεται στα ιδιαίτερα θεσμικά χαρακτηριστικά και το ρόλο του Συμφώνου Σταθερότητας για τη ΝΑ Ευρώπη, και το έργο του για τη σταθεροποίηση της ΝΑ Ευρώπης κατά την περίοδο 1999-2008, εξετάζοντας το μηχανισμό αυτό ως ιδιαίτερο μόρφωμα του διεθνούς δικαίου και της διεθνούς θεσμοποίησης, θέτοντάς τον στο πλαίσιο των πολιτικών και θεσμικών συνθηκών της μετα-Ψυχροπολεμικής περιόδου, αλλά και της διαδικασίας περιφερειακής και Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Θεωρητικά, η διατριβή είναι βασισμένη στο πλαίσιο του πλουραλισμού, με στοιχεία κονστρουκτιβισμού. Η έρευνα υπήρξε πρωτογενής, καθώς δεν έχει υπάρξει αντίστοιχη εξέταση ή ανάλυση του Συμφώνου Σταθερότητας στο παρελθόν. Περιελάμβανε αναδρομή σε πρωτότυπα κείμενα διεθνών συνθηκών, συμφωνιών, αποφάσεων και διακηρύξεων, αλλά και συνεντεύξεις με πρόσωπα που διαδραμάτισαν ρόλο σχετικά με το έργο του Συμφώνου Σταθερότητας. Η διατριβή περιλαμβάνει εισαγωγή, 6 κεφάλαια, συμπεράσματα και παραρτήματα. Στο πρώτο κεφάλαιο, εξετάζονται θέματα της διεθνούς οργάνωσης, με επίκεντρο το διεθνές δίκαιο και την καθιέρωση διεθνών κανόνων και αρχών συμπεριφοράς, προσεγγίζοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας ως πρωτότυπο θεσμό εισαγωγής διεθνών αρχών και αξιών στη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση του πλαισίου θεσμικής συνεργασίας στην Ευρώπη μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με έμφαση στα θέματα της νομιμοποιημένης παρέμβασης και της αποτρεπτικής διπλωματίας, κυρίως μέσω του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται το ειδικό ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο γένεσης του Συμφώνου Σταθερότητας για τη ΝΑ Ευρώπη, με κεντρικό άξονα τη στρατηγική διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρύτερης Ευρω-Ατλαντικής κοινότητας. Στο τέταρτο κεφάλαιο αναλύεται το περιεχόμενο του Συμφώνου Σταθερότητας για την ΝΑ Ευρώπη, και ο τρόπος λειτουργίας του, ενώ στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το συνολικό πλαίσιο περιφερειακής συνεργασίας και οργάνωσης στα Βαλκάνια, στο οποίο εντάχθηκε και το οποίο συμπλήρωσε το Σύμφωνο Σταθερότητας. Το έκτο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην καινοτομία του Συμφώνου Σταθερότητας ως νομικό μόρφωμα, με ανάλυση των χαρακτηριστικών του ως διεθνούς οργανισμού – τόσο ως προς τις νομικές του διαστάσεις, όσο και ως προς τον τρόπο λειτουργίας και δράσης του. Στα συμπεράσματα της διατριβής εξετάζεται η επίδραση του Συμφώνου Σταθερότητας για τη ΝΑ Ευρώπη τόσο στο επίπεδο της εσωτερικής ολοκλήρωσης (σε επίπεδο κράτους), όσο και στο περιφερειακό επίπεδο και στο επίπεδο της Ευρω-Ατλαντικής ολοκλήρωσης. Τέλος, αξιολογείται το έργο του Συμφώνου Σταθερότητας ως μια εμπειρία πάνω στην οποία η διεθνής κοινότητα μπορεί να χτίσει περαιτέρω, μέσω της συνεργασίας ήδη υπαρχόντων μηχανισμών ανάπτυξης (πχ δίκτυο ΟΗΕ και Παγκόσμια Τράπεζα), δημιουργώντας ένα μόνιμο διεθνή φορέα που θα προσεγγίζει θέματα σταθεροποίησης και αποτροπής κρίσεων στα πρότυπα της ολοκληρωμένης προσέγγισης της ανάπτυξης από το Σύμφωνο Σταθερότητας για τη ΝΑ Ευρώπη. 481 459 464 Computational improvements and efficient implementation of two path pivoting algorithms. Υπολογιστικές βελτιώσεις και αποτελεσματική υλοποίηση περιστροφικών αλγορίθμων δυο δρόμων. Linear Programming deals with the optimization (minimization or maximization) of an objective function under certain linear (equality or inequality) constraints. Great progress has been made in mathematical programming since the introduction of the simplex algorithm in 1947 by Dantzig. Researchers' interest turned to polynomial complexity algorithms in order to solve large-scale linear problems since the moment that the worst-case complexity of the simplex algorithm proved to be exponential. In the early 1990s, a new class of simplex type algorithms appeared in the international bibliography. The algorithms of this class are called exterior point or two-path algorithms. The first paper, in which an exterior point algorithm was presented, published in 1991 by Paparrizos. The primal exterior point algorithm has two main computational drawbacks: 1. It is difficult to construct "good moving directions". The two paths depend on the initial feasible direction and the initial feasible vertex. 2. There is no known way of moving into the interior of the feasible region. This movement achieves the search for computationally good directions. Forcing the exterior path of an exterior point algorithm to become a dual feasible simplex path results in an algorithm free of the above-mentioned computational drawbacks. In this thesis, a computational improvement of the primal dual two-path simplex algorithm proposed by Paparrizos is presented. More specifically, the new algorithm that was implemented moves in the interior of the feasible region and not in its' frontier. Moving to the interior of the feasible region results in an algorithm free of the stalling and cycling phenomena. Extensive computations studies were conducted in order to study the practical effectiveness of the algorithm. More specifically, three different computational studies were conducted. Presolve techniques, scaling techniques, tolerances and explicit inverse of the basis when needed were applied in order to solve large-scale linear problems. In the computational studies, the problems that were used are randomly generated sparse linear problems with a dual feasible initial basic solution, randomly generated sparse linear problems with an initial basic solution that is neither primal nor dual feasible and benchmark linear problems (www.netlib.org). The computational results for the new algorithm are encouraging. More specifically, in randomly generated sparse linear problems of size 1200x1200 with an initial basic solution that is neither primal nor dual feasible and density 2.5%, 5% and 10%, the new algorithm is 169, 126 and 128 times faster than the original simplex algorithm and 1.16, 1.10 and 1.15 times faster than the primal dual two-path simplex algorithm, respectively. This improvement is translated to CPU time as follows. The new algorithm is 108, 97 and 98 times faster than the original simplex algorithm and 1.14, 1.08 and 1.17 times faster than the primal dual two-path simplex algorithm, respectively. Ο Γραμμικός Προγραμματισμός ασχολείται με τη βελτιστοποίηση (ελαχιστοποίηση ή μεγιστοποίηση) μιας γραμμικής συνάρτησης κάτω από ορισμένους γραμμικούς (ισοτικούς ή ανισοτικούς) περιορισμούς. Από την ανακάλυψη του αλγορίθμου simplex, το 1947, από τον Dantzig μέχρι σήμερα έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος στην επιστήμη του Μαθηματικού Προγραμματισμού. Από τη στιγμή που αποδείχτηκε ότι η πολυπλοκότητα χειρότερης του αλγορίθμου simplex είναι εκθετική, το ενδιαφέρον των ερευνητών στράφηκε στη δημιουργία αλγορίθμων πολυωνυμικού χρόνου και στην επίλυση γραμμικών προβλημάτων μεγάλης κλίμακας. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 εμφανίστηκε μια νέα κλάση αλγορίθμων τύπου simplex στη διεθνή βιβλιογραφία. Οι αλγόριθμοι αυτής της κλάσης ονομάζονται αλγόριθμοι εξωτερικών σημείων ή αλγόριθμοι δύο δρόμων. Η πρώτη επιστημονική εργασία στην οποία παρουσιάζεται ένας αλγόριθμος εξωτερικών σημείων δημοσιεύτηκε το 1991 από τον Paparrizos. Ο πρωτεύων αλγόριθμος εξωτερικών σημείων έχει δύο μεγάλα υπολογιστικά μειονεκτήματα. Αυτά είναι: 1. Είναι δύσκολη η κατασκευή “καλών” κατευθύνσεων. Οι δύο δρόμοι εξαρτώνται από την αρχική εφικτή κατεύθυνση και από την αρχική εφικτή κορυφή. 2. Δεν υπάρχει γνωστός τρόπος μετακίνησης στο εσωτερικό της εφικτής περιοχής. Η μετακίνηση αυτή επιτυγχάνει την εύρεση υπολογιστικά “καλών αρχικών κατευθύνσεων”. Ένας τρόπος αποφυγής των προηγουμένων υπολογιστικών μειονεκτημάτων είναι η μετατροπή του εξωτερικού δρόμου του αλγορίθμου εξωτερικών σημείων σε έναν δυϊκά εφικτό δρόμο simplex. Στην διατριβή αυτή παρουσιάζεται μια υπολογιστική βελτίωση του συνοριακού πρωτεύοντος δυϊκού αλγορίθμου δύο δρόμων τύπου simplex που ανακαλύφθηκε από τον Paparrizos. Συγκεκριμένα, ο νέος αλγόριθμος που κατασκευάστηκε μετακινείται στο εσωτερικό της εφικτής περιοχής και δεν παραμένει στο σύνορο της. Η μετακίνηση στο εσωτερικό της εφικτής περιοχής έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή των φαινομένων της στασιμότητας (stalling) και της κύκλωσης (cycling). Για να προσδιοριστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του αλγορίθμου πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες υπολογιστικές μελέτες. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν τρεις διαφορετικές υπολογιστικές μελέτες. Για την επίλυση των γραμμικών προβλημάτων μεγάλης κλίμακας των υπολογιστικών μελετών εφαρμόστηκαν και χρησιμοποιήθηκαν τεχνικές όπως, προλυτικές διαδικασίες, τεχνικές κλιμάκωσης, ανοχές και όποτε χρειάζονταν υπολογισμός της αντίστροφης της βάσης από την αρχή. Οι υπολογιστικές μελέτες αναφέρονται σε τυχαία αραιά γραμμικά προβλήματα των οποίων η αρχική βασική λύση είναι δυϊκά εφικτή, σε τυχαία αραιά γραμμικά προβλήματα των οποίων η αρχική βασική λύση δεν είναι ούτε αρχικά ούτε δυϊκά εφικτή και σε μετροπρογράμματα (www.netlib.org). Τα υπολογιστικά αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά για τον νέο αλγόριθμο. Συγκεκριμένα, σε τυχαία αραιά γραμμικά προβλήματα των οποίων η αρχική βασική λύση δεν είναι ούτε αρχικά ούτε δυϊκά εφικτή διάστασης 1200x1200 και με πυκνότητες 2.5%, 5% και 10%, ο νέος αλγόριθμος είναι 169, 126 και 128 φορές ταχύτερος του κλασικού αλγορίθμου simplex και 1.16, 1.10 και 1.15 φορές ταχύτερος του πρωτεύοντος δυϊκού συνοριακού αλγορίθμου δύο δρόμων τύπου simplex. Η καλυτέρευση αυτή μεταφράζεται σε CPU χρόνο ως εξής. Ο νέος αλγόριθμος είναι 108, 97 και 98 φορές ταχύτερος του κλασικού αλγορίθμου simplex και 1.14, 1.08 και 1.17 φορές ταχύτερος του πρωτεύοντος δυϊκού συνοριακού αλγορίθμου δύο δρόμων τύπου simplex αντίστοιχα. 482 169 183 Child Labour in International Law. Issues. Solutions. Η παιδική εργασία στο διεθνές δίκαιο. Προβλήματα. Προοπτικές. The thesis reviews the international legal framework relating to child labor and its elimination. In this context, it examines the basic legal instruments of the Organization of the United Nations and the European Organizations, as well as the enforcement mechanisms of these instruments. It refers also to greek legal efforts to eliminate child labour and the existing level of legal protection. It emphasises that although there is a widely ratified international legal framework to address child labour, laws are effective only if they are applied and enforced, with incentives to ensure compliance and therefore it suggests solutions towards the elimination of child labour. Basically, the present thesis promotes the idea that concerted efforts are needed to effectively address child labour with multistakeholder participation and involving governments, international organizations, other partners, non-governmental organizations, employers’ and workers’ associations and other socioprofessional organizations, the private sector and communities. Fulfilling these proposals is of critical importance for development and a better life for million of children. Η διατριβή κάνει μια κριτική ανασκόπηση του διεθνούς νομικού πλαισίου αναφορικά με την παιδική εργασία και την εξάλειψή της. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζει τα βασικά νομικά κείμενα που υιοθετήθηκαν από τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών και τους Ευρωπαϊκούς Οργανισμούς, καθώς και τους μηχανισμούς εφαρμογής των κειμένων αυτών. Αναφέρεται, επίσης, στις νομικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της παιδικής εργασίας στην Ελλάδα και το επίπεδο προστασίας που υπάρχει σήμερα. Τέλος, τονίζει ότι παρόλο που υπάρχει διεθνές νομικό πλαίσιο ευρέως επικυρωμένο αναφορικά με την παιδική εργασία, οι νόμοι είναι αποτελεσματικοί μόνο εφόσον εφαρμόζονται και για το λόγο αυτό προτείνει συγκεκριμένες λύσεις για την εξάλειψη της παιδικής εργασίας. Βασικά, η διατριβή προωθεί την ιδέα ότι για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της παιδικής εργασίας χρειάζονται συντονισμένες προσπάθειες με τη συμμετοχή πολλών παραγόντων, των κυβερνήσεων, των διεθνών οργανισμών, των διαφόρων εταίρων, των μη κυβερνητικών οργανώσεων, των ενώσεων των εργοδοτών και των εργαζομένων και των άλλων κοινωνικοεπαγγελματικών οργανώσεων, του ιδιωτικού τομέα και άλλων κοινοτήτων. Η υλοποίηση αυτών των προτάσεων είναι κρίσιμης σημασίας για την ανάπτυξη και για μια καλύτερη ζωή για εκατομμύρια παιδιά. 483 166 144 The disclosure of information of social accounting. In this paper are referred some basic introductory points which concern the meaning of corporate social responsibility, the accounting social responsibility of team and usefulness of these data which are given out of this accounting sectim. It also presents the development of the corporate social responsibility of the corporations and the different aspects which are written about the creating of a measuring system and one representing information which concern the social consequences of the corporations actions. There are also examined annual reports which except of financial information include and other non financial one, which up to now do not consist a subject of legislative arrangement. The subject of this paper was to exanine, if the information which referred at the corporation actions, which have social consequences have usefulness indeed-which means that are taken under consideration during the decision making the revealed information seems to be the evaluated and a result of this information is useful for the decision making. Στην εργασία αναφέρονται ορισμένα βασικά εισαγωγικά σημεία που αφορούν την έννοια της κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων και της λογιστικής κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων, καθώς και η χρησιμότητα των πληροφοριών που περιέχονται απ’ αυτόν τον τομέα της λογιστικής. Επίσης παρουσιάζεται η εξέλιξη της επιχειρηματικής κοινωνικής ευθύνης των επιχειρήσεων και οι διάφορες απόψεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με τη δημιουργία συστήματος μέτρησης και παρουσίασης πληροφοριών που αφορούν τις κοινωνικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων. Ακόμη εξετάζονται ετήσιες εκθέσεις των επιχειρήσεων οι οποίες εκτός από τις οικονομικές πληροφορίες που μέχρι τώρα δεν αποτελούν αντικείμενο νομοθετικής ρύθμισης. Αντικείμενο της εργασίας αυτής ήταν να διερευνήσει, εάν οι πληροφορίες που αναφέρονται στις δραστηριότητες των επιχειρήσεων που έχουν κοινωνικές επιπτώσεις, έχουν πράγματι χρησιμότητα, δηλαδή λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη αποφάσεων. Οι αποκαλυπτόμενες πληροφορίες φαίνεται ότι αξιοποιούνται και όπως προέκυψε από την εργασία αυτή, οι πληροφορίες είναι χρήσιμες για τη λήψη αποφάσεων. 484 556 622 Προσωπικές και εργασιακές παράμετροι που επηρεάζουν την ετοιμότητα, την κινητοποίηση και την επάρκεια των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για περιθανάτια αγωγή Many researches suggest that the way in which children experience the death of a loved one is influenced by the support provided by the social environment. The management of the concept of death in school is one of the most thorny and sensitive issues facing the educational community. Therefore, it is important for teachers to sensitize students to issues of loss and grief so that they are adequately prepared before that happens in their lives, as well as to support a child facing a small or great loss in his/her life. In this context, this research project aims to investigate how personal and occupational factors affect readiness, mobilization and competence of Greek primary school teachers in the management of bereavement in school. The survey involved 638 primary school teachers, who filled out a questionnaire pertaining to: (1) demographic data (personal and professional), (2) religiosity (3) emotional intelligence 4) empathy 5) personal and professional death experiences 6) teachers’ perceptions regarding their overall educational role 7) teachers’ perceptions regarding their specific role in the management of mourning 7) perceived sources of difficulty in implementing a Death Education program and 8) their expectations regardig the positive or negative impact of the implementation of a Death Education program on students. The results showed that 3 out of 4 teachers state they are unprepared to manage issues of grief at school, an outcome that is in accordance with other greek and international studies on this topic. Results showed that readiness is positvely related to teachers’ correct information regarding children’s grief as well as their positive attitude to work with grief issues in their classroom. Teachers willingness to be personally involved in their students’ experience of loss and their expectation that an educational intervention regarding death and loss will have a positive impact on their students were also found to have a positive effect on teachers’ readiness. Other positive factors included teachers’ professional and personal experiences with grief, their ability to identify their feelings as well as their religiosity. In contrast, teachers’ readiness is negatively affected by getting emotionally overwhelmed by the pain experienced by another (personal distress), their avoidance regarding children’s grief and their proclivity to attribute difficulties in the implementation of a grief intervention program to personal factors. Teachers’ mobilization was based on their attitudes regarding management of children’s grief. Culturally based attitudes were found to be adopted by most teachers, however, they did not affect teachers’ positive or negative attitude to children’s grief. As expected, teachers’ positive attitude towards children’s grief increased their readiness to get involved in a program regarding loss and mourning, while a negative attitude decreased it. Teachers’ competence was based on their knowledge regarding children’s grief. According to the results of the study, teachers have both correct and prejudiced information regarding children’s grief reactions. In addition teachers’opinions are divided on emotionally loaded topics such as children’s participation in a funeral or informing preschool children on death issues. As expected, correct information regarding children’s grief increase teachers’ readiness. The results of the study underline the imperative need to promote grief sensitization programs for children at school. Teachers should be provided with correct information as well as experiential exercises in loss and grief to help them switch to a positive attitude towards getting personally involved in children’s grief and implementing a grief sensitization program in their classroom. Πολλές έρευνες δείχνουν ότι ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά βιώνουν το θάνατο ενός προσφιλούς τους προσώπου επηρεάζεται σημαντικά από τη στήριξη που τους παρέχει το κοινωνικό τους περιβάλλον. Η διαχείριση της έννοιας του θανάτου μέσα στη σχολική τάξη αποτελεί ένα από τα πιο ακανθώδη και ευαίσθητα θέματα που απασχολούν την εκπαιδευτική κοινότητα. Επομένως, είναι σημαντικό για έναν εκπαιδευτικό αφενός να ευαισθητοποιήσει τους μαθητές σε ζητήματα απώλειας και πένθους πριν συμβεί κάτι τέτοιο στη ζωή τους έτσι ώστε να είναι κατάλληλα προετοιμασμένα και αφετέρου να στηρίξει ένα παιδί που αντιμετωπίζει μια μικρή ή μεγάλη απώλεια στη ζωή του. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο προσωπικοί και εργασιακοί παράγοντες επηρεάζουν την ετοιμότητα, την κινητοποίηση και την επάρκεια των Ελλήνων εκπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στη διαχείριση του πένθους μέσα στο σχολείο. Στην έρευνα συμμετείχαν 638 εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι συμπλήρωσαν ένα ερωτηματολόγιο το οποίο εξέταζε: (1) δημογραφικά και εργασιακά στοιχεία, (2) τη θρησκευτικότητα (3) τη συναισθηματική νοημοσύνη 4) την ενσυναίσθηση 5) τις προσωπικές και εργασιακές εμπειρίες θανάτου στη ζωή τους 6) τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για το ρόλο τους γενικότερα 7) τις απόψεις τους για τον ειδικό τους ρόλο ως προς τη διαχείριση πένθους 8) τους παράγοντες δυσκολίας στην υλοποίηση ενός προγράμματος Περιθανάτιας αγωγής και 9) την εκτίμησή τους για τη θετική επίδραση της εφαρμογής ενός προγράμματος Περιθανάτιας αγωγής. Τα αποτελέσματα για την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών έδειξαν ότι 3 στους 4 εκπαιδευτικούς αισθάνονται ανέτοιμοι να διαχειριστούν το πένθος ενός παιδιού στο σχολείο, ένα εύρημα που συμφωνεί με τις υπόλοιπες ελληνικές και διεθνείς έρευνες σε αυτό το θέμα. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας η ετοιμότητα ενισχύεται από τις κατάλληλες γνώσεις και τη θετική στάση των εκπαιδευτικών απέναντι στο πένθος του παιδιού, όπως επίσης και από την τάση για προσωπική εμπλοκή των εκπαιδευτικών στην απώλεια ενός παιδιού και από την πεποίθησή τους ότι μια παρέμβαση για το πένθος στην τάξη θα είχε θετικό αντίκτυπο στους μαθητές. Θετικά, επίσης, επηρεάζουν την ετοιμότητα προσωπικοί παράγοντες όπως οι εργασιακές και σε μικρότερο βαθμό οι προσωπικές εμπειρίες πένθους, η ικανότητα εκτίμησης των συναισθημάτων και η θρησκευτικότητα. Η ετοιμότητα των εκπαιδευτικών επηρεάζεται αρνητικά και μειώνεται από την τάση να κατακλύζονται συναισθηματικά από τον πόνο του άλλου (ενσυναίσθητη ανησυχία), την τάση για αποσιώπηση του πένθους και την απόδοση των δυσκολιών υλοποίησης ενός προγράμματος σε εσωγενείς παράγοντες. Η κινητοποίηση των εκπαιδευτικών μετρήθηκε με βάση τις στάσεις τους απέναντι στο πένθος. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι πολιτισμικά αποδεκτές στάσεις όσον αφορά το πένθος είναι ευρέως διαδεδομένες στους εκπαιδευτικούς, εν τούτοις δεν καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται το πένθος των παιδιών. Όπως ήταν αναμενόμενο, η θετική στάση απέναντι στην εμπλοκή τους με το πένθος ενός παιδιού αυξάνει την ετοιμότητά τους να διαχειριστούν μια τέτοια απώλεια, ενώ η αρνητική τους στάση τη μειώνει. Η επάρκεια των εκπαιδευτικών μετρήθηκε με βάση τις γνώσεις τους σχετικά με το πένθος των παιδιών. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί χαρακτηρίζονται τόσο από κατάλληλες όσο και από προκατειλημμένες γνώσεις και ότι συναισθηματικά φορτισμένα θέματα όπως η συμμετοχή των παιδιών σε μια κηδεία ή η ενημέρωση των παιδιών προσχολικής ηλικίας για το θάνατο διχάζουν την εκπαιδευτική κοινότητα. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι κατάλληλες γνώσεις αυξάνουν την ετοιμότητα των εκπαιδευτικών για τη διαχείριση του πένθους. Τα συμπεράσματα της έρευνας υποδεικνύουν ότι είναι επιτακτική ανάγκη η δημιουργία προγραμμάτων ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των εκπαιδευτικών σε ζητήματα πένθους που μπορεί να προκύψουν στο σχολείο. Η παροχή κατάλληλων γνώσεων στους εκπαιδευτικούς και οι βιωματικές ασκήσεις σε ζητήματα απώλειας και πένθους θα συντελέσουν στη διαμόρφωση μιας περισσότερο θετικής στάσης απέναντι στην άμεση εμπλοκή τους στο πένθος των παιδιών και την υλοποίηση ενός προληπτικού προγράμματος Περιθανάτιας αγωγής. 485 400 372 Human - Computer Interaction and Knowledge transfer utilizing machine learning and sensorimotor techniques on multimodal signal: application domain: Byzantine Music Αλληλεπίδραση ανθρώπου-υπολογιστή για την μετάδοση γνώσης με αξιοποίηση μηχανικής μάθησης και αισθητηριοκινητικών τεχνικών σε πολυτροπικό σήμα: πεδίο εφαρμογής Βυζαντινή Μουσική In this dissertation, an innovative approach for the training of a new chanter (apprentice) through a continuous improvement process of interpretation in relation to the same interpretation of a teacher is presented. The proposed approach utilizes the multimodal – multimedia signal handling (sound and video) and the combined use of innovative appliances for human-computer interaction. Moreover, it includes the formation of a hymn-recognition system based on a collection which has developed from recordings of teachers and apprentices’ interpretations. For the purposes of the proposed approach, an innovative training methodology that utilizes machine learning techniques has been developed. More specifically, the methods used for system’s training are based on modeling of multimodal signal through the use of Hidden-Markov-Models (HMM) and Dynamic Time Wrapping (DTW) techniques. In this way, after the recognition of the apprentice’s interpretation in relation to the corresponding interpretation of the teacher, a comparison between the two hymns is performed based on the musical similarity of their tonality. The signals of the two hymns are temporarily fragmented based on their musical beat characteristic. In order to find the musical beat, suitable for human-computer interaction techniques of computer vision are implemented. Therefore, the perception of the movement of the teacher’s or the apprentice’s right hand leads to the extraction of the musical beat of their interpretation. The results of the two hymns comparison are exported as feedback from the system. In the context of this interaction, the new chanter is being informed about the correctness of his/hers interpretation in relation with the same interpretation of the teacher. The evaluation of the system based on the recognition of the hymns through the use of multimodal signal has been accomplished through a comparative study of related research works and has shown higher percentages of successful recognition of hymns. As far as it concerns the process of comparing two recognized hymns by using computer vision technologies, the positive results coming from the retroaction of the system, regarding the musical similarity of their tonality, confirm the efficient use of the training methodology in order the apprentice’s interpretation to be improved. The proposed training methodology belongs to the domain of human-computer interaction and is expected to contribute significantly in the preservation and spread of our cultural legacy and more specifically of the Byzantine Music (BM). Στην παρούσα διδακτορική διατριβή παρουσιάζεται μία πρωτότυπη προσέγγιση για την εκπαίδευση ενός νέου ψάλτη (μαθητή) μέσα από μια διαδικασία συνεχούς βελτίωσης της ερμηνείας του, σε σχέση με την αντίστοιχη ερμηνεία του δασκάλου. Η προτεινόμενη προσέγγιση περιλαμβάνει τη διαχείριση πολυτροπικού - πολυμεσικού σήματος (ήχου και βίντεο) και τη συνδυασμένη αξιοποίηση καινοτόμων συσκευών για την επικοινωνία ανθρώπου - υπολογιστή. Ακόμη, περιλαμβάνει τη διαμόρφωση ενός συστήματος αναγνώρισης ύμνων από μία συλλογή η οποία προήλθε από καταγραφές ερμηνειών των δασκάλων και των μαθητών. Για τους σκοπούς της προσέγγισης αυτής διαμορφώθηκε μια πρωτότυπη μεθοδολογία εκπαίδευσης με αξιοποίηση τεχνικών μηχανικής μάθησης. Πιο συγκεκριμένα, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την εκπαίδευση του συστήματος βασίζονται στη μοντελοποίηση του πολυτροπικού σήματος με χρήση των τεχνικών των Κρυφών Μαρκοβιανών Μοντέλων (ΗΜΜ) και της Δυναμικής Περιτύλιξης Χρόνου. (DTW). Έτσι, αφού αναγνωριστεί η ερμηνεία του μαθητή (ύμνος) σε σχέση με την αντίστοιχη του δασκάλου, επιχειρείται η σύγκριση των δύο ύμνων. Κατά τη διαδικασία της σύγκρισης εξετάζεται η μουσική ομοιότητα των δύο ύμνων ως προς την τονικότητα. Τα σήματα των δυο ύμνων τεμαχίζονται χρονικά βάσει του μουσικού χαρακτηριστικού τους beat. Για την εύρεση του μουσικού beat εφαρμόζονται κατάλληλες για την επικοινωνία ανθρώπου - υπολογιστή τεχνολογίες όρασης υπολογιστή. Έτσι, από την σύλληψη της κίνησης του δεξιού χεριού του δασκάλου ή του μαθητή εξάγεται το μουσικό beat της ερμηνείας του. Τα αποτελέσματα της σύγκρισης των δύο ύμνων εξάγονται ως ανάδραση του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτής της αλληλεπίδρασης, ο νέος ψάλτης πληροφορείται για την ορθότητα της ερμηνείας του σε σχέση με την αντίστοιχη ερμηνεία του δασκάλου. Η αξιολόγηση του συστήματος που βασίζεται στην αναγνώριση των ύμνων με χρήση πολυτροπικού σήματος έγινε μέσω συγκριτικής μελέτης σχετικών ερευνητικών εργασιών και έδειξε υψηλότερα ποσοστά επιτυχούς αναγνώρισης ύμνων. Όσον αφορά τη διαδικασία σύγκρισης δύο αναγνωρισθέντων ύμνων με χρήση τεχνολογιών όρασης υπολογιστή, τα θετικά αποτελέσματα από την ανάδραση του συστήματος ως προς την τονική ομοιότητα των ύμνων επιβεβαιώνουν την αποδοτική χρήση της μεθοδολογίας εκπαίδευσης για την βελτίωση της ερμηνείας του μαθητή. Η προτεινόμενη μεθοδολογία εκπαίδευσης κινείται στο ευρύτερο πεδίο της αλληλεπίδρασης ανθρώπου – υπολογιστή και αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην διάσωση και διάδοση της πολιτιστικής κληρονομιάς μας και συγκεκριμένα της Βυζαντινής Μουσικής (ΒΜ). 486 578 505 The contribution of tourism to the development of the eastern Macedonia and Thrace region (capacities, potential, strategic options, forecasting) Η συμβολή του τουρισμού στην ανάπτυξη της περιφέρειας ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (δυνατότητες, στρατηγικές επιλογές, προβλέψεις) The contribution of tourism to the economic wealth of the inhabitants of tourism destinations and the regional development, wherever it took place, is given (Holloway και Plant, 1988). After more than 60 years of intensive tourism activity in Greece, questions are arising: Under which conditions can a region develop to become a tourism destination? Which aspects of a region’s economic life are to a bigger or lesser extent affected by the tourism activity? Are any limits to be imposed on the tourism development? If yes, what kind of limits and for which reasons? What is a tourism “resource” and how can a region’s tourism resources be evaluated? The present study uses the geographical region deliminated by the administrative boundaries of the Eastern Macedonia and Thrace Region (REMT) as a canvas and attempts to give answers to the questions above, by proceeding in parallel to an extensive listing of economic and social data related to the region. Also, the tourist activity, the existing tourist infrastructure along with the tourist flows to the region, in terms of quantiy and quality are examined. A major contribution of this study, is the calculation of the carrying capacity limits of three regions in the REMT, namely Kavala city, Thassos island and Samothraki island, applying a specially developed model. This model is, in every specific case, incorporating variables that are inherent to the peculiarities and the general physiognomy of the tourism destination. The model also systematically determinates – considering the desired deviations – the limits of the region’s carrying capacity in relation to the tourism development’s volume and extent that is whether to be considered as the most appropriate for the case. Based on the above model, four pertinent hypotheses are initially formulated. Finally, only one of these is supported for each case indicating – through the compute carrying capacity values – the suggestion for te specific model of tourism development for each reagion to be adopted. Apart from this contribution to the authentic literature, along with the gathering of primary and secondary data, the study is of practical sugnificance to tourism marketers and planners (Irish Tourism Board, 1988). First, the study proceeds to a number of assessments of tourism resources for regions in the REMT, this assessment is one of the initial stages in the tourism planning. For the marketers the qualitative and quantitive values of those resources essentially indicate the type of markets that the final tourism product is to be addressed to. Secondly, the results of the carrying capacity calculation are consisting also an important element for the planning of the region based on the selection of the “most appropriate” tourist development scenario. The final answer will be the outcome of the dialogue between planners and the marketers which will foresee the prospects for the future course of a tourism product to the actual and potential tourism markets. Third, the study indicates specific categories of tourism development zones in the REMT. This categorization is the product of the application of the original valorization of concrete parameters that are easily to be applied with great success to other regions as well, even regions of different characteristics. This is consequently an important contribution to a planner’s duty. In addressing these theoretical and practical questions the study makes a reliable contribution to both the academic community, as well as to the practitioners in the field. Η συμβολή του τουρισμού στην ευμάρεια των κατοίκων τουριστικών προορισμών και η περιφερειακή ανάπτυξη, όπου και αν είχαμε τουριστική δραστηριότητα, είναι δεδομένη (Holloway και Plant, 1988). Μετά από περισσότερα από 60 χρόνια τουριστικής δραστηριότητας στην Ελλάδα, προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα όπως: Κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί μια περιοχή ν’ αναπτυχθεί τουριστικά; Ποιους τομείς της οικονομικής ζωής επηρεάζει λιγότερο ή περισσότερο ο τουρισμός; Θα έπρεπε να θέσουμε όρια στην τουριστική ανάπτυξη; Αν ναι, ποια θα έπρεπε να είναι αυτά και για ποιους λόγους; Τι πρέπει να θεωρηθεί τουριστικός «πόρος» και μπορούν οι τουριστικοί πόροι μιας περιοχής ν’ αξιοποιηθούν; Η παρούσα εργασία, χρησιμοποιεί σαν υπόβαθρο την γεωγραφική περιοχή εκείνη που ορίζεται από τα διοικητικά όρια της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (ΠΑΜΘ) και επιχειρεί να δώσει απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα προχωρώντας παράλληλα σε μία εκτεταμένη καταγραφή των οικονομικών δεδομένων της περιοχής, της σημερινής τουριστικής δραστηριότητας στην περιοχή, τις υφιστάμενες τουριστικές υποδομές, αλλά και τις τουριστικές ροές προς την περιοχή, ποσοτικά και ποιοτικά. Μια σημαντική συμβολή της διατριβής αυτής, είναι ο υπολογισμός της φέρουσας ικανότητας σε τρεις επιλεγμένες περιοχές της ΠΑΜΘ, στην Καβάλα, την Θάσο και την Σαμοθράκη, με την βοήθεια ενός μοντέλου. Το μοντέλο αυτό ενσωματώνει στην κάθε περίπτωση μεταβλητές που προσδιορίζουν στην ιδιαιτερότητα και την φυσιογνωμία του τουριστικού προορισμού και προσδιορίζει συστηματικά – με τις επιθυμητές αποκλίσεις – το όριο της φέρουσας ικανότητας της περιοχής για το μέγεθος και την επέκταση της τουριστικής ανάπτυξης που εκτιμάται ότι είναι η καταλληλότερη. Με βάση το προαναφερόμενο μοντέλο διατυπώνοντας για κάθε ξεχωριστό προορισμό τέσσερις υποθέσεις. Με τον αποκλεισμό τριών εξ’ αυτών, αποδεικνύεται ουσιαστικά από τις τιμές της φέρουσας ικανότητας, ο ενδεικνυόμενος τύπος τουριστικής ανάπτυξης για τον τουρισμό. Εκτός από την συμβολή της σε καθαρά ακαδημαϊκό επίπεδο, μέσω της καταγραφής δευτερογενών και πρωτογενών στοιχείων και της βιβλιογραφικής ανασκόπησης, η διατριβή έχει πρακτική αξία και σημασία για τους απασχολουμένους με τον τουρισμό, τόσο στο επίπεδο του μάρκετινγκ όσο και του Σχεδιασμού. Πρώτον, η διατριβή πραγματοποιεί μια σειρά αξιολόγησης τουριστικών πόρων που αποτελεί το αρχικό στάδιο στην διαδικασία του τουριστικού Σχεδιασμού (Irish Tourism Board, 1988). Για το μάρκετινγκ, η ποσοτική και ποιοτική αξία των πόρων αυτών προσδιορίζει ουσιαστικά τις αγορές στις οποίες, ο προορισμός οφείλει ν’ απευθυνθεί (Broadbent, 1989). Δεύτερον, τα αποτελέσματα του υπολογισμού της φέρουσας ικανότητας αποτελούν επισης βασικό συστατικό στοιχεία στον σχεδιασμό για την επιλογή καταλληλότερου σεναρίου τουριστικής ανάπτυξης, ποιο είναι όμως το «καταλληλότερο σενάριο»; Η τελική απάντηση θα προκύψει από τον διάλογο των σχεδιαστών τουριστικής ανάπτυξης με το μάρκετινγκ, που θα διακρίνει τια δυνατότητες προώθησης παρομοίων τουριστικών προϊόντων στην αγορά. Τρίτον, η διατριβή υποδεικνύει κατηγορίες ζωνών τουριστικής ανάπτυξης στην ΠΑΜΘ. Η καηγοριοποίηση αυτή προέκυψε από την εφαρμογή πρωτότυπης αξιολόγησης συγκεκριμένων παραμέτρων, που μπορεί με μεγάλη επιτυχία να χρησιμοποθεί και σε άλλες περιοχές – με διαφορετική έστω φυσιογνωμία – και αυτό, με σημαντικό όφελος στη διαδικασία του Σχεδιασμού. Συζητώντας τα θεωρητικά και πρακτικά αυτά θέματα, με εφαρμογή στην ΠΑΜΘ, η διατριβή αυτή συμβολή ουσιαστικά τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα, όσο και στους πρακτικούς εφαρμογείς του τουρισμού. 487 453 506 Corporate & equity valuation approaches: presentation of approaches and influential factors of value: how the approaches interact, why they are used for different purposes and hot to apply the valuation approaches via a weighting methodology Μέθοδοι αποτίμησης εταιριών: παρουσίαση των μεθόδων και των προσδιοριστικών παραγόντων εταιρικής αξίας: πώς οι μέθοδοι συνδυάζονται μεταξύ τους, γιατί χρησιμοποιούνται για διαφορετικούς σκοπούς και πώς εφαρμόζονται οι μέθοδοι αποτίμησης βάσει μιας μεθοδολογίας στάθμισης αυτών After the introduction of the CAPM model by Sharpe (1964), Lintner (1965), Treynor (1965) and Mossin (1966) independently, building on the earlier work of Markowitz (1952), the valuation of corporation has started to be founded and utilized broadly. Following the establishment of the corporate valuation theory many researchers have contributed to its further development while different methodologies have been introduced. Despite the development of many different valuation models throughout the years, the most commonly utilized by the corporate and academic community for the valuation of a company are the four major valuation approaches which are summarized to Present Values or Income Approach, Asset Values or Asset Based Approach, Multiples or Market Based Approach, and Options Based Valuation or Options Pricing. However, rarely the valuation of a firm is solely based on one of these approaches. Instead a weighting is performed among the output of each model in order to take into account the different valuation approaches and their influential factors of value. The respective weighting of the outputs which is commonly referred to as the weighted valuation is the most popular and most utilized process in the global business environment among valuation practitioners and financial analysts. When valuing a company, the estimator or financial analyst initially selects a range of valuation methodologies / approaches which at a later stage weights to extract the weighted valuation outcome with regard to the subject company. However so far there has not been defined a technique determining the precise weights of the selected valuation methodologies or approaches in order to derive the weighted corporate value. It can therefore be very useful to develop a selection and most importantly a weighting technique that determines in a more transparent manner the precise weights of the four major valuation approaches mentioned above and discussed in this thesis. Therefore, the purpose of the current PhD Thesis is to aggregate and present information with regard to the “background” and concept of the four major Corporate and Equity Valuation Approaches, and develop a methodology in order to weight the output of each model based on the influential factors of value, the interactions and the purpose of use of the approaches. In conclusion, the deeper understanding of the corporate and equity valuation approaches and their influential factors of value can be of great assistance to the valuator who needs not only to justify the selection of the most appropriate valuation approaches in any valuation case / assignment but also to determine the precise weighting of the valuation approaches selected. Μετά από την εμφάνιση του μοντέλου CAPM από τους Sharpe (1964), Lintner (1965), Treynor (1965) και Mossin (1966), αλλά ανεξάρτητα από τον καθένα, και σε συνέχεια του προηγούμενου ερευνητικού έργου του Markowitz (1952), η αποτίμηση των εταιριών άρχισε να εδραιώνεται και να χρησιμοποιείται σε ευρεία βάση στο πεδίο των εφαρμοσμένων οικονομικών. Από τη χρονική στιγμή που έλαβε χώρα η καθιέρωση της θεωρίας της αποτίμησης των εταιριών, πολλοί ερευνητές έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην περαιτέρω εξέλιξή της, ενώ ταυτόχρονα έχουν εισαχθεί προς εφαρμογή διαφορετικές μεθοδολογίες. Παρά την ανάπτυξη πολλών διαφορετικών μοντέλων αποτίμησης διαμέσου των ετών, οι πιο διαδεδομένες μέθοδοι που χρησιμοποιούνται τόσο από την ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και από τους επαγγελματίες της αγοράς για την αποτίμηση μιας εταιρίας είναι τέσσερεις και συνοψίζονται στις ακόλουθες: Present Values ή Income Approach, Asset Values ή Asset Based Approach, Multiples ή Market Based Approach, και Options Based Valuation ή Options Pricing. Ωστόσο στην πράξη, πολύ σπάνια η αποτίμηση μιας εταιρίας βασίζεται σε μία μόνο από τις ανωτέρω τέσσερεις μεθόδους. Αντίθετα λαμβάνει χώρα η στάθμιση του αποτελέσματος του καθενός μοντέλου αποτίμησης ώστε να ληφθούν υπόψη οι διαφορετικές μέθοδοι αποτίμησης καθώς και οι αντίστοιχοι προσδιοριστικοί παράγοντες της εταιρικής αξίας. Η στάθμιση των αποτελεσμάτων των επιλεγμένων διαφορετικών μεθόδων αποτίμησης αναφέρεται και είναι γνωστή ως σταθμισμένη αποτίμηση και αποτελεί την πιο διαδεδομένη και χρησιμοποιούμενη διαδικασία εταιρικής αποτίμησης στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον μεταξύ επαγγελματιών της αγοράς και χρηματοοικονομικών αναλυτών. Συνεπώς κατά τη διαδικασία αποτίμησης μιας εταιρίας, ο εκτιμητής ή αναλυτής επιλέγει μια ομάδα μεθόδων τις οποίες σε μεταγενέστερο στάδιο σταθμίζει ώστε να εξάγει τη σταθμισμένη αξία αναφορικά με την αποτιμώμενη εταιρία. Ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει καθορισθεί ή παρουσιασθεί μια τεχνική βάσει της οποίας προσδιορίζονται οι ακριβείς σταθμίσεις των επιλεγμένων μεθόδων αποτίμησης ώστε να εξαχθεί η σταθμισμένη εταιρική αξία. Συνεπώς θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να αναπτυχθεί μια μεθοδολογία ή μία τεχνική επιλογής και κυρίως στάθμισης των διαφορετικών μεθόδων αποτίμησης που θα προσδιόριζε με διαφάνεια και ακρίβεια τις επιμέρους σταθμίσεις των τεσσάρων κυριότερων μεθόδων αποτίμησης που αποτελούν το αντικείμενο παρουσίασης και συζήτησης στην παρούσα διδακτορική διατριβή. Στο πλαίσιο αυτό, ο σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η συγκέντρωση και η παρουσίαση στοιχείων και πληροφοριών αναφορικά με το υπόβαθρο και τη «λογική» ή το «σκοπό» των τεσσάρων κυριότερων μεθόδων αποτίμησης εταιρικής αξίας, καθώς και η ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας ή μιας τεχνικής στάθμισης αυτών βάσει των αντίστοιχων προσδιοριστικών παραγόντων εταιρικής αξίας, αλλά και με βάση τις αλληλεπιδράσεις των μεθόδων μεταξύ τους και το σκοπό της χρήσης της καθεμιάς εξ’ αυτών. Συμπερασματικά, η βαθύτερη κατανόηση των μεθόδων εταιρικής αποτίμησης και των αντίστοιχων προσδιοριστικών παραγόντων εταιρικής αξίας δύναται να καταστεί ιδιαίτερα χρήσιμη στον αναλυτή ή τον εκτιμητή εταιρικής αξίας, ο οποίος χρειάζεται όχι μόνο να τεκμηριώσει την επιλογή των κατάλληλων μεθόδων αποτίμησης για την καθεμιά περίπτωση εταιρίας, αλλά και να προσδιορίσει με ακρίβεια την στάθμιση της καθεμιάς από τις μεθόδους που επιλέχθηκαν για την εξαγωγή της εταιρικής αξίας. 488 140 138 Use of information technology in competitive strategy of Greek firms. Η χρησιμοποίηση της πληροφορικής στην ανταγωνιστική στρατηγική των Ελληνικών επιχειρήσεων. The research examines existing possibilities and future prospects for the strategic use of information technology (IT) in the creation and maintenance of competitive advantage by Greek business. Is modelled on the work of professor Porter which, as is well-known, is an important milestone in development of business strategy theories. More particularly, since the work have undertaken aim at the study and analysis of the “strategic use of IT” rather from the standpoint of strategy than from that of management information systems, we believe that Porter’s model (forces driving competition) offers the required theoretical framework within which to study the competitive possibilities of it. We hope that the results and proposals will help Greek business in their attempt to become more competitive, not only in the Greek market, but also internationally. Η διατριβή εξετάζει τις υφιστάμενες δυνατότητες και προοπτικές στρατηγικής χρησιμοποίησης της πληροφορικής για τη δημιουργία και διατήρηση ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων από τις Ελληνικές επιχειρήσεις. Εστιάζεται στο υπόδειγμα του καθηγητή Porter, το οποίο ως γνωστό αποτελεί σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη των θεωριών της επιχειρησιακής στρατηγικής. Συγκεκριμένα, επειδή η διατριβή αποσκοπεί στην ανάλυση και μελέτη του θέματος της «Στρατηγικής χρησιμοποίησης της πληροφορικής» από την πλευρά μάλλον της στρατηγικής παρά των πληροφοριακών συστημάτων (ΠΣ), για το λόγο αυτό πιστεύουμε ότι το υπόδειγμα του Porter (δυνάμεις που οδηγούν τον ανταγωνισμό) προσφέρει το απαιτούμενο θεωρητικό πλαίσιο για να ερευνηθούν οι ανταγωνιστικές δυνατότητες της πληροφορικής. Ελπίζουμε ότι τα αποτελέσματα και οι προτάσεις της διατριβής θα βοηθήσουν τις Ελληνικές επιχειρήσεις στην προσπάθεια τους να γίνουν πιο ανταγωνιστικές όχι μόνο στην εγχώρια, αλλά και στη διεθνή αγορά. 489 401 367 The impact of the notifications in the disclosure of the consolidated financial statements, during the transition from the Greek GAAP to the IFRS. Η επίδραση των γνωστοποιήσεων στην κατάρτιση των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων κατά την μετάβαση σπό το Ε.Λ.Π. στα Δ.Π.Χ.Α. The present thesis examines issues relating to the mandatory adoption of International Financial Reporting Standards (IFRS) by a large number of companies listed in the Athens Stock Exchange (ASE), during the year 2005. The sample consists of all the companies listed in the Greek Stock Exchange. Specifically, we examine the effect of the transition from the one accounting system (Greek GAAP) to another (IAS / IFRS), as a result of the differences arising during the preparation of the first financial statements in the year 2005. Thereafter, the present study investigates two different aspects of this important event. Firstly, it explores the immediate effect of the compulsory adoption of the IFRS in the financial statements due to the significant accounting differences in the pre-adoption period, using transition statements as determined by the IFRS 1 "First time adoption of International Financial Reporting Standards". Secondly, it explores the implications arising from the adoption of the IFRS and the consequences of them in the relative fair value of accounting numbers after the recording and settlement of intercompany transactions, which take place during the preparation of the consolidated financial statements of the group company, such as exchange of goods and exchange of assets (IAS 27, 28, 31 and IFRS 3). The research focuses purposely on the first year of the compulsory adoption of the IAS / IFRS (transition year), due to the independent study of these issues and the investigation of the linkage between these dimensions. Based on the analysis of all the above, we resulted in the following. Regarding the first level of research, it was reported a significant degree of influence on the financial statements after the adoption of the IAS / IFRS. During the second level of the analysis, it was reported a significant effect on the firms both book value and the net profits (earnings per share), with significant changes in the relative value of the accounting information between the periods 2003-2004 and 2005-2012. Based on the results of the above analysis, we conclude that the present study contributes to the literature and in the implementation of future policies by enforcement frameworks. Simultaneously, it proposes new areas for future research, on methods and ways of measuring accounting figures in relation to mandatory disclosures as required by IAS / IFRS. Η παρούσα διατριβή εξετάζει θέματα που αφορούν στην υποχρεωτική υιοθέτηση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης (ΔΠΧΠ) από το σύνολο των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.), κατά τα έτη 2003-2004 (προ-υιοθέτησης περίοδο) και 2005-2012 (μετά-υιοθέτησης περίοδο). Συγκεκριμένα, εξετάστηκε η επίδραση της μετάβασης από το ένα λογιστικό σύστημα (Ελληνικές Γενικές Παραδεκτές Λογιστικές Αρχές) στο άλλο (ΔΛΠ / ΔΠΧΠ), ως αποτέλεσμα των διαφορών που προέκυψαν κατά τη σύνταξη των πρώτων οικονομικών καταστάσεων το έτος 2005. Εν συνεχεία η παρούσα μελέτη ερευνά δύο διαφορετικές πτυχές του εν λόγω σημαντικού γεγονότος. Πρώτον, διερευνά τα άμεσα επακόλουθα από την αναγκαστική υιοθέτηση των ΔΠΧΠ στις οικονομικές καταστάσεις εξαιτίας των σημαντικών λογιστικών διαφοροποιήσεων στην προ-υιοθέτησης περίοδο, κάνοντας χρήση των μεταβατικών καταστάσεων όπως προσδιορίζεται από το ΔΠΧΠ 1 «Πρώτη υιοθέτηση των Διεθνών Προτύπων Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης». Δεύτερον, ερευνά τις επιπτώσεις που προκύπτουν λόγω της υιοθέτησης των ΔΙΙΧΠ και τα επακόλουθα αυτής στη σχετική δίκαιη αξία των λογιστυαόν αριθμών, μετά την καταγραφή και τον συμψηφισμό των ενδοεταιρικών συναλλαγών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα κατά τη διαδικασία κατάρτισης των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων των ομίλων, όπως μετακίνηση αγαθών και ανταλλαγή παγίων (Δ.Λ.Π. 27, 28, 31, και Δ.Π.Χ.Π. 3). Η έρευνα επικεντρώνεται σκοπίμως στο πρώτο έτος της αναγκαστικής υιοθέτησης των ΔΛΠ/ΔΠΧΓΙ λόγω της ανεξάρτητης μελέτης αυτών των ζητημάτων καθώς και της διερεύνησης το)ν δεσμών μεταξύ αυτών των διαστάσεων. Βασιζόμενοι στην ανάλυση όλων των παραπάνω προέκυψαν τα ακόλουθα. Αναφορικά με το πρώτο επίπεδο της έρευνας διαπιστώθηκε σημαντικός βαθμός επίδρασης στις οικονομικές καταστάσεις, μετά την υιοθέτηση των ΔΛΠ / ΔΠΧΠ. Κατά το δεύτερο επίπεδο της ανάλυσης διαπιστώθηκε σημαντική επίδραση τόσο στην λογιστική αξία των επιχειρήσεων όσο και στα καθαρά κέρδη (κέρδη ανά μετοχή), με σημαντικές μεταβολές στη σχετική αξία των λογιστικών πληροφοριών μεταξύ των δύο περιόδων εξέτασης 2003-2004 και 2005- 2012. Στηριζόμενοι στα αποτελέσματα τα οποία παρήχθησαν μέσω της παραπάνω ανάλυσης, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω διατριβή συνεισφέρει στη σχετική βιβλιογραφία και στην εφαρμογή μελλοντικών πολιτικών από τα όργανα επιβολής τα)ν πλαισίων. Ταυτόχρονα, προτείνει νέα πεδία μελλοντικής έρευνας, όσον αφορά τις μεθόδους και τους τρόπους επιμέτρησης λογιστικών μεγεθών σε συνάρτηση με τις υποχρεωτικές γνωστοποιήσεις όπως αυτές επιβάλλονται από τα ΔΛΠ / ΔΠΧΠ. 490 265 256 Ο ρόλος του αποτελεσματικού διευθυντή σχολικής μονάδας με βάση τις απόψεις των διευθυντών σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στον νομό Κιλκίς The content of this dissertation is concerned with the scientific branch of Administration of Education. Its main purpose is to investigate the perceptions of the Secondary school Principals on the role of the effective school Principal. The individual objectives of the research are specified under three research questions. Firstly, the study investigates the Principals’ views on effective school and their contribution to the effective function of the school unit, in theoretical level. Secondly, their actions are examined in practice and in line with the current institutional framework for the function of the school units, regarding their attempt to be effective. Finally, the Principal’s proposals for potential changes in their role were requested, in view of enhancing their effectiveness in case of an alternative legislative framework. To meet these objectives, qualitative research was conducted with semi - structured interviews in a sample of ten (10) Secondary school Principals in the prefecture of Kilkis. The research results revealed that the Principals are fully aware of their coordinating, organizational and pedagogical role, while, practically, they are mainly occupied with administrative issues. They favor a distributed perspective on school leadership, with limited contribution of parents, while they seemed to be willing to establish open communication between them, and both teachers and students. In addition, according to the research results, they claim that issues concerning the improvement of teaching and learning might not fall under their responsibility. In the end, a great percentage of those questioned were positive to the evaluation of teachers from the Principals themselves, and revealed a clear attitude in favor of a self – managing school. Η παρούσα εργασία εντάσσεται, όσον αφορά το αντικείμενό της, στον επιστημονικό κλάδο της Διοίκησης της Εκπαίδευσης. Βασικός σκοπός της είναι η διερεύνηση των αντιλήψεων των Διευθυντών σχολείων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σχετικά με τον ρόλο του αποτελεσματικού Διευθυντή σχολικής μονάδας. Οι επιμέρους στόχοι της έρευνας συγκεκριμενοποιήθηκαν μέσω των τριών ερευνητικών ερωτημάτων. Έτσι, αρχικά, ανιχνεύονται οι απόψεις των Διευθυντών για το αποτελεσματικό σχολείο και τη συμβολή τους σε αυτό σε δεοντολογικό επίπεδο. Στη συνέχεια, σε σχέση με τις ενέργειές τους στην πράξη, προκειμένου να είναι αποτελεσματικοί, σε συνάρτηση με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας των σχολικών μονάδων. Και τέλος, ζητήθηκαν οι προτάσεις τους για ενδεχόμενες αλλαγές στον ρόλο τους με γνώμονα την ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς τους, σε περίπτωση αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου. Για την ικανοποίηση των παραπάνω στόχων διεξήχθη ποιοτική έρευνα με ημιδομημένες συνεντεύξεις σε δείγμα δέκα (10) Διευθυντών/ντριών σχολικών μονάδων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του νομού Κιλκίς. Τα αποτελέσματα της έρευνας αποκάλυψαν πως οι Διευθυντές/ντριες αντιλαμβάνονται τον συντονιστικό, οργανωτικό και παιδαγωγικό ρόλο τους, ενώ στην πράξη λειτουργούν κυρίως ως διεκπεραιωτές διοικητικών θεμάτων. Τάσσονται υπέρ ενός συμμετοχικού μοντέλου ηγεσίας με περιορισμένη όμως τη συμμετοχή των γονέων, ενώ φάνηκε πως προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα κλίμα ανοιχτής επικοινωνίας με εκπαιδευτικούς και μαθητές. Θεωρούν πως δεν ανήκει στον ρόλο τους η ενασχόληση με θέματα που αφορούν τη βελτίωση της διδασκαλίας και μάθησης. Τέλος, αρκετοί ήταν θετικοί στην αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και από τους ίδιους τους Διευθυντές, ενώ διαφάνηκε ξεκάθαρη η τάση υπέρ ενός αυτοδιοικούμενου σχολείου. 491 214 240 Φιλικές σχέσεις και κοινωνική απομόνωση των ατόμων με νοητική αναπηρία και αυτισμό In this dissertation entitled "Friendly Relationships and Social Isolation of Persons with Intellectual Disability and Autism", we sought to explore aspects related to the establishment of friendly relationships in adults with intellectual disability and autism spectrum disorder. More specifically, the levels of loneliness experienced by people with intellectual disability and autism spectrum disruption, as well as their motivation to create friendly relationships, have been identified. At the level of the methodology, the quantitative research method was used in which the data collection tool was the questionnaire. Three questionnaires were used, the 'DeJong- Gierveld Loneliness Scale' questionnaire, the Friendship Quality Questionnaire (FQQ) questionnaire and the Friendship Motivation Scale for Children (FMSC) questionnaire. The research revealed how adults with intellectual disability and autism spectrum disorders perceived the establishment of friendly relationships while identifying the differences between the two groups. Given the fact that the establishment and maintenance of friendly relationships require a set of skills, research has shown that both people with intellectual disabilities and those in the autism spectrum have difficulties in social interaction, and difficulties appear to be more pronounced in adults with autism spectrum disorder. In conclusion, it is recognized that the design and implementation of programs aimed at the cultivation of social skills and the strengthening of friendly relations are particularly important. Στην παρούσα διπλωματική εργασία με τίτλο «Φιλικές σχέσεις και κοινωνική απομόνωση των ατόμων με νοητική αναπηρία και αυτισμό» επιδιώχθηκε η διερεύνηση πτυχών που σχετίζονται με τη σύναψη φιλικών σχέσεων σε ενήλικές με νοητική αναπηρία και διαταραχή αυτιστικού φάσματος. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν τα επίπεδα μοναξιάς που βιώνουν τα άτομα με νοητική αναπηρία και διαταραχή αυτιστικού φάσματος καθώς επίσης, τα κίνητρα που παρουσιάζουν για τη δημιουργία φιλικών σχέσεων. Σε επίπεδο μεθοδολογίας αξιοποιήθηκε η ποσοτική μέθοδος έρευνας κατά την οποία το εργαλείο συλλογής δεδομένων ήταν το ερωτηματολόγιο. Χρησιμοποιήθηκαν τρία ερωτηματολόγια, το ερωτηματολόγιο «DeJong- Gierveld Loneliness Scale», το ερωτηματολόγιο «Friendship Quality Questionnaire (FQQ)» και το ερωτηματολόγιο «Friendship Motivation Scale for Children (FMSC)». Μέσα από την έρευνα διαφάνηκε ο τρόπος με τον οποίο τα ενήλικα άτομα με νοητική αναπηρία και με διαταραχή αυτιστικού φάσματος αντιλαμβάνονται τη σύναψη φιλικών σχέσεων ενώ παράλληλα εντοπίστηκαν οι διαφοροποιήσεις που παρουσιάζουν οι δύο ομάδες. Με δεδομένο το γεγονός ότι η σύναψη και η διατήρηση φιλικών σχέσεων απαιτούν ένα σύνολο δεξιοτήτων, από την έρευνα προέκυψε ότι τόσο τα άτομα με νοητική αναπηρία όσο και τα άτομα που εντάσσονται στο φάσμα του αυτισμού παρουσιάζουν δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση, ενώ οι δυσκολίες φαίνεται να είναι πιο έντονες στις περιπτώσεις των ενηλίκων με διαταραχή αυτιστικού φάσματος. Εν κατακλείδι, αναγνωρίζεται ιδιαίτερα σημαντικός ο σχεδιασμός και η υλοποίηση προγραμμάτων τα οποία να αποβλέπουν στην καλλιέργεια κοινωνικών δεξιοτήτων και στην ενδυνάμωση της σύναψης φιλικών σχέσεων. 492 336 343 Parallel programming algorithms for linear programming problems Παράλληλος προγραμματισμός αλγορίθμων για προβλήματα γραμμικού προγραμματισμού The Simplex Method, the most popular method for solving Linear Programs (LPs), has two major variants. They are the revised method and the standard, or full tableau method. Today, virtually all serious implementations are of the revised method because it is more efficient for sparse LPs which are the most common. However, the full tableau method has advantages as well. First, the full tableau can be very effective for dense problems. Second, a full tableau method can easily and effectively be extended to a coarse grained distributed algorithm. While dense problems are uncommon in general, they occur frequently in some important applications such as digital filter design, text categorization, image processing and relaxations of scheduling problems. We implement two full tableau algorithms. The first, a serial implementation, is effective for small to moderately sized dense problems. The second, a simple extension of the first, is a distributed algorithm. We implement an algorithm which converts MPS format to LP format and we convert a subset of benchmark problems from NETLIB. We present an analysis of two well-known updating schemes for basis inverse: (i) The Product Form of the Inverse ( PFI ) and (ii) A Modification of the Product Form Inverse ( MPFI ) and incorporate it with EPSA. Computation results with a subset of benchmark problems from NETLIB indicate that the Modification of the Product Form of the Inverse is 1.60 times faster than the product form of the inverse in most problems. We implement the exterior point simplex. This algorithm seems to be more efficient than the classical primal simplex algorithm (PSA), employing Dantzig’s rule. Preliminary computational studies on randomly generated sparse linear programs support this belief. Although the computational effort required in each step of EPSA requires more time compared to an iteration step of PSA, the improvement of EPSA comes from the fact that it requires adequately less iterations than PSA. Moreover, as the problem size increases and the problem density decreases, EPSA gets relatively faster. Η μέθοδος Simplex, η δημοφιλέστερη μέθοδος για τα γραμμικά προγράμματα (LPs), έχει δύο σημαντικές παραλλαγές. Είναι η αναθεωρημένη μορφή η μορφή του πλήρους tableau ή πλήρους πίνακα. Σήμερα, ουσιαστικά όλες οι σημαντικές υλοποιήσεις χρησιμοποιούν την αναθεωρημένη μορφή επειδή είναι περισσότερο αποτελεσματική σε αραιά LPs που είναι τα πιο κοινά. Ωστόσο, η μέθοδος έχει επίσης πλεονεκτήματα. Κατ' αρχήν, ο πλήρης πίνακας μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικός για τα πυκνά προβλήματα. Δεύτερον, η μέθοδος του πλήρη πίνακα μπορεί εύκολα και αποτελεσματικά να επεκταθεί σε έναν κατανεμημένο αλγόριθμο. Ενώ τα πυκνά προβλήματα συναντιούνται σπάνια στην πράξη , εμφανίζονται συχνά σε μερικές σημαντικές εφαρμογές όπως στον ψηφιακό σχεδιασμό φίλτρων, την κατηγοριοποίηση κειμένων, την επεξεργασία εικόνας και την επίλυση προβλημάτων χρονοδρομολόγησης με τη μέθοδο των χαλαρώσεων των περιορισμών. Υλοποιούμε δύο αλγορίθμους πλήρους πίνακα. Ο πρώτος, μια σειριακή εφαρμογή, είναι αποτελεσματικός για μικρά και μεσαίου μεγέθους πυκνά προβλήματα. Ο δεύτερος, μια απλή επέκταση του πρώτου, είναι ένας κατανεμημένος αλγόριθμος. Εφαρμόζουμε έναν αλγόριθμο που μετατρέπει την MPS μορφή σε μορφή LP και μετατρέπουμε ένα υποσύνολο των προβλημάτων συγκριτικής μέτρησης επιδόσεων από το NETLIB. Παρουσιάζουμε μια ανάλυση δύο γνωστών σχημάτων ανάστροφης βάσης: (ι) Τη μορφή γινομένου της αντίστροφης (PFI) και (ιι) μια τροποποίηση της προηγούμενης μεθόδου (MPFI) και την ενσωματώνουμε με τον Αλγόριθμο Εξωτερικών Σημείων Τύπου Simplex (EPSA). Τα αποτελέσματα μιας υπολογιστικής μελέτης με ένα υποσύνολο των προβλημάτων συγκριτικής μέτρησης επιδόσεων από τη βιβλιοθήκη NETLIB δείχνουν ότι η μέθοδος (MPFI) είναι 1,60 φορές γρηγορότερα από τη μέθοδο (PFI) στα περισσότερα προβλήματα. Εφαρμόζουμε τον αλγόριθμο simplex εξωτερικών σημείων. Αυτός ο αλγόριθμος φαίνεται να είναι αποδοτικότερος από τον κλασσικό πρωτεύοντα αλγόριθμο simplex (PSA), που υιοθετεί τον κανόνα Dantzig. Οι προκαταρκτικές υπολογιστικές μελέτες για τα τυχαία παραγόμενα αραιά γραμμικά προγράμματα υποστηρίζουν αυτήν την πεποίθηση. Αν και η υπολογιστική προσπάθεια που απαιτείται σε κάθε επανάληψη του EPSA απαιτεί περισσότερο χρόνο απ`ότι μια επανάληψη του PSA, η βελτίωση EPSA προέρχεται από το γεγονός ότι απαιτεί επαρκώς λιγότερες επαναλήψεις από τον PSA. Επιπλέον, καθώς το μέγεθος του προβλήματος αυξάνεται και οι μειώσεις πυκνότητας προβλήματος, ελαττώνεται ο EPSA γίνεται σχετικά γρηγορότερα. 493 303 291 Macroeconomic and sectoral effects of an energy tax in Greece Μακροοικονομικές και κλαδικές επιπτώσεις ενός ενεργειακού φόρου στην Ελλάδα The problem of climate change has occupied environmental economists to a large extent over the last decade. Among various economic and legal instruments that have been proposed for dealing with or mitigating the phenomenon, the imposition of energy taxation is of particular interest. Energy taxes are considered as a cost-effective instrument for reducing greenhouse gas emissions. Nonetheless, there are only few countries that proceeded to their implementation, due to the possible negative effects that may arise from their imposition. In this dissertation, the macroeconomic and sectoral effects, accruing from the imposition of an energy tax in Greece, are examined. For this purpose, an input-output model of the Greek economy has been developed, whose structure is based on the environmental input-output tables of the Greek economy. In the model, the imposition of an energy tax is being examined under eight different scenarios, whose differentiation is due to either the different – depending on the case - level of the energy tax or the exemption of branches or energy inputs from energy taxation. The empirical results show that the effects on the economic variables are mostly positive. Some of the empirical results are summarized in the following: It has been proved that, the level of prices rises, while the imposition of a progressive tax generates greater variations in the economic variables, compared to the case of a constant tax imposition. In addition, the implementation of energy taxation exemptions in various mild forms of energy induces minimal changes in variables. At last, the exemption of branches with high-energy consumption from the imposition of an energy tax causes a smaller shock for the Greek economy related to the case of the low-energy consumption branches exemption or the case of a common energy tax imposition in all branches. Το πρόβληµα της κλιµατικής αλλαγής απασχόλησε τους οικονοµολόγους του περιβάλλοντος σε µεγάλο βαθµό κατά την τελευταία δεκαετία περίπου. Ανάµεσα στα διάφορα οικονοµικά και νοµικά εργαλεία που προτάθηκαν για την αντιµετώπιση ή το µετριασµό του φαινοµένου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιβολή της ενεργειακής φορολογίας. Οι ενεργειακοί φόροι θεωρούνται ως ένα οικονοµικά αποτελεσµατικό εργαλείο για τη µείωση των εκποµπών αερίων του θερµοκηπίου. Παρόλα αυτά, ελάχιστες είναι οι χώρες που προχώρησαν στην εφαρµογή τους, λόγω των πιθανών αρνητικών επιπτώσεων που µπορεί να προκύψουν από την επιβολή τους. Στην παρούσα διατριβή εξετάζονται οι µακροοικονοµικές και κλαδικές επιπτώσεις που απορρέουν από την επιβολή ενός ενεργειακού φόρου στην Ελλάδα. Για το σκοπό αυτό, αναπτύσσεται ένα υπόδειγµα εισροών-εκροών της ελληνικής οικονοµίας, η δοµή του οποίου βασίζεται στους περιβαλλοντικούς πίνακες εισροών-εκροών της ελληνικής οικονοµίας. Στο υπόδειγµα εξετάζεται η επιβολή ενός ενεργειακού φόρου κάτω από οκτώ διαφορετικά σενάρια, των οποίων η διαφοροποίηση έγκειται είτε στο διαφορετικό ύψος του ενεργειακού φόρου, είτε στην κατά περίπτωση εξαίρεση κλάδων ή ενεργειακών εισροών από την ενεργειακή φορολογία. Τα εµπειρικά αποτελέσµατα δείχνουν ότι οι επιπτώσεις πάνω στις αξίες των οικονοµικών µεταβλητών είναι ως επί τω πλείστων θετικές. Ορισµένα από τα εµπειρικά αποτελέσµατα συνοψίζονται στα εξής: Αποδεικνύεται ότι, το επίπεδο των τιµών αυξάνεται, ενώ η επιβολή ενός προοδευτικού φόρου προκαλεί µεγαλύτερες µεταβολές στις οικονοµικές µεταβλητές, σε σύγκριση µε την περίπτωση επιβολής ενός σταθερού φόρου. Ακόµη, η εφαρµογή εξαιρέσεων από την ενεργειακή φορολογία διαφόρων ήπιων µορφών ενέργειας προκαλεί ελάχιστες µεταβολές στις µεταβλητές. Τέλος, η εξαίρεση των κλάδων µε υψηλή ενεργειακή κατανάλωση από την επιβολή του ενεργειακού φόρου προκαλεί µικρότερο σοκ στην ελληνική οικονοµία σε σχέση µε την περίπτωση εξαίρεσης των κλάδων µε χαµηλή ενεργειακή κατανάλωση ή στην περίπτωση που ο ενεργειακός φόρος είναι κοινός για όλους τους κλάδους. 494 115 147 Το τηλεπικοινωνιακό πρότυπο Gigabit Home Networking (G.hn) και η εφαρμογή του στην Ελλάδα. The telecommunications field in Greece is characterized as too competitive with telecommunications providers in conflict for domination in a waning market due to the economic crisis. The solution to this problem is coming to give the telecommunications standard G.hn, which is spearheading the telecommunication technology and offers incomparable advantages over current networking technology. The implementation of any of the providers will offer a comparative advantage over the others, as the services offered will be much better than the competition. This model cannot be applied to all providers as the cost of upgrading is quite large, so it is considered necessary to analyze the ability of providers to extend their infrastructure and the current telecommunications market. Το τηλεπικοινωνιακό πεδίο στην Ελλάδα χαρακτηρίζετε ως υπερβολικά ανταγωνιστικό με τους τηλεπικοινωνιακούς παρόχους να αλληλοσυγκρούονται για την επικράτησή τους σε μία ολοένα και μικρότερη αγορά εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Την λύση σε αυτό το πρόβλημα έρχετε να δώσει το τηλεπικοινωνιακό πρότυπο G.hn, το οποίο αποτελεί την αιχμή του δόρατος στην τεχνολογία των τηλεπικοινωνιών και προσφέρει ασύγκριτα πλεονεκτήματα σε σχέση με την παρούσα τεχνολογία δικτύωσης. Η εφαρμογή του από κάποιον από τους παρόχους θα του προσφέρει το συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους υπόλοιπους, καθώς οι υπηρεσίες που θα προσφέρει θα είναι πολύ καλύτερες σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Το πρότυπο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοσθεί από όλους τους παρόχους καθώς το κόστος αναβάθμισης είναι αρκετά μεγάλο, οπότε κρίνετε αναγκαία η ανάλυση της δυνατότητας επέκτασης των υποδομών των παρόχων, καθώς και η σημερινή αγορά τηλεπικοινωνιών. 495 195 170 New technologies in incorporate education This thesis aims to examine the problem that actually faces the enterprises concerning the development of procedures for the continuous improvement of knowledge and skills for their employees with a flexible and effective way which is designed upon the needs of the users and the enterprises. A model for the design of effective "Virtual Learning Environments" is proposed. This model is developed on the characteristics and needs of the groups of potential users which are involved in incorporate training activities and the procedures that occurred in the context of the "virtual classroom". The proposed model supports the publication of courseware material in any electronic form and in a dynamic way. It supports modern pedagogic methods for adults in asychronous mode. The model is open and it can be connected with any other solution of knowledge management. The pilot application of the model and its evaluation proved that the aims of the model could be implemented. This model offers to the enterprises a functional, flexible and dynamic educational environment for incorporate training activities, adapted to their characteristics in the context of an integrated solution of knowledge management with an accepted cost. Σκοπός της διατριβής είναι να εξετάσει το ζήτημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι επιχειρήσεις σχετικά με την ανάπτυξη διαδικασιών συνεχούς αναβάθμισης των προσόντων του ανθρώπινου δυναμικού τους με ευέλικτο και αποτελεσματικό τρόπο που να είναι σχεδιασμένος με βάση τις ανάγκες των χρηστών και της επιχείρησης. Προτείνεται ένα μοντέλο σχεδιασμού αποτελεσματικών "Εικονικών Μαθησιακών Περιβαλλόντων" το οποίο αναπτύσσεται με βάση τα χαρακτηριστικά των ομάδων χρηστών που εμπλέκονται σε διαδικασίες ενδοεπιχειρησιακής εκπαίδευσης καθώς και των διεργασιών που συμβαίνουν στα πλαίσια της "Εικονικής Τάξης". Το προτεινόμενο μοντέλο υποστηρίζει την δημοσίευση εκπαιδευτικού υλικού σε κάθε μορφή με δυναμικό τρόπο, καθώς και την εφαρμογή σύγχρονων παιδαγωγικών μεθόδων για εκπαίδευση ενηλίκων σε ασύγχρονη μορφή. Είναι ανοικτό και μπορεί να συνδεθεί με εφαρμογή διαχείρισης της γνώσης των επιχειρήσεων. Η πιλοτική εφαρμογή και η αξιολόγησή της απέδειξε ότι οι στόχοι που τέθηκαν μπορούν να υλοποιηθούν και να προσφέρουν στις επιχειρήσεις ένα λειτουργικό, ευέλικτο και δυναμικό μοντέλο για να υλοποιήσουν πολιτικές ενδοεπιχειρησιακής εκπαίδευσης που να είναι προσαρμοσμένες στα χαρακτηριστικά τους και στα πλαίσια ολοκληρωμένων εφαρμογών διαχείρισης της γνώσης, με αποδεκτό κόστος. 496 336 319 Academic research and innovation strategy based on information systems. Η στρατηγική της Ακαδημαϊκής έρευνας και καινοτομίας με την υποστήριξη πληροφοριακών συστημάτων. The dissertation aims at the creation of an information system based on a system of indicators measuring academic research activity, in order to support academic strategy for research and innovation. The selection of the topic was based on the finding that Greek universities face strong pressures, both from their internal and their external environment, for strategic management. More specifically, academic research and innovation strategy, supported by an appropriate information system was chosen as a necessary precondition for covering the luck of availability and organization of the information needed for the formation, supervision and evaluation of a strategy. In addition, the exploitation of an information system that would support academic research and innovation strategy allows for comparative evaluation of universities in a reliable way, and enhances the perspective of connecting academic with the equivalent national and European systems aiming at a more efficient design of national and European research and innovation policy. The dissertation concludes with the finding that the information system and the measurement of indicators outline in depth the internal environment of research and innovation with a more objective way, confirming primary assumptions. The speed and viability of measurements is directly related to the use of the information system. Thus, the possibility of understanding the operational characteristics and procedures of research activity - an important factor for innovation - was designated. It regards the systemic way of performing innovation. Possible examples constitute the measurement of characteristics such as interdisciplinary, networking and internationalization of research, as well as the illustration of the dynamics of research areas, with the use of multiple interrelations among different categories of data such as research funds, scientific areas and research teams. Furthermore, the determination of the operational procedures and their incorporation on a model that supports academic research and innovation strategy constituted the foundation for the development of an information subsystem of business intelligence for the support of academic research and innovation strategy as part of an integrated research operation information system. Αντικείμενο της διατριβής αποτελεί η δημιουργία ενός πληροφοριακού συστήματος βασισμένου σε σύστημα δεικτών μέτρησης της ακαδημαϊκής ερευνητικής δραστηριότητας με σκοπό την υποστήριξη της στρατηγικής έρευνας-καινοτομίας του πανεπιστημίου. Η επιλογή του θέματος προήλθε από τη διαπίστωση της επείγουσας ανάγκης των ελληνικών πανεπιστημίων να ανταποκριθούν στις πιέσεις του εξωτερικού και εσωτερικού τους περιβάλλοντος για στρατηγική διοίκηση. Ειδικότερα, η υποστήριξη της στρατηγικής έρευνας-καινοτομίας από ένα κατάλληλο πληροφοριακά σύστημα επιλέχθηκε ως η αναγκαία προϋπόθεση για την κάλυψη του ελλείμματος διάθεσης και οργάνωσης της απαιτούμενης πληροφορίας για τη διαμόρφωση, παρακολούθηση και αξιολόγηση στρατηγικής. Επιπλέον η αξιοποίηση ενός πληροφοριακού συστήματος υποστήριξης της στρατηγικής έρευνας-καινοτομίας στα πανεπιστήμια επιτρέπει την συγκριτική τους αξιολόγηση με έναν αξιόπιστο τρόπο και την προοπτική διασύνδεσης των πανεπιστημιακών συστημάτων με τα εθνικά και τα ευρωπαϊκά ομόλογα συστήματα με σκοπό τον αποτελεσματικότερο σχεδιασμό της εθνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής έρευνας-καινοτομίας. Η διατριβή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το προτεινόμενο πληροφοριακό σύστημα μέσω της μέτρησης των δεικτών απέδωσε αποτελέσματα, επιβεβαιώνοντας τις αρχικές υποθέσεις, τα οποία σκιαγραφούν λεπτομερώς το εσωτερικό περιβάλλον έρευνας - καινοτομίας με έναν αντικειμενικό τρόπο. Η ταχύτητα και η αξιοπιστία των μετρήσεων οφείλονται στη χρήση του πληροφοριακού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό, αναδείχθηκε η δυνατότητα κατανόησης των λεπτομερών λειτουργικών χαρακτηριστικών και διαδικασιών της ερευνητικής δραστηριότητας, οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στο μηχανισμό παραγωγής καινοτομίας. Πρόκειται για την αποτύπωση του συστημικού τρόπου λειτουργίας της καινοτομίας. Παραδείγματα στο σημείο αυτό αποτελούν η μέτρηση χαρακτηριστικών όπως η διεπιστημονικότητα, η δικτύωση και η διεθνοποίηση της έρευνας καθώς και η απεικόνιση της δυναμικής των ερευνητικών περιοχών με πολλαπλούς συσχετισμούς μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών δεδομένων όπως ερευνητικών χρηματοδοτήσεων, επιστημονικών αντικειμένων και ερευνητικών ομάδων. Περεταίρω ο καθορισμός των επιχειρησιακών διαδικασιών και η δόμηση τους σε ένα μοντέλο υποστήριξης της ακαδημαϊκής στρατηγικής έρευνας καινοτομίας αποτέλεσε την βάση για την ανάπτυξη ενός πληροφοριακού υποσυστήματος επιχειρηματικής ευφυΐας για την υποστήριξη της στρατηγικής έρευνας-καινοτομίας του πανεπιστημίου ως μέρος του ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος διαχείρισης έρευνας. 497 173 171 Working on what works : using solution focused brief therapy in the classroom setting to support students facing emotional and behavioral problems ; a classroom management intervention on students attending special secondary school Δουλεύοντας πάνω σε αυτό που λειτουργεί : ένα πρόγραμμα παρέμβασης στη διαχείριση της τάξης, βασισμένο στη βραχεία θεραπεία εστιασμένη στη λύση, για την υποστήριξη μαθητών με συναισθηματικές και συμπεριφορικές δυσκολίες στο ειδικό γυμνάσιο. Students facing Emotional and Behavioral Difficulties (EBD) often display negative and inappropriate behaviors in the classroom which lead into disciplinary problems difficult for the teacher to manage. «Working on What Works» (WOWW) approach is a classroom management intervention which is based upon Solution Focused Brief Therapy (SFBT). The program was implemented in two classes of a special secondary school over ten sessions. The aim of the intervention was to improve behaviors and relationships within a class environment in which students facing EBD are also placed. The quantitative results demonstrated an improvement in the class ratings for the goals set by students themselves as well as in the teacher’s ratings for the class goals set by the teacher. Observation of pupils and teacher and the qualitative analysis of their aspects illustrated a positive change to behavior and relationships within the class. Οι μαθητές που αντιμετωπίζουν Συναισθηματικές και Συμπεριφορικές Δυσκολίες (ΣΣΔ) συχνά εκδηλώνουν στην τάξη αρνητικές και ακατάλληλες συμπεριφορές, που οδηγούν σε προβλήματα πειθαρχίας, δύσκολα στη διαχείρισή τους από τους εκπαιδευτικούς. Το πρόγραμμα παρέμβασης «Δουλεύοντας πάνω σε Αυτό που Λειτουργεί» είναι ένα πρόγραμμα για τη διαχείριση της τάξης, το οποίο βασίζεται στη Βραχεία Θεραπεία Εστιασμένη στη Λύση. Εφαρμόστηκε σε δύο τάξεις του Ειδικού Γυμνασίου, σε δέκα συνεδρίες. Στόχος της παρέμβασης ήταν η βελτίωση της συμπεριφοράς και των σχέσεων μέσα στο περιβάλλον της τάξης, όπου φοιτούν και μαθητές με ΣΣΔ. Στα ποσοτικά αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάζεται βελτίωση ως προς την επίτευξη των στόχων που τέθηκαν τόσο από τους μαθητές όσο και από την εκπαιδευτικό της τάξης. Η παρατήρηση των μαθητών και εκπαιδευτικών και η ποιοτική ανάλυση των απόψεών τους αποτυπώνουν μια θετική αλλαγή στη συμπεριφορά και τις σχέσεις μέσα στην τάξη. 498 135 148 Η αλληλεπίδραση κατά τη διδασκαλία των γαλλικών ως ξένης γλώσσας σε έφηβους Έλληνες: ανάλυση τάξεων με ή χωρίς τις νέες τεχνολογίες. The present research concerns the field of the didactic of foreign languages and more specifically of French as a foreign language. The research bases on the study of interactions in French class with or without the New Technologies during the progress of various didactic activities proposed in the methods of French as foreign language, inspired by teachers, or carried out by the means of New Technologies. The data were collected with the aid of recordings carried out in Greek institutions of secondary education and of the information taken from the teachers and learners’ answers to the supplied questionnaires. We look to find out not only how the interaction functions in the class of French as foreign language but also to emphasize the differences between the two types of course, with or without the New Technologies Η παρούσα έρευνα εντάσσεται στον κλάδο της διδακτικής των ξένων γλωσσών και ειδικότερα των Γαλλικών. Στόχος της έρευνας είναι η μελέτη της αλληλεπίδρασης κατά τη διάρκεια διδασκαλιών των Γαλλικών που αναπτύσσονται σε περιβάλλοντα όπου χρησιμοποιούνται (ή αντίστοιχα: δεν χρησιμοποιούνται) οι Νέες Τεχνολογίες. Στη διάρκεια της έρευνας έχουν συλλεχθεί δεδομένα με ηχογραφήσεις σε δημόσια σχολεία στη Ελλάδα -κυρίως στο πλαίσιο διάφορων διδακτικών ασκήσεων, είτε προτεινόμενων στις μεθόδους των Γαλλικών, εμπνευσμένες από τους καθηγητές, είτε όχι, με πρόσθετη χρήση Νέων Τεχνολογιών- και πληροφορίες από ερωτηματολόγια που συμπλήρωσαν οι καθηγητές και οι μαθητές. Η μελέτη έχει στόχο να δείξει όχι μόνο τον τρόπο που η αλληλεπίδραση λειτουργεί μέσα στη τάξη των Γαλλικών, αλλά και τις διαφορές ανάμεσα στους δυο τύπους των διδασκαλιών, με ή χωρίς την υποστήριξη των Νέων Τεχνολογιών. 499 407 408 IT project management methodologies: the agile methods and their use in public sector IT projects Μεθοδολογίες διαχείρισης έργων πληροφορικής: ευέλικτες (agile) μεθοδολογίες και η χρήση τους σε δημόσια έργα πληροφορικής It is widely accepted that a number of problems, difficulties and challenges arise in the management of IT projects. Only few projects are completed on-time and within the limits of the initially estimated budget, while most of them exceed greatly the initial financial estimations made during the planning phase. In the majority of cases of completed projects the functionality as well as the users' requirements are not fully met according to the objectives set at the beginning. Only recently, in the early 21st century, alternative project management approaches emerged, known as Agile Methods, which were presented by their supporters as a viable solution to the constant problems related to the IT project management. The Agile Methods introduce a very different, slightly revolutionary and certainly unconventional approach compare to the existing practices. They regard the human factor (both the customer and the programmers), as the primary and most important one. More specifically, the Agile Methods advocate for iterative development (small versions of the software with rapid development cycles), customer collaboration (customer in fact participates in all phases of software implementation) and adaptability (last minute changes are allowed). Though the Agile Methods are widely accepted and their benefits are highly evident, there are several bibliographical references supporting that their adoption is not suitable in every project type. According to their critics, the agile methods are not suitable for a number of projects such as those where security is the primary goal or those that are large and complex with large in size development teams and require the involvement of numerous stakeholders and subcontractors. Taking into consideration the above literature debate and at the same time acknowledging that a great number of important and large public and EU co-financed IT projects are being implemented in Greece the last ten years, this Thesis endeavors to investigate the prospective of proposing an agile framework for the management if IT projects in the public sector. These projects are usually complex and incorporate development teams that are large in size, while they have numerous and different stakeholders. They are also characterized by the need for constant control, up-front design, strict contracts and heavy documentation. This framework will build on the benefits deriving from the application of the agile methods while combining them with a number of practices that are necessary for the type, size and complexity of these projects. Είναι ευρύτατα αποδεδειγμένο ότι, κατά την ανάπτυξη και διαχείριση των έργων πληροφορικής παρουσιάζονται μια σειρά από προβλήματα και δυσκολίες. Στην πράξη, σε διεθνές επίπεδο ελάχιστα έργα υλοποιούνται μέσα στον προκαθορισμένο χρόνο και προϋπολογισμό, ενώ τα περισσότερα, τελικά, υπερβαίνουν κατά πολύ το προβλεπόμενο αρχικό κόστος. Από τα έργα που ολοκληρώνονται, στην πλειοψηφία τους περιλαμβάνεται μέρος μόνο της αρχικά σχεδιαζόμενης λειτουργικότητας και των απαιτήσεων των χρηστών. Μόλις στις αρχές του 21ου αιώνα, μια ομάδα μεθοδολογιών, γνωστές ως «ευέλικτες» (Agile Methods) έκαναν την εμφάνιση τους, με τους υποστηρικτές τους να διατείνονται ότι μπορούν να αποτελέσουν τη λύση στη διαχείριση των έργων πληροφορικής. Οι «ευέλικτες» μεθοδολογίες προτείνουν μια τελείως διαφορετική, ελαφρώς «επαναστατική» και αντισυμβατική σε σχέση με τη συνηθισμένη πρακτική, προσέγγιση, όπου ο ανθρώπινος παράγοντας (τόσο ο χρήστης - πελάτης όσο και τα μέλη της ομάδας ανάπτυξης) τοποθετείται σε πρώτο και σημαντικότερο επίπεδο. Ειδικότερα, η προσέγγιση τους περιλαμβάνει, επαναληπτική ανάπτυξη (μικρές εκδόσεις του λογισμικού με ταχύτατους κύκλους ανάπτυξης), απόλυτη συνεργασία με τον πελάτη (ο οποίος στην ουσία συμμετέχει στην υλοποίηση του έργου), προσαρμοστικότητα (δυνατότητα να γίνονται αλλαγές μέχρι την τελευταία στιγμή της υλοποίησης). Παρά την ραγδαία υιοθέτηση τους και τα αποδεδειγμένα οφέλη από την χρήση τους, στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι οι υπάρχουσες ευέλικτες μεθοδολογίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αποδοτικά σε κάθε είδους έργο. Σύμφωνα με την άποψη πολλών επικριτών των ευέλικτων μεθοδολογιών, έργα στα οποία η ασφάλεια είναι ο πρωταρχικός στόχος, καθώς και έργα πολύ μεγάλα και εξαιρετικά πολύπλοκα, με πολυπληθείς ομάδες ανάπτυξης και εμπλοκή πολλών εταιριών / υπεργολάβων, συνθέτουν ένα περιβάλλον ακατάλληλο για την χρησιμοποίηση των συγκεκριμένων μεθοδολογιών. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω, αλλά και το γεγονός ότι στην ελληνική πραγματικότητα την τελευταία 10ετία, υλοποιούνται μια σειρά από σημαντικά και μεγάλα δημόσια και συγχρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έργα πληροφορικής, η παρούσα διδακτορική εργασία έχει σαν στόχο να διερευνήσει κατά πόσο είναι εφικτή η δημιουργία ενός ευέλικτου πλαισίου διαχείρισης έργων πληροφορικής για δημόσια έργα πληροφορικής, έργα τα οποία είναι συνήθως πολύπλοκα, με πολυπληθείς ομάδες ανάπτυξης, πολλούς ανομοιογενείς εμπλεκόμενους / ενδιαφερόμενους (stakeholders), με αυξημένες ανάγκες για συνεχή έλεγχο και που χαρακτηρίζονται από την απαίτηση για εκ των προτέρων σχεδιασμό, πιστή εφαρμογή συμβολαίων, αναλυτική τεκμηρίωση, και συνεπώς παντελή έλλειψη ευελιξίας. Ενός πλαισίου που θα βασίζεται σε μία λογική συνδυασμού πολλών εκ των πλεονεκτημάτων που προσφέρουν οι agile μεθοδολογίες με ταυτόχρονη όμως τήρηση κάποιων απαραίτητων απαρέγκλιτων διαδικασιών που απαιτεί το είδος, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των έργων αυτών. 500 123 143 H μουσικοθεραπεία στην τρίτη ηλικία: Alzheimer's μελέτη περίπτωσης Alzheimer's disease (AD) is a neurodegenerative disease, which gradually destroys the brain and affects people who are older than 65 years of age. Music Therapy benefits people who have AD and their caregivers. In order to find out what are those benefits, it was conducted a case study. A 90 years old lady, with severe AD (late stage) and her daughter, took part in 20 Music Therapy sessions. Results showed that their quality of life improved. Moreover, the client with AD became more communicative, her mobility improved and there were signs of benefits in her cognitive ability. Though the results were encouraging, they can't be generalized due to the design of the study (case study). More research is necessary in a larger population. Η νόσος Alzheimer (NA) αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ασθένειες της εποχής μας. Πρόκειται για μια νευροεκφυλιστική ασθένεια του εγκεφάλου που τον καταστρέφει σταδιακά κι εμφανίζεται, συνήθως, σε ηλικίες άνω των 65 ετών. Η μουσικοθεραπεία φαίνεται να επιφέρει οφέλη τόσο στους ασθενείς με ΝΑ, όσο και στους περιθάλποντές τους. Για να διερευνηθούν αυτά τα οφέλη, μία 90χρονη κυρία με ΝΑ και η κόρη της συμμετείχαν σε 20 συνεδρίες μουσικοθεραπείας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι βελτιώθηκε συνολικά η ποιότητα ζωής τόσο της ασθενούς, όσο και της κόρης της, που είναι και η φροντιστής της. Επιπλέον αυξήθηκε η επικοινωνιακή ικανότητα της ασθενούς, η κινητικότητά της και φάνηκε να έχει και οφέλη στη νοητική της ικανότητα. Τα συμπεράσματα, όμως, δε μπορούν να γενικευθούν, καθώς χρειάζεται περαιτέρω έρευνα σε μεγαλύτερο πληθυσμό. Επιπλέον τομείς για έρευνα προτείνονται στο τέλος της εργασίας. 501 198 229 Η σχέση μεταξύ του σχολικού οργανωσιακού κλίματος, των στάσεων των εκπαιδευτικών και της επίδοσής τους. Οι απόψεις των εκπαιδευτικών Δ.Ε. των ν. Θεσσαλονίκης και Λάρισας. In the last fifty-year period, educational organizations’ climate has attracted many researchers’ interest worldwide. The vast majority of theoretical and empirical bibliography is referred to the relationship between school climate and several variables such as school effectiveness and students’ academic achievement. Therefore, the purpose of this study is to investigate the relationship between school organizational climate with teachers’ attitudes (namely job burnout, job satisfaction, organizational and professional commitment) and their performance in high and vocational schools of Thessaloniki and Larissa Counties. The research is quantitative and collected via a questionnaire designed especially for this purpose. The working variables came from the exploratory and confirmatory factor analysis of research data. In addition to descriptive statistics, correlation analysis, test of homogeneity of variances and regression analysis have also been conducted. Research results showed that statistically significant correlations exist between research variables. However, the correlation coefficients between teacher performance and school organization climate or teachers’ attitudes are very low. Furthermore, the various regression models that conducted to predict teacher performance had very low goodness of fit coefficients. Besides, some individual and organizational features have statistical significant effects upon research variables, but the effect size of the demographical variables is extremely low. Την τελευταία πεντηκονταετία το κλίμα των εκπαιδευτικών οργανισμών προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών παγκοσμίως. Μεγάλο μέρος της θεωρητικής και εμπειρικής βιβλιογραφίας αναφέρεται στη σχέση του σχολικού κλίματος με διάφορες μεταβλητές, όπως η σχολική αποτελεσματικότητα και η ακαδημαϊκή επιτυχία των μαθητών. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει τη σχέση ανάμεσα στο σχολικό οργανωσιακό κλίμα, τις στάσεις των εκπαιδευτικών (επαγγελματική εξουθένωση, επαγγελματική ικανοποίηση, οργανωσιακή και επαγγελματική δέσμευση) και την επίδοσή τους στα δημόσια Γυμνάσια, ΓΕ.Λ. και ΕΠΑ.Λ. των νομών Θεσσαλονίκης και Λάρισας. Η έρευνα είναι ποσοτική και διενεργήθηκε βάσει ερωτηματολογίου που συντάχθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό. Οι μεταβλητές που χρησιμοποιήθηκαν στην εργασία προέκυψαν από τη διερευνητική και επιβεβαιωτική παραγοντική ανάλυση των δεδομένων της έρευνας. Εφαρμόστηκαν επίσης περιγραφική στατιστική, ανάλυση συσχέτισης, έλεγχος ομοιογένειας ανεξάρτητων δειγμάτων και ανάλυση παλινδρόμησης. Από τα αποτελέσματα των αναλύσεων προέκυψαν σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στις μεταβλητές της έρευνας. Ωστόσο, οι συντελεστές συσχέτισης ανάμεσα στην επίδοση των εκπαιδευτικών και στο σχολικό οργανωσιακό κλίμα ή τις στάσεις των εκπαιδευτικών είναι πολύ χαμηλοί. Επιπρόσθετα, τα διάφορα μοντέλα παλινδρόμησης που δοκιμάστηκαν για την πρόβλεψη της επίδοσης των εκπαιδευτικών είχαν πολύ χαμηλό συντελεστή προσδιορισμού. Επίσης παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές επιδράσεις κάποιων ατομικών και οργανωσιακών χαρακτηριστικών στις μεταβλητές της έρευνας, αλλά ο βαθμός επίδρασης των δημογραφικών μεταβλητών είναι εξαιρετικά χαμηλός. 502 190 208 Στρατηγικές και επιχειρησιακές διαστάσεις της συνεργασίας ΕΕ-ΝΑΤΟ μετά τη Βαρσοβία In the modern and ever-changing security environment, where the boundaries between peace, crisis and war are becoming blurred, the establishment and strengthening of mutual cooperation between EU and NATO, is considered urgent as ever. Dominant concern is how the two organizations can progress cooperatively against threats and issues today, without being hampered by political and other obstacles. Despite the potential, there is a great number of challenges expected. The purpose of this study is to present the strategic and operational dimensions of EU-NATO cooperation after Warsaw. In order to achieve this goal, it is imperative for political and military instruments at levels of implementation be classified, according to their range of capabilities and allied pursuits. Concerning all the above, political, diplomatic, legal and even institutional means, are examined at the strategic level in order to develop a common policy of the two organizations, while services, organisms, mechanisms, procedures and cooperation schedules interact at the operational level, in order for this policy to be translated into practice. The analysis is limited to the above, as the study of the regular level (on the field) goes beyond the determined goal, as well. Στο σύγχρονο και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ασφαλείας, όπου τα όρια μεταξύ της ειρήνης, της κρίσης και του πολέμου γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτα, η εγκαθίδρυση και ενίσχυση της αμοιβαίας συνεργασίας μεταξύ ΕΕ και ΝΑΤΟ, θεωρείται επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε. Κυρίαρχο ζήτημα, είναι πώς μπορούν οι δυο οργανισμοί να προχωρήσουν συντονισμένα και συνεργατικά εναντίον των απειλών και των ζητημάτων του σήμερα, χωρίς να παρεμποδίζονται από πολιτικά και άλλα εμπόδια. Παρά την τρέχουσα δυναμική, υφίσταται αλλά και αναμένεται σημαντικός αριθμός προκλήσεων. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει τις στρατηγικές και επιχειρησιακές διαστάσεις της συνεργασίας ΕΕ - ΝΑΤΟ μετά τη Βαρσοβία. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, επιβάλλεται η ταξινόμηση των πολιτικών και στρατιωτικών μέσων, σε επίπεδα εφαρμογής, ανάλογα με το εύρος δυνατοτήτων τους και τις εκάστοτε συμμαχικές επιδιώξεις. Στο πλαίσιο αυτό, πολιτικά – διπλωματικά - νομικά ακόμα και θεσμικά μέσα, εξετάζονται στο στρατηγικό επίπεδο και με στόχο τη χάραξη κοινής πολιτικής των 2 οργανισμών, ενώ Υπηρεσίες - οργανισμοί - μηχανισμοί - διαδικασίες και πλαίσια συνεργασίας αλληλεπιδρούν στο επιχειρησιακό επίπεδο, προκειμένου να μετουσιωθεί η πολιτική αυτή στην πράξη. Η ανάλυση περιορίζεται στα ανωτέρω, καθώς η μελέτη και του τακτικού επιπέδου (επί του πεδίου), εκφεύγει της έκτασης και του επιδιωκόμενου σκοπού. 503 240 244 Modern staffing methods in health organizations in Greece Σύγχρονες μέθοδοι στελέχωσης προσωπικού σε οργανισμούς υγείας στην Ελλάδα Problem statement The purpose of our research was to verify whether an efficient planning and programming of human resources concerning the recruitment process, involving a well-structured job analysis and job description and modern recruitment methods and procedures, leads to the attraction of qualified, experienced and capable candidates and also to the recruitment and retention of employees who make the most of their high skills and abilities, retaining their engagement to the organization. Indication of methodology The research was carried out with the use of a structured questionnaire, distributed to 107 Public Health employees in five Thessaloniki Hospitals and a Health School in Aristotle University of Thessaloniki. It was completed by medical, administrative, nursing, paramedical, technical and support staff. The statistical program SPSS v. 25 was used to process and analyze the five hypotheses (Ho) and their alternatives (Ha). Main findings Research has indicated that proper job analysis contributes to employee involvement in job organization and their commitment to it. There is also a high likelihood of attracting experienced employees. It is worth pointing out that, they do not feel adequately responsible for their jobs, even at an older age, probably because the work outsourced is not adequately appreciated. An important finding was the fact that, although employees stated that innovative methods should be followed during the recruitment process, our analysis showed that they did not want them to be applied to themselves. Αντικειμενικός σκοπός της έρευνας Σκοπός της έρευνάς μας ήταν να διαπιστώσουμε εάν μία σωστά δομημένη διαδικασία πρόσληψης, η οποία προϋποθέτει την ανάλυση και περιγραφή της θέσεως εργασίας (job analysis – job description) και περιλαμβάνει την χρήση σύγχρονων μεθόδων και διαδικασιών για την προσέλκυση έμπειρων και ικανών στελεχών, αποτελεί εχέγγυο για την πρόσληψη και διατήρηση σε έναν οργανισμό εργαζομένων, οι οποίοι αποδίδουν τα μέγιστα χάρη στις υψηλές τους δεξιότητες και ικανότητες, με αποτελεσματικό τρόπο και αποκτώντας δέσμευση έναντι του οργανισμού. Μεθοδολογία Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με δομημένο ερωτηματολόγιο που διανεμήθηκε σε 107 εργαζόμενους στον Τομέα της Δημόσιας Υγείας, σε πέντε Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και μία Σχολή Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ). Συμπληρώθηκε από ιατρικό, διοικητικό, νοσηλευτικό, παραϊατρικό, τεχνικό και βοηθητικό προσωπικό. Η επεξεργασία και ανάλυση των πέντε ερευνητικών υποθέσεων (Ηο) και των αντίστοιχων εναλλακτικών τους (Ηa) πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πρόγραμμα SPSS v. 25. Κύρια ευρήματα Η έρευνα κατέδειξε ότι η ορθή ανάλυση της θέσεως εργασίας συνεισφέρει στην συμμετοχή του εργαζομένου στην οργάνωση της εργασίας και στην δέσμευσή του. Επίσης, υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες προσέλκυσης έμπειρων στελεχών, τα οποία εξελίσσονται ικανοποιητικά, όμως ακόμα και τότε, δεν αισθάνονται αυξημένη υπευθυνότητα, ακόμα και σε μεγαλύτερη ηλικία, πιθανόν επειδή το αποδιδόμενο έργο δεν εκτιμάται ανάλογα. Σημαντικό εύρημα αποτέλεσε το γεγονός ότι, αν και οι εργαζόμενοι δηλώνουν ότι κατά την διαδικασία της πρόσληψης θα πρέπει να ακολουθώνται καινοτόμες μέθοδοι, η ανάλυση κατέδειξε ότι επιθυμούν την εφαρμογή τους, αλλά όχι στους ίδιους. 504 150 167 Η προσαρμοστική συμπεριφορά παιδιών και εφήβων με αυτισμό. This current study examined adaptive behavior of 55 children and adolescents with autism, using Vineland Adaptive Behavior Scales Second edition - Teacher Rating Form. Significant deficits were found in adaptive behavior composite of participants, especially in communication skills domain. Both children and adolescents exhibited low level of adaptive behavior: age was not found to be a significant factor of influence. Adaptive behavior was differentiated between verbal and nonverbal participants. Strong positive correlations were found between speech, speech functioning, adaptive behavior composite, adaptive behavior domains and subdomains. Education form has also been found to be an important influence factor. Participants attending general schools had clearly enhanced skills in all domains, particularly in communication domain. Finally, the importance of utilizing adaptive behavior outcomes in education was highlighted, as they provide a reliable and realistic description of individual’s skills and needs and they contribute in organizing and evaluating individualized and targeted intervention programs. Η παρούσα ερευνητική εργασία μελέτησε την προσαρμοστική συμπεριφορά 55 παιδιών και εφήβων με αυτισμό, με την χρήση της Φόρμας αξιολόγησης εκπαιδευτικού της Κλίμακας Προσαρμοστικής Συμπεριφοράς της Vineland – ΙΙ. Διαπιστώθηκαν σημαντικά ελλείματα στην προσαρμοστική συμπεριφορά των συμμετεχόντων, ειδικά στον τομέα δεξιοτήτων επικοινωνίας. Το επίπεδο προσαρμοστικής συμπεριφοράς των παιδιών και των εφήβων ήταν εξίσου χαμηλό, καθώς η ηλικία δεν βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά τα αποτελέσματα. Η προσαρμοστική συμπεριφορά διαφοροποιούνταν στα άτομα με λόγο και στα άτομα χωρίς λόγο. Εμφανίστηκαν ισχυρές θετικές συσχετίσεις μεταξύ λόγου, προσαρμοστικής συμπεριφοράς, τομέων και όλων των υποτομέων δεξιοτήτων. Η μορφή εκπαίδευσης βρέθηκε επίσης να είναι ένας σημαντικός παράγοντας επιρροής. Οι συμμετέχοντες που φοιτούσαν σε γενικά σχολεία είχαν σαφώς ενισχυμένες δεξιότητες σε όλους τους τομείς, ιδίως στις δεξιότητες επικοινωνίας. Τέλος, καταγράφηκε η σπουδαιότητα της αξιοποίησης των αποτελεσμάτων της προσαρμοστικής στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς παρέχουν μία αξιόπιστη και ρεαλιστική απεικόνιση των δεξιοτήτων και των αναγκών του ατόμου και συμβάλλουν στην οργάνωση και στην αξιολόγηση στοχευμένων εξατομικευμένων προγραμμάτων παρέμβασης. 505 765 746 Bilateral relations between Greece and FYROM: the emergence of the prevailing international relations theory through the evaluation and delimitation of the impact of economic interactions between the two countries. Οι διμερείς σχέσεις Ελλάδας- ΠΓΔΜ: η ανάδειξη της επικρατούσας θεωρίας διεθνών σχέσεων μέσα από την αξιολόγηση και οριοθέτηση του αντίκτυπου των οικονομικών διαδράσεων μεταξύ των δύο χωρών. The doctoral research probes the bilateral economic relations between Greece and FYROM and the way they have affected the bilateral political issue. Issues are analyzed inter alia on how they have influenced the international behavior of the two countries and the policy they have advocated. It establishes the theoretical background (alternative proposals) concerning the role of economic relations and international economic structures in shaping transnational relations. It further analyzes the role of economic diplomacy andthat of the FDI in shaping transnational relations and foreign policy exercises. It also examines how they engage in issues related to the conventional field of high politics, the realization of political aspirations and the pursuit of what the writer defines as " development diplomacy ". By itself, the approach, assessment criteria, methodology, and reading of results at the end of the dissertation is a scientific innovation and it contributes to the production of knowledge. The research highly contributes to the analysis of the effects of "negative economic measures" that are analyzed using Hufbauer & Schott's theoretical model. Foreign Direct Investments (hereinafter FDI) is analyzed as power parameters through a theoretical framework of producing desirable results and serving the national interest. Power theory is evaluated on the basis of the current nature of transnational relations and the different ways of analyzing the concept of national interest. Special mention is made of the relationship between FDI, the conditions of economic interdependence and conflict. This close examination constitutes an essential scientific contribution by the author at the level of analysis and evaluation parameters. In this study, economic tools such as the FDI theory and how they operate from multilevel economic activities that are involved in shaping the framework of conflict-cooperation between states are also used. The research also considers a set of economic and technical factors that determine the results of bilateral relations, having the FDI as a reference point. Moreover, the theoretical framework of the analysis of the concept of conflict is thoroughly examined by being linked to the way FDI is associated with transnational conflicts. This element renders the doctoral dissertation unique, at least in the way that it approaches the issue. Another distinctive feature of the dissertation is the interconnection between issues of economic interdependence (e.g., commercial interdependence, monetary interdependence, capital interdependence) and FDI, in the field of confrontation of conflict conditions using models (including empirical types of models), research tools and evaluation of their results. Emphasis is given on the bilateral level, regarding the relations between Greece and FYROM. The national interest is a catalytic determinant in defining the international behavior of the states. Another point of reference is the concept of security and threats as these are involved in issues of states’ survival in a competitive environment. The aforementioned issues are analyzed through an accompanying framework of comparative analysis of theories of international relations. Through the process of describing and analyzing the relations and structures of bilateral relations, the author concludes in a framework of evaluation of Greece-FYROM’s bilateral relations by using criteria. Heproceeds to assess the data in two axes, an economic and a political one, respectively. The second, as the author points out, refers to the ramifications on the bilateral relations. Indeed, he identifies four elements of assessment such as conflict, inertia, progress and consolidation. His assessment provides an insight into the bilateral relations as they formed under the weight of the FDI within a defined timeframe (1991-1994, 1995-1998, 1999-2002, 2003-2006). In this context, for the first timespecific options are evaluated; a "grid of events” as determined by the research, whilst the author uses an innovative, pioneering assessment scale. The said evaluation is carried out in a chronological order, highlighting the apparent or underlying elements ofchanging bilateral relations. The research as well as the evaluation framework, apart from recording the progressof the bilateral relations and the analysis of the elements that affect them, suggest a continuous and abidinganalysis of the data of the states. This is done to clarify the degree of interaction and influence of bilateral relations through trade and economic cooperation, two fields that are not quantified as far as they could for the benefit of future students and researchers of international relations. This process can deliver not only numerical results in combination with a detailed record of historical events, but also highlight the actual hierarchy of economic and political terms in the process of strategic placements in bilateral relations by the respective parties involved. Η διδακτορική έρευνα διερευνά τις διμερείς οικονομικές σχέσεις Ελλάδας – ΠΓΔΜ και τον τρόπο με τον οποίο αυτές επηρέασαν το διμερές πολιτικό ζήτημα. Τα ζητήματα αναλύονται με κριτήριο, μεταξύ άλλων, τον τρόπο με τον οποίο επηρέασαν τη διεθνή συμπεριφορά των δύο χωρών και την πολιτική που εξέφρασαν. Τίθεται το θεωρητικό υπόβαθρο (εναλλακτικές προτάσεις) που αφορά το ρόλο των οικονομικών σχέσεων και διεθνών οικονομικών δομών στη διαμόρφωση των διακρατικών σχέσεων. Επίσης αναλύεται ο ρόλος της οικονομικής διπλωματίας και ειδικότερα των ΞΑΕ στη διαμόρφωση διακρατικών σχέσεων και άσκησης εξωτερικής πολιτικής καθώς και ο τρόπος με τον οποίο εμπλέκονται σε ζητήματα που αφορούν το συμβατικό πεδίο της υψηλής πολιτικής, υλοποίησης πολιτικών επιδιώξεων και άσκησης αυτού που ο συγγραφέας προσδιορίζει ως "αναπτυξιακή διπλωματία". Από μόνη της η προσέγγιση, τα κριτήρια αξιολόγησης, η μεθοδολογία και η ανάγνωση των αποτελεσμάτων που γίνεται στο τέλος της διατριβής αποτελεί μια επιστημονική καινοτομία και συμβάλλει στην παραγωγή γνώσης. Σημαντική είναι η συνεισφορά στην ανάλυση των επιπτώσεων άσκησης "αρνητικών οικονομικών μέτρων" τα οποία αναλύονται μέσα από τη χρήση του θεωρητικού μοντέλου των Hufbauer & Schott. Οι Ξένες Άμεσες Επενδύσεις (εφεξής ΞΑΕ) αναλύονται ως παράμετροι ισχύος μέσα από ένα θεωρητικό πλαίσιο παραγωγής επιθυμητών αποτελεσμάτων και εξυπηρέτησης του εθνικού συμφέροντος. Η θεωρία περί ισχύος αξιολογείται με βάση το σημερινό χαρακτήρα των διακρατικών σχέσεων και των διαφορετικών τρόπων ανάλυσης της έννοιας του εθνικού συμφέροντος. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη σχέση ανάμεσα στις ΞΑΕ, τις συνθήκες οικονομικής αλληλεξάρτησης και της σύγκρουσης μία ανάλυση η οποία αποτελεί ουσιαστική επιστημονική συνεισφορά του συγγραφέα σε επίπεδο ανάλυσης και παραμέτρων αξιολόγησης. Στα πλαίσια αυτής ανάλυσης χρησιμοποιούνται και οικονομικού χαρακτήρα οικονομικά εργαλεία όπως η θεωρία ΞΑΕ και τον τρόπο που αυτές λειτουργούν με αφετηρία πολυεπίπεδες οικονομικές δραστηριότητες οι οποίες εμπλέκονται στη διαμόρφωση του πλαισίου σύγκρουσης – συνεργασίας μεταξύ κρατών. Στην έρευνα αναλύεται επίσης μια σειρά από οικονομικοτεχνικούς παράγοντες που προσδιορίζουν τα αποτελέσματα των διμερών σχέσεων με σημείο αναφοράς τις ΞΑΕ καθώς και το θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης της έννοιας της σύγκρουσης συνδέοντας το με τον τρόπο που οι ΞΑΕ συνδέονται με τις διακρατικές συγκρούσεις, στοιχείο που προσδίδει στη διδακτορική του διατριβή το κριτήριο της μοναδικότητας, τουλάχιστον με τον τρόπο που προσεγγίζει το ζήτημα. Άλλο ένα διακριτό χαρακτηριστικό της διατριβής είναι η διασύνδεση ανάμεσα σε ζητήματα οικονομικής αλληλεξάρτησης (πχ. εμπορική αλληλεξάρτηση, νομισματική αλληλεξάρτηση, κεφαλαιακή αλληλεξάρτηση) και ΞΑΕ στο πεδίο διαμόρφωσης συνθηκών σύγκρουσης μέσα από τη χρήση μοντέλων (μεταξύ αυτών και εμπειρικού τύπου μοντέλων), ερευνητικών εργαλείων και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων τους. Έμφαση βέβαια δίνεται στο διμερές επίπεδο που αφορά τις σχέσεις Ελλάδας - ΠΓΔΜ και σημείο αναφοράς το εθνικό συμφέρον καταλυτικό, προσδιοριστικό παράγοντα προσδιορισμού της διεθνούς συμπεριφοράς των κρατών. Ετερο σημείο αναφοράς είναι η έννοια της ασφάλειας και οι απειλές κατά όπως αυτά εμπλέκονται σε ζητήματα επιβίωσης των κρατών σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τα προαναφερθέντα αναλύονται μέσα από ένα συνοδευτικό πλαίσιο συγκριτικής ανάλυσης των θεωριών διεθνών σχέσεων. Μέσα από την διαδικασίας περιγραφής και ανάλυσης των σχέσεων και δομών των διμελών σχέσεων ο συγγραφέας καταλήγει σε ένα πλαίσιο αξιολόγησης των διμερών σχέσεων Ελλάδας - ΠΓΔΜ με τη χρήση κριτηρίων. Προχωρά σε αξιολόγηση των δεδομένων σε δύο άξονες, έναν οικονομικό και έναν πολιτικό. Ο δεύτερος αφορά όπως ο ίδιος επισημαίνει τις επιπτώσεις στις διμερείς σχέσεις. Μάλιστα προσδιορίζει τέσσερα στοιχεία αξιολόγησης όπως η σύγκρουση, η αδράνεια και η πρόοδος και η εδραίωση. Η αξιολόγηση του προσφέρει μία εικόνα των διμερών σχέσεων όπως αυτές διαμορφώθηκαν υπό το βάρος των ΞΑΕ εντός ενός καθορισμένου χρονικού πλαισίου (1991-1994, 1995-1998 , 1999-2002 , 2003-2006). Στα πλαίσια αυτού για πρώτη φορά αξιολογούνται συγκεκριμένες επιλογές, ένα "πλέγμα γεγονότων όπως το προσδιορίζει η έρευνα, ενώ ο συγραφέας χρησιμοποιεί και μία καινοτόμο, πρωτοπόρα κλίμακα αξιολόγησης. Η εν λόγω αξιολόγηση πραγματοποιείται χρονολογικά, αναδεικνύοντας εμφανή ή υποδόρια στοιχεία μεταβολής των διμερών σχέσεων. Η έρευνα καθώς και το πλαίσιο αξιολόγησης πέρα από την καταγραφή της εξέλιξης των διμερών σχέσεων αλλά και της ανάλυσης των στοιχείων που επηρεάζουν αυτές , προτείνουν μία συνεχόμενη και διαρκή ανάλυση των δεδομένων κρατών ώστε να διευκρινιστεί ο βαθμός αλληλεπίδρασης αλλά και επηρεασμού των διμερών σχέσεων μέσω της εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας , δύο πεδία που δεν ποσοτικοποιούνται όσο θα μπορούσανε προς όφελος των μελλοντικών σπουδαστών και ερευνητών διεθνών σχέσεων. Αυτή η διαδικασία μπορεί να αποδώσει όχι μόνο αριθμητικά αποτελέσματα σε συνδυασμό με λεπτομερή καταγραφή ιστορικών γεγονότων, αλλά και να αναδείξει την πραγματική ιεράρχηση των οικονομικών και πολιτικών όρων στην διαδικασία των στρατηγικών τοποθετήσεων σε διμερείς σχέσεις από τα αντίστοιχα εμπλεκόμενα μέρη. 506 283 282 The consequences of planning and applying innovative competitive strategies to the economic performance of the digital companies in Greece Επιπτώσεις του σχεδιασμού και της υλοποίησης ανταγωνιστικών καινοτομικών στρατηγικών στις οικονομικές επιδόσεις των διαδικτυακών επιχειρήσεων στην Ελλάδα This Doctorate Thesis (DT) investigates the competitive strategies of firms. At the theoretical level, this DT examines the basic issues of knowledge and innovation management of business firms in the today's digital environment. It is the theory of this thesis that effective innovation and knowledge management (ikm) covers the totality of business functions and activities of firms and that strategic planning is subjected to ikm. This Thesis reviews the different approaches to innovation and competitive strategies which have been developed in the literature and formulates a framework of strategic thought to promote the innovation process of business firms in the digital era. At the empirical level, the Thesis aims at econometrically testing the hypothesis that the three generic strategies proposed by Michael Porter for the traditional firms are applied by the internet companies as well. The Greek experience is taken as a case study. To achieve its purpose, this DT adopts the methodology of field statistical research by carrying out pilot surveys, semi-structured interviews and full questionnaire surveys. Through a time-demanding process, 202 questionnaires were fully completed. 18 closed key-questions provided the final data which were fed into STATA and LISREL to obtain maximum likelihood estimates of basic relationships between strategies and performance, as well as of external-to-firm and intra-firm effects on strategic planning and firm performance. The approach of latent variable models was utilized. Among this Thesis' findings is that Porter's generic strategies are applied by the Greek internet small companies. Another finding is that the Greek e-companies included in the sample showed a powerful dynamic relationship between strategic planning and firm performance. Το θέμα της Διδακτορικής αυτής Διατριβής είναι η μελέτη των ανταγωνιστικών στρατηγικών των ηλεκτρονικών επιχειρήσεων. Στο θεωρητικό επίπεδο, η διατριβή ασχολείται με την διερεύνηση βασικών ζητημάτων της διαχείρισης αφενός του γνωσιακού κεφαλαίου και αφετέρου της καινοτομικής διαδικασίας μιας επιχειρηματικής μονάδας. Συζητούνται τα χαρακτηριστικά της αγοράς γνώσης και του μάνατζμεντ της καινοτομίας στα σημερινά πλαίσια της νέας ψηφιακής οικονομίας. Αποτελεί θέση της διατριβής ότι το μάνατζμεντ της καινοτομίας και της γνώσης καλύπτει όλο το φάσμα λειτουργιών της επιχείρησης και ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός υπάγεται σ'αυτό και όχι το αντίθετο. Η διατριβή αναπτύσσει τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν αναφερθεί διαχρονικά στην βιβλιογραφία για την διαμόρφωση της ανταγωνιστικής καινοτομικής στρατηγικής των επιχειρήσεων, και θέτει ένα πλαίσιο στρατηγικής σκέψης για την ανάπτυξη της καινοτομικής διαδικασίας στην ψηφιακή οικονομία. Στο εμπειρικό επίπεδο, η διατριβή ασχολείται με τον οικονομετρικό έλεγχο της υπόθεσης ότι οι γενικές στρατηγικές του Μ. Porter ακολουθούνται από τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Για την επίτευξη των στόχων της ΔΔ, υιοθετήθηκε η μεθοδολογία της πρωτογενούς έρευνας πεδίου με την διεξαγωγή πιλοτικών ερευνών, πραγματοποίηση ημι-δομημένων και ανοικτών συνεντεύξεων με στελέχη-κλειδιά των επιχειρήσεων και συμπλήρωση ερωτηματολογίων. Μέσα από μια χρονοβόρα διαδικασία έρευνας συμπληρώθηκαν 202 ερωτηματολόγια με 18 ερωτήσεις-κλειδιά και η συλλεγείσα πληροφόρηση καταχωρήθηκε στο λογισμικό STATA και LISREL, για την στατιστική και οικονομετρική επεξεργασία των μεταβλητών και για την ποσοτικοποίηση των απαραίτητων σχέσεων-κλειδιών. Χρησιμοποιήθηκε η διαρθρωτική ανάλυση των Υποδειγμάτων Αφανών Μεταβλητών. Μεταξύ των ευρημάτων είναι ότι οι γενικές στρατηγικές του Porter ισχύουν για τις ελληνικές επιχειρήσεις και ότι υπάρχει δυναμική θετική σχέση ανάμεσα στον στρατηγικό σχεδιασμό και τις οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων. Η ΔΔ διαρθρώνεται σε οκτώ κεφάλαια και δύο παραρτήματα. 507 337 388 Η ανάπτυξη της νεανικής επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα με την βοήθεια των ευρωπαϊκών & των εγχώριων χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων. Entrepreneurship is a multidimensional phenomenon and attracts more and more, the interest of the European Union and the Greek government, as well. There is also great interest from various stakeholders from all sectors of the economy. The challenges that young people had to deal with before the period of the economic crisis and during the financial crisis were many, but the most important challenge was the rapid increasement of unemployment that afflicts millions of young people across Europe. Young people were affected most by the economic crisis, as the rates of unemployment, in some cases in Greece, are more than 80 %. Entrepreneurship is not only a resource for young people but also a way that gives them the opportunity to create, to innovate and produce new products and services in order to contribute financially not only to themselves or to their personal environment and to the whole society and economy, as well. The European Union and the Greek government contribute to the development of entrepreneurship with several co-funded projects, like in 2000-2006 with the third Community Support Framework CSF III, and afterwards with the National Strategic Reference Framework NSRF 2007-2013. The purpose and goal of the funded programs occasionally advertised throughout the Greek territory is to enhance and promote entrepreneurship among both the young and the other age groups not qualifying young, to reduce unemployment and create the foundations for a competitive and outward-oriented economy. Innovative entrepreneurship creates substantial value added products and services, also enhances the competitiveness of national economy and helps to decrease unemployment. GII rate proves that we are rank at the last position of enterpreneurship between the EE28, but there is an encouraging point, since we see that during the economic crisis Greece's ranking has significantly improved in comparison with prior periods. Nevertheless, the reduction of youth unemployment with the help of funded programs NSRF and the CSF III as well, is not significant. This is showed from the high unemployment rates both at young people and the unemployment as a whole. Η επιχειρηματικότητα είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο και προσελκύει ολοένα και περισσότερο, τόσο το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης. Επίσης, μεγάλο ενδιαφέρον δείχνουν διάφοροι φορείς από όλους τους τομείς της οικονομίας. Οι προκλήσεις που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν οι νέοι άνθρωποι πριν από την περίοδο της οικονομικής κρίσης, αλλά και κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, ήταν πολλές. Η πιο σημαντική, όμως ήταν η ραγδαία αύξηση της ανεργίας που ταλανίζει εκατομμύρια νέους ανθρώπους σε όλη την Ευρώπη. Οι νέοι έχουν πληγεί περισσότερο από την οικονομική κρίση καθώς τα ποσοστά της ανεργίας, σε κάποιες περιπτώσεις, στην Ελλάδα ξεπερνούν σε ποσοστό το 80%. Η επιχειρηματικότητα είναι μια διέξοδος για τους νέους ανθρώπους κυρίως, καθώς μέσω αυτής, τους δίνεται η δυνατότητα να δημιουργήσουν, να καινοτομήσουν και να παράγουν νέα προϊόντα και υπηρεσίες ώστε να συνεισφέρουν οικονομικά όχι μόνο στον εαυτό τους ή στο προσωπικό τους περιβάλλον αλλά και στο ευρύτερο σύνολο της κοινωνίας και της οικονομίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας με τη συγχρηματοδότηση αρκετών προγραμμάτων, όπως την περίοδο 2000-2006 με το τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Γ΄ ΚΠΣ), και στη συνέχεια με το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ΕΣΠΑ), περίοδο 2007-2013. Ο σκοπός και ο στόχος των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων που κατά καιρούς προκηρύσσονται στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας έχει να κάνει με την ενίσχυση και την προώθηση της επιχειρηματικότητας τόσο στους νέους όσο και στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες, ώστε να μειώσουν την ανεργία και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για μια ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία. Η καινοτόμα επιχειρηματικότητα, δημιουργεί προϊόντα και υπηρεσίες σημαντικής προστιθέμενης αξίας, ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και συμβάλλει στην μείωση της ανεργίας. Αποδεικνύεται από το δείκτη GII ότι είμαστε ουραγοί στην κατάταξη της καινοτομίας μεταξύ των 28 της Ε.Ε., όμως υπάρχει ένα σημείο ενθαρρυντικό καθώς βλέπουμε ότι μέσα στην περίοδο της οικονομικής κρίσης η κατάταξη της Ελλάδας έχει βελτιωθεί σημαντικά σε σύγκριση με προηγούμενες περιόδους. Ωστόσο, η μείωση της ανεργίας των νέων, τόσο μέσω των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων του ΕΣΠΑ 2007-2013, και του Γ΄ ΚΠΣ 2000-2006, όσο και με τις προσπάθειες των υπόλοιπων φορέων της κοινωνίας είναι μη ικανοποιητική, το γεγονός αυτό διαφαίνεται από τα πολύ υψηλά ποσοστά της ανεργίας στους νέους ανθρώπους καθώς και στο σύνολο της ανεργίας. 508 521 502 Business model change due to ICTs: a research on the transformational effects of ICTs Integration in hotels and the business model evolution framework Αλλαγή του οργανωτικού μοντέλου των επιχειρήσεων λόγω των νέων τεχνολογιών: μια έρευνα στις μετασχηματιστικές επιπτώσεις της ενσωμάτωσης των ΤΠΕ στα ξενοδοχεία και το πλαίσιο εξέλιξης του επιχειρηματικού μοντέλου This PhD dissertation, studies the transformative impact of Information and Communication Technologies (ICT) on the business model of hotels. Today, more than ever, new ICTs are dramatically changing the hospitality industry, requiring the reconfiguration of the business model of the firms operating in the hospitality business. The positive impact of ICT integration highlights the necessity of the transformation of the hotels’ business model, which are required to adapt to the new reality. Moving to a new, more efficient business model is an uncharted and demanding high-risk challenge for the hotel business that requires a good understanding of the current business model as well as the existence of a secure change framework. Analyzing critically and in depth the existing literature, the hereby study attempts a thorough presentation of the concept of the business model, its theoretical frameworks, as well as the contemporary transformational change models. The composition of the critical transformational elements leads to the design of the prototype framework of the Business Model Evolution Framework. The findings of the survey, which was conducted on a representative sample of Greek hotels, as well as the examination of the research hypotheses via the use of Structured Equation Modeling (SEM), are used to validate the theoretical model, paving the way for its further implementation. The main objective of the dissertation is the development of a theoretical framework for the evolution of the hotel's business model, which can be used for the smooth and risk-free integration of new technologies, allowing for performance optimization. In terms of the research methodology, the following steps were followed: I. Based on an extensive literature review, the theoretical ICT induced business model construct was developed. II. Respectively to the theoretical model, the research hypotheses were developed. III. These hypotheses formed the research sample that was considered necessary to conduct the empirical research. IV. According to the theoretical and operational model, an on-line structured questionnaire was constructed. V. The questionnaire was sent to 870 hotels in the wider region of Macedonia - Thrace. The responses accounted for 10% of the total population of hotels in the area. VI. Data was analyzed with the use of the IBM SPSS software package. VII. The hypotheses were examined via the SEM method and with the use of the IBM SPSS / AMOS software package. The findings of the survey are of particular interest. More specifically: First, it is proven that the majority of hotels do not use any specific methodology when integrating new ICTs. However, the results of their responses validate the suggested change model, both in terms of the employment of its individual stages, as well as in the ranking of their implementation. In addition, research findings confirm the hypothesized positive relationship between the integration of new ICTs and improved performance indicators of the hotel, which is even more evident in hotels that follow a change methodology. The research findings highlight the relationship between ICT, the business model of the hotel and its performance, contributing to both theory and practice. Η παρούσα διδακτορική διατριβή μελετά τις μετασχηματιστικές επιπτώσεις των τεχνολογιών πληροφοριών και επικοινωνίας (ΤΠΕ) στο επιχειρηματικό μοντέλο των ξενοδοχείων. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, νέες ΤΠΕ αλλάζουν δραματικά τον κλάδο της φιλοξενίας, επιβάλλοντας τον επαναπροσδιορισμό του επιχειρηματικού μοντέλου των επιχειρήσεων παροχής φιλοξενίας. Η θετική επίδραση της ενσωμάτωσης των ΤΠΕ, αναδεικνύει την αναγκαιότητα του μετασχηματισμού του οργανωτικού μοντέλου και στα ξενοδοχεία, τα οποία καλούνται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Η μετάβαση σε ένα νέο, πιο αποδοτικό επιχειρηματικό μοντέλο είναι μία αχαρτογράφητη και απαιτητική πρόκληση υψηλής επικινδυνότητας για την ξενοδοχειακή επιχείρηση, που προϋποθέτει την καλή κατανόηση του υπάρχοντος επιχειρηματικού μοντέλου καθώς και την ύπαρξη ενός ασφαλούς πλαισίου αλλαγής. Αναλύοντας κριτικά και σε βάθος την υπάρχουσα βιβλιογραφία, η παρούσα μελέτη επιχειρεί μια ενδελεχή παρουσίαση της έννοιας του επιχειρηματικού μοντέλου, των θεωρητικών πλαισίων της αλλά και των σύγχρονων μετασχηματικών μοντέλων αλλαγής. Η σύνθεση των καθοριστικών μετασχηματικών στοιχείων, οδηγεί στο σχεδιασμό του πρωτότυπου πλαισίου εξέλιξης του επιχειρηματικού μοντέλου ‘Business Model Evolution Framework’. Τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήχθη σε αντιπροσωπευτικό δείγμα ελληνικών ξενοδοχείων καθώς και η εξέταση των ερευνητικών υποθέσεων, με τη βοήθεια των Δομημένων Υποδειγμάτων Εξισώσεων (Structural Equation Modeling - SEM), χρησιμοποιούνται για την επικύρωση του θεωρητικού μοντέλου, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την περαιτέρω εφαρμογή του. Ο βασικός στόχος της διατριβής είναι η ανάπτυξη ενός θεωρητικού πλαισίου εξέλιξης του επιχειρηματικού μοντέλου ενός ξενοδοχείου, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ομαλή και χωρίς ρίσκο ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, επιτρέποντας τη βελτιστοποίηση της απόδοσης. Όσον αφορά την μεθοδολογία της έρευνας, ακολουθήθηκαν τα εξής βήματα: Με βάση εκτενή βιβλιογραφική ανασκόπηση δομήθηκε το προτεινόμενο στη διατριβή θεωρητικό οργανωτικό μοντέλο των επιχειρήσεων λόγω των νέων τεχνολογιών. Αντίστοιχα με το θεωρητικό μοντέλο αναπτύχθηκαν οι προς εξέταση ερευνητικές υποθέσεις. Οι υποθέσεις αυτές διαμόρφωσαν το λειτουργικό υπόδειγμα που θεωρήθηκε απαραίτητο για τη διεξαγωγή της εμπειρικής έρευνας. Σύμφωνα με το θεωρητικό και το λειτουργικό υπόδειγμα κατασκευάστηκε ένα on-line δομημένο ερωτηματολόγιο. Το ερωτηματολόγιο αποστάλθηκε σε 870 ξενοδοχεία της ευρύτερης περιοχής Μακεδονίας – Θράκης. Οι απαντήσεις που συγκεντρώθηκαν αντιπροσωπεύουν το 10% των συνολικών ξενοδοχείων της περιοχής. Για την ανάλυση των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε τα λογισμικό πακέτο IBM SPSS. Για τον έλεγχο των υποθέσεων ακολουθήθηκε η μέθοδος SEM και χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό πακέτο IBM SPSS/AMOS. Τα συμπεράσματα της έρευνας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ειδικότερα: Καταρχήν, αποδεικνύεται ότι στην πλειοψηφία τους τα ξενοδοχεία δεν χρησιμοποιούν κάποια συγκεκριμένη μεθοδολογία κατά την ενσωμάτωση νέων ΤΠΕ. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των απαντήσεών τους επικυρώνουν το προτεινόμενο μοντέλο αλλαγής τόσο ως προς τη χρήση των επιμέρους σταδίων του, όσο και ως προς τη σειρά εφαρμογής τους. Επιπλέον, τα ευρήματα της έρευνας επικυρώνουν την υποτιθέμενη θετική σχέση μεταξύ της ενσωμάτωσης νέων ΤΠΕ και βελτιωμένων δεικτών απόδοσης του ξενοδοχείου, γεγονός που είναι ακόμα πιο εμφανές στα ξενοδοχεία που ακολουθούν κάποια μεθοδολογία αλλαγής. Τα συμπεράσματα της έρευνας αναδεικνύουν τη σχέση μεταξύ των ΤΠΕ, του επιχειρηματικού μοντέλου του ξενοδοχείου και της απόδοσής του, συνεισφέροντας τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. 509 323 333 Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (ΣΣΑ) και η μεταρρύθμισή του. Τhe Member - States have differences between them, which are most pronounced in the area of fiscal policy. This is due to the fact that the most evident expression and imprinting of sovereignty is the budget. The budget is actually the main instrument of economic policy in general and specific government policies, such as regional, social, industrial, etc. On the expenditure side, the budget directly affects public investment and indirectly, the private investment. Fiscal policy of a State may seek cyclical objectives (to avoid a recession or low inflation) or structural improvement objectives of the national economy through productive investment. But if the coordination of fiscal policies is very difficult, it is essential for economic convergence, which seeks the Treaty establishing in the European Community, as well as the participation of a Member State in the third stage of EMU. However, since the first years of the implementation of EMU it quickly became clear that Member States resorted extensively on fiscal policy to create favorable economic conditions, and may result in severe pressure on the European economy in order to fulfill the criteria of the Maastricht Treaty. To enhance the conduct of the single monetary policy and the proper functioning of the monetary union, in order to ensure and improve the coordination of sound, viable and coherent national fiscal policies, and to promote a higher rate of growth of output and employment, it is necessary to establish a framework for economic policy. The framework consists of a set of institutions, and of common policy guidelines, rules and procedures that have already been implemented apart from those included in the Stability and Growth Pact. The latter institution, and, in particular, developments regarding the implementation by Member States of the euro zone, will be the subject of this paper. But before we make any reference to the Covenant, it would be useful, a brief mention of some key characteristics of the Economic and Monetary Union. Τα κράτη-μέλη μεταξύ τους έχουν διαφορές, οι οποίες είναι πιο έντονες στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό το γεγονός οφείλεται στο ότι η πλέον έκδηλη έκφανση και αποτύπωση της εθνικής κυριαρχίας είναι ο προϋπολογισμός. O προϋπολογισμός είναι πράγματι το κύριο μέσο προσανατολισμού της οικονομίας γενικά και των ειδικών κυβερνητικών πολιτικών ειδικά, όπως η περιφερειακή, η κοινωνική, η βιομηχανική, κλπ. Από την πλευρά των δαπανών, ο προϋπολογισμός επηρεάζει άμεσα τις δημόσιες επενδύσεις και έμμεσα, τις ιδιωτικές. H δημοσιονομική πολιτική ενός κράτους μπορεί να επιδιώκει συγκυριακούς στόχους (την αποφυγή της ύφεσης ή τον περιορισμό του πληθωρισμού) ή στόχους διαρθρωτικής βελτίωσης της εθνικής οικονομίας μέσω των παραγωγικών επενδύσεων. Αλλά εάν ο συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών είναι πολύ δύσκολος, είναι συγχρόνως απαραίτητος για την οικονομική σύγκλιση, την οποία επιδιώκει η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, καθώς και για τη συμμετοχή ενός κράτους-μέλους στο τρίτο στάδιο της ΟΝΕ. Όμως, από τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής της ΟΝΕ έγινε γρήγορα αντιληπτό ότι τα κράτη-μέλη κατέφευγαν εκτεταμένα στη δημοσιονομική πολιτική για να δημιουργήσουν ευνοϊκές οικονομικές συνθήκες, με αποτέλεσμα να προκαλούνται σοβαρές πιέσεις στην ευρωπαϊκή οικονομία και στην εκπλήρωση των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Προκειμένου να ενισχυθεί η άσκηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής και η εύρυθμη λειτουργία της νομισματικής ένωσης, προκειμένου να εξασφαλιστεί και να συντονιστεί καλύτερα η εφαρμογή υγιών, βιώσιμων και συνεπών εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, και να προαχθεί ένας υψηλότερος ρυθμός αύξησης του προϊόντος και της απασχόλησης, είναι απαραίτητη η θέσπιση ενός πλαισίου άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Το πλαίσιο αυτό αποτελείται από ένα σύνολο θεσμών, καθώς και από κοινούς προσανατολισμούς πολιτικής, κανόνες και διαδικασίες, που ήδη έχουν τεθεί σε εφαρμογή. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνεται και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Ο τελευταίος αυτός θεσμός, και, ειδικότερα, οι εξελίξεις όσον αφορά την εφαρμογή του από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, θα αποτελέσει το αντικείμενο της παρούσης εργασίας. Προτού όμως προβούμε σε οποιαδήποτε αναφορά σχετικά με το Σύμφωνο αυτό, χρήσιμη θα ήταν μια σύντομη μνεία ορισμένων βασικών χαρακτηριστικών της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης. 510 437 460 Access control requirements engineering, modeling and verification in multi-domain grid and cloud computing systems. Μηχανική απαιτήσεων, μοντελοποίηση και επαλήθευση ελέγχου πρόσβασης σε υπολογιστικά συστήματα πλέγματος και σύννεφου πολλαπλών τομέων. Grid and Cloud computing paradigms consist of modern distributed and collaborative systems, which became the de facto platforms for the development of a variety of applications. Despite being different in nature, several requirements and principles remain the same in both of them. Security is an essential principle that is required to be maintained during collaboration among domains. Nevertheless, few proposals have addressed the problem of how to maintain security among domains where each implements its own access control (AC) policy, and with the majority of them being static and not suitable for the examined systems. In this dissertation, the notions of AC requirements engineering, AC modeling and verification of security properties are fully integrated within a common systems engineering methodology. The contribution of this dissertation is multifold: we describe a systems engineering methodology for the development of AC systems; we describe our proposed steps; we define an AC model; and lastly, we define a technique for the verification of security properties. Looking towards a holistic approach on the definition of AC requirements, we propose a four-layer conceptual categorization and an evaluation framework for AC approaches. A comparative review of the examined AC models and mechanisms exposes their pros and cons. Apart from mapping the AC area in Grid and Cloud computing systems, the given comparison renders valuable information for further enhancement of current approaches. Moreover, we define an enhanced Role-Based Access Control (RBAC) model entitled domRBAC, based on the ANSI INCITS 359-2004 AC model. domRBAC intrinsically inherits RBAC’s virtues such as ease of management, and Separation of Duties (SoD) with the latter also being supported among multiple domains. The domRBAC model is capable of differentiating the security policies enforced in each domain and supports collaboration under secure inter-operation. Cardinality constraints along with the new element of containers are incorporated to provide simple usage management of resources for the first time in an RBAC model. Secure inter-operation is maintained among collaborating domains gradually and automatically. An implementation of a simulator based on the definitions of domRBAC helped to conduct with experimental results regarding the model’s performance. Concluding, we provide a formal definition of secure inter-operation properties in temporal logic, which can be verified using model checking techniques. The proposed technique consists of a generic one, and thus, can be used in any RBAC model to verify indirectly the correctness of the secure inter-operation functions that implement the global security policy. Finally, we provide examples that illustrate the verification of the defined secure inter-operation properties in RBAC policies, and an analysis of the proposed technique. Τα Grid και Cloud υπολογιστικά συστήματα αποτελούν σύγχρονα κατανεμημένα και συνεργατικά συστήματα, τα οποία θεωρούνται ως οι εξ ορισμού πλατφόρμες για την ανάπτυξη μια πληθώρας διαφορετικών εφαρμογών. Παρά το γεγονός ότι αποτελούν διαφορετικού τύπου συστήματα, πολλές απαιτήσεις και αρχές παραμένουν κοινές. Η ασφάλεια αποτελεί μια βασική αρχή που πρέπει να διατηρείται κατά τη διάρκεια συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών τομέων. Παρ' όλα αυτά, λίγες προτάσεις αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της διατήρησης ασφάλειας μεταξύ διαφορετικών τομέων, όπου κάθε τομέας εφαρμόζει τη δική του πολιτική ελέγχου, με την πλειοψηφία των προτάσεων να αποτελούν στατικές προσεγγίσεις, οι οποίες κρίνονται μη κατάλληλες για εφαρμογή στα εξεταζόμενα συστήματα. Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, οι έννοιες της μηχανικής απαιτήσεων ελέγχου πρόσβασης (ΕΠ), η μοντελοποίηση ΕΠ και ο έλεγχος ιδιοτήτων ασφαλείας έχουν ενσωματωθεί πλήρως στο πλαίσιο μιας μεθοδολογίας μηχανικής συστημάτων. Η συνεισφορά της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι πολύπλευρη: περιγράφουμε μια μεθοδολογία μηχανικής συστημάτων για την ανάπτυξη συστημάτων ΕΠ, περιγράφουμε τα προτεινόμενα βήματα, ορίζουμε ένα μοντέλο ΕΠ, και τέλος ορίζουμε μια τεχνική ελέγχου ορθότητας των ιδιοτήτων ασφαλείας. Στοχεύοντας σε μια ολιστική προσέγγιση όσον αφορά στον προσδιορισμό των απαιτήσεων ΕΠ, προτείνουμε μια εννοιολογική κατηγοριοποίηση τεσσάρων επιπέδων, καθώς και ένα μηχανισμό αξιολόγησης προσεγγίσεων ΕΠ. Σε μια συγκριτική επισκόπηση των εξεταζόμενων μοντέλων και μηχανισμών ΕΠ αποτυπώνονται τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα τους. Εκτός από την χαρτογράφηση της περιοχής ΕΠ στα Grid και Cloud υπολογιστικά συστήματα, η αποτύπωση τους λειτουργεί βοηθητικά στην περαιτέρω εξέλιξη των προσεγγίσεων ΕΠ. Εν συνεχεία, ορίζουμε το domRBAC το οποίο αποτελεί μια επέκταση του ANSI INCITS 359 - 2004 μοντέλου ΕΠ. Το domRBAC, κληρονομεί εγγενώς όλα τα πλεονεκτήματα του RBAC, όπως αποτελούν τα: ευκολία διαχείρισης, και η υποστήριξη πολιτικών διαχωρισμού καθηκόντων, με το τελευταίο να υποστηρίζεται και μεταξύ διαφορετικών τομέων. Το μοντέλο domRBAC είναι σε θέση να διαφοροποιεί τις πολιτικές ασφαλείας που εφαρμόζονται σε κάθε τομέα ενός συνεργατικού περιβάλλοντος εξασφαλίζοντας την ασφαλή δια-λειτουργικότητα μεταξύ τους. Η εφαρμογή περιορισμών πληθικότητας σε συνδυασμό με το νέο στοιχείο του περιέκτη προσδίδει στο domRBAC τη δυνατότητα απλής διαχείρισης χρήσης των πόρων, για πρώτη φορά σε ένα RBAC μοντέλο. Η ασφαλής δια-λειτουργικότητα υποστηρίζεται μεταξύ των συνεργαζόμενων τομέων σταδιακά και αυτόματα. Η υλοποίηση ενός εξομοιωτή βασισμένου στους ορισμούς του domRBAC οδήγησαν στην εξαγωγή πειραματικών αποτελεσμάτων όσον αφορά στην απόδοση του μοντέλου. Ολοκληρώνοντας, προτείνεται ένας φορμαλισμός των ιδιοτήτων της ασφαλούς δια-λειτουργικότητας σε temporal logic, των οποίων η ορθότητα μπορεί να ελεγχθεί κάνοντας χρήση model checking τεχνικών. Η προτεινόμενη τεχνική αποτελεί μια γενική προσέγγιση, και ως εκ τούτου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οποιοδήποτε μοντέλο RBAC με σκοπό να επαληθεύει έμμεσα την ορθότητα των μηχανισμών ασφαλούς δια-λειτουργικότητας που υλοποιούν τις καθολικές πολιτικές πρόσβασης. Τέλος, παρουσιάζονται παραδείγματα όσον αφορά στον έλεγχο ορθότητας των προτεινόμενων ιδιοτήτων σε RBAC πολιτικές, και αναλύεται η απόδοση της προτεινόμενης τεχνικής. 511 238 279 Οικονομικό έγκλημα: εννοιολογικές προσεγγίσεις, θεσμοί και βέλτιστες πρακτικές διακυβέρνησης σ' ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Based on scientific studies that have come to the public has been understood that organized economic crime and corruption, whatever form it takes and sector of activity occurs, is a scourge on modern organizations and society. A conceptual and theoretical approach to the extent phenomena of economic crime help to understand the motives and their consequences. With the introduction of the Global, European and Greek institutional framework and mechanisms to address them, the size and quality of the reaction of formal structures of power, against such phenomena is understood,. The emergence of a total solution proposal for the private and public sectors using basically the concept of "governance", without underestimating the important role of civil society which helps in the realization of the necessity of adopting the new standard against these phenomena. The concept of governance when assisted by the philosophy of TQM and the compatible with it scientific tools and control structures, indicates the direction of modern structures to adopt. These best practices, the adoption of quality standards of governance and scientific quality tools proposed by the international scientific community for the public and private space, in conjunction with the usage of new information and communication technology and proper awareness and commitment, guarantee the good functioning of Democracy and causes beneficial effects on social justice, prosperity and sustainable development of economy and society. Challenge therefore is a ¨total¨ shift of modern structures and organizations in this direction. Με βάση τις επιστημονικές έρευνες που έχουν έρθει στη δημοσιότητα, έχει γίνει κατανοητό ότι, το οργανωμένο οικονομικό έγκλημα και η διαφθορά ανεξαρτήτως της μορφής που παίρνει και του τομέα δραστηριότητας που εμφανίζεται, αποτελεί μάστιγα για τους Οργανισμούς και τη σύγχρονη κοινωνία. Μια εννοιολογική και θεωρητική προσέγγιση στα φαινόμενα της οικονομικής εγκληματικότητας και την έκταση τους, βοηθά να γίνουν κατανοητά τα κίνητρα και οι συνέπειες τους. Με την παρουσίαση του υφιστάμενου παγκόσμιου, ευρωπαϊκού και ελληνικού θεσμικού πλαισίου και των μηχανισμών αντιμετώπισης τους, γίνεται κατανοητό, το μέγεθος και η ποιότητα της αντίδρασης των επίσημων δομών εξουσίας, έναντι αυτών των φαινομένων. Η ανάδειξη πρότασης ολικής λύσης, για τον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα με τη χρήση κατά βάση της έννοιας «διακυβέρνηση», χωρίς να υποτιμάται ο σπουδαίος ρόλος της κοινωνίας των πολιτών, βοηθά στην συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας υιοθέτησης Νέου Προτύπου έναντι αυτών των φαινόμενων. Η έννοια της διακυβέρνησης όταν επικουρείται από τη φιλοσοφία της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας, τα συμβατά με αυτή επιστημονικά εργαλεία και δομές ελέγχου και τη χρήστη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει οι σύγχρονες δομές να υιοθετήσουν. Οι ανωτέρω καλές πρακτικές, τα Ποιοτικά Πρότυπα διακυβέρνησης και τα επιστημονικά εργαλεία Ποιότητας που προτείνει η διεθνής επιστημονική κοινότητα για το δημόσιο και ιδιωτικό χώρο, σε συνδυασμό με τη χρήστη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας και την κατάλληλη αφύπνιση και δέσμευση, αποτελούν εγγύηση για την καλή λειτουργία της Δημοκρατίας και προκαλούν ευεργετικά αποτελέσματα ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη, την ευημερία και βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας και της κοινωνίας των πολιτών. Ζητούμενο επομένως αποτελεί, μια ¨ολική¨ στροφή των σύγχρονων δομών και οργανισμών σε αυτή την κατεύθυνση. 512 208 199 Solution of facilities location problems in a network Επίλυση προβλημάτων χωροθέτησης κέντρων παροχής υπηρεσιών σε δίκτυο The subject of this thesis is the solution of the facility location problem (flp) in such way that any demand point can be serviced by a flp in a time-distance less than a given t (problem (f)). Problem (f) belongs to the well known category of np-hard problems and until now it is tackled under the framework of theset covering problem (scp). In this thesis the problem (f) is solved under theframework of the theory of externally stable sets (ess) of graph theory. The thesis consist of six chapters. Chapter one presents some elements of graph theory and the methodology of implicit enumeration algorithms. Chapter two discusses a survey of the different location-allocation problems and the well known models. Chapter three analyzes the most important papers in the corresponding literature. In chapter four we develop two new algorithms for the generation of thefamily of minimal ess which leads to two algorithms for the finding of the minimum ess. Chapter five solves the problem in question with the use of the algorithms of chapter four to real life location problems. Finally chapter six presents our computational experience, and a comparative study between the proposed algorithms and the algorithms of chapter three. Το αντικείμενο της διατριβής αυτής είναι η επίλυση του προβλήματος της χωροθέτησης κέντρων παροχής υπηρεσιών (ΚΠΥ) κατά τέτοιο τρόπο ώστε η εξυπηρέτηση οποιουδήποτε σημείου ζήτησης να γίνεται από κάποιο ΚΠΥ σε χρόνο-απόσταση μικρότερη από κάποια δοσμένη τ (πρόβλημα (f)). Το πρόβλημα (f) ανηκει στην γνωστή κατηγορία των np-hard προβλημάτων και η μέχρι τώρα αντιμετώπιση του γίνεται στα πλαίσια του προβλήματος συνόλου κάλυψης (scp). Στη διατριβή αυτή το πρόβλημα (f) επιλύεται στα πλαίσια των εξωτερικώς σταθερών (εσς) της θεωρίας γραφημάτων. η διατριβή αποτελείται από 6 κεφάλαια. Στο 1ο παρουσιάζονται στοιχειά της θεωρίας γραφημάτων και η μεθοδολογία των αλγορίθμων έμμεσης απαρίθμησης. Στο 2ο γίνεται επισκόπηση προβλημάτων χωροθετήσεων-κατανομών και των γνωστότερων μοντέλων. Στο 3ο αναλύονται οι σπουδαιότερες εργασίες που εμφανίστηκαν στη διεθνή αρθρογραφία γιατί επίλυση του προβλήματος (f). Στο 4ο αναπτύσσονται 2 νέοι αλγόριθμοι για τη δημιουργία της οικογενείας των ελασσόνων εσς και άλλοι 2 για την εύρεση των ελάχιστων ες. Στο 5ο επιλύεται το πρόβλημα (f) με τον νέο αλγόριθμο (flptl), όπου χρησιμοποιούνται οι αλγόριθμοι του 4ου κεφαλαίου και εφαρμόζεται ο (flptl) σε πραγματικά προβλήματα οροθέτησης. Στο 6ο δίνεται η υπολογιστική εμπειρία των αλγορίθμων και συγκριτική μελέτη με τις εργασίες του 3ου κεφαλαίου. 513 361 312 A modern process of performance practice and its implementation on Dimitris Dragatakis's concert for solo violin and orchestra. Μια σύγχρονη διαδικασία πρακτικής της εκτέλεσης και η εφαρμογή της στο κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Δημήτρη Δραγατάκη. This dissertation focuses on presenting a modern approach to performance practice by introducing a contemporary process for use by the performer, as well as by implementing this process on Dimitris Dragatakis's Concert for Solo Violin and Orchestra. Based on the latest scientific findings we will expand on the concept of both the mental and physical aspects that are involved in preparing for the performance of a musical work. The mental aspect is based on the notion of the auditory image, which constitutes the mental representation of the work's auditory material. Beginning with the formation of the auditory image in the brain and directed towards the actual physical training, the study integrates the use of both mental training and kinesthetic preparation in the performance practice process. The physical aspect of the process includes programming musical movements, storing the resulting motor programs in the performer's memory and enabling the subsequent automatization of the musical movements. The process concludes with feedback control, which aims at verifying whether the performance's auditory outcome identifies itself with the target auditory image. After presenting the process, we focus on demonstrating how it can be implemented by the performer who prepares for the performance of a specific modern musical work, using as an example Dimitris Dragatakis's Concert for Solo Violin and Orchestra. The process's practical implementation integrates three stages: preparing for the performance, studying and performing the edited solo violin part and developing a preparatory piano reduction of the orchestra score. Preparing for the performance entails collecting all necessary information concerning the composer and the musical work. Studying and performing the edited violin part includes implementing the editor's performance proposals, as these are expressed through the notation of performance markings. The preparatory piano reduction facilitates the solo violin part study and practice by providing the performer with a piano accompaniment. The approach adopted in this dissertation concludes with an extra reduction of the orchestra score for piano and percussion. The performance practice process proposed by this dissertation aims at facilitating the performer's preparation for the performance of demanding modern musical works. Στην παρούσα διατριβή θα παρουσιάσουμε μια σύγχρονη διαδικασία πρακτικής της εκτέλεσης που θα εφαρμόσουμε στο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Δημήτρη Δραγατάκη. Με βάση τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα θα αναπτύξουμε τη νοητική και κινητική πτυχή που εμπλέκονται στην προετοιμασία της εκτέλεσης ενός μουσικού έργου. Η νοητική παράμετρος στηρίζεται στην έννοια της ηχητικής εικόνας, που αποτελεί τη νοητική αναπαράσταση του ηχητικού υλικού της εκτέλεσης του έργου. Ως γέφυρα ανάμεσα στο σχηματισμό της ηχητικής εικόνας και στην αμιγή σωματική εξάσκηση, θα περάσουμε από τη νοητική εξάσκηση και την κιναισθητική προετοιμασία. Η κινητική πτυχή της διαδικασίας περιλαμβάνει τον προγραμματισμό των μουσικών κινήσεων, την εναποθήκευση στη μνήμη των αντίστοιχων κινητικών προγραμμάτων και τον αυτοματισμό των κινήσεων του εκτελεστή. Τη διαδικασία συμπληρώνει η ελεγκτική ανάδραση, που στοχεύει στην εξακρίβωση της ταύτισης του ηχητικού αποτελέσματος με την ηχητική εικόνα-στόχο. Μετά την παρουσίαση της διαδικασίας θα δείξουμε με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει η εφαρμογή της σε ένα σύγχρονο έργο, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Δημήτρη Δραγατάκη. Η εφαρμογή της διαδικασίας θα γίνει μέσα από τρία στάδια: προετοιμασία για την εκτέλεση του έργου, μελέτη και εκτέλεση της επιμελημένης πάρτας του σόλο βιολιού και, τέλος, παρουσίαση μιας προπαρασκευαστικής μεταγραφής για πιάνο. Η προετοιμασία αφορά στη συλλογή όλων εκείνων των απαραίτητων πληροφοριών σχετικά με το συνθέτη και το προς εκτέλεση έργο. Η μελέτη της επιμελημένης πάρτας αφορά στην εφαρμογή των εκτελεστικών προτάσεων του επιμελητή, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την καταγραφή των εκτελεστικών σημαδιών. Η προπαρασκευαστική μεταγραφή για πιάνο διευκολύνει τη μελέτη του σόλο βιολιού με τη συνδρομή της συνοδείας στο πιάνο. Ως συμπληρωματικό πόνημα θα παρουσιαστεί μια εκδοχή του μέρους της ορχήστρας μεταγραμμένη για πιάνο και κρουστά. Η συνολική διαδικασία έχει στόχο να διευκολύνει τον εκτελεστή στην προετοιμασία απαιτητικών έργων σύγχρονης μουσικής, ελληνικής ή ξένης. 514 208 215 Σύστημα διδασκαλίας τεχνολογιών ιστού και διαδικτύου Entering the information age (late 20th century) along with the consolidation of digital technology has brought radical changes to the economy. Computer science applies to all sectors, performing a leading role in the evolution of processes. This paper is addressed to anyone who wishes to broaden their knowledge of programming by applying the benefits of the internet, either being self-taught or under the supervision of an instructor. Furthermore, the information provided below could be utilized by educators and contribute to the effective coordination of web development courses, through the active participation of novice students in program implementations. In particular, the following pages capture, evaluate and compare the most popular code playgrounds, while highlighting their strengths and key features. Throughout extensive analysis and review, the readers are able to distinguish the environments that meet their own needs and facilitate their understanding of the programming languages. At the same time, the development of a corresponding educational system provides the opportunity of practicing the technologies HTML, CSS, JavaScript, PHP and MySQL. Its distinct feature is the joint integration of both client-side and server-side technologies, aiming at the promotion of a broad understanding of the communication forms, the execution methods and the types of technology used in the development of integrated applications. Η είσοδος στην εποχή της πληροφορίας (τέλη 20ου αιώνα) και η εδραίωση της ψηφιακής τεχνολογίας έχουν επιφέρει ριζικές αλλαγές στην οικονομία. Η επιστήμη των υπολογιστών βρίσκει εφαρμογή σε όλους τους κλάδους, διαδραματίζοντας πρωτεύοντα ρόλο στην εξέλιξη των διαδικασιών. Το παρόν έργο απευθύνεται σε όποιον επιθυμεί να διευρύνει τις γνώσεις του στον προγραμματισμό, επιστρατεύοντας τα οφέλη του διαδικτύου, όντας αυτοδίδακτος ή υπό την επίβλεψη κάποιου διδάσκοντα. Ακόμη, η αξιοποίηση των παρεχόμενων πληροφοριών από τους διδάσκοντες ενδέχεται να συμβάλει στην αποτελεσματική διεξαγωγή μαθημάτων, που αφορούν σε τεχνολογίες ιστού και διαδικτύου, μέσω της ενεργού συμμετοχής των εκπαιδευομένων στην υλοποίηση προγραμμάτων. Ειδικότερα, στις σελίδες που ακολουθούν γίνεται καταγραφή, αξιολόγηση και σύγκριση των δημοφιλέστερων code playgrounds, αναδεικνύοντας τα πλεονεκτήματα και τα βασικότερα χαρακτηριστικά τους. Έπειτα από εκτενή περιήγηση και σχολιασμό, ο αναγνώστης βρίσκεται σε θέση να επιλέξει τα περιβάλλοντα που καλύπτουν τις δικές του ανάγκες και διευκολύνουν την κατανόηση των γλωσσών προγραμματισμού από τον ίδιο. Παράλληλα, αναπτύσσεται αντίστοιχο σύστημα με επιμορφωτικό χαρακτήρα, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα εξάσκησης στις τεχνολογίες HTML, CSS, JavaScript, PHP και MySQL. Ιδιαίτερο γνώρισμα της εν λόγω εφαρμογής αποτελεί η από κοινού ενσωμάτωση client-side και server-side τεχνολογιών, στοχεύοντας στην καλλιέργεια σφαιρικής αντίληψης για τη μορφή επικοινωνίας, τον τρόπο λειτουργίας και το είδος των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται στην ανάπτυξη ολοκληρωμένων εφαρμογών. 515 196 207 Αξιολόγηση της πορείας μετάβασης της Ρουμανίας από κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία σε οικονομία της αγοράς This dissertation deals with the monitoring of the Romanian transition process. The reason why was chosen is the effort of evaluating the transition effort of this economy. Following an extensive literature review of both the transition process in general and the Romanian in particular, the methodological framework is presented, which provides an extensive reference to the transition indicators of the EBRD (1st and 2nd generation). Below, a detailed analysis of the results of these indicators takes place, while in order to determine whether they are related or it is possible to predict the change in the country's GDP, an analysis of correlations and regression takes place. According to the results, the transition process is more efficient and successful in Romania compared to the other Balkan countries, while the improvement of the transition indicators is reflected in the improvement of the basic macroeconomic figures. Furthermore, of the six dimensions of the transition process, both per capita and total GDP depend positively on at least two or three dimensions. In contrast, the rate of change in GDP is not related to any of these dimensions. The dissertation concludes with policy proposals for the transition of the Romanian economy. Η παρούσα διπλωματική εργασία ασχολείται με την παρακολούθηση της διαδικασίας μετάβασης της Ρουμανίας. Ο λόγος για τον οποίο επιλέχτηκε, είναι η προσπάθεια αξιολόγησης της προσπάθειας μετάβασης της συγκεκριμένης οικονομίας. Μετά από μια εκτεταμένη βιβλιογραφική επισκόπηση τόσο με την διαδικασία μετάβασης εν γένει, όσο και συγκεκριμένα για την Ρουμανίας, παρατίθεται το μεθοδολογικό πλαίσιο, στο οποίο γίνεται εκτενής αναφορά στους δείκτες μετάβασης της ΕΤΑΑ (1ης και 2ης γενιάς). Στη συνέχεια λαμβάνει χώρα λεπτομερής ανάλυση των αποτελεσμάτων των δεικτών, ενώ προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτοί σχετίζονται ή είναι δυνατόν να προβλέψουν την μεταβολή του ΑΕΠ της χώρας, λαμβάνουν χώρα, ανάλυση συσχετίσεων και παλινδρόμησης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία μετάβασης είναι περισσότερο αποδοτική και επιτυχημένη στην Ρουμανία σε σχέση με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, ενώ η βελτίωση των δεικτών μετάβασης αντικατοπτρίζεται και στην βελτίωση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών. Παράλληλα, από τις έξι διαστάσεις της διαδικασίας μετάβασης, τόσο το κατά κεφαλήν, όσο και το συνολικό ΑΕΠ, εξαρτώνται θετικά από τουλάχιστον από δυο ή τρεις διαστάσεις. Αντίθετα, ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ δεν σχετίζεται με κάποια από τις διαστάσεις αυτές. Η εργασία ολοκληρώνεται με τις προτάσεις πολιτικής για την πορεία μετάβασης της οικονομίας της Ρουμανίας. 516 76 74 Speed of justice and development The present dissertation examines the possible correlation between the speed of justice and economic development. The aim through this data-based research is to analyze the different factors that affect judicial effectiveness and their relationship with the different measures of economic development. The essay concludes that there is a positive relationship between judicial effectiveness and economic development, while at the same time disproves some anticipated correlations between factors relevant to judicial effectiveness. Η παρούσα διπλωματική έχει ως θέμα τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ταχύτητας απονομής της δικαιοσύνης και της οικονομικής ανάπτυξης. Μέσω μιας βασισμένης σε δεδομένα έρευνας επιχειρείται η ανάλυση διαφόρων παραγόντων που επηρεάζουν τη δικαστική αποτελεσματικότητα και τη σχέση τους με πτυχές που μετρούν την οικονομική ανάπτυξη. Η εργασία καταλήγει στη θετική σχέση μεταξύ της δικαστικής αποτελεσματικότητας και της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ παράλληλα προβαίνει και στη διάψευση αναμενόμενων διασυνδέσεων μεταξύ παραγόντων της δικαστής αποτελεσματικότητας. 517 392 370 Reactions to the persecution of the Jews of Thessaloniki: 1942-1943 Αντιδράσεις στους διωγμούς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης: 1942-43 The dissertation has as a topic the reactions of the society of Thessaloniki to the persecution of the Jews of the city during the period of the German occupation. Within a few months of 1943, the overwhelming majority of the members of the historic Jewish community of Thessaloniki were transported from their homes, in cattle cars, to be exterminated at the Nazi death camp of Auschwitz. This was not a fringe event in the history of Greece’s second biggest city during World War II. Rather, the Jews constituted a large percentage of Thessaloniki’s population, with a long presence in the city, who contributed to the social, economic, political and cultural life. Moreover, most of them resided in central areas of the city, next to their Christian compatriots. Their suffering was felt by all the citizens in the city and beyond. The purpose of the study is to reconsider aspects of these tragic events on the local level, to shed new light and to enrich existing knowledge with new material. The period under examination starts in July 1942 (first massive anti-Jewish measures in the city) and concludes in August 1943 (departure of the last train to Auschwitz-Birkenau). Apart from the comprehensive reading of all the relevant bibliography, Greek and foreign, the study has examined archival material in Greece and abroad, presenting a lot of information on this topic, some for the first time. Lastly, the research includes bibliography on similar events in other countries of occupied Europe, so as to provide width and perspective in the analysis and to investigate whether the Nazi anti-Jewish policy in Thessaloniki had similarities or differences in relation to the other occupied countries. In the five basic chapters, the reactions of most of the public entities of Thessaloniki with regards to the Holocaust of the city’s Jews are studied in detail, including the Church, the university, the municipality and the professional associations. In addition, the events in the city which were taking place in parallel to the Nazi anti-Jewish measures are analyzed. The focus of this study is the heads of these entities—often people with prestige, social respect and important contacts and access—as well as the utilization of the existing bureaucratic mechanisms of the central government and the other organizations for the implementation of the Nazi anti-Jewish measures. Η διατριβή έχει ως θέμα τις αντιδράσεις της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης στους διωγμούς των Εβραίων της πόλης κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Μέσα σε λίγους μήνες του 1943, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της ιστορικής εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκε από τα σπίτια της μέσα σε βαγόνια ζώων για να εξοντωθεί στα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου. Το γεγονός αυτό δεν ήταν ένα περιθωριακό συμβάν στην ιστορία της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τουναντίον, οι Εβραίοι συνιστούσαν ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της πόλης, με μακρά παρουσία, οι οποίοι συνεισέφεραν ποικίλως στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή. Επιπλέον, οι περισσότεροι διαμένανε σε κεντρικές συνοικίες της πόλης, πλάι στους Χριστιανούς συμπολίτες τους. Τα δεινά τους ήταν δε ορατά και γνωστά σε όλους τους κατοίκους της πόλης και ακόμα πιο μακριά. Σκοπός της έρευνας είναι να επανεξετάσει πτυχές των τραγικών αυτών γεγονότων στο τοπικό επίπεδο, να ρίξει νέο φως και να εμπλουτίσει τις υπάρχουσες γνώσεις με νέο υλικό και στοιχεία. Η περίοδος που εξετάζεται ξεκινάει τον Ιούλιο 1942 (πρώτα μαζικά αντιεβραϊκά μέτρα στην πόλη) και καταλήγει τον Αύγουστο 1943 (αναχώρηση τελευταίου τρένου προς το Άουσβιτς-Μπιρκενάου). Εκτός από την ενδελεχή ανάγνωση όλης της σχετικής βιβλιογραφίας, ελληνικής και ξένης, η μελέτη έχει εξετάσει αρχειακό υλικό στην Ελλάδα και το εξωτερικό, παρουσιάζοντας αρκετά στοιχεία πάνω σε αυτό το θέμα, κάποια δε για πρώτη φόρα. Τέλος, η έρευνα συμπεριλαμβάνει βιβλιογραφία που αναφέρεται σε παρόμοια γεγονότα σε άλλες χώρες της κατεχόμενης Ευρώπης, ώστε να μπορέσει να δώσει εύρος και προοπτική στην ανάλυση και να διερευνήσει αν η αντιεβραϊκή πολιτική των Ναζί στη Θεσσαλονίκη εφαρμόστηκε παρόμοια ή διαφοροποιούνταν σε σχέση με άλλες κατεχόμενες χώρες. Σε πέντε βασικά κεφάλαια, μελετώνται με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις των περισσότερων φορέων της Θεσσαλονίκης σχετικά με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων της πόλης, συμπεριλαμβάνοντας την Εκκλησία, το πανεπιστήμιο, το Δήμο και τα επαγγελματικά σωματεία. Αναλύονται οι πράξεις αυτών των φορέων που λαμβάνανε χώρα παράλληλα με τα αντιεβραϊκά μέτρα των Ναζί. Το επίκεντρο της έρευνας είναι οι επικεφαλείς αυτών των φορέων—συχνά άτομα με κυρός, κοινωνική επιφάνεια και σημαντικές επαφές και πρόσβαση—καθώς και η χρησιμοποίηση των υπαρχόντων τότε γραφειοκρατικών μηχανισμών της κρατικής διοίκησης και των φορέων της πόλης για την εφαρμογή των αντιεβραϊκών μέτρων των Ναζί. 518 171 198 Χρηματοοικονομική διαχείριση κινδύνων κυβερνοχώρου και τεχνητή νοημοσύνη στην περίπτωση των τραπεζών . The following thesis consists of six chapters. The first chapter describes the purpose, methodology and structure of the work. In the second chapter, we analyze the characteristics and the environment of cyberspace as well as the risks involved. Here is a historical overview of cyberattacks and their types of recording. Financial data is used to capture the costs that can be created by malware and ways of managing the risks are mentioned by the companies. In the third chapter, we analyze the institutional framework and security regulations to prevent cyberattacks. It outlines the general principles, objectives and actions for implementing the national strategy to tackle malicious activities and lists the financial consequences of not implementing the security regulation. In the fourth chapter, we analyze the importance, role and contribution of artificial intelligence in dealing with cyberattacks and its adoption by banks. Chapter Five describes three major data breach events and their implications for large financial institutions. The paper concludes in Chapter Six with the conclusions and suggestions for further scientific research. Η διπλωματική εργασία που ακολουθεί αποτελείται από έξι κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέρονται ο σκοπός, η μεθοδολογία και η δομή της εργασίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύονται τα χαρακτηριστικά και το περιβάλλον του κυβερνοχώρου καθώς και οι κίνδυνοι που αυτός περιλαμβάνει. Ακολουθεί μια ιστορική αναδρομή στις κυβερνοεπιθέσεις και τα είδη αυτών που έχουν καταγραφεί. Χρησιμοποιούνται οικονομικά στοιχεία για την αποτύπωση του κόστους που μπορεί να δημιουργηθεί από κακόβουλες ενέργειες και αναφέρονται τρόποι διαχείρισης των κινδύνων από τις επιχειρήσεις. Στο τρίτο κεφάλαιο, αναλύονται το θεσμικό πλαίσιο και οι κανονισμοί ασφαλείας για την αποτροπή των κυβερνοεπιθέσεων. Αναφέρονται οι γενικές αρχές, οι στόχοι και οι δράσεις εφαρμογής της εθνικής στρατηγικής που έχει θεσπιστεί για την αντιμετώπιση των κακόβουλων ενεργειών και παραθέτονται οι οικονομικές συνέπειες από την μη εφαρμογή του κανονισμού ασφαλείας. Στο τέταρτο κεφάλαιο, αναλύεται η σημαντικότητα, ο ρόλος και η συμβολή της τεχνητής νοημοσύνης στην αντιμετώπιση των κυβερνοεπιθέσεων καθώς και η υιοθέτηση της από τις τράπεζες. Στο πέμπτο κεφάλαιο περιγράφονται τρία σημαντικά γεγονότα παραβίασης δεδομένων και οι συνέπειες τους, σε μεγάλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η εργασία ολοκληρώνεται στο έκτο κεφάλαιο με τα συμπεράσματα και τις προτάσεις για περαιτέρω επιστημονική έρευνα. 519 159 160 The data analysis in the interindustry relations and structure of greek economy: interindustry analysis of production, employment and imports in the frame of input-output analysis Η ανάλυση δεδομένων στις διακλαδικές σχέσεις και δομές της ελληνικής οικονομίας: διακλαδική διερεύνηση παραγωγής, απασχόλησης και εισαγωγών στα πλαίσια του υποδείγματος εισροών-εκροών The fact that economy is an interdependent system has been acknowledged by all economists and it is the foundation of almost all economic theorizing. The main aim of this thesis is to find the structure of production and to highlight the interindustry dependencies and the structural relationships of Greek economy. First of all, based on the input – output tables, we use input – output analysis to create the proper tables which describe the characteristics of any economic system. The data analysis methods (Correspondence Analysis and Hierarchical Cluster Analysis) are applied in order to determine the key sectors of the Greek economy and the reason which characterize them important. These methods reveal to us the structural relationships among the economic sectors, taking into account at the same time, the interdependencies of the economic sectors. Το γεγονός ότι η οικονομία είναι ένα αλληλοεξαρτώμενο σύστημα, είναι παραδεκτό απ’ όλους τους οικονομολόγους και είναι η βάση σχεδόν όλων των οικονομικών θεωριών. Ο κύριος στόχος της διατριβής αυτής είναι να εντοπίσει τις δομές της παραγωγικής διαδικασίας και να φωτίσει τις διακλαδικές αλληλεπιδράσεις καθώς και τις διορθωτικές σχέσεις της ελληνικής οικονομίας. Με βάση τους πίνακες εισροών – εκροών χρησιμοποιούμε αρχικά το διακλαδικό «υπόδειγμα ανάλυσης εισροών – εκροών» για να δημιουργήσουμε τους κατάλληλους πίνακες που περιγράφουν τα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά οποιουδήποτε οικονομικού συστήματος. Στη συνέχεια εφαρμόζουμε μεθόδους της Ανάλυσης Δεδομένων (Παραγοντική Ανάλυση των Αντιστοιχιών και Ανιούσα Ιεραρχική Ταξινόμηση) που μας προσδιορίζουν τους σημαντικούς κλάδους «κλειδιά» της ελληνικής οικονομίας, καθώς και την αιτιότητα που τους χαρακτηρίζει σημαντικούς. Οι μέθοδοι αυτέ μας αποκαλύπτουν τις διαρθρωτικές σχέσεις της παραγωγικής δομής λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τις αλληλεπιδράσεις και τις αλληλεξαρτήσεις των κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. 520 218 263 Μέθοδοι πρόβλεψης για ευκαιρίες χαμηλού ρίσκου στα ανταλλακτήρια στοιχημάτων. This thesis refers to the various methods that can be used for low risk opportunities to betting exchanges and proposes an enhanced tool for this market. Our BetBot tool combines statistical methods of artificial intelligence, leading to a powerful, automated model prediction of the final result. This tool is implemented incrementally, in order to be fully scalable and to provide opportunity for future expansion. Regarding prediction strategies, there have been several experiments and tests that are based on machine learning. More specifically, clustering techniques and association rules have been used for unsupervised learning. As for supervised learning, neural networks and decision trees have been used. Ultimately, we concluded that, in order to optimize the profit, cost-sensitive learning should be used, which was found to be more efficient than the other techniques. Another recommended strategy is Arbitrage strategy. Arbitrage and risk-free trading opportunities are considered to be exploited quickly after they appear. There are many references though, that highlight the inefficiency of betting exchange markets which can lead to profitable investments. Current work focuses on identifying existing patterns that offer opportunities for low-risk bet-trading. Based on statistical analysis, we identified a class of cases where inter-market arbitrage/trading is possible. The prediction model has been enhanced by clustering and artificial intelligence techniques aiming at maximizing the profit on the long-term. Η διπλωματική αυτή εργασία αναφέρεται στις διάφορες μεθόδους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ευκαιρίες χαμηλού ρίσκου στα ανταλλακτήρια στοιχημάτων και προτείνει ένα βελτιωμένο εργαλείο για την αγορά αυτή. Το BetBot ως εργαλείο μας συνδυάζει στατιστικές μεθόδους τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες οδηγούν σε ένα ισχυρό, αυτοματοποιημένο μοντέλο πρόβλεψης του τελικού αποτελέσματος. Το εργαλείο αυτό είναι υλοποιημένο κλιμακωτά, ώστε να παρέχει πλήρη δυνατότητα μελλοντικής επέκτασης. Για την αύξηση της απόδοσης του εργαλείου μας, προβήκαμε στη λύση της παραλληλοποίησης, η οποία μας απέδωσε σημαντικά συμπεράσματα. Όσον αφορά τις στρατηγικές πρόβλεψης, έχουν γίνει διάφορα πειράματα και διάφορες δοκιμές, οι οποίες βασίζονται στη μηχανική μάθηση. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν για τη μάθηση χωρίς επίβλεψη τεχνικές συσταδοποίησης και κανόνες συσχέτισης. Όσον αφορά τη μάθηση με επίβλεψη, χρησιμοποιήθηκαν νευρωνικά δίκτυα και δέντρα αποφάσεων. Τελικά, καταλήξαμε ότι για να υπάρξει βελτιστοποίηση κέρδους, θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η μάθηση με ευαισθησία στο κόστος, η οποία βρέθηκε να είναι η αποδοτικότερη σε σχέση με τις υπόλοιπες. Μία άλλη προτεινόμενη στρατηγική είναι η στρατηγική Arbitrage. Οι Arbitrage κι απαλλαγμένες από ρίσκο εμπορικές ευκαιρίες θεωρείται ότι αξιοποιούνται γρήγορα μετά την εμφάνισή τους. Υπάρχουν, ωστόσο, πολλές αναφορές που αναδεικνύουν την ανεπάρκεια των αγορών ανταλλακτηρίου στοιχήματος η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κερδοφόρες επενδύσεις. Η τρέχουσα εργασία εστιάζει στον εντοπισμό των υφιστάμενων προτύπων που προσφέρουν ευκαιρίες για χαμηλού ρίσκου ανταλλαγές στοιχήματος. Με βάση τη στατιστική ανάλυση, εντοπίσαμε μια τάξη περιπτώσεων, όπου η arbitrage ανταλλαγή στο εσωτερικό της αγοράς είναι δυνατή. Το μοντέλο πρόβλεψης έχει βελτιωθεί με συσταδοποίηση και τεχνικές τεχνητής νοημοσύνης, οι οποίες στοχεύουν στη μεγιστοποίηση του κέρδους μακροπρόθεσμα. 521 262 222 Independence and transparency of the European Central Bank: a theoretical and empirical approach Η ανεξαρτησία και η διαφάνεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: μια θεωρητική και εμπειρική προσέγγιση This PhD thesis studies and contributes to the literature regarding central bank independence and central bank transparency. The thesis is split into three parts with the first part providing in-depth reviews of the issues and key papers of both the theoretical and empirical literature on the central bank independence and transparency. Furthermore, there is an extensive review of the goals and functions of the European Central Bank (ECB) as well a short survey concerning the issues of inde¬pendence and transparency of the ECB. In the second part we examine how wage indexing affects the optimal degree of central bank con-servativeness. In particular, in the third chapter of the thesis we develop a theoretical model when there is a monopoly worker union in the economy which is explicitly inflation-averse and examine how wage indexing affects the optimal degree of central bank conservativeness. In the fourth chapter we study the same issue but in a dynamic setting where the economy is characterized by employment persistence. In the third part we examine the relationship between central bank independence, transparency and public debt policy. In particular, in the fifth chapter we empirically estimate the relationship between central bank transparency and the percentage of nominal debt for various OECD countries. In the sixth chapter we develop a theoretical model where we examine the inter-relationships between central bank independence, transparency and public debt issuing policy. The last part of the thesis reviews the results of the thesis and draws conclusions and recommenda¬tions towards the ECB. Η Διδακτορική Διατριβή μελετά και συνεισφέρει στην βιβλιογραφία της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας των κεντρικών τραπεζών. Στο πρώτο κεφάλαιο διεξάγεται μια εκτενής επισκόπηση τόσο της θεωρητικής όσο και της εμπειρικής βιβλιογραφίας στα ζητήματα της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας των κεντρικών τραπεζών. Στο δεύτερο κεφάλαιο πραγματοποιείται εκτενής αναφορά και στην λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ως προς τους ρητούς στόχους που θέτει καθώς και στις θεσμικές ρυθμίσεις που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία και διαφάνεια αυτής. Στο τρίτο κεφάλαιο της Διατριβής αναπτύσσεται αλγεβρικό υπόδειγμα όπου εξετάζεται η επίδραση της αυτόματης τιμαριθμικής αύξησης των ονομαστικών μισθών στον βαθμό συντηρητισμού της κεντρικής τράπεζας όταν στην οικονομία υπάρχει μονοπωλιακή εργατική ένωση με ρητή απέχθεια στον πληθωρισμό. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζεται η επίδραση της αυτόματης τιμαριθμικής αύξησης στον πληθωρισμό σε μια δυναμική οικονομία όπου υπάρχει επιμονή στην απασχόληση. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται εμπειρικά η οποιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ του βαθμού διαφάνειας των κεντρικών τραπεζών και της πολιτικής έκδοσης δημοσίου χρέους, και πιο συγκεκριμένα του ποσοστού του ονομαστικού δημοσίου χρέους. Στο έκτο κεφάλαιο αναπτύσσεται θεωρητικό υπόδειγμα όπου εξετάζονται οι συσχετίσεις και αλληλεπιδράσεις μεταξύ της ανεξαρτησίας των κεντρικών τραπεζών, της διαφάνειας των κεντρικών τραπεζών και της πολιτικής έκδοσης δημοσίου χρέους. Στο τελευταίο κεφάλαιο συνοψίζονται τα αποτελέσματα της Διδακτορικής Διατριβής βάσει των οποίων αναπτύσσονται προτάσεις προς την ΕΚΤ. 522 350 367 Algorithms and techniques for efficient and effective nearest neighbours classification. Αλγόριθμοι και τεχνικές για αποδοτική και αποτελεσματική κατηγοριοποίηση εγγύτερων γειτόνων. Although the k-NN classifier is considered to be an effective classification algorithm, it has some major weaknesses that may render its use inappropriate for some application domains and / or datasets. The first one is the high computational cost involved (all distances between each unclassified item and all training data must be computed). Although nowadays systems are equipped with powerful processors, in cases of large datasets, this drawback renders the classification a time-consuming and in some cases a prohibitive procedure. Another weakness is the high storage requirements for maintaining the training data. Eager classifiers (e.g., decision tress, neural networks) can discard the training data after the construction of the classification model in order to save space. In contrast, the k-NN classifier must have all the training data always available. Moreover, the classification accuracy achieved by the classifier depends on the quality of the available training data. Noisy and mislabelled data, as well as outliers and overlaps between data regions of different classes may mislead the algorithm and affect the classification accuracy. The aforementioned weaknesses constitute an active research problem. The dissertation is motivated by these weaknesses and tries to remedy the problem. Therefore, it contributes novel algorithms and techniques that can effectively deal with the aforementioned weaknesses. In other words, it proposes algorithms and techniques for efficient and effective k-NN classification. The contributions are distinguished into three main categories: (i) new data reduction techniques that deal with all the weak points of the classifier and avoid the limitations and disadvantages of existing data reduction techniques, (ii) novel hybrid algorithms that combine different types of speed-up techniques and that can effectively reduce the computational cost of the classifier, and, (iii) improvements and experimentations for existing algorithms. The proposed algorithms, techniques and improvements are evaluated on several datasets and experimentally compared to state-of-the-art methods. The experimental measurements are validated by statistical tests of significance. The results illustrate that the proposed methods satisfy the goals for which they were developed and lead to improved classification, in terms of accuracy, preprocessing and computational cost. Ο κατηγοριοποιητής κ εγγύτερων γειτόνων είναι ένας αποτελεσματικός αλγόριθμος κατηγοριοττοίησης. Ωστόσο, περιλαμβάνει μειονεκτήματα και αδυναμίες που τον καθιστούν ακατάλληλο σε συγκεκριμένα πεδία εφαρμογής ή/και σύνολα δεδομένων. Το πρώτο μειονέκτημα είναι το υψηλό κόστος κατηγοριοποίησης ως αποτέλεσμα του υπολογισμού των αποστάσεων μεταξύ κάθε αντικείμενου προς κατηγοριοποίηση και όλων των αντικειμένων που ανήκουν στο σύνολο εκπαίδευσης. Αν και τα σημερινά υπολογιστικά συστήματα είναι εφοδιασμένα με ισχυρούς επεξεργαστές, σε περιπτώσεις μεγάλων συνόλων δεδομένων, το συγκεκριμένο μειονέκτημα καθιστά την κατηγοριοποίηση μια ιδιαίτερα χρονοβόρα διαδικασία, η εκτέλεση της οποίας μπορεί να είναι απαγορευτική. Το δεύτερο μειονέκτημα αφορά τις μεγάλες απαιτήσεις σε αποθηκευτικό χώρο. Κατηγοριοποιητές που βασίζονται σε μοντέλα κατηγοριοποίησης (π.χ., δένδρα απόφασης, νευρωνικά δίκτυα) μπορούν μετά την κατασκευή του μοντέλου να διαγράψουν τα δεδομένα εκπαίδευσης ώστε να εξοικονομήσουν χώρο. Αντίθετα ο κατηγοριοποιητής κ εγγύτερων γειτόνων πρέπει να έχει πάντα όλα τα δεδομένα εκπαίδευσης διαθέσιμα. Έτσι δεν είναι δυνατή η εξοικονόμηση αποθηκευτικού χώρου. Τέλος, η ακρίβεια που επιτυγχάνει ο κατηγοριοποιητής κ εγγύτερων γειτόνων εξαρτάται από την ποιότητα των δεδομένων εκπαίδευσης. Δεδομένα με θόρυβο, αντικείμενα χωρίς ετικέτα κλάσης, ακραία σημεία και επικαλύψεις στις περιοχές διαφορετικών κλάσεων αποπροσανατολίζουν τον κατηγοριοποιητή με αποτέλεσμα τη μείωση της ακρίβειας. Τα μειονεκτήματα αυτά αποτελούν μια ενεργή περιοχή έρευνας. Η διδακτορική διατριβή έχει ως κίνητρο την αντιμετώπιση των συγκεκριμένων μειονεκτημάτων. Ως εκ τούτου, η διατριβή συνεισφέρει καινοτόμους αλγόριθμους που αντιμετωπίζουν με αποτελεσματικό τρόπο τα μειονεκτήματα αυτά Με άλλα λόγια, η διατριβή προτείνει αλγόριθμους και τεχνικές αποτελεσματικής κατηγοριοποίησης εγγύτερων γειτόνων. Η συνεισφορά έχει χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: (ί) νέες τεχνικές μείωσης όγκου των δεδομένων εκπαίδευσης που αντιμετωπίζουν όλα τα μειονεκτήματα και δεν παρουσιάζουν τις αδυναμίες υπαρχουσών τεχνικών, (ϋ) υβριδικούς αλγορίθμους που συνδυάζουν διαφορετικού τύπουμεθόδους επιτάχυνσης με στόχο την μείωση του υπολογιστικού κόστους της κατηγοριοποίησης (iii) βελτιώσεις σε υπάρχουσες τεχνικές και πειραματικές μελέτες. Η απόδοση των προτεινόμενων αλγόριθμων, τεχνικών και βελτιώσεων ελέγχθηκε πειραματικά και συγκρίθηκε με γνωστές στη βιβλιογραφία μεθόδους χρησιμοποιώντας διάφορα σύνολα δεδομένων. Οι πειραματικές μετρήσεις επικυρώθηκαν με το μη παραμετρικό στατιστικό τεστ του Wilcoxon Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι αλγόριθμοι, οι τεχνικές και οι βελτιώσεις επιτυγχάνουν τον σκοπό για τον οποίο αναπτύχθηκαν και ότι οδηγούν σε αποτελεσματική κατηγοριοποίηση σε ότι αφορά την ακρίβεια, το κόστος κατηγοριοποίησης και το κόστος προ-επεξεργασίας. 523 447 404 Education-teaching of Byzantine music. The education (pedagogical) - teaching process for Byzantine music, though extremely important in its hermeneutical approach, has not been organized in a complete educational system, to this very day. The lack of such a system has led to the composition of this dissertation, which is based upon certain definite scientific data. First of all, the first motives and observations that we have available on musical education are being investigated and evaluated. To be exact, it concerns the most important texts written by the Christian Greek Orthodox Church Authors, as well as the theoretical textbooks of the Byzantine era. Naturally, the indication of the aforementioned elements is only introductory. The main body of this dissertation is referring to a primary modern application of an experimental Educational Programme of the Ministry of Education and Religious Affairs in the category of the Operational Programmes for Education and Initial Vocational Training (OPEIVT). Its applications, in research, in education, and its references to the education (pedagogical) -teaching of the Byzantine music, constitute the presupposition to evaluate this particular experience and the drawing up of a digitization and database plan. The actions and results of the Programme in combination with structures and modern technological means for the Educational Programme OPEIVT, in which distinguished professors have taught, have completed the digitization of a great volume of Educational Programmes and lessons of the OPEIVT. The creation of a digitized database and the administration of the material, as well as their analysis with the drawing out of questions, and finally, the creation of diagrams, constitute the completion of the evaluation of the OPEIVT. All these digital applications contribute to the now modern investment of the utilization of an Educational Programme, setting the foundations for a modern perspective of paedagogical-teaching of the Byzantine music, and that is being promoted digital through this dissertation. In conclusion, the comments, the speculations, the ascertainments, the questions and results that have been extracted concerning the teaching Programme and professors, mainly have to do with their personality and field of expertise. The tactical professors: D.Sourlatzis, Ch.Taliadoros, L.Asteris, A.Alygizakis, developed some basic and complete subjects and consisted of the core of the OPEIVT Programme with their exceptionally interesting theoretical-historical analysis, but mainly with their monumental and extended chanting performances. The teaching and way of organizing each lesson of the five professors validates their differentiation in the fields-Schools from which each one of them comes from, their personal experiences and teaching estimations. It can easily be observed, that the purpose of the OPEIVT Programme was to enhance the musical repertoire in the modern schools and conservatories, which remains limited up until this very day, by the usual repertoire being taught. Η παιδαγωγική – διδακτική της βυζαντινής μουσικής, παρά την ενδιαφέρουσα ερμηνευτική προσέγγισή της, δεν έχει οργανωθεί μέχρι σήμερα σε ένα πλήρες εκπαιδευτικό σύστημα. Η έλλειψη αυτή οδήγησε στη σύνταξη της ανά χείρας εργασίας, η οποία στηρίζεται σε συγκεκριμένα επιστημονικά δεδομένα. Κατ’ αρχήν ερευνώνται και αξιολογούνται οι πρώτες παρατηρήσεις που έχουμε στη διάθεσή μας για τη μουσική αγωγή. Πρόκειται, πιο συγκεκριμένα, για τα κείμενα των Ελλήνων εκκλησιαστικών συγγραφέων της Ανατολικής Χριστιανικής Εκκλησίας, καθώς και για τα θεωρητικά εγχειρίδια της βυζαντινής περιόδου. Η επισήμανση των παραπάνω στοιχείων επέχει εισαγωγική θέση στην εργασία μας. Ο κύριος κορμός της διατριβής αυτής στρέφεται σε μια πρώτη σύγχρονη εφαρμογή ενός πιλοτικού Εκπαιδευτικού Προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων της κατηγορίας των επιχειρησιακών προγραμμάτων ΕΠΕΑΕΚ. Οι ερευνητικές και εκπαιδευτικές εφαρμογές του Προγράμματος σχετικά με την παιδαγωγική – διδακτική της βυζαντινής μουσικής αποτέλεσαν την προϋπόθεση αξιοποίησης της συγκεκριμένης αυτής εμπειρίας για την κατάστρωση ενός σχεδιασμού ψηφιοποίησης και τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων. Οι ενέργειες και τα αποτελέσματα του προγράμματος σε συνδυασμό με τις υποδομές σύγχρονων τεχνολογικών μέσων για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα ΕΠΕΑΕΚ, στο οποίο δίδαξαν διακεκριμένοι καθηγητές, ολοκλήρωσαν τη «δράση» της ψηφιοποίησης μεγάλου όγκου εκπαιδευτικών προγραμμάτων και μαθημάτων του ΕΠΕΑΕΚ. Η δημιουργία βάσης δεδομένων των ψηφιοποιήσεων και της διαχείρισης του υλικού, η ανάλυσή τους με την εξαγωγή ερωτημάτων και τέλος η δημιουργία διαγραμμάτων αποτελούν το επιστέγασμα της αξιολόγησης του προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ. Όλες αυτές οι ψηφιακές εφαρμογές συντείνουν στη σύγχρονη πλέον επένδυση αξιοποίησης ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, που θέτει τις βάσεις για τη σύγχρονη προοπτική της παιδαγωγικής – διδακτικής της βυζαντινής μουσικής και που παρουσιάζεται και προβάλλεται στο ευρύτερο κοινό σε ψηφιακή μορφή από την παρούσα εργασία. Τέλος ο σχολιασμός, οι προβληματισμοί, οι διαπιστώσεις, τα συμπεράσματα και τα ερωτήματα που εγείρονται για το πρόγραμμα διδασκαλίας και τους διδάξαντες καθηγητές αφορούν αφενός μεν στην προσωπικότητα και αφετέρου στο γνωστικό αντικείμενό τους. Οι τακτικοί καθηγητές: Δ. Σουρλατζής, Χ. Ταλιαδώρος, Λ.Αστέρης, Α. Αλυγιζάκης, ανέπτυξαν βασικές και ολοκληρωμένες θεματικές και αποτέλεσαν τον πυρήνα του προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ με τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεωρητικο-ιστορικές αναλύσεις κυρίως όμως με τις μνημειώδεις και εκτεταμένες ψαλμικές ερμηνείες τους. Η διδασκαλία και ο τρόπος οργάνωσης του κάθε μαθήματος των βασικών πέντε καθηγητών τεκμηριώνει τη διαφορετικότητά τους στις περιοχές – Σχολές από τις οποίες προέρχονται από τις προσωπικές εμπειρίες και τις διδακτικές εκτιμήσεις του καθενός. Παρατηρείται ότι ο σκοπός του προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ ήταν να διευρυνθεί το μουσικό ρεπερτόριο στις σύγχρονες σχολές και ωδεία, το οποίο είναι περιορισμένο μέχρι και σήμερα, από το συνηθισμένο ρεπερτόριο που διδάσκεται. 524 152 149 Commodities fundamentals and time series forecasting models of daily prices Βασικές αρχές εμπορευμάτων και μοντέλα πρόβλεψης χρονοσειρών των ημερήσιων τιμών The present study deals with commodities and time series analysis to create daily price forecasting models and basic daily return risk analysis. The purpose of this work is to investigate the fundamental concepts of commodities and to interpret the interaction between them, as well as how their prices are affected. First, the theoretical background of commodities and their dynamics in the world economy are analyzed. In addition, linear models of daily price forecasting are created and daily returns at risk level are interpreted. ARIMA models are created as prediction models, which are compared for their predictive ability in out of sample forecasting. For this purpose, daily historical closing prices are used until the time 17/7/2020. Risk analysis is performed from the point of view of volatility by finding the number of jumps in GARCH models in the whole sample of daily returns. Η παρούσα μελέτη ασχολείται με τα χρηματιστηριακά εμπορεύματα και την ανάλυση χρονοσειρών για τη δημιουργία μοντέλων πρόβλεψης ημερήσιων τιμών και στοιχειώδεις ανάλυσης ρίσκου ημερήσιων αποδόσεων. Σκοπός της εργασίας είναι να ερευνήσει τις θεμελιώδεις έννοιες των εμπορευμάτων και να ερμηνεύσει την αλληλεπίδραση μεταξύ τους, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζονται οι τιμές τους. Αρχικά, αναλύεται το θεωρητικό υπόβαθρο των εμπορευμάτων και η δυναμική τους στην παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον, δημιουργούνται γραμμικά μοντέλα πρόβλεψης ημερήσιων τιμών και ερμηνεύονται οι ημερήσιες αποδόσεις σε επίπεδο ρίσκου. Ως μοντέλα πρόβλεψης δημιουργούνται ARIMA υποδείγματα, τα οποία συγκρίνονται για την προβλεπτική τους ικανότητα σε εκτός δείγματος πρόβλεψη. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται ημερήσιες ιστορικές τιμές κλεισίματος μέχρι τη χρονική στιγμή 17/7/2020. Η ανάλυση ρίσκου πραγματοποιείται από την οπτική της διακύμανσης με την εύρεση πλήθους jumps σε GARCH υποδείγματα στο σύνολο του δείγματος των ημερήσιων αποδόσεων. 525 338 306 Oil crises: a theoretical and empirical research on their causes, their effects on the economy of developed western countries and on the economic policies used to combat them. Πετρελαϊκές κρίσεις: μια θεωρητική και εμπειρική έρευνα για τα αίτια που τις προκαλούν, τις επιδράσεις τους στην οικονομία ανεπτυγμένων χωρών του δυτικού κόσμου και τις πολιτικές καταπολέμησης τους. The study of the impact that the oil shocks can cause in the economy continues to attract great interest from researchers in recent years. The purpose of this study is to analyze the effects that a change in the price of oil - due to changes in demand or supply- can cause to the gross domestic product, the inflation rate and the unemployment rate of 14 developed countries and the European Union of 15, and to study and compare the ability of different economic policies to combat the negative effects of the oil crisis. For this reason a structural model of four linear equations is estimated by the regression of least squares in two steps method. Additionally, the predictive ability of the model equations is studied by applying the simulation method in order to calculate the dynamic multipliers of the impact of the change in oil price on the economy and to study and estimate the ability of various alternative economic policies to reduce the adverse effects of the oil crisis. This way, comparative conclusions can be drawn regarding the economies of the countries. The results of empirical analysis showed that in most of the countries examined, an increase in the oil price, which can come either from an increase in oil demand or by a reduction in oil supply, causes a reduction of the gross domestic product, and an increase in inflation and unemployment. The implementation of an economic policy which aims to reduce the cost by reducing the nominal interest rate is able to combat to a degree the adverse effects of an increase in oil price, achieving GDP growth, reduction of inflation and a drop in unemployment. On the other hand, an economic policy focused on increasing public spending is likely to lead to an increase in GDP and reduce unemployment but it will cause greater inflation Η διερεύνηση των επιπτώσεων που μπορούν να επιφέρουν οι πετρελαϊκές κρίσεις στην οικονομία συνεχίζει να προσελκύει το έντονο ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία χρόνια. Σκοπός της διατριβής αυτής είναι να αναλύσει τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει μία μεταβολή της τιμής του πετρελαίου -εξαιτίας μεταβολών στη ζήτηση ή την προσφορά του- στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, το ρυθμό πληθωρισμού και το ποσοστό ανεργίας 14 ανεπτυγμένων χωρών και στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 15. Επίσης, να μελετήσει και να συγκρίνει τα αποτελέσματα άσκησης διαφορετικών οικονομικών πολιτικών για την αντιμετώπιση των κρίσεων αυτών. Για το σκοπό αυτό εκτιμάται ένα διαρθρωτικό υπόδειγμα τεσσάρων γραμμικών εξισώσεων με τη μέθοδο των ελάχιστων τετραγώνων σε δύο στάδια. Επιπλέον, εξετάζεται η προβλεπτική ικανότητα του υποδείγματος εξισώσεων εφαρμόζοντας τη μέθοδο της προσομοίωσης και εκτιμώντας τους δυναμικούς πολλαπλασιαστές των επιπτώσεων της μεταβολής της πετρελαϊκής τιμής καθώς και διαφόρων εναλλακτικών οικονομικών πολιτικών ώστε να εξαχθούν συγκριτικά συμπεράσματα για τις οικονομίες των χωρών. Τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης έδειξαν οτι στην πλειοψηφία των χωρών που εξετάστηκαν μία αύξηση της πετρελαϊκής τιμής η οποία μπορεί να προέρχεται ειτε από αύξηση της ζήτησης του ειτε από μείωση της προσφοράς του, προκαλεί μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, αύξηση του πληθωρισμού και αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Η άσκηση μίας οικονομικής πολιτικής η οποία στοχεύει στη μείωση του κόστους, και εκφράζεται με τη μείωση του ονομαστικού επιτοκίου είναι ικανή να καταπολέμησει σε έναν βαθμό τα δυσμενή αποτελέσματα μίας αύξησης της πετρελαϊκής τιμής, επιτυγχάνοντας αύξηση του ΑΕΠ, μείωση του πληθωρισμού και του ποσοστού ανεργίας. Από την άλλη πλευρά η άσκηση μίας πολιτικής με επίκεντρο την αύξηση των δημοσίων δαπανών είναι ικανή να οδηγήσει σε μία αύξηση του ΑΕΠ και μείωση του ποσοστού ανεργίας πυροδοτώντας όμως μεγαλύτερο πληθωρισμό. 526 228 249 Risk-based decision making for the management of European operational programs Ποσοτική ανάλυση για τη λήψη αποφάσεων με βάση τη διαχείριση ρίσκου των επιχειρησιακών προγραμμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης The present thesis presents a decision support framework used in risk assessment and cost management regarding the European Regional Operational Programs. A method is developed for the combined risk-benefit-cost assessments both of physical and procedural systems. The analytical techniques cover the spectrum of qualitative, semi-quantitative to fully quantitative analytical tools for the calculation of frequency, consequence, risk, benefit and cost quantities. The present approach lies on the need to provide an improved method for the management of European regional (country) operational programs. Results refer to the Regional (Prefecture) Operational Program in Western Macedonia, Greece, during the implementation of the 3rd (2000-2006) and 4th (2007-2013) programming periods. Various methodological aspects have been continuously implemented over a thirteen year period since 2002-2014 in the above Regional Operational Programs. The generic nature of the method permits its use in the management of similar European regional programs in other European countries, especially after the recent EU enlargement. Results arisen from this study indicate that the methodology developed here can be a valuable tool for the management of European operational programs for the 5th programming period that covers the period beginning from 2014-2020. The methodology is also well suited to address the issues related to the European Commission’s efforts for fraud-risk assessment and for effective and proportionate anti-fraud measures over 2014-2020 programming period. Η παρούσα διατριβή παρουσιάζει ένα πλαίσιο για την εκτίμηση ρίσκου για χρήση στη διαχείριση Ευρωπαϊκών επιχειρησιακών προγραμμάτων. Παρουσιάζει μία μεθοδολογία για την εκτίμηση ρίσκου-οφέλους-κόστους φυσικών συστημάτων καθώς και συστήματα διαδικασιών. Οι αναλυτικοί μέθοδοι καλύπτουν το φάσμα των ποιοτικών, ημι-ποσοτικών και πλήρως ποσοτικών αναλυτικών εργαλείων για τον υπολογισμό των παραμέτρων της συχνότητας, επίπτωσης, ρίσκου, οφέλους και κόστους. Το κίνητρο για την παρούσα μεθοδολογία προέρχεται από την ανάγκη για βελτιωμένη μεθοδολογία αναφορικά με τη διαχείριση Ευρωπαϊκών περιφερειακών επιχειρησιακών προγραμμάτων. Παρουσιάζονται αποτελέσματα από τα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα που εφαρμόστηκαν στη Δυτική Μακεδονία κατά τη διάρκεια της 3ης και 4ης προγραμματικής περιόδου, 2000-2006 και 2007-2013 αντίστοιχα. Οι διάφορες πτυχές της μεθοδολογίας εφαρμόζονταν συνεχώς κατά τη διάρκεια των δεκατριών ετών από το 2002-2014. Η γενική προσέγγιση της μεθοδολογίας που ακολουθεί η εν λόγω μεθοδολογία της επιτρέπει να εφαρμόζεται σε παρόμοια Ευρωπαϊκά περιφερειακά προγράμματα και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα μετά τη διερεύνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την παρούσα μελέτη υποδεικνύουν ότι η μεθοδολογία που παρουσιάζεται μπορεί να είναι να αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο στη διαχείριση των Ευρωπαϊκών επιχειρησιακών προγραμμάτων για την όσον αφορά την 5η προγραμματική περίοδο 2014-2020. Η μεθοδολογία είναι επίσης κατάλληλη για την αντιμετώπιση θεμάτων σχετικά με την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για εκτίμηση της απάτης με βάση την ανάλυση του ρίσκου και για αποτελεσματικά μέτρα και για τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων κατά της απάτης κατά την 5η προγραμματική περίοδο 2014-2020. 527 426 500 Behavioral user modeling for web and cloud end-user development environments Συμπεριφορική μοντελοποίηση χρηστών σε περιβάλλοντα ιστού και υπολογιστικής νέφους γα την ανάπτυξη εφαρμογών από τελικούς χρήστες This thesis addresses the challenges of user modeling in cloud and web based End-User Development (EUD) environments by monitoring users’ behavior and taking into account human characteristics. Initially, an innovative development approach is designed to assist end-users in building database-centric applications following the relational scheme. The proposed approach is called Simple-Talking since all technical terminology is replaced by simple words and concepts more familiar to the end-user. The Simple-Talking approach is integrated into a prototype cloud-based EUD tool and is evaluated via an experimental study. The results reveal high scores of user performance without being affected by the user’s expertise level. Impact on performance seems to be exercised by gender, as well as perceived ease of use and perceived usefulness. Secondly, the RULES model is structured. RULES is a new user model consisting of basic gender properties that tend to affect the end-users’ behavior and performance. RULES model includes the five most important end-user features such as: risk perception, self-efficacy, willingness to learn, etc., that resulted from an extensive literature review of popular Human Computer Interaction theories. To model the user based on the RULES properties, a research is developed to implicitly monitor the end-users behavior. For this, methods to monitor mouse, keyboard and eye movements are applied during the user-system interaction. Mouse and keyboard tracking methodology includes the taxonomy of measurable items like mouse events and keystroke dynamics that can be detected in real time on the client-side and stored in a database. The methodology is experimentally evaluated, and the results of the statistical analysis reveal a number of significant correlations between the mouse/ keyboard metrics and the properties of the RULES model. Similarly, the methodology for recording eye movements includes the classification of eye-metrics such as fixation and pupil diameter. The eye tracking approach is experimentally evaluated on a sample of volunteers using the Tobii Eye Tracker software and hardware tool. Significant correlations between eye behavioral data and properties of the RULES model are detected during the data analysis. According to the thesis findings, gender and behavioral metrics (as derived from mouse/keyboard and eye monitoring research) are key EUD attributes to define end-user developer models. The proposed user model is semantically represented via an ontology-based framework. The model is further exploited to define an inference mechanism by which the collected data can be used in diagnosing users’ domain knowledge level, perceptional and acceptance characteristics. This approach ensures that user modeling is possible when initial knowledge is small and new behaviors are encountered over time. Η παρούσα διδακτορική διατριβή καλείται να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις μοντελοποίησης τελικών χρηστών σε περιβάλλοντα ανάπτυξης εφαρμογών, βασισμένα στον ιστό και στην υπολογιστική νέφους. Η κατεύθυνση που ακολουθεί είναι η καταγραφή της συμπεριφοράς του χρήστη κατά την αλληλεπίδρασή του με τα εν λόγω συστήματα και η συγκέντρωση ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Αρχικά, σχεδιάζεται μια καινοτόμα προσέγγιση ανάπτυξης εφαρμογών βάσεων δεδομένων με στόχο την υποβοήθηση των τελικών χρηστών στην κατασκευή εφαρμογών επικεντρωμένων στο σχεσιακό μοντέλο βάσεων δεδομένων. Η προτεινόμενη τεχνική ονομάζεται Simple-Talking και αποκρύπτει κάθε τεχνική ορολογία και την αντικαθιστά με έννοιες πιο οικείες προς στον τελικό χρήστη. Η τεχνική Simple-Talking ενσωματώνεται σε ένα πρωτότυπο εργαλείο βασισμένο σε αρχιτεκτονική υπολογιστικής νέφους και αξιολογείται μέσω πειραματικής διαδικασίας. Στα αποτελέσματα σημειώνεται υψηλή απόδοση χρηστών χωρίς αυτή να επηρεάζεται από το βαθμό εμπειρίας τους στη σχεδίαση βάσεων δεδομένων. Επιρροή στην απόδοση φαίνεται να ασκεί το φύλο, καθώς και η αντίληψη ευκολίας χρήσης και η αντίληψη χρησιμότητας. Στη συνέχεια δομείται το μοντέλο RULES, ένα νέο μοντέλο χρήστη αποτελούμενο από βασικές ιδιότητες φύλου που τείνουν να επηρεάζουν τη συμπεριφορά και την απόδοση των τελικών χρηστών. Το RULES περιλαμβάνει τα πέντε πιο σημαντικά χαρακτηριστικά των χρηστών όπως: αντίληψη κινδύνου, αυτοπεποίθηση, θέληση για μάθηση κλπ. τα οποία προέκυψαν μετά από εκτεταμένη βιβλιογραφική ανασκόπηση δημοφιλών θεωριών της Αλληλεπίδρασης Ανθρώπου-Υπολογιστή. Για τη μοντελοποίηση του χρήστη με βάση το μοντέλο RULES αναπτύσσεται μία ακόμη ερευνητική κατεύθυνση, η ‘σιωπηρή’ παρακολούθηση και καταγραφή της συμπεριφοράς των χρηστών. Για να επιτευχθεί, εφαρμόζονται μέθοδοι καταγραφής των κινήσεων του ποντικιού, του πληκτρολογίου και του ματιού, κατά την αλληλεπίδραση των χρηστών με συστήματα ανάπτυξης εφαρμογών. Η καταγραφή των κινήσεων του ποντικού και του πληκτρολογίου περιλαμβάνει την ταξινόμηση ενός πλήθους μετρήσιμων δεικτών γεγονότων ποντικιού και πληκτρολογίου, που μπορούν να ανιχνευτούν μέσω ειδικού λογισμικού, στα προγράμματα περιήγησης, σε πραγματικό χρόνο και την αποθήκευση σε μια βάση δεδομένων. Η μεθοδολογία αξιολογείται πειραματικά, και από τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ένα πλήθος σημαντικών συσχετίσεων ανάμεσα στις μετρικές ποντικιού/ πληκτρολογίου και στις ιδιότητες του μοντέλου RULES. Παρόμοια, η μεθοδολογία καταγραφής των κινήσεων του ματιού περιλαμβάνει την ταξινόμηση δεικτών οφθαλμικής συμπεριφοράς όπως η εστίαση και η διάμετρος της κόρης. Για την πειραματική αξιολόγηση χρησιμοποιείται το εργαλείο οφθαλμικής καταγραφής Tobii Εye Τracker σε ένα δείγμα εθελοντών. Κατά την ανάλυση δεδομένων ανιχνεύονται σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στους δείκτες οφθαλμικής συμπεριφοράς και στις ιδιότητες του μοντέλου RULES. Τα ευρήματα των ανωτέρω μελετών για το φύλο και τα συμπεριφορικά δεδομένα, φαίνεται ότι αποτελούν χρήσιμη πληροφορία για τη μοντελοποίηση του χρήστη στο πλαίσιο των συστημάτων ανάπτυξης εφαρμογών από τελικούς χρήστες. Τελικά, το προτεινόμενο μοντέλο χρήστη αναπαρίσταται σε μορφή οντολογίας μέσω της χρήση τεχνολογιών Σημασιολογικού Ιστού. Με τη χρήση σημασιολογικών κανόνων παρουσιάζεται μια μεθοδολογία αξιοποίησης των καταγεγραμμένων δεδομένων με στόχο την κατάταξη του χρήστη σε ένα αντιπροσωπευτικό μοντέλο, αποδίδοντας τιμές στο επίπεδο γνώσης του και τις αντιληπτικές του ιδιότητες. Η προτεινόμενη οντολογική προσέγγιση εξασφαλίζει τη μοντελοποίηση των χρηστών όταν η αρχική γνώση είναι μικρή και νέες συμπεριφορές μπορούν να παρουσιαστούν με την πάροδο του χρόνου. 528 241 229 Economic knowledge in secondary education. (Statistical assessment of the economic knowledge of the Macedonian Public High School students in the senior year). Οι οικονομικές γνώσεις στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση: μια αποτίμηση στους τελειόφοιτους μαθητές δημοσίων λυκείων της Μακεδονίας. The problem was to assess the economic knowledge of the Macedonian public high school students in their senior year. The economic literary status of the students’ knowledge was measured by using the “Test of economic literary” (TEL). Each test item was categorized by a cognitive level and a content category. Demographic and related data were also collected. The research was made in 1990 and the data from the test and the questionnaires were analyzed by the statistical package SP.SS. frequently distributions were used to summarize the responses to all items, a nova’s and the scheffe’s post hoc multiple comparison were used to test hypotheses were applicable.. The results showed that: 1) the average level in economic knowledge of the students was low. 2) the teaching of ‘economics “ helps in the understanding of economic concepts . 3) Students correctly answered the highest percentage of questions in the areas of “economic systems” (50.57%) and “microeconomics” (43.32%) and the lowest achievement was in “concepts for” evaluating “:economic actions and policies” (22.12%). 4) Of the cognitive levels, the highest percentage (49.645%) of correct responses was at the “knowledge level” and the lowest (37,74%) at the “evaluation level”. 5) Statistically significant differences (A=0.05) were found either in the content categories or in the cognitive levels between students from different types of high schools. Το πρόβλημα που τέθηκε με αυτή τη μελέτη ήταν να γίνει μία εκτίμηση των οικονομικών γνώσεων των μαθητών του λυκείου και συγκεκριμένα των τελειόφοιτων μαθητών των δημόσιων λυκείων της Μακεδονίας. Το επίπεδο των οικονομικών γνώσεων των μαθητών εκτιμήθηκε με ένα οικονομικού περιεχομένου τεστ “TEST των βασικών οικονομικών γνώσεων”(TEST of economic literary, TEL).Η έρευνα έγινε το 1990 (Φεβρουάριος-Μάιος) και το μέγεθος του δείγματος εκτιμήθηκε σε 2509 μαθητές. Επίσης συγκεντρώθηκαν δημογραφικά και άλλα σχετικά στοιχεία. Η στατιστική ανάλυση έδειξε: 1) το μέσο επίπεδο των οικονομικών γνώσεων των μαθητών ήταν χαμηλό. 2) η διαδικασία ενός οικονομικού μαθήματος στο λύκειο βοηθάει στη βελτίωση της κατανόησης των οικονομικών εννοιών. 3) οι μαθητές απάντησαν με το υψηλότερο ποσοστό σωστών απαντήσεων για τις κατηγορίες περιεχομένου “οικονομικά συστήματα” (50,57%) και “μικροοικονομία” (43,32%) και με το χαμηλότερο ποσοστό για την κατηγορία “αξιολόγηση οικονομικών αποφάσεων και πολιτικής” (22,12%). 4) για τα γνωστικά επίπεδα το πιο υψηλό (49,64) ποσοστό ήταν για το επίπεδο της “γνώσης” και το πιο χαμηλό (31,74) για το επίπεδο της “αξιολόγησης”. 5) βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές (Α=0,05) ως προς την απόδοση των διαφορετικών τύπων λυκείου, τόσο για τις κατηγορίες περιεχομένου όσο και για τα γνωστικά επίπεδα. Τέλος η έρευνα ολοκληρώνεται υπό το φως των παραπάνω αποτελεσμάτων με μια σύντομη κριτική ανάλυση των αναλυτικών προγραμμάτων του μαθήματος της “πολιτικής οικονομίας” στο λύκειο. 529 424 458 Το Πακιστάν στο μέσο των ανταγωνισμών Ιράν - Σαουδικής Αραβίας και Ινδίας - Κίνας The geographical regions of the Middle East and South and East Asia are areas of considerable interest in the study of International Relations, as they include countries with strong competitive behavior in their influence and position in the international system. The competing dipoles Iran - Saudi Arabia in the Middle East on the one hand and India - China in Asia on the other and how Pakistan as a third party affects the emerging power balances or uses them on a case - by - case basis to serve its interests is the main subject of this study. The competing relations of Iran-Saudi Arabia and China-India dipoles will be examined after analyzing Pakistan's relations with each of them, identifying the historical background of their relations, identifying points of convergence and divergence in their strategic goals and interests. The timing frame of the formation of the relations considered extends from the time of Pakistan's creation to the present. The time periods for analyzing the events are firstly the era before and after the end of the Cold War and afterwards in sub-periods according to the most important events. Work as a structure has three general parts. The first presents the theoretical background of the analysis. In the second, the two competing relationships are presented, and in the third, some useful conclusions are drawn. Chapter 1 presents the theoretical framework on which the analysis of the two competing relationships is based as well as the interaction of a third factor with them, with a realistic view of power balance theory as well as the importance of deterrence. Chapter 2 provides a brief breakdown of the power elements, focusing on economic and military power with additional data on the nuclear power of the three states considered. With the help of some indicators, some useful data on the power balance being formed are highlighted. Chapters 3 and 4 set out the context and friction points between Iran - Saudi Arabia and China - India respectively and each of these states with Pakistan in the end in order to show how this affects power balance and stability in the Middle East and South Asia. These include the effects of terrorism and extremism, religious competition as well as the possibility of a nuclear option for Iran - Saudi Arabia in contrast with the "balance of power" among Pakistan - India, competition for influence and increasing their status and finally the factor of territorial claims and the function of nuclear deterrence. Chapter 5 presents the conclusions drawn from the above analysis. Οι γεωγραφικές περιφέρειες της Μέσης Ανατολής και της Νότιας και Ανατολικής Ασίας, αποτελούν περιοχές αξιόλογου ενδιαφέροντος για τη μελέτη των Διεθνών Σχέσεων, καθόσον σε αυτήν περιλαμβάνονται κράτη με έντονη ανταγωνιστική συμπεριφορά ως προς την επιρροή και τη θέση τους στο διεθνές σύστημα. Τα ανταγωνιστικά δίπολα Ιράν – Σαουδική Αραβία στη Μέση Ανατολή από τη μία και Ινδία – Κίνα στην Ασία από την άλλη και το πώς το Πακιστάν ως τρίτος δρώντας επηρεάζει τις διαμορφούμενες ισορροπίες ισχύος ή τις χρησιμοποιεί κατά περίπτωση για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, αποτελεί το αντικείμενο αυτής της μελέτης. Θα εξεταστούν οι ανταγωνιστικές σχέσεις των δίπολων Ιράν – Σαουδικής Αραβίας και Κίνας – Ινδίας, αφού αρχικά γίνει ανάλυση των σχέσεων του Πακιστάν με κάθε μια από αυτές, προσδιορίζοντας το ιστορικό υπόβαθρο των σχέσεών τους, εντοπίζοντας σημεία σύγκλισης και απόκλισης στις στρατηγικές τους επιδιώξεις και τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Το χρονικό πλαίσιο της διαμόρφωσης των θεωρούμενων σχέσεων εκτείνεται από την περίοδο της δημιουργίας του Πακιστάν μέχρι και σήμερα. Οι χρονικές περίοδοι ανάλυσης των γεγονότων εντάσσονται αρχικά στην εποχή πριν και μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και στη συνέχεια σε υποπεριόδους ανάλογα με τα σημαντικότερα γεγονότα. Η εργασία ως δομή έχει τρία γενικά μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο της ανάλυσης. Στο δεύτερο παρουσιάζονται οι δυο ανταγωνιστικές σχέσεις και στο τρίτο ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Έτσι στο 1ο κεφάλαιο γίνεται παρουσίαση του θεωρητικού πλαισίου πάνω στο οποίο θα βασιστεί η ανάλυση των δύο ανταγωνιστικών σχέσεων καθώς και η αλληλεπίδραση ενός τρίτου παράγοντα σε αυτές, με επικρατέστερη τη ρεαλιστική θεώρηση και τη θεωρία της ισορροπίας της ισχύος, αλλά και στοιχεία σχετικά με τη λειτουργία της αποτροπής. Στο 2ο κεφάλαιο γίνεται μια σύντομη ανάλυση των στοιχείων ισχύος, εστιάζοντας στην οικονομική και τη στρατιωτική ισχύ με επιπλέον στοιχεία για την πυρηνική ισχύ των τριών από τα υπό θεώρηση κράτη. Επισημαίνονται δε, με τη βοήθεια ορισμένων δεικτών ορισμένα χρήσιμα στοιχεία για τη διαμορφούμενη ισορροπία ισχύος. Στο 3ο και στο 4ο κεφάλαιο προσδιορίζεται το πλαίσιο αντιπαράθεσης και τα σημεία τριβής ανάμεσα σε Ιράν – Σαουδική Αραβία και Κίνα – Ινδία αντίστοιχα αλλά και κάθε ενός από αυτά τα κράτη με το Πακιστάν ώστε στο τέλος να προκύψει πώς αυτό επηρεάζει την ισορροπία ισχύος και τη σταθερότητα στη Μέση Ανατολή και στη Νότια Ασία.Σε αυτά σημειώνεται η επίδραση της τρομοκρατίας και του εξτρεμισμού, ο θρησκευτικός ανταγωνισμός καθώς και το ενδεχόμενο της πυρηνικής επιλογής για το δίπολο Ιράν – Σαουδική Αραβία σε αντιπαράθεση με την «ισορροπία του τρόμου» ανάμεσα σε Πακιστάν – Ινδία, τον ανταγωνισμό για επιρροή και αύξηση του στάτους τους και τέλος τον παράγοντα των εδαφικών διεκδικήσεων και τη λειτουργία της πυρηνικής αποτροπής. Στο 5ο κεφάλαιο σημειώνονται τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την ανωτέρω ανάλυση. 530 234 252 Η εκπαιδευτική διπλωματία (Ε.Δ), ως υποκατηγορία δημόσιας διπλωματίας, και η συνεισφορά της στην άσκηση της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής των κρατών της Ε.Ε. μέσω της ήπιας ισχύος. Mελέτη περιπτώσεων της Μεγάλης Βρετανίας και των Η.Π.Α στην άσκηση εκπαιδευτικής διπλωματίας. The aim of this paper is, on the one hand, to define conceptually the term educational diplomacy on a theoretical level and, on the other hand, to show on a practical level (through the presentation of two examples of successful educational and cultural diplomacy in the USA and Great Britain) how to practice effective cultural and educational diplomacy; while, at the same time, it attempts to outline the educational diplomatic activity of Greece both in the European and in the wider international environment, as well (through the recording and brief presentation of organizations, institutions, partnerships, international networks involved in the practice of Educational Diplomacy). In addition, there is an effort to promote Educational diplomacy, as a branch of Cultural Diplomacy, and as a differentiated “soft power” approach to foreign policy, in parallel to the traditional one, which concerns not only states and governments, but also involves civil society and non-state actors, who can directly or indirectly, consciously or unconsciously, exert influence on international relations and developments and play a role in shaping a state's foreign policy or directing trends and perceptions globally. Finally, some remarks are made on what could be improved in Greek educational diplomacy, stressing the necessity to adopt some good practices, in order to further highlight its usefulness and its more effective use as a means of exercising and formulating Greek foreign policy and influence in countries all over the world. Στόχευση της παρούσης εργασίας είναι αφενός να οροθετήσει την εκπαιδευτική διπλωματία σε θεωρητικό επίπεδο και αφετέρου να δείξει σε πρακτικό επίπεδο (με την παρουσίαση δύο παραδειγμάτων επιτυχούς άσκησης εκπαιδευτικής και πολιτισμικής διπλωματίας των χωρών των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας) τον τρόπο άσκησης αποτελεσματικής πολιτιστικής και εκπαιδευτικής διπλωματίας, ενώ παράλληλα επιχειρεί να σκιαγραφήσει την εκπαιδευτική διπλωματική δραστηριότητα της Ελλάδος τόσο στο Ευρωπαϊκό, όσο και στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον (μέσα από την καταγραφή και σύντομη παρουσίαση οργανισμών, φορέων, συμπράξεων. Δικτύων που εμπλέκονται στην άσκηση Εκπαιδευτικής Διπλωματίας). Επιπρόσθετα, επιχειρείται η ανάδειξη της Εκπαιδευτικής διπλωματίας, ως κλάδου της Πολιτιστικής Διπλωματίας, που εντάσσεται σε μία διαφορετική προσέγγιση άσκησης εξωτερικής πολιτικής, πέραν της παραδοσιακής διπλωματίας στην σύγχρονη εποχή, και αφορά όχι μόνο τα κράτη και τις κυβερνήσεις, αλλά εμπλέκει την κοινωνία των πολιτών και τους μη κρατικούς δρώντες, οι οποίοι μπορούν άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα, να επηρεάσουν τις εξελίξεις και να διαδραματίσουν ρόλο στην διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής ενός κράτους ή να κατευθύνουν τάσεις και αντιλήψεις σε παγκόσμιο επίπεδο. Τέλος, γίνονται κάποιες επισημάνσεις σχετικά με το τι θα μπορούσε να βελτιωθεί στην ελληνική εκπαιδευτική διπλωματία, να υιοθετηθούν κάποιες καλές πρακτικές, ούτως ώστε να αναδειχθεί περαιτέρω η χρηστικότητά της και να εργαλειοποιηθεί αποτελεσματικότερα ως μέσο άσκησης αλλά και χάραξης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και επιρροής σε χώρες του εξωτερικού 531 332 376 The role of touch, hearing, and olfaction in the construction and of cognitive maps by individuals with visual impairments. Η συμβολή της αφής, της ακοής και της όσφρησης στη διαμόρφωση και ενημέρωση νοητικών χαρτών από άτομα με πρόβλημα όρασης. The present doctoral dissertation explores the role of touch, hearing and olfaction in the construction of cognitive maps by individuals with visual impairments. The theoretical part of the dissertation includes a review of the fundamental terms used in the field of orientation and mobility and cognitive mapping. It also focuses on key concepts related to sensation, perception and memory. The theoretical part of the dissertation also reviews the existing literature regarding the role of remaining senses in the acquisition of spatial information by individuals with visual impairments. The research has been organized in three stages. The first research stage examines which haptic, auditory and olfactory cues individuals with visual impairments use most often and determines which of these cues these individuals deemed to be the most important for wayfinding in urban environments. It also investigates the ways in which these individuals use the most significant haptic, auditory and olfactory cues. The second research stage sought to examine the role of touch, hearing and olfaction in the cognitive mapping of an unfamiliar environment by individuals with blindness. The third research stage aimed at investigating the type of environmental attributes that individuals with blindness recall from their cognitive maps for familiar environments. To meet the research aims a mixed methodology was used, including a focus-group interview, questionnaires, closed-ended interviews and two spatial tasks. The findings reveal that individuals with visual impairments use several haptic, auditory and olfactory cues in various ways to orient themselves and navigate within urban environments. The findings also show that individuals with visual impairments use a variety of informational stimuli, picked-up through touch, hearing and olfaction to determine the nature and position of environmental attributes in an unfamiliar environment. Finally, the results indicate that the cognitive maps of blind individuals for familiar environments contain information about several environmental attributes that can be perceived through touch, hearing and/or olfaction during novel navigation. Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τη συμβολή της αφής, της ακοής και της όσφρησης στη δημιουργία και ενημέρωση νοητικών χαρτών από άτομα με πρόβλημα όρασης. Το θεωρητικό μέρος της διατριβής περιλαμβάνει την ανασκόπηση των θεμελιωδών εννοιών που χρησιμοποιούνται στο πεδίο του προσανατολισμού και της κινητικότητας και της νοητικής χαρτογράφησης. Επικεντρώνεται, επίσης, στις βασικές έννοιες που σχετίζονται με την αίσθηση, την αντίληψη και τη μνήμη. Το θεωρητικό μέρος της διατριβής περιλαμβάνει ακόμη την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τη συμβολή των εναπομεινασών αισθήσεων στην πρόσληψη χωρικών πληροφοριών από άτομα με πρόβλημα όρασης. Το ερευνητικό μέρος της διατριβής χωρίζεται σε τρία επιμέρους ερευνητικά στάδια. Το πρώτο ερευνητικό στάδιο εξετάζει ποια απτικά, ακουστικά και οσφρητικά σήματα χρησιμοποιούνται περισσότερο από τα άτομα με πρόβλημα όρασης και επιχειρεί να προσδιορίσει ποια από αυτά τα σήματα θεωρούνται πιο σημαντικά για την εύρεση πορείας σε αστικά περιβάλλοντα. Ακόμη, διερευνά τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα με πρόβλημα όρασης χρησιμοποιούν τα πιο σημαντικά απτικά, ακουστικά και οσφρητικά σήματα. Το δεύτερο ερευνητικό στάδιο εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους συμβάλλει η αφή, η ακοή και η όσφρηση στη νοητική χαρτογράφηση ενός άγνωστου περιβάλλοντος από άτομα με τύφλωση. Το τρίτο ερευνητικό στάδιο αποσκοπεί στην εξέταση του είδους των περιβαλλοντικών πόρων που ανακαλούνται από τους νοητικούς χάρτες των ατόμων με τύφλωση για οικεία περιβάλλοντα. Στο ερευνητικό μέρος της διατριβής χρησιμοποιείται μια μικτή μεθοδολογία η οποία περιλαμβάνει τη διεξαγωγή μιας ομάδας εστίασης, τη χρήση ερωτηματολογίων και δομημένων συνεντεύξεων, καθώς και τη διεξαγωγή δύο χωρικών δοκιμασιών. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα άτομα με πρόβλημα όρασης χρησιμοποιούν αρκετά απτικά, ακουστικά και οσφρητικά σήματα με διάφορους τρόπους για να προσανατολιστούν και να κινηθούν σε ένα αστικό περιβάλλον. Τα ευρήματα επίσης φανερώνουν ότι τα άτομα με τύφλωση χρησιμοποιούν μια σειρά από πληροφοριακά ερεθίσματα που γίνονται αντιληπτά μέσω διαφορετικών αισθήσεων για να προσδιορίσουν τη θέση και τον τύπο των περιβαλλοντικών πόρων που βρίσκονται σε μια άγνωστη περιοχή. Τέλος, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι τα άτομα με τύφλωση συγκρατούν πλήθος περιβαλλοντικών πόρων στους νοητικούς χάρτες που έχουν δημιουργήσει για ένα οικείο περιβάλλον, οι οποίοι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί μέσω διαφορετικών αντιληπτικών συστημάτων κατά την παρθενική επίσκεψη ενός τυφλού οδοιπόρου στο περιβάλλον αυτό. 532 583 524 The role of exchange rate regime in the economic development of European transition countries. Ο ρόλος του καθεστώτος συναλλαγματικής ισοτιμίας στην οικονομική ανάπτυξη των Ευρωπαϊκών χωρών σε μετάβαση. The subject and scope of this thesis is the role of the exchange rate regime in the economic development of countries in transition to the market economy and it comprises a fivefold problem with regard to the permanent and old question about the appropriateness of an exchange rate regime, the substantial issue of the functioning of the euro area, the concerns of transition economies, the adoption of the euro or not, and finally, as the thesis happens to be prepared during the onset of the recent global economic crisis, the impact of the crisis. The aforementioned problematic was the guide to deciphering the subject and its final composition in the sense of final conclusions. The thesis consists of five self-contained, but not independent parts. Part 1, entitled "Exchange rate regimes, Exchange Policy and Economic Theory" explores the issue of the appropriateness of the exchange rate regime. Part 2, entitled "European Economic and Monetary Union: A Theoretical Approach" explores the functioning of the monetary union. Part 3, entitled “The Path of Transition, Convergence and the Economic Integration of the Former Socialist European Countries” deals with the challenge of transition of the concerned countries from central planning to market economy and convergence towards the EU and the eurozone. Part 4, entitled "The Challenge of Euro Adoption" examines the practical issues of adopting the euro. Finally, Part 5 entitled "An Empirical Investigation of the Role of the Exchange Rate Regime in Transition Economies" includes empirical research aiming to elucidate the role of the exchange rate regime in the case of the countries concerned. Having explored the theoretical issues in the first four parts, in the fifth we put emphasis in the investigation of the role of the exchange rate regime in the European countries in transition during the period 1996-2012. Specially we examined the impact of the exchange rate volatility on the real variables: per capita income, foreign direct investment and current account balance. In general we find that the volatility of the exchange rate did not play an instable role in the variable under investigation. Taking in account the experience of the international crisis, the exchange rate volatility seemed to played a stabilized role. Taking the whole analysis into account, we arrived at the following conclusions: - With the adoption of the euro, these countries solve the fundamental problem of original sin associated with issuing loans in 'domestic' currency and with access to international capital markets but does not exempt them from the need of “healthy” financial conditions. - The peg of domestic currencies to the euro and the elimination of currency risk, instead of contributing to financial stability contributed to excessive debt and to the creation of a financial bubble in the construction sector and thus to the creation of financial imbalances, a fact which facilitated the crisis transmission. - For as long as the candidate countries do not reach the necessary level of real convergence, it is advisable for them to use the exchange rate as an adjustment mechanism, as a means of implementing domestic policies that will allow them to approximate the real convergence faster and more firmly. The need for the use of the exchange rate as an adjustment instrument is suggested by the trend appreciation of the real exchange rate observed in such cases, whether this is due to the Balassa-Samuelson effect, to the convergence trend of the prices, or to the use of new technologies. Το θέμα της διατριβής είναι ο ρόλος του καθεστώτος συναλλαγματικής ισοτιμίας για την οικονομική ανάπτυξη των ευρωπαϊκών χωρών υπό μετάβαση στην οικονομία της αγοράς και περιλαμβάνει έναν πενταπλό προβληματισμό, ο οποίος αφορά το μόνιμο και παλαιό ερώτημα της καταλληλότητας ενός συναλλαγματικού καθεστώτος, το ουσιαστικό ερώτημα της λειτουργίας της ευρωζώνης, τον προβληματισμό των χωρών σε μετάβαση, την υιοθέτηση ή μη του ευρώ και τέλος, καθώς η διατριβή τυγχάνει να εκπονείται κατά την διάρκεια της εμφάνισης της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, τις επιπτώσεις της κρίσης. Η διατριβή αποτελείται από πέντε αυτόνομα, όχι όμως ανεξάρτητα μεταξύ τους μέρη. Το Πρώτο Μέρος, με τον τίτλο «Συναλλαγματικά Καθεστώτα, Συναλλαγματική Πολιτική και Οικονομική Θεωρία» διερευνά την προβληματική της καταλληλότητας του καθεστώτος της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Το Δεύτερο Μέρος, με τον τίτλο «Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση: μια Θεωρητική Προσέγγιση» διερευνά τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Το Τρίτο Μέρος, με τον τίτλο «Η Πορεία Μετάβασης, Σύγκλισης και Οικονομικής Ολοκλήρωσης των Πρώην Σοσιαλιστικών Ευρωπαϊκών Χωρών» ασχολείται με την πρόκληση της μετάβασης των υπό εξέταση χωρών από τον κεντρικό σχεδιασμό στην οικονομία της αγοράς και τη σύγκλιση προς την Ε.Ε. και την ευρωζώνη. Το Τέταρτο Μέρος, με τον τίτλο «Η Πρόκληση της Υιοθέτησης του Ευρώ» εξετάζει τα ζητήματα της πρακτικής υιοθέτησης του ευρώ. Τέλος, το Πέμπτο Μέρος, με τον τίτλο «Εμπειρική Διερεύνηση του Ρόλου του Καθεστώτος της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας στις Χώρες σε Μετάβαση» περιλαμβάνει την εμπειρική έρευνα στην διαλεύκανση του ρόλου του καθεστώτος συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση των υπό εξέταση χωρών. Έχοντας εξετάσει το θεωρητικό υπόβαθρο του θέματος στα τέσσερα πρώτα μέρη, στο πέμπτο μέρος η προσοχή στράφηκε στην εξέταση της διαλεύκανσης του ρόλου του καθεστώτος της συναλλαγματικής ισοτιμίας στις ευρωπαϊκές χώρες σε μετάβαση κατά την περίοδο 1996-2012. Ειδικότερα, διερευνήθηκαν οι επιπτώσεις της μεταβλητότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών των νομισμάτων των συγκεκριμένων χωρών στις πραγματικές μεταβλητές κατά κεφαλή εισόδημα, άμεσες ξένες επενδύσεις και ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Σε γενικές γραμμές διαπιστώθηκε ότι η μεταβλητότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν επιδρά αποσταθεροποιητικά στις συγκεκριμένες μεταβλητές. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη την εμπειρία της διεθνούς κρίσης, φαίνεται να επιδρά σταθεροποιητικά. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική ανάλυση, καταλήξαμε στα ακόλουθα συμπεράσματα: - Με την υιοθέτηση του ευρώ, οι συγκεκριμένες χώρες λύνουν το πρόβλημα του προπατορικού αμαρτήματος ή της έκδοσης δανείων σε «εγχώριο» νόμισμα αλλά αυτό δεν τις απαλλάσσει από την ανάγκη για υγιή δημοσιονομική διαχείριση - Η σταθερή διασύνδεση των εγχώριων νομισμάτων με το ευρώ και η απάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου, αντί να συμβάλλει στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα συνέβαλε στον υπερβολικό δανεισμό και στη δημιουργία χρηματοπιστωτικής φούσκας στον κατασκευαστικό τομέα και κατ’ επέκταση στη δημιουργία χρηματοπιστωτικών ανισορροπιών και διευκόλυνε τη μετάδοση της κρίσης. - Για όσο διάστημα οι υποψήφιες χώρες απέχουν αρκετά από το απαραίτητο επίπεδο της πραγματικής σύγκλισης, καλό θα είναι να αξιοποιήσουν την συναλλαγματική ισοτιμία ως μέσο προσαρμογής, ως μέσο εφαρμογής των εγχώριων πολιτικών οι οποίες θα τις επιτρέψουν να προσεγγίσουν την πραγματική σύγκλιση γρηγορότερα και σταθερότερα. Την ανάγκη για τη χρήση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ως μέσο προσαρμογής, δείχνει η τάση ανατίμησης της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας που παρατηρείται σε τέτοιες περιπτώσεις, είτε αυτή οφείλεται στο αποτέλεσμα Balassa-Samuelson, είτε στην τάση σύγκλισης των τιμών, είτε στην χρήση νέων τεχνολογιών. 533 226 197 Empirical investigation of the Greek stock exchange valuation from 2007 to 2011. Εμπειρική διερεύνηση της αποτίμησης του ελληνικού χρηματιστηρίου κατά τα έτη 2007-2011. The thesis examines the behavior of the Athens Stock Exchange, during the period 2007-2011 in order to determine whether it is properly valued. To investigate the problem, there was an examination of 52 shares, which constitute 85% of the total capitalization of the Athens Stock Exchange. In order to achieve the purpose of the study, different aspects of its behavior were examined during the period 2007-2011. The study begins by testing the Efficiency of the Greek stock market. Since proving that in the Athens Stock Exchange the weak form efficiency is rejected, it is assumed that the stocks in the Athens Stock Exchange are not properly valued, and therefore, other theories need to be examined for the interpretation of its behavior, such as behavioral economics and fundamental analysis. Due to the severe crisis of the Greek economy, which has affected investor sentiment, a combination of both approaches can give a more complete picture of the Greek stock market. The results of the thesis showed that : • The weak form efficiency is rejected in the Athens Stock Exchange. • Certain phenomena of behavioral finance, such as the Disposition Effect, take place in the Athens Stock Exchange. • The shares that represent 85% of the total capitalization in the Athens Stock Exchange are mostly undervalued. Η παρούσα διατριβή εξετάζει τη συμπεριφορά του χρηματιστηρίου Αθηνών, κατά την χρονική περίοδο 2007-2011, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι ορθά αποτιμημένο. Για την διερεύνηση του εξεταζόμενου προβλήματος, εξετάστηκαν 52 μετοχές, οι οποίες αποτελούν το 85% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της μελέτης εξετάζονται πτυχές της συμπεριφοράς του κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η μελέτη ξεκινά με την διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του ελληνικού χρηματιστηρίου. Εφόσον, αποδεικνύεται ότι στο Χρηματιστήριο Αθηνών απορρίπτεται η ασθενής μορφή αποτελεσματικότητας, θεωρείται αρχικά ότι οι μετοχές στο Χρηματιστήριο Αθηνών δεν είναι ορθά αποτιμημένες, επομένως, αναζητούνται άλλες θεωρίες για την ερμηνεία της συμπεριφοράς του, όπως η συμπεριφορική χρηματοοικονομική και η θεμελιώδης ανάλυση. Λόγω της σφοδρής κρίσης στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία, η οποία έχει επηρεάσει την ψυχολογία των επενδυτών, ο συνδυασμός των δύο προσεγγίσεων μπορεί να δώσει μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα του ελληνικού χρηματιστηρίου. Από την παρούσα διατριβή προέκυψε ότι : • Απορρίπτεται η ασθενής μορφή της αποτελεσματικότητας. • Ισχύουν σε μεγάλο βαθμό κάποια φαινόμενα της συμπεριφορικής χρηματοοικονομικής, όπως το Φαινόμενο της Διάθεσης. • Οι μετοχές που αποτελούν το 85% της συνολικής κεφαλαιοποίησης είναι κατά πλειοψηφία υποτιμημένες. 534 566 583 A model of development of bank branch network: the case of the Hellenic banking sector Υπόδειγμα ανάπτυξης δικτύου τραπεζικών καταστημάτων: η περίπτωση του Ελληνικού τραπεζικού τομέα The banking sector has attracted plenty of research interest over the years, which cover an extensive range of research areas. More specifically, concerning the branch, research was focused on issues of locational studies and of performance evaluation. The aim of this research is to contribute to the fuller understanding of the functioning of the current greek banking system in relation to the development and strategy of the physical distribution network, which is the bank branch. Major research goal is to identify those variables that express strategic objectives of a Bank (i.e. size, profitability) and which are able to explain the changes in the number of branches through time in order to establish a complete model for the case of separate banking institutions, as well as for the case of the whole banking sector. At the same time, we seek to examine whether this model can have predictive values to be used for estimating the "desired" number of branches, necessary to support a Bank's strategic goals. The steps of our research methodology are the following: • A sample of 5 Greek Banks was selected and financial data for these and for the whole sector, were collected for the period 1990-2003, which is one of the longest identified in research literature. • We formulated our basic research hypothesis as a regression equation, where the number of branches of a Bank (dependent variable) is related to variables expressing strategic objectives of the Bank such as market share, profitability, efficiency, etc (independent variables). • We have examined linear and non-linear forms of regressions, for each of the 5 Banks of our sample and arrived at a series of multiple regressions for which statistically significant relations with some of the independent variables have been identified. All necessary diagnostic tests have been implemented. • We also conducted a cross sectional analysis for all 5 Banks of our sample in order to draw conclusions for the whole banking sector. Furthermore, factor analysis was implemented in order to group our independent variables in principal components in order to devise a general model that would hold for the whole banking sector. In conclusion our research: a. Led to a model that identified several independent variables, expressing strategic objectives of a Bank (i.e loans market share, ROA, operational profits per branch, deposits per employee, average number of personnel per branch, etc), which explain satisfactorily the change of the number of branches through time. b. It was verified, through extensive statistical tests, the predictive value of our model, which is considered an important factor for the potential practical utilization of our model, from each Bank's administration, as a tool for formulating their branch network development strategy. c. Finally for the whole banking sector, we identified a positive correlation between the development of the network of branches and 3 out of the 4 principal components, namely "size", "production potential" and "profitability", as derived from our factor analysis. f Lastly, our research can be combined with existing locational studies for bank tranches in a geographically defined area (i.e. Greece, Balkans), so that a. We can achieve a more thorough and complete understanding of the branch network development for the recent Greek banking sector and b. We can devise an integrated tool for the development of a strategy for branch network management for banking institutions. Τραπεζικός τομέας, ως ένας από τους δυναμικότερους κλάδους της ελληνικής οικονομίας, έχει προσελκύσει πληθώρα ερευνητικών μελετών που καλύπτουν μια ευρύτατη θεματολογική γκάμα. Η παρούσα μελέτη αφορά στο κομμάτι της διανομής των τραπεζικών προϊόντων μέσω του δικτύου των τραπεζικών καταστημάτων και στη στρατηγική διαχείρισης του από τις Διοικήσεις των Τραπεζών. Η έρευνα αυτή σκοπεύει να συνεισφέρει στην πληρέστερη κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του σύγχρονου ελληνικού τραπεζικού συστήματος όσον αφορά στην ανάπτυξη και εξέλιξη του φυσικού δικτύου διανομής που είναι το τραπεζικό κατάστημα. Κύριος ερευνητικός στόχος της μελέτης αυτής είναι να εντοπισθούν οι μεταβλητές εκείνες, που εκφράζουν τους στρατηγικούς στόχους μιας Τράπεζας (π.χ. μεγέθους, κερδοφορίας, κ.α.) και οι οποίες επεξηγούν τις μεταβολές στον αριθμό των τραπεζικών καταστημάτων, τόσο για την περίπτωση μιας μεμονωμένης Τράπεζας όσο και για το σύνολο του Τραπεζικού Κλάδου. Ταυτόχρονα διερευνάται η προβλεπτική αξία του υποδείγματος, ώστε να χρησιμοποιηθεί δυνητικά ως εργαλείο ανάπτυξης του Δικτύου των Καταστημάτων μιας Τράπεζας προκειμένου να υποστηριχθεί η επίτευξη των στρατηγικών της στόχων. Στη βιβλιογραφία έχουν εντοπισθεί μελέτες σχετικές με το δίκτυο των καταστημάτων και αναφέρονται κυρίως στην αξιολόγηση της απόδοσης, της αποτελεσματικότητας και της δυναμικότητας τους, στον εντοπισμό των κρίσιμων παραγόντων που επηρεάζουν την κερδοφορία τους ή την επιλογή θέσης λειτουργίας τους και άλλες μελέτες οροθέτησης τραπεζικών καταστημάτων που αφορούν κυρίως σε μικροοικονομικούς συντελεστές. Επιπλέον, έχουν εντοπισθεί μελέτες για τη οροθέτηση αλυσίδων σουπερμάρκετ, πρατηρίων βενζίνης και πυροσβεστικών τμημάτων, όχι όμως τραπεζικών καταστημάτων, ούτε έχουν καταγραφεί προσπάθειες προσδιορισμού του επιθυμητού αριθμού καταστημάτων σε μια συγκεκριμένη αγορά, γεωγραφικά προσδιορισμένη (π.χ. νομό, περιφέρεια, χώρα). Τα βήματα της ερευνητικής μεθοδολογίας που ακολουθήθηκε είναι τα εξής: • Επιλέχθηκε το δείγμα των 5 Τραπεζών και συλλέχθηκαν πολυετή οικονομικά δεδομένα από δημοσιευμένες πηγές για την περίοδο 1990-2003 • Καταγράφηκε η βασική ερευνητική μας υπόθεση υπό τη μορφή μιας εξίσωσης, όπου ο αριθμός των Καταστημάτων μιας Τράπεζας (εξαρτημένη μεταβλητή) είναι συνάρτηση των στρατηγικών στόχων μιας Τράπεζας σε τομείς όπως μερίδια αγοράς, κερδοφορία, αποτελεσματικότητα, κ.α. (ανεξάρτητες μεταβλητές). • Εξετάσθηκαν τόσο γραμμικές όσο και μη γραμμικές παλινδρομήσεις για την κάθε Τράπεζα και καταλήξαμε σε μια σειρά πολλαπλών γραμμικών παλινδρομήσεων όπου εντοπίσθηκαν στατιστικά σημαντικές σχέσεις με ορισμένες από τις μεταβλητές μας. Διενεργήθηκαν όλοι οι απαραίτητοι στατιστικοί (διαγνωστικοί) έλεγχοι. • Διενεργήθηκε διαστρωματική ανάλυση για τις 5 Τράπεζες συνολικά προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα σε επίπεδο συνόλου Τραπεζών και όχι μεμονωμένης Τράπεζας. Πραγματοποιήθηκε παραγοντική ανάλυση ώστε να ομαδοποιηθούν οι μεταβλητές σε κύριες συνιστώσες και να εξαχθεί ένα γενικότερο υπόδειγμα που να αφορά στο σύνολο του τραπεζικού κλάδο. Συμπερασματικά καταλήγουμε ότι η μελέτη μας: • Οδήγησε σε ένα μοντέλο το οποίο επεξηγεί ικανοποιητικά τη διαχρονική μεταβολή του αριθμού των Καταστημάτων μιας Τράπεζας με βάση συγκεκριμένες ανεξάρτητες μεταβλητές που εκφράζουν στρατηγικούς και άλλους στόχους της Διοίκησης της (π.χ. μερίδιο αγοράς, RΟΑ, οργανικά κέρδη ανά κατάστημα, καταθέσεις ανά υπάλληλο, αριθμό προσωπικού ανά κατάστημα κ.α.)• • Μέσω κατάλληλων στατιστικών ελέγχων, διαπιστώθηκε ικανοποιητική προβλεπτική αξία του υποδείγματος μας, γεγονός που το καθιστά κατάλληλο για πιθανή χρήση και αξιοποίηση του από τις επιμέρους Τράπεζες ως εργαλείο στην ανάπτυξη του δικτύου τους. • Σε επίπεδο κλάδου, διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση του δικτύου των καταστημάτων με 3 από τις 4 κύριες συνιστώσες δηλ. «μέγεθος», «παραγωγική δυναμικότητα» και «κερδοφορία», στις οποίες κατέληξε η παραγοντική ανάλυση (factor analysis). Τέλος, η παρούσα μελέτη κρίνεται σκόπιμο να συνδυασθεί με άλλες μελέτες χωροθέτησης των τραπεζικών καταστημάτων σε μια γεωγραφικά προσδιορισμένη αγορά (π.χ. Ελλάδα, Βαλκάνια, Ν.Α. Ευρώπη), προκειμένου να κατανοηθεί πληρέστερα η εξέλιξη του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, αλλά και να προκύψει μια ολοκληρωμένη πρόταση για τη στρατηγική διαχείρισης του δικτύου των Καταστημάτων μιας Τράπεζας. 535 316 299 Protopsaltis Chrysanthos Theodosopoulos (1920-1988): contribution to the history, interpretation and performance of church music in Thessaloniki during the second half of the 20th century Ο Πρωτοψάλτης Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος (1920-1988): συμβολή στην ιστορία, ερμηνεία και εκτέλεση της ψαλτικής στη Θεσσαλονίκη κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνος The research and recording of local church history is an important chapter of the general history of the Orthodox Church, especially when it infers to people who have spent their life in the service of the church and have left a lasting impact with their presence on the lectern, their teaching and dissemination of the psaltic art. This Doctoral thesis, is totally original since there has been no previous monograph or similar written text on this topic, which: • Introduces the portrait of Chrysanthos Theodosopoulos and includes purely biographical information. • Studies his career as a church cantor, and elaborates on the Byzantine choir of the church “Saint Demetrius of Thessaloniki”. • Studies his parallel activities, related to the dissemination of the Byzantine music. Also, there are certain pages recorded in chronological order from the history of the Society of church cantors in Thessaloniki “Saint John of Damascus”, where Chrysanthos has left his personal imprint. • In Chrysanthos Theodosopoulos selected records an attempt is being made to describe the movements followed by the voice in performing the embellishments, which are an analysis of the short formulas of the notation characters. • Furthermore, a comparison has been made where possible with the performance of the particular formulas, in the quality described by Chrysanthos in his Major Theory (Trieste 1832), as well with other theoreticians of Byzantine music. The main purpose of this thesis is not only to describe systematically the life and work of Protopsaltis Chrysanthos Theodosopoulos, but also to review and present the interpretations – recordings of symbols for quality, quantity and time in selected records. These recordings encompass the period from the middle of the 18th until the 20th century and have influenced the composers and cantors for the following generations. Η μελέτη και η καταγραφή της τοπικής εκκλησιαστικής ιστορίας αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στη σύνολη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ιδίως όταν αυτή αφορά προσωπικότητες που ανάλωσαν τη ζωή τους στη διακονία της Εκκλησίας και επισφράγισαν με την παρουσία τους στο αναλόγιο τη διδασκαλία και διάδοση της ψαλτικής τέχνης. Η εργασία είναι άκρως πρωτότυπη καθώς δεν υπάρχει προηγούμενη μονογραφία ή κάτι αντίστοιχο για το εν λόγω θέμα και η οποία: • παρουσιάζει την προσωπογραφία του Χρυσάνθου Θεοδοσοπούλου, στην οποία δίνονται τα αμιγώς βιογραφικά στοιχεία. • Ερευνά την ιεροψαλτική του σταδιοδρομία και γίνεται εκτενής λόγος για τη βυζαντινή χορωδία του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. • Διερευνά παράλληλες δραστηριότητες που σχετίζονταν με τη διάδοση της βυζαντινής μουσικής. Επίσης καταγράφονται με χρονολογική σειρά κάποιες σελίδες της ιστορίας του Σωματείου Ιεροψαλτών Θεσσαλονίκης "Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός", στις οποίες έθεσε ο Χρύσανθος την προσωπική του σφραγίδα. • Σε επιλεγμένες καταγραφές του Χρυσάνθου γίνεται προσπάθεια να περιγραφεί η κίνηση που ακολουθεί η φωνή κατά την εκτέλεση των ποικιλμάτων τα οποία αναλύουν τις συνοπτικές θέσεις των χαρακτήρων. • Επιπλέον γίνεται αναγωγή της ερμηνείας των συγκεκριμένων θέσεων στην ποιότητα που περιγράφει ο Χρύσανθος ο εκ Μαδύτων στο Μεγάλο του Θεωρητικό (Τεργέστη 1832), καθώς και άλλοι θεωρητικοί της Βυζαντινής Μουσικής. Σκοπός της είναι, αφ' ενός να καταγράψει συστηματικά τη ζωή και το έργο του επί τριάντα οκτώ έτη Πρωτοψάλτη του Ιερού Ναού Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης Χρύσανθου Θεοδοσόπουλου και αφ' ετέρου γίνεται μια προσπάθεια να εξιχνιαστούν και να προσεγγιστούν οι εξηγήσεις - καταγραφές ποιοτικών, ποσοτικών και χρονικών χαρακτήρων σε επιλεγμένες καταγραφές. Οι καταγραφές αυτές καλύπτουν μία χρονική περίοδο από τα μέσα του 18ου έως τον 20ο αιώνα και έχουν επηρεάσει και διαμορφώσει τους μεταγενέστερους μελοποιούς και ψάλτες. 536 537 615 Efficient and secure algorithms for big data handling, processing, and delivery in cloud computing for Internet of Things networks The rapid development of modern technologies such as Cloud Computing (CC), Big Data (BD), Internet of Things (IoT), Wireless Communication Systems (WCS), and Artificial Intelligence (AI) significantly affect many activities of modern everyday life. The great advancements in communication technologies and many other technology-based sectors are causing increasing security and privacy issues. Additionally, the huge hardware infrastructures that emerging technologies rely on demand large amounts of electricity highlighting the importance of energy-efficient and green infrastructures. This dissertation aims to survey the operation of CC, BD, IoT, and WCS in relation to this important issue. More specifically, I will try to explore the challenges that the integration of these technologies creates, mainly focusing on issues of security, privacy, data management, and energy-efficient use. During my PhD, I have reported numerous findings that could offer new opportunities of having a more secure and energy-efficient environment, based on CC technology. All the research papers and manuscripts included in the present dissertation are listed in a logical order, starting from theoretical research and moving on to practical experimental studies. All the studies conducted during my PhD aimed publication at high-ranking journals and were presented in significant conferences of the broader Technology Communication field. The studies present possible integrations of CC with technologies such as IoT and BD. The main scope was to find gaps in the secure use of BD, which most often, are produced by IoT, in cloud environments. The first chapter of this dissertation is a general introduction to all the examined technologies. The published papers and in-press manuscripts presented in chapters two, three, four, and five are examining CC, BD, IoT, and their security and privacy issues aiming to propose novel algorithms which are based on the existing encryption algorithms, offering better integration models. The papers presented in chapters six, seven, eight, and nine examine and present novel scenarios and frameworks that use IoT-based BD, through WCN, which are based and dependant on CC. Many of the proposed scenarios and frameworks are settled and simulated on very well-known and important simulators, such as CloudSim and Cooja Contiki. The focus of these papers was to provide a better managing building system installed in a Smart Building. The papers presented in chapters ten, eleven, and twelve are based on the idea of Smart Building and the communication system they integrate. More specifically, they offer new opportunities for managing, transferring, and processing data, in many cases IoT-Big Data, via a wireless network, based on Cloud infrastructures. Main objective of this research effort is to propose more secure environments for managing, transferring, and processing data. These simulations revealed the need for energy-efficient infrastructures and, in some cases, the need for AI and Machine Learning (ML) methods involvement. Finally, chapters thirteen, fourteen, and fifteen present novel scenarios of “green” infrastructures that are based on ML. As in all the aforementioned papers and manuscripts, the main scope is to provide an environment for better management, transfer, and processing of IoT-based BD. This environment mainly operates on WCN and is based on CC. The implications of my PhD research are presented more precisely in subsection 1.4. Η ραγδαία εξέλιξη των σύγχρονων και πρόσφατων τεχνολογιών όπως το Cloud Computing, τα Big Data, το Internet of Things, τα ασύρματα συστήματα επικοινωνίας και η τεχνητή νοημοσύνη θέτουν νέες συνθήκες σε πολλές δραστηριότητες και πράγματα στη σύγχρονη καθημερινή ζωή. Επιπλέον, με τις σημαντικές εξελίξεις στις τεχνολογίες επικοινωνιών και σε πολλούς άλλους τομείς, αναπτύσσονται επίσης θέματα ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Από την άλλη πλευρά, λόγω των τεράστιων υποδομών υλικού στις οποίες βασίζονται οι αναδυόμενες τεχνολογίες, χρειάζονται μεγάλες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, και έτσι προκύπτει το ζήτημα της ενεργειακής απόδοσης και πράσινων υποδομών. Κατά συνέπεια, με αυτή τη διατριβή υπάρχει μια προσπάθεια για την έρευνα της λειτουργίας των Cloud Computing, Big Data, Internet of Things και Wireless Communication Systems. Βασιζόμενος σε αυτές οπότε, προσπάθησα να ανακαλύψω τις προκλήσεις που εμφανίζονται στην ενοποίηση αυτών των τεχνολογιών, στοχεύοντας κυρίως σε θέματα ασφάλειας, απορρήτου, διαχείρισης δεδομένων και ενεργειακά αποδοτικής χρήσης. Μέσω μιας δομημένης μελέτης και έρευνας που διεξήχθη στο πλαίσιο του διδακτορικού μου, έχω καταλήξει σε πολλά συμπεράσματα και ευρήματα που θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες ευκαιρίες για ένα πιο ασφαλές και ενεργειακά αποδοτικό περιβάλλον, βασισμένο στην τεχνολογία Cloud Computing. Όλα τα δημοσιευμένα ερευνητικά έγγραφα, τα οποία υλοποιήθηκαν και πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διδακτορικής μου έρευνας παρατίθενται στη διδακτορική μου διατριβή με λογική σειρά. Όλες οι έρευνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διδακτορικής μου έρευνας προσπάθησαν να δημοσιευτούν σε υψηλού επιπέδου περιοδικά και να παρουσιαστούν σε σημαντικό συνέδριο στους σχετικούς τομείς. Αρχικά, υπήρχαν ερευνητικά έργα που προσπάθησαν να ερευνήσουν και να ενσωματώσουν το Cloud Computing με σχετικές τεχνολογίες όπως το Internet of Things και τα Big Data. Το πρώτο και γενικότερα το βασικό πεδίο είναι να ανακαλυφθούν τα ανοιχτά κενά στην ασφαλή χρήση Big Data, τα οποία πολλές φορές παράγονται από το Internet of Things, σε ένα περιβάλλον Cloud. Οι έρευνες που παρουσιάζονται στα κεφάλαια δύο, τρία, τέσσερα και πέντε αρχικά ερευνούν το Cloud Computing, τα Big Data, το Internet of Things και τα ζητήματα ασφάλειας και απορρήτου του, προκειμένου να παρέχουν νέους αλγόριθμους, με βάση τους τρέχοντες αλγόριθμους κρυπτογράφησης, που προσφέρουν καλύτερα μοντέλα ενοποίησης. Επιπλέον, οι ερευνητικές εργασίες που παρουσιάζονται στα κεφάλαια έξι, επτά, οκτώ και εννέα, ερευνούν και απεικονίζουν νέα σενάρια και πλαίσια που χρησιμοποιούν το Big Data που βασίζεται στο Internet of Things, μέσω ασύρματων δικτύων και βασίζονται και εξαρτώνται από το Cloud Computing. Πολλά από τα προτεινόμενα σενάρια και πλαίσια ρυθμίζονται και προσομοιώνονται σε πολύ γνωστούς και σημαντικούς προσομοιωτές, όπως το CloudSim και το Cooja Contiki. Ο κύριος στόχος αυτών των ερευνητικών εργασιών εστιάζει στην παροχή ενός καλύτερου συστήματος διαχείρισης κτιρίων εγκατεστημένο σε ένα έξυπνο κτίριο. Βασιζόμενος στην ιδέα του Smart Building και του συστήματος επικοινωνίας που χρησιμοποιείται σε αυτό, υπάρχουν περαιτέρω έρευνες που παρουσιάζονται στα κεφάλαια δέκα έντεκα και δώδεκα που προσφέρουν νέες ευκαιρίες χρήσης, διαχείρισης, μεταφοράς και επεξεργασίας δεδομένων, σε πολλές περιπτώσεις Big Data που παράγονται από το Internet of Things, μέσω ασύρματου δικτύου και βασίζονται σε υποδομές Cloud. Ως κύριος στόχος είναι να υπάρχει πιο ασφαλές περιβάλλον για χρήση, διαχείριση, μεταφορά και επεξεργασία δεδομένων. Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν για αυτά τα έργα προέκυψαν νέα ζητήματα που υπάρχουν στον τομέα, η ανάγκη ενεργειακά αποδοτικών υποδομών και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάγκη συμμετοχής στη νέα ιδέα σεναρίων τεχνητής νοημοσύνης και μηχανικής μάθησης. Στα κεφάλαια δεκατρία, δεκατέσσερα και δεκαπέντε παρουσιάζονται και απεικονίζονται νέα σενάρια με στόχο την παροχή «πράσινων» υποδομών που βασίζονται στην πτυχή των σεναρίων μηχανικής μάθησης. Φυσικά, πάντα με τη λογική της παροχής ενός περιβάλλοντος για την καλύτερη χρήση, διαχείριση, μεταφορά και επεξεργασία Big Data που βασίζεται σε IoT, το οποίο λειτουργεί κυρίως σε ασύρματα δίκτυα επικοινωνιών και βασίζονται σε περιβάλλον Cloud Computing. Οι κύριες συνεισφορές που προσπάθησαν να επιτευχθούν μέσω της διδακτορικής μου έρευνας παρουσιάζονται με μεγαλύτερη σαφήνεια στην ενότητα 1.4. 537 154 188 Σχεδίαση και ανάπτυξη εφαρμογής Android για την παρακολούθηση των προωθητικών ενεργειών φυλλαδίου This diploma thesis explores the degree of utilization of Information and Communication Technologies (ICT) in the companies of the fast moving consumer goods industry and how they improve processes and save time for users. The sales department of Nestle Hellas was the case study on how ICT is used in the companies of the fast moving consumer goods industry for this diploma thesis. This data was used to design a mobile device application running Android. The application aims to provide the user with the ability to automated recording and filing of super-market brochure promotions through photos. The application was developed using the Android Studio software. The "Promotional Activity Monitoring" application was evaluated by ten Nestle Hellas salespeople in terms of perceived usefulness, perceived ease of use, attitude towards usage, behavioral intention to use and job relevance. The results of the evaluation were particularly encouraging as it was positively assessed in all the above factors. Στην παρούσα διπλωματική εργασία διερευνάται βιβλιογραφικά ο βαθμός αξιοποίησης των Τεχνολογιών της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στις εταιρείες της βιομηχανίας ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών και πώς αυτές βελτιώνουν τις διαδικασίες και εξοικονομούν χρόνο στους χρήστες. Το τμήμα πωλήσεων της Nestle Ελλάς αποτέλεσε τη μελέτη περίπτωσης για τον τρόπο αξιοποίησης των ΤΠΕ στις εταιρείες της βιομηχανίας ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών στην παρούσα διπλωματική εργασία. Τα δεδομένα αυτά χρησιμοποιήθηκαν για να σχεδιαστεί μια εφαρμογή κινητής συσκευής με λειτουργικό σύστημα Android. Η εφαρμογή έχει ως στόχο να παρέχει στον χρήστη (πωλητή) τη δυνατότητα αυτοματοποιημένης καταγραφής και αρχειοθέτησης των προωθητικών ενεργειών φυλλαδίου που πραγματοποιούνται από τους πελάτες (super markets) μέσω φωτογραφιών. Για την ανάπτυξη της εφαρμογής έγινε χρήση του λογισμικού Android Studio. Η εφαρμογή επιχειρηματικού σκοπού “Promotional Activity Monitoring”, αξιολογήθηκε από δέκα πωλητές της εταιρείας Nestle Ελλάς, ως προς την αντιληπτή χρησιμότητα, την ευκολία χρήσης, τη στάση ως προς τη χρήση, τη συμπεριφορική πρόθεση ως προς τη χρήση και τη συνάφεια με την εργασία. Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά μιας και αξιολογήθηκε θετικά ως προς όλους τους παραπάνω παράγοντες. 538 339 355 Investigation of the Greek Economy in the Framework of the Convergence Criteria with the European Union Διερεύνηση της Ελληνικής Οικονομιας στο πλαίσιο των κριτηρίων σύγκλισης με την Ευρωπαϊκή Ένωση The purpose of this thesis is to investigate whether the basic variables of the nominal economy (price inflation, long run interest rate, percentage of government deficit, percentage of public depth) and the real economy (rate of economic growth, percentage of unemployment), converge in the member-states of the EU. In order to achieve this purpose statistical data from the 15 member-states of the EU have been used, covering the period 1970-2000. Specifically, this period was divided into three sub-periods: Before Greece joining the ECM (1970-1980), after the joining the ECM and before the Maastricht Treaty (1981-1991), and after this Treaty (1992-2000). The statistical methods used refer to general statistics, grouped method of least squares, two-stages least squares, and the method of dynamic simulations. With respect to the nominal economy, the results indicate that the convergence of price inflation of the Greek economy is faster with respect to the price inflation of the EU, the level of interest rates in Greece is not converging with the levels in the EU, the convergence of the percentage of deficit is slower with respect to the percentage in the EU, and the percentage of the public depth of Greece is not converging with that of the EU. With respect to the real economy, the results indicate that the convergence of the rate of economic growth of Greece is faster compared to the rate of economic growth of EU, whilst the convergence of the percentage of unemployment is slower compared to the percentage of unemployment in EU. A significant conclusion of the thesis is that the models and the methods used in the research of economic convergence influence the results obtained. This conclusion supports existing works in the discipline. Finally, the results of the dynamic simulation of both the estimated models of the Greek economy and the EU economy indicate that the application of the various economic policies, should acknowledge the sensitiveness of the particular economies on such policies. Ο σκοπός της διατριβής αυτής είναι να διερευνήσει κατά πόσον οι βασικές μεταβλητές της ονομαστικής οικονομίας (πληθωρισμός τιμών, μακροχρόνιο επιτόκιο, ποσοστό δημοσιονομικού ελλείμματος, ποσοστό δημόσιου χρέους) και της πραγματικής οικονομίας (ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης, ποσοστό ανεργίας), συγκλίνουν διαχρονικά στις οικονομίες των κρατών-μελών της ΕΕ. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού χρησιμοποιήσαμε στατιστικό στοιχεία από τα 15 κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία καλύπτουν την περίοδο 1970-2000. Ειδικότερα, χωρίσαμε την περίοδο 1970-2000 σε τρεις υπό-περιόδους: Πριν την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. (1970-1980), μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. και πριν από τη Συνθήκη του Μάαστριχ (1981-1991), και μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχ (1992-2000). Οι στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιήσαμε αναφέρονται στην περιγραφική στατιστική, στην ομαδοποιημένη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων, στη μέθοδο των ελαχίστων τετραγώνων σε δύο στάδια, και στη μέθοδο της δυναμικής προσομοίωσης. Ως προς την ονομαστική οικονομία, τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η σύγκλιση του πληθωρισμού τιμών της Ελλάδας είναι ταχύτερη σε σχέση με τον πληθωρισμό τιμών της ΕΕ, το επίπεδο των επιτοκίων της Ελλάδος δε συγκλίνει με αυτό της ΕΕ, η σύγκλιση του ποσοστού των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της Ελλάδος είναι ασθενέστερη σε σχέση με το ποσοστό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων της ΕΕ, και το ποσοστό των δημοσίων δαπανών της Ελλάδος δε συγκλίνει με αυτό της ΕΕ. Ως προς την πραγματική οικονομία, τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η σύγκλιση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδος είναι ταχύτερη σε σχέση με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης της ΕΕ., ενώ η σύγκλιση του ποσοστού ανεργίας της Ελλάδος είναι ασθενέστερη σε σχέση με το ποσοστό ανεργίας της ΕΕ. Ένα σημαντικό συμπέρασμα της διατριβής αυτής είναι ότι τα υποδείγματα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται σε έρευνες οικονομικής σύγκλισης επηρεάζουν τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις διάφορες αναλύσεις. Το συμπέρασμα αυτό έρχεται να συμπληρώσει τη σχετική βιβλιογραφία ως προς το θέμα αυτό. Τέλος, τα αποτελέσματα από τη δυναμική προσομοίωση ενός εκτιμημένου οικονομετρικού υποδείγματος, τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής οικονομίας, υποδεικνύουν ότι κατά την εφαρμογή των διαφόρων οικονομικών πολιτικών από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ευαισθησία της συγκεκριμένης οικονομίας σε υιοθέτηση μιας οικονομικής πολιτικής. 539 151 186 Πρόθεση διαδικτυακών χρηστών για τη χρήση ηλεκτρονικών σελίδων σύγκρισης τιμών. The present master thesis aims to investigate the factors, which may affect Internet users’ intention to use a price comparison website. To achieve the goal of the study, factors regarding features of price comparison websites and ecommerce websites were used. Data collection was performed by using convenience sampling technique in conjunction with snowball sampling technique, via an electronic questionnaire, which was distributed online, through email and through the social network Facebook. Participants were 200 students who had all used even once a price comparison website. The results showed that the perceived website image, as well as the user’s overall satisfaction with the website, have a positive impact on their intention to use a price comparison website. The findings of the research can contribute both to the literature and the price comparison websites, which can find useful information in order to improve their provided services, increasing both their popularity and their revenues. Στόχος της παρούσας διπλωματικής διατριβής είναι η διερεύνηση των παραγόντων οι οποίοι ενδέχεται να επηρεάσουν την πρόθεση των διαδικτυακών χρηστών, να χρησιμοποιήσουν κάποια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών. Για την υλοποίηση του σκοπού της έρευνας αντλήθηκαν παράγοντες σχετικά με χαρακτηριστικά ιστοσελίδων σύγκρισης τιμών και ιστοσελίδων ηλεκτρονικού εμπορίου, από τη διεθνή βιβλιογραφία. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση σύνθετης μεθόδου δειγματοληψίας, με δειγματοληψία ευκολίας σε συνδυασμό με μεθοδολογία χιονοστιβάδας, με τη χρήση ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου, το οποίο διανεμήθηκε διαδικτυακά, μέσω μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και μέσω του κοινωνικού δικτύου Facebook. Δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 200 φοιτητές, οι οποίοι είχαν όλοι χρησιμοποιήσει έστω και μια φορά κάποια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η αντιλαμβανόμενη από τους χρήστες εικόνα της ιστοσελίδας και η ικανοποίηση από τη χρήση της ιστοσελίδας επιδρούν θετικά στην πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν κάποια ιστοσελίδα σύγκρισης τιμών. Τα ευρήματα της έρευνα μπορούν να συνεισφέρουν πέρα από τη θεωρία και στις ιστοσελίδες σύγκρισης τιμών οι οποίες μπορούν να αντλήσουν χρήσιμες πληροφορίες για τη βελτίωση των υπηρεσιών τους, αυξάνοντας έτσι τη δημοτικότητά και τα έσοδά τους. 540 313 298 Communities of Greeks in the Balkans. Ekistic and monumental reserve in Banat and Transylvania regions (Romania) Κοινότητες των Ελλήνων στα Βαλκάνια: οικιστικό, μνημειακό απόθεμα στην περιοχή του Βανάτου και της Τρανσυλβανίας The presence of Greek origin traders localized in the Balkan countries in the 18th century is one more aspect of the Greek dispersion reflecting their systematic settlement in them. The thesis studies the settlement of the nationals of the Ottoman Empire, mainly from Macedonia and Epirus, who developed intense commercial activity in the regions of Banat and Transylvania (today’s Romania). The human resources gathering at that time in the provinces of Habsburg Monarchy, was attributed to the Austro-Hungarian privileges, which allowed -among other things- the development of transit trade and the traders’ organization in companies. In particular, in the early 18th century traders from the above regions arrive and settle permanently into the cities of study and research, namely into Timișoara and Lugoj in Banat, into the city of Cluj-Napoca and Someșeni in Transylvania. The processing of the archives relating to the Greek commercial presence, in conjunction with the corresponding residential and monumental reserve, gave rise to clarify some of the aspects of the immigration phenomenon, to map the routes of economic subjects from the regions of Macedonia and Epirus into them, to outline the commercial partnerships and activities, as well as their way of life. Through field research in the National Archives in the cities of Timisoara and Cluj-Napoca new data came to light concerning the orthodox community activities, in which the Greeks who resided permanently or occasionally and were professionally active there were included. In documents of the 18th and 19th century, such as civil status documents and notarial deeds, commercial records, wills, judicial decisions and official documents of the Habsburg administration, their strong involvement in research areas is being demonstrated. The Cetate of Timișoara town planning list yielded rich data on the possibility of acquiring real estate in the urban web of the city. Η παρουσία των εμπόρων ελληνικής καταγωγής που εντοπίζεται στις βαλκανικές χώρες τον 18ο αιώνα είναι μια ακόμη όψη της ελληνικής διασποράς που αντανακλά τη συστηματική εγκατάστασή τους σε αυτές. Η διατριβή μελετά την εγκατάσταση των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από τη Μακεδονία και την Ήπειρο, που ανέπτυξαν έντονη εμπορική δραστηριότητα στις περιφέρειες του Βανάτου και της Τρανσυλβανίας (σημερινή Ρουμανία). Η συγκέντρωση ανθρώπινου δυναμικού εκείνη την εποχή στις επαρχίες Αψβουργικής Μοναρχίας, οφειλόταν στα αυστροουγγρικά προνόμια, τα οποία επέτρεψαν -εκτόςάλλων- την ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου και την οργάνωση των εμπόρων σε κομπανίες. Συγκεκριμένα, στις αρχές του 18ου αιώνα καταφθάνουν και εγκαθίστανται μόνιμα έμποροι από τις παραπάνω περιοχές στις πόλεις μελέτης και έρευνας, δηλαδή την Timişoara και το Lugoj για το Βανάτο, την πόλη του Cluj-Napoca και του Someşeni για την Τρανσυλβανία. Η επεξεργασία των αρχείων που αφορούν την ελληνική εμπορική παρουσία, σε συνδυασμό με το αντίστοιχο οικιστικό και μνημειακό απόθεμα, στάθηκαν αφορμή να αποσαφηνισθούν κάποιες από τις όψεις του μεταναστευτικού φαινομένου, να χαρτογραφηθούν οι διαδρομές των οικονομικών υποκειμένων από τις περιοχές της Μακεδονίας και της Ηπείρου προς αυτές, να σκιαγραφηθούν οι εμπορικές συνεργασίες και δραστηριότητες, καθώς και ο τρόπος ζωής τους. Μέσα από την επιτόπια έρευνα στα Εθνικά Αρχεία στις πόλεις της Timişoara και του Cluj-Napoca ήρθαν στο φως νέα στοιχεία για τις δραστηριότητες της ορθόδοξης κοινότητας στην οποία συμπεριλαμβάνονταν οι Έλληνες που κατοικούσαν μόνιμα ή περιστασιακά και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά εκεί. Σε έγγραφα του 18ου και 19ου αιώνα, όπως ληξιαρχικών και συμβολαιογραφικών πράξεων, εμπορικών βιβλίων, διαθηκών, δικαστικών αποφάσεων, αλλά και επίσημων εγγράφων τις αψβουργικής διοίκησης αποδεικνύεται η έντονη δραστηριοποίηση τους στις περιοχές έρευνας. Ο πολεοδομικός κατάλογος της Cetate της Timişoara απέδωσε πλούσια στοιχεία για την δυνατότητα απόκτησης ακίνητης περιουσίας στον αστικό ιστό της πόλης. 541 254 267 The European Project was the most important challenge after the end of World War II in the European continent. However, the European integration has been decelerated especially after the euro-crisis in 2010. Plenty of EU member-states turned to be very sceptical regarding to participation in the European Monetary Union. The principal aim of this doctoral thesis is to examine which EU and EEA countries could join the Euro Area, from a financial viewpoint. In addition, we attempt to explore if the cohesion of the Euro Area is stable. This means that we investigate if the Eurozone countries belong, in effect, to the monetary union. We used a combination of nominal, real and real effective exchange rates in relation to the special characteristic of each country. Our empirical methodology relied on the use of Error Correction model and family GARCH models. The ECM was the mean equation and the GARCH model was the conditional variance equation. Our empirical evidence highly supports that the cohesion of the Euro Area is strong. Germany, France and Italy constitute the “heart” of the monetary union, since they significantly influence the exchange rate of the euro. Moreover, Romania, Poland, Denmark, Norway and Sweden could join the Eurozone since their currencies are bound to the euro, from a financial viewpoint. On the other hand, the Czech Republic, Bulgaria, Hungary, Croatia, Iceland and the United Kingdom could not participate in the EMU, since the euro has negative impact reactions on their currencies. Finally, Switzerland shows historically an exchange rate independence from euro. Η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση επιβραδύνθηκε σε σημαντικό βαθμό από την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη το 2010. Αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ έγιναν αρκετά επιφυλακτικά όσον αφορά την συμμετοχή τους στην ΟΝΕ. Κύριος στόχος της συγκεκριμένης διδακτορικής διατριβής είναι να εξετάσει ποιες χώρες της ΕΕ, αλλά και του ΕΟΧ, θα μπορούσαν να ενταχθούν στην Ευρωζώνη, υπό το πρίσμα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και της πραγματικής οικονομίας. Επίσης, προσπαθήσαμε να ερευνήσουμε εάν η συνοχή της ΟΝΕ είναι σταθερή. Ειδικότερα, εξετάσαμε εάν οι χώρες-μέλη της Ευρωζώνης ανήκουν, στην πραγματικότητα, στη νομισματική ένωση. Χρησιμοποιήσαμε ονομαστικές και πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήσαμε βασίστηκε στο μοντέλο διόρθωσης σφάλματος (ECM) και στην οικογένεια των γενικευμένων αυτοπαλινδρομούμενων μοντέλων με δεσμευμένη ετεροσκεδαστικότητα (GARCH models). Ειδικότερα, χρησιμοποιήθηκε το υπόδειγμα ECM ως εξίσωση του μέσου και το κάθε υπόδειγμα GARCH ως συνάρτηση της υπό συνθήκης διακύμανσης. Τα αποτελέσματα μας υποστηρίζουν ότι η συνοχή των κρατών-μελών της Ευρωζώνης παραμένει σταθερή. Ο πυρήνας της Ευρωζώνης αποτελείται από τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία μιας και επηρεάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ. Επιπλέον, η Ρουμανία, η Πολωνία, η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία θα μπορούσαν να ενταχθούν στην ΟΝΕ μιας και τα νομίσματά τους επηρεάζονται σε υψηλό βαθμό από το ευρώ. Από την άλλη, η Τσεχία, η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Ισλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα ήταν πιθανό να συμμετάσχουν στην Ευρωζώνη αφού το ευρώ έχει αρνητική επίδραση πάνω στα νομίσματα τους. Τέλος, το νόμισμα της Ελβετίας παρουσιάζει μια διαχρονική ανεξαρτησία από το ευρώ, με τη σύνδεση των δύο νομισμάτων να είναι σαφώς ουδέτερη μακροχρονια. 542 469 492 Multidimensional statistical analysis and quality management: transposition of quality management to Greek enterprises with multivariate methods of data analysis. Πολυδιάστατη στατιστική ανάλυση και διοίκηση ποιότητας: η αποτύπωση της διοίκησης ποιότητας σε ελληνικές επιχειρήσεις με μεθόδους της ανάλυσης δεδομένων. The large quantities of goods and services in the economy, the intense competition, the continuous technological evolution, globalization, and increasingly demanding customers establish quality as a very important tool for the survival and evolution of a modern enterprise. In this respect, the Quality Management Systems, which many times exist as standards, are the most comprehensive in scope. These quality management systems deal with the improvement of company performance and assist in the continuous effort for quality. They take the shape of formal standards (like ISO) or of theories and concepts (like Total Quality Management). Moreover they are popular and applicable in every kind of organization and have expanded all around the world. After the arrival of ISO 9001:2008, the number of certified organisations continues to increase. In the present study the implementation of quality management systems (QMSs) and quality tools/techniques is being surveyed in Greek enterprises, as well as the importance and implementation of specific critical success factors (CSFs) of a QMS. The benefits, motives, problems, derived from the quality management systems implementation and all the above subjects are examined through a questionnaire in 500 Greek enterprises from all business sectors, certified with ISO 9001:2008. In addition in this study, a proposition of six factors, to group the CSFs for the appropriate function of a QMS is presented. The multidimensional, nominal and ordinal form of the data, led to the utilization of methods from the multidimensional statistics field, like correspondence analysis (CA) or multiple correspondence analysis (MCA). These methodologies allow the extraction of information directly from the data, without any a priori statistical assumption. This way the researcher’s thoughts for the research subjects, are expanded through the designation of the most important characteristics. With the contribution of some special tables of coincidence, data from the questionnaire was analysed, so to be able to distinct correspondences between different categories of companies, like certified ones, big or small size, manufacturing ones and providing services. Basic hypotheses to be answered are, if there is a difference in the importance and implementation of the CSFs of a QMS, which factors are considered to be the more important, the level of use of quality management methods, techniques and tools and the effect of the demographic variables. The findings revealed the more important CSFs and differences between the implementation and importance of the CSFs. The results also displayed that the use of standards, tools/techniques was low compared to other countries. Differences were evident between all the above variables and certain demographics, like years of certification, size, and the implementation of more than one QMS. The methods from the multidimensional statistic field proved to be identical for the existent data and revealed easily the strong correspondences existed. Η πληθώρα αγαθών και υπηρεσιών στο πεδίο της σύγχρονης οικονομίας, ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων για την επίτευξη της κυριαρχίας στην ήδη υπάρχουσα και σε συνεχώς αναδυόμενες αγορές, οι συνεχείς τεχνολογικές εξελίξεις, η παγκοσμιοποίηση και οι συνεχώς πιο απαιτητικοί πελάτες, έχουν καταστήσει την ποιότητα ένα σημαντικό εργαλείο για την επιβίωση και την εξέλιξη μιας σύγχρονης επιχείρησης. Σ’ αυτήν την προσπάθεια διαχείρισης της ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, συμβάλλουν τα συστήματα διασφάλισης ποιότητας (ΣΔΠ), τα οποία ασχολούνται με τη βελτίωση της επίδοσης της επιχείρησης στο μέρος που αφορά στην παρεχόμενη ποιότητα. Τα συστήματα ISO αποτελούν μια μορφή τέτοιων συστημάτων, λόγω της ύπαρξης συγκεκριμένων κανόνων που πρέπει να τηρούνται. Επιπλέον, είναι εφαρμόσιμα σε όλων των ειδών τις επιχειρήσεις, ενώ είναι δημοφιλή σε όλες τις χώρες του κόσμου. Μετά την άφιξη του τελευταίου προτύπου ISO 9001 το έτος 2008, ο αριθμός των πιστοποιημένων οργανισμών παγκοσμίως ακολουθεί αυξητική πορεία. Στην παρούσα έρευνα εξετάζεται η εφαρμογή των ΣΔΠ, εργαλείων και τεχνικών ποιότητας σε ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς επίσης και η σημαντικότητα και εφαρμογή των κρίσιμων παραγόντων επιτυχίας (ΚΠΕ) ενός ΣΔΠ. Τα αποτελέσματα, τα κίνητρα και τα προβλήματα τα οποία απορρέουν από την εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος, εξετάζονται μέσω ενός ερωτηματολογίου, που στάλθηκε σε 500 ελληνικές επιχειρήσεις, που εκπροσωπούσαν όλους τους κλάδους της οικονομικής δραστηριότητας, πιστοποιημένες με το πρότυπο ISO 9001:2008. Επιπλέον, σ’ αυτήν την έρευνα παρουσιάζεται μια πρόταση ομαδοποίησης των ΚΠΕ, που χρειάζονται για την απαραίτητη λειτουργία ενός ΣΔΠ, σε έξι παράγοντες. Η ύπαρξη δεδομένων πολλών διαστάσεων και η ονοματική και διατεταγμένη φύση τους, οδήγησε στη χρήση μεθόδων από το πεδίο της πολυδιάστατης στατιστικής, όπως είναι η παραγοντική ανάλυση των αντιστοιχιών (ΠΑΑ) και η παραγοντική ανάλυση των πολλαπλών αντιστοιχιών (MCA). Οι μεθοδολογίες αυτές επιτρέπουν την άντληση της πληροφορίας απ’ ευθείας από τα δεδομένα, χωρίς καμία εκ των προτέρων στατιστική προϋπόθεση (π.χ. κανονικότητα κλπ). Μ’ αυτόν τον τρόπο παρέχεται η δυνατότητα να διευρυνθούν και να επεκταθούν οι σκέψεις του ερευνητή για τα ζητήματα της έρευνας, διαμέσου της ανάδειξης των σημαντικότερων χαρακτηριστικών. Σε αυτήν την προσπάθεια συνέβαλαν επίσης, ειδικοί πίνακες συμπτώσεων, οι οποίοι ονομάζονται πίνακες συγκριτικής αξιολόγησης και παρέχουν ακόμη καλύτερα ποσοστά ερμηνείας του προς ανάλυση φαινομένου. Με αυτόν τον τρόπο, προηγήθηκε της έρευνας μια γενική ανάλυση όλων των μεταβλητών, η οποία έδωσε τις κατευθύνσεις για τα ερωτήματα/ζητήματα που ενδείκνυτο να μελετηθούν. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την ανάλυση, αποκάλυψαν ποιοι είναι οι πιο σημαντικοί ΚΠΕ για τη λειτουργία των ΣΔΠ, καθώς και την ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα στο βαθμό σημασίας και εφαρμογής των ΚΠΕ. Επιπρόσθετα, ξεκάθαρα αποτυπώθηκε ότι η χρήση άλλων μεθοδολογιών, μεθόδων/τεχνικών ποιότητας στην Ελλάδα, είναι χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες. Επιπλέον, εμφανείς διαφορές εντοπίστηκαν ανάμεσα σε όλες τις παραπάνω μεταβλητές και συγκεκριμένες δημογραφικές μεταβλητές, όπως έτη πιστοποίησης, μέγεθος, εφαρμογή παραπάνω του ενός ΣΔΠ. Οι μεθοδολογίες του κλάδου της πολυδιάστατης ανάλυσης που εφαρμόστηκαν, αποδείχθηκαν ιδανικές για την ανάλυση των συγκεκριμένων δεδομένων, καθώς αποκάλυψαν εύκολα τις έντονες διαφοροποιήσεις που υπήρχαν. 543 202 235 Tourism policypossibilities and destination service quality managment in Nepal. Τουριστική πολιτική των δυνατοτήτων και της ποιότητας των υπηρεσιών διαχείρισης προορισμού στο Νεπάλ. The objectives of the thesis are to recommend policy actions and strategic measures for the progress and developing a scale that can be used to measure the service quality in a tourism destination and to analyse service quality perceptions of departing tourists from Nepal. To achieve these objectives the thesis has revised previous reports plans as well as other older studies taking into account interviews taken with experts business executives and entrepreneurs operating in Nepal. Regarding the empirical part of the thesis, the research methodology provided 21 qualitative variables which were derived from the questionnaire used in the field study, which haw been developed in order to measure the perceptions of international tourists visiting Nepal. Two statistical surveys were carried out. The thesis has analysed the positive and negative factors influencing Nepal's tourism. Four scale-dimensions have also been identified including 14 out of 21 variables by using the approach of EFA (EXPLORATORY FACTOR ANALYSIS) and CFA (CONFIRMATORY FACTOR ANALYSIS).The study has analysed in detail the service quality supplied by the sector taking into consideration the views expressed by international tourists. This thesis has developed important proposal regarding policy measures to improve Nepal's tourism. Οι στόχοι της διατριβής είναι να προτείνει δράσεις πολιτικής και στρατηγικά μέτρα για την πρόοδο και την ανάπτυξη του τουρισμού στο Νεπάλ και να προτείνει μια σειρά από διαστάσεις της ποιότητας των υπηρεσιών τουριστικού προορισμού, καθώς και να αναλύσει την ποιότητα των υπηρεσιών όπως την αντιλαμβάνονται οι διεθνείς τουρίστες που αναχωρούν από το Νεπάλ. Για να αναπτύξει προτάσεις γι ατην πρόοδο του τουρισμού στο Νεπάλ, η διατριβή αναθεώρησε τις προηγούμενες εκθέσεις, τα διάφορα προγραμματικά σχέδια ανάπτυξης, όπως και άλλες παλιότερες μελέτες και εκθέσεις, παίρνοντας υπ'όψιν τις συνεντέυξεις των διευθυντών και των επιχειρηματιών του τουριστικού κλάδου του Νεπάλ. Όσον αφορά το εμπειρικό μέρος της μελέτης,η ποιοτική έρευνα έχει παραγάγει τις ποιοτικές μεταβλητές που προέκυψαν από το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε στην μελέτη πεδίου και το οποίο αναπτύχθηκε για να μετρήσει την αντίληψη των διεθνών τουριστών στο Νεπάλ. Για τον σκοπό αυτό πραγματοποίθηκαν δύο συστατικές έρευνες. Η διατριβή ανάλυσε τους θετικούς και αρνητικούς παράγοντες του τουρισμού στο Νεπάλ. Διαπιστώθηκαν τέσσερις διαστάσεις της κλίμακας με 14 από τις 31 μεταβλητές χρησιμοποιώντας την προσέγγιση EFA ( EXPLORATORY FACTOR ANALYSIS), και την CFA (CONFORMATORY FACTOR ANALYSIS). Η μελέτη ανέλυσε με μεγάλη λεπτομέρεια τις αντιλήψεις για τις τουριστικές υπηρεσίες που εκτιμήθηκαν από διεθνείς τουρίστες στο Νεπάλ. Η διατριβή προσφέρει σημαντικές προτάσεις όσον αφορά τα μέτρα πολιτικής που πρέπει να ληφθούν για τη διαχείριση και ανάπτυξη του τουρισμού στο Νεπάλ. 544 212 213 E-business adoption for the management of logistics processes in the supply chain: exploration in the agri-food sector Υιοθέτηση του ηλεκτρονικού επιχειρείν σε διαδικασίες logistics για τη διαχείριση της εφοδιαστικής αλυσίδας: διερεύνηση στον αγροδιατροφικό τομέα The thesis explores the adaptation of e-business in logistics processes in agri-food sector in Greece. In particular, based on the literature review a research model is developed which includes three categories of factors: factors related to e-business, factors related intra-enterprise characteristics and supply chain factors. In order to measure e-business adaptation two indicators were selected: the complexity of the e-business application and the intensity of use. The logistics processes selected were the following: ordering, customer service and procurement. Finally, the impact indicators selected were those of cost, time and quality. The research model was then tested in eight companies by means of case study research and appropriate methodology. Regarding e-business adoption results indelicate two types of companies: a) companies with high adoption rates due to the intensity of use and b) companies with low adoption rates. Operational compatibility and level of collaboration seem to be the crucial factors affecting e-business adoption. As far as impact of e-business on processes, is greater on customer service and ordering rather than procurement. Lastly, regarding impact indicators it seems that it is mainly related to the reductions of time and improving quality of the processes rather than cost improvements. Η διατριβή διερευνά την υιοθέτηση του Ηλεκτρονικού Επιχειρείν (ΗΕπ) σε διαδικασίες logistics στον ελληνικό αγροδιατροφικό τομέα. Ειδικότερα βάσει της βιβλιογραφικής ανασκόπησης αναπτύχθηκε ερευνητικό μοντέλο με τρεις κατηγορίες επιδρώντων παραγόντων: παράγοντες που σχετίζονται με τις εφαρμογές του ΗΕπ, ενδοεπιχειρησιακούς παράγοντες και παράγοντες εφοδιαστικής αλυσίδας. Για την υιοθέτηση του ΗΕπ χρησιμοποιήθηκαν δύο επιμέρους δείκτες πολυπλοκότητας εφαρμογής και έντασης χρήσης. Οι διαδικασίες logistics που επιλέχτηκαν είναι: η λήψη και επεξεργασία παραγγελιών, η εξυπηρέτηση πελατών και η προμήθεια. Τέλος, ως δείκτες επίδρασης χρησιμοποιήθηκαν το κόστος, η ταχύτητα (χρόνος) και η ποιότητα. Η εγκυρότητα του μοντέλου ελέγχθηκε με τη μέθοδο μελέτης περιπτώσεων σε οχτώ εταιρείες του τομέα. Ως προς την υιοθέτηση του ΗΕπ η ανάλυση των αποτελεσμάτων δείχνει δύο ειδών εταιρείες: α) αυτές με υψηλή υιοθέτηση, η οποία όμως οφείλεται στην ένταση χρήσης και όχι στην πολυπλοκότητα της εφαρμογής και β) αυτές με χαμηλή υιοθέτηση. Καθοριστικοί παράγοντες είναι η λειτουργική συμβατότητα και το επίπεδο συνεργασίας. Ως προς την επίδραση του ΗΕπ στις διαδικασίες, αυτή είναι μεγαλύτερη στην εξυπηρέτηση πελατών και στη λήψη και επεξεργασία παραγγελιών και λιγότερο στην προμήθεια. Τέλος, ως προς τους δείκτες επίδρασης, η μεγαλύτερη επίδραση υπάρχει στη μείωση του χρόνου και βελτίωση της ποιότητας και μικρότερη στο κόστος. 545 223 267 Ανάπτυξη λογισμικού που θα αρχειοθετεί τεχνικά τεχνικά σχέδια CAD δε βάση δεδομένων, ώστε να γίνεται η κοστολόγηση της μηχανολογικής κατασκευής All companies which are active in the manufacturing sector need costing their products. Apart from the wage and operating costs, which are easily calculated, there is also the cost of the production process itself due to the raw materials and operating costs of the machines. Mostly the largest companies have ERP programs that have the ability to do this calculation. Small and medium-sized companies, either using at least an information system or not at all, resort to approximate and empirical cost estimates that may vary from one sector to another. This often leads to incorrect costing, which may be either lower or higher than the actual cost. So, in addition to the potential damage, there is no way to improve the production. In this diploma thesis will be created software, which will have scope in such enterprises and more specifically in a company that carries out machining of metallic plates. It will initially give the user the ability to save all technical drawings into a database that will be easily accessible. It will also record the processing times resulting from a LASER cutting machine, the cost of the material, and additional machining that may be required. The software will be created using the Java to construct the graphical user interface with Java Swing and the MySQL database. The connection will be with JDBC. Όλες οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της μεταποίησης έχουν ανάγκη την κοστολόγηση των παραγόμενων προϊόντων τους. Εκτός από το μισθολογικό και λειτουργικό κόστος, που είναι εύκολα υπολογίσιμο, υπάρχει και το κόστος που απορρέει από την ίδια την παραγωγική διαδικασία λόγω των πρώτων υλών αλλά και του κόστους λειτουργίας των μηχανημάτων. Οι μεγαλύτερες εταιρείες, κατά κύριο λόγο, διαθέτουν προγράμματα ERP που έχουν την δυνατότητα να κάνουν αυτό τον υπολογισμό. Μικρομεσαίες επιχειρήσεις είτε χρησιμοποιώντας στο ελάχιστο κάποιο πληροφοριακό σύστημα είτε καθόλου καταφεύγουν κυρίως σε προσεγγιστικές και εμπειρικές εκτιμήσεις κόστους που αναλόγως τον επιμέρους κλάδο της επιχείρησης μπορεί να διαφέρουν. Αυτό οδηγεί πολλές φορές αυτόματα σε λάθος κοστολόγηση, που μπορεί να είναι είτε μικρότερη, είτε μεγαλύτερη από την πραγματική. Έτσι εκτός από την πιθανή ζημία δεν υπάρχει κάποιος τρόπος που μπορεί να βελτιωθεί ο τρόπος παραγωγής. Στην συγκεκριμένη διπλωματική εργασία θα υλοποιηθεί λογισμικό, που θα έχει πεδίο εφαρμογής σε τέτοιες επιχειρήσεις και πιο συγκεκριμένα σε επιχείρηση που κάνει κατεργασίες μεταλλικών ελασμάτων. Θα δίνει αρχικά, την δυνατότητα στον χρήστη να καταχωρεί όλα τα τεχνικά σχέδια σε βάση δεδομένων που θα είναι εύκολα προσπελάσιμα. Επίσης θα καταχωρούνται οι χρόνοι κατεργασίας που προκύπτουν από ένα μηχάνημα κοπής LASER, το κόστος του υλικού αλλά και επιπλέον μηχανολογικές κατεργασίες που μπορεί να απαιτούνται. Το λογισμικό θα δημιουργηθεί με τη χρήση της γλώσσας προγραμματισμού Java, ώστε να κατασκευαστεί το γραφικό περιβάλλον με Java Swing και της βάσης δεδομένων MySQL στην οποία θα δημιουργηθούν οι απαραίτητοι πίνακες. Η σύνδεση με την βάση θα γίνει με JDBC. 546 483 496 Vocational integration of people with visual impairments. This Ph.D. dissertation unfolds the issue of the vocational integration of people with visual impairments. This subject has been chosen, as employment, which appears to be a catalytic factor in achieving full social inclusion, seems to be significantly affected by the still existing negative social stereotypes regarding the meaning and the followings of a disability, such as visual impairment. During this Ph.D. dissertation the following aims have been achieved: a) official statistics on employment and unemployment rates for people with visual impairment have been presented in comparison with similar statistics from other countries, b) the abilities and vocational interests of people with visual impairment have been examined by implementing the standardized Self-Directed Search Questionnaire by Holland, (SDS Form R,1994), c) the attitudes and beliefs of private sector employers on hiring people with visual impairment were recorded through a questionnaire of 28 questions, and, subsequently, we examined how these attitudes were shaped following the implementation of a short informational program for employers, d) social support in the working place, received by people with visual impairment from employers and colleagues, and the satisfaction they derive from it, were analyzed through a pilot questionnaire of 27 questions and an in-depth interview, and e) the legal framework of our country was investigated, gaps/ problem points of the legislation were highlighted and suggestions were submitted, through examples of positive actions in other countries, in view of amending or correcting the respective laws. The results of these studies led to the following conclusions: a) the problem of employment for people with visual impairment was confirmed, through nationally and internationally statistical data, b) the range of visually impaired individuals’ career choices and the discrepancy between the professions which they would like to practice and the professions they already practice, were presented, c) negative attitudes of employers regarding their intention to hire people with visual impairment in their business or to accept even voluntary work by them were identified; these attitudes changed after the implementation of a short informational program, thus indicating the catalytic role of awareness on the issue of vocational integration of people with visual impairments, d) the forms of workplace social support received by visually impaired employees were recorded, and e) the two basic laws relating to the X vocational rehabilitation of disabled persons were analyzed, and in particular Law 2643/1998 (Official Gazette issue no A 220) and Law 3304/2005 (Government Gazette issue no A 16), the gaps/ problem areas of the laws were highlighted and relevant proposals were submitted. In total, this Ph.D. dissertation was intended to identify the factors that prevent the vocational integration of people with visual impairments by combining the results of these individual studies and of the submitted suggestions, thus noting a further step towards improving the current situation and the integration of these persons in the labor market without any obstacles and discriminations towards them. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει ως αντικείμενο τη διερεύνηση του θέματος της εργασιακής ένταξης των ατόμων με οπτική αναπηρία. Επιλέχθηκε το ζήτημα της εργασίας των ατόμων αυτών, καθώς αποτελεί καταλυτικής σημασίας παράγοντα για την επίτευξη της πλήρους κοινωνικής ενσωμάτωσής τους, ο οποίος, φαίνεται να πλήττεται σημαντικά από τα υφιστάμενα ακόμη αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα αναφορικά με το τι εστί και το τι συνεπάγεται μια αναπηρία, όπως η οπτική. Στο πλαίσιο της διατριβής επιτεύχθηκαν οι ακόλουθοι στόχοι: α) Δόθηκαν επίσημα στατιστικά στοιχεία για τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας των ατόμων με οπτική αναπηρία στην Ελλάδα σε σύγκριση με αντίστοιχα στατιστικά στοιχεία άλλων χωρών, β) Εξετάσθηκαν οι ικανότητες και τα επαγγελματικά ενδιαφέροντα των ατόμων με οπτική αναπηρία, μέσω της διενέργειας του διεθνούς σταθμισμένου Ερωτηματολογίου Αυτοκατευθυνόμενης Διερεύνησης Επαγγελματικών Ενδιαφερόντων και Προτιμήσεων του Holland (SDS Form R, του 1994), γ) Κατεγράφησαν οι στάσεις και οι πεποιθήσεις των εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα αναφορικά με την πρόσληψη ατόμων με οπτική αναπηρία, μέσω ενός ερωτηματολογίου 28 ερωτήσεων, και, εν συνεχεία, εξετάσθηκε η διαμόρφωση των στάσεων αυτών μετά την εφαρμογή συντόμου προγράμματος ενημέρωσης των ιδίων, δ) Αναλύθηκε η εργασιακή κοινωνική στήριξη, την οποία λαμβάνουν τα άτομα με οπτική αναπηρία από τους εργοδότες και τους συναδέλφους τους, καθώς και ο βαθμός ικανοποίησης που αντλούν από αυτήν, μέσω ενός πιλοτικού ερωτηματολογίου 27 ερωτήσεων και μίας σε βάθος συνέντευξης, και ε) Διερευνήθηκε το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας, τονίσθηκαν τα κενά/ προβληματικά σημεία της σχετικής νομοθεσίας και υπεβλήθησαν προτάσεις, μέσα και από παραδείγματα θετικών δράσεων λοιπών χωρών, για τη συμπλήρωση ή τη διόρθωση αυτών. Από τα αποτελέσματα των παραπάνω ερευνών, προέκυψαν τα ακόλουθα συμπεράσματα: α) Επιβεβαιώθηκε το πρόβλημα απασχόλησης των ατόμων με οπτική αναπηρία μέσω των στατιστικών δεδομένων, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο, β) Παρουσιάσθηκε το εύρος των επαγγελματικών επιλογών που διαθέτουν τα άτομα με οπτική αναπηρία, καθώς και η απόκλιση ανάμεσα στα επαγγέλματα που θα επιθυμούσαν να ασκήσουν και στα επαγγέλματα που ήδη ασκούν, γ) Σημειώθηκε VIII η αρνητική στάση των εργοδοτών ως προς την πρόθεσή τους να προσλάβουν άτομα με οπτική αναπηρία στην επιχείρησή τους ή να δεχθούν ακόμη και εθελοντική εργασία από μέρους τους, στάση, η οποία μεταβλήθηκε μετά την εφαρμογή συντόμου προγράμματος ενημέρωσης των ιδίων, φανερώνοντας τον καταλυτικό ρόλο της ενημέρωσης στο ζήτημα της εργασιακή ένταξης των ατόμων με οπτική αναπηρία, δ) Κατεγράφησαν οι μορφές της εργασιακής κοινωνικής στήριξης που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι με οπτική αναπηρία, και ε) Αναλύθηκαν οι δύο βασικοί νόμοι, που αφορούν στην εργασιακή ένταξη των ατόμων με αναπηρία, ήτοι ο Ν.2643/1998 (ΦΕΚ Α’ 220) και ο Ν. 3304/2005 (ΦΕΚ Α’ 16), σημειώθηκαν τα κενά/ προβληματικά σημεία των νόμων και υπεβλήθησαν σχετικές προτάσεις. Συνολικά, στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής κατεβλήθη προσπάθεια, ώστε να εντοπισθούν οι λόγοι για τους οποίους δυσχεραίνεται η επαγγελματική ενσωμάτωση των ατόμων με οπτική αναπηρία και μέσω του συνδυασμού των πορισμάτων των επιμέρους ερευνών και των υποβαλλομένων προτάσεων, να σημειωθεί ένα ακόμη βήμα προς τη βελτίωση της υπάρχουσας κατάστασης και την απρόσκοπτη ενσωμάτωση των ατόμων αυτών στην αγορά εργασίας χωρίς διακρίσεις εις βάρος τους. 547 408 366 The impact of informatics in management: optimization of personnel allocation in information systems. Επίδραση της πληροφορικής στη διοίκηση: βελτιστοποίηση εκχώρησης προσωπικού πληροφοριακών συστημάτων. The problems of the information systems personnel, was the objective of this dissertation. Its aim was to contribute in the optimization of the personnel allocation and performance, and through them to optimize the production of the whole system. The concepts of the information systems as well as the factors that influence their environment were thoroughly analysed, and a registration and analysis of the problems which are associated mainly with the personnel were carried out. The social and psychological parameters of the information systems personnel were identified and presented in detail as well as their special characteristics; also, the pinpointing and analysis of the contiguous problems were effectuated. In a general outline, the bibliographical data and suggestions were classified, the current dominant tendencies were registered, and the issues in this field were presented. In addition, the essential concepts of the graph theory were retrospectively presented, for the cause that this theory was used for the solving approach of the problems, the solutions of which are put forward by the present study. The first problem on which a solving method is proposed, is the increase of the overall performance of a system by determining the way with which a number of persons is appointed in a corresponding number of positions. The main parameter which was taken into account was the grade of cooperation between the working personnel, in conjunction with the degree with which the cooperation of the departments affects the whole system. Thuswise, following a quantitation of the parameters, the post which is to be occupied by each person may be determined in such a way, so as to warrant the gratest degree of cooperation, which results in the optimum function of the whole system. The second problem which is dealt with, and for which a solving methodology is proposed, is the way for selecting one optimum position to fill, out of "n" existing vacant positions, considering that they can not be totally filled, due to various reasons (budget restrictions etc). In this case there is mainly an evaluation of the interdependency of the departments and the grade of contribution of each of them in the overall eurhythmy and in the optimum function of the whole system. The solving approach to these problems was effectuated having in mind to shape a model which possess plasticity, in order to be adjustable in similar situations of everyday practice. Στη διατριβή αυτή μελετούνται προβλήματα του προσωπικού των πληροφοριακών συστημάτων. Σκοπός της είναι η συμβολή στην βελτιστοποί¬ηση της απόδοσης του προσωπικού τους, και μέσω αυτής η συμβολή στη βελτίωση της αποδοτικότητας του συνολικού συστήματος. Αναλύονται οι έννοιες των πληροφοριακών συστημάτων και οι παράγοντες που επηρεάζουν το περιβάλλον τους, και γίνεται καταγραφή και ανάλυση των προβλημάτων που συνδέονται κυρίως με το προσωπικό. Εντοπίζονται και παρουσιάζονται λεπτομερειακά οι κοινωνικές και ψυχολογικές παράμετροι του προσωπικού των πληροφοριακών συστημάτων, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, και γίνεται η καταγραφή και η ανάλυση των συναφών προβλημάτων. Σε γενικές γραμμές, επιτελείται η ταξινόμηση των βιβλιογραφικών δεδομένων και προτάσεων, η καταγραφή των συγχρόνων γενικών τάσεων και η παρουσίαση των προβλημά¬των του χώρου αυτού. Ακόμη, παρουσιάζονται με ανασκοπικό χαρακτήρα βασικές έννοιες της θεωρίας των γραφημάτων, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην επιλυτική προσέγγιση των συγκεκριμένων προβλημάτων των οποίων τη λύση εισηγείται η παρούσα διατριβή. Το πρώτο πρόβλημα στο οποίο προτείνεται επιλυτική μέθοδος, είναι η αύξηση της συνολικής αποδοτικότητας ενός συστήματος που προέρχεται από τον τρόπο που τοποθετείται "η" αριθμός υπευθύνων σε αντίστοιχες «n» υπάρχουσες εργασιακές θέσεις. Συνεκτιμούνται οι παράμετροι που επηρεάζουν το πρόβλημα και κυρίως ο βαθμός συνεργασιμότητας μεταξύ των υπευθύνων, σε συνάρτηση με το βαθμό επίδρασης της συνεργασίας των τμημάτων στη λειτουργικότητα του συνολικού συστήματος. Με τον τρόπο αυτό, αφού γίνει η ποσοτικοποίηση των παραμέτρων και η επεξεργασία τους, καθορίζεται η θέση που πρέπει να καταλάβει ο κάθε υπεύθυνος, ώστε να εξασφαλίζεται ο μέγιστος βαθμός συνεργασίας μεταξύ των κρισιμοτέρων για το σύστημα τμημάτων, που με τη σειρά του οδηγεί στην βέλτιστη λειτουργικότητα όλου του συστήματος. Το δεύτερο συγκεκριμένο πρόβλημα για το οποίο προτείνεται επιλυτική μέθοδος, είναι η επιλογή της καλύτερης τοποθέτησης ενός ατόμου σε μία από V' υποψήφιες εργασιακές θέσεις, με δεδομένη αδυναμία καλύψεως του συνόλου τους, για διάφορους λόγους (περικοπές προϋπολογισμού κ.λ.π.). Στην περίπτωση αυτή εκτιμάται κυρίως η αλληλοεξάρτηση των διαφόρων τμημάτων καθώς και ο βαθμός συνεισφοράς του καθένα από αυτά στη γενική ευρυθμία και στη βέλτιστη λειτουργικότητα του όλου συστήματος. Η επιλυτική προσέγγιση των προβλημάτων έγινε έχοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός γενικού προτύπου επιλύσεως, το οποίο διαθέτει πλαστικότητα ώστε να προσαρμόζεται ανάλογα με τις συνθήκες που μπορεί υπάρχουν σε κάθε περίπτωση στην καθημερινή πράξη. 548 204 228 Τεχνικές μηχανικής μάθησης για πρόβλεψη εντολών σε περιβάλλοντα προγραμματισμού The code autocomplete tools provided by the integrated development environments are now quite useful in modern software development. This research uses neural networks, which are a subcategory of machine learning. To be more specific, a Recurrent Neural Network-Gated Recurrent Unit attempts to predict the next tokens (words or symbols) that follow the initial token entered by a programmer when writing code. To make the prediction more user-friendly, a tool was created in the form of a popup window. In this window, the user will be able to enter a token and the tool will automatically provide him with predictions about the tokens following the first entered by the user. In order the neural network to be trained and produce accurate predictions, it uses a dataset as input. This dataset consists of a text file that gathers projects selected from the Github and Kaggle repositories that contain Java code adapted in such a way, so the statistical noise be removed from it. The network shown below accepts tokens and provides predictions based on the syntax of the Java programming language. Finally, a comparison of the results of this tool with the results provided by neural network techniques other than gated recurrent unit networks is made. Τα εργαλεία αυτόματης συμπλήρωσης κώδικα, που παρέχουν τα περιβάλλοντα προγραμματισμού, είναι πλέον αρκετά χρήσιμα στη σύγχρονη ανάπτυξη λογισμικού. Στην εργασία αυτή γίνεται χρήση νευρωνικών δικτύων, τα οποία αποτελούν μια υποκατηγορία της μηχανικής μάθησης. Συγκεκριμένα, με ένα αναδρομικό νευρωνικό δίκτυο- ανατροφοδοτούμενης μονάδας με πύλη (Recurrent Neural Network-Gated Recurrent Unit) γίνεται μια προσπάθεια πρόβλεψης των επόμενων tokens (λέξεις ή σύμβολα) που ακολουθούν το token που εισάγει αρχικά ένας προγραμματιστής κατα τη συγγραφή κώδικα. Για να γίνει η πρόβλεψη φιλικότερη προς το χρήστη, δημιουργήθηκε ένα εργαλείο που έχει τη μορφή ενός αναδυόμενου παραθύρου. Στο παράθυρο αυτό, ο χρήστης θα είναι σε θέση να εισάγει ένα token και το εργαλείο αυτόματα θα του παρέχει τις προβλέψεις του σχετικά με τα tokens που ακολουθούν το αρχικό που εισήγαγε ο χρήστης. Για να μάθει το νευρωνικό δίκτυο να παράγει ακριβείς προβλέψεις χρησιμοποιήθηκε ως είσοδος ένα σύνολο δεδομένων. Το σύνολο αυτό αποτελείται από ένα αρχείο κειμένου το οποίο συγκεντρώνει projects επιλεγμένα από τα αποθετήρια Github και Kaggle τα οποία περιέχουν κώδικα σε Java προσαρμοσμένο κατάλληλα ώστε να αφαιρεθεί ο στατιστικός θόρυβος που εμπεριείχε. Το δίκτυο που παρουσιάζεται παρακάτω δέχεται tokens και παρέχει προβλέψεις με βάση το συντακτικό της γλώσσας προγραμματισμού Java. Τέλος γίνεται μια σύγκριση των αποτελεσμάτων του εργαλείου αυτού με τα αποτελέσματα που παρέχουν άλλες τεχνικές νευρωνικών δικτύων πέραν των δικτύων ανατροφοδοτούμενης μονάδας με πύλη. 549 469 516 Cloud computing adoption in local government Η υιοθέτηση της υπολογιστικής νέφους (Cloud Computing) στην τοπική αυτοδιοίκηση This doctoral dissertation is placed within the scientific area of information systems and it focuses on the study and analysis of cloud computing adoption in local government authorities. The term of cloud computing is described, along with its characteristics, associated benefits - challenges and models that cloud services are provided. Also, the adoption of cloud computing in the public sector is analyzed, with focus on the challenges and anticipated benefits, as well as the decision making process of migrating to the cloud and the role of cloud computing towards the digital transformation of the public sector. Moreover, indicative initiatives of cloud computing adoption in the public sector are presented, both in Greece and in other European countries, and useful conclusions are drawn. Additionally, the models that are used in the literature for the examination of cloud computing adoption are identified and categorized into layer-based models, step-based models, component-based models and conceptual-theoretical models. Furthermore, a systematic literature review is performed in order to identify, code, classify and analyze the studies that are using conceptual-theoretical models for the examination of cloud computing adoption, both in the public sector and in the private sector, in order to extract as more useful conclusions as possible, due to the fact that studies that refer only to the public sector, and more specifically to local government, are limited. Through the systematic literature review, gaps and areas for improvement in the existing literature are identified, and the substantial theoretical background is developed, for the design of the model to be used in the empirical research. The proposed research model is a combination of the widely used TOE, DOI and TAM conceptual-theoretical models and it includes a number of factors that affect cloud computing adoption in local government, together with the research hypotheses. Based on the proposed model, an empirical research is performed in all the local government authorities in Greece (325) with the use of an electronic questionnaire. The participation to the research was very high (65%) and a valuable set of data was gathered. The analysis of the data is performed in two stages: a) analysis with the use of descriptive statistics and b) analysis with the use of structural equation modeling (SEM), for the verification of the validity, reliability and overall consistency of the model and for the testing of the research hypotheses. Through the analysis, the factors that affect cloud computing adoption in local government are examined and the research hypotheses are discussed and compared to the results of other studies found in the literature. Finally, from the review of the literature and according to the results of the empirical research, useful conclusions are drawn for the successful implementation of cloud computing, implications for local and central government are identified and suggestions for further research are provided. Η παρούσα διδακτορική διατριβή εντάσσεται στο θεματικό πεδίο των Πληροφοριακών Συστημάτων και αντικείμενό της είναι η μελέτη και η διερεύνηση της υιοθέτησης της υπολογιστικής νέφους (cloud computing) στην τοπική αυτοδιοίκηση. Αρχικά αναλύεται η έννοια του cloud computing, τα χαρακτηριστικά του και τα οφέλη από τη χρήση του, τα πλεονεκτήματα-μειονεκτήματά του, καθώς και τα μοντέλα με τα οποία παρέχεται (μοντέλα υπηρεσίας και μοντέλα ανάπτυξης). Στη συνέχεια, εξετάζεται το ζήτημα της υιοθέτησης του cloud computing στο δημόσιο τομέα, οι προκλήσεις που υπάρχουν αλλά και τα αναμενόμενα οφέλη, καθώς και ο ρόλος του cloud computing στον ανασχεδιασμό των υποδομών ΤΠΕ και στον ψηφιακό μετασχηματισμό του δημοσίου τομέα, ενώ αναλύεται και η διαδικασία της απόφασης για υιοθέτηση του cloud computing σε δημόσιους οργανισμούς. Επίσης, παρουσιάζονται ενδεικτικές πρωτοβουλίες για την υιοθέτηση του cloud computing στο δημόσιο τομέα, οι οποίες έχουν υλοποιηθεί τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και αντλούνται χρήσιμα συμπεράσματα. Ακολούθως, εντοπίζονται τα μοντέλα για τη μελέτη της υιοθέτησης του cloud computing που χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία και κατηγοριοποιούνται σε μοντέλα που βασίζονται σε επίπεδα, σε μοντέλα που βασίζονται σε βήματα-στάδια, σε μοντέλα που βασίζονται σε συστατικά και σε εννοιολογικά-θεωρητικά μοντέλα. Στη συνέχεια, μέσω συστηματικής ανασκόπησης της βιβλιογραφίας (systematic literature review - SLR), συλλέγεται, κωδικοποιείται και αναλύεται η βιβλιογραφία που αναφέρεται στην υιοθέτηση του cloud computing με χρήση εννοιολογικών-θεωρητικών μοντέλων, τόσο στην τοπική αυτοδιοίκηση και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα όσο και στον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό την όσο το δυνατόν πληρέστερη εξαγωγή χρήσιμων και αξιοποιήσιμων συμπερασμάτων, καθώς οι μελέτες για υιοθέτηση του cloud computing στο δημόσιο τομέα και ειδικότερα στην τοπική αυτοδιοίκηση είναι περιορισμένες. Μέσα από τη συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας εντοπίζονται κενά και περιοχές προς επέκταση στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται το κατάλληλο και τεκμηριωμένο θεωρητικό υπόβαθρο για το σχεδιασμό του μοντέλου της εμπειρικής έρευνας της διατριβής. Το μοντέλο αποτελεί ένα συνδυασμό των διεθνώς αναγνωρισμένων και καθιερωμένων μοντέλων TOE, DOI και TAM και περιλαμβάνει πλήθος παραγόντων που επηρεάζουν την υιοθέτηση του cloud computing στην τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς και τις αντίστοιχες ερευνητικές υποθέσεις. Βάσει του προτεινόμενου μοντέλου, πραγματοποιήθηκε πρωτογενής έρευνα σε όλους τους Δήμους της Ελλάδας (325) μέσω ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου και το ποσοστό των απαντήσεων ανήλθε στο ιδιαιτέρως υψηλό ποσοστό του 65%. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων της έρευνας πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια-επίπεδα: α) στην ανάλυση με χρήση περιγραφικής στατιστικής και β) στην ανάλυση με χρήση μοντελοποίησης διαρθρωτικών εξισώσεων (structural equation modeling – SEM) για τον έλεγχο της εγκυρότητας, της αξιοπιστίας και της εν γένει καταλληλότητας του μοντέλου, αλλά και τον έλεγχο των ερευνητικών υποθέσεων. Μέσω της ανάλυσης αυτής εξετάζονται οι παράγοντες που επηρεάζουν την υιοθέτηση του cloud computing στην τοπική αυτοδιοίκηση, ελέγχονται οι ερευνητικές υποθέσεις που τέθηκαν κατά το σχεδιασμό του μοντέλου και συγκρίνονται με αποτελέσματα άλλων ερευνών. Τέλος, με βάση τα συμπεράσματα από την ανασκόπηση και την ανάλυση της βιβλιογραφίας, αλλά και σύμφωνα με την ανάλυση των αποτελεσμάτων της εμπειρικής έρευνας, διατυπώνονται χρήσιμα συμπεράσματα και προτάσεις, τόσο για την περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση του θέματος όσο και για την υιοθέτηση του cloud computing στην τοπική αυτοδιοίκηση και στους δήμους της Ελλάδας, αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. 550 719 742 Investigating the Impact of the digital sound / music-linguistic enriched iPad application “The Carnival of the Animals” and its sound diversity on the development of primary students’ language skills Η διερεύνηση της περίπτωσης της ψηφιακής μουσικογλωσσικής εφαρμογής στο ipad “Το καρναβάλι των ζώων” και της ηχητικής ποικιλότητας της για την ενίσχυση γλώσας σε παιδιά πρωτοσχολικής ηλικίας The subject of the present doctoral dissertation was to investigate the impact of an enriched music-linguistic application in a touch-technology environment (iPad) as an educational tool for early school children for developing their oral ability in English as a foreign language. The structural elements examined focus on vocabulary, grammar, oral comprehension and fluency. In the present study three research hypotheses were formulated as follows: a) Will the level of oral competence in the foreign language of the sample children be developed after using the application. b) Is there a relationship between childrens’ development of foreign language skills and the extent of children's interaction with the audiovisual elements of the application after having made use of it. (c) Does the repetition in using the application's audiovisual features enhance the ability to regenerate app-related audio content that corresponds to the thematic content of each page. The survey’s sample consisted of sixty students aged seven to eight years, that is, the second grade of elementary school attending a private school of a large urban center. The research tools corporated semi-structured interviews and written tests of children, in English. Oral Language Observation Matrix (S.O.L.O.M.) was the instrument for measuring oral development. The interviews also contributed to the self-evaluation of children, for their entire experience of the research process. The “test app” built into the iPad’s application created a rich collection of data on children's behavior in relation to the use of the audiovisual elements of the application and provided technical and qualitative features to the observation process. The Flow in Music Activity (FI.M.A.)made a significant contribution to the observation of children's behavior, in all their contact with the application. Video capture was adopted throughout the intervention. Finally, the structured quantitative and qualitative observation was chosen to serve the research objectives and both participatory and non-participatory were used. Research findings on the first hypothesis confirmed the direct relationship between the use of the application and the development that presented the subjects in structural elements of the oral language. In the second hypothesis, the relationship between the development of student’s oral competence in foreign language, after using the application and the extent of children's interaction with the audiovisual elements of the application was not confirmed. Finally, the third research case was not confirmed, as the re-use of the audiovisual elements of the application was not found to enhance the ability to retrieve information related to the audio content of the application that corresponds to the thematic content of each page. Research findings provided deal with the childrens’ free interaction with the app’s digital content which encouraged mutual support, collaboration, decision-making between them, as part of the learning activities. Additionally, the use of the application as a whole, ie the use of the work environment rather than the content itself, was one of the reasons for developing children's oral competence in English. Using the app as a communication tool between the peers and the researcher's conversation enhanced them to build and structure their knowledge, transform their ideas into linguistic communication. In addition, children dealt with the app as if it was a digital game, a play for them, yet they increasingly tended to realize that learning activity is not a game and that clear goals emerged that must be achieved after each interaction they had with the app. The research has presented conditions created for exploiting new roles within an educational environment, as the teacher was no longer the knowledge transmitter. Each student developed a personal learning path and many of the children attempted peer to peer learning. Through the application the classroom resources expanded with the new material. Therefore the children dealt with a new classroom "reality" that links more easily with the reality outside the school environment. The exploitation of the content provided a more personalized approach that responded to the emotional state of the children so that each of them attempted, to a greater or lesser degree, to gain a more active role in the process. The application was a parameter for the development of communicative, searching, processing, analysis skills, and the synthesis and transformation of information into knowledge through multiple representations and approaches. Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της χρήσης μιας μουσικό-γλωσσικά εμπλουτισμένης εφαρμογής στο iPad, με βασικό στοιχείο τον ήχο, στον προφορικό λόγο παιδιών πρωτοσχολικής ηλικίας, στην αγγλική ως ξένη γλώσσα. Τα δομικά στοιχεία της προφορικής ικανότητας που εξετάστηκαν αφορούσαν στο λεξιλόγιο, στη γραμματική, στην κατανόηση και στην ευχέρεια λόγου. Διαμορφώθηκαν τρεις ερευνητικές υποθέσεις: α) Το επίπεδο προφορικής ικανότητας στην ξένη γλώσσα των παιδιών του δείγματος θα αναπτυχθεί μετά τη χρήση της εφαρμογής β) Υπάρχει σχέση μεταξύ της ανάπτυξης στο επίπεδο προφορικής ικανότητας στην ξένη γλώσσα των παιδιών, μετά τη χρήση της εφαρμογής και στο μέγεθος της αλληλεπίδρασης των παιδιών με τα οπτικοακουστικά στοιχεία της εφαρμογής γ) Η επανάληψη της χρήσης των οπτικοακουστικών στοιχείων της εφαρμογής ενισχύει την ικανότητα ανάπλασης πληροφοριών σχετικών με το ηχητικό περιεχόμενο της εφαρμογής που αντιστοιχούν στο θεματικό περιεχόμενο κάθε σελίδας Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν εξήντα μαθητές ηλικίας εφτά έως οκτώ ετών, δηλαδή της Β’ τάξης του δημοτικού που φοιτούσαν σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο μεγάλου αστικού κέντρου. Τα ερευνητικά εργαλεία αποτελούνταν από ημιδομημένες συνεντεύξεις και γραπτά τεστ των παιδιών στην αγγλική γλώσσα. Εργαλείο μέτρησης της ανάπτυξης του προφορικού λόγου αποτέλεσε το Oral Language Observation Matrix (S.O.L.O.M.). Οι συνεντεύξεις συνέβαλαν και στην αυτοαξιολόγηση των παιδιών, για το σύνολο της εμπειρίας τους από την ερευνητική διαδικασία. Το σύστημα καταγραφής δακτυλοκίνησης (test app) που βρίσκεται ενσωματωμένο στην iPad εφαρμογή, δημιούργησε μία πολύ πλούσια συλλογή δεδομένων, της συμπεριφοράς των παιδιών, σε σχέση με τη χρήση των οπτικοακουστικών στοιχείων της εφαρμογής και προσέφερε τεχνικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά στη διαδικασία της παρατήρησης. Σημαντικά συνέβαλε στην παρατήρηση της συμπεριφοράς των παιδιών, σε όλη την επαφή τους με την εφαρμογή και το εργαλείο αποτίμησης εμπειρίας ροής των παιδιών στο πλαίσιο μουσικών δραστηριοτήτων – Flow In Music Activities (F.I.M.A.). Η βιντεοσκόπηση υιοθετήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της παρέμβασης. Τέλος, για την εξυπηρέτηση των στόχων της έρευνας επιλέχθηκε η δομημένη ποσοτική και ποιοτική παρατήρηση και χρησιμοποιήθηκαν τόσο η συμμετοχική όσο και η μη συμμετοχική. Τα ευρήματα ως προς την πρώτη υπόθεση επιβεβαίωσαν την άμεση σχέση της χρήσης της εφαρμογής με την ανάπτυξη που παρουσίασαν τα υποκείμενα στα δομικά στοιχεία του προφορικού λόγου της αγγλικής ως ξένης γλώσσας. Στη δεύτερη υπόθεση, δεν επιβεβαιώθηκε η σχέση μεταξύ της ανάπτυξης της προφορικής ικανότητας στην ξένη γλώσσα, των παιδιών, μετά τη χρήση της εφαρμογής και του μεγέθους της αλληλεπίδρασης των παιδιών με τα οπτικοακουστικά στοιχεία αυτή. Τέλος, δεν επιβεβαιώθηκε και η τρίτη ερευνητική υπόθεση, καθώς η επανάληψη της χρήσης των οπτικοακουστικών στοιχείων της εφαρμογής δεν διαπιστώθηκε να ενισχύει την ικανότητα ανάπλασης πληροφοριών σχετικών με το ηχητικό περιεχόμενο της εφαρμογής που αντιστοιχούν στο θεματικό περιεχόμενο κάθε σελίδας. Σημαντικά ευρήματα που προκύπτουν από την έρευνα αφορούν στο συνδυασμό της ελεύθερης αλληλεπίδρασης με το ψηφιακό περιεχόμενο που μεταξύ των παιδιών ενθάρρυνε δεξιότητες, όπως είναι η αμοιβαία υποστήριξη, η συνεργασία, η λήψη αποφάσεων, στο πλαίσιο των μαθησιακών δραστηριοτήτων. Επιπρόσθετα, η χρήση της εφαρμογής στο σύνολό της, δηλαδή η χρήση του περιβάλλοντος εργασίας και όχι του περιεχομένου, αποτέλεσε έναν από τους λόγους ανάπτυξης της προφορικής ικανότητας των παιδιών στην αγγλική γλώσσα. Η αξιοποίησή της ως επικοινωνιακό εργαλείο μεταξύ της συνομιλίας των μελών της ομάδας και της ερευνήτριας συνέβαλε στην οργάνωση και στη δόμηση των γνώσεων τους, στον μετασχηματισμό των ιδεών τους σε γλωσσική επικοινωνία. Επιπλέον, τα παιδιά αντιλαμβάνονταν και αντιμετώπιζαν την εφαρμογή ως παιχνίδι, παρόλα αυτά έτειναν ολοένα και περισσότερο να αντιλαμβάνονται ότι η μαθησιακή δραστηριότητα δεν είναι παιχνίδι και ότι προκύπτουν ξεκάθαροι στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν μετά από κάθε αλληλεπίδραση. Η έρευνα δημιούργησε προϋποθέσεις αξιοποίησης νέων ρόλων μέσα σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον, καθώς ο εκπαιδευτικός δεν αποτελούσε πια τον αναμεταδότη της γνώσης. Το καθένα από τα παιδιά ανέπτυξε προσωπική μαθησιακή διαδρομή και πολλά από τα παιδιά επιχείρησαν μεταφορά γνώσης μεταξύ ομοτίμων (peer to peer learning). Η διεύρυνση των πόρων της τάξης με το νέο υλικό που προσέφερε η εφαρμογή έφεραν τα παιδιά σε επαφή με την «πραγματικότητα» που λαμβάνει χώρα γύρω τους και κυρίως εκτός του σχολικού περιβάλλοντος. Η αξιοποίηση του περιεχομένου παρείχε μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση, η οποία και ανταποκρίνονταν στη συναισθηματική κατάσταση των παιδιών, ώστε το καθένα από αυτά να επιχειρεί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, να αποκτήσει πιο ενεργητικό ρόλο στη διαδικασία. Η εφαρμογή αποτέλεσε παράμετρο για την καλλιέργεια δεξιοτήτων με σκοπό την επικοινωνία, την αναζήτηση, την επεξεργασία, την ανάλυση καθώς και τη σύνθεση της πληροφορίας σε γνώση μέσω πολλαπλών αναπαραστάσεων και προσεγγίσεων. 551 440 455 The protection of cultural diversity in Europe: equality policies, European values and the right to cultural identity. Η προστασία της πολιτισμικής πολυμορφίας στην Ευρώπη: πολιτικές ισότητας, ευρωπαϊκές αξίες και το δικαίωμα στην πολιτισμική ταυτότητα. The main purpose of the dissertation is the thorough study of the ways in which cultural diversity is protected and promoted in the European space. The analysis is based on two pillars: the first part of the study attempted to determine the content and the degree of legitimacy of the concept of cultural diversity through the traits derived from the constitutional values and principles of the European Union. The second part investigated the protection of cultural diversity through international and European human rights law and sought the main components for establishing a right to cultural identity. The law of the European Union is the sedes materiae of the study, since cultural diversity is a request that emerges from the "common system of values of the Union". Therefore, the policies discussed cover the official European policy through the adoption of legislative acts as well as the actions of Member States, in order to investigate the convergence of the Union policy with those of Member States and to reflect the implementation of the legal framework in practice. However, the use of other jurisdictions that make up the "European constitutional space", such as the European Convention of Human Rights and international human rights law, as well as the reference to foreign law, such as the law of the USA and Canada, where necessary for the appropriate interpretation and a more comprehensive survey of the subject. The research concludes that, at the current stage of EU law development, respect for cultural diversity is a lex imperfecta which operates only as a simple guiding principle without clear sanctions in case of violation, and its content is determined in accordance with other rules in order to produce a legal effect, the meaning of which nevertheless is reinforced. Moreover, the existing system of fundamental rights protection, which highlights the importance of the cultural dimension of human rights and cultural rights, together with the recognition of cultural diversity as an important element of human dignity, provides adequate protection for a person’s cultural identity. Therefore, the introduction of a right to cultural identity in international law is not necessary. However, within the European Union law, where the protection of cultural identity appears to be non-systematic, the gradual emergence of an autonomous right would contribute to more effective protection of cultural diversity. The peculiarity of this right, which distinguishes it from other fundamental rights, lies in the fact that it can be considered as intermediate between individual rights and group rights, resulting in both individuals and different cultural communities be benefited from it. Κύριο σκοπό της διατριβής αποτελεί η διεξοδική μελέτη των τρόπων με τους οποίους η πολιτισμική πολυμορφία προστατεύεται και προωθείται στον Ευρωπαϊκό χώρο. Συγκεκριμένα, η ανάλυση βασίστηκε σε δύο πυλώνες: στο πρώτο μέρος της μελέτης επιχειρήθηκε ο προσδιορισμός του περιεχομένου και του βαθμού νομιμότητας της έννοιας της πολιτισμικής πολυμορφίας μέσω των χαρακτηριστικών που απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές αξίες και αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο δεύτερο μέρος της διατριβής διερευνήθηκε η προστασία της πολιτισμικής πολυμορφίας μέσα από το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου και αναζητήθηκαν οι κυριότερες συνιστώσες για την καθιέρωση ενός δικαιώματος στην πολιτισμική ταυτότητα. Sedes materiae της μελέτης αποτέλεσε το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς η πολιτισμική πολυμορφία αποτελεί αίτημα που αναδύεται από το «κοινό αξιακό σύστημα της Ένωσης». Συνεπώς, οι πολιτικές που εξετάζονται καλύπτουν τόσο την επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική μέσω της υιοθέτησης νομοθετικών πράξεων όσο και τις δράσεις κρατών μελών, προκειμένου να διερευνηθεί η σύγκλιση της πολιτικής της Ένωσης με εκείνες των κρατών μελών της και να αποτυπωθεί η εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου στην πράξη. Ωστόσο η προσφυγή σε άλλες έννομες τάξεις που συνθέτουν τον «ευρωπαϊκό συνταγματικό χώρο», όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το διεθνές δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και η αναφορά σε αλλοδαπό δίκαιο, όπως για παράδειγμα των ΗΠΑ και του Καναδά, όπου κρίνεται σκόπιμο για τις ανάγκες ερμηνευτικής πληρότητας του θέματος, προσδίδουν μία συνολικότερη αποτύπωση του νομικού καθεστώτος που διέπει το εξεταζόμενο αντικείμενο. Συμπεραίνεται στο παρόν στάδιο εξέλιξης του ενωσιακού δικαίου, είναι πως ο σεβασμός της πολιτισμικής πολυμορφίας αποτελεί ατελή κανόνα του ενωσιακού δικαίου που λειτουργεί μόνον ως απλή κατευθυντήρια αρχή χωρίς ξεκάθαρες κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης της, ενώ το περιεχόμενό της καθορίζεται σε συνάρτηση με άλλους κανόνες προκειμένου να παράγει κάποια έννομη σχέση, το νόημα των οποίων ωστόσο ενισχύει. Επιπλέον, το υπάρχον σύστημα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, με την ανάδειξη της σημασίας της πολιτισμικής διάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτισμικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με την αναγνώριση της πολιτισμικής πολυμορφίας ως θεμελιώδους αξίας και σημαντικού στοιχείου της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, παρέχουν επαρκή προστασία για την πολιτισμική ταυτότητα του ατόμου. Συνεπώς, η καθιέρωση ενός δικαιώματος στην πολιτισμική ταυτότητα στο διεθνές δίκαιο είναι παράταιρη. Ωστόσο, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου η προστασία της πολιτισμικής ταυτότητας κρίνεται αποσπασματική, η σταδιακή διαμόρφωση ενός αυτόνομου δικαιώματος θα συνέβαλε στην αποτελεσματικότερη προστασία της πολιτισμικής πολυμορφίας καθώς και στην ευρύτερη πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης. Η ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου δικαιώματος, που το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα θεμελιώδη δικαιώματα, έγκειται στο γεγονός πως μπορεί να θεωρηθεί ως ενδιάμεσο μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων και των ομαδικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα τόσο τα άτομα όσο και οι διαφορετικές πολιτισμικές κοινότητες να μπορούν να αντλήσουν οφέλη από αυτό. 552 263 287 Η χρήση του facebook κατά τη διάρκεια των εθνικών εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015. Academic research provides evidence that the use of social media enforce political participation; however the relationship between Internet usage and political participation is not clear. In the case of political campaigning, social media and particularly Facebook, are extensively used particularly after the successful use of Facebook in September 2006 in the USA. As the result, the relevant scientific literature is also rapidly growing with the majority of research taking place in European and American Universities and focusing on candidate’s pages analysis or questionnaires. This paper examines the use and impact of Facebook in Greek national Elections held on 29th September 2015. In this paper we employ quantitative and qualitative methods to understand the way in which parties and citizens used Facebook before the Greek national Elections held in September 2015. A first analysis of results indicates that the right wing parties used more heavily Facebook when compared to left wing parties. This is interesting as a left wing party actually won the elections. In addition, results analysis suggests that the Greek political parties mainly used Facebook pages for one-way communication with citizens. In addition, conversations between Facebook users with different political views were often inappropriate. The subjects that were mostly discussed included the country’s economy and the economic crisis that currently exists in Greece. Facebook provides an excellent opportunity for users and candidates to interact and communicate. However, our results suggest that the potential of Facebook for online deliberation was not exploited by Greek political parties. On the contrary, political parties seem to have used Facebook as a traditional one-way mass communication medium. Η μέχρι τώρα Ακαδημαϊκή έρευνα αποδεικνύει ότι η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ενισχύει την πολιτική συμμετοχή. Παρόλα αυτά το πόσο επηρεάζει το ίντερνετ την πολιτική συμμετοχή δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2006 στις Η.Π.Α τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδιαίτερα το Facebook χρησιμοποιούνται πλέον σε κάθε προεκλογική εκστρατεία. Γι’αυτό το λόγο το ενδιαφέρον της επιστημονικής έρευνας σχετικά με την ηλεκτρονική συμμετοχή και τη χρήση του Facebook, έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια με τις περισσότερες έρευνες να έχουν πραγματοποιηθεί σε Πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ και να επικεντρώνονται κυρίως σε ερωτηματολόγια και αναλύσεις των σελίδων των υποψηφίων. Η παρούσα εργασία εξετάζει και αναλύει την χρήση και την επιρροή που είχε το Facebook στις ελληνικές εθνικές εκλογές τον Σεπτέμβριο, του 2015 στην Ελλάδα. Πραγματοποιήθηκαν ποσοτικές και ποιοτικές μεθόδοι ανάλυσης για να ερμηνευθεί ο τρόπος με τον οποίο τα κόμματα και οι πολίτες χρησιμοποίησαν το Facebook πριν τις εκλογές. Από την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε ότι το δεξιό κόμμα, χρησιμοποίησε περισσότερο το facebook για την προεκλογική του εκστρατεία σε αντίθεση με το αριστερό κόμμα, το οποίο υπήρξε τελικά νικητής των εκλογών. Επιπροσθέτως, από την ποιοτική ανάλυση προέκυψε ότι τα κόμματα χρησιμοποίησαν το Facebook κυρίως για να μεταδόσουν πληροφορία. Ακολούθησαν δηλαδή τη μονόδρομη μέθοδο επικοινωνίας. Από την άλλη μεριά ο διάλογος μεταξύ των χρηστών δεν ήταν συχνά αρκετά πολιτισμένος. Τα θέματα που συζητήθηκαν πιο πολύ αφορούσαν την οικονομία και την οικονομική κρίση στη χώρα. Το Facebook προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Παρόλα αυτά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου τα ελληνικά κόμματα δεν χρησιμοποίησαν όλες τις δυνατότητες που μπορεί να τους προσφέρει και το χρησιμοποίησαν απλά σαν ένα παραδοσιακό μέσο μετάδοσης πληροφοριών. 553 236 183 Semantic Web and metadata quality: customized completeness assessment for the management of multimedia internet resources Σημασιολογικός Ιστός και ποιότητα μεταδεδομένων: προσαρμοσμένη εκτίμηση πληρότητας για τη διαχείριση πολυμεσικών διαδικτυακών πόρων Semantic Web, at its ground level, consists of a collection of concise information that describes the World Wide Web information, called metadata: This dissertation studies, both at a theoretical and the practical level, the issue of the quality" of metadata of Internet resources. Approaching the subject, theoretically, it proposes a new conceptual assessment framework that utilizes appropriately adjusted entities found in judicial processes in a court of law, which have been broadly accepted as fundamental concepts in the civilized world. By directly mapping entities and concepts between the two domains, the domain of a court of law and the domain of metadata, we come up with an effective method of assessing metadata quality that exploits relations between the resources described by the metadata and provides a powerful tool to conduct metadata quality control. Furthermore, the dissertation introduces an innovative metric system for .the measurement of metadata completeness, based on the definition of the concept of completeness at the element level of metadata. The practical realization and the verification of the capabilities of the new metadata completeness metric system is carried put by applying it to real metadata records harvested from open access metadata repositories. The statistical process of the completeness measures of the harvested records brings out targeted completeness problems which the already established completeness metric systems are unable to locate. Ο Σημασιολογικός Ιστός, στο βασικότερο επίπεδο του, αποτελεί μία συλλογή από συνοπτικές πληροφορίες για τις διακινούμενες στον Παγκόσμιο Ιστό πληροφορίες, που ονομάζονται μεταδεδομένα. Η διατριβή αυτή μελετά, τόσο σε θεωρητικό, όσο και πρακτικό επίπεδο, το θέμα της ποιότητας των μεταδεδομένων διαδικτυακών πόρων. Προσεγγίζοντας το, θεωρητικά, προτείνει ένα νέο εννοιολογικό πλαίσιο εκτίμησης της, που αξιοποιεί κατάλληλα προσαρμοσμένες οντότητες από τη δικανική διαδικασία στο χώρο των δικαστηρίων, οι οποίες έχουν αναγνωριστεί και καταξιωθεί ως θεμελιώδεις έννοιες καθολικής αποδοχής. Από την αντιστοίχιση μεταξύ των δύο χώρων, δικαστηρίων και μεταδεδομένων, προκύπτει μια αποτελεσματική μέθοδος εκτίμησης της ποιότητας μεταδεδομένων, που αξιοποιεί τις σχέσεις ανάμεσα στους περιγραφόμενους πόρους και παρέχει ένα ισχυρό εργαλείο διενέργειας ποιοτικού ελέγχου. Επιπλέον, η διατριβή εισάγει ένα καινοτόμο σύστημα μέτρησης της πληρότητας μεταδεδομένων, που βασίζεται στον ορισμό της έννοιας της πληρότητας στο επίπεδο του πεδίου. Η πρακτική υλοποίηση και επαλήθευση των δυνατοτήτων του μετρικού συστήματος γίνεται με την εφαρμογή του σε πραγματικές εγγραφές μεταδεδομένων. Η στατιστική επεξεργασία των μετρήσεων αναδεικνύει στοχευμένα προβλήματα πληρότητας που τα υπάρχοντα μετρικά συστήματα αδυνατούν να εντοπίσουν. 554 220 241 Competition and efficiency of the greek banking system. Ανταγωνισμός και αποτελεσματικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. This thesis measures the degree of competition as well as the level of efficiency of the Greek Banking System. Furthermore, the thesis investigates the determinants of the efficiency of the Greek banks. The analysis refers to the Greek commercial banks for the period 2000-2010. Panzar and Rosse methodology and Data Envelopment Analysis are applied for the assessment of competition and efficiency respectively while single and multiple regression models are used to define the determinants of efficiency. The results of the competition analysis suggest that the Greek Banking System cannot be characterized by the bipolar cases of either perfect competition or monopoly over 2000-2010. That is, banks earned their interest and total revenues as if operating under conditions of monopolistic competition. Regarding the efficiency analysis, the main findings are that the average efficiency level of Greek banks was 75,27% under constant returns of scale and 85,64% under variable returns of scale. The results also showed that efficiency has decreased during the period and that efficiency scores were significantly different among banks. As for the determinants of efficiency, the results indicate a positive relationship between the ratios ROA and ROE and the efficiency of Greek banks while total deposits of the banking system, concentration and GDP seem to have a negative impact on efficiency. Η παρούσα διατριβή έχει ως στόχο τη μέτρηση του βαθμού του ανταγωνισμού και του ύψους της αποτελεσματικότητας του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος. Επίσης, εξετάζονται οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των ελληνικών τραπεζών. Η ανάλυση αφορά τις εμπορικές τράπεζες που είναι εγκατεστημένες και λειτουργούν στην Ελλάδα για την περίοδο 2000-2010. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι αυτές των Panzar και Rosse και η μέθοδος Data Envelopment Analysis για τη μέτρηση του ανταγωνισμού και της αποτελεσματικότητας αντίστοιχα ενώ η μελέτη των κυριότερων προσδιοριστικών παραγόντων της αποτελεσματικότητας πραγματοποιείται με τη βοήθεια της απλής και πολλαπλής παλινδρόμησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από τις δύο ακραίες μορφές αγοράς, μονοπώλιο ή τέλειο ανταγωνισμό. Αντίθετα, οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες φαίνεται να αποκτούν τα έσοδα από τόκους και τα συνολικά τους έσοδα κάτω από συνθήκες μονοπωλιακού ανταγωνισμού. Αναφορικά με τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας η ανάλυση έδειξε ότι η συνολική αποτελεσματικότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος για όλη την υπό εξέταση περίοδο ανέρχεται στο επίπεδο του 75,27% υπό σταθερές αποδόσεις κλίμακας και 85,64% υπό μεταβλητές αποδόσεις κλίμακας. Γενικότερα, παρατηρείται μία πτωτική πορεία ενώ τα σκορ αποτελεσματικότητας παρουσιάζουν μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των τραπεζών. Όσον αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες της αποτελεσματικότητας τα αποτελέσματα έδειξαν ότι υπάρχει θετική σχέση μεταξύ των δεικτών ROA και ROE και της αποτελεσματικότητας ενώ αρνητική φαίνεται να είναι η επίδραση του συνόλου των καταθέσεων του βαθμού συγκέντρωσης και του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος στην αποτελεσματικότητα. 555 422 486 Relationship between climate change strategy, risk management, carbon accounting and corporate financial performance Η επίδραση των κίνδυνων στης κλιματικής αλλαγής, των στρατηγικών αντιμετώπισης της και της λογιστικής διοξειδίου του άνθρακα στη χρηματοοικονομική απόδοση των επιχειρήσεων Purpose: This dissertation examines the various practices of climate change management adopted by companies as well as how these practices affect their financial performance. In particular, we examine three dimensions of climate change management: Strategy, Risk Management and Carbon Accounting. We developed eight indicators to measure the level of integration of climate change management practices: 1. Climate Change Strategies a. Climate Change Organizational Management Strategies b. Carbon Reduction Technology Strategies c. Carbon Compensation Strategies 2. Climate Change Risk Management a. Regulation-induced Risk Management b. Reputation - induced Risk Management c. Physical Risk Management 3. Carbon Accounting a. Core Business Carbon Accounting and Reporting b. Advanced Carbon Accounting Practices Methodology: We weighed the indicators, depending on the level of difficulty they have in their implementation. To assign appropriate weights to the indicators, we examined critical factors related to climate change strategies, risk management and carbon accounting. Three questionnaires were prepared on the basis of a comprehensive review of the literature, and were sent to three different survey target groups. After data collection, we evaluated the validity of the questionnaires using exploratory factor analysis and reliability assessment using the internal cohesion method. Based on the results of this process, we developed the indicators described above and assigned the respective weights based on the averages of the variables values (climate change practices) included in each index. Finally, we examined the relationship between our indexes and the financial performance for the largest oil and gas companies and the banking sector for the years 2012-2015. The evaluation of the selected companies was done through a predefined scoring system based on the content analysis methodology. The assessment was based on the CDP reports on climate change in companies. The relationship between the respective indicators and the corporate financial performance of the companies in our sample was then examined using a linear regression analysis. The financial performance indicators used in this survey were ROA (Return on Assets), ROE (Return on Equity) and Tobin'q (the sum of the market value of a company, book value of long-term debt and net current liabilities divided by total assets). Results - Conclusions: The implementation of strategies to address climate change, recognizing, assessing and managing the risks of climate change, as well as accurate accounting and proper reporting on carbon dioxide emissions, increase the financial performance of businesses. In addition, reducing carbon dioxide emissions also enhances the financial performance of businesses. This relationship tends to become even stronger over the years. Στόχος: Η παρούσα διατριβή εξετάζει τις διάφορες πρακτικές διαχείρισης της κλιματική αλλαγής που υιοθετούνται από τις επιχειρήσεις καθώς και το πώς αυτές οι πρακτικές επηρεάζουν την χρηματοοικονομική απόδοσή τους. Συγκεκριμένα, εξετάζουμε τρεις διαστάσεις της διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής: της Στρατηγικής, της Διαχείρισης Κινδύνων και της Λογιστικής των Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα. Αναπτύξαμε οκτώ δείκτες για τη μέτρηση του επιπέδου ενσωμάτωσης πρακτικών διαχείρισης της κλιματικής αλλαγής: 1. Στρατηγικές Αντιμετώπισης Κλιματικής Αλλαγής a. Στρατηγικές Αντιμετώπισης Κλιματικής Αλλαγής σε Οργανωσιακό Επίπεδο b. Στρατηγικές Ανάπτυξης Τεχνολογιών Μείωσης Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα. c. Στρατηγικές Αντιστάθμισης Διοξειδίου του Άνθρακα. 2. Διαχείριση Κινδύνων Κλιματικής Αλλαγής a. Διαχείριση Νομοθετικών Κινδύνων b. Διαχείριση Κινδύνων Φήμης c. Διαχείρισης Φυσικών Κινδύνων 3. Λογιστική του Διοξειδίου του Άνθρακα a. Βασικές πρακτικές Λογιστικής Καταγραφής και Αναφοράς Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα b. Ανώτερες Λογιστικές πρακτικές Διοξειδίου του Άνθρακα Μεθοδολογία: Σταθμίσαμε τους δείκτες, ανάλογα με το επίπεδο δυσκολίας που έχουν στην εφαρμογή τους. Για να εκχωρήσουμε τα κατάλληλα βάρη στους δείκτες, εξετάσαμε κρίσιμους παράγοντες που σχετίζονται με τις στρατηγικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, τη διαχείριση κινδύνων και τη λογιστική του διοξειδίου του άνθρακα. Τρία ερωτηματολόγια συντάχθηκαν βάσει εκτενούς ανασκόπησης της βιβλιογραφίας, τα οποία στάλθηκαν σε τρεις διαφορετικές ομάδες-στόχους της έρευνας. Μετά τη συλλογή των δεδομένων, πραγματοποιήσαμε αξιολόγηση εγκυρότητας των ερωτηματολογίων με τη χρήση διερευνητικής παραγοντικής ανάλυσης και αξιολόγηση της αξιοπιστίας, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της εσωτερικής συνοχής. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας, αναπτύξαμε τους δείκτες που περιγράψαμε παραπάνω και αναθέσαμε τα αντίστοιχα βάρη βάσει των μέσων όρων των τιμών μεταβλητών (πρακτικών κλιματικής αλλαγής) που περιλαμβάνονται σε κάθε δείκτη. Τέλος, εξετάσαμε η σχέση μεταξύ των δεικτών μας και της χρηματοοικονομικής απόδοσης για τις μεγαλύτερες εταιρείες στον τομέα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου και στον τραπεζικό τομέα για τα έτη 2012-2015. Η αξιολόγηση των επιλεγμένων εταιριών έγινε μέσω ενός προκαθορισμένου συστήματος βαθμολόγησης που βασίζεται στη μεθοδολογία ανάλυσης περιεχομένου. Η αξιολόγηση έγινε με βάση τις εκθέσεις CDP για την κλιματική αλλαγή των εταιρειών. Στη συνέχεια εξετάστηκε η σχέση μεταξύ των αντίστοιχων δεικτών και εταιρικών οικονομικών επιδόσεων των επιχειρήσεων του δείγματος μας, χρησιμοποιώντας ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης. Οι δείκτες χρηματοοικονομικής απόδοσης που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή την έρευνα ήταν οι ROA (αποδοτικότητα στοιχείων ενεργητικού), ROE (αποδοτικότητα ιδίων κεφαλαίων) και το Tobin’q (άθροισμα της αγοραίας αξίας μιας επιχείρησης, της λογιστική αξίας του μακροπρόθεσμου χρέους και των καθαρών τρεχουσών υποχρεώσεων διαιρούμενο με τη λογιστική αξία του συνόλου του ενεργητικού). Αποτελέσματα – Συμπεράσματα: Η υλοποίηση στρατηγικών που συνδέονται με την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η αναγνώριση, αξιολόγηση και διαχείριση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής καθώς και η ακριβής λογιστική παρακολούθηση και η ορθή υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αυξάνουν την χρηματοοικονομική απόδοση των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα επίσης ενισχύει την χρηματοοικονομική απόδοση των επιχειρήσεων. Αυτή η σχέση τείνει να γίνεται ακόμη πιο ισχυρή όσο περνούν τα χρόνια. 556 195 202 Καινοτόμες εφαρμογές τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνίας στην εκπαιδευτική διαδικασία: το φαινόμενο του Brain Drain στην Ελλάδα του 21ου αιώνα Abstract The migration phenomenon of highly skilled young workforce, also known as Brain Drain, is a fact and an open wound for the modern Greek society. It is the first time since the establishment of the modern Greek Democracy this massive migration is in effect without prior conflict between Greece and another country. With primary aim the further investigation of the Brain Drain and the prospective of the contribution of Information Systems may have, with the integration of new and innovative applications in the Educational sector, a research was carried out about the opinion of university students if and in what degree, Information Systems can reduce Brain Drain. Both theoretical as well as the research approach revealed that this phenomenon is primary socio politic while the effects to economy and the well-being of the citizens being the result of this cause. The results of the research also revealed that young people do not trust the system which they have characterized as biased to certain groups of people and that the contribution of Information Systems can have its merits helping reducing Brain Drain but under certain circumstances. Key words: Brain Drain, Information System, Research, statistical Analysis. Το φαινόμενο της μετανάστευσης ταλαντούχων νέων ή Brain Drain αποτελεί γεγονός και ανοιχτή πληγή για την Ελληνική κοινωνία. Είναι η πρώτη φορά από την ίδρυση του νεότερου Ελληνικού κράτους να παρατηρείται μαζική φυγή νέων στο εξωτερικό χωρίς να έχει προηγηθεί εμπόλεμη κατάσταση. Με σκοπό την περαιτέρω διερεύνηση του Brain Drain αλλά και τις προοπτικές που μπορεί να έχει η συνεισφορά των πληροφοριακών συστημάτων στην εκπαίδευση μέσω νέων και καινοτόμων τεχνολογιών στην μείωση του, πραγματοποιήθηκε έρευνα σχετικά με τις απόψεις των νέων και για το εάν και κατά πόσο η χρήση πληροφοριακών συστημάτων μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή του. Η θεωρητική αλλά και η ερευνητική προσέγγιση έδειξε ότι ο φαινόμενο αυτό είναι πρωτίστως κοινωνικοπολιτικό ενώ οι επιπτώσεις στην οικονομία και στην καθημερινότητα των πολιτών είναι ένα επαγόμενο αποτέλεσμα αυτού. Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι νέοι δεν εμπιστεύονται το σύστημα αξιών της χώρας και το οποίο χαρακτηρίζουν ως αναξιοκρατικό και ότι η συμβολή των πληροφοριακών συστημάτων μπορεί να βοηθήσει σε ένα μικρό βαθμό στην μείωση αυτού του Brain Drain αλλά υπό προϋποθέσεις. Λέξεις κλειδιά : Φαινόμενο Brain Drain, Πληροφοριακά Συστήματα, Έρευνα, Στατιστική ανάλυση 557 318 351 Interoperability of courtiInformation systems : the case of the Integrated Administrative Court Case Management System of Greece (IACCMS) Διαλειτουργικότητα πληροφοριακών συστημάτων δικαστηρίων : η περίπτωση του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων για τη Διοικητική Δικαιοσύνη (ΟΣΔΔΥ-ΔΔ). Abstract The European Union introduced the European Interoperability Framework to support member states in facilitating interoperability between their information systems. In its last version of 2017 this framework introduced the concept of ‘interoperability governance’ as a key to interoperability. The aim of this thesis is to examine the emerging research field of ‘interoperability governance’ in an information system for the judiciary. It particularly explores how the governance structure of the Integrated Administrative Court Case Management System of Greece affected the decisions regarding interoperability. We use a case study methodology to achieve this goal. By using a literature review, we identify the theory that deals with the concept of ‘interoperability governance’ and we examine if there is a consensus among scholars about a model of governance that fosters interoperability. We further introduce relevant concepts of both information technology and law, including ‘governance’ and ‘interoperability’ along with some basic information about Administrative Justice in Greece. Our findings are consistent, in most parts, with the conceptual model of the European Interoperability Framework. We affirm that the constitutional requirement of independence of the judiciary imposes certain limits that have to be respected in an interoperability governance structure of the courts. We emphasize on the importance of dealing with certain issues of interoperability before the introduction of an information system in an organisation. We conclude that a ‘dynamic’ governance structure, that is a structure that changes during the life cycle of an information system, is consistent with real world challenges that arise regarding interoperability. The contribution of this thesis to the research is a literature review that is missing from the field. It is also a case study on the effects that a governance structure of an information system for the judiciary has on the interoperability of the system, yet being absent from the field. Περίληψη Η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Διαλειτουργικότητας για να διευκολύνει τα κράτη μέλη να επιτύχουν την διαλειτουργικότητα των Πληροφοριακών τους Συστημάτων. Το προαναφερόμενο πλαίσιο στην τελευταία του έκδοση (2017) εισήγαγε την έννοια «διακυβέρνηση της διαλειτουργικότητας», ως ένα σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη της διαλειτουργικότητας. Ο σκοπός της διπλωματικής εργασίας είναι να εξετάσει το ανερχόμενο επιστημονικό πεδίο της «διακυβέρνησης της διαλειτουργικότητας» σ’ ένα πληροφοριακό σύστημα για την δικαιοσύνη. Συγκεκριμένα, εξετάζει πως η δομή διακυβέρνησης του Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Δικαστικών Υποθέσεων της Διοικητικής Δικαιοσύνης (ΟΣΔΔΥ-ΔΔ) επηρέασε τις αποφάσεις που λήφθηκαν αναφορικά με την διαλειτουργικότητα του πληροφοριακού συστήματος. Για την επίτευξη αυτού του στόχου επιλέξαμε τη μεθοδολογική μέθοδο της μελέτης περίπτωσης. Επιπλέον, χρησιμοποιήσαμε τη μεθοδολογική μέθοδο της βιβλιογραφικής επισκόπησης με σκοπό αφενός να ανευρεθεί η θεωρία για την έννοια «διακυβέρνηση της διαλειτουργικότητας», αφετέρου να διερευνηθεί αν υπάρχει συμφωνία στην ακαδημαϊκή κοινότητα σχετικά με το βέλτιστο μοντέλο διακυβέρνησης για την επίτευξη διαλειτουργικότητας. Επιπλέον, παρουσιάζουμε βασικές έννοιες τόσο της τεχνολογίας της πληροφορίας όσο και της νομικής, συμπεριλαμβανομένων των όρων «διακυβέρνηση» και «διαλειτουργικότητα», καθώς επίσης και κάποιες βασικές πληροφορίες για την Διοικητική Δικαιοσύνη στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα της έρευνά μας είναι καταρχήν συνεπή με το εννοιολογικό μοντέλο του Ευρωπαϊκού Πλαισίου Διαλειτουργικότητας. Επιβεβαιώνουμε ότι η συνταγματική πρόβλεψη για ανεξαρτησία της δικαιοσύνης επιβάλλει συγκεκριμένους περιορισμούς, που πρέπει να είναι σεβαστοί σε μια δομή διακυβέρνησης των δικαστηρίων σχετική με την διαλειτουργικότητα. Τονίζουμε την σημασία να επιλύονται συγκεκριμένα ζητήματα διαλειτουργικότηας πριν από την εισαγωγή ενός πληροφοριακού συστήματος σ’ έναν οργανισμό. Καταλήγουμε ότι ένα ‘δυναμικό’ μοντέλο διακυβέρνησης, δηλαδή μια δομή διακυβέρνησης που μεταρρυθμίζεται -ανάλογα με τις ανάγκες- κατά την διάρκεια λειτουργίας ενός πληροφοριακού συστήματος είναι συνεπές με τις πραγματικές προκλήσεις που προκύπτουν όσον αφορά την διαλειτουργικότητα. Η συνεισφορά της διπλωματικής εργασίας στην ακαδημαϊκή έρευνα είναι αφενός μια βιβλιογραφική επισκόπηση, σ’ ένα πεδίο για το οποίο δεν υπάρχει προηγούμενη έρευνα, αφετέρου μια μελέτη περίπτωσης σχετικά με την επιρροή που έχει ένα μοντέλο διακυβέρνησης ενός πληροφοριακού συστήματος για την δικαιοσύνη, στην διαλειτουργικότητα του συστήματος αυτού, ζήτημα για το οποίο επίσης δεν υφίσταται προηγούμενη έρευνα. 558 281 257 Φορολογία τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου και η ποινική τους μεταχείριση Object of the present master’s thesis is the “Taxation of Online Gambling and its Criminal Treatment”. The first legislation attempt of gambling in the State of Greece took place in the year 1922, considering the fact that taxation of gambling would be a great source of income for the State had already been realized. Ever since, and especially during the last decades, the conduction procedure of gambling has changed significantly, mainly because of the developments in the fields of technology, which has led to invention of a new form of internet activity in the area of gambling, the online gambling. The legislator, having adapted to the new data and having taken into consideration the progress in the E.U. level, voted and set into action the basic so far law for the “Game market regulation and other provisions (articles 25-71 l. 4002/2011”. This master’s thesis aims to overview on the one hand the legislative regulatory framework of taxation for the online gambling licensed providers and players, on the other hand the criminal treatment of the mentioned above subjects in case they commit crimes, particularly the crimes of tax evasion and tax overdue payment regarding incomes from online gambling. The conducted survey was based on Greek and foreign bibliography, legal articles and magazines, as well as various internet sites, having always in mind the most recent progress in the fields of taxation and criminal treatment. From the examination of the above mentioned thematics the reader will conclude that, having as a starting point the legislative framework and the basic principles of Tax and Criminal Law, is capable of facing the challenges brought by the new internet reality, taking into consideration its specific features. Αντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η «Φορολογία τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου και η Ποινική τους Μεταχείριση». Η πρώτη απόπειρα νομοθετικής ρύθμισης της δραστηριότητας των τυχερών παιγνίων στο συσταθέν κράτος της Ελλάδας έλαβε χώρα το 1922, δεδομένου ότι είχε καταστεί αντιληπτό ότι η φορολόγησή τους θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντική πηγή εσόδων. Έκτοτε δε, και ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, ο τρόπος διεξαγωγής των τυχερών παιγνίων μεταβλήθηκε άρδην, κυρίως λόγω της εξέλιξης της τεχνολογίας, γεγονός που οδήγησε στην εμφάνιση μίας νέας μορφής διαδικτυακής δραστηριότητας, το onlinegambling.Προσαρμοζόμενος ο νομοθέτης στα νέα δεδομένα και ενόψει των εξελίξεων σε επίπεδο Ε.Ε. ψήφισε και έθεσε σε ισχύ το βασικό πλέον νομοθέτημα για τη «Ρύθμιση της αγοράς παιγνίων και άλλες διατάξεις (άρθρα 25-71 ν. 4002/2011)».Σκοπός της εν λόγω εργασίας είναι η επισκόπηση αφενός μεν του νομοθετικού ρυθμιστικού πλαισίου για τη φορολόγηση των αδειοδοτημένων παρόχων και των παιχτών, αφετέρου δε η ποινική τους μεταχείριση σε περίπτωση τέλεσης αδικημάτων, ιδίωςεκείνων της φοροδιαφυγής και της φορο-υπερημερίας αναφορικά με έσοδα που προέρχονται από διαδικτυακά τυχερά παίγνια. Η έρευνα στηρίχθηκε σε ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, σε νομικά άρθρα και περιοδικά, καθώς και σε διάφορους διαδικτυακούς ιστοτόπους, πάντα υπό το πρίσμα των πλέον πρόσφατων εξελίξεων τόσο σε επίπεδο φορολογίας όσο και σε επίπεδο ποινικής αντιμετώπισης.Από την εξέταση των ως άνω θεματικών ο αναγνώστης θα καταλήξει ότι έχοντας ως αφετηρία το νομοθετικό πλαίσιο και τις βασικές αρχές του Φορολογικού και Ποινικού Δικαίου είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που φέρει η νέα διαδικτυακή πραγματικότητα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές της. 559 601 814 A QFD model development for improving the performance in the banking sector, using multi-criteria methods. Η ανάπτυξη ενός μοντέλου QFD για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας στον τραπεζικό τομέα με τη χρήση πολυκριτηριακών μεθόδων. The proposed QFD model consists of three houses of quality. The first house of quality relates the market segment with customer wants, the second house of quality relates customer wants with attributes of improvement performance and finally the third house of quality relates attributes with strategies of improvement banking performance. The QFD model is integrated with the multi-criteria methods of the Analytic Hierarchy Process (AHP) and the Analytic Network Process (ANP). The AHP method asses the consistency between the different decision variables and introduces a quantitative approach in determining the relationship between variables in rows and columns for each house of quality. Similar is the role of the ANP which is used to define the interrelationships for the roof matrix. The proposed model is a decision support tool that can be used to support solutions regarding operations and performance. It applies a structured framework of transforming customer needs into characteristics of the proposed strategies. The combination of the proposed model with the Goal Programming methodology aims to address the problem of limited resources. The main objective of this dissertation is the development of a dynamic QFD framework that enables financial institutions to improve their performance and competitiveness and to tie the goals of a banking organization with the wants of customers in retail banking. The contribution of this work can be divided into two sections, the theoretical (methodological contribution) and the practical dimension (managerial implications). The contribution to the methodological framework includes the QFD model integrated with AHP and ANP enhancing reliability. The incorporation of AHP and ANP in QFD has been proposed in various applications in order to enhance the ability of the researcher to overcome subjective weaknesses of the traditional approach. The application of the overall methodological framework in the banking sector is one of the original contributions of this work. The combination of the proposed model with zero-one goal programming gives the ability to introduce quantitative restrictions on resources and studies the operational environment of a banking organization in a more realistic manner. The contribution form the practical point of view is that the model is designed so that it can be easily adapted, taking into account changes of internal and external factors. Moreover, it avoids arbitrary definition of objectives (for example the desired market share) while the identification of customer wants from a banking institution help improve the design of services, integrating relevant variables and converting them into measurable and applicable specifications making it feasible at a later stage for a cross-functional team to design the service. In the modeling process a systematic identification of the elements constituting each house of quality, helping the various groups involved in critical decisions to focus on important parameters affecting a banking institution. This serves the efforts undertaken by the organization to provide improved quality services in order to achieve maximized efficiency while the importances (weights), extracted from the houses of quality help optimizing processes and effectively allocate the available resources. In addition, the modeling process promotes communication between different parts of the organization addressing one of the major problems that exist in many companies. The communication channels that develop between team members, lead to a comprehensive and balanced understanding of the nature of customer wants, and thus to more rational decisions on the design of the service. Finally, the development of the model can be a guide for the extension and application to other kind of services in the retail market, for example in the industry of tourism, insurance services, health, education and food services. Το προτεινόμενο μοντέλο QFD αποτελείται από τρεις οίκους ποιότητας. Ο πρώτος οίκος ποιότητας συσχετίζει την τμηματοποίηση της τραπεζικής αγοράς με τις ανάγκες των πελατών, ο δεύτερος οίκος συσχετίζει τις ανάγκες των πελατών με τα χαρακτηριστικά βελτίωσης της αποτελεσματικότητας και τέλος ο τρίτος οίκος ποιότητας συσχετίζει τα χαρακτηριστικά με τις στρατηγικές βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Επιπρόσθετα συνδυάζεται με τις πολυκριτηριακές (multi-criteria) μεθόδους της Διαδικασίας Αναλυτικής Ιεράρχησης (Analytic Hierarchy Process) και της Διαδικασίας Αναλυτικής Δικτύωσης (Analytic Network Process). Με τη χρήση της ΑΗΡ εκτιμάται η συνέπεια που υπάρχει μεταξύ των διαφορετικών αποφάσεων και επιπρόσθετα εισάγεται μια πιο ποσοτική μέθοδος προσδιορισμού της σχέσης που υπάρχει μεταξύ των στοιχείων που τοποθετούνται σε σειρές και στήλες σε κάθε οίκο ποιότητας του μοντέλου. Παρόμοιος είναι και ο ρόλος της χρήσης της μεθόδου ΑΝΡ που είναι το εργαλείο με το οποίο προσδιορίζεται η σχέση μεταξύ των μεταβλητών που αποτελούν τις στήλες των οίκων ποιότητας σε κάθε φάση (πίνακας οροφής). Το προτεινόμενο μοντέλο QFD αποτελεί ένα εργαλείο λήψης αποφάσεων για τα ανώτατα στελέχη των τραπεζικών οργανισμών, δίνοντας πιθανές λύσεις στο πώς μπορεί να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της επιχείρησης, έτσι ώστε αυτή να αποκτήσει μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς. Ιδιαίτερα με την χρήση της μεθόδου QFD, επιχειρείται η εφαρμογή ενός δομημένου τρόπου μετατροπής των αναγκών των πελατών σε χαρακτηριστικά των προτεινόμενων στρατηγικών βελτίωσης της αποτελεσματικότητας. Τέλος, ο συνδυασμός του προτεινόμενου μοντέλου με την μέθοδο 0-1 Προγραμματισμού Πολλαπλών Στόχων έχει στόχο να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του περιορισμού των πόρων. Οι στόχοι της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η δημιουργία ενός δυναμικού μοντέλου QFD το οποίο παρέχει τη δυνατότητα σε τραπεζικούς οργανισμούς να βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητά τους και να επιχειρηθεί η διασύνδεση των στόχων ενός τραπεζικού οργανισμού για τη βελτίωση του μεριδίου αγοράς και της αποτελεσματικότητάς του με τις πραγματικές ανάγκες των πελατών της λιανικής τραπεζικής. Η συνεισφορά της διατριβής μέσα από την ικανοποίηση των στόχων μπορεί να χωριστεί σε δύο ενότητες, τη θεωρητική (μεθοδολογική συνεισφορά) και την πρακτική (διοικητικές συνέπειες). Η συνεισφορά στο μεθοδολογικό πλαίσιο περιλαμβάνει τα εξής: το μορφοποιημένο μοντέλο, ενώ στηρίζεται στο φαινομενικά αυστηρό πλαίσιο της μεθόδου QFD, συμπληρώνεται με τις ευρέως διαδεδομένες μεθόδους ΑΗΡ και ΑΝΡ, κάτι που ενισχύει την αξιοπιστία του. Η χρήση των μεθόδων ΑΗΡ και ΑΝΡ στο πλαίσιο QFD έχει προταθεί σε διάφορα επίπεδα εφαρμογών με σκοπό να ενισχύσει τη δυνατότητα του ερευνητή να ξεπεράσει τις υποκειμενικές αδυναμίες που ενσωματώνει η παραδοσιακή προσέγγιση QFD (που χρησιμοποιεί ποιοτικά σύμβολα για την αξιολόγηση των στοιχείων του κάθε οίκου ποιότητας). Η εφαρμογή του συνολικού μεθοδολογικού πλαισίου στον τραπεζικό τομέα αποτελεί ένα από τα στοιχεία πρωτότυπης συνεισφοράς της παρούσας διατριβής. Επίσης, επιχειρείται ο συνδυασμός του προτεινόμενου μοντέλου QFD με την προσέγγιση 0-1ΠΠΣ. Ο συνδυασμός παρέχει την δυνατότητα να εισαχθούν ποσοτικοί περιορισμοί που αφορούν την κατανάλωση πόρων (χρηματικές μονάδες, ανθρωποώρες, δυναμικότητα), γεγονός που δίνει τη δυνατότητα προσέγγισης με πιο αξιόπιστο τρόπο του πραγματικού επιχειρησιακού περιβάλλοντος ενός τραπεζικού οργανισμού. Η συνεισφορά στο πρακτικό επίπεδο περιλαμβάνει ότι το μοντέλο είναι σχεδιασμένο ώστε να μπορεί να προσαρμόζεται εύκολα λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων. Ακόμη, αποφεύγεται ο αυθαίρετος προσδιορισμός των στόχων (π.χ. του επιθυμητού μεριδίου αγοράς) ενώ ο προσδιορισμός των αναγκών των πελατών από ένα τραπεζικό οργανισμό συνδράμει στη βελτίωση του σχεδιασμού των παρεχομένων υπηρεσιών, ενσωματώνοντας τα σχετικά δεδομένα και μετατρέποντας τα σε μετρήσιμες και εφαρμόσιμες τεχνικές προδιαγραφές. Έτσι, είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν σε επόμενη φάση από μία δια-λειτουργική ομάδα για το σχεδίασμά της υπηρεσίας. Για τη δημιουργία του μοντέλου προσδιορίζονται με συστηματικό τρόπο τα στοιχείαπου συνιστούν τον κάθε οίκο ποιότητας, βοηθώντας τις διάφορες ομάδες που λαμβάνουν μέρος σε κρίσιμες αποφάσεις να εστιάσουν σε σημαντικές παραμέτρους που επηρεάζουν έναν τραπεζικό οργανισμό. Το γεγονός αυτό εξυπηρετεί την προσπάθεια που καταβάλει ο οργανισμός να προσφέρει βελτιωμένες και ποιοτικές υπηρεσίες με σκοπό να επιτύχει μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας ενώ οι σημαντικότητες (weights), που εξάγονται αττό τη διαδικασία συμπλήρωσης των οίκων ποιότητας, βοηθούν στη βελτιστοποίηση των διεργασιών και στην ορθολογική κατανομή των διαθέσιμων πόρων, δίνοντας αυξημένη βαρύτητα στα πιο σημαντικά στοιχεία χωρίς να αγνοούνται τα «λιγότερο» σημαντικά. Επιπρόσθετα, η διαδικασία ανάπτυξης του προτεινόμενου μοντέλου προάγει την επικοινωνία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της επιχείρησης αντιμετωπίζοντας ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που υπάρχουν σε πολλές επιχειρήσεις στον τομέα της επικοινωνίας και μεταφοράς δεδομένων μεταξύ των διαφόρων τμημάτων μέσα σε έναν οργανισμό. Η ενδοεπικοινωνία που αναπτύσσεται ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, καθένα αττο τα οποία είναι εξειδικευμένο σε μία συγκεκριμένη πλευρά της διαδικασίας σχεδιασμού και παροχής της υπηρεσίας, οδηγεί σε μια συνολική και ισορροπημένη αντίληψη για τη φύση των αναγκών του πελάτη, και κατά συνέπεια σε ορθολογικότερη λήψη αποφάσεων σχετικά με το σχεδίασμά της υπηρεσίας. Τέλος, η μορφοποίηση του μοντέλου με την δεδομένη μεθοδολογία μπορεί να αποτελέσει οδηγό για την επέκταση και εφαρμογή του και σε άλλες μορφές υπηρεσιών στη λιανική αγορά, όπως για παράδειγμα, ο κλάδος των τουριστικών υπηρεσιών, οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, ο κλάδος των υπηρεσιών υγείας, στην εκπαίδευση, στη μαζική εστίαση και αλλού. 560 305 320 e-Governance in public organization management. The case of Greece within the scope of European Union. Ηλεκτρονική διακυβέρνηση στη διοίκηση και οργάνωση δημοσίων οργανισμών. Η περίπτωση της Ελλάδας στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. European Union's vivid interest for e-Governance during the last decades is grossly depicted in the development of policies and programs aiming at increasing productivity, improving the citizens' life quality, the effectiveness and performance of public services and the citizens' participation in the decision making process. The Thesis records systematically and for the first time, both Europe's and Greece's course towards e-Governance through the policies, programs and actions that were developed. Greece still falls behind the other state-members of the European Union in terms of readiness for e-Governance and the anticipated transformation of Public Administration which would arise by adopting e-Governance, has not been accomplished. In an attempt to provide a way out to this problem, the Thesis suggests an approach which focuses on the Public Organization level through the philosophy of New Public Management, the application of Total Quality Management and assessment tools, the Common Assessment Framework and the IS0 quality systems. The application of the above by a Public Organization or Service sets as a prerequisite the seeking and identification of the needs-expectations of the citizens-customers in order for the desired transformation to be successful. Το this direction, the Thesis proposes an integrated theoretical framework for the determination of the decisive factors that affect the adoption of e-Governance services by the citizens - customers of Public Organizations. Finally, with application field that of Public Education and by using Structural Equation Modeling, it identifies the factors that affect the adoption of e-Governance services by the teachers who are the 'internal clients' of Public education organizations. The proposed Validated Model is excepted [i.e. expected] to become the basis of investigating the factors that affect the adoption of e-Governance services by the citizens-customers of the wider Public sector by adding appropriate constructs. Το έντονο ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ηλεκτρονική Διακυβέρνηση τις τελευταίες δεκαετίες, αποτυπώνεται αδρά µε την ανάπτυξη πολιτικών και προγραµµάτων που στοχεύουν στην αύξηση της παραγωγικότητας, στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής των πολιτών, στην αποτελεσµατικότητα και αποδοτικότητα των Δηµοσίων υπηρεσιών και στη συµµετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η Διατριβή καταγράφει συστηµατικά και για πρώτη φορά, τόσο την πορεία της Ευρώπης, όσο και την πορεία της Ελλάδας προς την ηλεκτρονική Διακυβέρνηση µέσα από τις πολιτικές, προγράµµατα και µέτρα που αναπτύχθηκαν. Η Ελλάδα εξακολουθεί να υπολείπεται των άλλων κρατών-µελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ετοιµότητα για ηλεκτρονική Διακυβέρνηση και ο προσδοκώµενος µετασχηµατισµός της Δηµόσιας Διοίκησης, που θα προέκυπτε από την υιοθέτηση της ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, δεν έχει επιτευχθεί. Επιχειρώντας να δώσει διέξοδο στο πρόβληµα αυτό, η Διατριβή προτείνει µία προσέγγιση που επικεντρώνεται στο επίπεδο του Δηµοσίου Οργανισµού µέσα από τη φιλοσοφία του Νέου Δηµόσιου Μάνατζµεντ, την εφαρµογή της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας και τα εργαλεία µέτρησής της, το Κοινό Πλαίσιο Αξιολόγησης και τα συστήµατα ποιότητας 180. Η εφαρµογή των ανωτέρω από το Δηµόσιο Οργανισµό ή Υπηρεσία επιβάλλει ως αυτονόητη προϋπόθεση την αναζήτηση και εντοπισµό των αναγκών-προσδοκιών των πελατών-πολιτών του/της, ώστε ο επιζητούμενος µμετασχηματισμός που θα προκύψει να είναι επιτυχής. Στην κατεύθυνση αυτή, η Διατριβή προτείνει ένα ολοκληρωµένο θεωρητικό πλαίσιο για τον προσδιορισµό των καθοριστικών παραγόντων που επηρεάζουν την υιοθέτηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης από τους πολίτες-πελάτες των Δηµοσίων οργανισµών. Τέλος, µε πεδίο εφαρµογής τη Δηµόσια εκπαίδευση και µε τη χρήση ενός Μοντέλου Δοµικών Εξισώσεων εντοπίζει τους παράγοντες, που επηρεάζουν την υιοθέτηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης από τους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι και αποτελούν τους 'εσωτερικούς πελάτες Δηµοσίων εκπαιδευτικών οργανισµών. Το επικυρωμένο Μοντέλο που προτείνεται αναµένεται να αποτελέσει τη βάση διερεύνησης των παραγόντων που επηρεάζουν την υιοθέτηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης από τους πολίτες πελάτες οργανισµών του ευρύτερου Δηµοσίου τοµέα µε την προσθήκη κατάλληλων δοµικών µεταβλητών. 561 207 200 Rostering optimization for an oncology clinic The current thesis is a presentation, analysis and solution of the rostering optimization problem faced by the oncology clinic of Papageorgiou Hospital of Thessaloniki. The problem that arises is an Integer Programming problem. In this scheduling problem, there is an imbalance in the number and type of shifts (morning, noon, evening) that is covered by the human resources of the clinic. The thesis aims at solving the problem by finding a balance in the number of shifts covered by the oncology’s department nurses and the specific part of the day that they cover. After a brief literature review, the problem is presented and modeled. What is more, Java programming is used for finding the optimized solution, along with IBM's Cplex program, through a Java library, Iloplex. The main reason that this thesis was created, is to clearly present to the reader how a real-life case study at a Greek Hospital can hide operational research problems and how these problems can be modeled and solved. The above-mentioned problem has been solved twice. The first solution was made using all the constraints from the description provided by the clinic staff while the second by relaxing some constraints, analyzing the changes in the solution. Η παρούσα διπλωματική εργασία είναι μία παρουσίαση, ανάλυση και επίλυση του προβλήματος οργάνωσης ανθρώπινου δυναμικού που αντιμετωπίζει η ογκολογική κλινική του νοσοκομείου Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκης. Το πρόβλημα που προκύπτει είναι ένα πρόβλημα Ακέραιου Προγραμματισμού. Στο παρόν πρόγραμμα χρονοδιαγράμματος βαρδιών των νοσοκόμων παρατηρείται ανισορροπία στον αριθμό αλλά και στο είδος βάρδιας (πρωί, μεσημέρι, βράδυ) που καλύπτει το ανθρώπινο δυναμικό της κλινικής. Η διπλωματική εργασία στοχεύει στην επίλυση του προβλήματος μέσω της επίτευξης ισορροπίας στον αριθμό βαρδιών που καλύπτουν οι νοσοκόμες του τμήματος, καθώς και του συγκεκριμένου τμήματος της ημέρας που καλύπτει η καθεμία. Αφού γίνεται μια μικρή βιβλιογραφική ανασκόπηση, ακολουθεί η περιγραφή και η μοντελοποίηση του προβλήματος. Στη συνέχεια για την επίλυση χρησιμοποιείται Java μαζί με το πρόγραμμα της IBM, Cplex, μέσω μιας βιβλιοθήκης Java, την Iloplex. Ο λόγος που επιλέχθηκε η συγκεκριμένη εργασία είναι για να γίνει εμφανές στον αναγνώστη πόσο εύκολα σε ένα αληθινό case study σε Ελληνικό Νοσοκομείο μπορεί να εμφανιστούν προβλήματα επιχειρησιακής έρευνας και πως μπορούν αυτά να μοντελοποιηθούν και να επιλυθούν. Το προαναφερθέν πρόβλημα επιλύθηκε δύο φορές. Η πρώτη επίλυση έγινε χρησιμοποιώντας όλους του περιορισμούς από τη περιγραφή που προήλθε από το προσωπικό της κλινικής ενώ η δεύτερη αλλάζοντας κάποιους περιορισμούς, αναλύοντας τις αλλαγές στη λύση του. 562 163 159 Small member states of the EU in the common foreign and security policy (CFSP), common security and defense policy (CSDP) and the permanent structured cooperation (PESCO) : 3 case studies Μικρά κράτη μέλη της Ε.Ε. στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας, στην κοινή πολιτική άμυνας και ασφάλειας και τη μόνιμη διαρθρωμένη συνεργασία (PESCO): 3 μελέτες περίπτωσης The internationalization of the crises has influenced the behavior of the EU Member States and, in order to counter them, the need to establish cooperative mechanisms in the field of security and defense is emerging. Although intergovernmental efforts have been made for more than two decades in this area and there has been a provision in the Lisbon Treaty, the PESCO tool has not been activated until recently for political reasons. The EU, with the adoption of the EUGS, seeks to enhance the effectiveness of the CFSP and the CSDP, giving new impetus to the aspirations of the partners for the possibility of future European integration in defense and security. However, Member States' individual claims are almost entirely determined by factors related to their specific characteristics, such as strategic culture, population and economy. Η διεθνοποίηση των κρίσεων έχει επηρεάσει τον τρόπο συμπεριφοράς των Κρατών Μελών της ΕΕ και για την αντιμετώπιση αυτών αναδεικνύεται η ανάγκη δημιουργίας συνεργατικών μηχανισμών στον τομέα της ασφάλειας και άμυνας. Αν και έχουν γίνει διακυβερνητικές προσπάθειες για περισσότερο από δύο δεκαετίες στον τομέα αυτό και υπάρχει σχετική πρόβλεψη στη Συνθήκη της Λισαβόνας, εντούτοις δεν ενεργοποιήθηκε το εργαλείο της PESCO μέχρι πρόσφατα για πολιτικούς λόγους. Η ΕΕ με την έκδοση της ΠΣΕΕ επιδιώκει να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα της ΚΕΠΠΑ και της ΚΠΑΑ, δίνοντας νέα πνοή στις φιλοδοξίες των εταίρων για την πιθανότητα μελλοντικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στον τομέα της άμυνας και ασφάλειας. Πάντως, οι μεμονωμένες αξιώσεις των Κρατών Μελών καθορίζονται σχεδόν σε απόλυτο βαθμό από παράγοντες που σχετίζονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, όπως είναι η στρατηγική κουλτούρα, ο πληθυσμός και η οικονομία. 563 548 528 The political economy of long waves: theoretical and empirical investigation Η πολιτική οικονομία των μακρών κυμάτων: θεωρητική και εμπειρική διερεύνηση Long waves or long cycles are long-run cyclical fluctuations affecting various facets of the economic activity of developed capitalist economies, they last approximately 40 to 50 years and their upswing phase has approximately the same duration as their downswing phase. In chapter 1 we discuss the views of the pioneer economists who examined the long-cycle phenomenon and conclude with the presentation of the concept of the normalization of the price index by the price of gold. This normalized price index is helpful in determining the phase of the long cycle in which a particular economy finds itself and in contrast with the ‘simple’, non-normalized price index which depicts a continually rising trend after WWII, it demonstrates the existence of long cycle in prices, that is the alternation of inflationary and deflationary phases, for the whole period which extends from the Industrial Revolution to our time. Chapter 2 analyzes the relation between a specific type of innovations, named ‘basic innovations’, and the movement of the long cycle. ‘Basic innovations’ are radical innovations concerning either new products or new techniques of production. Innovations of this type tend to be introduced in capitalist economies during the downswing of a long cycle. Their subsequent wide diffusion assists in the formation of the technological paradigm that will characterize the upswing of the next long cycle. In the empirical section of the chapter we test for the existence of long cycles in time series of basic innovations as well as of ‘basic’ patents by creating a database from the relevant bibliographical sources that address the relation between long cycles and innovations. In chapter 3 we discuss the concept of technological paradigms, which we could also characterize as technological revolutions. Each Kondratiev cycle, up until the fifth cycle at least which has not ran its course yet, has been characterized and shaped by such a technological revolution. We test for the existence of long cycles in various variables that are related to the basic industrial sectors and the basic inputs of the second, third and fourth long cycle. In chapter 4 we attempt to connect the long cycle with Marx’s theory about the long-run movement of profitability. We can designate two variables as ‘profitability’: (a) the rate of (the mass of) profit on the invested capital, (b) the mass of profit. We present the Marxian theory of the (falling) tendency of the rate of profit and examine whether it verily finds support in the economy of the USA for a period extending from the 1840s to nowadays. Finally we test for the possible existence of long cycles in the mass of profits of the American economy. The statistical tool that we use for the tests on long cycles (in chapters 2, 3, 4) is the logistic growth curve. The basic advantage in the use of this curve is its simplicity as well as that it expresses simultaneously the concepts of trend and cycle without the need of separating the two so as to proceed to the testing for long cycles. The results that are obtained from the logistic fits are very encouraging for the long-cycle hypothesis and demonstrate that the normalized price index is a pretty satisfactory indicator of the phase of the long cycle. Τα μακρά κύματα ή μακροί κύκλοι συνιστούν μακροχρόνιες κυκλικές διακυμάνσεις που αφορούν ποικίλες όψεις της οικονομικής δραστηριότητας των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, έχουν διάρκεια 40 με 50 έτη περίπου και η ανοδική τους φάση καταλαμβάνει περίπου την ίδια χρονική έκταση με την καθοδική. Στο κεφάλαιο 1 συζητάμε τις απόψεις των πρωτοπόρων οικονομολόγων που ανέλυσαν το εν λόγω φαινόμενο και ολοκληρώνουμε με την παρουσίαση της έννοιας του ομαλοποιημένου (με τον χρυσό) δείκτη τιμών. Ο συγκεκριμένος δείκτης βοηθά στον προσδιορισμό της φάσης του μακρού κύκλου στον οποίο βρίσκεται μια οικονομία και, σε αντίθεση με τον ‘απλό’, μη-ομαλοποιημένο δείκτη τιμών που παρουσιάζει συνεχή ανοδική τάση μετά τον Β’ ΠΠ, καταδεικνύει την ύπαρξη μακρών κύκλων στις τιμές, ήτοι την εναλλαγή πληθωριστικών και αντιπληθωριστικών φάσεων, για όλη την περίοδο από τη Βιομηχανική Επανάσταση μέχρι και τις μέρες μας. Το κεφάλαιο 2 αναλύει τη σχέση ενός συγκεκριμένου είδους καινοτομιών, που ονομάζονται ‘βασικές καινοτομίες’, με τον ρυθμό κίνησης του μακρού κύκλου. Οι ‘βασικές καινοτομίες’ αποτελούν ριζοσπαστικές καινοτομίες που αφορούν είτε νέα προϊόντα είτε νέες τεχνικές παραγωγής. Οι καινοτομίες αυτού του είδους τείνουν να εισάγονται στις καπιταλιστικές οικονομίες κατά την καθοδική φάση ενός μακρού κύκλου. Η ευρεία διάχυση των αποτελεσμάτων τους στην συνέχεια συντελεί στη διαμόρφωση του τεχνολογικού παραδείγματος που θα χαρακτηρίσει την ανοδική φάση του επόμενου μακρού κύκλου. Στο εμπειρικό τμήμα του κεφαλαίου ελέγχουμε την ύπαρξη μακρών κύκλων σε χρονοσειρές βασικών καινοτομιών καθώς και ‘βασικών’ πατεντών δημιουργώντας μια βάση δεδομένων από τις σχετικές πηγές της βιβλιογραφίας που ασχολούνται με τη σχέση μεταξύ μακρών κύκλων και καινοτομιών. Στο κεφάλαιο 3 συζητάμε την έννοια των τεχνολογικών παραδειγμάτων, που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε επίσης και ως τεχνολογικές επαναστάσεις. Κάθε κύκλος Kondratiev, μέχρι και τον 5ο μακρό κύκλο που διανύουμε μέχρι στιγμής τουλάχιστον, έχει χαρακτηριστεί και διαμορφωθεί από μια τέτοια τεχνολογική επανάσταση. Εξετάζουμε την ύπαρξη μακρών κύκλων σε διάφορες μεταβλητές που σχετίζονται με τους βασικούς βιομηχανικούς φορείς καθώς και τις βασικές εισροές που συνδέονται με τον 2ο, τον 3ο και τον 4ο μακρό κύκλο. Στο κεφάλαιο 4 επιχειρούμε μια σύζευξη των μακρών κύκλων με τη θεωρία του Μαρξ για την μακροχρόνια κίνηση της κερδοφορίας. Ως ‘κερδοφορία’ μπορούν να χαρακτηριστούν δύο μεταβλητές: το ποσοστό (της μάζας) του κέρδους επί του επενδυμένου κεφαλαίου και η μάζα του κέρδους. Παρουσιάζουμε τη μαρξική θεωρία για την (πτωτική) τάση του ποσοστού κέρδους και εξετάζουμε αν όντως βρίσκει εφαρμογή στην οικονομία των ΗΠΑ για μια περίοδο που εκτείνεται από τη δεκαετία του 1840 μέχρι τις μέρες μας. Τέλος ελέγχουμε την πιθανή ύπαρξη μακρών κύκλων στη μάζα των κερδών της αμερικάνικης οικονομίας. Το στατιστικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για τον έλεγχο των μακρών κύκλων (στα κεφάλαια 2, 3, 4) είναι η λογιστική καμπύλη μεγέθυνσης. Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της καμπύλης είναι η (αυστηρή) απλότητα της καθώς και το ότι εκφράζει ταυτόχρονα τόσο την έννοια της τάσης όσο και την έννοια του κύκλου και άρα δεν χρειάζεται να γίνει κάποιος διαχωρισμός μεταξύ των δύο προκειμένου να ελέγξει κανείς την ύπαρξη (μακρών) κύκλων. Τα αποτελέσματα που προκύπτουν από τις εφαρμογές της λογιστικής καμπύλης είναι απολύτως ενθαρρυντικά για την υπόθεση των μακρών κύκλων και καταδεικνύουν ότι ο δείκτης των ομαλοποιημένων τιμών αποτελεί μια αρκετά ικανοποιητική ένδειξη της φάσης του μακρού κύκλου. 564 396 374 Public debt managment an empirical and theoretical analysis Διαχείριση δημόσιου χρέους: μια θεωρητική και εμπειρική ανάλυση This PhD thesis aims at contributing to the public debt management literature. The thesis consists of eight sections. The first section describes the current situation of public debt in Greece both quantitatively and qualitatively. Along with a description of the development of public debt in levels and relative to the Gross Domestic Product, we also investigate the dynamic behavior of its qualitative characteristics, such as the distribution of securities per type of security, per securities valued in foreign currency, per duration and per maturity. The second section includes theoretical issues which have occupied and been studied in the (international) literature, but also practical questions and applications of theories that have contributed to the management of public debt. Sections 3 to 7 are autonomous sections which include our main contribution. The third section comprises theoretically the perception that uncertainty as to future inflation is an increasing function of debt and an increasing function of the sensitivity of the value of debt to unexpected changes of inflation, and investigates this relationship econometricly for the case of the USA. The fourth section includes a formal differential theoretical game between budgetary and monetary authorities, with the innovation of including management of structural characteristics of public debt, where we seek and characterize the Nash equilibrium. The fifth section investigates the effect of a change of public debt as a percentage of the Gross Domestic Product, on the long-run rate of economic growth, when there exists a probability that the government may not be position to satisfy its obligations against her lenders. The underlying framework of this section is the classic model of endogenous economic growth with productive public capital and public debt. The sixth section remains in the same framework and investigates a series of issues for two rules of fiscal investment. These concise are the stability of equilibrium, the speed of convergence to the equilibrium, the investigation for indeterminacy and finally the non-linear, non-inonotonous phenomena during the convergence to equilibrium. The seventh section remains in the same framework as previously, with the main difference being the assumption that the household's optimal choice between consumption and investment takes place in an uncertain environment and in continuous times. The issue at hand is the effect of uncertainty in the securities market on the growth rate of the economy. Finally, section 8 summarizes and concludes. Η παρούσα διδακτορική διατριβή έχει στόχο να συνεισφέρει στην βιβλιογραφία της διαχείρισης του δημοσίου χρέους. Η ανάπτυξη της πραγματοποιείται σε 8 κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο περιγράφει την τρέχουσα κατάσταση του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα ποσοτικά και ποιοτικά. Εκτός δηλαδή από την περιγραφή της εξέλιξης του χρέους ως συνολικό μέγεθος και ως σχετικό με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, αποτυπώνεται και η δυναμική συμπεριφορά ποιοτικών χαρακτηριστικών του, όπως η κατανομή των χρεογράφων ανά τύπο χρεογράφου, ανά χρεογράφων αποτιμημένων σε συνάλλαγμα, ανά διάρκεια και ανά ωρίμανση χρεογράφων. Το δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει θεωρητικά ζητήματα που έχουν απασχολήσει και μελετηθεί από τη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά και πρακτικά ζητήματα και εφαρμογές στην πράξη θεωριών που έχουν συνεισφέρει στην διαχείριση του δημοσίου χρέους. Τα κεφάλαια 3 έως και 7 αποτελούν αυτόνομα κεφάλαια και περιλαμβάνουν την συνεισφορά μας. Το τρίτο κεφάλαιο στοιχειοθετεί θεωρητικά την αντίληψη πως η αβεβαιότητα για μελλοντικό πληθωρισμό είναι μια αύξουσα συνάρτηση του χρέους και αύξουσα συνάρτηση της ευαισθησίας της αξίας του χρέους σε απροσδόκητες μεταβολές του πληθωρισμού, και επιχειρεί οικονομετρικά να διερευνήσει αυτή την υπόθεση για την περίπτωση των ΗΠΑ. Το τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνει ένα τυπικό διαφορικό παίγνιο μεταξύ δημοσιονομικών και νομισματικών αρχών, με την καινοτομία της εισαγωγής της διαχείρισης των δομικών χαρακτηριστικών του δημοσίου χρέους, όπου αναζητούμε και χαρακτηρίζουμε την ισορροπία Νash. Το πέμπτο κεφάλαιο διερευνά την επίδραση μιας μεταβολής του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, στο μακροχρόνιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, όταν υπάρχει πιθανότητα η κυβέρνηση να παρουσιάσει αδυναμία στις υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών της. Το ευρύτερο πλαίσιο εργασίας του κεφαλαίου αυτού είναι το κλασσικό υπόδειγμα ενδογενούς οικονομικής μεγέθυνσης με παραγωγικό δημόσιο κεφάλαιο και δημόσιο χρέος. Στο έκτο κεφάλαιο παραμένει στο ίδιο πλαίσιο εργασίας και διερευνά για δυο δημοσιονομικούς κανόνες επενδύσεων μια σειρά ερωτημάτων. Λυτά συνοπτικά είναι η ευστάθεια της ισορροπίας, η ταχύτητα μετάβασης στην ισορροπία, η διερεύνηση για απροσδιοριστία και τέλος τα μη γραμμικά , μη μονότονα φαινόμενα κατά την μετάβαση στην ισορροπία. Το έβδομο κεφάλαιο παραμένει στο ίδιο πλαίσιο, αλλά πλέον ο άριστος διαχρονικός καταμερισμός της κατανάλωσης και της επένδυσης του νοικοκυριού πραγματοποιείται σε περιβάλλον αβεβαιότητας και σε συνεχή χρόνο. Το ερώτημα που απαντά το κεφάλαιο αυτό είναι η επίδραση της αβεβαιότητας της αγορά χρεογράφων στον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Τέλος το όγδοο κεφάλαιο συνοψίζει. 565 214 198 Quality of government and europeanization of cohesion policy: a comparative study of institutional performance in two EU regions Whilst most of the quantitative literature on the impact of Europeanization on member states has focused on national differences, little research has been made on subnational variation. However, academic debate indicates that regional institutional specificities, as well as regional and local institutional capacity for coalition building, have been identified as key factors in the process of adaptation to the system of European multi-level governance. Using the new institutionalist approach as a framework, the thesis suggests that the capacity of regional governments to adapt to the process of Europeanization is determined by the pre-existing institutional features at the domestic level, which account for the substantial variation in terms of regional performance and regional institutional adjustment in general. The thesis adopts the Quality of Government theory as an innovative conceptual tool in order to elucidate the key indicators that are determinants for promoting (or inhibiting) domestic institutional and policy change. Providing a detailed analysis of the performance of the most prosperous regions of Greece and Portugal (Attica and Lisbon), the dissertation sheds light on important aspects of regional institutional structures that are critical intervening variables determining the institutional performance and adaptation to the environment of European Cohesion Policy. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας σχετικά με τον αντίκτυπο του Εξευρωπαϊσμού στα κράτη μέλη έχει επικεντρωθεί στις εθνικές διαφορές, λίγη έρευνα έχει γίνει για την διακύμανση σε υπό-εθνικό επίπεδο. Ωστόσο, η ακαδημαϊκή συζήτηση δείχνει ότι οι περιφερειακές θεσμικές ιδιαιτερότητες, καθώς και η περιφερειακή και τοπική θεσμική ικανότητα για την δημιουργία συνασπισμών, έχουν αναγνωριστεί ως βασικοί παράγοντες στη διαδικασία προσαρμογής στο σύστημα της ευρωπαϊκής πολύ-επίπεδης διακυβέρνησης. Χρησιμοποιώντας τη νέο-θεσμική προσέγγιση ως πλαίσιο, η παρούσα διατριβή υιοθετεί το επιχείρημα ότι η ικανότητα των περιφερειακών κυβερνήσεων να προσαρμοστούν στη διαδικασία του Eξευρωπαϊσμού καθορίζεται από τα προϋπάρχοντα θεσμικά χαρακτηριστικά σε εγχώριο επίπεδο, τα οποία αιτιολογούν σημαντικές διακυμάνσεις όσον αφορά στις περιφερειακές επιδόσεις και στην περιφερειακή θεσμική προσαρμογή γενικά. Η διατριβή υιοθετεί τη θεωρία της Ποιότητας της Κυβέρνησης ως ένα καινοτόμο εννοιολογικό εργαλείο προκειμένου να δώσει έμφαση στους βασικούς εκείνους δείκτες που είναι καθοριστικοί παράγοντες για την προώθηση (ή την αναστολή) των εσωτερικών θεσμικών και πολιτικών αλλαγών. Παρέχοντας μία λεπτομερή ανάλυση των επιδόσεων των πιο ευημερούντων περιφερειών της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, (Αττικής και Λισαβόνας) η διατριβή ρίχνει φως σε σημαντικές πτυχές των περιφερειακών θεσμικών δομών που αποτελούν κρίσιμους παράγοντες επιρροής της θεσμικής επίδοσης και προσαρμογής στο περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Συνοχής. 566 112 77 The Hellenic Republic and The Czech Republic: Closer than expected? An In-Depth Analysis of Bilateral Relations Based upon the Czech Sources. The submitted paper deals with the in-depth analysis of bilateral relations between the Hellenic Republic and the Czech Republic. The research is based mainly upon the Czech sources, which are fairly unknown in the Hellenic environment, so the comparison may work as a reflection for other researches. The Thesis examines mutual historical, cultural, political and economic analogies, similarities and differences in order to show wide complexity of mutual connections and relative closeness between the two countries. On the background of aforementioned analysis bilateral political relations and mutual economic linkage are examined. Αυτή η μεταπτυχιακή εργασία είναι μία ανάλυση, που ασχολείται με διμερείς σχέσεις ανάμεσα Ελληνική Δημοκρατία και Δημοκρατία της Τσεχίας. Αυτή η έρευνα βασίζεται κυρίως στις τσεχικές πηγές, οι οποίες μπορεί να είναι άγνωστη στο Ελληνικό περιβάλλον. Η εργασία πραγματεύεται την αμοιβαία ιστορικές, πολιτιστικές, πολιτικές και οικονομικές αναλογίες, ομοιότητες και διαφορές για να δείξει τις μεγάλες πολυπλοκότητες των αμοιβαίων συνδέσεων μαζί με σχετική εγγύτητα μεταξύ των δύο χωρών. Μετά αυτή η ανάλυση εξετάζονται αμοιβαία πολιτικές και οικονομικές σχέσεις. 567 135 152 Το αντιλαμβανόμενο πλεόνασμα προσόντων σε διεθνείς επιχειρήσεις The perceived overqualification in companies with international business activities have been selected as a subject of this diploma thesis, in order to understand the implication of the employees and their organizations. In addition, it will be presented an approach from the part of the employee under the economic condition prevailing today in Greece. A study of the concept of surplus qualifications will be attempted, especially the perceived overqualification, work satisfaction and boredom, which are also the variables of our research. Finally, the results of our research will be presented with graphical representations and statistical tables and will be compared with the international literature to explore the correlation of the perceived overqualification with work satisfaction and boredom. Research was primarily based on primary sources, mainly in the distribution and collection of questionnaires, secondary sources and internet. Η παρούσα διπλωματική εργασία, πραγματεύεται το αντιληπτικό πλεόνασμα προσόντων των εργαζομένων σε επιχειρήσεις με διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες, με σκοπό να κατανοηθούν οι επιπτώσεις που προκαλεί στον εργαζόμενο και τον ίδιο τον οργανισμό. Επιπλέον, θα παρουσιαστεί μια προσέγγιση από την πλευρά του εργαζόμενου, κάτω από τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν σήμερα στον Ελλαδικό χώρο. Επιχειρείται μια μελέτη της έννοιας του πλεονάσματος προσόντων και ιδιαίτερα του αντιληπτικού πλεονάσματος προσόντων, της εργασιακής ικανοποίησης και της εργασιακής ανίας, οι οποίες συνιστούν και τις μεταβλητές της έρευνας μας. Και στο τέλος θα παρουσιαστούν τα αποτελέσματα με γραφικές παραστάσεις και στατιστικούς πίνακες και θα γίνει σύγκριση των αποτελεσμάτων της έρευνας με την διεθνή βιβλιογραφία, ώστε να διερευνηθεί η συσχέτιση του αντιληπτικού πλεονάσματος προσόντων με την εργασιακή ικανοποίηση και την εργασιακή ανία. Η έρευνα πρωτίστως βασίζεται σε πρωτογενείς πηγές, κυρίως στην διανομή και συλλογή ερωτηματολογίων και από δευτερογενείς πηγές και το διαδίκτυο 568 218 257 Capital asset pricing model: θεωρία και εφαρμογή στον τραπεζικό κλάδο. Our primary target in this particular dissertation is to provide an in-depth analysis of the standard Capital Asset Pricing Model (CAPM). We explain the importance of diversification for portfolio analysis and we demonstrate how it led to the development of a pricing model such as the CAPM. We describe the framework and the underlying assumptions of the model and we underline the particular significance of an asset pricing model for modern portfolio theory. We also comment on the benefits and the drawbacks of the model and we briefly present some possible extensions and improvements. We then proceed to a practical implementation of the CAPM in order to analyze its empirical performance for the Greek Banking Sector. Our econometric analysis is based on linear regressions and the results reveal that not all banks have the same behavior towards market risk. We find that Alpha and Attica Bank are more aggressive in terms of returns since they seem to be more exposed to systematic risk than the other banks in the sample. The rest of the banks that we study are more defensive and are characterized by an even higher degree of idiosyncratic risk in their returns, due to the fact that the market risk factor is not able to explain an adequate percentage of the variation in their returns. Στο πλαίσιο της εργασίας αυτής παρουσιάζουμε με λεπτομέρεια το κλασικό υπόδειγμα αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων CAPM. Περιγράφουμε τη σημασία του αποτελέσματος διαφοροποίησης για ένα χαρτοφυλάκιο αξιογράφων καθώς και τη σημαντικότητα του στο να αναπτυχθεί το μοντέλο CAPM. Αναφέρουμε το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το μοντέλο μαζί με τις υποθέσεις που είναι απαραίτητες για την εγκυρότητά του. Παρουσιάζουμε τα χαρακτηριστικά του μοντέλου και αναλύουμε τη σημαντικότητα ενός τέτοιου υποδείγματος για τη σύγχρονη Χρηματοοικονομική θεωρία. Επίσης, εν συντομία αναφέρουμε κάποια από τα μειονεκτήματα αλλά και τις επεκτάσεις που έχει προτείνει η βιβλιογραφία. Προχωρώντας σε μία εμπειρική εφαρμογή του υποδείγματος, εξετάζουμε τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται το μοντέλο αυτό σε δεδομένα που αφορούν τον Ελληνικό Τραπεζικό Κλάδο. Χρησιμοποιούμε την κλασική μέθοδο της γραμμικής παλινδρόμησης για να διερευνήσουμε και εμπειρικά το CAPM και επεξηγούμε τα αποτελέσματα που παίρνουμε από την οικονομετρική ανάλυση των δεδομένων. Βρίσκουμε ότι κάποιες Τράπεζες όπως η Alpha και η Attica παρουσίασαν πιο επιθετικές κινήσεις στις αποδόσεις τους, εφόσον ο δείκτης έκθεσής τους στον κίνδυνο της αγοράς ήταν μεγαλύτερος. Ακόμη, φαίνεται ότι οι αποδόσεις τους χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο ποσοστό συστημικού κινδύνου σε σχέση με τις άλλες Τράπεζες που μελετάμε. Οι υπόλοιπες Τράπεζες είναι πιο αμυντικές σε σχέση με την αγορά όπως δείχνουν οι χαμηλότερες τιμές του συντελεστή βήτα και επίσης φαίνεται να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοσυγκρατικού κινδύνου από τη στιγμή που η μεταβλητότητα στις αποδόσεις της αγοράς δεν είναι αρκετή για να ερμηνεύσει ένα ικανοποιητικό ποσοστό της μεταβλητότητας των αποδόσεων κάποιων Τραπεζών κατά τα τελευταία χρόνια. 569 283 283 Ηλεκτρονικές αγορές για την υποστήριξη της εφοδιαστικής αλυσίδας: εφαρμογές στο χώρο της υγείας The use of electronic applications thanks to the contemporary business environment that is characterized by high levels of competition, is now an important part of all businesses. The spread and the development of the Internet and the Information and Communication Technology combined with the differences that exist in the way of conducting businesses has led to the creation of groundbreaking e-business models. The present senior thesis is focused on the study of Business-to-Business (B2B) e-marketplaces. The specific model is one of the greatest achievements of the spread of the Internet in the business field. Suppliers and buyers find and exchange information and buy and sell products while being supported by services of added value for the duration of the commercial procedure. More specifically, basic conceptual approaches of B2B e-marketplace are cited and a historical retrospection is presented. Studies of the existing B2B e-marketplaces in the Greek area and of the advantages of B2B e-marketplaces are included. This is followed by a reference to electronic public procurement and a literature review of e-health while recording the possibilities of the applications in the health field. Next, there is a literature review of electronic buys/supplies for health and there is a recording of issues that are connected with electronic buys for health from seven articles in total. This is followed by the investigation of the electronic procurement applications to health, in Greece and abroad. There is also a research overview through interviews in order to conduct qualitative research for processing electronic procurement in the health sector. Also, the situation of public procurement that prevails in the health sector in Greece is studied and in conclusion the procurement process in public hospitals using B2B e-marketplaces is analyzed. Η χρήση εφαρμογών Ηλεκτρονικού Επιχειρείν, αποτελεί πλέον αναπόσπαστο κομμάτι όλων των επιχειρήσεων, χάρις το σύγχρονο παγκόσμιο επιχειρηματικό περιβάλλον, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλή ανταγωνιστικότητα. Μάλιστα η διείσδυση και η ανάπτυξη του διαδικτύου και των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ), σε συνδυασμό με τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στον τρόπο διεκπεραίωσης των εμπορικών διαδικασιών, έχει οδηγήσει στη δημιουργία ρηξικέλευθων ηλεκτρονικών επιχειρηματικών μοντέλων. Η παρούσα διπλωματική εργασία, εστιάζει στην εξέταση του ηλεκτρονικού επιχειρηματικού μοντέλου των διεπιχειρησιακών (Business – to – Business – B2B) Ηλεκτρονικών Αγορών. Το συγκεκριμένο μοντέλο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της διείσδυσης του διαδικτύου, στον κλάδο των επιχειρήσεων. Προμηθευτές και αγοραστές βρίσκουν και ανταλλάσσουν πληροφορίες και πραγματοποιούν αγοραπωλησίες προϊόντων, καθώς και υποστηρίζονται από υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας καθ’ όλη τη διάρκεια των εμπορικών διαδικασιών. Πιο συγκεκριμένα, παρατίθεται λεπτομερώς η εννοιολογική προσέγγιση των B2B ηλεκτρονικών αγορών και πραγματοποιείται ιστορική αναδρομή. Γίνεται μελέτη των υπαρχόντων B2B επιχειρήσεων στον ελλαδικό χώρο και των πλεονεκτημάτων των B2B e-marketplaces. Στη συνέχεια, γίνεται λόγος για τις ηλεκτρονικές δημόσιες προμήθειες, καθώς επίσης πραγματοποιείται βιβλιογραφική επισκόπηση της ηλεκτρονικής υγείας (η-υγεία), καταγράφοντας επίσης τις δυνατότητες εφαρμογών στο χώρο της υγείας. Στη συνέχεια, γίνεται βιβλιογραφική επισκόπηση των ηλεκτρονικών αγορών/προμηθειών για την υγεία, όπου καταγράφονται συνολικά θέματα που αφορούν ηλεκτρονικές αγορές υγείας από επτά συνολικά άρθρα. Ακολουθεί η διερεύνηση των εφαρμογών ηλεκτρονικών προμηθειών στην Υγεία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Πραγματοποιείται, ακόμη, ερευνητική επισκόπηση μέσω συνεντεύξεων με σκοπό τη διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας, για τη διεκπεραίωση ηλεκτρονικών προμηθειών στο χώρο της υγείας. Ακόμη, μελετάται η κατάσταση των δημόσιων προμηθειών που επικρατεί στο χώρο της υγείας στην Ελλάδα και τέλος, αναλύεται η διαδικασία προμηθειών στα Δημόσια Νοσοκομεία με τη χρήση B2B ηλεκτρονικών αγορών. 570 306 331 Διερεύνηση των αντιλήψεων των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης για την αξιολόγησή τους Teachers’ evaluation is a timeless issue, for which numerous researches are carried out both nationally and internationally. The purpose of this quantitative research is to investigate the views of teachers (PE70-Teachers working in the first level of Greek education and especially in primary schools). A questionnaire created by Kapachtsi (2008) was used to conduct the research. The sample of the research consisted of 172 teachers and their views were studied on a) their overall attitude towards their evaluation, b) the evaluation of their pedagogical and teaching ability, as well as their evaluation in additional areas, c) the appropriateness of different assessors and methods that are used for the evaluation process and d) their degree of awareness of educational evaluation issues. The data analysis was done using the statistical program IBM SPSS Statistics (version 25) and the results showed that a little over half of the teachers recognize that evaluation is an important feedback process, however fewer agree that by implementing a system evaluation of teachers will not reduce their autonomy in the exercise of their educational work. Their overall attitude towards the evaluation of pedagogical and teaching ability is relatively positive, while some express more neutrality in their evaluation in additional areas. As assessors, the bodies that are most directly related to the school environment appear more appropriate, while as assessment methods, it is preferred to follow more than one, with self-assessment as the main method. The teachers’ awareness of issues related to educational evaluation appears insufficient, while the teachers’ awareness and the various sources of information were correlated with their overall attitude towards evaluation in general, as well as with their perceptions of their evaluation in terms of pedagogy and teaching ability and in other areas as well. Also, it was checked whether the demographic data affect teachers' views on the issue of their evaluation. Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών αποτελεί ένα διαχρονικό ζήτημα, για το οποίο πραγματοποιούνται πολυάριθμες έρευνες είτε σε εθνικό, είτε σε διεθνές επίπεδο. Σκοπός της παρούσας ποσοτικής έρευνας είναι να διερευνηθούν οι απόψεις των εκπαιδευτικών ΠΕ70-Δάσκαλοι που εργάζονται στην πρώτη βαθμίδα της ελληνικής εκπαίδευσης και συγκεκριμένα σε δημοτικά σχολεία. Για την πραγματοποίηση της έρευνας, χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο που είχε δημιουργηθεί από την Καπαχτσή (2008). Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 172 εν ενεργεία εκπαιδευτικοί και μελετήθηκαν οι απόψεις τους για α) τη συνολική στάση τους απέναντι στην αξιολόγηση, β) την αξιολόγηση της παιδαγωγικής και της διδακτικής τους ικανότητας, καθώς και την αξιολόγησή τους σε πρόσθετους τομείς, γ) τους φορείς αξιολόγησης και τις μεθόδους που θα χρησιμοποιούνται για την αξιολογική διαδικασία και δ) τον βαθμό ενημέρωσης τους για θέματα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με τη χρήση του στατιστικού προγράμματος IBM SPSS Statistics (version 25) και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι λίγο περισσότεροι από τους μισούς εκπαιδευτικούς αναγνωρίζουν ότι η αξιολόγηση αποτελεί σημαντική διαδικασία ανατροφοδότησης, ωστόσο λιγότεροι είναι αυτοί που συμφωνούν ότι με την εφαρμογή ενός συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών δε θα μειωθεί η αυτονομία τους στην άσκηση του έργου τους. Η συνολική στάση τους για την αξιολόγηση της παιδαγωγικής και διδακτικής ικανότητας είναι σχετικά θετική, ενώ κάποιοι εκφράζουν περισσότερη ουδετερότητα στην αξιολόγηση τους σε πρόσθετους τομείς. Ως αξιολογητές, καταλληλότεροι εμφανίζονται οι φορείς που σχετίζονται αμεσότερα με το σχολικό περιβάλλον, ενώ ως μέθοδοι αξιολόγησης φαίνεται πως είναι προτιμότερο να ακολουθούνται περισσότερες από μία, με την αυτοαξιολόγηση ως κύρια μέθοδος. Ο βαθμός ενημέρωσης των εκπαιδευτικών για θέματα της εκπαιδευτικής αξιολόγησης εμφανίζεται ελλιπής, ενώ ελέγχθηκε η ύπαρξη συσχέτισης μεταξύ του βαθμού ενημέρωσης και των διαφόρων πηγών ενημέρωσης με τη συνολική στάση τους απέναντι στην αξιολόγηση γενικά, καθώς και με τις απόψεις τους να αξιολογούνται ως προς τη παιδαγωγική και διδακτική τους ικανότητα και ως προς άλλους τομείς. Ελέγχθηκαν, επίσης, αν τα δημογραφικά στοιχεία επηρεάζουν τις απόψεις των εκπαιδευτικών για το ζήτημα της αξιολόγησής τους.